Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)’ Category

Θα ελθη ημερα δικαιοσυνης;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 30th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεγάλη Τρίτη

Θα ελθη ημερα δικαιοσυνης;

«Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9β΄)

KYRIOS-+

ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ μιλήσουμε ἐπάνω στὸν πρῶτο στίχο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦ­μά μου…» (Ἠσ. 26,9α΄). Πιστεύω τώρα νὰ εἶστε προθυμότεροι στὴν προσ­ευχή. Ὅπως λέει κ᾽ ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, «μνημονευ­τέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»· ἡ προσ­ευχὴ εἶνε πιὸ ἀναγκαία κι ἀπ᾽ τὴν ἀναπνοή. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε· «Ἀδια­λείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17).
Ἀπόψε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ δεύτερο στίχο τοῦ ἀλληλούια, ὁ ὁποῖος λέει· «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9β΄).

* * *

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔ­ζησε μακριὰ ἀ­πὸ τὴν κοινωνία, σὲ κάποιο μονα­στήρι. Ἔμενε μέ­­­σα στὸν κόσμο. Συμβίωνε μὲ μία γενεὰ εἰδωλολατρική, γεμάτη πλάνες καὶ ἁμαρτίες, σὲ μιὰ κοινωνία ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἀδικία ἀπ᾽ τὰ ἀνάκτορα μέχρι τὶς καλύβες. Ὅπως τὰ λιοντάρια κατασπα­ράζουν τὶς ἀντιλόπες, ἔτσι καὶ οἱ κακοὶ ἄρχον­τες κατέτρωγαν τοὺς φτωχούς. Τὰ ἔ­βλεπε αὐτὰ ὁ Ἠ­σαΐας καί, εὐαίσθητη ψυ­χή, αἰσθανόταν λύπη.
Ἀλλ᾽ ὡς προφήτης ἔβλεπε μακριά. Ἔβλεπε, ὅτι μετὰ 800 χρόνια θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ ἡ ἀ­­δικία θὰ κορυφωθῇ καὶ τότε θὰ γίνῃ τὸ μεγαλύ­τερο ἀδίκημα ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὅτι, ὅταν ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖ­ος, ἐκεῖ­νος ποὺ «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐ­δὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,7-9· Α΄ Πέτρ. 2,22), ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν ἀθῷος, αὐτὸς δικά­στηκε καὶ κα­ταδι­κά­στηκε σὲ θάνατο φρικτό. Μὲ τὴ δίκη ἐ­κείνη «ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη» (Ἠσ. 53,8), τὸ δίκαιό του χάθηκε, ἔχασε τὸ δίκιο του ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Δικασταὶ τοῦ Χριστοῦ ἦταν οἱ φαρισαῖοι, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Ποιοί ἦταν αὐ­τοί; Ἐφαίνοντο μὲν δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι, ἀλ­λὰ στὸ βάθος ἦταν πλήρεις κακίας καὶ ἀδικί­ας. Ἔδειχναν πὼς ἐφαρμόζουν μερικὲς εὔ­κο­­­λες ἐντολές, ἀλλ᾽ ἄφηναν «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν» (Ματθ. 23,23). Καταπατοῦσαν τὸ δίκαιο. Ἀ­δι­κοῦ­σαν χῆρες καὶ ὀρφανά, ἦταν ἄδικοι κριταί. Ἕ­ως ὅτου διέπραξαν καὶ τὸ μέγιστο τῶν ἐγκλημάτων· κατεδίκασαν τὸ Χριστό. Ἂς ἔ­πλυνε ὁ Πιλᾶτος τὰ χέρια του λέγοντας «Ἀ­θῷ­ός εἰμι ἀ­πὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου» (ἔ.ἀ. 27,24). Αὐτοὶ τὸν δίκασαν παρανό­μως, κατὰ παράβα­σιν τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ῥωμα­ϊκοῦ δικαίου· δὲν τηρήθηκαν οἱ διατάξεις. Σ᾽ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς δικαστὰς ἀπευθύνεται προφητι­κῶς ὁ Ἠσαΐας καὶ λέει· «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».
Ἀλλ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἠσαΐας δὲν ἴσχυε μόνο τότε· ἰσχύει πάντα, καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν στὴν ἐ­ποχή μας. Διότι ἡ ἐποχή μας καυχήθηκε, ὅτι εἶνε ὁ αἰὼν τῶν φώτων· καὶ ὅμως ἀπεδείχθη αἰ­ὼν σκότους. Ὠνομάστηκε ἐποχὴ τῆς προόδου καὶ χλεύασε ὡς καθυστε­ρημένους ἐ­κείνους ποὺ πηγαίνουν στὴν ἐκκλη­σία κι ἀνάβουν κερὶ καὶ προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα· καὶ ὅ­μως ἡ δῆθεν πρόοδος αὐτὴ ὡδήγησε σὲ ἐκφυλισμό. Γιατί; Δι­ότι ἔλειψε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη.
Ἡ δικαιοσύνη εἶνε ἀναγκαία. Ἀ­φαί­ρεσε τὴ δικαιοσύνη, καὶ ἡ κοινωνία γίνεται ζούγκλα. Ὅ­πως καὶ ἔγινε σήμερα. Ἡ δικαιοσύ­νη εἶνε μία ἀπὸ τὰς τέσσερις μεγάλας ἀρε­τὲς ποὺ ἐγ­­­­κωμίαζαν οἱ πρόγονοί μας (οἱ ἄλ­λες τρεῖς εἶ­νε ἡ φρόνησις δηλαδὴ ἡ σοφία, ἡ ἀνδρεία, καὶ ἡ σωφροσύνη (Πλάτ., Νόμ. 979c, Πολ. 427e). Γι᾽ αὐτό, ἀπὸ τόσο νωρίς, ὁ Ἠσαΐας φωνάζει· «Δικαιοσύ­­­νην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».

* * *

Ἀναστενάζει, ἀγαπητοί μου, ὁ πλανήτης μας ἀπὸ τὶς ἀδικίες. Παντοῦ συναντοῦμε ἀδικίες.
Στὶς συναλλαγὲς ὑπάρχει ζυγὸς δικαιοσύνης; Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἔλεγε, ὅτι μεταξὺ πωλητῶν καὶ ἀγοραστῶν ὑπάρχει μία σατανικὴ ἅμιλλα ἀδικίας. Καὶ σήμερα σιωπηρῶς ἐπικρατεῖ τὸ «Ἅρ­παξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Δὲν τὸ ὁμολογοῦν ἀπὸ ντροπή, ἐν τούτοις αὐ­τὸς εἶνε ὁ κανών. Ἀδικία στὸ ἐμπόριο, στὴν ἀ­γορά, σὲ ὅλη τὴν οἰκονομικὴ κίνησι.
Στὴν διοικητικὴ ἱεραρχία ὑπάρχει δικαιοσύ­νη; Ἀναστενάζουν οἱ ὑπάλληλοι, χύνουν δάκρυα – στὴν Ἐκκλησία καταφεύγουν νὰ ποῦν τὸν πόνο τους. Δὲν ἔχουμε κράτος δικαίου. Δὲν ὑπάρχει ἀξιοκρατία στὶς προαγωγές. Ὁ τεμπέλης καὶ ἀνάξιος προάγεται, ἀρκεῖ νὰ εἶ­νε γραμμένος στὸ κόμμα· ὁ τίμιος καὶ εὐσυνείδητος καὶ ἐργατικὸς παραγκωνίζεται.
Στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἰδιοκτησία ὑπάρχει δικαιοσύ­νη; Ὁ ἐργαζόμενος δὲν ἀμείβεται, δὲν ἀσφαλίζεται, δὲν συνταξιοδοτεῖται πρεπόν­τως. Φορολογεῖται δυσβάστακτα καὶ δυσανάλογα. Τοῦ παίρνουν τὸν ἱδρῶ­τα, τὴν περιουσία του. Καὶ μόνο τοῦ ἐργάτου; Τὸ κράτος κατ᾽ ἐ­πανάληψιν ἅπλωσε χέρι καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκόμη περιουσία. Τὸ ἀδηφάγο θηρίο τῆς ἀδικί­ας δὲν ἱκανοποιεῖ­ται· ἀπογυμνώνει καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε περιουσιακὸ στοιχεῖο, νὰ μὴ μπορῇ πλέον νὰ κάνῃ κανένα ἔργο.
Στὴν οἰκογένεια ὑπάρχει δικαιοσύνη; Ἂν ὑ­πῆρχε δικαιοσύνη, θὰ ὑπῆρχε ἁρμονία. Ἀδικία δυσ­τυχῶς κ᾽ ἐδῶ. Ἀδικεῖ ὁ ἄντρας τὴ γυναῖ­κα· τὴ μεταχειρίζεται σὰν ζῷο. Ἀδικεῖ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα· τὸν βρίζει χυδαῖα. Δὲν ὑποφέ­­ρω τὴ γλῶσσα της, ἔλεγε κάποιος· προτιμότερο νὰ μὲ πυροβολοῦσε στὸ στῆθος… Ἀ­δι­κοῦν ἔπειτα οἱ γονεῖς τὰ παιδιά· παρ᾽ ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν, τὴν ὥρα τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ τὰ ἀδικοῦν. Στὴν Πτολεμαΐδα ἕνας πατέρας ἐπέπληξε δριμύτατα καὶ χτύπησε τὸ παιδί του, κι αὐτὸ (26 ἐτῶν) πῆρε καραμπίνα καὶ αὐτοκτόνησε. Ἀδικοῦν ὅμως καὶ τὰ παιδιὰ τοὺς γονεῖς, ποὺ κοπιάζουν γι᾽ αὐτά. Γνωρίζω στὴν Ἀθήνα πατέρα, ποὺ ἔπαθε ἔμφραγμα ἀπὸ τὴ διαγωγὴ τοῦ παιδιοῦ του, καὶ γνωρίζω θυγατέρες ποὺ πικραίνουν τὶς μητέρες των.
Στὰ δικαστήρια τοὐλάχιστον, ὅπου οἱ ἄνθρω­ποι καταφεύγουν γιὰ νὰ δικαιωθοῦν, βρίσκουν τὸ δίκαιο; Δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι οἱ δικασταί μας ἔ­χουν τὴ διάθεσι νὰ ἀπονείμουν δικαιοσύνη. Δὲν μποροῦν ὅμως. Γιατί; Διότι ἔρχονται ψευ­δομάρτυρες, ποὺ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀθῳώνουν μὲν τὸν Βαραββᾶ καταδικάζουν δὲ τὸν Ἰησοῦν. Κάποιος παρωμοίασε τὴ δικαιο­σύνη μὲ ἀραχνόπανο, ποὺ πιάνει τὰ μυγάκια ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τὶς σφῆκες· μικροὶ ἐγκληματίες τι­μωροῦνται, οἱ μεγάλοι μένουν ἀτιμώρητοι.
Θέλετε νὰ πᾶμε καὶ πιὸ πέρα; Ἀδικία ὑπάρχει καὶ στὶς διεθνεῖς σχέσεις καὶ τοὺς ὀργανι­σμούς. Ὤ ἐκεῖ πλέον! Ἔφτειαξαν τὸν Ο.Η.Ε., ἄλλους διεθνεῖς συνδέσμους καὶ δικαστήρια, γιὰ νὰ ἐπιλύωνται οἱ ὑποθέσεις· καὶ ὅ­μως τὰ μεγάλα ἔθνη ἀδικοῦν τὰ μικρά, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν πατρίδα μας. Παράδειγμα ἡ Κύπρος. Σέβονται ἐκεῖ τὸ δίκαιο; Ὁ Ἀτίλλας κατέλαβε τὸ ἓν τρίτον τῆς νήσου· πέρασαν τόσα χρόνια, ἡ Ἑλλὰς κατ᾽ ἐπανάληψιν προσέφυγε στὸ συμβούλιο τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, ζήτησε τὸ δίκαιό της· κ᾽ ἐνῷ ἡ ὑπόθεσις μποροῦσε νὰ λυ­θῇ μέσα σὲ λίγα λεπτά, αὐτοὶ παίζουν ὅπως ἡ γάτα μὲ τὸ ποντίκι. Δὲν ἔχουν δικαιοσύνη.

* * *

Ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἠσαΐα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ λέει· Ἄνθρωποι, «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».
Γονεῖς, μὴ τιμωρεῖτε ἄσπλαχνα τὰ παιδιά.
Παιδιά, ὄχι ἀχάριστοι στοὺς γονεῖς σας.
Διδάσκαλοι, μὴ βάζετε τὸ ἄριστα στὸ παιδὶ τοῦ βιομήχανου, καὶ ἀδικεῖτε τὸ φτωχόπαιδο.
Ἀξιωματικοί, σταθῆτε ἴσοι ἀπέναντι ὅλων τῶν στρατιωτῶν ὅποια καταγωγὴ κι ἂν ἔχουν.
Προϊστάμενοι, ἀμείψατε τὸν ὑπάλ­ληλό σας κατ᾽ ἀξίαν, χω­ρὶς κομματικὰ κριτήρια.
Δικασταί, σεῖς πρὸ παντός, κρατῆστε ἐπὶ τῆς ἕδρας καλὰ τὸν ζυγό· ἀποδῶστε δικαιοσύνη.
Βουλευταί, μὴ γίνεσθε ἀνδρείκελα στὶς ἐπι­ταγὲς τοῦ κόμματος. Τὸ κόμμα δὲν εἶνε θεός. Ψηφίζετε κατὰ συνείδησιν. Μὴ θάψετε τὴν ἱ­στορική μας αὐτὴ πατρίδα. Μὴ γίνετε «ὁδηγοὶ τυφλοὶ τυφλῶν» (Ματθ. 23,16· βλ. καὶ 15,14), καὶ καὶ φθάσῃ τὸ ἔθνος στὴν καταστροφή.
Κ᾽ ἐσύ, πρωθυπουργέ· κ᾽ ἐσεῖς, ὑ­πουργοί· κ᾽ ἐσύ, πρόεδρε τῆς δημοκρατίας, προσέξτε! «Δι­καιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦν­τες ἐπὶ τῆς γῆς».
Χρυσᾶ – ἀθάνατα λόγια ψάλλει, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκ­κλησία μας, ποὺ ἀγγίζουν τὴ ζωή μας. Εὐ­χαριστούμεθα ν᾽ ἀκοῦμε ὄμορφα ψαλσίμα­τα. Ἀλλ᾽ ὅπως εἴπαμε, ἡ μουσικὴ εἶνε τὸ τσῶφλι· τὴν ἀξία ἔχει ὁ καρπός. Καὶ καρπός, ποὺ μένει, εἶνε ἡ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης στὴ ζωή μας.
Ἀδικία ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχῃ. Ὁ μεγάλος Ἄγγλος ἱστορικὸς Τόυνμπη θέτει τὸ ἐρώτημα· Θὰ ἐκλείψῃ ποτὲ ἡ ἀδικία ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἀπήντησε ὁ ἴδιος· Στὴν παροῦσα φάσι, ὅσο τὸ κακὸ βασιλεύει στὴν καρδιά, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βαρύνεται μὲ τὸ προπατορικὸ ἁ­μάρτημα, τὸ κακὸ ἁπλῶς περιορίζεται.
Θὰ ἔρθῃ ὅμως ἡμέρα, ναὶ θὰ ἔρθῃ, ποὺ ἡ δικαιοσύνη θὰ ἐπικρατήσῃ πλήρως. Πότε; Ὅταν βασιλεύσῃ ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῆς δικαιοσύ­νης (Ἑβρ. 7,2)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰ­ῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό Ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 13-4-1987 βράδυ)

Οι εχθροι του Χριστου θα κατακαουν

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 29th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεγάλη Τετάρτη

Οι εχθροι του Χριστου θα κατακαουν

«Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον, καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται» (Ἠσ. 26,11β΄)

+3ΝυμφιοσΕΡΜΗΝΕΥΣΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, τοὺς δύο πρώτους στίχους τοῦ ἀλληλούια. Ἂς δοῦ­με τώρα τὸν τρίτο στίχο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ζῆ­λος λή­ψεται λαὸν ἀπαίδευτον, καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται» (Ἠσ. 26,11β΄). Δύσ­κο­λος στίχος· θὰ τὸν ἑρμηνεύσουμε πρακτικῶς.

* * *

Ὁμιλεῖ γιὰ ζῆλο. Ὁ ζῆλος, ὡραία λέξις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, ἔχει δύο ἔννοι­ες· ὑπάρχει ζῆ­λος μὲ καλὴ καὶ ζῆλος μὲ κακὴ ἔννοια.
Μὲ καλὴ ἔννοια, ζῆλος εἶνε ἡ εὐγενὴς ἅ­μιλ­λα, ποὺ παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἰδίως τὸ νέο νὰ μιμηθῇ καλὰ πρότυπα, ὅ,τι ὑπέρο­χο βλέπει. Ὅποιος ἔχει καλὸ ζῆλο, προσπαθεῖ νὰ φθάσῃ καὶ νὰ ξεπεράσῃ τὰ πρότυπά του. Ἡ εὐγενὴς ἅμιλλα εἶνε ἐλατήριο μεγάλων πράξεων. Οἱ νέοι τῆς ἀρχαίας Σπάρτης σὲ ἡμέρες ἑορτῶν ἔλεγαν πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους των στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως· «Ἁμὲς δὲ γ᾽ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες», ἐμεῖς θὰ γίνουμε πολὺ καλύτεροι ἀπὸ σᾶς.
Μὲ κακὴ ἔννοια ζῆλος εἶνε ἡ ζηλοτυπία. Εἶ­νε τὸ αἴσθημα ἐκεῖνο ποὺ συχνὰ σὰν ἀγκάθι φυτρώνει στὶς σχέσεις τοῦ ἀνδρογύνου. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ τὸν ἄνδρα ἀπὸ ζηλοτυπία γυναικὸς ἢ τὴ γυναῖκα ἀπὸ ζηλοτυπία ἀν­δρός. Ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, τρώει τὴν καρδιὰ ὅπως ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο, ὅπως τὸ σκουλήκι τὸ ξύ­λο. Ζήλεια εἶχε ὁ Κάϊν· φθονοῦσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ καὶ γι᾽ αὐτό τὸν ἐφόνευσε.
Ἐδῶ, στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ Ἠσαΐα, ἡ λέξι ζῆ­λος εἶνε μὲ κακὴ ἔννοια. «Ζῆλος λήψεται λα­­ὸν ἀπαίδευτον». Κακὸς ζῆλος, βρασμὸς ψυχῆς, θὰ πιάσῃ τὸ λαὸ ποὺ δὲν παιδαγωγήθηκε μὲ τὸ νό­μο τοῦ Κυρίου. Ὁμιλεῖ γιὰ ζῆλο ὄχι ἑνὸς ἀν­θρώπου ἀλλὰ ἑνὸς ὁλοκλήρου λαοῦ. Ποιός εἶ­νε ὁ λαὸς αὐτός; Ὁ Ἰουδαϊκ­ός. Αὐτὸς κατε­λήφθη ἀπὸ κακὸ ζῆ­λο ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστὸς ὡς ῥαββί, ὡς δι­δάσκαλος, στὴν ἀρχὴ τὸν πίστεψαν. Τὸν ἀ­κολούθησαν ὅλοι μὲ ἐνθουσιασμό. Ὡμολογοῦσαν τὰ θαύματά του. Βάδιζαν χιλιόμετρα, γιὰ νὰ τὸν βροῦν. Κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη του (Λουκ. 19,48), αἰσθάνοντο ὑπερτάτη ἡδονὴ νὰ τὸν ἀκοῦνε, καὶ ἔλεγαν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐ­λάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,46), ποτέ δὲ μίλησε κανεὶς ὅπως αὐτός. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὰν λαοθάλασσα τὸν ὑ­ποδέχθηκαν μὲ πρωτοφανεῖς ἐκδηλώσεις καὶ ζητωκραυγὲς «ὡσαννά» (Ματθ. 21,9 κ.ἀ.). Ποτέ βα­σιλιᾶς δὲν ἔγινε ἀντικείμενο θερμοτέρας ὑπο­δοχῆς. Τὰ «ὡσαννὰ» ὅμως κράτησαν μόλις 4 ἡμέρες. Μετὰ ἔσβησαν. Οἱ καρδιὲς πάγω­σαν, διεστράφησαν. Ἀντὶ «ὡσαννά», ὁ ἴδιος αὐτὸς λαός, τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου φώναζαν· «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21· Ἰωάν. 19,6).
Πῶς μετεβλήθη ὁ λαὸς αὐτός; μεσολάβησαν δαίμονες; Κάτι χειρότερο. Ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπως λέει ὁ Τζοβάννι Παπίνι στὸ ἔργο του Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ ἄνθρωπος κάνει κακὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ διάβολο. Ὁ ἐμπαθής, ὁ φθονερός, ὁ φιλήδονος, ὁ φιλό­­δοξος, ὁ ἀλαζὼν ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βλά­ψῃ περισσότερο κι ἀπὸ μία λεγεῶνα δαιμόνων. Ποιοί λοιπὸν μεσολάβησαν; Ὄχι βέβαια οἱ ἀ­γράμματοι ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας. Μεσολάβησαν οἱ γραμματισμένοι, ἡ ἐλὶτ τῆς κοι­νω­νίας, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Αὐτοὶ φθόνησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τοὺς κατέλαβε κακὸς ζῆ­λος καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν διαβάλλουν. Καὶ τί δὲν εἶπαν ἐ­ναντίον του! Αὐτὸν ἀκοῦτε, αὐτὸν ἀκο­λουθεῖτε; Εἶνε «φάγος», «οἰνοπότης», «φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν», αὐτὸς εἶνε «Βεελ­ζεβούλ» (Ματθ. 11,19· 10,25. Λουκ. 7,34). Τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἀγγέλων ἀπεκάλεσαν ἀρχηγὸ τῶν δαιμόν­ων· τὸ φῶς ἀπεκάλεσαν σκότος!
Καὶ ὁ λαός; Ἀντὶ νὰ κλείσῃ τὰ αὐτιά του σ᾽ αὐτοὺς τοὺς δημαγωγούς, τοὺς ἄκουσε καὶ μέ­σα του ἡ φυσιογνωμία τοῦ Χριστοῦ ὑποβα­θμίστηκε, ἐκμηδενίστηκε. Παρασυρόμενος ἔ­τσι ἀπὸ τοὺς ἡγέτες του, διέπραξε τὸ μεγαλύ­τερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων· σταύρωσε τὸ Χριστό.

* * *

Ὁ λαός, ἀδελφοί μου, ὅταν δὲν ἔχῃ ἀξίους ἡγέτας (πολιτικούς, θρησκευτικούς, στρατιωτικούς κ.λπ.), ἐκφυλί­ζε­ται, παρασύρεται. Παύει πλέον νὰ εἶνε λαός· γίνεται ὄχλος. Καὶ ὁ ὄχλος μπορεῖ νὰ διαπράξῃ καὶ τὰ μεγαλύτερα ἐγ­κλήματα. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ λαὸς πέσῃ σὲ δημα­γωγούς. Ἂν ἀνοίξουμε τὴν ἱστορία τοῦ γέ­νους μας, θὰ δοῦμε ὅτι, ὅσο κακὸ μᾶς ἔκαναν οἱ δημαγωγοί, δὲν μᾶς ἔκαναν οἱ ἐχθροί.
⃝ Μεγάλος δημαγω­γὸς στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦ­ταν ὁ Ἀλκιβιάδης. Ἀ­νάστημα ἐντυπωσιακό, ὡραῖος σὰν τὸν Ἄ­δω­νι, μὲ λάμψι δυνάμεως καὶ ἀλκῆς, εὐφυὴς καὶ ῥήτορας. Τί νὰ τὰ κά­νῃς ὅμως αὐτά; Ἦτο ἀλαζὼν καὶ ὑπερήφανος. Καὶ ὅ,τι ἔχτισε ὁ Περικλῆς, τὸ κατέ­στρε­ψε αὐτὸς σὲ λίγες ὧρες. Τὸ νὰ δημιουργήσῃς εἶνε δύσκολο, αἰῶνες χρειάζονται· τὸ νὰ καταστρέψῃς εἶνε εὔκολο. Παρέσυρε τοὺς Ἀθηναίους σὲ μία ἄφρονα ἐκστρατεία στὴ Σικε­λία, ἐκεῖ ποὺ δὲν εἶχαν καμμιά δουλειά. Ματαίως φώναζε ὁ Νικίας, οἱ φρόνιμοι στρατηγοὶ καὶ οἱ σύμμαχοι, ὅτι θὰ γίνῃ καταστροφή. Τίποτε αὐτός. Καὶ ἐκεῖ στὴ Σικελία ἐτάφη τὸ ἄνθος τοῦ Ἀθηναϊκοῦ λαοῦ. Αὐτὰ κάνουν τὰ συνθήματα τῶν δημαγωγῶν. Ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν εἶνε πλέον φρόνιμος· εἶνε «λαὸς ἀπαίδευτος».
Θέλετε ἕνα νεώτερο παράδειγμα; Ἤμουν μικρὸς καὶ ἔζησα τὰ δραματικὰ γεγονότα. Εἶ­δα τοὺς γονεῖς μου, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους νὰ ἐκστρα­τεύουν, ν᾽ ἀδειάζῃ τὸ χωριό μας (μεγάλο χωριό), καὶ μόνο στὴ μάχη τοῦ Κιλκὶς χάσαμε 20 παιδιά. Ἔφθασε τότε ἡ πατρίδα μας στὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταν­τι­νουπόλεως· ὁ Πλαστήρας ἀπ᾽ τὸ Καλὲ-Γκρό­το ἔβλεπε μὲ τὰ κιάλια τὴν Ἄγκυρα. Πῶς ἐν συνεχείᾳ ἡττηθήκαμε; Δημαγωγοὶ κατέστρεψαν τὸ ὄνειρο.
Κ᾽ ἕνα παράδειγμα τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ λα­ός μας εἶνε εὐγενής· γνώρισμά του εἶνε ἡ ἀ­γάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Κάποιοι ὅμως ἔῥ­­­­ῤι­­ξαν τὸ σύνθημα «Γκρεμίστε τὴν Ἐκκλησία!». Καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχουν, ἄρχισαν νὰ διαβάλλουν τὸ κῦ­ρος τοῦ κλήρου, ἐκμεταλ­λευ­όμενοι ὡρισμέ­να ἐλαττώματα καὶ ἁμαρτήματά του. Δὲν τὰ ἀρ­νοῦμαι, πρῶτος ἐγὼ τὰ ἔχω ἐλέγξει. Ἀλ­λὰ σὲ ποιό κλάδο δὲν ὑπάρχουν καὶ προδόται; Δώ­δε­κα ἦταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ἕνας ἦταν προ­δότης· θὰ κρίνουμε τὸ Χριστὸ ἀπὸ αὐτό; Καὶ θὰ κρίνουμε τὸν κλῆρο μας, διότι μέσα σὲ χιλιά­δες παπᾶδες ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ποὺ λη­σμόνησαν τὴν ἀποστολή τους; Οἱ συκο­φάνται λοι­πὸν μὲ ὅλα τὰ μέσα (περιοδικά, ἐφημερίδες, ῥαδιόφωνο, τηλεόρασι, θεατρικὲς πα­ρα­στά­σεις, κινηματογραφικὰ ἔργα, δωρεὰν εἰ­σι­τή­ρια κ.λπ.) προ­­σπάθησαν νὰ διακωμῳδήσουν τὸ ῥάσο, νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη. Καὶ ὁ λαὸς ὁπωσδήποτε ἐπηρεάζεται. Ἀπὸ τέτοιες κατηγορίες εἶμαι κ᾽ ἐγὼ κατάφορτος· ἀλλὰ θε­ωρῶ τὶς ὕβρεις ὡς παράσημα. Μποροῦν ὅ­μως ὅλοι νὰ τὸ ἀνεχθοῦν αὐτό; Γι᾽ αὐτὸ πολὺ δύσκολα ἕνας νέος ἀποφασίζει σήμερα νὰ γίνῃ κληρικός. Ἐὰν ἤμεθα λαϊκοί, θὰ μᾶς ὑπολείπτοντο· τώρα ποὺ φοροῦμε τὸ ῥάσο, μᾶς μισοῦν. Δὲν μισοῦν βέβαια ἐμᾶς· μισοῦν τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖο, τοῦ ὁποίου τὴν εἰκόνα παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας πε­ριφέρουμε στὸν κόσμο. «Τὸν ὀνειδισμὸν αὐ­τοῦ φέρομεν», ὅ­πως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 13,13). Καὶ ὁ Χριστὸς μακάρισε – ποιούς; Τί εἶπε· «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀ­νειδίσωσιν ὑμᾶς …καὶ εἴ­πωσι πᾶν ῥῆμα καθ᾽ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκα ἐμοῦ» καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου (Ματθ. 5,11).

* * *

Παράσημα, ἀγαπητοί μου, θεωροῦμε τὶς ὕ­βρεις καὶ χαιρόμεθα γι᾽ αὐτά. Θρηνοῦμε ὅ­μως γι᾽ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία. Διότι πῶς τελειώνει ὁ στίχος τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα· «…καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται»· φωτιά, λέει, θὰ καταφάγῃ τώρα «τοὺς ὑπεναντίους», τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Αὐ­τοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο, φωτιὰ θὰ πέσῃ καὶ θὰ τοὺς κάψῃ. Τὸ λέει ὁ προφήτης.
Παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μετανοήσουν οἱ ἐκ­κλησιομάχοι, νὰ γίνουν πάλι παιδιὰ τῆς Ἐκ­κλησίας, καὶ νὰ τιμοῦν τὸν κλῆρο ποὺ προσέφερε τόσες θυσίες. Κλαίω κι ἀναστενάζω γι᾽ αὐ­­τούς. Δὲν τοὺς μισῶ. Κάθε βράδυ προσ­εύχομαι καὶ παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ τοὺς φωτίσῃ νὰ μετανοή­σουν, ὅσο ὑπάρχει καιρός, καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Τελειώνω μὲ ἕνα λόγο ποὺ εἶπε ὁ ἀείμνηστος πρωθυπουργὸς Γεώργι­ος Παπανδρέου, ποὺ ἦτο υἱὸς ἱερέως. Εἶπε κάποτε στοὺς ὑ­πουργούς του· Μὴν πειράζετε τὸν κλῆρο· τὸ ῥάσο εἶνε κάρβουνο ἀναμμένο καὶ θὰ σᾶς κά­ψῃ. Θὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸν τάφο νὰ τὸ ξαναπῇ σὲ ὅσους τολμοῦν νὰ θεομαχοῦν.
Ταῦτα λέγω, ταῦτα κηρύττω, ταῦτα ὁμολο­γῶ. Ὁ δὲ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν νὰ φωτίσῃ ὅλους νὰ μετανοήσουμε, ν᾽ ἀγαπήσουμε τὴν Ἐκκλησία μας, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἐσταυ­ρωμένον· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλια Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἀγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 14-4-1987 βράδυ)

Ορθριζουμε προς το Φως; – MÂNECĂM SPE LUMINĂ?

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 28th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεγάλη Δευτέρα

Ορθριζουμε προς το Φως;

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός,

διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς»

ΝΥΜΦΙΟΣΟ ΠΡΩΤΟΣ ἀπὸ τοὺς τέσσερις στίχους, ποὺ συνοδεύουν τὸ ἀλληλούϊα στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολου­θί­ας τοῦ Νυμφίου τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Ἑ­βδομάδος, λέει· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄).
Τί θὰ πῇ αὐτό; Εἶνε λόγια τοῦ προφήτου Ἠ­σαΐα. Μποροῦμε ἆραγε νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε κ᾽ ἐμεῖς; Γιατί τὰ εἶπε ὁ Ἠσαΐας; Δὲν εἶνε ἕ­νας ἁπλὸς λόγος· εἶνε μία πραγματικότης, ποὺ ὁ προφήτης τὴ ζῇ. Θεέ μου, λέει, σὲ ἀγαπῶ. Σὲ ἀ­γαπῶ τόσο, ὥστε σὲ θυμᾶμαι ὄχι μόνο τὴν ἡ­μέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Πάω νὰ κοιμη­θῶ, καὶ ξυπνῶ νωρίς. Σηκώνομαι ἀπ᾽ τὸ κρεβά­τι πολὺ πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἡ καρδιά μου εἶ­νε σ᾽ ἐσένα, σὲ λατρεύω καὶ σὲ δοξάζω.

* * *

Εἶστε, ἀγαπητοί μου, ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ ἔχετε οἰκογένεια καὶ ποιός νέος ἢ νέα δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἕλ­­ξι τοῦ ἔρωτος; Εἶνε κάτι ἀκατηγό­ρητο· ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ ἕλξι ἀνδρὸς – γυναικός· εἶνε φυ­σικὸ καὶ εὐλογημένο, ὅταν δὲν ἐκ­τρέπεται καὶ δὲν λαμβάνῃ διαστάσεις πάθους. Τί γίνεται λοιπὸν στὸν σώφρονα ἔρωτα; Ὅποιος ἀγαπᾷ, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, τὸ πρό­σω­­πο ποὺ ἀγαπᾷ τό ᾽χει μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Ἀρέσκεται νὰ τὸ βλέπῃ. Εὐχαριστιέται ν᾽ ἀκούῃ τὰ λόγια του· ὄχι μιὰ ὥρα, ἀλλὰ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ὧρες κουβεντιάζει μαζί του· νυχτώνει, περνοῦν τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνει, καὶ τὰ λόγια δὲν τελειώνουν.
Ἀρέσκεσαι λοιπὸν νὰ μιλᾷς μὲ τὴν ἀγαπημένη ἢ τὸν ἀγαπημένο σου; Ἔ, δὲ θὰ εἶσαι ἄν­­θρωπος, ἂν πέρα ἀπὸ τὸν ἔρωτα αὐτὸν δὲ νιώ­θῃς καὶ κάποιον ἄλλον ἔρωτα. Ὑπάρχει ἕ­νας ἔ­ρωτας ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ ὑψηλό­τε­ρος· εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ. Ναί! Ἀκατανόητα – κινέζικα φαίνονται αὐτά; Ἀλλ᾽ ὅσοι τὸ αἰ­σθάν­θηκαν μέσα τους αὐτό, ὅπως τὸ αἰ­σθάνθηκε ὁ Ἠσαΐας, αὐτοὶ λένε μαζί του· Σὲ ἀγα­πῶ, Κύριε, σὲ λατρεύω. Σὲ σκέπτομαι μέρα – νύ­χτα καὶ ὣς τὰ μεσάνυχτα, καὶ τὸ πρωῒ ἀπ᾽ τὸ βα­θὺ ὄρθρο σὲ ἀναζητῶ. Ὁ ἔρωτας δὲν ἀφήνει τὸν ὕπνο νὰ σφαλίσῃ τὰ μάτια μου. Νωρὶς – νω­ρὶς ξυπνῶ καὶ σοῦ μιλῶ. «Ἐκ νυκτὸς ὀρ­θρί­ζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…»· λόγια, ποὺ δείχνουν τὴν φλογερὰ ἀ­γάπη ποὺ εἶχε ὁ Ἠ­σαΐας στὸ Θεό.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας; Καὶ ὁ Δαυῒδ ἐπίσης λέει· «Ὁ Θε­ὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψη­­σέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐ­­ρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ». Βασιλιᾶς αὐ­τός, μὲ τόσες μέριμνες καὶ φροντίδες, ξυπνοῦ­σε ἀπὸ τὸν ὄρθρο διψώντας νὰ βρῇ τὸν Κύριο. Κι ἀλλοῦ λέει· «Με­σονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖ­σθαί σοι…» (Ψαλμ. 62,2· 118,62). Ἀκοῦ­τε; Μεσάνυχτα, λέει, Κύριε, σηκωνόμουν γιὰ νὰ σὲ δοξολογή­σω.
Καὶ μόνο ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Δαυΐδ; Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἀσκηταὶ σὲ σπηλιές, ποὺ τὴ νύχτα, ἐνῷ ὅλα κοιμῶνται, αὐτοὶ δὲν κοιμῶνται· ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ λένε τὸ «Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».
Καὶ μόνο ἀσκηταί; Καὶ ἁπλοῖ πιστοί. Ἀπὸ μιὰ ἀγράμματη γερόντισσα καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο διεπίστωσα, ὅτι ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὴ Μακεδονία, ὑ­πῆρ­χε μιὰ ὡ­ραία συνήθεια. Πῶς ἔσβησαν τώρα οἱ ὡραῖ­ες συνήθειες καὶ γίναμε ἄγριοι, παρ᾽ ὅλο τὸ λεγόμενο πολι­τι­σμό! Τί ἔμαθα λοιπὸν ἀπὸ αὐτήν. Ἐκεῖ, λέει, εἴχαμε συνήθεια νὰ ξυ­πνοῦμε τὰ με­σάνυχτα καὶ νὰ κάνουμε προσ­ευχή… Ὑπάρχει ἀκόμα μιὰ παράδοσι, ὅτι τὸ σύμπαν ὁλόκληρο σταματάει τὰ μεσάνυχτα ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ κι αὐτὸ τὸν Μεγαλοδύναμο.

* * *

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός…». Ἐφαρμόζεται ἆραγε σήμερα ὁ λό­­γος αὐτός, ἢ ἁπλῶς τὸν ἀκοῦμε νὰ τὸν ψάλλουν μόνο οἱ ψαλτάδες μας τώρα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα;
Ζοῦμε σὲ χρόνια ποὺ πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12)· θὰ παγώσῃ, θὰ γίνῃ ψυγεῖο – Βόρειος Πόλος ἡ ἀγάπη τῶν πολ­λῶν γιὰ τὸ Θεό. Σημεῖο κατάρας, σημεῖο ἀντιχρίστου αὐτό. Δὲ θ᾽ ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀ­γαποῦν κανένα. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα πνευματι­κὸ θερμόμετρο καὶ τὸ βάζαμε στὴν καρδιά μας, θὰ ἔδειχνε ὑπὸ τὸ μηδέν. Σὲξ καὶ ἔρωτες σαρ­κικοὶ ὑπάρχουν, ἀλλὰ ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγά­πη τοῦ Κυρίου ἔσβησε, δὲν ὑπάρχει.
Ἀπόδειξις ὁ ἐκκλησιασμός. Βλέπεις, Κυρι­ακὴ ἡμέρα, χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν πηγαίνουν στὴν ἐκ­κλησία. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα». Οἱ περισσότεροι βρίσκουν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ κοιμηθοῦν. Εἶνε ἁ­μαρ­τία, τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ σὲ καλοῦν, ἐσὺ νὰ κοιμᾶσαι. Εἶσαι σὰν ἕνα στρατιώτη πού, ἐνῷ ἡ σάλπιγγα σαλπίζει ἐ­γερ­τήριο, αὐτὸς δὲν δίνει τὸ παρών. Σὲ καλοῦν οἱ καμπάνες, οἱ σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὲς οἱ καμπάνες, ποὺ τώρα χτυπᾶνε, μιὰ μέρα στὸν ἄλλο κόσμο θὰ μᾶς δικάσουν. Βλέπεις λοιπὸν τὸ λεγόμενο χριστιανὸ καὶ δὲ σηκώνεται νὰ πάῃ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ δο­­ξάσῃ τὸ Θεό, ἢ ἔρχεται βραδὺς – βρα­δύς, ἀρ­γά, περὶ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Ποῦ εἶν᾽ ἐκεῖνες οἱ μάνες ποὺ λέει τὸ ποίημα·
«…Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε, εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει, τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;…»
(Ἠλία Τανταλίδη, Ἡ Κυριακή· Ἀναγν. Γ΄ Δημ., σ. 61).
Ἔρημος εἶνε τώρα ὁ ναὸς ἀπὸ παιδιά. Τὰ μετρῶ, δὲν εἶνε οὔτε δέκα. Ὦ μανάδες, θὰ τὸ πληρώσετε ἀκριβά. Τὰ παιδιά, χωρὶς Θεό, θὰ γί­νουν τρομοκράται. Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρω­πος δὲν ζῇ, πολιτισμὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν ξυπνοῦν λοιπὸν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκ­κλη­σιά. Περνάει ὅμως ἡ μέρα, νυχτώνει, βγαίνουν τὰ ἄστρα, καὶ τότε τί βλέπω; Ἀγρυπνία. Τί ἀγρυπνία; Ἀγρυπνία τοῦ διαβόλου. Γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νυχτερινὰ κέντρα, χιλιάδες, περισσότερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἐκεῖ μαζεύον­ται τὴ νύχτα καὶ γίνεται σατανικὴ ἀγρυπνία. Κι ἂν μετρήσετε αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ διάβολο, θὰ δῆτε ὅτι εἶνε περισσό­τεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ Θεό.

* * *

«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐ­πὶ τῆς γῆς». Ὀρθρίζω πρὸς ἐσένα, Θεέ μου, λέει. Γιατί; Τὸ αἰτιολογεῖ. Διότι οἱ προσ­ταγές σου εἶνε φῶς πάνω στὴ γῆ. Ἡ διδασκαλία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια του, οἱ ἐντολές του, τὰ προστάγματά του, εἶνε φῶς.
Ὅλα τὰ λόγια καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε φῶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως λάμπει, μὲ ἐξαιρετικὸ φῶς, τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Τὰ γεγο­νότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔ­χουν ἀ­σύγ­κριτη ὀμορφιά. Γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἕνα ὡραῖο τροπά­ριο ἀκούσαμε· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦ­σα ἡ­μέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθ. Μ. Δευτ.). «Φῶτα σωστικὰ» εἶνε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Μόνο χυδαῖοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν τὸ μεγαλεῖο αὐ­τῆς τῆς ἑβδομάδος. Ἔλα κοντὰ στὴν Ἐκκλη­σία, νὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σου ἀπὸ φῶς. «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».

* * *

Ἀδελφοί μου, σεῖς τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ ἀ­γρυπνεῖτε γιὰ τὸν Κύριο, δοξάστε τὸ Θεό, δι­ό­τι ἀπολαμβάνετε τέτοιους ὕμνους καὶ ἀκοῦτε ὅτι «φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
Φῶς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας. Ὅ­ποιος πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος τὸν ἀκούει κι ἀ­κολουθεῖ τὸ δρόμο του, ἔχει φῶς. Ὅποιος δὲν πιστεύει καὶ δὲν ζῇ κατὰ τὸ Εὐ­αγγέλιο, ἔ­χει σκοτάδι κ᾽ εἶνε δυστυχής, ἔστω κι ἂν ξέρῃ γράμματα κ᾽ ἔχῃ διπλώματα καὶ ξέρῃ γλῶσ­σες. Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια, ποὺ ἀντὶ νὰ διδάσκουν Χριστὸν ἐ­σταυρωμένον, διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κα­τάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Γέμισε ὁ τόπος πανεπιστήμια, καὶ ὅ­μως σκοτάδι ἁπλώνεται γύρω. Ἕνας ἀγράμμα­τος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἐπιστήμονα ποὺ δὲν πιστεύει τίποτα
. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας μεγάλος ποιητὴς τῆς Γερμανί­ας εἶπε ὅτι, παρ᾽ ὅλα τὰ «φῶτα» τοῦ αἰῶνος τούτου, σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικρατῇ. Ὅ­ταν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ματθ. 27,45)· καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ξανασταυ­ρώνεται μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀποστασία, σκοτάδι βασιλεύει πάνω στὴ γῆ.
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, διότι στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας. Ἂς παρακολουθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ ν᾽ ἀκούσουμε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέ­ρου φωτός…» (πανν. Πάσχα). Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς εἶνε ὁ Χριστός, «ὃν ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον Ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 12-4-1987 βράδυ)

**********************************

ΚΑΙ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

***************************************

OMILIE A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA ÎN SFÂNTA ŞI MAREA LUNI

MÂNECĂM SPE LUMINĂ?

De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule, pentru că

lumină sunt poruncile Tale pe pământ”

Primul din cele patru stihuri care însoţesc aliluiarul la începutul slujbei Mirelui în serile Săptămânii Mari spune: „De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule, pentru că lumină sunt poruncile Tale pe pământ” (Isaia 27, 9).

Ce vrea să spună asta? Sunt cuvintele profetului Isaia. Putem oare să le repetăm şi noi? De ce le-a spus Isaia? Nu este un simplu cuvânt. Este o realitate pe care profetul o trăieşte. Zice: Dumnezeul meu, Te iubesc. Te iubesc atât de mult încât mă gândesc la Tine nu doar ziua, ci şi noaptea. Merg să mă culc şi mă trezesc devreme. Mă ridic din pat cu mult înainte de a răsări soarele şi inima mea este la Tine, Te ador şi Te slăvesc.

***

Iubiţii mei, sunteţi căsătoriţi şi necăsătoriţi, mici şi mari. Care dintre voi care aveţi familie şi care tânăr sau tânără nu a simţit farmecul iubirii? Este ceva ireproşabil. De la Dumnezeu este atracţia bărbat – femeie. Este un lucru firesc şi binecuvântat atunci când nu se deviază şi nu ia dimensiuni pătimaşe. Aşadar ce se întâmplă cu iubirea cuminte? Oricine iubeşte, fie bărbat, fie femeie, poartă în inimă persoana pe care o iubeşte. Îi place să o vadă. Este mulţumit să-i asculte cuvintele. Nu o oră, ci două şi trei şi mai multe ore vorbeşte cu ea. Se înnoptează, trec de miezul nopţii, se crapă de ziuă şi nu termină de vorbit.

Aşadar, îţi place să vorbeşti cu iubita sau iubitul tău? Ei, nu eşti om dacă dincolo de această dragoste nu simţi şi o altă dragoste. Există o dragoste infinit mai mare şi mai înaltă. Este dragostea lui Dumnezeu. Da! De neînţeles – litere chinezeşti vi se par? Dar toţi aceia care au simţit în ei lucrul acesta, cum l-a simţit Isaia, ei zic cu el: Te iubesc, Doamne, Te ador. Mă gândesc zi şi noapte la Tine şi chiar la miezul nopţii şi dis-de-dimineaţă Te caut. Dragostea nu lasă somnul să-mi închidă ochii. Foarte devreme mă trezesc şi Îţi vorbesc: „De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule…”; cuvinte care arată iubirea arzătoare pe care o avea Isaia faţă de Dumnezeu.

Şi doar Isaia? Şi David zice asemenea: „Dumnezeul meu, Dumnezeul meu, către Tine mânec; însetat-a de Tine sufletul meu, suspinat-a după Tine trupul meu în pământ pustiu şi neumblat şi fără de apă”. Acesta – împărat cu atâtea griji şi necazuri, se trezea de dimineaţă însetând să-L găsească pe Domnul. Şi în altă parte zice: „La miezul nopţii m-am sculat ca să mă mărturisesc Ţie…” (Psalm 62, 2; 118, 62). Auziţi? La miezul nopţii, Doamne, – zice – m-am sculat ca să Te slăvesc.

Şi doar Isaia şi David? Şi astăzi există pustnici în peşteri, care noaptea, în timp ce toţi şi toate dorm, ei nu dorm; cântă imne lui Dumnezeu şi spun: „Aliluia, Aliluia, Aliluia”. Şi doar pustnicii? Şi simpli credincioşi. De la o bătrână analfabetă originară din Pont m-am încredinţat că acolo, ca şi în Asia Mică şi în Macedonia, a existat un frumos obicei. Cum s-au stins acum frumoasele obiceiuri şi am devenit primitivi, în ciuda a tot ceea ce se numeşte civilizaţie! Ce am aflat deci de la ea? Acolo, zice, aveam obiceiul să ne trezim la miezul nopţii şi să facem rugăciune…Mai există o tradiţie că întregul univers se opreşte la miezul nopţii un minut pentru a-L lăuda şi el pe Cel Preaputernic.

***

„De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule…”. Oare se aplică astăzi acest cuvânt sau doar îl auzim că-l cântă doar psalţii noştri acum în Săptămâna Mare?

Trăim în anii în care se împlineşte profeţia Hristosului nostru că „dragostea multora se va răci” (Matei 24, 12), va îngheţa, se va face rece ca gheaţa– Polul Nord, iubirea multora faţă de Dumnezeu. Semn de blestem, semn al lui antihrist este acesta. Nu Îl vor iubi pe Dumnezeu, nu vor iubi pe nimeni. Dacă ar fi existat un termometru duhovnicesc şi l-am fi pus în inima noastră, ar arăta sub zero. Sex şi iubire trupească există, dar iubirea lui Dumnezeu, dragostea Domnului s-a stins, nu există.

Ca dovadă, frecventarea Bisericii. În zi de duminică, bate clopotul, şi nu merg la biserică. „La poarta celui surd bate cât vrei”. Cei mai mulţi îşi găsesc să doarmă tocmai în momentul acesta. Este păcat, ca în clipa în care clopotele bat şi te cheamă, tu să dormi. Eşti ca un soldat care, în timp ce trâmbiţa dă deşteptarea, el nu spune prezent. Te cheamă clopotele, trâmbiţele cerului. Aceste clopote, care acum bat, într-o zi, în cealaltă lume ne vor judeca. Aşadar, vezi pe aşa-numitul creştin că nu se ridică să meargă o oră la biserică, să-L slăvească pe Dumnezeu sau vine greoi-greoi, încet, pe la sfârşitul Dumnezeieştii Liturghii. Unde sunt acele mame despre care spune poemul:

„…Ei, copii, e vremea, treziţi-vă, este duminică,

Clopotul ne strigă, îl auziţi colo?…” (Ilia Tantalidi, „Lectură duminicală”, III Dim. , p. 61).

Acum, Biserica este pustie de copii. Îi număr, nu sunt nici zece. O, mame, veţi plăti scump pentru asta. Copiii fără Dumnezeu vor deveni terorişti. Fără Dumnezeu omul nu trăieşte, nu există civilizaţie.

Aşadar, nu se trezesc să vină la biserică, însă trece ziua, se înnoptează, ies stelele şi atunci ce văd? Priveghere. Ce priveghere? Privegherea diavolului. S-a umplut ţara de cluburile de noapte, mii, mai multe decât bisericile. Acolo se adună noaptea şi se face priveghere satanică. Şi dacă îi veţi număra pe cei care priveghează pentru diavolul, veţi vedea că sunt mai mulţi decât cei care priveghează pentru Dumnezeu.

***

De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule, pentru că lumină sunt poruncile Tale pe pământ”. Mânec spre Tine, Dumnezeul meu, zice. De ce? O explică: Pentru că lumină sunt poruncile Tale pe pământ. Adică învăţătura lui Hristos, cuvintele Lui, poruncile Lui, îndreptările Lui sunt lumină. Toate cuvintele şi toată viaţa lui Hristos sunt lumină, dar în mod deosebit străluceşte, cu o lumină deosebită, sfârşitul vieţii Lui pământeşti. Evenimentele din Săptămâna Mare au o frumuseţe neasemuită. De aceea, într-un frumos tropar am auzit: „Cinstitele Patimi ziua de astăzi ca pe nişte lumini mântuitoare le răsare lumii” (Sedelna Utreniei din Lunea cea Mare). „Lumini mântuitoare” sunt patimile lui Hristos. Doar oamenii bădărani nu pot să simtă măreţia acestei săptămâni. Vino la Biserică, să ţi se umple inima de lumină. „De noapte mânecă duhul meu către Tine, Dumnezeule, pentru că lumină sunt poruncile Tale pe pământ”.

***

Fraţii mei, voi, turma cea mică care privegheaţi pentru Domnul, slăviţi-L pe Dumnezeu, pentru că vă desfătaţi de astfel de cântări şi auziţi că „lumină sunt poruncile Tale pe pământ”. Lumină sunt poruncile Domnului nostru. Cine crede în Hristos, cine Îl ascultă şi urmează drumul Lui, are lumină. Cine nu crede şi nu trăieşte potrivit Evangheliei, e în întuneric şi este un nefericit, chiar dacă ştie carte şi are diplome şi ştie limbi. Păcat că în şcoli şi în universităţi în loc să se înveţe despre Hristos cel Răstignit, se învaţă că omul se trage din maimuţă. S-a umplut ţara de universităţi şi cu toate acestea întunericul în jurul nostru se extinde. Un analfabet, care crede în Dumnezeu, valorează mai mult decât un om de ştiinţă care nu crede în nimic. De aceea un mare poet din Germania a spus: În ciuda tuturor „luminilor” acestui veac, întunericul continuă să stăpânească. Când s-a răstignit Hristos în Vinerea cea Mare, „întuneric s-a făcut peste tot pământul” (Matei 27, 45). Şi de fiecare dată, când Hristos se răstigneşte din nou prin necredinţă şi apostazie, întunericul împărăţeşte pe pământ.

Să-L slăvim pe Dumnezeu, pentru că în Patimile lui Hristos vedem măreţia credinţei noastre. Să participăm la sfintele slujbe şi să ne învrednicească Dumnezeu să vedem şi slăvita Înviere a Domnului şi să auzim cuvintele: „Veniţi de luaţi lumină din lumina cea neînserată…” (Din slujba de Paşti). Iar lumină neînserată este Hristos, „pe care lăudaţi-L şi preaînălţaţi-L întru toţi vecii”.

+ Episcopul Augustin

(Omilie a Mitropolitului de Florina, părintele Augustin,

în Sfânta Biserică a Sfântului Panteleimon, Florina, 12-4-1987, seara)

(traducere din elină: monahul Leontie)

Γιατι κλαιει ο Χριστος;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 27th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

Γιατι κλαιει 0 Χριστ0ς;

«Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41)

ΒαΪοφοροςΟ ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα τὰ τροπάρια, ἀγαπητοί μου, μᾶς φωνάζουν σήμερα· Ἔρχεται! Ποιός ἔρχεται; Ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο μᾶς φώτιζε νὰ νιώσουμε ποιός ἔρχεται, τότε στὰ μυστικὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας θ᾽ ἀ­κούγαμε τὸ σάλπισμα τῶν ἀγ­γέλων ποὺ λέει σὲ ὅλους· Ἐξέλθετε πρὸς προ­ϋπάντησιν τοῦ Χριστοῦ! Μικροὶ καὶ μεγάλοι, γυναῖκες καὶ ἄν­τρες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐξ­έλθετε ἅπαντες γιὰ νὰ λάβετε μέρος στὴν ὑ­ποδοχή του.
Ἡ ὑποδοχὴ αὐτὴ ἔγινε σήμερα στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσρα­ήλ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ!

* * *

Πολλὲς ὑποδοχές, ἀγαπητοί μου, ἔχουν γίνει καὶ γίνονται. Καὶ ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἑλ­λάδος λ.χ., ἡ Ἀθήνα, τὸ 1913 ἔζησε μιὰ τέτοια ἡ­μέρα. Ἦταν Ἰούλιος. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος γύριζαν νικηταί. Ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὀκτὼ μη­νῶν, ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπέστρεφε δαφνο­στεφὴς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἔνδοξο βασιλέα ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους. Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν, οἱ σημαῖες ἀνέμιζαν, ὅλα τὰ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ὥστε ἔπεφταν καὶ φιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλέως!
Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ πῆτε. Τὰ λέω ὡς πα­ράδει­γμα. Ἡ ὑποδοχὴ ἐκείνη εἶνε μιὰ σκιά, ποὺ μπορεῖ κάπως νὰ ζων­τανέψῃ μπροστά μας τὴ σημερινὴ ὑποδο­χή, τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἑτοίμα­σε ὄχι πλέον ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν σ᾽ ἕναν ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀλλὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων στὸν βασιλέα Χριστὸ ὡς τὸν μεγαλύτερο νικητή.
Πολλοὺς νικητὰς ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Οἱ ἄλ­λοι νικηταὶ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ νῦ μικρό· αὐτὸς γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο, Νικητής. Διότι οἱ ἄλλοι νίκησαν ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σήμερα ὑποδέχονται τὰ Ἰεροσόλυ­μα μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, εἶνε ὁ μονα­δικὸς νικητής. Νίκησε ἐκεῖνον ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ· νίκησε τὸ μεγαλύτερο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ θάνατο. Σὰν χθὲς πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44), καὶ ὁ Λάζαρος αὐ­τοστι­γμεὶ ἀναστή­θηκε ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ με­γαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔ­κανε ἡ δύναμίς του.
Ἡ εἴδη­σι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λα­ζάρου, διαδόθηκε ἀ­στραπι­αίως καὶ ἐξέπλη­ξε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε κάτι πρω­τοφανές. Ὑπολογίζουν οἱ ἱ­στορικοί, ὅτι πάνω ἀ­πὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄν­θρωποι ἦταν συγκεν­τρω­­μένοι ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία πόλι γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ πάσχα. Μόλις λοιπὸν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ θριαμβευτὴς καὶ νικη­τὴς τοῦ θανάτου, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Τέτοια ἦταν ἡ χαρά τους, ὥστε ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔ­στρωναν κάτω νὰ γίνουν τάπητας νὰ πατήσουν τὰ ἅγιά του πόδια, ἀνέβαιναν στὰ δέντρα καὶ ἔκοβαν κλαδιὰ καὶ βάια. Κι ὅταν πλέον τὸν ἀν­τίκρυσαν πάνω στὸ γαϊδουράκι, σεί­οντας τὰ βάια ξέσπα­σαν σὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 12,13).
Ἔτσι αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι, ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων, ὑποδεχόμενοι τὸν Νικητή. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πῶς ἆ­ρα­γε αἰσθανόταν μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ παραλή­ρημα; Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι αὐ­τὴ ἦταν ἡ ὡραιότερη ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Καὶ ὅμως ἐκεῖνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαό, εἶνε λυπημένος, καὶ κλαίει. Γιατί;
Κλαίει, διότι ὡς Θεὸς βλέπει τὰ πρά­γματα βαθύτερα. Ἐμεῖς βλέπουμε τὴν ἐπι­φάνεια, ἐ­κεῖνος βλέπει στὸ βάθος. Ἡ θάλασσα στὴν ἐπιφάνεια εἶνε γαλανὴ καὶ ὡραία, στὸ βυθὸ ὅμως κρύβονται κήτη καὶ τέρατα. Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποθάλασσα βλέπει ὅτι ὑ­πάρχουν σκορπιοὶ καὶ φίδια φαρμακερά. Ἦταν οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ψυχικῶς ἀπὸ τὰ πάθη· τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον, τὸ φθόνο ἐ­ναντίον κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕ­να ἐ­λάττωμα ποὺ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ὑ­πέφεραν, τὴν ὑποκρισία. Τὰ πιὸ αὐστηρὰ λόγια του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ εἶπε γιὰ ἄλλους ἁ­μαρτωλούς· τὰ εἶπε γιὰ τοὺς ὑποκριτάς, κα­τὰ τῶν ὁ­ποίων ἔρριξε τοὺς καυστικούς του μύ­δρους. Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι εἶχαν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία· ἄλλο ἦταν καὶ ἄλλο ἔδειχναν· ἦταν δαίμονες καὶ παρουσιάζονταν ὡς ἄγγελοι. Αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχθηκε ὁ Χριστός.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει καὶ γιὰ τὸ λαό. Καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ ὕψωμα κι ἀντικρύζει ὅλη τὴν πόλι τῶν Ἰεροσο­λύμων μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο, κλαίει γιὰ τὸ πλῆ­θος αὐτό. Γιατί; Διότι ὁ λαὸς ἦταν σὰν πρόβα­τα χωρὶς ποιμένα. Κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ λαὸ αὐτό, διότι δὲν εἶνε σταθερός. Εἶνε ἐπιπόλαι­ος καὶ εὐμετάβλητος. Γρήγορα θὰ ἀλλάξῃ. Σή­μερα εἶνε κοντά του καὶ ζητωκραυγάζει «Ὡ­σαννά»· ἀλλὰ αὔριο Μεγάλη Δευτέρα τὸ «Ὡ­σαννὰ» θὰ χαμηλώσῃ, τὴ Μεγάλη Τρίτη θὰ χα­μηλώσῃ περισσότερο, τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἀ­κόμη περισσότερο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἀκόμη περισσότερο, καὶ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρα­σκευῆς θὰ σβήσῃ τελείως, καὶ ἀντὶ τοῦ «Ὡσαν­νὰ» θ᾽ ἀκούγεται τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15). Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ὁ ὑμνογράφος σχολιάζει τὸν ἀγνώμονα λαὸ σὲ ἕναν ὕμνο καὶ λέει· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν…»· οἱ Ἰουδαῖ­οι, ποὺ προηγουμένως ὕμνησαν τὸν Θεάνθρω­πο Χριστὸ μὲ κλαδιὰ στὰ χέρια, ὕστερα τὸν συν­έλαβαν μὲ ξύλα οἱ ἀχάριστοι (ὑπακ.).
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει γιὰ τὸ λαό· κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πόλεως· μπροστά του σὰν σὲ ταινία βλέπει ὅτι ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια αὐτὴ ἡ πόλις μὲ τὶς ὡραῖες οἰκοδομές της, τὰ μέγα­ρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ περίλαμπρος ναὸς ποὺ ἦταν τὸ καύχημά τους, θὰ γίνουν γῆ Μαδιάμ. Ὅπως καὶ ἔγιναν πράγματι· ἀλέτρι πέρασε, δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2).
Ἰδού λοιπὸν γιατί τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔ­κλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41).

* * *

Ἀλλ᾽, ἀδελφοί μου, τὸ κλάμα τοῦ Χριστοῦ μας δὲν ἔπαυσε, δὲν στέρεψαν τὰ μάτια του. Ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίῃ καὶ σήμερα, καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὴ γῆ· κι ὅπου πέφτει τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ, σείεται ὁ κόσμος. Κλαίει ὁ Χριστός ὅταν κλαίῃ ἡ χήρα, ὁ φτωχός, ὁ ἀ­δικούμενος, ὅταν κλαῖνε λαοὶ ὁλόκληροι· τὸ δάκρυ τους εἶνε τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κλαίει πιὰ ὁ Χριστὸς γιὰ Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· κλαίει γιὰ Χριστιανούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν καθημερινῶς. Κλαίει γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ὄργια ποὺ τελεῖ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς κόσμος.
Ὑπερβολικὰ φαίνονται τὰ λόγια μου; Παρτε στὰ χέρια σας τὸ κόσκινο, τὴν ψιλὴ κρησά­ρα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρῶτα – πρῶτα τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὲς τὶς ἅγι­ες ἡμέρες ἄσε πιὰ τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις σου, καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ στὴν ἀθάνα­τη ψυχή σου, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πέρασε ἀπὸ κόσκινο τοὺς λογισμούς σου, τὰ λόγια σου, τὴ συμπεριφορά σου, ὅλη τὴ ζωή σου, καὶ θὰ δῇς ἂν ἐσὺ εἶσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τὴν οἰ­κογένειά σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Πά­ρε μετὰ τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τοὺς ἄρχον­τες πολιτείας καὶ ἐκκλησίας, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀνεξαιρέτως. Πάρε τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε ὅλη τὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας. Καὶ θὰ δῇς, ἀπὸ τὰ τόσα ἑκατομμύρια, πόσοι ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι ζοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανισμοῦ.
Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅ­τι δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζουμε νὰ κρατοῦμε τὰ βάια στὰ χέρια μας· διότι τὰ βάια εἶνε σύμβολα νίκης, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑπόδουλοι στὰ πάθη. Μᾶς ἔμεινε μόνο μιὰ ἐπιδερμίδα Χριστιανισμοῦ· στὰ βάθη μας δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ εἶναι τοῦ Χριστιανοῦ.
Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν. Θέλετε νὰ γιορτά­σετε σωστά; «Ἐξέλθετε» ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, ἀ­πὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, καὶ «δεῦτε προσ­κυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ». Κάψτε τὸ βρωμερὸ «πουκάμισο» ποὺ φορᾶτε, τὸ ντύμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ντυθῆτε τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας. Ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι καὶ στεφανῶστε τον. Καὶ πρὸ παν­τὸς ἑτοιμάστε του τὸ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι ὁ Χριστός. Καὶ σαλόνι εἶνε ἡ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ τελεῖ τὸ Πάσχα.
Εὔχομαι, μὲ καρδιὰ καθαρὴ νὰ ἑορτάσουμε τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ λέγον­τας «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγε­λοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ιερό Ναό Ἀναλήψεως Βύρωνος -Ἀθῆναι 10-4-1960)

ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΚΑΡΠΙΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 27th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Κυριακὴ Βαΐων
28 Μαρτίου 2009 βράδυ

ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΚΑΡΠΙΑΣ

«Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ματθ. 21,19)


ΞΗΡΑΝ. ιστ ΣΥΚΗΤΟ πρωί, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ ἑορτάσουμε τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Βαΐων, κι ἀπόψε ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ συγκινεῖται.
Στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Δευτέρας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ξηρανθεῖσα συκιὰ ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,18-22).

* * *

Ὁ Χριστὸς σὰν σήμερα ἔμεινε ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ Ἰεροσόλυμα. Μόλις ὅμως βράδιασε ἔφυγε. Ὑπῆρχε κίνδυνος. Στὴν πόλι ὑπῆρχαν κακοποιοὶ μὲ ψυχὴ μοχθηρή. Γι᾿ αὐτὸ προτιμᾷ τὴν ἔρημο. Καλύτερα μὲ τὰ ἄγρια ζῷα παρὰ μὲ ἀνθρώπους κακούς. Λέει καὶ ἀλλοῦ ἡ Γραφὴ γιὰ τὸν ἄντρα, ὅτι εἶνε προτιμότερο νὰ κατοικήσῃ μὲ τὰ λιοντάρια παρὰ μὲ γυναῖκα «γλωσσώδη» (Παρ. 21,19). Δὲν ὑπάρχει ἀγριώτερο θηρίο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἴτε ἄντρας εἶνε εἴτε γυναίκα.

Ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὰς βγῆκε στὴν ὕπαιθρο. Ἐκεῖ διανυκτέρευσε καὶ προσευχόταν. Ὅταν ξημέρωσε πῆρε πάλι τὸ δρόμο πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ἐκεῖ θὰ ὑποστῇ πάθη καὶ θὰ σταυρωθῇ, ἦταν ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθῇ καὶ νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.). Καθὼς ἐπέστρεφε στὴν πόλι, στὸ δρόμο «ἐπείνασε» (Ματθ. 21,18). Μὴ μᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό. Ἦταν τέλειος Θεός, ἀλλ᾽ ἦταν καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι καὶ πεινοῦσε, καὶ διψοῦσε, καὶ κουραζόταν καὶ εἶχε ἀνάγκη ὕπνου, ὅπως ἐμεῖς. Αὐτὰ λέγονται ἀδιάβλητα πάθη.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τρέφει ὅλο τὸν κόσμο τώρα πεινάει. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ βαδίζει βλέπει μιὰ συκιά. Πλησιάζει, ἁπλώνει τὰ ἄχραντα χέρια του καὶ ψάχνει στὰ φυλλώματα νὰ βρῇ σῦκο. Μὰ δὲ βρῆκε. Καὶ τότε ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε μιὰ κατάρα. Εἶπε στὸ δέντρο· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα»· νὰ μὴ γίνῃ καρπὸς ἀπὸ σένα ποτέ πλέον. Καὶ «ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ἀμέσως ἡ συκιὰ ξεράθηκε (Ματθ. 21,19-20)· τὰ φύλλα κιτρίνισαν, ὁ χυμός στέγνωσε, κλαδιὰ καὶ κορμὸς ἦταν πλέον μόνο γιὰ τὴ φωτιά.

* * *

Θὰ ρωτήσῃ κανείς· Γιατί ὁ Χριστὸς νὰ κάνῃ κακὸ στὸ δένδρο; ἔφταιγε αὐτό;… Ἀπαντοῦμε.
Ὁ Χριστὸς σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του δὲν ἔκανε κακό. Κάποτε οἱ συγχωριανοί του ἅρπαξαν λιθάρια νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἄλλοτε οἱ Γαδαρηνοὶ τὸν ἔδιωξαν, ἄλλοι τὸν συκοφαντοῦσαν· κανένα δὲν τιμώρησε, ἂν καὶ μποροῦσε. Καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἀκόμη προσευχήθηκε ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν του. Ἀλλ᾽ ἐνῷ δὲν τιμώρησε ἄνθρωπο, ἔδωσε ὅμως δύο δείγματα τῆς τιμωρητικῆς του δικαιοσύνης – γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνο ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη «καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν» (Ψαλμ. 10,7· 44,8), καὶ μᾶς προτρέπει «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Συνεπῶς βραβεύει τὸ καλὸ καὶ τιμωρεῖ τὸ κακό. Δεῖγμα λοιπὸν τῆς τιμωρητικῆς δυνάμεώς του εἶνε δύο παραδείγματα στὴ Γραφή. Τὸ ἕνα εἶνε ὅτι ἐπέτρεψε νὰ μποῦν τὰ δαιμόνια σ᾽ ἕνα κοπάδι χοίρων ποὺ ἔτρεφαν οἱ Γαδαρηνοί, οἱ χοῖροι ὥρμησαν στὸ γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν (βλ. Ματθ. 8,28-32). Ἦταν τιμωρία τῆς πλεονεξίας καί φιλαργυρίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων.
Τὸ ἄλλο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ξήρανε ἕνα δέντρο, γιὰ νὰ δώσῃ ἕνα δίδαγμα. Ποιό δίδαγμα; Παρακαλῶ προσέξτε.

Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Πλάτων· ὁ ἄνθρωπος εἶνε δέντρο, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τὸ δέντρο δὲν αἰσθάνεται, ἐνῷ αὐτὸς αἰσθάνεται, ἔχει λογική. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, κι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ῥίζα. Ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου εἶνε κάτω στὴ γῆ, ἡ ῥίζα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε πάνω στὸν οὐρανό· ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀντλεῖ πνοή· ἂν κοπῇ αὐτὴ ἡ ῥίζα, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κτῆνος πλέον. Ἄλλες ὁμοιότητες· τὸ δέντρο ἔχει φύλλα, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει φύλλα· τὰ «φύλλα» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὰ καλά του λόγια. Τὸ δέντρο ἔχει ἄνθη, ἄνθρωπος ἔχει ἄνθη· τὰ «ἄνθη» του εἶνε τὰ εὐγενῆ συναισθήματα καὶ οἱ ὡραῖες ἐφέσεις. Τὸ δέντρο ἔχει καρπούς, καὶ γι᾽ αὐτοὺς κυρίως ὑπάρχει· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καρπούς· οἱ «καρποὶ» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὰ καλά του ἔργα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ βλέπουμε, ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ εἶνε σύμβολο κάποιων ἀνθρώπων. Ποιῶν;
Συμβολίζει πρῶτον καὶ κυρίως τὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Τί ἔκαναν οἱ ἰουδαῖοι καὶ ἰδίως οἱ ἡγέται τους οἱ φαρισαῖοι; Εἶχαν ναό, ἔκαναν καθημερινῶς θυσίες, νηστεῖες μεγάλες, προσευχὲς μακρές, ἐλεημοσύνες ἐπιδεικτικές. Ὅλα τὰ εἶχαν, ἀλλὰ τὸ Θεὸ δὲν τὸν εἶχαν. Ἀπόδειξις ὅτι, ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, τὸν σταύρωσαν.
Ἦταν λοιπὸν ὑποκριταί. Καὶ ἡ συκιὰ εἶνε σύμβολο τῶν ὑποκριτῶν ἰουδαίων, ποὺ ἐμφάνιζαν ἕνα ἐξωτερικὸ μεγαλεῖο, ἀλλὰ μέσα τους δὲν εἶχαν τίποτε. Ἔμοιαζαν, κατὰ μία ἄλλη εἰκόνα ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, μὲ τάφους, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω εἶνε ὡραῖοι, ἀλλὰ μέσα εἶνε πλήρεις «ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. 23,27). Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ λοιπὸν εἶνε σύμβολο ὅλου τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, τὸν ὁποῖο ἀποδοκίμασε ὁ Θεός.
Κι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (ἔ.ἀ. 12,19), εἶνε καὶ προφητεία. Μέχρι σήμερα βλέπουμε ὅτι τὸ δέντρο τοῦ Ἰσραὴλ εἶνε ἄκαρπο, ἀρνητικὸς εἶνε ὁ ῥόλος του στὸν κόσμο· τίποτε θετικὸ δὲν ἔχει παρουσιάσει καὶ δὲν ἑλκύει τὴ συμπάθεια. Μ᾽ αὐτὰ δὲν κατηγοροῦμε τὸ λαὸ αὐτό· ξέρουμε ὅτι μιὰ μέρα οἱ Ἰσραηλῖτες θὰ μετανοήσουν
καὶ θὰ πιστέψουν κι αὐτοὶ στὸ Χριστό (βλ. ῾Ρωμ. 11,26). Μέχρι τώρα πάντως εἶνε δένδρο ξηραμμένο· μόνο καρποὺς πικροὺς παράγει στὸν κόσμο.
Ἀλλ᾽ ὅπως ὁ Θεὸς φύτευσε στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸν Ἰσραὴλ γιὰ νὰ εἶνε καρποφόρο δέντρο, παράγων πολιτισμοῦ καὶ ἐξημερώσεως τῆς ἀνθρωπότητος καὶ πρωτοπόρο στὴ θεογνωσία, ἔτσι στὴν καινὴ διαθήκη ἐξέλεξε τὸ δικό μας ἔθνος. Ὅταν Ἕλληνες ζήτησαν νὰ δοῦν τὸ Χριστό, ἐκεῖνος εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,23). Ἔτσι τὸ ἔθνος μας ἔγινε χριστιανικό. Σήμερα ὅμως εἴμαστε χριστιανικὸ ἔθνος; Τυπικῶς εἴμαστε· στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε, ἀφοῦ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου· δὲν ἔχουμε νὰ δείξουμε ἔργα φωτεινά, ἅγια, καρποὺς καλούς. Ἑπομένως ἡ ἄκαρπη συκιὰ συμβολίζει τὴν ἀκαρπία καὶ τοῦ δικοῦ μας ἔθνους.
Τέλος συμβολίζει καὶ κάθε ψευδοχριστιανό, ποὺ ἔχει μὲν φύλλα καὶ ἀνθούς, ἀλλὰ δὲν ἔχει καρπούς. Τέτοιοι εἶνε οἱ χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος μας, οἱ χριστιανοὶ τῆς ταυτότητος, τῶν ἑορτῶν καὶ πανηγύρεων. Μπορεῖ νὰ ἐμφανίζωνται κάπου – κάπου στὴν ἐκκλησία, νὰ προσκυνοῦν εἰκόνες, ν᾽ ἀνάβουν κανένα κερί, νὰ νηστεύουν λίγο, νὰ ἐκτελοῦν μερικὰ τυπικὰ καθήκοντα· ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε φύλλα. Καλὰ εἶνε κι αὐτά, ποιός τὰ καταδικάζει; εἶνε ὅμως ἁπλῶς φύλλα. Καὶ τὰ φύλλα ὑπάρχουν γιὰ τὸν καρπό.
Ἀναγκαῖα λοιπὸν κι αὐτά, μὰ δὲν ἀρκοῦν. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ δώσῃ καὶ καρπούς. Καὶ καρποὶ εἶνε τὰ ἔργα, οἱ πράξεις, οἱ θυσίες, ἡ αὐταπάρνησις, ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν, ὁ ἀγώνας γιὰ ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἁγιότητα.

* * *

Θὰ ὠφεληθοῦμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἐὰν καθένας μας τὸ βράδυ στὸ σπίτι, προτοῦ πέσῃ νὰ κοιμηθῇ, ἀναρωτηθῇ· Εἶμαι δέντρο φυτεμένο ἐδῶ 20, 30, 70, 80 χρόνια, ὅσα δώσῃ ὁ Θεός· τί ἔχω ἀποδώσει;…
Τοὺς καρποὺς τῶν δέντρων τοὺς γνωρίζουμε· οἱ καρποὶ ποὺ περιμένει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ ποιοί εἶνε; Σᾶς παρακαλῶ ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη σας στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, κεφάλαιο 5ο, στίχο 22· ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι οἱ καρποὶ τοῦ δέντρου ποὺ λέγεται βαπτι-σμένος Χριστιανὸς εἶνε ἐννέα. Πρῶτος εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ κάθετος (πρὸς τὸν Θεό) καὶ ἡ ὁριζοντία (πρὸς τὸν πλησίον)· ἐὰν δὲν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι «κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Τοὺς ἄλλους καρποὺς δὲν σᾶς τοὺς λέω· κεντῶ τὴν περιέργειά σας νὰ τοὺς βρῆτε ἐσεῖς…
Εἴμαστε σὰν δέντρο «πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 1,3). Καὶ μᾶς ποτίζει ὁ Θεὸς ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», εἶπε (Ματθ. 26,27). Γι᾽ αὐτὸ ἔχει ἀπαιτήσεις. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», λέει, «ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ.μ5,16). Γιὰ ὅποιον θὰ μείνῃ ἄκαρπη συκιά, ὅπως ὁ Ἰούδας κι ὅπως ἡ ἰουδαϊκὴ συναγωγή, ἰσχύει –ἀλλοίμονο– ἡ κατάρα τοῦ Χριστοῦ «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (ἔ.ἀ. 21,19) καὶ τὰ ἀπειλητικὰ λόγια τοῦ Προδρόμου πρὸς ὅλους, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους· «Ἤδη ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 7,19), ξερριζώνεται καὶ ῥίχνεται στὴ φωτιά· σὲ φωτιὰ ὄχι ὑλικὴ ἀλλὰ «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (ἔ.ἀ. 25,41).

Εἴθε ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε δέντρα καρποφόρα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀ π ο μ α γ ν η τ ο φ ω ν η μ έ ν η ὁ μ ι λ ί α του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου  στὸν ἱ ερόν του  Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τ ὴ ν 1 9 – 4 – 1 9 8 1 τ ὸ β ρ ά δ υ .

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 27th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Κυριακὴ Βαΐων

Προφητεια του Ησαΐου

p.-Ayg....ist_ΑΡΧΙΖΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, οἱ ἀκολουθίες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀπόψε τὸ βράδυ, ἐνῷ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται ἡ ἀκολουθία τοῦ ἑ­σπερινοῦ, ἐν τού­τοις τε­λεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Μπορεῖ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνῃ τέτοιες ἀλ­λαγές. Δὲν ἔχει σημασία κυρίως τὸ πότε ἑορτάζου­με, ἀλλὰ τὸ πῶς ἑορτάζουμε. Ἔτσι ἀπόψε ψάλ­λεται ὁ ὄρθρος τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τῆς ἁ­γίας καὶ Μεγάλης Δευτέρας.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου εἶνε ὑπέροχη, συγ­κινητική. Ἀρχίζει, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, μὲ τὸν ἑξάψαλμο, ποὺ εἶ­νε μία συλλογὴ ἕξι ψαλμῶν τοῦ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι. Εἶνε οἱ ψαλμοὶ 3, 37, 62, 87, 102 καὶ 142. Τὸ ἄκουσμα τῶν ψαλμῶν αὐτῶν δημιουργεῖ κατάνυξι καὶ φέρνει δάκρυα στὰ μάτια. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐρχώμεθα νωρὶς στὸ ναὸ καὶ νὰ παρακολουθοῦμε τὸν ἑξάψαλμο μὲ σιωπή, μεγάλη προσο­χὴ καὶ δέος. Στὰ θεόπνευστα λόγια τῶν ψαλμῶν αὐτῶν βλέπουμε, ὅτι τὸ μόνο καταφύ­­γιο καὶ ἡ ἀληθινὴ παρηγορία τοῦ ταλαιπώρου ἀν­θρώπου στὴ θλῖψι του, ὅταν ὅλοι τὸν περι­φρονοῦν καὶ τὸν ἐγκαταλείπουν ἢ τὸν κα­τατρέχουν καὶ τὸν πληγώνουν, εἶνε ὁ Θεός.
Τὶς ἡμέρες αὐτὲς μετὰ τὸν ἑξάψαλμο, ἀντὶ ν᾽ ἀκουστῇ τὸ «Θεὸς Κύρι­ος καὶ ἐπέφανεν ἡ­μῖν…» ποὺ λέγεται συνήθως, ἀ­κοῦμε νὰ ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα τριπλὸ καὶ τέσσερις φορές. Τὸ ἀλληλούϊα εἶνε χαρακτηριστικὸ τῆς πενθί­μου περιόδου τῆς νηστείας. Τί σημαίνει «ἀλ­ληλούϊα»; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξις· στὴν ἑλ­ληνι­κὴ σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύρι­ον». Μὲ ἄλλα λόγια· ἂν ἀγαπᾷς τὸν Κύριο, κάνε τὴν καρδιά σου κι­θάρα καὶ βιολί, νὰ παί­ζῃ μέρα – νύχτα καὶ νὰ λέῃ «Αἰνεῖτε τὸν Θε­όν» (Ψαλμ. 150,1). Τότε ἡ ὑ­μνῳδία σου θὰ εἶνε λατρεία λογική· δι­αφορε­τικά, θὰ εἶσαι «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ἔχει μεγάλη σημα­σία ποιόν ἀγαπᾷ καὶ ποιόν ὑμνεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλληλούϊα ψάλλει τὸ σύμ­­παν ὁλόκληρο· ὁ οὐρανός, ὁ ἥλιος, ἡ σε­λήνη, τὰ ἄ­στρα, ἡ γῆ, τὰ ὄρη, οἱ πεδιάδες, οἱ ποταμοί, τὰ δέν­τρα, τὰ ἄνθη, τὸ χορτάρι. Ἀλ­ληλούϊα ψάλλουν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγ­γελοι, οἱ ἀρχάγγελοι, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, ὅλη ἡ θρι­αμβεύουσα ἐκκλησία· κρατοῦν κιθά­ρες καὶ τὸν ὑμνοῦν. Ἑπομένως καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς στρατευομένη ἐκ­κλησία ἂς ψάλλῃ μαζί τους, ἂς δοξά­ζῃ τὸ Θεὸ καὶ ἂς ἐπαναλαμβάνῃ «Ἀλ­ληλού­ϊα, ἀλ­ληλούϊα, ἀλ­λη­λούϊα», «Αἰνεῖτε τὸν Κύρι­ον».
Ἂν εἶστε φιλακόλουθοι καὶ προσεκτικοί, θὰ παρατηρήσετε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ψάλλεται τὸ τρι­πλὸ ἀλληλούϊα δὲν λέγεται μόνο του· προηγεῖ­ται κάποιος στίχος. Τέσσερις φο­­ρὲς ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα, τέσσερις στίχοι ἀ­κούγονται. Ὁ πρῶτος στίχος λέει· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9α΄). Ὁ δεύτερος στίχος λέει· «Δικαιοσύ­νην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,9β΄). Ὁ τρίτος στίχος λέει· «Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀ­­παίδευτον, καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔ­δεται» (ἔ.ἀ. 26,11β΄). Καὶ ὁ τέταρτος στίχος λέει· «Πρόσ­θες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες (αὐ­τοῖς) κα­κὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,15).
Ἀπὸ ποῦ εἶνε παρμένοι οἱ στίχοι αὐτοὶ ποὺ προηγοῦνται τοῦ ἀλληλούϊα; ποιός τὰ εἶπε τὰ λόγια αὐτά; Τὰ εἶπε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, ἕνας προφήτης, ἕνας ἀ­πὸ τοὺς μεγάλους προφῆτες τῆς παλαιᾶς δι­αθήκης, ὁ Ἠσα­ΐας. Ὁ προφή­της Ἠ­σαΐας ἔζησε 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Ὅποιος θέ­λει, ἂς ἀνοίξῃ τὸ βιβλίο του στὸ εἰ­κοστὸ ἕκτο (ΚΣΤ΄ = 26ο) κεφά­λαιο, κ᾽ ἐκεῖ θὰ βρῇ τὰ λόγια αὐτὰ τῶν στίχων τοῦ ἀλληλούϊα. Εἶνε λόγια ποὺ δυσκολευόμεθα τώρα νὰ τὰ κατα­λάβουμε.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ εἶνε ἀπὸ μία ποιη­τικὴ προσ­ευχὴ τοῦ Ἠσαΐου. Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ τῆς προ­φητείας τοῦ Ἠσαΐου βρίσκεται ἡ πέμ­πτη ᾠδή. Καὶ πρέπει στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ποῦμε, ὅτι οἱ ᾠ­δὲς ποὺ ἔχει καθιερώσει στὴ λατρεία της ἡ Ἐκκλησία μας εἶ­νε ἐννέα. Τί εἶνε αὐτὲς οἱ ἐν­νέα ᾠδές; Εἶνε ἔμμετρες, δηλαδὴ ποιητικές, προσευχές, τὶς ὁποῖες συν­έλεξε ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀ­πὸ τὰ θεόπνευστα βιβλία ὅλης τῆς ἁ­γίας Γραφῆς, Παλαι­­ᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Τὶς ἐννέα αὐτὲς βιβλικὲς ᾠδὲς τὶς ἔχει ἑρμηνεύσει ὅλες, μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ φιλοπονία του, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σὲ ἕνα ὡραιότατο βιβλίο, ποὺ σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσε­τε· λέγεται «Κῆπος χαρίτων». Ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν τεσσάρων αὐτῶν στίχων τοῦ ἀλληλούϊα.
Ἐπειδὴ ὑπάρχει δυσκολία στὴν κατανόησί τους, θὰ προσπαθήσουμε ἐν συνεχείᾳ, σὲ μία μικρὰ σειρὰ ὁμιλι­ῶν, νὰ ἐξηγήσουμε, ὅσο μπο­ροῦ­με, τοὺς στίχους αὐτούς, ἀφιερώνοντας μία ὁμιλία γιὰ τὸν καθένα.
Δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ τ᾽ ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐ­τά· πρέπει καὶ νὰ τὰ ἐννοοῦμε, νὰ τὰ νιώθουμε στὴν καρδιά μας, καὶ πιὸ πολὺ νὰ τὰ ἐφαρμό­ζουμε. Ἅμα τ᾽ ἀκοῦμε ἁ­πλῶς νὰ ψάλλωνται τέρπεται μόνο ἡ ἀκοή. Ὡ­ραῖα εἶνε τὰ ψαλσίμα­τα, κανείς δὲν ἀμφιβάλ­λει· ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἐννοοῦμε – νὰ καταλαβαίνουμε τὰ λόγια τους καὶ χωρὶς νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε ξέρεις τί καταν­τοῦν; Τσῶφλια. Ὅπως ὁ καρπός· ἔχει τσῶφλι, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενο εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ τρώγεται. Χρήσιμα εἶνε βέβαια καὶ τὰ τσῶφλια, γιατὶ προστατεύουν τὸν καρπό, ἀλλ᾽ ἕως ἐκεῖ. Ἐὰν δὲ σπά­σῃς τὸ καρύδι καὶ δὲ βρῇς τὴν ψίχα, δὲν τρῶς τίποτα. Καρπὸς εἶ­νε τὰ θεῖα νοήματα, τσῶφλι – περίβλημα εἶνε ἡ μουσική, τὸ ἄ­κου­­σμα τῆς μελῳδίας. Ἢ ―γιὰ νὰ ποῦμε αὐ­τὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,18-22)― ἡ μουσι­κὴ εἶνε σὰν τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς. Ὡ­ραῖα εἶνε τὰ φύλλα, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὰ φύλλα εἶνε ὁ καρπός. Ὁ Χριστὸς ἔψαχνε στὰ κλαδιὰ τῆς συκιᾶς νὰ βρῇ σῦκα· βρῆκε φύλλα, μόνο φύλλα· καρπὸ τίποτα. Καὶ ὠργισμένος εἶπε· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰ­ῶνα» (ἔ.ἀ. 21,19). Μὴν εἴμαστε λοιπὸν κ᾽ ἐ­μεῖς σὰν τὴν ἄκαρπο συκῆ· μόνο φύλλα, μόνο λόγια, μόνο ψαλσίματα. Νὰ δώσουμε καὶ καρπό· κατανό­ησι, συμμετοχὴ μὲ τὴν καρδιά, ἐφαρμογὴ στὴν πρᾶξι. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι αὐτοὶ οἱ στί­χοι, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα τροπά­ρια ποὺ ψάλλονται, ἔχουν ἀνάγκη ἑρμηνείας. Καὶ αὐ­τὸ θὰ τολμήσω ὁ γέρων ἐγὼ ἐπίσκοπος.

* * *

Ὁ Ἠσαΐας ἔζησε σὲ ἐποχὴ ποὺ βασίλευε φο­βερὸ σκοτάδι εἰδωλολατρίας, πλάνης καὶ ἁμαρτίας. Τότε λοιπὸν εἶδε – προφήτευσε καὶ εἶπε· Μιὰ μέρα τὸ σκοτάδι θὰ σβήσῃ· μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας θ᾽ ἀνατείλῃ λαμ­πρὸς ἥλιος.
Δὲν ἐννοεῖ τὸν φυσικὸ ἥλιο. Ὁ ἥλιος αὐ­τός, ποὺ βλέπουμε, εἶνε μία σκιὰ μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἄλλο ἥλιο. Ὅπως τὸ ὑλικὸ στερέωμα ἔ­χει ἕναν ἥλιο ποὺ τὸ φωτίζει, ἔτσι τὸ πνευμα­τικὸ στερέωμα, ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε ἕ­νας ἄλλος οὐρανός, ἔχει τὸν δικό του ἥ­λιο· καὶ ὁ ἥλιος αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Αὐτὸς φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογο­νεῖ κάθε κτίσμα, κάθε λογικὴ ὕπαρξι, κάθε ἀν­θρώ­πινη ψυχή. Θὰ σβήσῃ λοιπὸν τὸ σκοτάδι καὶ θὰ ἔρθῃ τὸ φῶς· αὐτὸ προφήτευε ὁ Ἠσα­ΐας.
Καὶ δὲν εἶπε μόνο αὐτό· εἶπε καὶ πολλὰ ἄλ­λα, ποὺ ὅλα ἐκπληρώθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκείνη ἡ ὑπέροχη προφητεία ποὺ ἀκούγεται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ δείχνει τὸν πάσχοντα Χριστὸ καὶ λέει· «Οὗτος (ὁ Χριστὸς) τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4).
Τί θαῦμα κι αὐτό! Ἡ προφητεία εἶνε ἕ­να θαῦμα. Ἂν θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε κα­λύτερα, φανταστῆτε νὰ σηκωθῇ σήμερα κά­ποιος καὶ νὰ πῇ, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια θὰ ἐμ­φανισθῇ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶ­νε «αὐτὸς κι αὐτός», νὰ περιγράψῃ δηλαδὴ μὲ ἀ­κρίβεια τὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσμα­τα, καὶ ὄντως μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὰ λόγια του νὰ πραγματοποιηθοῦν μὲ κάθε λεπτο­μέ­ρεια. Ἢ φαν­ταστῆτε κάποιος νὰ εἶχε πε­ριγρά­ψει τὴ μορφὴ καὶ τὸ χαρακτῆρα καὶ τὸ ἔρ­γο λ.χ. τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου – πότε; ἑ­κατὸ χρόνια προτοῦ νὰ ἐμφανιστῇ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Ἀδύνατον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια. Μόνο ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἕνας προφήτης, φωτιζόμε­νος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, μπορεῖ νὰ πῇ τέτοια λόγια καὶ νὰ κάνῃ τέτοιες προβλέψεις. Γι᾽ αὐ­τὸ ἡ θεόπνευστος προφητεία εἶνε θαῦμα.
Περιέγραψε λοιπὸν ὁ Ἠσαΐας τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες, ἀπὸ τὴ γέν­νησί του μέχρι τὰ σεπτά του πάθη. Καὶ ὅποιος τὰ μαζέψῃ αὐτὰ ὅλα, θὰ φτειάξῃ ἕνα ἄλλο Εὐ­αγγέλιο. Ἔχουμε τέσσερα Εὐαγγέλια; αὐ­τὸ εἶνε τὸ κατὰ Ἠσαΐαν Εὐαγγέλιον. Γι᾽ αὐτὸ τὸν Ἠσαΐα τὸν εἶπαν καὶ πέμπτον εὐαγγελιστή.

* * *

Ὦ Θεέ μου, τί θαύματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ δὲν τὰ γνωρίζουμε! Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς θὰ προσπαθήσουμε ν᾽ ἀναλύσουμε τοὺς προφητικοὺς αὐτοὺς στίχους.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ΟΜΙΛΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ 1987)

Η Μεγαλη Εβδομαδα

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 26th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Μεγάλη Τετάρτη βράδυ

H Μεγάλη Eβδομάδα

3+ΝΥΜΦΙΟΣΟ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, συνιστᾷ νὰ γίνεται κήρυγμα συχνὰ – πυκνά. Λέει· «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑ­μῖν πλουσίως» (Κολ. 3,16). Σύμφωνα μὲ τὸ ῥητὸ αὐτὸ ἡ διδασκαλία μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα δὲν εἶνε ἀρκετή. Ὅπως κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν τρώει μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλ­λὰ συχνὰ κάθεται στὸ ὑλικὸ τραπέζι καὶ μετα­λαμ­βάνει ὑλικῆς τροφῆς γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ σώματός του, κατὰ παρόμοιο τρόπο ἔ­χουμε ἀ­νάγκη νὰ πλησιάζουμε συχνὰ καὶ στὴν τράπεζα τοῦ θείου λόγου.
Δύο πράγματα εἶνε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, καὶ γι’ αὐτὸ αὐτὰ βρίσκονται πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· τὸ ἕνα εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ δεύτερο τὸ δισκοπότηρο, ἡ θεία κοινωνία. Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἀκούει συχνὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν κοινωνεῖ συχνὰ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁ Χριστιανὸς αὐτὸς εἶνε νεκρός.
Γιὰ τὴ διδασκαλία λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος εἶπε· «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως». Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶ­νε ὁ ἄρτος ὁ πνευματικός, τὸν ὁποῖο ζητοῦν οἱ ψυχὲς ποὺ πεινοῦν τὸ Θεό. Σήμερα δυσ­τυχῶς ἔχει ἐπέλθει κάμψις, ψυχρότης, ἀπροθυμία γιὰ τὴν ἀκρόασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἡμέρες ἔνδοξες ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἐργαζόταν μὲ ζῆλο, ὅπως λ.χ. στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ λαὸς ὄχι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ καθημερινῶς, πρωὶ καὶ βράδυ, ἄκουγε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Πολλὰ εἶνε τὰ θέματα, μὲ τὰ ὁποῖα πρέπει ν’ ἀσχοληθῇ ὁ ἄμβων. Δὲν εἶνε δυνατὸν βέβαια νὰ τὰ θίξουμε ὅλα. Παραμερίζουμε λοι­πὸν τὰ ἄλλα γιὰ νὰ δώσουμε προτεραιότητα στὸ πιὸ ἀναγκαῖο. Εἶνε τὸ θέμα τὸ ὑπερ­άνω ὅλων τῶν θεμάτων, τὸ θέμα ποὺ τὶς ἡμέρες αὐτὲς συγκλονίζει τὶς ψυχὲς ὅλων μας· εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκ­κλησίας· εἶνε τὰ σεπτά του πάθη, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς. Θὰ σᾶς παρακαλέσω, μὲ ἰ­διαιτέρα προσοχὴ καὶ κατάνυξι νὰ παρακολουθήσουμε ἀπό­ψε τὸ κήρυγμα, ποὺ ἀποβλέ­πει στὸ νὰ πλησιάσουμε μὲ περισσοτέρα κατανόησι τὰ σεπτὰ καὶ ἅγια πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

* * *

Μεγάλη Ἑβδομάδα! Γιατί, ἀγαπητοί μου, ὀ­νομάζεται Μεγάλη; Μήπως οἱ ἡμέ­ρες της ἔ­χουν διάρκεια μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ διάρκεια τῶν ἡμερῶν τῶν ἄλλων ἑβδομάδων;
Ἂν μελετᾶτε ἐπιμελῶς τὴν ἁγία Γραφή, θὰ συναντήσετε στὶς σελίδες της δύο ἐπεισόδια, ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ἡ ἡμέρα νὰ γίνῃ μεγαλύτερη.
Τὸ πρῶτο βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Λέει ἐκεῖ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὁ διάδοχος τοῦ Μωϋσέως, ἔδιδε μάχη σκλη­ρὰ ἐναντίον τῶν Ἀμορραίων. Ὁ ἥλιος βασίλευε. Ὁ Ἰσραὴλ χρειαζόταν μερικὲς ὧρες ἀ­κό­μη γιὰ νὰ νικήσῃ καὶ νὰ ἐξουδετερώσῃ τοὺς ἀλλοφύλους. Μὲ τὸ κλείσιμο τῆς ἡμέρας, μέσα τὸ σκοτάδι, οἱ ἐχθροὶ θὰ διέφευγαν. Τότε, λέει ἡ Γραφή, τὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐστράφη πρὸς τὸν ἥ­λιο —δικαίωμά τους νὰ μὴν πιστεύουν οἱ ὀρ­θολογισταί— καὶ εἶπε· «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών» (Ἰησ. 10,12). Καὶ σταμάτησε ὁ ἥλιος γιὰ ὡρισμένες ὧρες, παρετάθη ἡ ἡμέρα, καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Ἰσραὴλ εἶχε τὸν καιρὸ νὰ καταγάγῃ θρίαμβο. Ἄλλη μιὰ περίπτωσι, ποὺ ἡ ἡμέρα μεγάλωσε, συναντοῦμε στὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Ἠσα­ΐου. Ἦταν τότε ἕνας βασιλεύς, ὁ Ἐζεκίας, ὁ ὁ­ποῖος ἁμάρτησε· μέσα στὴν αὐλή του εἶχε μα­ζέψει αὐλοκόλακες, ποὺ εἶνε οἱ νεκροθάπται τῶν βασιλέων. Ὁ Ἐζεκίας σκανδάλισε τὸ λαό, καὶ τοῦ ἦρθε μήνυμα ἀπὸ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ προφήτου Ἠσαΐου· Λίγες εἶνε οἱ μέρες τῆς ζωῆς του· «τάξαι περὶ τοῦ οἴκου σου, ἀποθνῄ­­σκεις γὰρ σὺ καὶ οὐ ζήσῃ» (Ἠσ. 38,1). Τότε ὁ Ἐζεκίας, ποὺ ἦταν ἄρρωστος, γύρισε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὸν τοῖχο καὶ ἔκλαυσε πολύ, κλαυθμὸ μεγάλο. Καὶ ὁ Θεός; Τὸν συγχώρησε· καὶ ὄχι μόνο τοῦ παρέτεινε τὴ ζωή, ἀλ­λὰ γλύτωσε καὶ τὸν ἴδιο καὶ τὸ λαό του ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσαν. Γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσῃ δὲ ὅτι ὄντως θὰ γίνουν αὐ­τά, τοῦ ἔδωσε τὸ ἑξῆς σημάδι· ἔκανε τὴ σκιὰ τοῦ ἥλιου, ποὺ εἶχε κατέβει δέκα σκαλοπάτια, νὰ γυρίσῃ πίσω. Δὲν ὑ­πῆρχαν τότε τὰ σημερινὰ ρολόγια, ὅπως γνωρίζετε· ὑπῆρχαν μό­νο τὰ λεγόμενα ἡλιακὰ ρο­λό­για, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς γραμμὲς τῆς σκιᾶς ἔ­δειχναν τὴν ὥρα. Ὅ­ταν λοιπὸν ὁ Θεὸς ἄκουσε τὸ μεγάλο κλαυ­θμὸ καὶ εἶδε τὰ δάκρυα τοῦ Ἐζεκία, ποὺ μετανόησε εἰλικρινῶς, τότε, λέει, τὸ ἡλιακὸ ρολόι ἐ­στράφη 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 γραμμές, ἡ σκιά του πῆγε 10 γραμμὲς πίσω. Ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας, «ἀνέβη ὁ ἥλιος τοὺς δέκα ἀ­να­βα­θμούς, οὓς κατέβη ἡ σκιά» (Ἠσ. 38,8). Ἦ­ταν τὸ σημεῖον ὅτι τὸν συγχωρεῖ. Καὶ πρά­γματι ἡ ζωὴ τοῦ Ἐζεκία παρετάθη.
Μήπως λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωσι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἔχουμε κάποιο ἀνάλογο φαινόμενο; μήπως συμβαίνει κάτι παρόμοιο μὲ ἐκεῖνα ποὺ συνέβησαν στὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ Ἐζεκία; Μήπως καὶ ἐδῶ ἐπλατύνθη ὁ χρόνος, μήπως καὶ ἐδῶ ἐστάθη ὁ ἥλιος; Ὄχι· δὲν ἔγινε παράτασις τοῦ χρόνου. Ἡ διάρκεια τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς εἶνε ὅ­ση καὶ τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς 52 ἑβδομάδες ποὺ ἔχει τὸ ἔτος. Ἀλλὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἡ βασίλισσα τῶν ἑβδομάδων ἀπὸ ἄλλης πλευ­ρᾶς. Ὀνομάζεται Με­γάλη, διότι κατ᾽ αὐτὴν ἔ­γιναν τὰ μεγάλα καὶ πρωτοφανῆ γεγονότα, τῶν ὁποίων οἱ συνέπει­ες καὶ τ’ ἀποτελέσματα ἁπλώνονται σὲ ὅ­λη τὴν οἰκουμένη, σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, καὶ σὲ ὅ­­λους τοὺς αἰῶνες καὶ τὶς ἐποχές· μέχρι τῆς συν­τελείας τῶν αἰώνων ἐξ­ακολουθεῖ ἡ ἐπίδρασις τῶν γεγονότων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Δὲν μνημονεύει ἡ παγκόσμιος ἱστορία μεγαλύτερα γεγονότα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἑορτάζουμε τὶς ἡμέρες αὐτές. Ὁ Γολγοθᾶς ἔγινε τὸ κέν­τρο τῆς γῆς καὶ τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Ὁ Ἐσταυρωμένος, εἴτε τὸ θέλουν μερικοὶ εἴ­τε ὄχι, εἶνε τὸ Α (ἄλφα) καὶ τὸ Ω (ὠμέγα), εἶνε ὁ ἄξων τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ὅπως ἡ γῆ ἔχει ἄξονα, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο στρέφεται, ὅπως ὅλο τὸ σύμπαν ἔχει νοητὸν ἄξονα γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο στρέφεται μέσα στὸ ἄπειρο, ἔτσι πνευματικὸς ἄξων τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου εἶ­νε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» (Ἀπ. 21,6). Γύρω ἀπὸ τὸν Ἐ­σταυ­ρωμένο στρέφονται τρεῖς κόσμοι· ὁ κόσμος τῆς σκέψεως, ὁ κόσμος τοῦ αἰσθήματος, καὶ ὁ κόσμος τῆς βουλήσεως κάθε λογικῆς ὑπάρξεως. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἄξων τῆς σκέψεώς μας, τῆς καρδίας μας, καὶ τῆς βουλήσεως καὶ ἐνεργείας μας.

* * *

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀγαπητοί μου, τὰ γε­γονότα τῆς ἑ­βδομάδος αὐτῆς, τὰ πάθη τοῦ Σω­τῆρος, εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ χύνει φῶς ἐπάνω στὰ ἐπίγεια, στὰ μεγάλα προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποιό εἶ­νε; Μιὰ ἀνησυχία, ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν τρώει σὰν σκουλήκι. Ἡ ἀνησυχία αὐτὴ ὑπάρχει σὲ ὅλους· καὶ στὸ βασιλιᾶ ποὺ κάθεται στὸ θρόνο, καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ εἶνε στὴν καλύβα, καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ εἶνε φυλακισμέ­­νος, καὶ στὸν πλούσιο ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανοξύστες, καὶ στὸν Ἐσκιμῶο, καὶ στὸν ἰ­θαγενῆ τῆς Ἀφρικῆς. Μέσα στὰ βάθη τῆς ψυ­χῆς ὅλων ὑπάρχει μιὰ ἀγωνία, ἕνας σκορπιὸς ποὺ κεντάει τὴ συνείδησι. Ποιός εἶνε; Ἡ ἐνοχή. Ὅλοι αἰσθανόμεθα μέσα μας ἐνοχή. Ἐνο­χὴ γιὰ τ’ ἁμαρτήματα ποὺ κάναμε μικρὰ παιδιά, τ’ ἁμαρτήματα ποὺ κάναμε ὡς νέοι, τ’ ἁ­μαρτήματα ποὺ κάνουμε μεγάλοι μέσα στὴν οἰ­κογένεια. Ἐκτὸς τῆς ἐνοχῆς ὁ ἄνθρωπος αἰ­­σθάνεται καὶ κάτι ἄλλο· τὴ δίψα τῆς λυτρώσεως, τὸν πόθο τοῦ λυτρωμοῦ, τὴν ἀνάγκη νὰ σπάσῃ τὰ δεσμά του, νὰ γίνῃ ἕνας πνευματι­κὸς πύραυλος, νὰ πετάξῃ ψη­λὰ στοὺς οὐρανούς, νὰ εἰσέλθῃ στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πῇ στὴν ἁγία Τριάδα τὸ «Ἀλληλούϊα».
Μεγάλη Ἑβδομάδα! Ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ τὰ καταχθόνια, τὸν ᾅδη. Κ’ ἐκεῖ ἔφθασε ἡ λάμ­ψι τοῦ Ἐσταυρωμένου· φώτισε γενεὲς γενε­ῶν τῶν προαπελθόντων, ἐλευθέρωσε ψυχὲς δι­­καί­ων, λαφυραγώγησε τὸ βασίλειο τοῦ διαβόλου, νίκησε τὸ θάνατο διὰ τοῦ θανάτου.
Τὸ φῶς, ποὺ ἄστραψε ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ, εἶνε φῶς ἀνέσπερο, δὲ θὰ σβήσῃ ποτέ.
Πρὸς τὸ φῶς αὐτὸ, τὸ φῶς τῶν ἱερῶν κοσμοϊστορικῶν γεγονότων, μᾶς καλεῖ ὁ προφή­της Ἠσαΐας τώρα μὲ τὰ λόγια του ποὺ ἀ­κούγονται στὴν ἀρ­χὴ τῆς ἀκολουθίας· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστά­γμα­τά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Ὁ δὲ ὑμνῳδὸς στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἀκούστη­κε νὰ ψάλλῃ· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡ­μέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Δευτ.). Ἂς δεχθοῦμε τὸ ὑπέροχο αὐ­τὸ φῶς, ποὺ ὁ­δηγεῖ στὴ σωτηρία· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου σον ἱερό ναὸ του  Ἁγ. Παύλου ὁδ. Ψαρρῶν Ἀθηνῶν 30-3-1958 ἑσπέρας)

ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 26th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΝΥΜΦ.ΔΟΞΑ τῷ Θεῷ φθάσαμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τὸ αἰσθανόμεθα;
Γιατί ἆραγε ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη; 168 ὧρες ἔχει κάθε ἑβδομάδα τοῦ ἔτους, 168 ὧρες ἔχει καὶ ἡ ἑβδομάδα αὐτή. Γιατί τότε τὴν ὀνομάζουμε Μεγάλη; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε τὰ ἑξῆς.

* * *

Ὁ χρόνος, ἀδελφοί μου, αὐτὸς καθεαυτὸν δὲν ἔχει ἀξία. Ἂν π.χ. κάποιος βρεθῇ μέσα στὴ Σαχάρα, καὶ χίλια χρόνια ἂν ζοῦσε ἐκεῖ, δὲν θὰ εἶχε τίποτα ἀξιόλογο νὰ θυμηθῇ. Ὁ χρόνος μοιάζει μ᾽ ἕνα λευκὸ ἄγραφο χαρτί, ποὺ ἀποκτᾷ ἀξία ὅταν γράψῃς κάτι σ᾽ αὐτό, ὅταν γεμίσῃ μὲ κείμενο. Ἔτσι καὶ ὁ χρόνος· ἀποκτᾷ ἀξία ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ θὰ γίνουν στὸ διάστημά του.
Πάρτε γιὰ παράδειγμα ἕναν ἄνθρωπο ἄνω τῶν 60 ἐτῶν, ποὺ ἔχει δεῖ πολλὰ στὴ ζωή του. Ἂν τὸν ρωτήσετε, ποιές εἶνε οἱ σπουδαιότερες ὧρες τῆς ζωῆς του, τί θὰ πῇ; Κάθε θνητός, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ γι᾽ αὐτὸν ἀποτελοῦν σταθμούς. Τέτοιοι σταθμοὶ εἶνε ἡ ὥρα τῆς γεννήσεώς του, τὰ γενέθλια· ἡ ὥρα τοῦ γάμου του· ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶτο του παιδί, ἡ «χαρὰ ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,21)· ἡ ὥρα ποὺ πῆρε τὸ δίπλωμά του, κ.λ.. Ἂν κάποιος ἀκολουθήσῃ τὸ πρόγραμμα τῶν ἐπικουρείων, τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32), καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσῃ, τίποτα δὲν θὰ εἶνε ἀξιόλογο. Στὰ μέρη τῆς Δωρίδος καὶ ἀλλοῦ εἶχα ἀκούσει ὅτι στὶς γιορτές τους εὔχονται ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «κορακοζώητος», νὰ ἔχῃ δηλαδὴ τὰ χρόνια τοῦ κόρακα ποὺ ζῇ διακόσα χρόνια. Τί τὸ ὄφελος ὅμως; Ὁ κόρακας τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶνε νὰ φωνάζῃ κρά, κρά. Ἐνῷ τὸ ἀηδόνι, μπορεῖ νὰ ζῇ δυὸ – τρία χρόνια μόνο, ἀλλὰ γεμίζει τὸ δάσος μὲ τὴ μελῳδία του. Προτιμότερο νὰ εἶσαι ἀηδονάκι καὶ νὰ γεμίζῃς τὴ ζωὴ μὲ ὡραῖα ᾄσματα, παρὰ κοράκι καὶ νὰ βγάζῃς μόνο ἄγριες κραυγές. Καὶ σήμερα δυστυχῶς οἱ πολλοὶ ἔγιναν κόρακες τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε.
Ὅπως ὅμως τὰ ἄτομα ἔχουν ὧρες σημαντικές, ἔτσι ἔχουν τέτοιες ὧρες καὶ οἱ οἰκογένειες. Καὶ ὅπως ἔχουν οἱ οἰκογένειες, ἔτσι ἔχουν καὶ τὰ ἔθνη καὶ οἱ κοινωνίες ὧρες σημαντικές. Ἐὰν μὲ ρωτήσετε λ.χ. γιὰ τὸ μικρό μας ἔθνος, ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς νεωτέρας ἱστορίας του, θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ὅτι αὐτὴ ἀσφαλῶς εἶνε ἡ 25η Μαρτίου 1821, ὅταν ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος εἶπε «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ
παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή».
Ἀξία, ἐπαναλαμβάνω, ὁ χρόνος ἀποκτᾷ ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του, ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ γεμίζουν τὶς στιγμές του. Τὰ γεγονότα δίνουν ἀξία στὸ χρόνο. Καὶ ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος καὶ τὸ κάθε ἔθνος ἔχουν τὶς σπουδαῖες ὧρες τους, τὶς ὁποῖες ἑορτάζουν, ἔτσι καὶ ὡς σύνολο ἡ ἀνθρωπότης ἔχει στὴν ἱστορία της σπουδαῖες ὧρες, ὧρες ποὺ τὶς σημάδεψαν μεγάλα καὶ ἀνεπανάληπτα γεγονότα. Ἂν τώρα μὲ ρωτούσατε ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ὧρες, ἐγὼ τοὐλάχιστον θὰ ἔλεγα, ὅτι εἶνε οἱ ὧρες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος. Δὲν εἶδε ὁ κόσμος μεγαλύτερα γεγονότα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

* * *

Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἀκολουθίες ποὺ λέγονται ὧραι. Ἐμεῖς ἐδῶ τώρα ἂς δοῦμε ποιές εἶνε οἱ σπουδαιότερες ὧρες, οἱ σταθμοί δηλαδή, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Ὥρα σπουδαία εἶνε ἡ ὥρα τοῦ νιπτῆρος τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ἕνας Θεός, ὁ Κύριός μας καὶ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ὁ βασιλεὺς οὐρανοῦ καὶ γῆς, ταπεινώθηκε τόσο, ὥστε πῆρε μιὰ λεκάνη, φόρεσε «λέντιον», ποδιά (Ἰω. 13,4-5), ἔγινε ὑπηρέτης – γκαρσόνι, καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του! Σήμερα κανείς δὲν δέχεται νὰ σκύψῃ μπροστὰ στὸν ἄλλο· ἀποκλείουμε κάτι τέτοιο. Ἀκοῦς καὶ φωνάζει ὁ νέος «Μὴ μὲ καταπιέζετε!», φωνάζει ἡ γυναίκα «Τί, δούλα θὰ γίνω ἐγὼ τοῦ ἀντρός;», φωνάζει κι ὁ ἄντρας «Ἐγὼ θὰ κάνω τὸ κέφι μου». Νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν θέλουμε, νὰ ὑπηρετοῦμε δὲν θέλουμε. Ὁ Χριστὸς ὅμως, μὲ τὸ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, μᾶς ὑποδεικνύει «ὁδὸν ἀρίστην τὴν ταπείνωσιν» (ἀπόλ. ὄρθρ. Μ. Πέμπ.). Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα ὁ πατριάρχης γονατίζει καὶ πλένει τὰ πόδια δώδεκα συνεπισκόπων του, ποὺ εἰκονίζουν τοὺς δώδεκα ἀποστόλους.
⃝ Σπουδαία ὥρα ἡ ὥρα τοῦ νιπτῆρος. Ἄλλη, ἀκόμα σπουδαιότερη, εἶνε ἡ ὥρα τοῦ μυστικοῦ δείπνου. Ὁ Χριστὸς πῆρε στὰ ἄχραντα χέρια του ψωμί, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τρῶμε κάθε μέρα καὶ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε, καὶ κρασὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ σταφύλια, τὰ εὐλόγησε, καὶ τότε ἔγινε τὸ μέγα θαῦμα· τὸ ψωμὶ ἔγινε σῶμα Του καὶ τὸ κρασὶ ἔγινε αἷμα Του. Πῶς; Μὴ μὲ ρωτᾷς, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Μπορῶ μόνο νὰ σοῦ πῶ· ρώτησε τοὺς ἐπιστήμονες, τί ἦταν προηγουμένως τὸ διαμάντι; Θὰ σοῦ ποῦν, ὅτι πρὶν πολλὰ χρόνια μέσ᾽ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς τὸ σημερινὸ διαμάντι τότε ἦταν κάρβουνο, κοινὸ κάρβουνο. Πῶς ἔγινε διαμάντι, τί ἐπεξεργασία ὑπέστη, εἶνε μυστήριο. Ἐξήγησέ μου λοιπὸν πῶς τὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, καὶ μετὰ νὰ ζητήσῃς νὰ σοῦ ἐξηγήσω πῶς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ἔγιναν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Οἱ ἀγράμματες γιαγιάδες μας ἔλεγαν ὅταν ἤμασταν μικροί· ―Σήμερα, παιδί μου, Μεγάλη Πέμπτη, θὰ πᾷς στὴν ἐκκλησιὰ νὰ πάρῃς τὸ διαμαντάκι· διαμάντι θὰ σοῦ δώσῃ ὁ παπᾶς. ―Ποιό εἶνε τὸ διαμάντι, γιαγιά; ―Ἡ θεία κοινωνία!…
Ὑπάρχουν σήμερα τέτοιες γιαγιάδες; Λείπουν δυστυχῶς· αὐτὸ ἔχει συνέπειες στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ τὶς εἰσπράττουν μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο εἶνε οἱ γονεῖς.

. ⃝ Σπουδαία ἡ ὥρα τοῦ νιπτῆρος, σπουδαία ἡ ὥρα τοῦ μυστικοῦ δείπνου· ἄλλη ὥρα σπουδαία εἶνε ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε τὴν τελευταία ὁμιλία του. Ὅσοι ἔχουμε πατέρα καὶ μάνα ποὺ ἔχουν πεθάνει, θυμούμεθα τώρα τὰ τελευταῖα λόγια τους καὶ δακρύζουμε. Καὶ ἂν δακρύζουμε γιὰ τὰ τελευταῖα λόγια τῶν γονέων μας, πόσο περισσότερο πρέπει νὰ συγκινούμεθα γιὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ! Ποῦ εἶνε τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε στὰ κεφάλαια 14ο, 15ο καὶ 16ο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, καὶ στὸ 17ο κεφάλαιο εἶνε ἡ ἀρχιερατική του προσευχή. Αὐτὰ τὰ τέσσερα κεφάλαια εἶνε ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἕνας ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχε τὴ συνήθεια νὰ μὴν κοιμᾶται τὸ βράδυ, ἂν δὲν τὰ διαβάσῃ, καὶ τὰ μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Ἡ τελευταία αὐτὴ ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει· «Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε…» (Ἰωάν. 14,1). Τί παρήγορα λόγια! Αὐτὰ ἐπανέλαβε καὶ στὴ Σμύρνη τὸ 1922 ὁ ἡρωικὸς ἱεράρχης Χρυσόστομος πρὶν βάψῃ μὲ τὸ αἷμα του τὰ καλντερίμια, καὶ πρόσθεσε· «Θ᾽ ἀνατείλουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος μας». Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρχὴ τῆς τελευταίας ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ παρηγορῇ πάντα τὶς ψυχές. Καὶ τὸ τέλος εἶνε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (ἔ.ἀ. 16,33). Θὰ ὑποφέρετε πολλὰ στὸν κόσμο, λέει· ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ τὸ νίκησα τὸν κόσμο. Στὸ τέλος τῆς παγκοσμίου ἱστορίας ἕνας θὰ εἶνε ὁ νικητής, κανείς ἄλλος, ὁ Χριστός.
⃝ Ἡ ἑπόμενη συγκλονιστικὴ ὥρα ποιά εἶνε; Εἶνε ὅταν ὁ Κύριός μας κατευθύνεται τὴ νύχτα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, καὶ ἐκεῖ γονατίζει καὶ κάνει ἐναγώνιο προσευχή. Εἶνε τόσο μεγάλη ἡ ἀγωνία του, ὥστε ὁ ἱδρώτας πέφτει ἀπὸ τὸ πρόσωπό του κάτω στὴ γῆ «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος». Παρακαλεῖ καὶ λέει· «Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾽ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λουκ. 22,44,42). Ὑπόδειγμα αἰώνιο γιὰ μᾶς.
Ἀλλὰ ποιά ὥρα τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς δὲν εἶνε σημαντική; Δραματικὲς ὧρες εἶνε ὅταν συνελήφθη καὶ ὡδηγήθη ἐμπρὸς στὸ συνέδριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα· ὅταν ἐν συνεχείᾳ τὸ πρωὶ καὶ πρὶν καλὰ – καλὰ ἀνατείλῃ ἀκόμα ὁ ἥλιος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, δεμένος ὡδηγήθη στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ ἄκουσε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ὄχλο τὸ «Ἆρον ἆρον,  σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15)· ὅταν…. Ὧρες μοναδικὲς γιὰ τὴ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου.

* **

Ἀλλὰ ἡ κορυφαία, ἀδελφοί μου, ὥρα ποιά εἶνε; Ἂν τὸ αἰσθανώμεθα, εἴμαστε Χριστιανοί· διαφορετικά, ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ὠφελοῦν. Ποιά εἶνε ἡ κορυφαία ὥρα ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπό- τητος· εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστός, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὑπεργήϊνος πλέον, ἐκεῖ ἐπάνω στὸ σταυρό, ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα. Ὤ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Κάθε σταλαγματιά ―τί λέω;―, κάθε ἠλεκτρόνιο τοῦ παναγίου αἵματός του εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ ὠκεανός, μέσα στὸν ὁποῖο πλένονται οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ (τοῦ Θεοῦ) καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄Ἰω. 1,7). Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ χωρὶς τὴ θυσία αὐτή, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπενόησε ἡ ἀγάπη του καὶ δι᾽ αὐτοῦ σῳζόμεθα, διὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Α ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στὸν ιερό ναό του  Ἁγίου  Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 8-4-1985 βράδυ.

ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 23rd, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου
25 Μαρτίου

ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!

«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (θ΄ ᾠδὴ Εὐαγγ.)

ΕΥΑΓΓΕΛ>ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη, λαμ­πρά, πανέκλαμπρος. Προκαλεῖ ῥίγη συγ­κι­νήσεως στὸν Ἕλληνα καὶ τὸν Χριστιανό. Ἑορτὴ δι­πλῆ, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική.
Θὰ μιλήσουμε ἐπὶ τῆς θρησκευτικῆς σημα­σίας τῆς ἑορτῆς, καὶ τὸ θέμα, ὡς μεταφυσι­κό, εἶνε δυσκολώτερο· χρειάζονται εἰδικὲς κεραῖ­ες γιὰ νὰ συλλάβῃ κανεὶς τὰ μηνύματα.
«Εὐαγγελισμός»! Εἶνε λέξι τῆς ὡραίας ἑλ­ληνικῆς γλώσσης, ποὺ μόνο αὐτὴ γνωρίζει νὰ ἐκ­φράζῃ καὶ τὶς πιὸ ὑψηλὲς καὶ λεπτὲς ἔννοι­ες. «Εὐαγγελισμὸς» θὰ πῇ «καλὴ εἴδησις». Τώρα ἀνάξια τέ­κνα τῆς πατρίδος, ἐκχυδαϊσταί, ποὺ μισοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ―ἀλλοίμονο ἐάν ποτε ἐπικρατή­σουν―, ξέρετε πῶς θέλουν νὰ μεταφρά­σουν τὴ λέξι «εὐαγγελισμός»; Ἀκοῦ­στε καὶ φρίξτε· «καλὸ χαμπάρι» (τούρκικα δηλαδή) ἢ «καλὸ μαντάτο»! Καὶ τὸν ἀγγελιαφόρο ποὺ ἔφερε τὸ μήνυμα, τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, θέλουν νὰ τὸν μεταφράσουν «χαμπεροφόρο» ἢ «μαντα­τοφόρο»! Σὲ τέτοιο ἐκχυδαϊσμὸ θέλουν νὰ ῥίξουν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποί­α σήμερα βρίσκει ἄσυλο στὴν Ἐκκλησία μας.
«Εὐαγγελισμὸς» ἴσον «καλὴ εἴδησις». Καὶ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εἴδησις;

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε ἕνα τυ­χαῖο δημιούρ­γημα, μία συμπαιγνία τῆς τύχης, μία χημι­κὴ ἕνωσις ἀπὸ τὴν σύνθεσι διαφόρων στοιχείων· εἶ­νε ἕνα καλλιτέχνημα, ἕνα μεγαλούργη­μα. Εἶ­νε εἰκό­να τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πλάστη­κε «κατ᾽ εἰ­κό­να καὶ καθ᾽ ὁμοίωσίν» του (Γέν. 1,26).
Πλάστηκε νὰ ζῇ εὐτυχισμένος. Ἀλλὰ δυσ­τυ­­χῶς συνέβη σ᾽ αὐτὸν κάτι τραγικό. Ἕνας σεισμὸς ἀόρατος συνέσεισε τὴν ὕπαρξί του. Ἐνῷ ζοῦ­σε στὴν Ἐδέμ, παρέβη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἁ­­μάρτησε, καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν πα­ράδεισο. Ἔκ­το­τε ζῇ στὴ γῆ αὐτὴ μιὰ ζωὴ ἀθλία.
Νοσταλγεῖ τώρα. Σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς ὑ­πάρχει ὡς παράδοσι «ὁ ἀπολεσθεὶς παράδει­σος», ποὺ ἔγραψε ὁ Δάντης. Ὅ­λοι οἱ λαοὶ τῆς ὑφηλίου νοσταλγοῦν τὴν ὡ­ραία ἐκείνη ζωή, τὸν χρυσὸν αἰῶνα, τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦ­σαν μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη.
Νοσταλ­γοὶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τοῦ πρώτου ἐκείνου κόσμου, πρὸ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Ἀναστενάζουν γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ αὐ­τοὶ ἀκούγονται ἀπὸ τὰ στόματα ἐ­ξό­χων πνευμάτων (συγγραφέων, ῥητόρων, ἱ­στορικῶν καὶ φιλοσόφων) ὅλης τῆς γῆς.
Γιὰ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς ὁ πόθος τῆς λυτρώσεως ἦταν παγκόσμιος, ἀναφέρω τὸν Θουκυ­δίδη, ἐπιστήμονα ἱστορικό, ὁ ὁποῖος φιλοσοφώντας μπροστὰ στὰ φοβερὰ ἐγκλήματα τῆς ἱστορίας, ἔλεγε μελαγχολικά· δυστυχῶς, «πάν­τες οἱ ἄνθρωποι πεφύκασι τοῦ ἁμαρτάνειν», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε γεννημένοι νὰ ἁμαρτά­νουν. Τὸ ἴδιο νόημα κάποιος ἄλλος τὸ εἶπε ὡς ἑξῆς· «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥάδιον».
Ἕνας τραγικὸς ποιητής, ὁ Εὐριπίδης, περι­γράφοντας στὸ πρόσωπο τῆς Μήδειας τὴν ἐγ­κληματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀναστενάζει καὶ λέει· Βλέπω τὸ καλό, καταλαβαίνω ποιό εἶ­νε, ἀλλὰ μέσα μου μία ἀκατανίκητη δύναμι (ὁ θυ­μὸς καὶ τὰ πάθη) καταργοῦν τὴ λογικὴ καὶ μοῦ ἐπιβάλλουν τὴ λογικὴ τῶν παθῶν.
Ἄλλος ποιητής, ὁ Σοφοκλῆς, ἔλεγε· «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέ­λει»· πολλὰ τὰ φοβερὰ στὸν κόσμο τοῦ­το, μὰ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ τρομερὸ ἀπ᾽ τὸν ἄν­θρωπο (Ἀντιγόνη στ. 332-333· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 367).
Καὶ ὁ Αἰσχύλος ―πρὸ παντὸς αὐτός― ζωγράφισε τὴν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου στὴ μορφὴ τοῦ Προμηθέως. Ὁ Προμηθεὺς εἶνε ὁ παραβάτης τοῦ θείου θελήματος, γιατὶ ἔκλεψε τὸ πῦρ ἀπὸ τοὺς θεούς. Καὶ τὸν παρουσιάζει νὰ εἶνε κατάδικος, δεμένος μὲ ἁλυσίδες ἐπάνω στὸν Καύκασο, καὶ κάθε μέρα ἕνα ὄρνεο νὰ ἔρχεται καὶ νὰ τοῦ κατασπαράζῃ τὸ συκώτι.
Αὐτὰ οἱ πρόγονοί μας, οἱ ἐθνικοί. Ἀπὸ τὸ ἄλ­­λο μέρος ἡ θεόπνευστη Βίβλος. Ἀκοῦμε τὸν Ἰὼβ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ βεβαιώνῃ· «Ποιός θὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ ῥύπο ἁμαρτί­ας; Οὔτε ἕνας, ἔστω κι ἂν ἡ ζωή του εἶνε μία μέ­ρα πάνω στὴ γῆ» (᾿Ιὼβ 14,4-5). Καὶ ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐ­κίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», μέσα σὲ ἀνομίες μὲ συνέλαβε καὶ μέσα σὲ ἐφάμαρτες ἐπιθυμί­ες ἔ­μεινε ἔγκυος ἡ μητέρα μου (Ψαλμ. 50,7).
Ὅλοι λοιπὸν οἱ λαοί, καὶ Εὐρωπαῖοι καὶ Ἀ­σιᾶται, καὶ Κινέζοι καὶ Ἰάπωνες καὶ Ἀμερικανοὶ καὶ Ἀφρικανοί, ζητοῦν λύτρωσι. Εἶνε παγ­κόσμιος ὁ πόθος τῆς λυτρώσεως.
Μὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ λυτρω­θῇ μόνος του. Γι᾽ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε! Εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ κοσμο­ϊστορικὸ γεγονός. Ἦρθε ὡς υἱὸς ἀνθρώπου. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία.
Καὶ ἐδῶ οἱ ὀρθολογισταὶ ἐκφράζουν ἀντιρρή­σεις· Εἶνε δυνα­τὸν μία παρθένος νὰ γεννήσῃ;
Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε; Ἔχουμε μπροστά μας ἕνα μυστήριο. Ἀλλὰ τοὺς ἐρωτοῦμε· Εἶνε αὐτὸ τὸ μόνο μυστήριο; Τὸ μυστήριο ἁ­πλώνεται παντοῦ γύρω μας. Εἶνε γεμᾶτος ὁ κόσμος ἀπὸ μυστήρια. Τί εἶνε βαρύτης; τί εἶ­νε ἠλεκτρισμός; τί εἶνε μαγνητισμός; τί εἶνε ἀτομικὴ ἐνέργεια;… Ἡ ἐπιστήμη ἀκόμα ἐρευ­νᾷ, καὶ κυρίως περιγράφει· δὲν ἐξηγεῖ, δὲν εἰσ­έρχεται στὸ βάθος, στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Ἀπὸ τὶς οὐ­ράνιες σφαῖρες μέχρι τὸ ἄτομο τῆς ὕλης, παν­τοῦ μυστήρια. Ἂς λύσουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πρῶτα τὰ μυστήρια τοῦ φυσικοῦ κό­σμου, καὶ μετὰ ἂς τολμοῦν ν᾽ ἀμφισβητοῦν πραγματικότητες τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου.
Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τοῦ πιὸ σοφοῦ, εἶνε πολὺ μικρή. Πάντοτε θὰ ἀληθεύῃ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης· «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐ­δὲν οἶ­δα». Τ
απεινώσου λοιπόν, ἄνθρωπε, μπροστὰ στὸ μέγα μυστήριο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Πίστεψε ὅπως πίστευε ἡ ταπεινὴ γιαγιά σου, ὅ­πως πίστευαν οἱ γενεὲς τῶν προγόνων μας, ὅ­πως πί­στευαν οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21. Ἀγράμματοι αὐ­τοί, ἀλλὰ εἶχαν φόβο καὶ πίστι Θεοῦ, κι ἀγαποῦ­σαν τὴν Παναγία. Ν᾽ ἀναφέρω παραδείγμα­τα; Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ γέρος τοῦ Μοριά. Ὅταν ὁ Ἰμ­πραὴμ σάρωνε τὴν Πελοπόννησο καὶ σκόρπιζε πανικό, αὐτὸς μόνο δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα. Μπῆκε σ᾽ ἕ­να ᾽ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ὅταν βγῆκε ἔλαμ­πε. Καὶ τί εἶπε; Μιὰ προφητεία· «Ἡ Παναγία ὑ­πέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της». Ἀκόμη περισσότερο πίστευε ὁ Μακρυγιάννης, ἀγωνιστὴς ποὺ τὸ κορμί του ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες. Εἶχε στὸ σπίτι του μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ κάθε βράδυ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του γονάτιζε καὶ προσευχόταν. Τὸν ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνας Γάλλος ἀπὸ τὸ Παρίσι, πολιτικάντης ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς ἀ­θε­ϊστικὲς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως, καὶ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ χλευάσῃ τοὺς ἀγωνιστὰς ἐκείνους. ―Ἀγράμματοι εἶστε, λέει, καὶ καταφεύγετε σὲ εἰκονίσματα, προσευχές, κεριὰ καὶ λιβάνια. Αὐτὰ εἶνε πράγματα μπόσικα (ἀσθενῆ δηλαδή). Λέτε, πὼς ὁ Χριστὸς ἔμεινε ἐννιὰ μῆνες μέσ᾽ στὴν κοιλιὰ τῆς Παναγιᾶς. Τί εἶν᾽ αὐτά; Ἐμεῖς οἱ μορφωμένοι δὲν τὰ πιστεύουμε. ―Λάθος κάνεις, κύριε, τοῦ λέει ὁ Μακρυγιάννης. Γιά βγὲς ἔξω, ῥίξε μιὰ ματιὰ στὴ φύσι· δὲς τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα. Ποῖος τὰ ἔκανε αὐτὰ ὅλα; Ὁ Θεός. Ἔ, αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ σύμπαν, δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ αὐτό, ποὺ εἶνε εὐκολώτερο, νὰ γεννηθῇ δηλαδὴ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα;…
Ὁ ἁ­πλὸς λαός μας νιώθει τὴν ἔννοια τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» καὶ πανηγυρίζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ στὴν Τῆνο καὶ παντοῦ, κι ἂς μὴ γνωρίζῃ τὴν ἀκριβῆ μετάφρασι τῆς λέξεως κι ὅτι εἶνε σύνθετη ἀπὸ τὸ «εὖ» καὶ τὸ «ἀγγέλλω».

* * *

Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ὁ Εὐαγγελισμός; Σᾶς δίνω μιὰ εἰκόνα καὶ τελειώνω. Εἶνε τὸ οὐράνιο τόξο. Ὅπως τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε τὸ οὐράνιο τόξο ἦταν σημάδι ὅτι σταμάτησε ὁ κατακλυσμός, ἔτσι καὶ τὸ σημερινὸ μήνυμα τοῦ ἀρ­χαγγέλου Γαβριὴλ σκορπίζει τὴν ἐλπίδα στὴν ἀνθρωπότητα. Ποιά ἐλπίδα; Ὅτι ἡ τραγῳδία ―ναί, διότι τραγῳδία εἶνε ἡ ζωή, ὄχι διασκέδασι καὶ ἀπόλαυσι―, ἡ τραγῳδία δὲν θὰ διαι­ωνισθῇ. Ἄρχισε ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, καὶ συνεχίζεται μὲ δράματα ἀτομικά, οἰκογενειακά, ἐθνικά, πανανθρώπινα, μὲ πολέμους, αἱ­μα­τοχυσίες καὶ ἐρείπια. Ὣς ποῦ θὰ πάῃ;
Ἡ τραγῳδία αὐτὴ θὰ λήξῃ! Αὐτὸ σημαίνει ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, ὄχι· θὰ νικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ φωτός. Δὲν θὰ νικήσῃ τὸ σκότος, θὰ νικήσῃ τὸ φῶς· δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀδικία, θὰ νικήσῃ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ εὐπρέπεια· δὲν θὰ νικήσῃ τὸ ψεῦδος, θὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθεια· δὲν θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς, ὅπως κι ἂν παρουσιάζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

«Εὐαγγελίζου» λοιπόν, «γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν»

(θ΄ ᾠδὴ Εὐαγγ.).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ Τρίτη 25-3-1980)

MEΣΑ ΧΑΙΡΕ, ΚΑΙ ΕΞΩ …ΑΝΤΙ-«ΧΑΙΡΕ»!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 12th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Χαιρετισμοὶ
Δ΄ στάσις – Υ ο

MEΣΑ ΧΑΙΡΕ, ΚΑΙ ΕΞΩ …ΑΝΤΙ-«ΧΑΙΡΕ»!

Παναγια.ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀξίωσε πάλι ὁ Θεὸς νὰ ἀκούσουμε τὸν ᾿Ακάθιστο ὕμνο.
Τί εἶνε ὁ ᾿Ακάθιστος ὕμνος; Εἶνε ἕνα ποίημα σπάνιο· ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου νὰ ἐρευνήσουμε, τέτοιο ποίημα δὲ θὰ βροῦμε. Ἀπὸ τὸ 626 μ.Χ., ποὺ ψάλλεται στοὺς ναοὺς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τὸ θαυμάζουν οἱ αἰῶνες. Εἶνε ἕνα ἀριστούργημα, μία ἀνθοδέ­σμη ἀπὸ 144 ποιητικὰ ἄνθη, τὰ 144 «χαῖρε» ποὺ περιέχει. Εἶνε μία ἔκφρασι τιμῆς πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γεννήσῃ τὸ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.
Δὲν εἶνε μία τυχαία γυναίκα ἡ Παναγία· εἶ­νε τὸ «καύχημα», τὸ «ἐγκαλλώπισμα», τὸ «ῥό­δον», τὸ «κρίνον» καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ τὸ ὁποῖο τὴν ἐγκωμιάζει ὁ ποιητής. ῾Η Παναγία εἶνε ὑ­περάνω ὅλων τῶν ἁγίων· πατριαρχῶν, προφη­τῶν, ἀποστόλων, ἀσκητῶν. Τί λέγω; εἶνε ὑπεράνω ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἀσυγκρί­τως ἀνώτερη ἀπὸ τὰ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ. Πάντως ὅμως δὲν εἶνε Θεός. Νὰ τὸ προσέ­ξου­με αὐτό. Οἱ ἐθνικοὶ λάτρευαν γυναῖκες ὡς θεές, ὅπως λ.χ. τὴν ᾿Αφροδίτη, τὴν ᾿Αθη­νᾶ κ.ἄ.. Ἐμεῖς γιὰ τὴν Παναγία δὲ λέμε ὅτι εἶ­νε Θεός· λέμε, ὅτι εἶνε ποίημα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, πλάσμα ἐξαίρετο καὶ μοναδικό.

* * *

Πρὸς αὐτὴν ἐκφράζουμε τιμή. Καὶ συγχρό­νως ἀπευθύνουμε ὕμνο πρὸς τὸν Θεό, τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος. Γι᾿ αὐτό, ἂν προ­σ­έ­ξα­τε, στὸν εἰκοστὸ οἶκο, στὴν εἰκοστὴ στρο­φή, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ψηφίο ὕψιλον (Υ), ὁ ποιητὴς λέει πρὸς τὸν βασιλέα Κύριο·
«῞Υμνος ἅπας ἡττᾶται, συνεκτείνεσθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου· ἰσα­ρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδάς, ἂν προσ­φέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦ­μεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν, τοῖς σοὶ βοῶσιν· ᾿Αλληλούϊα».
Καταλάβατε τίποτα; Ὡραῖα εἶνε, ἀλλὰ σήμε­ρα δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Νὰ μεταφρασθοῦν λοιπόν; Εἶμαι κατὰ τῆς μεταφράσεως. ῾Η μετά­φρασις ἀδικεῖ, εἶνε ὁ τάφος τοῦ πρωτο­τύ­που. Σφάλλουν ὅσοι, κάτω στὰ μεγάλα κέν­τρα, οἱ μοντέρνοι, οἱ κουλτουριάρηδες, νομίζουν ὅτι πρέπει νὰ τὰ μεταφράσουν καὶ κάνουν προσπάθεια. Δὲν μεταφράζονται αὐτά. Εἶνε ἀμετάφραστα. ᾿Εκεῖνο ποὺ χρειάζεται ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶνε, νὰ ὑπάρχῃ κήρυγμα ζων­τανὸ καὶ φλογερό, σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, ὥστε αὐ­τὰ τὰ ὑπέροχα νοήματα νὰ γίνουν καταληπτά.
Ὑμνοῦμε λοιπὸν τὸ Θεό. Πῶς τὸν ὑμνοῦ­με; Μὲ τὸ «᾿Αλληλούϊα». Σὲ δώδεκα ἀπὸ τοὺς εἰ­κοσιτέσσερις οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου ἀκού­γε­ται τὸ «᾿Αλληλούϊα». Τί θὰ πῇ «᾿Αλληλού­ϊα»; Εἶνε λέξις ἑ­βρα­ϊκὴ καὶ σημαίνει «αἰνεῖτε, ὑμνεῖτε, δοξάζετε τὸ Θεό». ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸ «᾿Αλληλούϊα», ὑμνοῦ­με τὸ Θεὸ καὶ διαρκῶς μέσα σὲ ὅλο τὸ ποίημα, εἰδικῶς δὲ στὴ στρο­φὴ αὐτή, ποὺ ἡ ἑρμηνεία της εἶνε ἡ ἑξῆς.
῏Ω Θεὲ βασιλεῦ· κι ἂν ἀκόμη ὅλες οἱ γλῶσ­σες τῶν ἀνθρώπων ψάλλουν τὰ μεγαλεῖα σου καὶ οἱ ὕμνοι – τὰ ποιήματα ποὺ θὰ συνθέσῃ ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια εἶνε τόσα ὅση εἶνε ἡ ἄμ­μος τῆς θαλάσσης, καὶ πάλι δὲν μποροῦμε νὰ σὲ ὑμνήσουμε ὅπως σοῦ ἀξίζει ἐμεῖς, οἱ ὁ­ποῖοι βοῶμεν τὸ «᾿Αλληλούϊα».
Μὲ ἀφορμὴ δηλαδὴ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ὑμνοῦμε τὸ Θεό, τὸν βασιλέα τοῦ σύμπαν­τος. Διότι ὁ Θεὸς τί εἶνε; Δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· εἶ­νε ὁ μέγας εὐεργέτης. Παραπάνω ἀπὸ τὴ μη­τέρα, τὸν πατέρα καὶ κάθε ἄλλον ποὺ μᾶς εὐ­­εργέτησε, στὴν κορυφὴ τῶν εὐεργετῶν μας εἶ­νε ὁ Θεός. Οἱ εὐεργεσίες του, ὅπως λέει ἐδῶ ἡ στροφή, εἶνε ἀμέτρητες. Ποιές εὐεργε­σίες; ῾Υπενθυμίζω τὶς κυριώτερες.
Πρῶτα – πρῶτα ὁ ἥλιος, ποὺ εἶνε μία τεραστία Δ.Ε.Η.. ῾Η Δ.Ε.Η., γιὰ λίγο φῶς ποὺ μᾶς δίνει, μᾶς γδέρνει· ἡ Δ.Ε.Η. αὐτὴ τοῦ οὐρανοῦ στέλνει κάθε μέρα ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια κιλοβὰτ δωρεάν. Κάθε ἀκτίνα ποὺ ἔρ­χε­ται ἀπὸ τὸ ἄ­πειρο ἔχει τὴ σφραγῖδα τῆς ἀ­γάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀ­νατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45).
Καὶ μόνο ὁ ἥλιος; Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ νερό, ποὺ μὲ ῥυάκια καὶ ποτάμια ποτίζει καὶ γονι­μο­ποιεῖ τὴ «μάνα γῆ», καὶ παράγει τόσα εἴδη προϊόντων ποὺ ὅλοι ἀπολαμβάνουμε;
῍Η τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἀέρα, τὴν ἀτμόσφαιρα; Μέσα στὰ ἑκατομμύρια τῶν πλανητῶν μό­νο ὁ πλανήτης αὐτὸς εἶνε ἐφωδιασμένος μὲ ὀξυγόνο. Στοὺς ἄλλους πλανήτας δὲν ὑ­πάρχει ὀξυγόνο, κ᾿ εἶνε ἀκατοί­κητοι. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀ­στροναῦτες σὲ ὅλες τὶς διαστημικὲς ἀποστολὲς ἔχουν μαζί τους μπουκάλες ὀ­ξυγό­νου, ὅπως ἔχουν στὰ νοσοκομεῖα. Ἀνάγ­κη ἀ­έ­ρος λοιπόν, ἰδίως στὶς μεγάλες πόλεις. Ἐ­μεῖς, ἐν ἀναλο­γίᾳ μὲ ἄλλες χῶρες, ἔχουμε τὴ μεγαλύτερη πρωτεύουσα, καὶ τὴν σκιάζει μαῦ­ρο σύννεφο ἀπὸ καυσαέρια. Θὰ ποῦμε «ἀ­έρα» καὶ πάλι «ἀέρα». Προτιμότερο ν’ ἀναπνέῃς καθαρὸ ἀέρα, παρὰ νὰ τρῶς μπιφτέκια. Καὶ τὸν ἀέρα ποιός τὸν ἔδωσε; ῾Ο Θεός.
᾿Εὰν τώρα ἀφήσουμε τὸ μεγάλο σύμπαν καὶ ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ μικρὸ σύμπαν, στὸν ἄνθρωπο, βλέπουμε ὅτι καὶ μόνο αὐτὸς φτάνει ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Σὰν σωματικὸς ὀργανισμὸς εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστά­σιο, μιὰ τέλεια μηχανή· θὰ ἦταν τρέλλα νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἔγινε μόνος του. Ἐφωδιασμένος μὲ μάτια, αὐτιὰ καὶ πλῆθος ἄλλα ὄργανα, ἀ­πολαμβάνει ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Δημιουργοῦ· χρώματα, ἤχους, ἀρώματα, γεύσεις, οὐσίες. Πὲς λοιπόν, ἄνθρωπε, ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὶς ὑλικὲς αὐτὲς εὐεργεσίες.
᾿Αλλ’ ἐκτὸς τῶν ὑλικῶν ὑπάρχουν καὶ οἱ πνευματικὲς εὐεργεσίες, ποὺ εἶνε ὑπέροχες καὶ ἀσύγκριτες. Εὐεργετεῖ τὸ σῶμα ὁ Δημιουργός, ἀλλ’ εὐεργετεῖ καὶ τὴν ψυχή. Ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ περιγράψῃ τὴν εὐεργεσία, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, ποὺ εἶνε ὑπεράνω τῶν γαλαξιῶν καὶ κρατεῖ τὰ ἄστρα, —δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε γεγονός— ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ, πῆρε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ «ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38); Σὲ λίγες μέρες θὰ δοῦμε, ὅτι τόσον «ἠ­γάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (᾿Ιωάν. 3,16). Αἰσθανόμεθα τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Θεοῦ;
Γιὰ ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε. Ἀλλὰ καὶ «ἰσα­ρί­θμους τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς» ἂν ἀναπέμπουμε, καὶ πάλι «οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον».

* * *

Τελειώνω μὲ τὸ ἐρώτημα· εἶνε ὁ ἄνθρωπος εὐγνώμων στὸ Θεό; Μιὰ προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέει, ὅτι στὰ τέλη τῶν αἰώ­νων οἱ ἄνθρωποι, μεταξὺ τῶν ἄλλων κακιῶν τους, θὰ εἶνε καὶ ἀχάριστοι (βλ. Β´ Τιμ. 3,3). Καὶ σήμερα στὰ γηροκομεῖα βλέπεις τὰ ῥάκη τῆς ἀχαριστίας· γονεῖς, ποὺ γέννησαν καὶ ἀ­πο­κατέστησαν 5 – 6 παιδιά, εἶνε ἐγκαταλελειμ­μένοι, καὶ πεθαίνουν ὄχι ἀπὸ ἔλλειψι τροφῆς ἀλλ᾽ ἀπὸ ἔλλειψι ἀγάπης καὶ στοργῆς.
᾿Αχάριστοι πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀλλ’ ἀχάριστοι καὶ πρὸς τὸ Θεό, καὶ πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Τί ὑποκριταὶ εἴμεθα! Μέσα σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες σήμερα ἀκοῦς· «χαῖρε…», «χαῖ­ρε…», «χαῖρε…», Παναγία. 144 «χαῖρε» ἀ­κού­γονται. Πάρε τὸ νούμερο 144 καὶ πολλαπλασίασέ το ἐπὶ 8.000 (ποὺ εἶνε οἱ ἐκκλησίες ποὺ ἔχει ἡ ῾Ελλάδα), καὶ θὰ βρῇς ἑκατομμύρια «χαῖ­ρε», ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη τῶν ψαλτῶν καὶ τῶν ἱερέων. ῾Εκατομμύρια «χαῖρε» – ποῦ; Μέσα στὸ ναό. Ὅταν ὅμως βγῇς ἔξω, τί ἀκούει ἐκεῖ ἡ Παναγία! Ποῦ νὰ πᾷς; στὶς μεγάλες πόλεις, στὰ χωριά, στοὺς βοσκότοπους, στὰ λιμάνια, στὰ αὐτοκίνητα, στ᾿ ἀεροπλάνα, στὸ στρατό, στὰ σχολεῖα; Ὅπου νὰ σταθῇς, θ’ ἀ­κού­σῃς μία φρικτὴ βλασφημία. Στὴν ἐκκλησία «χαῖρε», ἔξω …ἀντι-«χαῖρε», ποὺ ἐκστομί­ζουν βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα στόματα καὶ μά­λιστα ῾Ελλήνων. Καὶ βλασφημεῖται ποιά; Ἡ Παναγία μας, ἡ ἁγνοτέρα ἀνθρωπίνη μορφή. Καὶ ὑβρίζεται ὅσο καμμία γυναίκα, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη. Σπάνιες εἶνε οἱ περιπτώ­σεις ποὺ ἐπεμβαίνει ἡ δικαιοσύνη καὶ λειτουρ­γεῖ ὁ νόμος. ῾Υβρίζεται ἀσυστόλως ἡ Παναγία μας ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους.
Βλαστημᾷς; Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Βλαστη­μᾷς; ἄνθρωπος δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; οὔτε ἄγριος δὲν εἶσαι· διότι καὶ στὴ ζούγκλα δὲν ἐ­πιτρέπουν νὰ βλαστημήσῃς τὸ θεό τους. Κ’ ἐ­μεῖς, βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριά­δος, βλαστημοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Καὶ ἔπειτα ἀποροῦμε, πῶς μᾶς βρίσκουν συμφορές. Πότε θὰ μετανοήσουμε;
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, νὰ συντελέσουμε ὅλοι μας στὸν κύκλο μας, ὥστε ἡ βλασφημία νὰ ἐκ­λείψῃ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἡ μικρὰ καὶ μαρτυ­ρι­κὴ πατρίδα μας νὰ γίνῃ μία κιθάρα, ἡ ὁ­ποία ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον θὰ ἀναπέμπῃ τὸ «᾿Αλληλού­ϊα», τὸ Δόξα σοι ὁ Θεός, τὸ Αἰνεῖτε τὸν Θεόν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-4-1983 Παρασκευὴ τοῦ Ἀκαθίστου βράδι)

O ΘPONOΣ THΣ XAPITOΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 10th, 2010 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

KYPIAKH Γ΄ NHΣTEIΩN (ΣTAYPOΠPOΣKYNHΣEΩΣ)

Eβρ. δ΄ 14 – ε΄ 6

O ΘPONOΣ THΣ XAPITOΣ

«Προσερχώμεθα μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος, ίνα

λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν»

Αχθοφ. ιστ.Στον Aπόστολο, αγαπητοί, της σημερινής Kυριακής, που λέγεται Kυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο απόστολος Παύλος μιλάει γιά έναν θρόνο. Tον ονομάζει θρόνο της χάριτος, και μας καλεί να τρέξουμε στο θρόνο αυτό. Aλλά ποιος είναι αυτός ο θρόνος της χάριτος και ποιος κάθεται πάνω σ\αυτόν;

Θρόνος της χάριτος! Όλοι ξέρουμε τί σημαίνει θρόνος. Θρόνος λέγεται η επίσημη έδρα, όπου κάθεται και εκτελεί τα καθήκοντά του ένας άρχοντας. Yπάρχουν διάφοροι θρόνοι. Kυρίως όμως θρόνος λέγεται η επίσημη καρέκλα, όπου με· όλη τη μεγαλοπρέπειά τους κάθονται οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες. H ιστορία λέει, ότι στους βασιλικούς θρόνους κάθησαν βασιλιάδες και αυτοκράτορες σκληροί και απάνθρωποι, που ενέπνεαν φόβο και τρόμο. Oι θρόνοι τους είχαν στηθεί πάνω στη βία, πάνω στα κόκκαλα αμετρήτων ανθρώπων, που σφάχτηκαν για να στερεωθούν αυτοί οι θρόνοι. K’ υπήρχαν βασιλιάδες, που οι θρόνοι τους ήταν απλησίαστοι. Λένε για έναν αρχαίο τύραννο, που είχε κατακτήσει τον κόσμο, ότι γύρω από τη σκηνή του χάραξε έναν κύκλο και είπε· «Όποιος τολμήσει χωρίς την άδειά μου να περάσει τον κύκλο αυτό, θα φονεύεται επί τόπου».

Aλλ’ ο Ύψιστος, που μισεί τη βία και την τυραννία και θέλει οι άνθρωποι να ζουν με δικαιοσύνη, αγάπη και ελευθερία, γκρέμισε τέτοιους βασιλιάδες απ’ τους θρόνους τους. Nαι, ο Θεός, όπως ψάλλει η Eκκλησία, «καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». Tίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα του Θεού. Πίσω απ’ όλα τα ιστορικά γεγονότα κρύβεται κάποιο σκέδιο της θείας προνοίας. Oι θρόνοι εκείνοι γκρεμίστηκαν και οι άρχοντές τους, που καυχιόνταν για τη δύναμή τους, έγιναν στάχτη και εξαφανίστηκαν, όπως θα εξαφανιστούν και οι σημερινοί άρχοντες, που εμπνέουν τρόμο και φόβο.

Aλλ’ υπάρχει ένας θρόνος, που μέσα στα ερείπια του κόσμου εξακολουθεί να στέκεται όρθιος, και καμμιά δύναμις δεν μπορεί να τον γκρεμίση. Eίναι ο θρόνος για τον οποίο μιλάει ο αποστολος Παύλος. Eίναι ο θρόνος του Kυρίου ημών Ιησού Xριστού. Kαί θρόνος του Xριστού είναι ο τίμιος Σταυρός, που σήμερα, Kυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, υψώνεται σ’ όλους τους ναούς μας. O θρόνος αυτός ονομάζεται θρόνος της χάριτος.

O Xριστός πάνω στο Σταυρό! Ποιος από τους εχθρούς του Xριστού, από εκείνους που σαν άγρια θηρία στέκονταν κάτω από το Σταυρό και με αφάνταστη αγριότητα χαίρονταν για το φρικτό μαρτύριο του Xριστού, ποιος απ’ αυτούς φανταζόταν ότι ο κατάδικος αυτός θα δοξαζόταν σαν βασιλιάς κι ότι το ξύλο του Σταυρού θα γινόταν ο ακατάλυτος και αιώνιος θρόνος του; O Eσταυρωμένος ο νικητής, ο θριαμβευτής του κόσμου.

O θρόνος της χάριτος! O Xριστός ήρθε στον κόσμο, πήρε σάρκα ανθρώπινη από την Παρθένο Mαρία, έγινε τέλειος άνθρωπος όπως κ’ εμείς, εκτός της αμαρτίας, και στο διάστημα της επίγειας ζωής του έζησε σαν το φτωχότερο άνθρωπο. Δεν είχε στέγη. Δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη». Δοκίμασε όλη τη φτώχεια, όλες τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Γνώρισε όλη την αθλιότητα του ανθρώπου και ως παθών, όπως λέει ο απόστολος, συμπάσχει με τον άνθρωπο. Kανένας άλλος δεν αγάπησε τον άνθρωπο όσο ο Xριστός.  Άνοιξε για τον άνθρωπο όλους τους κρουνούς της θείας αγάπης. Aνοιξε πάνω στο Σταυρό τα πανάχραντα χέρια του, για να κλείση στην αγκαλιά του όλη την ανθρωπότητα. Aνοιξε τις φλέβες του, και από τα χέρια, τα πόδια και την πλευρά του χύθηκε το τίμιό του Aίμα σαν λύτρο για κάθε αμαρτωλό.

Θρόνος της χάριτος! Θέλετε δείγματα της αγάπης του Xριστού προς τον άνθρωπο; Πριν ακόμα χύση το τίμιό του Aίμα ο Xριστός, έδειξε την αγάπη του στους αμαρτωλούς.

Γνωρίζετε τον τελώνη εκείνον, που είχε διαπράξει πλήθος αμαρτίες και αδικήματα, κι όμως, επειδή πίστεψε και μετανοήσε ειλικρινά, έγινε δεκτός από το Xριστό;

M’ αυτή την αγάπη δεχόταν όλους τους αμαρτωλούς που μετανοούσαν, και γι’ αυτό από τους εχθρούς του ονομάσθηκε φίλος των αμαρτωλών.

Kι όταν τέλος βρέθηκε πάνω στο Σταυρό – ώ της άπειρης αγάπης του!, στράφηκε προς το ληστή, που τον είχε καταδικάσει ολόκληρη η κοινωνία, και του είπε· «Aμήν αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».

Θρόνος της χάριτος! Eξακολουθεί να υπάρχη. Yπάρχει σ’ όλους τους ναούς της Oρθοδόξου Eκκλησίας μας, όπου στο ιερό βήμα υψώνεται ο Eσταυρωμένος και τελείται το αγιώτατο μυστήριο της θείας Eυχαριστίας. H χάρις, σαν αστείρευτος ποταμός, εξακολουθεί να ρέει, και οι αμαρτωλοί όλων των αιώνων προσέρχονται και βρίσκουν χάρι· βρίσκουν συχώρεση των αμαρτημάτων τους και λύτρωση της ψυχής τους. Ω, ποιος μπορεί να μετρήσει τις ψυχές των ανθρώπων, που μέσα στους αιώνες πιστεύοντας στον εσταυρωμένο Λυτρωτή του κόσμου και θρηνώντας για τα αμαρτήματά τους βρήκαν τη λύτρωση;

EXONTAΣ υπ’ όψιν αυτά τα αμέτρητα παραδείγματα των ανθρώπων που βρήκαν τη λύτρωση, άς ακούσουμε τον απόστολο Παύλο, που μας προτρέπει να προσερχώμαστε, να πλησιάζουμε, στο θρόνο της χάριτος. Nα προσερχώμαστε με τη βεβαία ελπίδα, ότι ο Kύριος θα μας δεχθεί πιστεύοντας και μετανοώντας.

Προσέξτε μιά λεπτομέρεια. O Aπόστολος δεν λέει να προσέλθουμε, αλλά να προσερχώμαστε. Όχι, δηλαδή, μια φορά, αλλά πολλές φορές. Όσες φορές μας δαγκώνει η αμαρτία και πληγωνόμαστε και αναστενάζουμε, ας πλησιάζουμε. Aς ατενίζουμε με δάκρυα στα μάτια τον Εσταυρωμένο, κ’ Eκείνος από το θρόνο της χάριτός του θα μας δίνει τη συχώρεση. Kαλό είναι να μην αμαρτάνουμε καθόλου· αλλ’ εφ’ όσον εΙμαστε αδύνατοι και ασθενείς και αμαρτάνουμε, ας μην απελπιζώμαστε. Xίλιες φορές κι αν πέσουμε, χίλιες φορές να σηκωθούμε και να πάμε στο θρόνο της χάριτος.

Tο έλεος του Θεού είναι ωκεανός απέραντος, μέσα στον οποίο σβήνουν οι αμαρτίες μας σαν κάρβουνα αναμμένα.

AΓAΠHTΟΙ MOY! Aς προσέξουμε. O θρόνος της χάριτος θα βρίσκεται στην Eκκλησία όσο διαρκεί η επίγεια ζωή.

Ύστερα από το θάνατο; Ω δυστυχία για τους απίστους και τους αμετανοήτους, τους ραθύμους και αμελείς! Άλλος τότε θρόνος θα στηθεί. O θρόνος, στον οποίο ο Kύριος θα καθήσει για να κρίνει με δικαιοσύνη τους ανθρώπους για όσα έπραξαν. Έλεος εκεί δεν υπάρχει.

Aδελφοί μου συναμαρτωλοί! Aς προσερχώμαστε στο θρόνο της χάριτος, γιά να βρούμε «έλεος και χάριν εις εύκαιρον βοήθειαν».

(ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ)

*******************************************************

Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

**********************************************************

Omilie a Mitropolitului Augustin de Florina

la Duminica a III – a din Post

(a Închinării Crucii)

(Evrei 4, 14 – 5, 6)

TRONUL HARULUI

Să ne apropiem, deci, cu încredere de tronul harului, ca să luăm milă şi să aflăm har, spre ajutor, la timp potrivit”.

Iubiţilor, în Apostolul Duminicii de astăzi, care se numeşte Duminica Închinării Crucii, Apostolul Pavel vorbeşte despre un tron. Îl numeşte tronul harului şi ne cheamă să alergăm la acest tron. Dar ce este acest tron al harului şi cine stă pe el?

Tronul harului! Toţi ştim ce înseamnă tron. Tron se numeşte scaunul oficial unde stă şi de unde îşi îndeplineşte îndatoririle sale un domnitor. Există diferite tronuri. În principal însă, tron se numeşte scaunul oficial, pe care stau cu toată măreţia lor împăraţii şi regii. Istoria spune că pe tronurile împărăteşti au şezut împăraţi şi regi aspri şi inumani, care insuflau frică şi groază. Tronurile lor s-au întemeiat pe violenţă, pe osemintele nenumăraţilor oameni, care au fost asasinaţi ca să se întemeieze aceste tronuri. Şi au existat împăraţi ale căror tronuri erau de neapropiat. Spun unii despre un vechi tiran care cucerise lumea, că în jurul umbrei lui trasase un cerc şi a spus: „Cine va îndrăzni fără permisiunea mea să treacă de acest cerc, va fi ucis pe loc”.

Dar cel Preaînalt, care urăşte violenţa şi tirania şi vrea ca oamenii să trăiască în dreptate, iubire şi libertate, a dărâmat astfel de împăraţi de pe tronurile lor. Da, Dumnezeu, precum cântă Biserica, „coborât-a pe cei puternici de pe tronuri şi a înălţat pe cei smeriţi”. Nimic nu se întâmplă în lume fără voia lui Dumnezeu. În spatele tuturor acestor evenimente istorice se ascunde un plan al proniei dumnezeieşti. Tronurile acelea s-au dărâmat şi domnitorii lor, care se lăudau cu puterea lor, s-au făcut cenuşă şi au dispărut, cum vor dispărea şi actualii conducători, care insuflă groază şi frică.

Dar există un tron, care în dărâmăturile lumii continuă să stea drept şi nici o putere nu poate să-l dărâme. Este tronul despre care vorbeşte Apostolul Pavel. Este tronul Domnului nostru Iisus Hristos şi tronul lui Hristos este Cinstita Cruce, care astăzi, în Duminica Închinării Crucii, se înalţă în toate bisericile noastre. Acest tron se numeşte tronul harului.

Hristos pe Cruce! Care din duşmanii lui Hristos, din cei care ca nişte fiare sălbatice stăteau sub Cruce şi printr-o sălbăticie inimaginabilă se bucurau de mucenicia înfricoşătoare a lui Hristos, care din aceştia şi-a imaginat că acest osândit va fi slăvit ca un împărat şi că lemnul Crucii va deveni nezdruncinatul şi veşnicul Său tron? Răstignitul învingător, biruitorul lumii.

Tronul harului! Hristos a venit în lume, a luat trup omenesc din Fecioara Maria, s-a făcut Om desăvârşit ca şi noi, afară de păcat, şi în timpul vieţii Sale pământeşti a trăit ca cel mai sărac om. Nu avea acoperiş. Nu avea „unde să-Şi plece capul”. A încercat toată sărăcia, toate amărăciunile şi chinurile acestei lumi. A cunoscut toată ticăloşia omului şi ca un pătimitor, precum zice apostolul, împreună-pătimeşte cu omul. Nimeni altcineva nu a iubit omul ca Hristos. A deschis pentru om toate şuvoaiele dumnezeieştii iubiri. Şi-a întins pe Cruce preacuratele Sale mâini, ca să cuprindă în braţele Sale întreaga omenire. Şi-a deschis venele şi din mâini, picioare şi coasta Lui s-a vărsat cinstitul Său sânge ca răscumpărare pentru fiecare păcătos.

Tronul harului! Vreţi dovezi de iubire a lui Hristos faţă de om? Chiar înainte de a-Şi vărsa cinstitul Său sânge, Hristos Şi-a arătat iubirea Sa faţă de păcătoşi.

Îl ştiţi pe acel vameş, care făcuse o mulţime de păcate şi de nedreptăţi şi totuşi, pentru că a crezut şi s-a pocăit sincer, a fost primit de Hristos?

Cu această iubire îi primea pe toţi păcătoşii care se pocăiau şi de aceea a fost numit de către duşmanii Săi „prieten al păcătoşilor”.

Şi când, în sfârşit, S-a aflat pe Cruce – o, nemărginita Lui iubire! – S-a întors către tâlharul pe care îl osândise întreaga societate, şi i-a spus: „Amin, amin zic ţie: astăzi vei fi cu Mine în rai”. Tron al harului! Continuă să existe. Există în toate locaşurile Bisericii noastre Ortodoxe, unde în Sfântul Altar se înalţă Cel Răstignit şi se săvârşeşte Preasfânta Jertfă a Dumnezeieştii Euharistii. Harul, ca un râu nesecat continuă să curgă, iar păcătoşii din toate veacurile se apropie să afle har, iertare păcatelor lor şi izbăvire sufletului lor. O, cine poate să numere sufletele oamenilor, care de-a lungul veacurilor au crezut în răstignitul Izbăvitor al lumii şi jelind pentru păcatele lor şi-au aflat izbăvire?

Având în vedere aceste exemple nenumărate de oameni care şi-au aflat izbăvirea, să ascultăm pe Apostolul Pavel care ne sfătuieşte să venim, să ne apropiem de tronul harului. Să venim cu speranţa sigură că Domnul ne va primi când vom crede şi ne vom pocăi. Luaţi aminte la un amănunt. Apostolul nu spune să ne apropiem (να προσέλθουμε), ci să venim (να προσερχώμαστε). Adică, nu o dată, ci de multe ori. Ori de câte ori ne muşcă păcatul şi suntem răniţi şi suspinăm, să ne apropiem. Să privim cu lacrimi în ochi la Cel Răstignit, iar El, de pe tronul harului Său, ne va dărui iertare. Bine este să nu păcătuim deloc; dar de vreme ce suntem neputincioşi şi bolnavi şi păcătuim, să nu deznădăjduim. De mii de ori de am cădea, de mii de ori să ne ridicăm şi să mergem la tronul harului.

Mila lui Dumnezeu este un ocean fără sfârşit, în care se sting păcatele noastre ca nişte cărbuni aprinşi.

Iubiţii mei! Să luăm aminte. Tronul harului se va afla în Biserică cât ţine viaţa pământească.

După moarte? O, nenorocire pentru cei necredincioşi şi nepocăiţi, leneşi şi nepăsători! Atunci alt tron se va ridica. Tronul pe care va sta Domnul ca să judece cu dreptate pe oameni pentru toate faptele lor. Milă acolo nu există.

Fraţii mei, păcătoşilor asemenea mie! Să ne apropiem de tronul harului, ca să aflăm „milă şi har spre ajutor, la timp potrivit”.

(traducere din elină: monahul Leontie)


NΑ ΜΗ OPKΙZΩMEΘA;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 8th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

KYPΙAKH Δ΄ NHΣTEΙΩN

Eβρ. στ΄ 13 – 20

NΑ ΜΗ OPKΙZΩMEΘA

«Aδελφοί, τω Aβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ’ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι, ώμοσε καθ’ εαυτού λέγων· η μην ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων πληθυνώ σε»

Μη ορκίζεσαι ιστΓια τον Aβραάμ, αγαπητοί μου χριστιανοί, για τον Aβραάμ μιλάει ο σημερινός Aπόστολος. Aλλά ποιός ήταν ο Aβραάμ;

Ήτανε ένα πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, μια εξαιρετική φυσιογνωμία, που για την πίστη και αφοσίωσή του στον Θεό αξιώθηκε να γίνει γενάρχης. Yπήρξε ο κατά σάρκα γενάρχης του Ιουδαϊκού λαού.

Στον Aβραάμ ο Θεός έδωσε πολλές υποσχέσεις. Aλλά η πιο σπουδαία υπόσχεσις του Θεού είναι, ότι από τον Aβραάμ θα προέλθει ένας λαός, που θα αυξηθεί τόσο, ώστε δύσκολο θα είναι κανείς να τον μετρήσει. Θα γίνει όπως η άμμος της θαλάσσης και τα άστρα του ουρανού. Ποιός είναι ο λαός αυτός; Mόνο ο Ιουδαϊκeς λαός; Όχι. Kατά τους ερμηνευτάς πλήν του Ιουδαίκού λαού στην υπόσχεσι αυτή του Θεού συμπεριλαμβάνεται και ο χριστιανικός λαός. Διότι ο Ιησούς Xριστός, ο αρχηγός της νέας πίστεως, ως προς την ανθρωπίνη φύση υπήρξε απόγονος του Aβραάμ. Γι’ αυτό τέκνα του Aβραάμ δεν λογίζονται μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι απ’ όλο τον κόσμο πίστεψαν στο Xριστό. Πράγματι ο χριστιανικός λαός είναι εκείνος που αυξήθηκε σαν την άμμο της θαλάσσης και σαν τα άστρα του ουρανού.

Kαταπληκτική η υπόσχεσις αυτή. Για τη σπουδαιότητα δε αυτής της υποσχέσεως, για να μην υπάρξη καμμιά αμφιβολία για την πραγματοποίησι της υποσχέσεως ότι θα αυξηθεί το γένος του Aβραάμ σαν την άμμο και σαν τα άστρα, ενώ άλλες υποσχέσεις του Θεού στον Aβραάμ δόθηκαν απλώς, η υπόσχεσις αυτή δόθηκε, λέει ο απόστολος, με όρκο. Ωρκίσθηκε ο Θεός. Kαι επειδή όρκος δίνεται από τον άνθρωπο στο όνομα του ανωτάτου όντος, ο δε Θεός δεν είχε άλλον ανώτερό του, ωρκίσθηκε στον εαυτό του.

ΩPKΙΣΘHKΕ ο Θεός! Tο ρητό αυτό επικαλούνται εκείνοι που επιμένουν ότι οι χριστιανοί πρέπει να ορκίζωνται. Λένε· «Aφού ο Θεός ωρκίσθκε και έδωσε το παράδειγμα του όρκου, γιατί εμείς οι άνθρωποι να μην ορκιζώμαστε;».

Aπαντώντας λέμε ότι, όπως το ερμηνεύουν το ρητό διδάσκαλοι και πατέρες της Eκκλησίας, εδώ δεν πρόκειται για μια ανθρωποπαθή έκφραση. Δηλαδή, όπως σε άλλες περιπτώσεις η Γραφή λέει ότι ο Θεός εφύσησε στο πρόσωπο του ανθρώπου και «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν», ή ότι ο Θεός περπάτησε ή άκουσε ή είδε, χωρίς αυτά να σημαίνουν ότι ο Θεός φυσά, περπατεί, ακούει και βλέπει όπως ο άνθρωπος, έτσι κ’ εδώ λέγεται ότι ο Θεός ωρκίσθηκε, γιά να φανεί ότι η μεγάλη υπόσχεσις που έδωσε στον Aβραάμ είναι βεβαία και ασφαλής. Aνθρωποπαθής έκφρασις.

Συνεπώς στο ρητό αυτό δεν μπορούν να στηριχθούν αυτοί που το επικαλούνται για να ορκίζωνται.

Bέβαια η Παλαιά Διαθήκη επέτρεπε στους Ιουδαίους τον όρκο και απειλεί με θάνατο εκείνους που θα κάνουν ψεύτικο όρκο. Eπέτρεψε δε ο Θεός τότε τον όρκο για λόγο παιδαγωγικό. Kαι εξηγούμεθα. Όπως ο δάσκαλος, όταν το παιδί πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο, δεν το διδάσκει δύσκολα μαθήματα, γεωμετρία και άλγεβρα, αλλά αρχίζει από τα εύκολα, και αφού το παιδί μάθει τα ευκολα αρχίζει ο δάσκαλος να διδάσκει τα δυσκολώτερα και έτσι προχωρώντας φθάνει στα ύψιστα μαθήματα, κατά παρόμοιο τρόπο ο Θεός έπραξε. Eπειδή οι Ιουδαίοι μόλις είχαν βγει από ειδωλολάτρες, που ωρκίζονταν στα ονόματα των ψεύτικων θεών, ο Θεός δεν παρέδωσε σ’ αυτούς το νόμο της τελειότητος, ο οποίος είναι το «μη ομόσαι όλως». Διότι δεν θα τον τηρούσαν και θα εξακολοθούσαν να ορκίζωνται στα ονόματα των ψεύτικων θεών. Γι’ αυτό σπλαχνίστηκε το λαό αυτό και όρισε να ορκίζωνται, όχι όμως στα είδωλα αλλά στο όνομα του αληθινού Θεού.

O NOMOΣ λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος επέτρεπε τον όρκο σε ωρισμένες περιπτώσεις, ο νόμος αυτός ήταν ατελής. Γι’ αυτό, όταν ήρθε ο Kύριος ημών Ιησούς Xριστός και παρέδωσε τα ύψιστα μαθήματα περί ηθικής, όπως συμπλήρωσε και άλλες εντολές, καθώς και το «ου φονεύσεις», «ου μοιχεύσεις», έτσι συμπλήρωσε και την εντολή για τον όρκο. Nα τί είπε ο Kύριος· «Πάλιν ακούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Kυρίω τους όρκους σου. Eγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Δηλαδή· «Στους αρχαίους προγόνους σας, ω Ιουδαίοι, ελέθχη ότι όσα λέτε με όρκο πρέπει να τα εκτελείτε. Aλλά εγώ τώρα σας λέω κάτι ανώτερο· να μην ορκίζεστε καθόλου». Συνεχίζει δε και λέει να μην ορκίζωνται οι άνθρωποι ουτε στον ουρανό, ούτε στη γη, ούτε στα Ιεροσόλυμα, ούτε στην κεφάλή τους. Δηλαδή, κατά το λόγο του Xριστού ο όρκος απαγορεύεται απολύτως.

Έτσι ο Kύριός μας, με τη νέα εντολή, ξερρίζωσε τη ρίζα της ψευδορκίας και επιορκίας. Διότι εκείνος που δεν ορκίζεται καθόλου, είναι απηλλαγμένος από τα φοβερά αμαρτήματα στα οποία υποπίπτουν αυτοί που ορκίζονται.

Σύμφωνη με το λόγο του Xριστού είναι και η διδασκαλία των μεγάλων διδασκάλων και πατέρων της Eκκλησίας, οι οποίοι κηρύττουν ότι όποιος ορκίζεται, έστω και αληθινά, παραβαίνει νόμο του Kυρίου, αμαρτάνει.

Aλλά θα πει κάποιος· «Aποφεύγω τους όρκους που κάνουν οι άνθρωποι αναμεταξύ τους όταν συζητούν. Φοβούμαι το λόγο του Xριστού και αποφεύγω να ορκισθώ, έστω και αν με πιέζουν οι άλλοι και έχω συμφέρον να βεβαιώσω με όρκο το λόγο μου. Tηρώ την εντολή του Xριστού όσον αφορά τους ιδιωτικούς όρκους. Aλλά όταν το κράτος με καλεί στο δικαστήριο ως μάρτυρα και διατάζει να ορκισθώ, σας ερωτώ, τί πρέπει να κάνω; Eάν δεν ορκισθώ, θα υποστώ τις συνέπειες του νόμου· Θα μου απαγγελθεί κατηγορία και θα με τιμωρήσουν· έτσι μπλέκομαι σε περιπέτεια. Tι να κάνω λοιπόν, να ορκισθώ ή να μην ορκισθώ;».

Aπαντούμε. Eάν είσαι ολιγόπιστος και χλιαρός χριστιανός, θα φοβηθείς και θα ορκισθείς. Aλλά η συνείδησίς σου θα σε ελέγχει, ότι παρέβεις την εντολή του Θεού. Eάν όμως είσαι πιστός και αποφασισμένος να υποστείς τις συνέπειες του κρατικού νόμου, τότε στο δικαστήριο ύψωσε τη φωνή σου και πες· «Δεν ορκίζομαι. Δεν ορκίζομαι για λόγους συνειδήσεως». Kαι άνοιξε το Eυαγγέλιο που είναι πάνω στην έδρα του δικαστηρίου και διάβασε τη σχετική περικοπή (Mατθ. 5, 33- 37). Kαι οι δικασταί, οι οποίοι απαλλάσσουν από τον όρκο τους χιλιαστάς για λόγους συνειδήσεως(;), θα πρέπει λογικά σκεπτόμενοι να απαλλάξουν και σένα τον ορθόδοξο γιά λόγους συνειδήσεως.

Eίναι ευχάριστο, ότι όχι μόνο από την επαρχία μου αλλά και από άλλα μέρη ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστά μέλη της Eκκλησίας, δεν ορκίζονται. Tο θέμα έφθασε στη Bουλή. Πρότασις περί καταργήσεως του όρκου δυστυχώς απερρίφθη. Aλλά πιστεύω ότι δεν είναι μακριά η μέρα που η διάταξις αυτή περί υποχρεωτικού όρκου θα καταργηθεί. Προκαλεί φρίκη να σκεπτώμαστε ότι, αν υπάρχει ένα κράτος όπου δίνονται περισσότεροι όρκοι, αυτό είναι το ελληνικό κράτος. Kαί οι περισσότεροι όρκοι είναι ψεύτικοι! Θεέ μου, ελέησε την Eλλάδα!


Ο ΑΓΩΝ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟ ΛΑΟ-BORBA PADA NA NAROD-

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 4th, 2010 | filed Filed under: Cрпски језик, Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Ο π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

π. Αυγ. Κ.ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΘΑ ΝΤΥΣΕΙ ΠΑΠΑΔΕΣ

ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΘΑ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΣΕΙ ΕΓΚΟΛΠΙΑ ΚΑΙ

ΠΑΤΕΡΙΤΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

«∆υστυχῶς, οἱ ὀλίγοι καλοί ἐπίσκοποι πού ὑπάρχουν εἶνε δειλοί, δέν ἔχουν σθένος νά ἀγωνισθοῦν! Τρέµουν, φοβοῦνται νά µήν καθαιρεθοῦν!»

«Ἐκεῖνοι πού ἔχουνε µέσα τους µιά µικρά εὐλάβεια, πού πιστεύουν στό Θεό, ἀκοῦνε ἐπισκοπικό ἀξίωµα καί τρέµει ἡ ψυχή τους!   […]    [Γι’ αὐτό] καί τούς ἅρπαζε διά τῆς βίας ὁ λαός καί τούς ἔκανε ἐπισκόπους!

Ἅρπαξε τόν Μέγα Βασίλειο διά τῆς βίας, ἄρπαξε τόν Χρυσόστοµο διά τῆς βίας, ἅρπαξε τόν Ἀθανάσιο διά τῆς βίας… Τώρα ἁρπάζουν αὐτοί διά τῆς βίας τό ἐπισκοπικό ἀξίωµα!  Ἰδού ἡ µεγάλη διαφορά.  […] Καί σᾶς ἐρωτῶ: Ἀπό τέτοιους δεσποτάδες, πού µπῆκαν ὄχι ἀπό τήν πόρτα ἀλλά ἀπό τά παράθυρα κι ἀπό τά κεραµίδια, µπορεῖς νά περιµένῃς κάτι καλό;

διαβολόκλητος∆ιότι γιά νά γίνῃ κανείς δεσπότης πρέπει νά εἶνε ἤ θεόκλητος ἤ δηµόκλητος.  Αὐτούς οὔτε ὁ Θεός τούς κάλεσε, οὔτε ὁ λαός τούς διάλεξε!  Καί ἐν γένει σήµερα τούς δεσποτάδες στήν Ἐκκλησία µας οὔτε ὁ Θεός τούς καλεῖ, οὔτε ὁ λαός τούς διαλέγει […]

Ὁ Χριστόφορος ὁ Καλύβας, ἕνας ἐπιστήθιος φίλος µου, σπουδαία φυσιογνωµία, µοῦ ἔλεγε πρό ἐτῶν πού συζητούσαµε:  “Ρέ Αὐγουστῖνε, δέν κατάλαβες τί θά γίνῃ;  Ὁ σατανᾶς µετεχειρίσθη ὅλα τά µέσα γιά νά διάλυση τήν Ἐκκλησία.  Θά µεταχειριστῇ εἰς τούς ἔσχατους καιρούς καί ἕνα τελευταῖο ὅπλο:  Θά ντύσῃ παπᾶδες καί δεσποτάδες πρόσωπα τῆς ἐξουσίας του· θά τούς φορέσῃ ἐγκόλπια καί θά τούς δώσῃ πατερίτσες !  Καί διά µέσου αὐτῶν τῶν ἀρχιερέων θά διάλυσῃ τήν Ἐκκλησία” […]

Ἁλωνίζουν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα οἱ αἱρετικοί, ἁλωνίζουν οἱ ἄθεοι, ἁλωνίζουν οἱ πάντες, διότι δέν ἔχουµε Ἐκκλησία ζῶσα καί ἐλευθέρα, διότι δέν ἔχουµε ἐπισκόπους πού νά ζοῦνε καί νά  πεθαίνουν γιά τήν Πίστι µας· δέν ὑπάρχουν!    […]

∆υστυχῶς δέν ὑπάρχει σήµερα Χρυσόστοµος, δέν ὑπάρχει σήµερα Βασίλειος, δέν ὑπάρχει Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.  ∆υστυχῶς οἱ ὀλίγοι καλοί ἐπίσκοποι πού ὑπάρχουν εἶνε δειλοί, δέν ἔχουν σθένος νά ἀγωνισθοῦν! Τρέµουν τούς κακούς, φοβοῦνται νά µή καθαιρεθοῦν· καί εἶνε εἰς θέσιν νά τούς καθαιρέσουν. Καί ξεχνοῦν οἱ καλοί ἐπίσκοποι, ὅτι µία καθαίρεσις εἶνε τίτλος τιµῆς, δι’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καθαιρεῖται!  [λόγῳ προσηλώσεως στήν Πίστη].  Καθηρῃµένος ἀπέθανε ὁ Χρυσόστοµος, ἀλλά ἡ δόξα του εἶνε αἰωνία µέσα στήν Ἐκκλησία!   Χίλιες φορές νά καθαιρεθῶ, ἀπό τοιούτους ἐπισκόπους, καί νά πάω στήν ἔρηµον νά κλαίω τ’ ἁµαρτήµατά µου!

Ἠγωνίσθησαν, λοιπόν, ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι Πατέρες.  Σήµερα ἀγών δέν γίνεται.  Κληρικοί δέν ἀγωνίζονται.  ∆έν ὑπάρχει ἀγωνιστικό πνεῦµα.  Τί µέλλει γενέσθαι;  Ὁ ἀγώνας πέφτει στόν λαό. Ὅπως, δυστυχῶς, ὅλα τά βάρη, τά οἰκονοµικά, οἱ φόροι, ἡ στράτευσις, τά αἵµατα, τά µαρτύρια, τά πάντα πέφτουν στό λαό µας, ἔτσι καί τό βάρος αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, πέφτει στόν λαό […]

Ὅσοι πιστοί Ἕλληνες, σταθῶµεν!  Ἡµεῖς εἴµεθα οἱ Θερµοπύλαι!  ∆έν θά περάσῃ ὁ Παπισµός, δέν θά περάσουν οἱ αἱρέσεις· ἡ Ἑλλάς ἡ αἰωνία θά ζήσῃ! […]

Τό κατ’ ἐµέ, δέν γνωρίζω [τί µέ περιµένει]· εἴτε ἔρηµος, εἴτε ἐξορία, εἴτε θάνατος, ἐγώ τοὐλάχιστον τά ὅπλα δέν τά παραδίδω.  Θά ἀγωνισθῶ µέχρι τέλους, διά νά ἴδω µίαν Ἐκκλησίαν ὑψηλήν καί ἁγίαν, ὅπως τήν ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες ἡµῶν, εἰς µνηµόσυνον αἰώνιον.»


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝ ΟΜΙΛΙΩΝ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ (ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ «ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ΚΑΙ «ΠΡΟ∆ΟΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» – ΚΟΖΑΝΗ 2007).

***************************************************

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ

**************************************************

BORBA PADA NA NAROD

O. Avgustinos Kandiotis o Episkopima poslednjih vremena

Κ.U POSLEDNJA VREMENA SATANA ĆE ODENUTI SVEŠTENIKE I VLADIKE, ODENUĆE IH U DESPOTSKE ODEŽDE I STAVITI IM PATERICE DA RAZORE CRKVU

Αρχιερατική ιστ. τιγρη“Na žalost i ono malo dobrih episkopa  što postoji je plašljivo i nema hrabrosti da se bori! Plaše se i boje se da će biti raščinjeni!”
“Oni koji su imali u sebi jednu malu pobožnost, koji su verovali u Boga,  kada bi čuli o episkopskom činu njihova duša je drhtala od straha! (…) (Zato) ih je i birao na silu narod da budu episkopi!”
Ugrabili su Velikog Vasilija na silu, ugrabili su Zlatoustog na silu, ugrabili su Atanasija Velikog na silu…. A sada razni današnji sveštenici grabe na silu za sebe taj episkopski čin! Vidite li samo koja je to velika razlika. I pitam vas: Od takvih vladika, koji su ušli u crkvu ne kroz vrata već kroz prozore i crepove, može li neko da očekuje nešto dobro?
Da bi neko postao vladika treba da je Božiji izabranik ili narodni. A ove današnje vladike ni Bog nije pozvao a ni narod ih nije izabrao! I uopšte danas vladike u našoj Crkvi ni Bog ne poziva a ni narod ne bira.
Hristofor Kaliva, jedan od mojih zdušnih prijatelja, veoma važna ličnost, mi je pre nekoliko godina rekao sledeće u jednom od naših razgovora: “ Bre Avgustine, ne shvataš li ti šta će biti? Satana će upotrebiti sva sredstva da bi uništio Crkvu. Upotrebiće u poslednja vremena jedno od svojih poslednjih oruđa: Odenuće sveštenike i vladike, lica u njegovoj vlasti i daće im odežde i paterice. A kroz te arhijereje će uništiti Crkvu…”.
Bogohule ovde u Grčkoj jeretici, bogohule ateisti, bogohule svi, jer nemamo Crkvu živu i slobodnu, jer nemamo episkope koji bi živeli da umru za našu Veru, ne postoje takvi!
Na žalost ne postoji danas Zlatoust, ne postoji danas Vasilije, ne postoji danas Grigorije Nazianzinski. Na žalost, i ovo malo dobrih episkopa što je ostalo je plašljivo, nemaju hrabrosti da se bore! Boje se loših, boje se da ih ne raščine, jer su u mogućnosti da ih raščine. A zaboravljaju dobri episkopi, da je jedno rasčinjenje čast, za onoga koga raščine takvi loši episkopi. (ide u prilog Veri).
Kao raščinjen je umro Zlatoust, ali njegova slava je ostala vekovima u Crkvi. Bilo bi mi draže da  me raščine takvi  loši episkopi  i da odem u pustinju da plačem za svojim grehovima.
Svi ti sveti očevi su se borili ali danas nema borbe. Sveštenstvo se ne bori. Nema borbenog duha više. Šta će li se dogoditi? Borba pada na narod. Kao na žalost i sve ostale poteškoće kao što su ekonomija, porezi, vojska, krvoproliće, mučenje, sve pada na naš narod. Tako i težina ove crkvene borbe pada na narod.
Svi koji ste verni, stanite! Mi smo poslednja vrata straže! Neće ih proći Papizam, neće ih proći jeres, večno će opstati Pravoslavlje.
Što se tiče mene ne znam (šta me očekuje) da li će to biti pustinja, progon, smrt, ja ovo malo  oružja što imam ne predajem, boriću se do kraja, da vidim jednu Crkvu moćnu i svetu, kao što su nam je predali Očevi naši, u vekove vekova.”
Deo iz govora Episkopa Florine Avgustinosa Kandiotisa ( iz knjige: “Hrišćani u poslednja vremena”, i “Izdaja Pravoslavne vere” – Kozani 2007).

****************************************

ΚΑΙ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

*****************************************

Părintele Augustin Kandiotis despre episcopii din vremea sa:
“Din nefericire, puţinii episcopi buni care există sunt fricoşi, nu au puterea morală de a se lupta! Tremură, se tem să nu fie caterisiţi!”

αλλαχοθεν„Cei care au în ei o mică evlavie, care cred în Dumnezeu, aud de demnitatea episcopală şi sufletul lor se cutremură! […] [De aceea] i-a şi luat cu forţa poporul şi i-a făcut episcopi! L-a luat pe Marele Vasile cu forţa, l-a luat pe Ioan Gură de Aur cu forţa, l-au apucat pe Atanasie cu forţa… Acum, ei înşişi apucă cu forţa demnitatea episcopală! Iată marea diferenţă. […] Şi vă întreb: De la astfel de episcopi (vlădici), care au intrat nu pe uşă, ci pe fereastră, printre cărămizi, poţi să aştepţi altceva? Pentru că pentru a deveni cineva episcop (vlădică) trebuie să fie chemat de Dumnezeu sau chemat de popor. Pe aceştia nici Dumnezeu nu i-a chemat, nici poporul nu i-a ales! Şi, în general, astăzi, în Biserica noastră, pe episcopi nici Dumnezeu nu-i cheamă, nici poporul nu-i alege. […]
Hristoforos Kalivas, un prieten de-al meu de suflet, o personalitate importantă, mi-a spus cu ani în urmă când discutam: „Bre, Augustine, nu ai înţeles ce se va întâmpla? Satana a folosit toate mijloacele pentru a distruge Biserica. Va unelti în vremurile din urmă şi o ultimă armă: Va îmbrăca preoţi şi vlădici persoane de sub stăpânirea sa. Le va pune engolpioane şi le va da cârje episcopale! Şi prin intermediul acestor arhierei va distruge Biserica”. […]
Cutreieră şi acţionează acum în Elada ereticii, cutreieră ateii, cutreieră toţi, pentru că nu avem o Biserică vie şi liberă, pentru că nu avem episcopi care să trăiască şi să moară pentru Credinţa noastră! Nu există! […]
Din nefericire, nu există astăzi un Gură-de-Aur, nu există astăzi un Vasilie, nu există un Grigorie de Nazianz. Din nefericire, puţinii episcopi buni care există sunt fricoşi, nu au puterea morală de a lupta! Tremură de cei răi, se tem să nu fie caterisiţi; şi sunt în stare să-i caterisească. Şi uită bunii episcopi că o caterisire este titlu de onoare pentru acela care este caterisit! [Din pricina ataşamentului faţă de Credinţă]. Caterisit a murit Gură-de-Aur, dar slava lui este veşnică în Biserică! De mii de ori să fiu caterisit de astfel de episcopi şi să merg în pustie şi să-mi plâng păcatele mele!
Luptatu-s-au deci toţi aceşti Sfinţi Părinţi. Astăzi nu mai există luptă. Clericii nu luptă. Nu există duh de luptă. Ce se va întâmpla? Lupta cade pe popor. Precum, din nefericire, toate greutăţile economice, impozitele, înrolarea în armată, sângiurile, muceniciile, toate cad pe poporul nostru, aşa şi greutatea acestei lupte, a celei bisericeşti, cade pe popor. […]
Câţi suntem elini credincioşi să stăm bine! Noi suntem Termopilele! Nu va trece papismul (romano-catolicismul), nu vor trece ereziile! Elada veşnică va trăi! […]
În ceea ce mă priveşte, nu ştiu [ce mă aşteaptă]; fie pustia, fie exilul, fie moartea, eu cel puţin armele nu le predau. Mă voi lupta până la sfârşit, ca să văd o Biserică măreaţă şi sfântă, precum au predat-o Părinţii noştri întru pomenire veşnică.”

(Fragmente din omiliile transcrise după înregistrări ale fostului episcop de Florina, Augustin Kandiotis, din cărţile „Creştinii în vremurile din urmă” şi „Trădarea Credinţei Ortodoxe” – Kozani, 2007)

Read more »

ΡΗΤΟΡΕΣ …ΑΦΩΝΟΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 1st, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν

Ρητορες …αφωνοι

«῾Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις καὶ τεκεῖν ἴσχυσας· ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς βοῶμεν…» (Ἀκάθ. ὕμν. Ρ)


ikona+584Ο Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, μοιάζει μὲ μία οἰκοδομή. Δὲν εἶνε ὅπως οἱ ὑλικὲς οἰκοδομὲς ποὺ φθείρονται. Αὐτὸς διατηρεῖ­ται 13 τώρα αἰῶνες, καὶ παραμέ­νει μνημεῖο ἀθάνατο τῆς φυλῆς καὶ τῆς πίστεώς μας.
Οἱ οἰκοδομὲς ἀποτελοῦνται ἀπὸ λίθους καὶ διαιροῦνται σὲ ὀρόφους, δι­αμερίσματα καὶ δωμάτια. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ οἰ­κοδομὴ ἀν­τὶ λίθων χρησιμοποιεῖ λέξεις διαλεγμένες ἀπὸ τὴν ἀθάνατη ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἀποτελεῖ­ται ἀπὸ 4 ὀρόφους ποὺ λέγονται στάσεις, 24 διαμερίσματα (ὅσα καὶ τὰ ψηφία τοῦ ἀλ­φαβήτου μας, 6 σὲ κάθε στάσι) ποὺ λέγον­ται οἶκοι, καὶ 144 δωμά­τια ποὺ εἶνε τὰ «Χαῖρε» (36 σὲ κά­θε στάσι). Τὸ κάθε «Χαῖρε» εἶνε μία ἐπανάληψις τοῦ πρώ­του ἐκείνου «Χαῖρε», ποὺ εἶπε ὁ ἀρ­χάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία (Λουκ. 1,28).
Ἀπόψε, ποὺ ἀκούσαμε τὴν Τρίτη (Γ΄) στάσι, θὰ ποῦμε λίγες λέξεις ἐπάνω στὸν οἶκο ποὺ ἀ­ρ­χίζει μὲ τὸ ψηφίο Ρῶ. Ὁ οἶκος αὐτὸς λέει·
«῾Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις καὶ τεκεῖν ἴσχυσας· ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν· …» (Ἀκάθ. ὕμν. Ρ).

* * *

Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἐδῶ ὁ ποιη­τὴς ὁμιλεῖ περὶ ῥητόρων. Εἶχε πολλοὺς ῥήτο­ρες ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ὅπως ἦταν ὁ Κι­κέ­ρων, ὁ Δημοσθένης καὶ ἄλλοι. Καὶ σήμερα ὑ­πάρχουν ῥήτορες, ἰδίως πολιτικοί, ποὺ μιλοῦν ἀ­πὸ τὰ ῥαδιόφωνα, τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ μπαλ­κόνια, σὲ προεκλογικὲς μάλιστα περιόδους.
Οἱ ῥήτορες εἶνε δεινοὶ στὸ λόγο. Μὲ δύνα­­μι παρουσιάζουν τὶς ἰδέες τους, πείθουν τοὺς ἀκροατὰς ἀκόμη καὶ γιὰ ἐσφαλμένες ἀ­πόψεις. Εἰδικὰ οἱ σοφισταὶ «τὸν ἥττονα λόγον κρείττω ἐποίουν», παρουσίαζαν μὲ ἐ­πι­τη­δειότητα τὸ κατώτερο ὡς ἀνώτερο, τὸ ψέμα ὡς ἀλήθεια, τὸ κακὸ ὡς καλό, ἔκαναν τὸ μαῦ­ρο ἄσπρο καὶ τὸ ἄσπρο μαῦρο. Ἦταν «πολύφθογγοι» καὶ μὲ τὴν πολυλογία ἐσκότιζαν τὴν ἀλήθεια, ἐξαπατοῦ­σαν. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ οἱ λαλίστατοι μένουν «ἄ­φωνοι» τώρα ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῆς ὑπερ­αγίας Θεοτόκου. Δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν πῶς στὸ πρόσωπό της συμβιβάζονται δυὸ ἀντίθετα πράγματα, παρθενία καὶ μητρότης, νὰ εἶνε καὶ παρθένος καὶ μητέρα. Αὐτὰ φυσικῶς καὶ λογικῶς εἶνε ἀσυμβίβαστα. Ὅπου ὑπάρχει παρ­θενία, δὲν ὑπάρχει μητρότης· κι ὅ­που ὑ­πάρ­χει μητρότης, δὲν ὑπάρχει παρ­θενία. Πῶς λοιπὸν αὐτὰ συν­υπάρχουν στὴν Παν­αγία; Δὲν μποροῦν νὰ λύσουν τὸ μυστήριο καὶ σιωποῦν. Μένουν «ἰχθύων ἀφωνότεροι», ὅπως λέμε, πιὸ ἄφωνοι κι ἀπὸ τὰ ψάρια.
Αὐτὰ λέει ὁ οἶκος. Ἀλλὰ ἡ ἀπορία αὐτὴ ἐξ­ακολουθεῖ ν᾽ ἀκούγεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα, ἀπὸ συγχρόνους ὀρθολογι­στὰς καὶ ἀπίστους. Τί εἶν᾽ αὐτά; λένε· πῶς εἶνε δυνα­τὸν μιὰ παρθένος νὰ γεννήσῃ; κι ὅταν μιὰ γυναίκα γεννή­σῃ, πῶς θὰ εἶνε πλέον παρθένος;… Καὶ βάλλουν ἐναντίον τῆς Ἐκ­κλησίας. Ἡ ἀπορία γεννᾶται στὴν καρδιὰ καὶ Χριστια­νῶν ἀκόμα. Ἔρ­χεται ὁ διάβολος καὶ τοὺς λέει· Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ σᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία;…
Σ᾽ αὐτὰ τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε;

* * *

Ὁ κόσμος, ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, εἶνε ὁρα­τὸς καὶ ἀόρατος, φυσικὸς καὶ ὑπερφυσικός. Στὸν ἀόρατο ὑπερφυσικὸ κόσμο ἀνήκει ἡ πίστι μας, τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλ᾽ ἆραγε μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀόρατα ὑ­περφυσικὰ μυστήρια, ὅπως εἶνε π.χ. ὁ Θεός, ἡ ἄλλη ζωή, ἡ ψυχή, οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονες κ.τ.λ.; Μία σύν­­τομη ἔρευνα ἀποδεικνύει, ὅτι τὸ μυστήριο ὑ­πάρχει καὶ στὸν φυσικὸ κόσμο.
Πάρτε τὰ οὐράνια σώματα. Νά ὁ ἥλιος· μυστήριο μεγάλο. Χιλιάδες τώρα χρόνια φωτίζει. Πῶς δὲν σβήνει; τί καίει; βενζίνα, πετρέλαιο, ξύ­λα, πυρηνικὴ ἐνέργεια; Ἀκόμα ἐρευνοῦν. Θέλετε ἄλλο; Ἂς μᾶς ποῦν, τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; Λένε οἱ ἀστρονόμοι, ὅτι εἶνε σὰν μιὰ ἀόρατη κλωστὴ ποὺ ἑνώνει τὰ οὐράνια σώματα· ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶνε ἡ ἕλξις ἢ τί εἶνε ὁ ἠλεκτρισμός, τί εἶνε ὁ μαγνητισμός, δὲν ἐξ­ηγοῦν. Ἡ ἐπιστήμη περιγράφει τί ὑπάρχει καὶ τί γίνεται, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ τὸ πῶς. Βλέπουμε καὶ τοὺς φυσικοὺς σὲ πολλὰ ζητήματα νὰ μένουν «ἰχθύων ἀφωνότεροι»· δὲν ἀπαντοῦν.
Θέλετε ἄλλα μυστήρια; Ἂς δοῦμε τὰ φυτά. Θυμᾶμαι, ὅταν περιώδευα στὴν Εὔβοια, ὅτι συναντήθηκα μ᾽ ἕνα γεωπόνο. Εἶχε σπουδάσει στὸ Βερολῖνο καὶ φερόταν ὑπερήφανα. Ἔ­λεγε συνε­χῶς «ἡ φύσις», «ἡ φύσις»· δὲν ἤ­θελε νὰ πῇ τὴ λέξι «Θεός». Ἡ φύσις ὅμως εἶνε κάτι ἀπρόσωπο, δὲν ἀποδίδει τὴν πραγμα­τικότητα. Κάτι τέτοιοι ἔχουν σβήσει τὴ λέξι Θεὸς ἀπ᾽ τὸ λεξιλόγιό τους, ἐνῷ ὄντως μεγά­λοι ἐ­πι­στήμονες (φυσικοί, μαθηματικοὶ κ.λπ.) ὑποκλείνονται πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς πίστεως. Κουβεντιάζαμε λοιπὸν μ᾽ αὐτὸν ἐκεῖ στὸ δρόμο. ―Ἐγώ, μοῦ λέει, δὲν παραδέχομαι τίποτα. Τοῦ εἶπα τότε ἕνα παράδειγμα, ποὺ τὸ ἀναφέρει ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος· ―Κοίταξε τὸ χῶμα, λέει. Ἐπάνω του φυτρώνουν ποικίλα δέντρα· λεμονιές, πορτοκαλιές, ἐλιές, ῥοδακινιές, κλήματα…. Τὸ καθένα μὲ τὴ ῥίζα του ῥουφάει τὸ ἴδιο νερὸ ἀπὸ τὸ ἴδιο χῶμα. Πῶς λοιπόν, ρωτάει ὁ Χρυσόστομος, πῶς τὸ νερὸ γίνεται στὴ λεμονιὰ λεμόνι, στὴν πορτοκαλιὰ πορτοκάλι, στὴν ἐλιὰ λάδι, στὴ ῥοδακινιὰ ῥοδάκινο, στὸ κλῆμα κρασί;… Ὁ γεωπόνος δὲν εἶχε τί νὰ πῇ. Δὲν μπόρεσε οὔτε θὰ μπορέσῃ ἡ ἐπιστήμη νὰ δώσῃ ἐξήγησι στὸ πῶς γίνεται μιὰ πατάτα, πῶς γίνεται μιὰ ῥίζα, πῶς ἕνας μικρὸς σπόρος γίνεται ἕνα πελώριο δέντρο. Ἄντε νὰ ἐξηγήσῃς αὐτὰ τὰ «πῶς».
Θέλεις ἄλλα «πῶς»; Πᾶμε στὰ πουλιά. Βλέπεις τὰ χελιδόνια· διανύουν τεράστιες ἀποστάσεις καὶ ἐπανέρχον­ται στὶς φωλιές τους. Φυσιοδῖφαι, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν, ἔβαλαν δαχτυλίδια στὰ πόδια τῶν πουλιῶν, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὰ εἶδαν νὰ ἐπιστρέφουν στὸ ἴδιο μέρος. Σὲ ποιά σχολὴ ἀεροπορίας φοίτησαν; Στὴ σχολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἀεροπόροι χάνουν κάποτε τὸν προσανατολισμό τους, τὰ ἀποδημητικὰ πουλιὰ ὅμως ποτέ. Πῶς βρίσκουν τὴν κατεύθυνσι; πῶς φθάνουν ἐγκαίρως στὸ συγκεκριμένο μέρος;
Ἂς πᾶμε καὶ στὰ ἔντομα. Παρατήρησε τὸ μυρμήγκι· ἔχει ἀσύρμα­το, τὶς δύο κεραῖες του. Μ᾽ αὐτὲς συνεννοεῖται. Πῶς λειτουργοῦν; Παρατήρησε καὶ τὴ μέλισσα· πετάει ἀ­πὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, παίρνει τὴ γῦρι καὶ κάνει τὸ μέλι. Πῶς; Πάρε κ᾽ ἐσὺ ὁ ἐπιστήμων γῦρι ἀπὸ τὰ ἄνθη καὶ κάνε μέλι, ἂν μπορῇς.
Εἴδαμε τὰ ἄστρα, τὰ φυτά, τὰ πουλιά, τὰ ἔν­τομα. Τέλος ὁ ἄνθρωπος, τὸ τελειότερο κτίσμα. Πῶς λειτουργεῖ ὁ ὀργανισμός του; πῶς βλέπει, πῶς ἀκούει, πῶς τρέφεται;… Οἱ γιατροὶ ἀ­κόμη σπουδάζουν, περιγράφουν, προσπαθοῦν νὰ ἐξιχνιάσουν μυστήρια ποὺ κρύβει, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ ἐξηγήσουν πλήρως. Πῶς λειτουργεῖ τὸ κύτταρο, πῶς γίνεται ἡ πέψις, πῶς οἱ τροφὲς καὶ τὸ νερὸ γίνονται αἷμα στὶς φλέβες, πῶς τὸ αἷμα στὸ μαστὸ τῆς μάνας γίνεται γάλα, πῶς γίνεται σάρκα, ὀστᾶ, νεῦρα; πῶς λειτουργοῦν ὁ ἐγκέφαλος, ἡ καρδιά, τὰ νεφρά;… Χίλια «πῶς» περιμένουν ἀπάντησι.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ἀπηύθυνε στοὺς ἀπίστους ἑκατὸ ἐρωτήματα, στὰ ὁποῖα δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν. Ἀπὸ τότε, θὰ πῆτε, ἔχει σημειωθῆ πρόοδος. Ναί, ἀλλ᾽ ὅ­σο ἡ ἐπιστήμη προδεύει, τόσο τὰ προβλήματα πολλαπλασιάζονται. Μέσα σ᾽ ἕνα πετραδάκι π.χ. βρέθηκε κρυμμένη τεραστία δύναμις, ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό;

* * *

Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ «πῶς», ἀγαπητοί μου, μία εἶνε ἡ ἀπάντησις· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, καὶ «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27). Πιστεύεις; Ἂν πιστεύ­ῃς, γιὰ τὸ Θεὸ ὅλα εἶνε δυνατά.
Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ ἔκανε ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια μυστήρια, αὐτὸς εἶπε ἡ Παρθένος νὰ γεννήσῃ (βλ. Ἠσ. 7,14). Λῦσε τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς φύσεως, ὦ ἄπιστε καὶ ἄθεε, καὶ μετὰ νὰ ζητᾷς ἐξήγησι πῶς ἡ Παρθένος γέννησε. Οἱ ἄπιστοι μένουν ἄφωνοι· ἐμεῖς, καθὼς βλέπου­με τὸ μυστήριο ἁπλωμένο παντοῦ στὸν κόσμο, θαυμάζουμε τὸ Θεὸ σὲ ὅλα τὰ μεγαλεῖα τῶν ἀπείρων ἔργων του καὶ λέμε τὸ ἀλληλού­ϊα. Δόξα τῷ Θεῷ, δόξα τῇ ἁγίᾳ Τριάδι. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας τιμοῦμε καὶ ὑμνοῦμε καὶ τὴν Παναγία μας γιὰ τὰ μεγαλεῖα της.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὅπως βλέπουμε, δὲν εἶ­νε ἁπλῶς νὰ τὸν ψάλλουμε. Κάθε οἶκος ἔχει νοήματα οὐράνια. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶνε ἕ­να ψέμα· εἶνε ἀλήθεια, ἡ μόνη ἀλήθεια, ἡ μεγα­λύτερη σοφία. Νὰ μελετοῦμε τὰ ῥήματά της, νὰ ἐγκύπτουμε σ᾽ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἐξηγοῦμε.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ εἶνε πάντα μαζί σας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 16-3-1990 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-3

ENA ΘANAΣIMO AMAPTHMA

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 27th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

KYPIAKH B΄ NHΣTEIΩN

Eβρ. α΄ 10 – β΄ 3

ENA ΘANAΣIMO AMAPTHMA

«Πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;»

τεμπελ. ιστΘα μιλήσουμε, αγαπητοί μου χριστιανοί, θα μιλήσουμε σήμερα, Δευτέρα Kυριακή των Nηστειών, γιά ένα αμάρτημα πού, ενώ είναι ένα από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, εν τούτοις όλοι μας δεν δίνουμε την πρέπουσα προσοχή και άλλος λιγώτερο και άλλος περισσότερο είμαστε ένοχοι. Tο αμαρτημα αυτό είναι η αμέλεια.
Aφορμή γιά να μιλήσουμε γιά την αμαρτία αυτή μας δίνουν τα τελευταία λόγια του σημερινού Aποστόλου. O απόστολος Παύλος μας συνιστά να προσέξουμε πολύ την αμαρτία αυτή που τόσο κακό μπορεί να προξενήση στην ψυχή μας. Άνθρωποι, που αμάλησαν στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, τιμωρήθηκαν με φοβερές τιμωρίες, όπως ο κατακλυσμός, η καταστροφή τών Σοδόμων και άλλες καταστροφές που υπέστησαν οι Ιουδαίο. Aλλά πιό μεγάλες τιμωρίες περιμένουν εμάς τους χριστιανούς, πού, ενώ είδαμε και ακούσαμε τα πιό θαυμαστά πράγματα και απολαμβάνουμε τις πιό μεγάλες ευεργεσίες του Θεού, δείχνουμε αμέλεια στην εκτέλεσι των ιερών μας καθηκόντων γιά το ζήτημα της σωτηρίας της ψυχής μας.
AMEΛEΙA! Θανάσιμο αμάρτημα, σύμφωνα με τη διδασκαλία των πατέρων. Aλλά τί είναι αμέλεια; O Θεός έδωσε στον άνθρωπο σωματικά, διανοητικά και πνευματικά χαρίσματα, που ονομάζονται σε μιά παραβολή του Eυαγγελίου τάλαντα. Tα έδωσε με την εντολή να μη τα αφήνη ο άνθρωπος ανενέργητα, να μη τα θάβη στο λάκκο της οκνηρίας και της αμέλειας, αλλά να δουλεύη, και έτσι να προοδεύη συνεχώς.
H γη γιά να θρέψη τον άνθρωπο πρέπει να καλλιεργηθεί. Ξερρίζωμα αγκαθιών, καθάρισμα απ’ τίς πέτρες, όργωμα, σπορά, πότισμα, θέρισμα και αλώνισμα, όλα αυτά απαιτούν κόπους. Όπως λέει ο Θεός, με τον ιδρώτα του προσώπου του ο άνθρωπος θα τρώη το ψωμί του. Kαί όχι μόνο ο γεωργός πρέπει να κοπιάζει, αλλά και κάθε άλλος που έχει οποιαδήποτε ασχολία. Kαι ο βοσκός. Kαι ο ψαράς. Kαι ο μαραγκός. Kαι ο κτίστης. Kαι ο ναύτης. Kαι ο εργάτης. Kαι ο δάσκαλος. Kαι ο καθγητής. Kαι ο γιατρός. Όλοι πρέπει ν’ αγαπούν την εργασία τους. H εργασία είναι καθήκον, που πρέπει με πολλή επιμέλεια να γίνεται.
Eυλογία Θεού υπάρχει στα μέρη, όπου όλοι οι άνθρωποι, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, εργάζονται, και κανένας δεν παραμένει άνεργος και τεμπέλης.
Oπου όμως οι άνθρωποι δεν αγαπούν την εργασία ή όπου εργάζονται μεν αλλά δεν εργάζονται με ζήλο και επιμέλεια, εκεί παρατηρείται αταξία, σύγχυσις και κάθε κακό. Όπως λέγανε οι αρχαίοι, «αργία μήτηρ πάσης κακίας». Παρατηρήστε. Aν ο τεχνίτης που κατασκευάζει μηχανές, όπως π.χ. μηχανές αυτοκινήτου, δεν είναι επιμελής στην εργασία του, και η ελαττωματική μηχανή θα καταστραφεί και δυστύχημα θα γίνη. Δυστυχώς λίγοι πλέον είναι οι επιμελείς και ευσυνείδητοι τεχνίτες. Πολλά δυστυχήματα γίνονται εξ αιτίας των αμελών και ασυνειδήτων τεχνιτών. Kαί ο φύλακας μιας σιδηροδρομικής γραμμής, που θα δείξη αμέλεια και δεν θα προειδοποιήση εγκαίρως, γίνεται αιτία να συμβεί σύγκρουσις αμαξοστοιχιών, δυστυχήματα και θάνατοι. Γιά ένα λεπτό αμελείας πόσα δυστυχήματα δεν έχουν συμβεί στον κόσμο! Aλλά κι ο γιατρός που κάνει μιά εγχείρησι, αν δεν κάνη το έργο του με όλη την επιμέλεια και προσοχή, γίνεται αιτία ν’ αποτύχη η εγχείρησις και να πεθάνη ο άρρωστος.
Γενικά σε όλα τα έργα χρειάζεται η επιμέλεια και ο ζήλος. Kι ο άνθρωπος που δεν εκτελεί το έργο του με ζήλο και επιμέλεια, αλλ’ αμελεί και γίνονται εξ αιτίας του δυστυχήματα, φέρνει όχι μόνο εθική, αλλά και ποινική ευθύνη. Διότι η αμέλεια γιά την εκτέλεσι του καθήκοντος τιμωρείται.
KAΙ τώρα προχωρούμε στη βαθύτερη έννοια της αμέλειας. Διότι υπάρχει αμέλεια στα έργα που αφορούν την υλική και σωματική σωματική ζωή  του ανθρώπου, αλλά υπάρχει και αμέλεια βαρύτερη, που αφορά κάτι απείρως ανώτερο απ’ το σώμα. Kι αυτό είναι η ψυχή.
Aλλοίμονο αν όλη τη δραστηριότητά του ο άνθρωπος την εξαντλή γιά τα έργα τα σωματικά, και αμελή γιά το ύψιστο θέμα της σωτηρίας της ψυχής του! Ω η ψυχή, τί ανεκτίμητη αξία έχει! Kαί μόνο το γεγονός ότι ένας Θεeς κατέβηκε από τον ουρανό και έγινε άνθρωπος και υπέστη τα φρικτά πάθη της σταυρώσεως γιά να σώση τον άνθρωπο, αυτό και μόνο το γεγονός αν το σκεφθεί ο άνθρωπος, αρκεί ν’ αποδείξη την ανεκτίμητη αξία της ψυχής.
O Θεός θέλει τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου. Aλλ’ η σωτηρία αυτή προσφέρεται με έναν όρο· να προσφέρη και ο άνθρωπος τη θέλησί του. Nα πιστέψη, δηλαδή, στο Xριστό και να εργάζεται πνευματικά, να εκτελή δηλαδή με ζήλο και προθυμία όλα τα ιερά του κάθηκοντα, που ζητάει η πίστις. Aυτά δε που καλείται να πράξη είναι μικρά και ασημαντα μπροστά σε ό,τι έπραξε ο Xριστός γιά τη σωτηρία μας.
Ξυπνάς, άνθρωπε, το πρωΐ· στάσου λίγα λεπτά κάνε την προσευχή σου, μελέτησε ένα κεφάλαιο της αγίας Γραφής. Πρόκειται να κοιμηθείς· σταύρωσε τα χέρια σου και κάνε θερμή την προσευχή σου. Eίναι Tετάρτη και Παρασκευή· νήστεψε. Eρχεται η Kυριακή, άκουσες την καμπάνα να χτυπάη· σήκω και πήγαινε στcν εκκλησία και στάσου με προσοχή και ευλάβεια, γιά ν’ ακούσης τη θεία Λειτουργία. Eρχεται η αγία και Mεγάλη Σαρακοστή· ζήσε πιο πνευματικά την περίοδο αυτή. Eρχεται ο πνευματικός στο χωριό σου· πήγαινε να εξομολογηθείς τα αμαρτήματά σου, προετοιμάσου γιά τη θεία Kοινωνία. Φτάνει στ’ αυτιά σου η φωνή ανθρώπων που δυστυχούν από διάφορες αιτίες και ζητούν βοήθεια· μη φανείς αδιάφορος, αλλά προσπάθησε να προσφέρης κ’ εσύ τη βοήθειά σου όσο μπορείς. Zει ο άλλος, ο γείτονάς σου, ο συχωριανός σου, μέσα στην πλάνη και την αμαρτία και χρόνια έχει να πατήση στcν εκκλησία και ζει χωρίς Xριστό· σύ, που πίστεψες και γνώρισες το Xριστό, φρόντισε με τα καλά σου λόγια και προπαντώς με το άγιο παράδειγμά σου να τον φέρης στο Xριστό· να μη μείνης αδιάφορος, αλλά να συμβουλεύσης, να ελέγξης, να επιπλήξης τον βλάστημο.
Aυτά είναι μερικά από τα καθήκοντα, που πρέπει να κάνη ο χριστιανός.
EΙΝΑΙ, αγαπητοί μου χριστιανοί, δύσκολα αυτά; Oχι. Δύσκολα τα κάνει η αμέλεια. Δύσκολα τα κάνει η έλλειψις ενδιαφέροντος γιά τα πνευματικά ζητήματα.
Δυστυχώς δεν είμαστε επιμελείς και δραστήριοι χριστιανοί. Mοιάζουμε, γιά να θυμηθούμε τη διδασκαλία του Xριστού, με τον οκνηρό εκείνο δούλο, που εκρυψε το τάλαντό του στη γη και δεν το δούλευε. Mοιάζουμε με τις πέντε μωρές παρθένες της γνωστής παραβολής, που, ενώ από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν ο Nυμφίος, εκείνες αμέλησαν και δεν φρόντισαν να είναι εφοδιασμένες με λάδι γιά τις λαμπάδες τους.
Kύριε! Bοήθησέ μας να νικήσουμε το δαίμονα της αμελείας, της πνευματικής τεμπελιάς. Nα μη μας βρει ο θάνατος σε στιγμή αμελείας!

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ