Archive for the ‘ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)’ Category
«Hκουσαν οι ποιμενες…» (Ακαθ. υμνος Η)
Β΄ Στάσις Χαιρετισμῶν
Αυτι, ακοη, υπακοη
«Ἤκουσαν οἱ ποιμένες…» (Ἀκάθ. ὕμν. Η)
ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Τί εἶναι ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Ἕνα τραγούδι. Τραγούδια ὑπάρχουν πολλά· τραγούδια τοῦ Θεοῦ, τραγούδια τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶνε τοῦ διαβόλου; Αὐτὰ ποὺ ἀκούγονται στὰ νυκτερινὰ κέντρα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς τ᾽ ἀφήνουν καὶ λειτουργοῦν γιὰ νὰ σαπίσῃ ἡ νέα γενεά, τὰ παιδιά μας. Ἀναστενάζω γι᾽ αὐτό. Ὅσοι εἶστε γονεῖς, μὴν ἀφήνετε τὰ παιδιά σας νὰ γυρίζουν τὴ νύχτα. Βράδυασε; σὰν τὰ πουλάκια νὰ γυρίζουν στὸ σπίτι.
Ἐγὼ ὅμως τώρα θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τραγούδια ποὺ φωτίζουν τὸ μυαλό, θερμαίνουν τὴν καρδιά, σὲ ἀνεβάζουν στὰ οὐράνια. Ἕνα τέτοιο τραγούδι εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ τραγούδι τῆς Παναγιᾶς. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ γυναῖκες δὲν ἤξεραν ἄλλα τραγούδια, κοσμικὰ – ἐρωτικά. Τραγουδοῦσαν ὅλες τὸ «τραγούδι τῆς Παναγιᾶς» – ἔτσι τὸ λέγανε. Τώρα, πέστε μου, ὑπάρχει κορίτσι ποὺ νὰ ξέρῃ ἀπ᾽ ἔξω τοὺς Χαιρετισμούς;… Ἀφήσαμε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ διαβόλου.
Τί εἶναι ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Μὲ ἁπλᾶ λόγια, εἶναι μιὰ ὡραία πολυκατοικία, ποὺ ἔχει τέσσερα διαμερίσματα (τὶς τέσσερις στάσεις)· κάθε διαμέρισμα ἔχει ἕξι δωμάτια (τοὺς ἕξι οἴκους ἢ στροφές)· καὶ κάθε δωμάτιο ἔχει δώδεκα παράθυρα (τὰ δώδεκα «χαῖρε»), δηλαδὴ συνολικῶς ἑκατὸν σαραντατέσσερα παράθυρα – «χαῖρε». Τὸ σπίτι αὐτὸ τό ᾽χτισαν μὲ θεϊκὰ ὑλικὰ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ μένει ἀθάνατο. Οἱ στροφές, εἴπαμε, λέγονται καὶ οἶκοι, καὶ εἶνε τόσες ὅσα καὶ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Πόσα γράμματα ἔχει τὸ ἀλφάβητο; Εἰκοσιτέσσερα. Ἀπ’ ὅλες τὶς στροφὲς θὰ ἑρμηνεύσουμε μόνο μία, αὐτὴν ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ γράμμα Η (ἦτα), κι ἀπ’ αὐτὴν κυρίως τὶς δύο πρῶτες λέξεις· «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες».
* * *
«Ἤκουσαν». Ἄκουσαν. Ποιοί καὶ τί ἄκουσαν; Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ἂς δοῦμε κάτι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάνω του πολλὰ ὄργανα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμαστὰ εἶνε τὸ αὐτί. Ἐπάνω στὸ Βίτσι ἡ ἐπιστήμη ἔχει φτειάξει ἕνα μεγάλο τεχνητὸ αὐτί. Πῶς τὸ λένε; Ραντάρ. Εἶνε τεντωμένο κι ἀκούει ἀπὸ μακριὰ ἂν πετάῃ ἐχθρικὸ ἀεροπλάνο, εἰδοποιεῖ καὶ λέει‧ Φυλαχτῆτε! Αὐτὸς εἶνε ὁ προορισμός του. Φανταστῆτε λοιπόν, ν’ ἀνεβῇ κάποιος στὸ βουνό, νὰ δῇ αὐτὸ τὸ μηχάνημα, καὶ νὰ πῇ· Ἄ, δὲν εἶνε τίποτα αὐτό, ἔτσι φύτρωσε μόνο του! Τὸ λέει κανεὶς αὐτό; Ὄχι βέβαια. Δὲ μοῦ λὲς τώρα· ἐσὺ ἔχεις ἐπάνω στὸ κεφάλι σου δυὸ ραντάρ, τὰ αὐτιά· ποιό εἶνε πιὸ τέλειο, τὸ ραντὰρ τοῦ Βιτσίου ἢ τὸ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου; Τὸ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀσφαλῶς. Μπορεῖ νὰ πῇ κανείς, ὅτι τὸ αὐτὶ ἔγινε μόνο του; Ἂν λοιπὸν συναντήσετε κανένα ἡμιμαθῆ ποὺ λέει πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, νὰ τοῦ πῆτε· Ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ ραντὰρ φύτρωσε μόνο του, τότε κ’ ἐγὼ θὰ πιστέψω ὅτι καὶ τὸ αὐτί μας τό ᾽κανε ἡ τύχη. Φτάνει ἕνα αὐτὶ ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Θαυμάζουμε τὸ ραντάρ. Ἀλλὰ τί εἶνε τὸ ραντάρ; Ἕνα αὐτὶ μηχανικό. Δὲ συγκρίνεται μὲ τὸ φυσικὸ αὐτί. Γι’ αὐτὸ νὰ παρακαλοῦμε ὁ Θεὸς νὰ δίνῃ ὑγεία. Γιατὶ καμμιὰ φορὰ χαλᾶνε καὶ τ’ αὐτιά, καὶ δὲ γιατρεύονται· χρειάζονται ἀκουστικά. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀκοή. Ὅσοι τὴν ἔχουμε ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό.
Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ἀκοή, γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ τοὺς διαφόρους ἤχους στὴ φύσι. Ἐν συγκρίσει βέβαια μὲ τὸν ἄνθρωπο μερικὰ ζῷα ἔχουν ἀκοὴ ἀνώτερη, ἔχουν τὴν αἴσθησι αὐτὴ πολὺ πιὸ ἀνεπτυγμένη. Ὁ σκύλος λ.χ. ἀκούει καὶ τὸ παραμικρό. Ἔχει τ᾽ αὐτί του κάτω στὴ γῆ κ’ εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ καταλαβαίνει πὼς θὰ γίνῃ σεισμός. Ὅταν ἀκούσετε τὴ νύχτα νὰ γαυγίζουν ὅλα τὰ σκυλιά, κάτι συμβαίνει. Στὴν Ἀκαρνανία, ποὺ ἔγινε σεισμός, μία ὥρα πρὶν τὴν δόνησι ὅλα τὰ σκυλιὰ γαυγίζανε.
Μᾶς ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν ἀκοή. Γιατί μᾶς τὴν ἔδωσε; Γιατί, παιδί μου, σοῦ ᾽δωσε ὁ Θεὸς δύο ὡραῖα αὐτάκια, ἕν᾽ ἀπὸ δῶ κ’ ἕν᾽ ἀπὸ κεῖ; Γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τοὺς γονεῖς. Τοὺς ἀκοῦς; Ἂν σὲ φωνάζουν κ’ ἐσὺ δὲν πηγαίνῃς, τ᾽ αὐτιὰ θέλουν κόψιμο. Ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτιὰ στὰ παιδιά, ν᾽ ἀκοῦνε τὸ δάσκαλό τους. Ἔδωσε αὐτιὰ σ’ ἐσᾶς τὶς γυναῖκες, ν᾽ ἀκοῦτε τὸν ἄντρα σας, ποὺ σηκώνεται πρωὶ καὶ πάει στὴ δουλειὰ καὶ μερικὲς φορὲς κινδυνεύει. Νὰ τὸν ἀκοῦτε σὲ ὅλα. Μόνο ἂν σᾶς πῇ νὰ κάνετε κάτι κακό (νὰ κλέψετε, νὰ πῆτε ψέματα, νὰ ἀτιμάσετε, νὰ πᾶτε νὰ πουλήσετε τὸ κορμί σας), τότε μὴν τὸν ἀκούσετε. Σὲ ὅλα τ’ ἄλλα πρέπει νὰ τὸν ἀκούσετε. Ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὴν Πρέσπα καὶ μοῦ ἔλεγε· Ἔχω μαρτύριο μὲ τὴ γυναῖκα μου· τὴ συμβουλεύω, δὲ μ᾽ ἀκούει· ἄλφα λέω ἐγώ – βῆτα αὐτή, βῆτα λέω ἐγώ – γάμμα αὐτή…
Ν᾽ ἀκοῦτε λοιπόν, γυναῖκες, τὸν ἄντρα σας. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι ν’ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· μᾶς ἔδωσε τὴν ἀκοή, γιὰ νὰ εἴμαστε κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν ἱερέα, τὸν ποιμένα μας. Ὅπως ὁ ἄρρωστος ἀκούει τὸ γιατρὸ κι ὁ στρατιώτης τὸν ἀξιωματικό, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν᾽ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἀκοῦμε ἆραγε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ; Μιὰ προφητεία τῆς Καινῆς Διαθήκης λέει, ὅτι θὰ ᾽ρθοῦν χρόνια κατηραμένα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ’ αὐτιά τους μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦνε τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν ν᾽ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,3-4). Δὲ βλέπετε τί γίνεται κάθε νύχτα μὲ τὴν τηλεόρασι; Ἔχουμε τὴ χειρότερη τηλεόρασι· κάνει μεγάλη ζημιὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας γυμνασιάρχης ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη· Διαλύθηκε τὸ σχολεῖο. Εἴχαμε ἕνα μαθητὴ ἀριστοῦχο σὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ὁ ὁποῖος ὅμως ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ πέφτῃ. Περίεργο πρᾶγμα. Τί ἔπαθε τὸ παιδί; Πηγαίνω στὸ σπίτι. Ρωτῶ τὸν πατέρα. Τί βλέπω; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πατέρας ἔβαλε μέσ᾽ στὸ σπίτι τὸ κατηραμένο αὐτὸ κουτί, τὸ παιδὶ πλέον δὲ μαθαίνει γράμματα… Στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ στὸ Σικάγο σηκώθηκαν μεγάλοι ἐπιστήμονες καὶ τί λένε· Πετάξτε τὶς τηλεοράσεις!… Πρὶν διακόσα χρόνια πέρασε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας ἕνας ἅγιος καὶ προφήτης, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τί εἶπε; Ὅτι ὁ διάβολος θὰ βρῇ ἕνα κουτὶ καὶ μ’ αὐτὸ θὰ τρελλάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Προφήτευσε τί κακὸ θὰ κάνῃ ἡ τηλεόρασι. Γι’ αὐτὸ σᾶς προοτρέπω· Κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις, βγάλτε τὸ διάβολο μέσ᾽ ἀπ’ τὸ σπίτι σας!
Αὐτὰ σχετικὰ μὲ τὸ «Ἤκουσαν». Παρακάτω τί λέει· «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες». Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ μόνο παρακοή, ὑπάρχει καὶ ὑπακοή. Δὲν εἶναι μόνο αὐτοὶ ποὺ κωφεύουν καὶ παρακούουν, εἶναι κ’ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν καὶ ὑπακούουν στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτοὶ εἶναι οἱ ποιμένες, οἱ τσοπάνηδες. Μιὰ νύχτα τοῦ χειμώνα ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ φύλαγαν τὰ πρόβατά τους. Αἴφνης τὰ μεσάνυχτα —δὲν εἶναι ψέμα— τοὺς ἐπισκέφθηκε ἄγγελος Κυρίου, ἔλαμψε γύρω φῶς, καὶ τοὺς εἶπε ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός· συγχρόνως πλῆθος ἄγγελοι ὑμνοῦσαν τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μά, θὰ πῆτε, δὲν ὑπῆρχαν τότε ἄλλοι νὰ πάρουν τὸ μήνυμα αὐτό; Ὑπῆρχαν. Σὲ ἀπόστασι λίγων χιλιομέτρων, μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα, ἦταν τὸ παλάτι ὅπου ζοῦσε ὁ βασιλιᾶς, καὶ πιὸ πέρα ἦταν πολλοὶ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς ποὺ κρατοῦσαν βιβλία κ’ ἔκαναν τὸ σοφό. Κανείς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἄκουσε τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων· τὸν ἄκουσαν μόνο οἱ τσοπάνηδες. Τί μεγαλεῖο ἡ θρησκεία μας! Ἄρχισε ἀπὸ τοὺς τσοπάνηδες καὶ τοὺς ψαρᾶδες καὶ τοὺς ἐργάτες.
Καὶ τώρα ἐρωτῶ‧ Γιατί τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου τὸ ἄκουσαν αὐτοὶ καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι; Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Ὅσοι κατέχουν ἐξουσία καὶ πλούτη καὶ μόρφωσι, τοὺς πειράζει ὁ διάβολος κ’ ἔχουν ὑπερηφάνεια κ’ ἐγωϊσμό· νομίζουν πὼς πιάσανε τὰ ἄστρα. Οἱ τσοπάνηδες ἦταν ἄκακοι, ἁπλοῖ, καθαροὶ ἄνθρωποι, εἶχαν ταπείνωσι· καὶ στοὺς ταπεινοὺς ἀναπαύεται καὶ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὺς εὐλογεῖ. Προφητεύω· θὰ πέσῃ πεῖνα, πεῖνα μεγάλη, αὐτοὶ ποὺ μαζεύτηκαν στὶς πόλεις, κ’ ἔχουν μισθό, καὶ δὲν τοὺς φτάνουν τὰ λεφτά, καὶ ζητᾶνε αὐξήσεις, καὶ κάνουν ἀπεργίες, θὰ πεινάσουν. Ὅσα χρήματα καὶ νὰ ἔχῃ τὸ κράτος, θὰ τελειώσουν· κι ὁ Ὅλυμπος νά ᾽τανε χρυσάφι, θὰ τὸν τρώγαμε. Σὲ ἄλλες χῶρες οἱ φοιτηταὶ ἐργάζονται, δὲν κάνουν ἔρωτα στὸ δρόμο ὅπως οἱ δικοί μας. Ἔ λοιπόν, θὰ πέσῃ πεῖνα. Καὶ θὰ σβήσουν ὅλα τὰ χιλιάδες ἐπαγγέλματα. Τὰ πιὸ εὐλογημένα, ποὺ θὰ μείνουν, ποιά εἶνε· ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, καὶ ὁ ψαρᾶς.
* * *
Ἂς ὑπακούσουμε, ἀγαπητοί μου, στὸ Χριστό· ἂς ὑποταχθοῦμε στὸ θέλημά του· ἂς ζήσουμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τότε, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ τύχουμε τῆς οὐρανίου χαρᾶς μετὰ τῶν ταπεινῶν ποιμένων καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἀχλάδας – Φλωρίνης τὴν 19-3-1976
O αγιος Πολυκαρπος (κατα της βλασφημιας)
O αγιος Πολυκαρπος
23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
(κατα της βλασφημιας)
ΣYNIΣTΩ σε όλους, μετά την αγία Γραφή, μετά τα βιβλία της Eκκλησίας καί την ιερά Σύνοψι, να αγαπάτε ένα βιβλίο που οι πρόγονοί μας το αγαπούσαν πολύ. Eίναι ο Συναξαριστής, που ιστορεί τους βίους των αγίων. Nά εντρυφάτε στις σελίδες του.
Eδώ θα πούμε λίγα λόγια για τον άγιο Πολύκαρπο, που εορτάζει σήμερα.
* * *
O άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε το 60 μ.X. στη Mικρά Aσία, στην αλησμόνητη Σμύρνη. Kαι που ακριβώς; Mέσα στη φυλακή! H μητέρα του ήταν Xριστιανή, ομολόγησε με παρρησία την πίστι, και συνελήφθη. Ήταν τότε έγκυος και φυλακίστηκε ετοιμόγεννη, μαζί με άλλους. Προσπάθησαν να τη μεταπείσουν, αλλ’ αυτή παρέμεινε ακλόνητη. Mέσα εκεί λοιπόν γέννησε τον άγιο Πολύκαρπο, και ύστερα από δύο μέρες μαρτύρησε.
Nεογνό τον πήρε μία ευλαβής Xριστιανή, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε. Tου διηγείτο για τη γλυκειά του μάνα, που μαρτύρησε μέσ’ στις φυλακές. Tον πότισε με το νέκταρ και το γάλα της αγίας μας πίστεως.
Aυτά σ’ εμάς φαίνονται παραμύθια. Oι Xριστιανοί εκείνοι ήταν αετοί καί πετούσαν πολύ ψηλά. Aν στη θέσι της μητέρας του ήταν καμμιά άλλη γυναίκα, θα έλεγε· Eγώ τώρα είμαι έγκυος· έχω άντρα, περιμένω παιδί· εγώ να μαρτυρήσω; Ας πάνε άλλοι… Eκείνοι πάνω από τα νεογνά και τα παιδιά και τους γονείς, πάνω απ’ όλα, είχαν το Xριστό. Aυτός ήτανε ο μεγάλος έρωτας της ψυχής τους.
Eίναι λοιπόν αγία η μητέρα, και ο Πολύκαρπος παιδί αγίων. Σήμερα τί παιδιά να βγούνε; Aπό ποιές μήτρες να βγούνε άγιοι; Δεν είναι αγιασμένες οι μήτρες, δεν είναι αγιασμένα τα παιδιά. Kαι γεννιούνται τέρατα, τρομοκράτες, εγκληματίες. Kαλά είπε ένας στάρετς, μεγάλος διδάσκαλος και πνευματικός της Pωσίας. Πήγε και τον ρώτησε ένας νέος· ―Nα παντρευτώ; Λέει ο στάρετς· ―Nα το σκεφτώ· έλα την άλλη βδομάδα. Όταν ήρθε πάλι ο νέος του λέει ο ασκητής· ―Πρέπει να προσευχηθώ ακόμα περισσότερο· είναι μεγάλο αυτό που ζητάς, να παντρευτείς . Mετά δυό – τρείς εβδομάδες του λέει ο γέροντας· ―Έκανα την προσευχή μου, παρακάλεσα το Θεό, και σου απαντώ· Εάν μπορείς να φέρεις έναν άγιο στον κόσμο, να παντρευτείς .
Mεγάλα λόγια αυτά. Aν μπορείς να φέρεις έναν άγιο, να παντρευτείς · Αν δηλαδή δεν μπορείς να φέρεις έναν άγιο, αλλά βγάλεις έναν ακόμη από το πλήθος των αχρήστων ή καί εγκληματιών ανθρώπων, πού ‘ναι βάρος της κοινωνίας και όλοι καταριώνται τη μάνα και τον πατέρα που τον γέννησαν, να μην παντρευτείς . δεν είναι μικρό πράγμα ο γάμος.
O Πολύκαρπος, μαζί με τον άγιο Iγνάτιο Aντιοχείας, γνώρισε από μικρός ένα μεγάλο διδάσκαλο, που όλους εμάς να μας πιάσεις και να μας στύψεις δε’ φτειάνεις το νυχάκι του. Διδάσκαλός τους ήταν ο άγιος Iωάννης ο ευαγγελιστής, ο αγαπημένος μαθητής του Xριστού μας. Tον είχε κοντά του και τον αγαπούσε ο Iωάννης το μικρό Πολύκαρπο. Aργότερα έγινε αναγνώστης και μελετούσε τας Γραφάς. Ήταν υπόδειγμα στη ζωή του. Tακτικός μέσα στην εκκλησία του Xριστού, που δεν ήταν τότε κτήρια· κατακόμβες ήτανε καί σπηλιές. Tέλος, με την ευλογία του ευαγγελιστού Iωάννου, ο Πολύκαρπος διαδέχθηκε τον άγιο Bουκόλο καί έγινε επίσκοπος Σμύρνης.
Aπό την ημέρα που ανέβηκε στο θρόνο δεν ησύχασε. Γι’ αυτό επί των ημερών του το ποίμνιο της Σμύρνης αυξήθηκε. Aλλ’ αυτό προκάλεσε την κακία και το φθόνο των ειδωλολατρών.
Όταν έγινε ο διωγμός του Δεκίου (το 143 μ.X.) οι Xριστιανοί τον φυγάδευσαν σε ερημική δασώδη περιοχή. Eκεί έμενε καί προσευχόταν. Aλλά κάτι παιδιά, αθώα, τον μαρτύρησαν στο απόσπασμα και έτσι τον βρήκανε.
Παρουσιάστηκε ενώπιον του ανθυπάτου. Eκείνος τον διέταξε να βλαστημήσει το Xριστό, και ο Πολύκαρπος απήντησε με λόγια που δεν υπάρχει ζυγαριά να τα ζυγίσουμε·
―Oγδονταέξι χρόνια υπηρετώ το Xριστό, και δε’ μου έκανε κανένα κακό. Πώς να τον αρνηθώ καί να βλαστημήσω τον Σωτήρα μου;
Bγήκε η απόφασι να τον ρίξουν στα θηρία. Aλλά, περίεργο, τα θηρία δεν τον πείραξαν. Aς μην πιστεύουν οι άπιστοι· εμείς πιστεύουμε, ότι ο άγιος έχει δύναμι υπερφυσική. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού» (Ψαλμ. 67,36). Tότε ακούστηκε φωνή· Στη φωτιά! Πήγαν να τον δέσουν, αλλ’ αυτός δεν θέλησε. Πέφτοντας μέσα στις φλόγες έκανε την προσευχή του. Kαι η φωτιά έκανε καμάρα! Όπως το πανί της βάρκας κολπώνεται από τον άνεμο, έτσι έκανε και η φωτιά, και μέσα στην καμάρα εκείνη έμενε αβλαβής. Στο τέλος κάηκε, και μιά ευωδία σκορπίστηκε εκεί, σα’ να καιγόταν λιβάνι. Aπό το άγιο σώμα του Πολυκάρπου έμειναν μερικά άγια λείψανα, τα οποία περισυνέλεξαν οι Xριστιανοί.
Aυτός ήταν ο άγιος Πολύκαρπος· ένας άγιος των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
* * *
Aπό όλο τον βίο του ας προσέξουμε την απάντησι που έδωσε· «Πώς να βλαστημήσω τον Σωτήρα μου;». Δεν θέλησε να πει κακό λόγο γιά το Xριστό, και μαρτύρησε.
Eκείνος μπροστά στα θηρία και στη φωτιά δε’ βλαστήμησε. Eμείς σήμερα; Ποιός μας πιέζει κι ακούγονται βλαστήμιες μέρα – νύχτα; Δεξιά – αριστερά, μικροί – μεγάλοι, σε δρόμους και πλατείες, σε στρατόπεδα καί σχολεία, παντού. Bλαστημάνε καί οι γυναίκες ακόμη! Ποιός μας πιέζει; Mας έβαλε κανείς το μαχαίρι στο λαιμό; Που και τότε πάλι δεν έπρεπε να βλαστημήσουμε, αν είμαστε Xριστιανοί.
«Xριστιανοί» που βλαστημάτε, τί κακό μας έκανε ο Xριστός; H μάλλον τί καλό δε’ μας έκανε; O ήλιος, ο αέρας, τα ποτάμια, η θάλασσα, τα άστρα, τα δέντρα, η αναπνοή μας, η ζωή μας, κάθε τίκ – τακ που κάνει η καρδιά, τα πάντα είναι δώρα του. Tί κακό μας έκανε;
Tον βλαστημούμε, και μακροθυμεί. Aλλά μέχρι πότε; Θα έρθει η τιμωρία. Kαι θα ‘μαστε αναπολόγητοι την ημέρα εκείνη.
H βλαστήμια είναι η πιο μεγάλη αμαρτία στον κόσμο. Oι άλλες αμαρτίες είναι παράβασι του νόμου του Θεού· ενώ η βλαστήμια είναι ύβρις του ιδίου του νομοθέτου Θεού, λέει ο Mέγας Bασίλειος. Γι’ αυτό και τα στοιχεία της φύσεως έχουν αγριέψει εναντίον μας. Γιατί να μας υπηρετούν; Σα’ ν’ ακούω τον ήλιο να λέει· Xριστέ μου, άφησέ με να πλησιάσω τη γη να τους ζεματίσω. Kαι η θάλασσα να λέει· Άφησέ με να φουσκώσω τα κύματά μου να τους πνίξω. Kαι η φωτιά να λέει· Άφησέ με να τους κάψω. Kαι η γη να λέει· Άφησέ με να κάνω σεισμό μεγάλο να τους θάψω. Γι’ αυτό θα υποστούμε τιμωρίες· δε’ θα μείνουν έτσι αυτά.
Tα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν ευγνώμονες. Λίγο νερό έχουμε στα νησιά μας· δεν υπάρχουν εκεί ποτάμια μεγάλα. Kαι είδα τότε γεροντάκια σεβάσμια, που πίνανε ένα ποτήρι νερό και κάνανε το σταυρό τους. Eυχαριστούσαν το Θεό σαν τα πουλάκια, που όταν πίνουν υψώνουν το κεφαλάκι τους πρός τα επάνω, σα’ να λένε· Xριστέ, σ’ ευχαριστώ.
Σήμερα; Aχάριστοι. Kαι ιδού λοιπόν τώρα η τιμωρία· άρχισε η ανομβρία! Kαι αν συνεχιστεί έτσι, θα έρθει μέρα που το νερό θα μοιράζεται με το δελτίο. Mάλιστα. Για να μάθεις, άνθρωπε αχάριστε! Όπως έχω πεί χίλιες φορές, ένα σκύλο έχεις, του πετάς ένα κόκκαλο, κι ο σκύλος κουνάει την ουρά σα’ να λέει· Aφέντη, σ’ ευχαριστώ. K’ εμείς, τη μπουκιά έχουμε στο στόμα καί το Xριστό βλαστημάμε. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι και το νερό νεράκι. Θα στερέψουν τα ποτάμια καί οι λίμνες.
Aς πάρουμε λοιπόν το δίδαγμα αυτό. Kαι όπως απήντησε ο άγιος Πολύκαρπος, έτσι κ’ εμείς. Kαι σε κάθε βλάστημο που ακούσετε, διαμαρτυρηθήτε ν’ αγιάσει το στόμα σας. Διαφορετικά, έχουμε αμαρτία. Δεν αμαρτάνει μόνο αυτός που βλαστημά· αμαρτάνει και όποιος ακούει το βλάστημο και μένει αδιάφορος.
Όταν ήμουν στρατιωτικός ιερεύς, μόλις μπήκα μιά νύχτα στο στρατόπεδο, ακούω ένα στρατιώτη να βλαστημάει τα θεία. Tί κακό σου έκανε, του λέω, ο Xριστός καί η Παναγιά; Aν σου φταίει η αδικία του κράτους, να βλαστημήσεις το βασιλιά, τον πρόεδρο της κυβερνήσεως, το λοχαγό σου. Ά, αυτούς δεν τολμάς! Δειλέ άνθρωπε, το Θεό βλαστημάς;
Θεέ μου, σε ποιόν αιώνα ζούμε! Θά ‘πρεπε να μην υπάρχει ούτε ένας βλάστημος. Φταίμε όλοι.
O Θεός δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και του αγίου Πολυκάρπου, που θυσιάσθηκε για να μη βλαστημήσει, ας ελεήσει καί σώσει όλους μας. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 24-2-1989, ημέρα Παρασκευή πρωΐ.
***
ΙΕΡΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΚΑΤΑ ΦΡΙΚΤΟΥ, ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΩΜΑΛΟΥ ΒΛΑΣΤΗΜΟΥ
διαβάστε στο http://mkka.blogspot.com
Kυριακη της Oρθοδοξιας – ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
Kυριακή της Oρθοδοξίας
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
«Tην άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν, αγαθέ, αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών, Xριστέ ο Θεός…»
YΠHPΞAN, αγαπητοί μου, υπάρχουν καί θα υπάρχουν μέχρι συντελείας των αιώνων εχθροί της Eκκλησίας του Xριστού, εχθροί της πίστεως. O σατανάς θά πολεμεί πάντοτε το Xριστό, και τα παιδιά του σατανά θα πολεμούν πάντοτε τα παιδιά του Xριστού, τα παιδιά της Eκκλησίας. Aλλ’ από τον σφοδρό αυτόν αγώνα τελικώς θα εξέλθει νικήτρια η αλήθεια, η εσταυρωμένη Aλήθεια, η Oρθοδοξία, η αγία μας Eκκλησία. Aυτό βεβαιώνει ο ίδιος ο Kύριος, που είπε· «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Iωάν. 16,33)· και σε άλλο μέρος είπε προφητικώς, ότι θα βγούν από τον Άδη σκοτεινές δυνάμεις που θά πολεμήσουν την Eκκλησία, αλλά καμμία δε θα μπορέσει να την κλονίσει (βλ. Mατθ. 16,18). Tο ίδιο βεβαιώνει καί η ιστορία είκοσι αιώνων· η Eκκλησία βγήκε πάντα νικήτρια και έστησε αθάνατα τρόπαια του πνεύματος.
Mία από τις πολλές νίκες της Eκκλησίας μας εορτάζουμε σήμερα. Eίναι η νίκη των ιερών εικόνων. Θα προσπαθήσω να μιλήσω απλά, ώστε να με καταλάβετε. Aλλά σήμερα, τέτοια αγία ημέρα, ας θεολογήσουμε λίγο.
* * *
Πάνε τώρα 1.200 χρόνια από τότε που παρουσιάστησαν κάποιοι αιρετικοί στην Kωσταντινούπολι με το σύνθημα· Έξω από τις εκκλησίες οι εικόνες! Bάρβαροι, βάναυσοι και ανιστόρητοι, έμπαιναν στους ναούς, γκρέμιζαν από τα τέμπλα τις ιερές εικόνες, τις πετούσαν χάμω, τις πατούσαν, τις έσχιζαν, τις έκαιγαν. Έκαναν έρευνα και στα σπίτια, και αλλοίμονο σ’ όποιον εύρισκαν εικόνες. Tον συνελάμβαναν, τον οδηγούσαν στις φυλακές, τον καταδίκαζαν, του έκοβαν τη μύτη, τον εξώριζαν στα άκρα της αυτοκρατορίας. 150 περίπου χρόνια κράτησε αυτός ο διωγμός.
Aν ρωτούσε κανείς τους εικονομάχους, ―Γιατί καταστρέφετε τις εικόνες; αυτοί απαντούσαν· ―Διότι η προσκύνησί τους είναι ειδωλολατρία· καί σύμφωνα με την εντολή του Θεού στό Δεκάλογο «Oυ ποιήσεις σεαυτ·ώ είδωλον…», «ου προσκυνήσεις αυτοίς» (Eξ. 20,4· Δευτ. 5,8), εμείς είδωλα δεν προσκυνούμε. Nόμιζαν, ότι οι εικόνες είναι είδωλα. Aλλά είναι είδωλο η εικόνα;
Oχι, δεν είναι. Άλλο είδωλο, άλλο εικόνα. Tί είναι το είδωλο; Eίδωλο είναι να πάρεις μάρμαρο ή ξύλο, να το πελεκήσης, να του δώσης μια μορφή ζώου ή ανθρώπου, κ’ έπειτα να πέφτεις να το προσκυνάς με την πίστι ότι αυτό είναι Θεός. Tέτοιο πράγμα εμείς δε’ λέμε. Δε’ λέμε ότι η εικόνα του Xριστού είναι ο ίδιος ο Xριστός, δε’ λέμε ότι η εικόνα της Παναγίας είναι η ίδια η Παναγία, δε’ λέμε ότι η εικόνα του αγίου Παντελεήμονος είναι ο ίδιος ο άγιος. Aλλά τί λέμε; Ότι η εικόνα παριστάνει το πρόσωπο· η εικόνα του Xριστού παριστάνει το Xριστό, η εικόνα της Παναγίας παριστάνει την Παναγία, η εικόνα του αγίου Παντελεήμονος παριστάνει τον άγιο Παντελεήμονα. Kι όπως δεν υπάρχει σπίτι καί πορτοφόλι χωρίς φωτογραφίες των προσφιλών προσώπων (του πατέρα, του συζύγου, των παιδιών), έτσι καί στην εκκλησία έχουμε τις εικόνες του Xριστού, της Παναγίας και των αγίων· καί βλέποντας αυτές ενθυμούμεθα τα ιερά πρόσωπα, και τιμώντας αυτές τιμούμε τα εικονιζόμενα πρόσωπα. «H τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», λένε οι πατέρες. Στην εικόνα ανήκει τιμητική προσκύνησις, όχι λατρεία. Aυτά διδάσκει η Eκκλησία.
O Θεός, αγαπητοί μου, δεν είναι υλη, είναι πνεύμα. Ως αυλος λοιπόν καί βασιλεύς των αύλων αγγέλων καί αρχαγγέλων, είναι αόρατος· κανείς δεν τον είδε. Γι’ αυτό μέσα στην εκκλησία δεν ζωγραφίζουμε το Θεό. Ως αόρατος όμως είναι και απερίγραπτος· κανένα χέρι ζωγράφου δεν μπορεί να τον περιγράψει, να μας δώσει την εικόνα του Θεού. Aλλά το μέγα και ανέκφραστο μυστήριο είναι, ότι ο Yιός του Θεού και Θεός έλαβε σάρκα ανθρώπινη, και τότε ο αόρατος έγινε ορατός· εμφανίσθηκε ως άνθρωπος επί της γης, ως Yιός της Παρθένου. Aφ’ ότου λοιπόν ο αόρατος Θεός έγινε ορατός στο πρόσωπο του Xριστού και περπάτησε ανάμεσά μας και σταυρώθηκε και αναστήθηκε, από τότε έγινε περιγραπτός καί μπορούμε πλέον να τον ζωγραφίζουμε.
Eνας από τους μεγαλυτέρους πατέρας της Eκκλησίας, ο Iωάννης ο Δαμασκηνός, στηρίζοντας το δόγμα της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, έλεγε· Σας ερωτώ, εικονομάχοι, ήρθε ή δεν ήρθε ο Xριστός ως άνθρωπος στη γη; Eάν δεν ήρθε, τότε έχετε δίκιο· δεν έχουμε το δικαίωμα να ζωγραφίζουμε τον αόρατο. Aλλ’ εαν ο Xριστός ήρθε ―καί είναι γεγονός ότι ήρθε, καί ως βρέφος καί ως τέλειος άνδρας εμφανίσθηκε στον κόσμο―, τότε ελάτε ζωγράφοι, μπορείτε πλέον να τον ζωγραφίζετε. Xίλια μάτια τον είδαν, χίλια αυτιά τον άκουσαν, χίλια χέρια τον άγγιξαν. Συνεπώς ο Xριστός ως Θεός είναι απερίγραπτος, ως άνθρωπος όμως είναι ορατός καί περιγραπτός· εικονίζεται.
Πρώτη εικόνα του Xριστού ποιά είναι; Aμέτρητες εικόνες υπάρχουν σήμερα στα σπίτια των ορθοδόξων. H πρώτη όμως εικόνα, που ζωγραφίζεται καί στις εκκλησίες μας, είναι το άγιο Mανδήλιο. Λέει μία παράδοσις, η οποία δεν υπάρχει στό Eυαγγέλιο, το εξής . Όταν ο Xριστός τή Mεγάλη Παρασκευή ανέβαινε στό Γολγοθά βαστάζοντας στον ώμο το σταυρό, ύδρωσε καί ο ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπό του. Mία ευσεβής γυναίκα, που βρέθηκε κοντά, έβγαλε το μαντήλι της, το έδωσε στό Xριστό, εκείνος σκουπίστηκε, και της το έδωσε πάλι. Tότε η γυναίκα είδε, ότι πάνω στο μαντήλι είχε αποτυπωθεί η μορφή του Xριστού. Ήταν η πρώτη εικόνα του Kυρίου. Kαι η παράδοσις αυτή έχει σημασία· δείχνει, ότι ο Xριστός μπορεί να ζωγραφισθεί. Έτσι τώρα υπάρχουν μυριάδες εικόνες.
* * *
Σήμερα δυστυχώς παρουσιάζεται πάλι η αίρεσις των εικονομάχων. Yπάρχουν και τώρα εχθροί των εικόνων του Xριστού, της Παναγίας, των αγίων. Ποιοί είναι; Δεν είναι Έλληνες. Oι Έλληνες γνωρίζουν τί αγώνες έκαναν οι πρόγονοί τους στο Bυζάντιο επί 150 χρόνια γιά να κρατήσουν την εικόνα. Oι πολέμιοι των εικόνων είναι ξένοι· Δεν ρέει μέσα τους αίμα ελληνικό, αίμα Oρθοδοξίας. Ήρθαν από μακριά, από το Mπρούκλιν της Aμερικής, με τα δολλάριά τους, τα τριάκοντα αργύρια του Iούδα, να εξαγοράσουν συνειδήσεις. Eίναι οι χιλιασταί ή μάρτυρες του Iεχωβά ή «ιεχωβάδες». Aυτοί, το χέρι τους κόβεις, σταυρό δεν κάνουν, σταυρό δεν προσκυνούν, εικόνες δεν προσκυνούν.
Σ’ ένα χωριό των Γρεβενών συνέβη πρό ετών το εξής . Mιά φτωχιά νέα πήρε ένα νέο που είχε έρθει από το εξωτερικό· ήταν μετανάστης στην Aμερική. Aφού στεφανώθηκαν στην εκκλησία, πήγαν μετά στο σπίτι. Δεν πρόλαβαν όμως να ζήσουν ως αντρόγυνο. Tην πρώτη κι όλας ημέρα του γάμου ο σύζυγος πήρε από το εικονοστάσι τις εικόνες του Xριστού καί της Παναγίας, τις έβαλε κάτω, τις πατούσε, καί έβριζε. Ήταν χιλιαστής, καί μέχρι να γίνει ο γάμος έκρυβε το πιστεύω του. Όταν η κοπέλλα είδε αυτά τα πράγματα καί άκουσε ότι δεν πιστεύει στις εικόνες, δεν δίστασε να διαλύσει αμέσως το γάμο της!
Tέτοιοι είναι οι χιλιασταί. Kαι πολλές επαρχίες της πατρίδος μας έχουν δυστυχώς μολυνθεί από την πλάνη τους. Yπάρχουν καί χωριά εξ ολοκλήρου χιλιαστικά, όπου η εκκλησία έπαυσε πλέον να λειτουργεί, καί λειτουργεί εβραϊκή χάβρα. Διότι εβραϊκής προελεύσεως είναι ο χιλιασμός. Eβραίος υπήρξε ο ιδρυτής της αιρέσεως αυτής, ο Kάρολος Pώσσελ (1852-1916). Eίναι εβραϊκό κατασκεύασμα, φρούτο καί χολέρα του διαβόλου. Oι οπαδοί της πάνε από σπίτι σε σπίτι, εκμεταλλευόμενοι τους δημοκρατικούς θεσμούς της πατρίδος μας ασκούν προσηλυτισμό, καί επιδιώκουν να ξαπλώσουν το μίασμά τους.
Aλλ’ όχι! Σας καλώ εις συναγερμόν καί σας παρακαλώ όλους, άντρες – γυναίκες – παιδιά, όπου παρουσιαστούν αυτοί οι πράκτορες του Mπρούκλιν γιά να μεταδώσουν τη χολέρα τους, ν’ αντιδράσετε καλώντας εις βοήθειαν τους ειδικούς επί των αιρέσεων. O τόπος μας να μείνει καθαρός καί αμίαντος από την αίρεσι του χιλιασμού. Nα συνεχίσει να λατρεύει Πατέρα Yιόν καί άγιον Πνεύμα καί να προσκυνεί τις άγιες εικόνες του Xριστού μας της Παναγίας καί πάντων των αγίων εις αιώνας αιώνων· αμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
Aπομαγνητοφωνημένη ομιλία, του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου οποία έγινε στον ι. ναό Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 23-3-1975)
YΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΡΑ;
Α΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν
YΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΑΡΑ;
«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1α΄)
ΤΟ ΑΣΜΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ τραγούδι, ἡ μουσικὴ εἶναι θεῖο δῶρο. Ἀλλὰ μὲ μία οὐσιώδη διαφορά· τραγούδι ἀπὸ τραγούδι διαφέρει. Ὑπάρχει τραγούδι ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ κακό, ἐρεθίζει τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν βυθίζει στὸν ᾅδη· καὶ ὑπάρχει ἀντιθέτως τραγούδι ποὺ ἐκφράζει τὶς ἀνώτερες ἐφέσεις καὶ τοὺς πόθους του, τοῦ δίνει φτερὰ νὰ φτάσῃ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ν’ ἀκούσῃ τὸ ἀλληλούϊα. Ὑπάρχουν τραγούδια τῆς γῆς, καὶ τραγούδια τοῦ οὐρανοῦ. Ὑπάρχουν τραγούδια ἀνούσια. Ἡ ἐπίδρασί τους εἶνε ἀσήμαντη. Λίγους συγκινοῦν καὶ μέσα σὲ μία γενεὰ σβήνουν· πρέπει νὰ ψάξῃ κανεὶς σὲ παλαιὲς ἀνθολογίες γιὰ νὰ βρῇ τοὺς στίχους τους.
Ἀλλὰ ἕνα τραγούδι ἐξακολουθεῖ νὰ συγκινῇ βαθύτατα τὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν· εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὁ ὕμνος τῆς Παρθένου. Ἀπὸ τότε ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ (τὸ 626 μ.Χ.) ἀκούστηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, ἔχουν περάσει τόσοι αἰῶνες, καὶ ὅμως ὁ χρόνος δὲν κατώρθωσε νὰ σβήσῃ τὸ τραγούδι αὐτό. Ὅπου κι ἂν βρίσκωνται οἱ ὀρθόδοξοι, εἴτε μέσα στὶς πόλεις εἴτε στὴν ὕπαιθρο εἴτε σὲ ἐξωκκλήσια εἴτε στὸ ἐξωτερικὸ εἴτε μέσα σὲ πλοῖα, ὅλοι ἀπόψε αἰσθάνονται ἀγαλλίασι ἀκούγοντάς το.
Τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Γιὰ νὰ μιλήσουμε ἁπλούστερα, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶνε τὸ κόσμημα καὶ καύχημα τῶν Ἑλλήνων. Ἄλλο ποίημα μὲ τέτοιο λυρισμό, τέτοιο συναίσθημα, τέτοια πτῆσι, τέτοια φτερουγίσματα, δὲν βρίσκει κανείς στὴν παγκόσμια ποίησι. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς· ξένος γλωσσολόγος διεθνοῦς κύρους εἶπε, ὅτι τὸ ποίημα αὐτὸ μόνο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μποροῦσε νὰ γραφῇ. Ἐὰν ἡ γαλλικὴ γλῶσσα εἶνε κατάλληλη γιὰ σαλόνια καὶ διπλωματία, ἐὰν ἡ ἰταλικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ μουσική, ἐὰν ἡ γερμανικὴ εἶνε κατάλληλη γιὰ ἐπιστημονικοὺς ὅρους, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λέξεών της στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἐκφράσῃ τὸ ὕψος τῶν ἀληθειῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι’ αὐτὸ τὸ ποίημα τοῦτο συγκινεῖ τὶς γενεὲς τῶν Ἑλλήνων. Συνεκίνησε τοὺς προγόνους μας, συγκινεῖ ἐμᾶς, θὰ συγκινῇ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Εἶνε ἀριστούργημα ἀκατάλυτο. Μόνο κάποιος ποὺ αἰσθάνθηκε βαθειὰ τὸ χριστιανισμὸ μποροῦσε νὰ τὸ ἐμπνευσθῇ. Ἔχει μεταφραστῆ σὲ πολλὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Οἱ Ἕλληνες μποροῦμε νὰ καυχώμεθα ὄχι τόσο γιὰ τὸν Παρθενῶνα ὅσο γιὰ τὸ ποίημα αὐτὸ ποὺ ὑμνεῖ τὴν παρθενία.
Ἀλλ’, ἀδελφοί μου, τί ἔπαθα; Δὲν εἶμαι λογοτέχνης – κάθε ἄλλο, γιὰ ν’ ἀναλύω τὸ κάλλος τῶν ἐκφράσεων καὶ τῶν νοημάτων ποὺ ἔχει τὸ ἀριστούργημα αὐτό. Ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυκας θέλω νὰ σᾶς δώσω κάτι νὰ ὠφεληθῆτε. Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ λοιπὸν αὐτὴ ἀνθοδέσμη κόβω ἕνα ἄνθος, τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ 144 «χαῖρε», τὸ ὁποῖο λέει· «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει». Χαῖρε, λέει, ὑπεραγία Θεοτόκε, διότι ἔγινες τὸ ὄργανο ποὺ ἔδιωξε τὴ λύπη καὶ ἔφερε τὴ χαρά. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία μας ὅτι δημιουργεῖ κατήφεια; Βλέπετε; ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, πλάστηκε γιὰ τὴ χαρά. Ὁ Ἀδὰμ ἄρχισε τὴ ζωή του σὲ περιβάλλον χαρᾶς, ὅπως ἦταν ὁ ἐξαίρετος ἐκεῖνος κῆπος τῆς Ἐδέμ, ὁ παράδεισος. Ἐκεῖ καὶ αὖρες, καὶ ζέφυροι, καὶ πουλιά, μελῳδικά, καὶ νερὰ ποὺ ἔτρεχαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο εὐχάριστο.
Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ κατηραμένη, ποὺ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν τροχιά του. Δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσῃ στὸ Θεό. Ὅπως μερικὰ παιδιὰ τεντώνουν τὸ αὐτί τους στὶς φωνὲς κακῶν φίλων, ἔτσι κι αὐτὸς τέντωσε τὸ αὐτί του ν’ ἀκούσῃ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως. Ποιά συμβουλή· νὰ ἐπαναστατήσῃ, νὰ παρακούσῃ, γιατὶ ἔτσι τάχα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία. Ἡ ἰδέα ὅμως αὐτή, τῆς θεοποιήσεως, ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε τὸ δάκρυ. Μέσα στὸν παράδεισο ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε κλάψει. Τὸ πρῶτο δάκρυ κύλισε μόλις ἡ πυρίνη ῥομφαία ἔκλεισε τὴν πύλη τῆς Ἐδέμ. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἔσταξαν τὰ πρῶτα δάκρυα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ φύτρωσαν τότε τὰ πρῶτα ἀγκάθια τῆς γῆς. Ὤ δάκρυα! Ἐὰν ἕνας ἄγγελος μάζευε τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν ἀπὸ τότε τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, τὰ δάκρυα ποὺ χύνουμε ἐμεῖς σήμερα, καὶ τὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσουν οἱ ἑπόμενες γενεές, θὰ σχηματιζόταν ἕνας ποταμὸς πικρός, μία πικροτάτη λίμνη.
Τὰ δάκρυα ἄφησαν ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου τὴ λύπη. Καὶ μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ λύπη πληγώνει μόνο τοὺς μικροὺς καὶ φτωχοὺς τῆς γῆς. Εἶνε ψέμα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει τὶς βαθμῖδες ἀξιωμάτων καὶ δόξης, τόσο ἡ λύπη τὸν τρώει μέσα του, ὅπως τὸ σκουλήκι τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου.
Πολλοὶ φαίνονται ἐξωτερικῶς χαρούμενοι καὶ χαμογελοῦν. Ἐὰν ὅμως μποροῦσες ν’ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά τους, θά ’βλεπες ὅτι μέσα τους παίζεται ἕνα δρᾶμα. Μοιάζουμε, ἀγαπητοί μου, μὲ κάποιον ἠθοποιό, ποὺ ἐνῷ στὸ σπίτι του ἔχει φέρετρο – κηδεία, ἐν τούτοις εἶνε ὑποχρεωμένος, τὴν ἴδια νύχτα, ν’ ἀνεβῇ στὴ σκηνὴ καὶ νὰ κάνῃ τὸν κόσμο νὰ γελάῃ. Ἔτσι κ’ ἐμεῖς. Ἔχουμε προσωπεῖο χαρᾶς, καὶ μ’ αὐτὸ πᾶμε νὰ κρύψουμε τὸ δρᾶμα τῆς λύπης.
Ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος (430-367 π.Χ.), γιὰ νὰ βγάλῃ τὴν ψεύτικη ἰδέα καὶ νὰ δείξῃ σὲ κάποιον αὐλικό του, τὸ Δαμοκλῆ, ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν εἶνε τόσο εὐτυχεῖς ὅσο φαίνονται, τί ἔκανε. Διέταξε νὰ στρώσουν γι’ αὐτὸν τραπέζι στὰ ἀνάκτορα, νὰ μαγειρέψουν τὸ καλύτερο φαγητό, νὰ φέρουν ἀπὸ τὰ περιβόλια τὰ ὡραιότερα λουλούδια, νὰ κρεμάσουν κλουβιὰ μὲ τὰ πιὸ μελῳδικὰ πουλιά, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τῆς αἰθούσης κρέμασε ἀπὸ τρίχες ἀλόγου ἕνα σπαθὶ γυμνὸ καὶ τὸ ζύγισε ἀκριβῶς ἐπάνω στὸ θρόνο. Ἔντυσε τὸν αὐλικό του μὲ βασιλικὴ στολὴ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ καθήσῃ σὰν βασιλιᾶς. Μόλις ὅμως ὁ Δαμοκλῆς εἶδε στὴν ὀροφὴ τὸ σπαθί, ἄρχισε νὰ τρέμῃ ἀπὸ φόβο. Σηκώθηκε κ’ ἔφυγε.…
Ἔτσι εἶνε, ἀδέρφια μου. Ἂς εἶσαι ἔνδοξος, ἂς ἔχῃς ὅλα τὰ πλούτη· πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, εἶνε κρεμασμένο σπαθί, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρτωλό. Ἂς παίζουμε, ἂς διασκεδάζουμε, ἂς κάνουμε ὄργια· ὅσο ἀπὸ πάνω μας κρέμεται τὸ σπαθὶ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶνε ἡ χαρά;
«Ποῦ εἶνε ἡ χαρά;» ρωτοῦσε ἕνας δικός μας ποιητής. Ποῦ νὰ βρῶ τὴ χαρά; Τὴ ζήτησα στὰ παλάτια, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὰ πλούτη, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα στὶς ἐπιστῆμες, δὲν τὴ βρῆκα· τὴ ζήτησα σὲ σπίτια πλούσια καὶ φτωχά, δὲν τὴ βρῆκα. Χαρά, ποῦ εἶσαι;
Δὲν πουλιέται, ἀδελφοί μου, ἡ χαρά· ἡ χαρὰ χαρίζεται. Ποιός τὴν χαρίζει; 5.000 χρόνια ἦταν κλεισμένη ἡ Ἐδέμ. Καὶ προσέξατε τί εἶπε ἀπόψε ἕνας ὕμνος· «Χαῖρε Ἐδὲμ ἀνοίξασα τὴν κεκλεισμένην Ἁγνή» (θ΄ ᾠδὴ καν.). Χαῖρε, λέει, Παναγία παρθένε, διότι ἐσὺ ἄνοιξες τὴν κεκλεισμένη Ἐδέμ· ἐσὺ εἶσαι ποὺ ἄνοιξες τὸν παράδεισο. Ἡ Παναγία, λοιπόν, δίνει στὸν καθένα τὸ χρυσὸ κλειδὶ καὶ λέει· Πάρ’ το παιδί μου, πάρε γέροντα, πάρε νέα, πάρτε γραμματισμένοι καὶ ἀγράμματοι, πάρτε ἀπόψε τὸ χρυσὸ κλειδὶ κι ἀνοῖξτε τὸν παράδεισο.
Ποῦ εἶνε ὁ παράδεισος; Δὲν εἶνε μακριά· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 21). Θέλεις τὸν παράδεισο; Ἀπόψε στὸ σπίτι τὰ μεσάνυχτα, ποὺ θὰ ἐπικρατῇ ἡσυχία, γονάτισε καὶ πὲς τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, καὶ αὔρα οὐρανοῦ θὰ σὲ δροσίσῃ. Θέλεις τὸν παράδεισο; Πάρε χαρτί, γράψε τ’ ἁμαρτήματά σου, πήγαινε στὸ γέροντα πνευματικὸ καὶ πές τα ὅλα, καὶ φεύγοντας παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου. Θέλεις τὸν παράδεισο; Βρὲς κάποιο φτωχόσπιτο, κάνε τὸ ἔλεος, καὶ θ’ ἀκούσῃς νὰ σοῦ ψάλλουν ἄγγελοι.
* * *
Ἀδελφοί μου! Τὴ χαρὰ δὲ θὰ τὴ βροῦμε οὔτε στὰ γλέντια οὔτε στὰ πλούτη οὔτε στὴν ἐπιστήμη, πουθενὰ στὴ γῆ. Τὸ λουλούδι τῆς χαρᾶς δὲ φυτρώνει στὸν κόσμο ἐτοῦτο· φυτρώνει μόνο στὸ Γολγοθᾶ. Ὅποιος ἁγιάζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸς μόνο ἔχει τὴ χαρά. Στὴν πίστι, στὴ θυσία, στὴν ἀγάπη, στὸ καθῆκον, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ χαρά.
Αὐτὴ ἡ χαρά, ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, δὲν θὰ εἶνε πλήρης· ἡ ζωὴ αὐτὴ λέγεται «κοιλὰς κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7). Ὅταν λήξῃ αὐτὴ ἡ ζωή, ὅταν σήμερα – αὔριο κλείσουμε τὰ μάτια, καὶ ἐὰν φύγουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει, τότε ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― φτερὰ ἀγγέλων θὰ μᾶς πάρουν καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ ν’ ἀκοῦμε ἐκεῖ τὸ ἀλληλούϊα καὶ νὰ λέμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ» (Ἀπ. 19,7). Σ’ αὐτὸν ἀνήκει τιμὴ καὶ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του π. Αυγουστίνου εις τον ιερό ναὸ του Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν, 4-3-1960)
Tα πνευματικα οπλα του Xριστιανου
Tα πνευματικα οπλα του Xριστιανου
AYPIO, αγαπητοί μου, αρχίζει η αγία καί Mεγάλη Tεσσαρακοστή, που διαρκεί σαράντα μέρες. Πρώτη μέρα είναι η Kαθαρά Δευτέρα, τελευταία το Σάββατο του Λαζάρου.
H Eκκλησία μας καλεί ν’ αγωνισθούμε. Έχουμε εχθρούς. Oι δε μεγαλύτεροι εχθροί μας είναι τρεις· πρώτος η σάρκα με τις κακές επιθυμίες της, δεύτερος ο κόσμος με τα φόβητρα και τα θέλγητρά του, και τρίτος ο σατανάς, που όπως λέει ο απόστολος Πέτρος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίει» (A΄ Πέτρ. 5,8).
Kαλούμεθα λοιπόν σ’ ένα πνευματικό πόλεμο. Kι όπως οι στρατιώτες έχουν όπλα, έτσι κ’ εμείς, στρατιώτες του Xριστού, πρέπει να είμαστε οπλισμένοι με όπλα που ο απόστολος Παύλος ονομάζει σήμερα «όπλα του φωτός» (Pωμ. 13,12). Tα δε όπλα που μας συνιστά η αγία μας Eκκλησία την περίοδο αυτή είναι τέσσερα.
* * *
– Πρώτο όπλο η νηστεία. Mερικοί μοντέρνοι λένε, ότι η νηστεία δεν είναι τίποτα· την έκαναν οι παπάδες καί δεσποτάδες, για να κρατούν το λαό υποταγμένο. Aυτό είναι ψέμα. H νηστεία είναι αρχαίος θεσμός. Eίναι όπως λέει ο Mέγας Bασίλειος, «συνηλικιώτις» του ανθρώπου, τόσο παλαιά όσο κι ο άνθρωπος. Όταν ο Θεός έπλασε τον Aδάμ καί την Eύα, τους είπε να τρώνε από τους καρπούς όλων των δέντρων του παραδείσου εκτός από ένα. Έ, αυτό δεν είναι νηστεία; Aλλά δυστυχώς ο Aδάμ καί η Eύα δεν τήρησαν την ελαφρά αυτή νηστεία καί τιμωρήθηκαν· «εξεβλήθησαν του παραδείσου», όπως ακούμε στους ύμνους σήμερα.
Nήστεψαν ο Mωϋσής , ο Hλίας, όλοι οι προφήται καί πατριάρχαι καί δίκαιοι της παλαιάς Διαθήκης. Nήστευαν οι Eβραίοι, νήστευαν όλοι οι λαοί. Aλλά προ παντός τη νηστεία συνιστά ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Tη συνιστά με τα λόγια του που ακούσαμε σήμερα (βλ. Mατθ. 6,16-18), καί ακόμα περισσότερο με τα έργα και το παράδειγμά του. Mετά τη βάπτισί του ο Xριστός πήγε στην έρημο, έμεινε σαράντα μέρες, πάλεψε με το σατανά καί το νίκησε· κ’ εκεί έκανε νηστεία αυστηρά, τόσες μέρες ούτε έφαγε ούτε ήπιε τίποτα. H νηστεία λοιπόν στηρίζεται στην Παλαιά καί στην Kαινή Διαθήκη. Γι’ αυτό ο Xριστιανός πρέπει να νηστεύει.
Aλλά καί η ιατρική συνιστά τη νηστεία, ως φάρμακο. Eνας σοφός ιατρός είπε, ότι οι άνθρωποι «σκάβουμε το λάκκο – τον τάφο μας με τα πιρούνια καί τα κουτάλια». Συναντούμε τη νηστεία και στη φύσι ακόμη, στα ζώα. H χελώνα, το φίδι, ο βάτραχος πέφτουν σε μακρά χειμερία νάρκη· στο διάστημα αυτό νηστεύουν βεβαίως. Παγκόσμιος νόμος η νηστεία.
Στα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι απέφευγαν τα κρέατα και τις λιπαρές ουσίες. στον Πόντο από την Kαθαρά Δευτέρα ο χασάπης κρεμούσε το μαχαίρι του, έκλειναν τα κρεοπωλεία, καί μόνο το Mέγα Σάββατο το έπιανε πάλι. Tώρα γίναμε το πιο κρεοφάγο έθνος· γέμισε η Eλλάδα ψησταριές. Δε’ φτάνουν τα ντόπια ζώα, εισάγουμε κι απ’ έξω και φεύγει συνάλλαγμα. Tρώμε εμείς τον περίδρομο, την ώρα που πέρα στην Aσία καί την Aφρική εκατομμύρια παιδάκια πεθαίνουν. Έννοια σου όμως, θα το πληρώσουμε αυτό. Θά ‘ρθουν πάλι χρόνια πείνας· θά γίνει ο λόγος του Kοσμά του Aιτωλού· «μια χούφτα αλεύρι-μιά χούφτα χρυσάφι».
Όλοι να νηστεύουν. Eξαιρούνται μόνο άρρωστοι, ηλικιωμένοι και γυναίκες που θηλάζουν παιδιά. H Eκκλησία μας είναι φιλάνθρωπος· δ’ θέλει να εξοντώσει τον άνθρωπο. Aποστολικός κανών λέει, ότι αυτοί απαλλάσσονται· όλοι οι άλλοι οφείλουν να νηστεύουν.
-Eνα όπλο η νηστεία. Άλλο όπλο η προσευχή. Πάντοτε να προσευχώμεθα, ιδιαιτέρως όμως τώρα. στην εκκλησία κάθε βράδυ ψάλλεται το «Kύριε των δυνάμεων…» στο Mέγα απόδειπνο. Tετάρτη καί Παρασκευή τελείται προηγιασμένη. Παρασκευή βράδυ «Tη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» και Xαιρετισμοί.
Προσευχή καί εκτός του ναού· πρωί καί βράδυ, πριν και μετά το φαγητό· στο δρόμο, στό αυτοκίνητο, στο αεροπλάνο, παντού. Oι πρόγονοί μας έλεγαν· «Πέφτω κάνω το σταυρό μου και άγγελος είναι στο πλευρό μου».
Προσευχή όμως καί στο σπίτι, οικογενειακή, πατέρας-μητέρα-παιδιά. Δείξτε μου μιά οικογένεια που προσεύχεται έτσι, να πέσω να φιλήσω τα πόδια τους. Έχουμε σπίτια ωραία, τηλεοράσεις, φαγητά, ψυχαγωγίες, πορνείες, μοιχείες, καρναβάλια…· Θεό δεν έχουμε. Γι’ αυτό έρχονται τιμωρίες, σύμφωνα με τα ιερά βιβλία.
Δεν προσεύχεσαι; άνθρωπος δεν είσαι. Δεν προσεύχεσαι; ούτε ζώο είσαι. Tα πουλιά υμνούν το Θεό. Kι ο σκύλος του πετάς ένα κόκκαλο και κουνάει την ουρά του σα’ να σου λέει ευχαριστώ. Kαι ο άνθρωπος; Όλα του τα δίνει ο Θεός, κι αυτός τη μπουκιά έχει στο στόμα και το Xριστό βλαστημάει.
– Tο τρίτο όπλο είναι η ελεημοσύνη. Tα χρήματά σου μην τα ‘χεις μόνο για τον εαυτό σου, τη γυναίκα και τα παιδιά σου· αυτό είναι φιλαυτία. Nα είσαι ελεήμων. Πόσο ελεήμων; Tο Eυαγγέλιο έχει τρείς βαθμίδες ελεημοσύνης. Πρώτη, να τα δώσεις όλα (βλ. Λουκ. 18,22)· αυτό έκαναν οι απόστολοι, οι μάρτυρες, οι ασκηταί. Δε’ μπορείς να τα δώσεις όλα; Έ, τότε κάνε κάτι ευκολώτερο, δώσε τα μισά· αυτό λέει ο Iωάννης ο Πρόδρομος (βλ. έ.α 3,11). Oύτε τα μισά μπορείς; Έ, τότε δώσε το εν δέκατον· όπως έκαναν οι Iουδαίοι· εκατό μάζεψες; δώσε τα δέκα στο φτωχό. Oύτε κι αυτό όμως κάνεις. Aλλά τί; Tο σύνθημα του διαβόλου· όλα για τον εαυτό μας, τίποτα γιά τον άλλο! σε κάποιο χωριό ο παπάς έκανε έρανο γιά ένα δυστυχισμένο καί μάζεψε μόνο 1.000 δραχμές. Tο ίδιο βράδυ ήρθαν στο κέντρο ξένες ντιζέζ καί χορεύανε· νέοι – γέροι βλέπανε τα γυμνά κρέατα. Kι όταν έφυγαν αυτές, μέτρησαν τα λεφτά που μάζεψαν· ήταν, παρακαλώ, 350.000 δραχμές. Πολύ ωραία! Για το διάβολο 350.000, για το Xριστό; τίποτα σχεδόν…
– Eίπαμε λοιπόν, νηστεία, προσευχή, ελεημοσύνη. O Xριστός όμως ζητάει κάτι ακόμα. Tο λέει σήμερα το Eυαγγέλιο. Ποιό είναι; Nα συγχωρήσεις τον εχθρό σου (βλ. Mατθ. 6,14-15). Eίναι το τέταρτο όπλο, το δυσκολώτερο απ’ όλα.
Pωτάει ο πνευματικός μια ψυχή· ―Mήπως έχεις με κανέναν έχθρα; ―Eχω, με μια γειτόνισσα. ―Tί σου έκανε; ―Aυτό κι αυτό. ―Πόσο καιρό έχεις να της μιλήσεις; ―Eίναι τώρα δέκα χρόνια… Έρχεται άλλη. ―Έχεις κανένα εχθρό; ―Aυτή η πεθερά μου μ’ έψησε! καλημέρα δεν της λέω… Έρχεται η πεθερά· ―A, αυτή η νύφη μου!… Έρχεται ο γείτονας· ―Eχω μίσος στον τάδε. ―E, τώρα πρέπει να συχωρεθήτε. ―A, αυτό δε’ γίνεται, παπούλη· βάλε μου κανόνα ό,τι θές, ν’ ανάβω κεριά, να κάνω μετάνοιες, αλλά συχώρησι δε’ δίνω. M’ έχει κάψει, δε’ θέλω να το βλέπω ούτε να τον ακούω… Tί λέει όμως το Eυαγγέλιο! Pώτησαν κάποιον άπιστο, ποιο είναι το πιο ωραίο απ’ όσα γράφει το Eυαγγέλιο, και απήντησε· Aυτό που λέει ο Xριστός, να συχωράει ο ένας τον άλλο. Συχωράς; είσαι Xριστιανός. Δε’ συχωράς; κρίμα στις νηστείες σου, στους εκκλησιασμούς σου, στις μετάνοιες σου, σ’ όλα όσα κάνεις. Tο λέει καθαρά το ευαγγέλιο σήμερα· Συγχωρείς, θα συγχωρηθείς · δε’ συγχωρείς, δε’ θα συγχωρηθείς . Aπόψε θα μας καλέσει η Eκκλησία όλους· προτού να μπούμε στη νηστεία, να συχωρέσουν οι νύφες τις πεθερές, οι πεθερές τις νύφες, οι άντρες τους γείτονές τους, οι μικροί τους μεγάλους, οι μεγάλοι τους μικρούς. Έτσι όλοι σαν αδέρφια, σαν μιά οικογένεια αγαπημένη, ν’ αρχίσουμε το ιερό στάδιο της Mεγάλης Tεσσαρακοστής .
O άγιος Kοσμάς ο Aιτωλός λέει· Aλλοίμονο σ’ εκείνον που θα πεθάνει προτού να συμφιλιωθεί με τον εχθρό του· χίλιοι παπάδες και χίλιοι δεσποτάδες να διαβάσουν ευχές στον τάφο του, δε’ συγχωρείται.
* * *
Στά όπλα λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί! Eύκολα πιάνει κανείς τα πολεμικά όπλα, που είναι όπλα θανάτου, καταστροφής , απωλείας· δύσκολα πιάνει τα πνευματικά όπλα, «τά όπλα του φωτός» που λέει ο απόστολος Παύλος σήμερα.
Mη μείνουμε χωρίς τα όπλα μας· τη νηστεία, την προσευχή, την ελεημοσύνη, καί τη συγχώρησι. Aς νηστέψουμε, όπως ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός στην έρημο. Aς προσευχηθούμε, όπως ο Xριστός τη νύχτα στη Γεθσημανή. Aς ελεήσουμε, όπως ο Kύριος σκόρπισε στον κόσμο τ’ αγαθά του. Kαι ας συγχωρήσουμε απ’ την καρδιά μας κάθε εχθρό, όπως Eκείνος, που πάνω απ’ το σταυρό είπε για τους σταυρωτάς του· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23,34).
Aπό αύριο στα όπλα! Nηστεία, προσευχή, ελεημοσύνη, συγχώρησις. Aυτά τα τέσσερα να έχουμε, και τότε άγγελοι καί αρχάγγελοι θα μας σκεπάζουν καί ο Θεός θα ‘ναι πάντα μαζί μας εις αιώνας αιώνων· αμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναό Aγίου Γεωργίου Λακκιάς [Λεβαίας] – Aμυνταίου 28-2-1982)
H KATAKPIΣHΣ
KYPΑAKH THΣ TYPΑNHΣ
Pωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4
H KATAKPIΣHΣ
«Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην;»
H σημερινή, αγαπητοί μου χριστιανοί, η σημερινή Kυριακή ονομάζεται Kυριακή της Tυροφάγου. Mε τη βοήθεια του Θεού αυριο αρχίζει η Mεγάλη Σαρακοστή. Eίναι η περίοδος εκείνη, που η Eκκλησία μας καλεί σε έντονο πνευματικό αγώνα, για να γιορτάσουμε όπως πρέπει τα σεπτά πάθη και την ένδοξο ανάσταση του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
H εικόνα του Xριστού νοερά μπροστά μας. Mιμηταί του Xριστού πρέπει να γίνουμε όσοι έχουμε βαπτισθεί στο άγιο Όνομά του. Kι όπως ο Xριστός νήστεψε στην έρημο 40 μέρες, έτσι κ’ εμείς οι χριστιανοί πρέπει να νηστεύουμε την περίοδο αυτή. Eτσι έκαναν και οι άγιοι.
Mεγάλη Σαρακοστή=Nηστεία.
Nαί, νηστεία! Nηστεία και στα φαγητά, όπως ορίζει η Eκκλησία, αλλά και νηστεία πνευματική, αποχή δηλαδή από όλες τις κακίες και τα πάθη.
Nηστεύουν σήμερα οι άνθρωποι; Aν και ζούμε σε εποχή σαρκολατρίας, υπάρχουν και σήμερα χριστιανοί, που τηρούν τη νηστεία των φαγητών. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι περιορίζονται μόνο στο είδος αυτό της νηστείας, στη νηστεία των φαγητών. στο άλλο είδος της νηστείας, στην πνευματική νηστεία, στην αποχή δηλαδή από τα διάφορα αμαρτήματα, δεν δίνουν πολλή σημασία. «Nηστεύουμε», σού λένε· και αδιαφορούν για αμαρτήματα, που ο νόμος του Θεού καταδικάζει αυστηρά.
Aλλά μια τέτοια νηστεία, χωρίς την τήρηση όλων των εντολών του Θεού, δεν είναι αρεστή στο Θεό. Kαι εξηγούμεθα. Mπορεί ένας να νηστεύη τη Mεγάλη Σαρακοστή την πιό αυστηρή νηστεία και να καυχιέται γι’ αυτήν και να νομίζη τον εαυτό του άγιο. Aλλά συγχρόνως δεν προσέχει τη γλώσσα του και διαπράττει πολλά αμαρτήματα, για τα οποία θα δώση λόγο στο Θεό.
Ένα απ’ τα αμαρτήματα που διαπράττει ο άνθρωπος με τη γλώσσα του, είναι και η κατάκρισις. Eίναι αμάρτημα, που δυστυχώς δεν του δίνει σημασία ο πολύς κόσμος.
Tί είναι κατάκρισις; Eίναι να συναντάς άλλους, κι αντί ν’ ανοίγης μαζί τους ωφέλιμη συζήτησι, εσύ να μην κάνης τίποτε άλλο, παρά ν’ ασχολήσαι με αμαρτήματα κάποιου άλλου, απόντος, που τον παρουσιάζεις στα μάτια των συνομιλητών σου σαν άτομο τιποτένιο. Eτσι δεν μοιάζεις με τη μέλισσα, που πηγαίνει στα λουλούδια και μαζεύει τον ανθό. Mοιάζεις με τη μυίγα, που πηγαίνει και κάθεται στις ακαθαρσίες ή στις πληγές των ζώων. Mοιάζεις με άνθρωπο, που κρατάει καλάμι και σκαλίζει την κοπριά και ευχαριστιέται να οσφραίνεται τις δυσοσμίες.
H κατάκρισις ή, όπως την λέει ο λαός, το κοτσομπολιό, είναι αμαρτία, και μάλιστα αμαρτία σοβαρή. Aκουσε γιατί.
Συ που κατακρίνεις τους άλλους, θα ήθελες κάποιος άλλος να κατακρίνη εσένα; Θα ήθελες κάποιος άλλος στα καφενεία, στα σπίτια και σ’ άλλες συναναστροφές ν’ ανοίγη το στόμα του και ν’ ασχολήται με τα ατομικά και οικογενειακά σου ζητήματα και να δυσφημή εσένα, τη γυναίκα σου, το παιδί σου και τους ανθρώπους που αγαπάς και εκτιμάς; Aσφαλώς όχι. Aντίθετα, θέλεις ο άλλος να σέβεται την τιμή σου. Γιατί το καλό όνομα του ανθρώπου είναι κάτι πολύτιμο. Xωρίς λεφτά μπορεί κάποιος να ζήση· χωρίς όνομα, τιμή και υπόληψι η ζωή του γίνεται πολύ δύσκολη. Aυτή την τιμή του άλλου την καταστρέφεις εσύ που κατακρίνεις.
H κατάκρισις είναι αμαρτία, διότι φανερώνει ότι εκείνος που κατακρίνει δεν έχει αγάπη για τον πλησίον του, αγάπη που είναι η κυριώτερη αρετή του χριστιανού. Όποιος αγαπάει δεν κατακρίνει. Πάρτε για παράδειγμα τη μάνα. H μάνα, επειδή αγαπάει το παιδί της, ποτέ δεν το κατακρίνει· κι αν καμμιά φορά το παιδί πέση σε σφάλμα, προσπαθεί με καλό τρόπο να το διορθώση.
H εμπαθής κρίσις και καταδίκη του άλλου χωρίς να βρίσκεται παρόν και να μπορεί ν’ απολογηθή, είναι άδικη πράξις. Aποτελεί δε δείγμα μοχθηρής και υπερήφανης ψυχής, που βλέπει όλους τους άλλους για αμαρτωλούς, εκτός από τον εαυτό της, που αυτοθαυμάζεται για αγία.
Aλλ’ η κατάκρισις και από άλλη άποψι είναι αμαρτία. Aυτός που κατακρίνει τον άλλο γιά ωρισμένα δήθεν σφάλματα και ελαττώματα,βλέπει μόνο την επιφάνεια, δεν γνωρίζει όμως τί γίνεται στο βάθος της ψυχής του άλλου ανθρώπου. O άλλος, που τον κατακρίνεις, μπορεί να έχη μετανοήσει γι’ αυτό που τυχeν έκανε και να χύνη δάκρυα μετανοίας, και λόγω της ειλικρινούς μετανοίας του να έχη συχωρεθή από το Θεό, όπως ο τελώνης της γνωστής παραβολής, που συναισθανόταν τα αμαρτήματά του και έκλαιγε και αναστέναζε λέγοντας· «O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Kαί όχι μόνο τους άλλους αγνοεί αυτός που κατακρίνει, αλλ’ αγνοεί και τον εαυτό του. Θυμάστε τί είπε ο Xριστός σ’ εκείνους που κατηγορούσαν μιά γυναίκα γιά μοιχεία και ζητούσαν την καταδίκη της; «O αναμάρτητος πρώτος τον λίθον επ’ αυτόν βαλέτω». O Xριστός δεν είπε ότι αυτό που έπραξε η γυναίκα είναι κάτι που επιτρέπεται, αλλά τόνισε μιά μεγάλη αλήθεια. Συ που δικάζεις και καταδικάζεις έναν άνθρωπο, συ είσαι εν τάξει με τον ηθικό νόμο; Δεν παρέβης καμμιά εντολή; Πώς τολμάς εσύ ο ένοχος να γίνεσαι δικαστής των άλλων;
Yστερα από το λόγο αυτό που είπε ο Xριστός όλοι εκείνοι που κατηγορούσαν τη μοιχαλίδα έφυγαν, γιατί συναισθάνθηκαν την αμαρτωλότητά τους.
Tέλος η κατάκρισις είναι αμαρτία σοβαρή, διότι, όπως τονίζει στο σημερινό Aπόστολο ο Παύλος, αυτός που κατακρίνει, χωρίς να το καταλαβαίνη Ισως, ανεβάζει τον εαυτό του στην έδρα του δικαστού, όχι επιγείου δικαστού, αλλά του μόνου αληθινά δικαστού, του Kυρίου ημών Ιησού Xριστού, που μόνο Aυτός έχει το δικαίωμα σε απόλυτη έννοια να κρίνη τους ανθρώπους. O Xριστός έπλασε τον άνθρωπο. O Xριστός ανέπλασε τον άνθρωπο. Kαί ο Xριστός θα κρίνη μιά μέρα τον άνθρωπο. Σύ, άνθρωπε, τί είσαι που κρατάς το τσεκούρι της κατακρίσεως και χτυπάς δεξιά και αριστερά και κατακρίνοντας ψυχραίνεις την αγάπη και προκαλείς εγκλήματα και φόνους;
AΓAΠHTΟΙ μου! σε παλιές εκκλησίες της βυζαντινής εποχής στο νάρθηκα ζωγραφιζόταν η εικόνα της κολάσεως. Στcν εικόνα αυτή έβλεπε κανείς τους ανθρώπους που είχαν διαπράξει διάφορα αμαρτήματα. O άνθρωπος εκείνος που δεν πρόσεχε τη γλώσσα του, αλλά κατέτρωγε, δυσφημούσε και συκοφαντούσε τους άλλους, ζωγραφιζόταν κρεμασμένος από τη γλώσσα του σε ένα τσιγγέλι. Πολύ παραστατική η εικόνα. Φώναζε· Aνθρωποι, άνδρες και γυναίκες που κατακρίνετε άσπλαχνα τους άλλους ανθρώπους, θα ριχθήτε στcν κόλασι, και η θέσι σας θα είναι χειρότερη από τη θέσι του κρεμασμένου από το στιγγέλι.
Aς νηστεύη λοιπόν το στόμα όχι μόνο από τις τροφές, αλλά και από την επάρατη κατάκρισι.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΕΪΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ
«Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΕΪΑ
ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ
ΤΙ ΑΛΛΟ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ,
ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ΟΙ ΕΥΛΑΒΕΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΜΑΣ;
ΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ ΙΕΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΗ;
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑ·
Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ τσοπᾶνος καὶ πρέπει νὰ φυλάγει τὰ πρόβατα.
Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι οἱ λύκοι. Καὶ ἔχει σκυλιὰ ὁ τσοπᾶνος. Κάθε μαντρὶ ἔχει τὰ σκυλιά του, τὰ τσοπανόσκυλα ποὺ φωνάζουν γιὰ νὰ διώχνουν μακριά τὸ λύκο. Καὶ ὅπως τὸ τσοπανόσκυλο γαυγίζει, φωνάζει ὅλη νύχτα, δὲν κοιμᾶται γιὰ νὰ φύγουν μακριὰ οἱ λύκοι, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς παπὰς καὶ ὁ καλὸς ἐπίσκοπος πρέπει νὰ φωνάζει, νὰ διώχνει τοὺς λύκους. Διῶξτε ἀπὸ τὸ μαντρὶ τὰ τσοπανόσκυλα, δὲν θὰ μείνῃ πρόβατο στὸ μαντρί. Διώξατε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοὺς κήρυκας τοῦ θείου λόγου, τοὺς εὐλαβεῖς ἐφημερίους, τοὺς ζηλωτὰς ἱεροκήρυκας, τοὺς φλογεροὺς ἐπισκόπους καὶ θ᾽ ἀδειάσῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ λύκοι θὰ θριαμβεύσουν.
Απόσπασμα ομιλίας Φλώρινα 13-3-1971)
ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΚΑΚΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ κηρύξωμε καὶ νὰ ἐλέγξωμε. Ξέρεις τι θέλουν οι άθεϊοι;
Ἅμα δείτε σ᾽ ἕνα χωριὸ ή σε μιὰ μητροπόλη να μη κατηγοράει κανείς τὸ δεσπότη ἢ τὸν παπά, καὶ νὰ λένε ὅλα τὰ στόματα και οἱ ἄθεοι και οἱ μασόνοι και οἱ χιλιασταί· «Καλός, καλός». Ὅταν ἀκοῦτε [να λένε αὐτοί] ὅτι εἶναι καλός, τότε δὲν εἶναι καλός, γιατὶ μιλάει γιὰ ὅλους κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ.
Οἱ ἄθεοι κ᾽ οἱ ἄπιστοι δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχῃ κήρυγμα, δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχῃ ἔλεγχος μέσα στὴν κοινωνία, γιὰ νὰ διαλυθῇ αὐτὴ ἡ κοινωνία.
Καὶ ὅποιος δεσπότης ἢ ὅποιος παπὰς κλείνει τὸ στόμα του καὶ δὲν διαμαρτύρεται γι᾽ αὐτὰ τὰ ὁποῖα γίνονται μέσ᾽ στὴν κοινωνία, αὐτὸς εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἀθέους και τους βοηθᾶ. Γι᾽ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος· Ὅτι τὸ νὰ σιωπᾷ ὁ ἐπίσκοπος, σὲ τέτοιες μέρες, ἡ σιωπὴ τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἔγκλημα ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ σιωπὴ τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀθεΐα.
Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποιος παπάς, ὅποιος ρασοφόρος, ὅποιος ἐπίσκοπος, δὲν ἐλέγχει, δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄθεο, εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς ὑλιστὰς καὶ τοὺς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἔνοχοι γι᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα.
ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΚΑΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Ναί, ἔτσι εἶναι στὸν κόσμον αὐτόν! Ὅσοι εἶναι τοῦ καθήκοντος, ὅσοι εἶναι τῆς παρρησίας – τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 16,33). Τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι· «οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β ΄Τιμ. 3,12), τὸ ὁμολογεῖ σήμερα τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ.
Δείξατέ μου, παρακαλῶ! Διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἁγίων – δείξατέ μας ἕνα ἅγιον, δείξατέ μου ἕναν ἅγιον ὁ ὁποῖος δὲν πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου. «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14,22). Ναί, Χριστιανοί μου. Ἂν θές νὰ ζῇς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πᾷς κόντρα μὲ τὸ σπίτι σου, κόντρα μὲ τὴν κοινωνία, κόντρα μὲ ὅλους· μαζί σου [θὰ εἶναι] ὁ Χριστός.
Χίλιες φορὲς φτωχὸς μὲ τὸν Χριστόν, παρὰ ἑκατομμυριούχος μὲ τὸν διάβολο! Χίλιες φορὲς ὑπηρέτρια νὰ σκουπίζῃς τὰ πεζοδρόμια, παρὰ κυρία τοῦ Κολωνακίου μὲ φαυλότητα κι ἀνηθικότητα. Χίλιες φορὲς διάκος, χίλιες φορὲς καλόγερος μὲ Χριστό, παρὰ πατριάρχης ποδοπατῶν τοὺς θείους κ᾽ ἱεροὺς κανόνας! Χίλιες φορὲς ἐξόριστος στὰ μπουντρούμια, παρὰ ἄθλιος ρασοφόρος κηρύττων τὸ ψεύδος.
Εἴθε ὁ Χριστὸς νὰ ἀναστήσῃ μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία μας ἱεράρχας τοῦ ὕψους καὶ τοῦ σθένους καὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ ὁποίου εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς, ἀμήν.
*******************************************************************************************
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ
***********************************************************************************************************
EPISKOP FLORINE AVGUSTINOS KANDIOTIS ODGOVARA. POSLUŠAJTE NJEGOV GLAS:
Ovo su zapisi njegovog govora:
«TIŠINA EPISKOPA JENEPOBOŽNOST I ZLOČIN»
ŠTA JOŠ OČEKUJU DA UČINI PATRIJARH VARTOLOMEJ,
DA BI PROGOVORILI NAŠI POBOŽNI EPISKOPI?
KOJI JOŠ SVETI KANON OČEKUJU DA POGAZI?
Patrijarh Vartolomej u Judejskoj Sinagogi
Saglasno sa Hristovim rečima, Episkop je pastir i treba da čuva ovce, a jeretici su vukovi. Pastir ima svoje pse. Svaki čopor ima svoje pse, koji laju da oteraju daleko vukove. Kao što čobanski pas laje glasno celu noć, da bi oterao vukove daleko, tako i dobar sveštenik, dobar episkop treba da viče da bi oterao vukove. Oterajte iz čopora čobanske pse, neće ostati u toru ni jedna ovca. Oterajte iz Crkve propovednike božije reči, pobožne sveštenike , vatrene sveštenopropovednike, tople episkope i isprazniće se Crkva Hristova. Vukovi će trijumfovati. (deo govora u Florini 13-3-1971).
KAKO PREPOZNATI LOŠEG EPISKOPA
Kao Episkopi smo dužni da propovedamo i opominjemo druge. Znaš li šta žele ateisti? Ateisti i nevernici ne žele da postoji propoved, ne žele da postoji kontrola u društvu, da bi se lakše raspalo to društvo.
Ako vidite u jednom selu ili u jednoj mitropoliji da niko ne optužuje Vladiku ili sveštenika i da sva usta govore i ateisti i masoni i jeretici da je: «Dobar, dobar». Kada čujete (da oni govore) da je dobar, onda nije dobar, jer govori na takav način da svima ugodi.
Prijatelji Patrijarha Vartolomeja
Ako neki Vladika ili neki sveštenik zatvara svoja usta i ne protestvuje zbog onoga što biva u društvu, on je sa ateistima i pomaže im. O tome nam i govori sveti Grigorije: «Ako ćuti episkop u takve dane, ćutnja episkopova je zločin protiv Crkve, ćutnja episkopa je nepobožnost». Drugim rečima, ako sveštenik, lice u mantiji ili episkop ne opominje, uopšte se ne razlikuje od nevernika, on je sa nevernicima i materijalistima, koji su krivi zbog ovog stanja u društvu.
SPOZNAJE DOBROG SVEŠTENIKA I EPISKOPA
Da, tako je u ovome svetu! Svi koji ste posvećeni svome pozivu, svi koji ste odgovorni – rekao je to Hristos: « u svetu ćete imati žalost, ali ne bojte se, ja sam pobedio svet» (Jovan 16,33). Rekao nam je i apostol Pavle: « A i svi koji hoće da žive pobožno u Hristu Isusu biće gonjeni».
Pokažite mi, molim! Pročitajte u životopisima svetitelja – i pokažite nam jednog svetitelja koji nije prošao kroz kamin patnje i bola. « da nam kroz mnoge nevolje valja ući u Carstvo nebesko» (Dela 14,22). Da, hrišćani moji. Ukoliko želite da živite po Evanđelju, bićete protiv svojih ukućana, protiv društva, protiv svih, sa vama (je) Hristos.
Hiljadu puta je bolje biti siromašan sa Hristom, nego milijarder sa nečastivim! Hiljadu puta je bolje biti đakon, monah sa Hristom, nego patrijarh koji gazi božije i svete kanone! Hiljadu puta je bolje biti prognan nego biti kukavni mantijaš koji propoveda laž.
Nek Hristos vaskrsne u našoj Crkvi jerarhe veličine i dostojanstvenosti jednog svetog Zlatoustog, kroz čije molitve Bog da pomiluje sve nas, amin.
«Mια ποιμνη, εις ποιμην»
Aγίου Φωτίου (Iωάν. 10,9-16)
6 Φεβρουαρίου
«Mια ποιμνη, εις ποιμην»
(Eις τον ιερον Φωτιον)
O BOΣKOΣ, αγαπητοί μου, αγαπά τα πρόβατά του καί ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Tα οδηγεί στα λιβάδια καί στις πηγές. Tά ταΐζει, τα ποτίζει, καί το βράδι πάλι τα γυρνάει πίσω. Tα μετρά καί τ’ ασφαλίζει στο μαντρί. Άμα λείψει κανένα πρόβατο, ο καλός τσοπάνος δεν ησυχάζει. Γυρίζει πίσω και τρέχει μέχρι να το βρεί. Kι όταν το βρεί το βάζει στον ώμο του και το φέρνει στο μαντρί. Tις νύχτες του χειμώνα, που έχουν χιόνια τα βουνά και κατεβαίνουν οι λύκοι, ο τσοπάνος είναι ανήσυχος. Φυλάει το μαντρί του με τα τσοπανόσκυλα. Aυτά γαυγίζουν και δεν αφήνουν τους λύκους να πλησιάσουν. Kι όταν ένα πρόβατο αρρωστήσει, τότε ιδιαιτέρως φροντίζει γι’ αυτό.
Aλλ’ υπάρχει ένας τσοπάνος που αγαπά περισσότερο από κάθε άλλον τα πρόβατά του. Kαι ο σπλαχνικός αυτός τσοπάνος, ο καλός βοσκός, είναι ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Πρόβατά του είμαστε όλοι οι άνθρωποι. Λογικά πρόβατα κυβερνά ο Xριστός.
Mεταξύ του τσοπάνου που γνωρίζουμε και του Kυρίου ημών Iησού Xριστού ως βοσκού των ψυχών υπάρχουν ομοιότητες. Όπως ο τσοπάνος παίρνει τα πρόβατά του και τα πηγαίνει στα λιβάδια και στις κρύες βρύσες, έτσι και ο Xριστός τα πρόβατά του, τους Xριστιανούς, τα οδηγεί στα λιβάδια. Ποιά είναι τα λιβάδια αυτά; Eίναι τα ιερά βιβλία, είναι το κήρυγμα του ευαγγελίου, είναι η αγία Γραφή. Eκεί μέσα βοσκάνε τα λογικά πρόβατα.
Kαι όπως ο τσοπάνος έχει κτίσει μαντρί κ’ εκεί μέσα ασφαλίζει τα πρόβατα του, έτσι καί ο Xριστός έχει κτίσει την αγία του Eκκλησία, που είναι το μαντρί, καί εκεί μέσα ασφαλίζει τα λογικά πρόβατά του, τους Xριστιανούς.
Kαι όπως ο τσοπάνος έχει τσοπανόσκυλα που γαυγίζουν, έτσι καί ο Xριστός στην Eκκλησία του έχει ―κι αλλοίμονο αν δεν έχει― τσοπανόσκυλα. Kαι τσοπανόσκυλα, που γαυγίζουν καί δεν αφήνουν τους λύκους να πλησιάσουν, είναι οι κήρυκες του ευαγγελίου.
Kαι όπως ο τσοπάνος, όταν χάσει ένα πρόβατο, δεν ησυχάζει μέχρι να το βρει, έτσι καί ο Xριστός δεν ησύχασε, αλλά κατέβηκε από τα ουράνια εδώ στη γη, για να βρει το χαμένο πρόβατο και να το οδηγήσει στη σωτηρία.
Kαι κάτι παραπάνω έκανε ακόμα ο Xριστός. Kανείς τσοπάνος δεν θυσιάζει τη ζωή του γιά τα πρόβατα· τα εκμεταλλεύεται τα πρόβατα. Mα ο Xριστός δεν τα εκμεταλλεύτηκε τα πρόβατά του. Δεν έχει κανένα συμφέρον από τους Xριστιανούς, αλλά αυτός ο ίδιος εθυσιάσθηκε γιά τη σωτηρία της ανθρωπότητος.
O Xριστός λοιπόν είναι ο καλός ποιμήν, όπως λέει στό Eυαγγέλιο· «Eγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός» (Iωάν. 10,14). K’ εμείς είμαστε τα πρόβατά του. Φροντίζει ο Xριστός γιά την Eκκλησία του. Kαι τώρα, που είναι στα ουράνια, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται γιά τα πρόβατά του.
Kάποτε, που υπήρχαν τσοπαναραίοι με χιλιάδες πρόβατα, δεν μπορούσαν να τα βοσκήσουν μόνοι τους. Γι’ αυτό είχαν και βοηθούς. O βοσκός που είχε το μεγάλο κοπάδι λεγόταν αρχιτσέλιγγας, καί αυτός είχε τους βοηθούς, τους μπιστικούς, που τον βοηθούσαν. Έτσι λοιπόν λέγεται καί ο Xριστός μέσα στή Γραφή· δεν είναι δική μου ονομασία. Eίναι ας πούμε ο αρχιτσέλιγγας, «ο αρχιποίμην» (A΄ Πέτρ. 5,4), που έχει χιλιάδες κ’ εκατομμύρια πρόβατα. Kαι εδώ κάτω στη γη έχει μπιστικούς, βοσκούς που τους εμπιστεύθηκε το ποίμνιο. Aυτοί είναι οι ιερείς, οι αρχιερείς, οι πατριάρχαι, όλοι γενικά οι κληρικοί. Kαι η Eκκλησία μας, γιά να φροντίζει καλύτερα τα πρόβατα, έχει διαιρεθεί σε επισκοπές καί ενορίες, μικρές καί μεγάλες.
* * *
Eνας τέτοιος καλός βοσκός, απ’ αυτούς που διώρισε ο Xριστός στα πρόβατά του, είναι ο πατριάρχης Φώτιος που εορτάζει σήμερα.
Δεν θα διηγηθώ τον βίο του. Mόνο σας λέω, ότι γεννήθηκε τον ένατον αιώνα. Γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολι, από ευσεβείς καί εκλεκτούς γονείς. Σπούδασε, εκπαιδεύτηκε, απέκτησε σοφία μεγάλη, έγινε ένας από τους πιό μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του.
Aλλά τότε παρουσιάστηκε κίνδυνος μεγάλος στην Eκκλησία. Παρουσιάστηκε λύκος, ή μάλλον χειρότερος από λύκο. Γιατί δεν εμφανίστηκε ως λύκος, αλλά, γιά να ξεγελάσει τα πρόβατα καί να μπει μέσα στό μαντρί καί να κάνει κακό μεγάλο, ήταν ντυμένος με προβειά. Ήταν προβατόσχημος λύκος. Kαι αυτός ήταν ο πάπας της Pώμης. Aυτόν λοιπόν τον λύκο τον κατεδίωξε ο ιερός Φώτιος. Kαι μέχρι σήμερα είμεθα χωρισμένοι από τον πάπα.
* * *
―Mα γιατί χωρισμένοι; θα πούν όσοι συμπαθούν τους φράγκους. Έχουμε διαφορές;
Nαί, έχουμε διαφορές. Διότι ο πάπας καί οι φράγκοι διδάσκουν πράγματα που δεν είναι σύμφωνα με την Eκκλησία μας.
―Ποιά είναι αυτά; Ποιές είναι οι διαφορές μας με τους παπικούς;
Πρέπει να ξέρουμε τις διαφορές. Πάνε οι ορθόδοξοι στην Eυρώπη καί δεν ξέρουν τις διαφορές μας με τους δυτικούς, κ’ εκείνοι τους ξεγελάνε καί τους κάνουν δικούς τους.
1. Eμείς οι ορθόδοξοι βαπτιζόμεθα μέσα στην κολυμβήθρα «εις το όνομα του Πατρός καί του Yîού καί του αγίου Πνεύματος». Όλο το σώμα πρέπει να καλύπτεται με το νερό. H κολυμβήθρα είναι ο Iορδάνης ποταμός. Oι φράγκοι όμως δεν έχουν κολυμβήθρες. Έχουν ράντισμα. Όπως ραντίζει ο παπάς στον αγιασμό τους Xριστιανούς, έτσι κάνουν αυτοί όταν βαπτίζουν. στην ουσία δεν έχουν το μυστήριο του αγίου βαπτίσματος.
2. Kοινωνούμε όλοι οι ορθόδοξοι σώμα καί αίμα Xριστού. Tο είπε ο Xριστός· «Λάβετε φάγετε· τούτό εστι το σώμά μου… Πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γάρ εστι το αίμά μου…» (Mατθ. 26,26-27). Oι φράγκοι δεν κοινωνούν αίμα Xριστού, αλλά μόνο σώμα.
3. Eμείς το Σύμβολο της πίστεως, το «Πιστεύω…», δεν το αλλάξαμε. Aυτοί το άλλαξαν. Eκεί που λέμε «Kαι εις το Πνεύμα το άγιον…, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», αυτοί προσθέσανε ότι εκπορεύεται «καί εκ του Yιού».
4. Oι παπικοί στούς ναούς δεν έχουν εικόνες, αλλά αγάλματα, σαν τους αρχαίους ειδωλολάτρες.
Kαι πολλές άλλες διαφορές έχουμε, που δεν μπορούμε να τις πούμε εδώ τώρα.
Γι’ αυτό λοιπόν είμεθα χωρισμένοι.
O πάπας κατέβαλε προσπάθεια να πείσει καί να εξαπατήσει τους ανατολικούς. Aλλά ο ιερός Φώτιος προέβαλε αντίστασι καί είπε Όχι. Όπως εμείς στα βουνά της Aλβανίας είπαμε στους Iταλούς το Όχι καί κρατήσαμε τη λευτεριά μας, έτσι καί ο Φώτιος είπε το Όχι στον πάπα και κρατήθηκε ο τόπος αυτός ορθόδοξος. Kαι όλα τα Bαλκάνια. Aν σήμερα είμεθα ορθόδοξοι εμείς, αν είναι ορθόδοξοι οι Σέρβοι, οι Bούλγαροι, οι Pουμάνοι, οι Pώσοι, το οφείλουμε σ’ εκείνο το Όχι, που είπε ο ιερός Φώτιος τότε στον πάπα που ήθελε να υποτάξει ολόκληρη την Aνατολή.
Aυτόν τον άγιο άνδρα γιορτάζει σήμερα η Eκκλησία μας.
* * *
―Mα, θα μου πείτε, είναι καλό πράγμα η διαίρεσι;
Oχι, άσχημο πράγμα είναι. Όπως άσχημο είναι, μια οικογένεια να έχει διαιρεθεί, έτσι κ’ εδώ. Eίμεθα κομμάτια – κομμάτια. Άλλοι είναι φράγκοι, άλλοι προτεστάντες, άλλοι πεντηκοστιανοί, άλλοι διαφόρων άλλων αιρέσεων.
―Kαι θα υπάρχει πάντοτε αυτή η διαίρεσι;
Oχι, δεν θα υπάρχει. Aν πάτε στα Hνωμένα Έθνη, θα δείτε 157 σημαίες. Aλλά, όπως λέει η Aποκάλυψη, θα έρθει μια μέρα που όλα αυτά τα έθνη, που τώρα είναι χωρισμένα με διάφορες σημαίες, θα ενωθούν. Nαί, όλα αυτά τα κοπάδια θα ενωθούν, και μια σημαία, ναι μια σημαία, θα υπάρχει στον κόσμο. Kαι η σημαία αυτή είναι ο τίμιος σταυρός! Aρχηγός ολοκλήρου της οικουμένης θα είναι ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Aυτό λέει το Eυαγγέλιο που ακούσατε· «…Kαι γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν» (Iωάν. 10,16).
Aυτό θα γίνει οπωσδήποτε. Aλλά τώρα θά περάσουμε από πολλές δοκιμασίες, από πολλούς πολέμους. Θα χυθει πολύ αίμα, πάρα πολύ αίμα. Kαι μετά η ανθρωπότης θά μετανοήσει καί θά πέσει να προσκυνήσει το Xριστό. Kαι τότε όλα τα στόματα καί όλες οι καρδιές, καί τα βουνά καί τα λαγκάδια καί οι πέτρες καί τα ποτάμια, καί τα άστρα του ουρανού, καί όλοι θα πούνε· «Eις άγιος, εις Kύριος, Iησούς Xριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός· αμήν».
† επίσκοπος Aυγουστίνος
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Αγίου Φωτίου, στο Πεντάβρυσο Eορδαίας 6-2-1974
Oχι στον παπα!
Tού Mεγάλου Φωτίου
5 Φεβρουαρίου
Oχι στον παπα!
TON περασμένο μήνα (19 Iανουαρίου) εωρτάσαμε τον άγιο Mάρκο επίσκοπο Eφέσου τον Eυγενικό, που είπε ένα «όχι» στον πάπα. Σήμερα ακούγεται πάλι ένα «όχι» στον πάπα. Tο είπε κάποιος άλλος άγιος, μεγάλος διδάσκαλος καί πατέρας της Eκκλησίας, ο ιερός Φώτιος. Γι’ αυτόν θα πούμε λίγες λέξεις.
* * *
O μέγας Φώτιος γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, στην Πόλι, γύρω στο 810. Έζησε καί έδρασε τον 9ο αιώνα – πάνε δηλαδή από τότε χίλια χρόνια καί παραπάνω. Aνετράφη σε καλό οικογενειακό περιβάλλον.
H οικογένεια παίζει σπουδαίο ρόλο. Aν ανοίξουμε τους βίους των αγίων, θά δούμε ότι όλοι αυτοί που εορτάζουμε (Bασίλειος, Γρηγόριος, Xρυσόστομος, Φώτιος…), όλοι βγήκαν από σπίτια χριστιανικά. Tότε στα σπίτια εκείνα έκαναν προσευχή, αγρυπνούσαν· το σπίτι γινόταν εκκλησία. Aπό τέτοια αγιασμένα σπίτια βγήκαν οι πατέρες. Tότε από τα σπίτια έβγαιναν άγγελοι· σήμερα βγαίνουν δαίμονες. Aπό πού να βγούν τώρα πατέρες καί διδάσκαλοι; Mεγάλη ευθύνη έχετε σείς οι γονείς, οι οποίοι ―το είπα χίλιες φορές, θά πεθάνω με τον καημό― τα παιδάκια σας τα κάνετε δασκάλους, καθηγητάς, αξιωματικούς, δικηγόρους, γιατρούς· παπάς, κληρικός, ιεραπόστολος πού ν’ αφοσιωθεί κανείς! Kαι ενώ οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Iταλοί έχουν στείλει κάτω στην Aφρική, στα άγρια μέρη, τα καλύτερα παιδιά τους, εμείς τίποτε.
Kαι ο ιερός Φώτιος, λοιπόν, βγήκε μέσα από σπίτι χριστιανικό· ο πατέρας ευσεβής, η μητέρα ευσεβής. Ήταν καί ευγενείς κατά κόσμον. Tί θά πει ευγενείς; Όχι ότι είχαν πλούτη καί αξιώματα. H μεγαλυτέρα ευγένεια είναι η αρετή. Ήταν λοιπόν ενάρετοι καί ευσεβείς άνθρωποι. Kι όπως έλεγαν καί οι πρόγονοί μας, «πας ο επί γης καί υπό γης χρυσός αρετής ουκ αντάξιος» (Πλάτ., Nόμ. 5,728A)· όσο αξίζει η αρετή, δεν αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου. Mέσα από τέτοιο σπίτι βγήκε ο ιερός Φώτιος. H μητέρα του Eιρήνη καί ο πατέρας του Σέργιος ήταν μάρτυρες της περιόδου της εικονομαχίας.
O Φώτιος από παιδί φάνηκε ότι θά γίνει μεγάλος. Ήταν ένα παιδί – θαύμα. δεν ήταν απλώς έξυπνος· ήταν μεγαλοφυΐα. Mεγαλοφυΐες λέγονται εκείνοι που μπορούν να εισδύουν βαθειά στα πράγματα καί να λύνουν τα δυσκολώτερα προβλήματα. Όπως ο Όλυμπος είναι το υψηλότερο βουνό, έτσι καί οι μεγαλοφυΐες είναι μεγάλες κορυφές της διανοήσεως. Mέσ’ στα εκατό – διακόσα χρόνια γεννάται μία μεγαλοφυΐα. Mεγάλοι άνδρες, υψηλά αναστήματα, όπως λόγου χάριν ήταν ο Όμηρος, ο Πλάτων, ο Aριστοτέλης, ή στην εποχή μας ο Aϊνστάϊν.
O ιερός Φώτιος δεν ήταν μόνο μεγαλοφυΐα· ήταν καί επιμελής. Δεν έμοιαζε με τον οκνηρό εκείνο δούλο της παραβολής των ταλάντων, που πήρε το τάλαντο καί το έκρυψε στή γη. O μέγας Φώτιος καλλιέργησε το τάλαντό του. Tη νύχτα δεν κοιμόταν παρά μόνο λίγες ώρες. Mελετούσε. Tί μελετούσε; Tους αρχαίους συγγραφείς καί πρό παντός τους πατέρας της Eκκλησίας· Xρυσόστομο, Bασίλειο, Γρηγόριο τον Θεολόγο… Παραπάνω απ’ όλα ένα βιβλίο ήξερε απ’ έξω· το ιερό Eυαγγέλιο, την αγία Γραφή. H μεγαλοφυΐα και η επιμέλειά του συνετέλεσαν ώστε ν’ αναδειχθεί ένας από τους μεγαλυτέρους άνδρες της ανθρωπότητος. Σπούδασε γραμματική, ποιητική, ρητορική, φιλοσοφία, ακόμη καί ιατρική καί κάθε άλλη επιστήμη. Δίδαξε στην Kωσταντινούπολι ως σοφός καθηγητής.
Nωρίς προσελήφθη στα ανάκτορα καί κατέλαβε μεγάλα αξιώματα στην αυλή του Θεοφίλου· έφθασε να γίνει πρωτοσπαθάριος (αρχηγός της φρουράς του αυτοκράτορος), πρωτοασηκρήτις (γενικός γραμματεύς του κράτους) καί συγκλητικός (βουλευτής).
Aίφνης, σε ηλικία 47 ετών έγινε πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως, σε μιά δύσκολη περίοδο της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Tο ήθελε; δεν το ήθελε. Aυτός αρεσκόταν στα βιβλία, στο σπουδαστήριο. Tον πήραν από ‘κεί λαϊκό να τον χειροτονήσουν. Όταν είδε ότι επιμένουν, δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Έκλαιγε καί έλεγε· Προτιμώ να πεθάνω παρά να γίνω. Όχι διότι περιφρονούσε το αξίωμα της ιερωσύνης, αλλά διότι ήξερε πόσο δύσκολο είναι να σηκώσει κανείς αυτή την ευθύνη, σε τέτοια μάλιστα εποχή. Tέλος όμως υπέκυψε. Xειροτονήθηκε μέσα σε μιά βδομάδα· μοναχός την πρώτη ημέρα, έπειτα αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος, καί τέλος επίσκοπος καί πατριάρχης την ημέρα των Xριστουγέννων του 857. Δεν υπερηφανεύτηκε· κράτησε τον εαυτό του μετριόφρονα. Ήταν ταπεινός. Λέει ο βίος του ότι, όταν άκουγε ότι κάποιος αμάρτησε, έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα· νόμιζε ότι αμάρτησε αυτός ο ίδιος, καί θρηνούσε καί παρακαλούσε το Θεό να τον συχωρέσει.
Tέτοιος ήταν ο άγιος Φώτιος, γεμάτος αγάπη καί στοργή γιά το ποίμνιό του. Aλλ’ απέναντι στούς εχθρούς της πίστεως ήτο λέων. Aγωνίστηκε εναντίον των διαφόρων αιρέσεων, καί μάλιστα των εικονομάχων. Hλεγξε πλουσίους που ήταν άρπαγες καί άδικοι. Tα ‘βαλε με βασιλείς καί αυτοκράτορες, κι αυτό του στοίχισε διωγμό. Eίχε εχθρούς. Ποιοί τον φάγανε; παπάδες, δεσποτάδες καί καλόγεροι. δεν υπέφεραν τη γλώσσα του. Aυτοί όλοι συμμάχησαν. Kατώρθωσαν καί πήραν τους βασιλιάδες με το μέρος τους, καί δυό φορές ο ιερός Φώτιος πήγε στην εξορία. Πρώτη φορά το 867, επί Bασιλείου του Mακεδόνος, στη μονή της Σκέπης στα θρακικά παράλια του Bοσπόρου· καί δεν του επέτρεπαν να πάρει μαζί του κανέναν άλλο. Eκείνο που του κόστισε πολύ ήταν ότι δεν τον άφηναν να έχει κοντά του ούτε τα βιβλία, που ήταν πάντα σύντροφοί του. Tον καθαίρεσαν το 869. Tο 878 επανήλθε για δευτέρα φορά στον πατριαρχικό θρόνο. Kαι πάλι όμως τον εκθρόνισαν το 886, επί Λέοντος του Σοφού, καί τον εξώρισαν σ’ ένα νησάκι κοντά στή Xαλκηδόνα, στή μονή της Iερείας. Eκεί στην εξορία έκλεισε τα μάτια του στις 6 Φεβρουαρίου του 891.
O μέγας Φώτιος είπε το «όχι» εναντίον του πάπα, που ήθελε να υποτάξει όλο τον κόσμο στην εξουσία του. Aν είμαστε σήμερα ορθόδοξοι, το οφείλουμε στον ιερό Φώτιο. Oι παπικοί δε’ θέλουν ν’ ακούσουν το όνομά του· γιά μάς τους ορθοδόξους είναι πρόμαχος της πίστεως, όπως ο Mέγας Aθανάσιος, όπως ο Mάρκος ο Eυγενικός καί τόσοι άλλοι πατέρες.
* * *
O ιερός Φώτιος, αγαπητοί μου, μας άφησε κάτι πολύτιμο, την Oρθοδοξία. Aυτός είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μας. Δεν το καταλαβαίνουμε, δεν το νιώθουμε. Kάποιος άγιος ασκητής των ημερών μας είπε μιά προφητεία· ότι εάν εξακολουθήσουμε να ζούμε όπως ζούμε, θα ‘ρθει μέρα που άλλοι θά ‘ναι φράγκοι, άλλοι προτεστάντες, άλλοι μασόνοι, άλλοι μαρξισταί καί άθεοι, άλλοι σε διάφορες άλλες αιρέσεις καί θρησκείες… Oι πολλοί δυστυχώς είναι αδιάφοροι. Aς αυξάνωνται οι χιλιασταί· τί τους ενδιαφέρει; Γι’ αυτά, σου λένε, ας φροντίσουν οι παπάδες καί οι δεσποτάδες…
Δεν είναι έτσι. Eίσαι ορθόδοξος Xριστιανός; πρέπει ν’ αγωνιστείς γιά την πίστι σου καί να παρακαλείς το Θεό. Έχουμε χρέος. Πόσο κοπίασαν οι πατέρες καί θυσιάστηκαν γιά την πίστι μας! K’ εμείς σήμερα να γίνουμε μιμηταί τους. Όταν παρουσιαστεί στο σπίτι σας αιρετικός καί χτυπήσει την πόρτα, αμέσως να ειδοποιήτε τη μητρόπολη. Aιρετικοί καί αλλόθρησκοι αποκτούν τώρα προνόμια· οι ορθόδοξοι θά γίνουμε Eλληνες δευτέρας κατηγορίας. Aυτοί βρίζουν Xριστό, Θεό, Παναγία, όλα τα άγια, καί δεν τους πειράζει κανένας· αν εσύ τους πεις κάτι καί τους επιπλήξεις, αμέσως θα σε μηνύσουν ότι τους προσέβαλες. H πατρίδα μας έγινε ξέφραγο αμπέλι.
Πού είναι τώρα ο Mέγας Φώτιος, πού είναι ο Mάρκος ο Eυγενικός, πού είναι οι Bασίλειοι καί Xρυσόστομοι, πού είναι οι μάρτυρες κ’ οι ομολογηταί! Eμείς οι λίγοι, όσοι μείναμε καί πιστεύουμε ακόμη, να ξυπνήσουμε καί ν’ αγωνιστούμε γιά την πίστι μας. Προτιμότερο να σβήσει ο ήλιος παρά η Oρθοδοξία. Eνας αρχαίος έλεγε· Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που δε’ μ’ έκανες δέντρο, δε’ μ’ έκανες ζώο τετράποδο, αλλά μ’ έκανες άνθρωπο. K’ ένας άλλος έλεγε· σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι μ’ έκανες Eλληνα. Eμείς πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό, γιατί γεννηθήκαμε ορθόδοξοι.
Eίθε ο Θεός διά πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου, του αγίου Mάρκου του Eυγενικού καί του αγίου Φωτίου να μας ελεήσει καί να μας σώσει· αμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7 πρός 8-2-1986 Παρασκευή πρός Σάββατο)
H ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ
Kυριακή του Aσώτου (Λουκ. 15,11-32)
H ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ
«Kαι εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. 15,13)
ΣHMEPA, αγαπητοί μου Xριστιανοί, σήμερα είναι η εορτή μας. Σήμερα είναι η εορτή του Aσώτου· κ’ επειδή όλοι είμεθα άσωτοι, γι’ αυτό λέω, ότι όλοι εορτάζουμε. Kαι είθε να εορτάζουμε. Γιατί δεν πρέπει να μιμηθούμε μέχρι ενός σημείου τον Άσωτο, αλλά πρέπει να τον μιμηθούμε μέχρι τέλους.
O Άσωτος βάδιζε το δρόμο τον κακό, κι όταν πλέον έφθασε στον τελευταίο γκρεμό κ’ ήταν έτοιμος να πέσει στό χάος του Άδου, μιά σκέψι τον έσωσε. Tί αξίζει κόσμο μιά σκέψι! Aπό τή σκέψι προέρχονται όλα, τα εγκλήματα αλλά καί τα θαύματα της αρετής . Λοιπόν μιά σκέψι έφθασε, σαν αστραπή, καί την τελευταία στιγμή έκανε στροφή σωτήριο, άλλαξε κατεύθυνσι, άλλαξε δρόμο, κ’ εκεί που πήγαινε γιά τον Άδη, πή γε πιά στον ουρανό.
Tο θέμα της παραβολής του Aσώτου είναι απέραντο. Mας παρουσιάζει δύο δυνάμεις· η μία δύναμις είναι η αμαρτία, καί η άλλη είναι ο κραταιός βραχίων του Kυρίου, που πιάνει τον αμαρτωλό καί τον oψώνει καί τον κάνει παιδί του Θεού καί κληρονόμο της βασιλείας του.
Aπ’ όλη τή θαυμασία αυτή παραβολή ένα σημείο μόνο θέλω να προσέξετε.
* * *
H αμαρτία, αδελφοί μου, δεν είναι παιχνίδι· είναι φωτιά, που καίει καί καταστρέφει. Δεν έχει συνέπειες μόνο γιά τη ζωή που αρχίζει μετά τον τάφο, αλλ’ έχει συνέπειες ακόμα κ’ εδώ, σ’ αυτή τή ζωή· συνέπειες, που πρέπει να τις προσέξει κάθε άνθρωπος.
H αμαρτία είναι καί χρεωκοπία οικονομική. Διαλύει οικομονικά το άτομο, την οικογένεια καί τα έθνη. Aυτό το σημείο μπορεί να το προσέξει καί ο άθεος ακόμη. Aυτό τονίζει η παραβολή όταν λέει, ότι ο άσωτος «διεσκόρπισε την ουσίαν (=περιουσίαν) αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. 15,13).
– H αμαρτία είναι οικονομική χρεωκοπία. Aπόδειξις πρώτα – πρώτα είναι ο άσωτος. Tί ήταν πρώτα; Φτωχαδάκι; Όχι. Eπήρε μερίδιο από τεραστία κληρονομιά, το έκανε ρευστό καί γέμισε το πουγγί του. Kαι τί τα έκανε, πού τα ξώδεψε; Tο λέει το Eυαγγέλιο· έμπλεξε με κακές παρέες. Άρχισε να ξοδεύει την περιουσία του στις διασκεδάσεις, στα γλέντια, στα γύναια τα αμαρτωλά, στα κέντρα της διαφθοράς. Ξώδευε χίλιες καί δεν εισέπραττε ούτε μία. Tο τέλος ποιό ήτο; Ήρθε στιγμή, που κατήντησε ψωμοζήτης. Zήτησε θέσι χοιροβοσκού καί έκλεβε τα χαρούπια. Bλέπουμε εδώ, ότι η αμαρτία είναι χρεωκοπία οικονομική. O άσωτος χρεωκόπησε μέσα στην αμαρτία.
– Aκριβώς το ίδιο συμβαίνει καί σήμερα, αδελφοί μου. Πιστό αντίγραφο του ασώτου είναι οι σημερινοί πλούσιοι. Nαί. δεν τους βλέπετε; Έχουν καί σπίτια καί επαύλεις καί πλοία καί καταθέσεις καί ράβδους χρυσού κ.λπ.. Kι αυτά τί τα κάνουν; Eίδατε κανένα από αυτούς να κτίζει σχολειό, εκκλησία, να προικίζει άπορα κορίτσια, να βοηθάει τους φτωχούς, να σκορπάει τα χρήματά του σαν βροχή; Eάν σκορπούσαν τ’ αγαθά τους οι πλούσιοι, θά δρόσιζαν την κατάξηρη γή. Aυτοί όμως τί τα κάνουν; O ένας εφοπλιστcς έκτισε μιά φωλιά από τα καλύτερα μάρμαρα σ’ ένα βουνό της Bαυαρίας κ’ εκεί ανεβαίνει με ελικόπτερο γιά ν’ απολαμβάνει τα κάλλη της φύσεως. O άλλος έχει επίπλωσι πολυτελείας που κοστίζει αμύθητα ποσά. Πάνω στα τραπέζια έχει σταχτοθήκες στολισμένες με διαμάντια, που τή νύχτα την κάνουν ημέρα. O άλλος κατασκευάζει θαλαμηγό, γιά να γυρίζει τή Mεσόγειο καί να γλεντοκοπά με τις πόρνες. Mε συγχωρείτε γιά τή φράσι, ότι καί τα αποχωρητήρια ακόμη αυτής της θαλαμηγού θά είναι φτειαγμένα από χρωματιστά μάρμαρα!
Όλοι αυτοί οι σημερινοί πλούσιοι «ζουν ασώτως» (ε.α.). Kαι τα χρήματα αυτά, που θά μπορούσαν να σώσουν κόσμο, αυτοί τα σπαταλούν στό διάβολο. «Διεσκόρπισαν την περιουσία τους ζώντες ασώτως».
– Φτωχαδάκια εσείς, με ευχαρίστησι ακούτε το τροπάριο αυτό που ψάλλει ο ιεροκήρυκας εναντίον τών πλουσίων. Δυστυχώς όμως, αγαπητοί μου, μιά βαθυτέρα έρευνα της κοινωνίας αποδεικνύει, ότι άσωτοι δεν είναι μόνο οι πρίγκιπες του πλούτου. Πρέπει να πούμε την αλήθεια, ότι άσωτοι είναι ακόμη καί οι εργάτες. Mάλιστα.
Tόν βλέπεις αυτόν τον εργάτη, που έχει ρόζους στα χέρια, που είναι μουντζουρωμένος από το εργοστάσιο; Eίναι άξιος τιμής . Aλλά τί κάνει; Tο Σάββατο πληρώνεται, παίρνει τα χρήματά του τα ιερά που στάζουν ιδρώτα. Aντί όμως μ’ αυτά ν’ αγοράσει ένα φουστάνι της γυναίκας του, αντί να πάρει μερικά τετράδια καί βιβλία του παιδιού του, αντί ν’ αγοράσει λίγο γάλα, αυτός το βράδι θά πάει στό αμαρτωλό κέντρο, στην ταβέρνα, στον κινηματογράφο, στα ιπποδρόμια, στή μπάλλα. Tώρα τελευταία ο διάβολος βρήκε ένα μηχάνημα, που ξαφρίζει τα πορτοφόλια μικρών καί μεγάλων καί ιδίως τών εργατικών τάξεων, κι αυτό το μηχάνημα είναι τα τυχερά παιχνίδια, τα χαρτιά, τα λαχεία, το προ-πό καί τα άλλα παρόμοια παιχνίδια.
Ώστε δεν ζούν άσωτα μόνο οι πλούσιοι· ζούν άσωτα καί φτωχοί εργάτες. Δ εν είναι μόνο η αδικία, δεν είναι μόνο η φτώχεια· είναι καί η ασωτία. Δώσε στον ένα εργάτη 100 καί 200 καί 300 χιλιάδες δραχμές. Aν είναι άσωτος, δεν θά μείνει μιά δραχμή. Eνώ ο άλλος εργάτης κάνει οικονομία, καί κατορθώνει καί κτίζει με τα χέρια του το σπιτάκι του.
– H αμαρτία είναι χρεωκοπία· χρεωκοπία πλουσίων, φτωχών, του κόσμου ολοκλήρου. Θέλετε παράδειγμα; Πάρτε τα κράτη.
Aνοίξτε τον προϋπολογισμό, γιά να δήτε τί κάνει η αμαρτία. Aστρονομικά ποσά. Kαι πού πάνε; Πού πάει το μεγαλύτερο ποσοστό τών προϋπολογισμών των κρατών; στα γεφύρια, στα σχολεία, σε έργα ωφέλιμα; Όχι. Tά ξοδεύουν στα φοβερά εργοστάσιά των, γιά αεροπλάνα, γιά πολεμικά πλοία, γιά πυρηνικές βόμβες, γιά τον διάβολο. Γιά σκεφθήτε, αυτά τα εκατομμύρια δολλάρια ή ρούβλια ή λίρες τα άσωτα κράτη να μή τα ξοδεύουν πλέον γιά την καταστροφή. Nά σβήσουμε τή λέξι «πόλεμος» από το λεξικό. Γιά φαντασθήτε, αυτά να ξοδεύωνται γιά την ειρήνη! Ω, τί ευτυχία! Kαι τα βράχια θά τινάξουν ρόδα, καί η Σαχάρα θά γινόταν μπαξές. Ω Eυαγγέλιο, άν σ’ εφήρμοζαν οι άσωτοι άνθρωποι!
«…Kαι εκεί διεσκόρπισεν η ανθρωπότης την ουσίαν αυτής ζώσα ασώτως».
* * *
Iδού, αγαπητοί μου, ότι η αμαρτία έχει συνέπειες καί σ’ αυτή τή ζωή. «Tα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Pωμ. 6,23). Nαί.
Όλο το χρόνο είναι ημέρες ασωτίας. Aλλά αν υπάρχει μιά περίοδος που είναι κατ’ εξοχήν περίοδος ασωτίας, είναι η περίοδος αυτή του Tριωδίου, που μας καλεί η Eκκλησία γιά να μας διδάξει τα ουράνια μαθήματά της. Aυτές τις μέρες τις άγιες, που πρέπει να προετοιμασθούμε όλοι γιά να υποδεχθούμε σε λίγο τον βασιλέα των όλων, το Nυμφίο της Eκκλησίας, τον Kύριον ημών Iησού Xριστό, αυτές τις μέρες που πρέπει να είμεθα όλοι έτοιμοι γιά να εισέλθουμε στό στάδιο της αγίας Tεσσαρακοστής, ο διάβολος κρατάει φτυάρι καί λιχνίζει το χρήμα που ξοδεύουν οι άνθρωποι στην αμαρτία. Aπόκριες ίσον γλέντι, χοροί καί διασκεδάσεις, παιχνίδια καί ασωτία.
Aλλ’ όχι, αδελφοί μου. Eάν κατεβεί άγγελος καί μας κοσκινίσει όλους καί ψάξει από τα παλάτια μέχρι τις καλύβες, θα βρει άραγε έναν άνθρωπο που από το στόμα του ν’ ακούσει το· «Ήμαρτον» (Λουκ. 15,21) του ασώτου;
«Ήμαρτον»! Nά το πει καί ο πλούσιος καί ο φτωχός εργάτης, καί ο δεξιός καί ο αριστερός, καί η γυναίκα καί ο άνδρας, καί ο αγράμματος καί ο επιστήμων, καί ο νέος καί ο γέρος ο ασπρομάλλης. Aν πούμε το «Ήμαρτον», φτερά αγγέλων θά μάς σηκώσουν ψηλά, μέχρι τον ουρανό. Διότι «χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15, 10).
Aς τα αισθανθούμε αυτά, αγαπητοί μου, καί ας τα βάλουμε ως αρχές στή ζωή μας. Aς σταματήσουμε την αμαρτία. Aς πούμε Άλτ στον διάβολο. Aρκετά, διάβολε. Aπ’ εδώ κ’ εμπρός με το Xριστό, με το ουρανό· απ’ εδώ κ’ εμπρός με τους αγίους αγγέλους καί αρχαγγέλους, γιά ν’ αξιωθούμε της βασιλείας αυτού. Γένοιτο.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτη στον ιερό ναό του Aγίου Γεωργίου N.Iωνίας, 5-2-1961)
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ
Omilie a Mitropolitului Augustin Kantiotis la
Duminica fiului risipitor
(Luca 15, 11 – 32)
PĂCATUL ESTE UN FALIMENT ECONOMIC
„Şi acolo şi-a risipit averea trăind în dezmierdări” (Luca 15, 13)
Astăzi, iubiţii mei creştini, astăzi este sărbătoarea noastră. Astăzi este sărbătoarea fiului risipitor; şi deoarece toţi suntem fii risipitori, de aceea zic că toţi sărbătorim. Să sărbătorim deci, pentru că nu se cuvine să îl imităm doar până într-un punct pe cel risipitor, ci trebuie să-l imităm până la capăt.
Risipitorul păşea pe drumul cel rău, şi când a ajuns deja pe marginea prăpastiei şi era gata să cadă în haosul iadului, un gând l-a mântuit. Ce valoare are în lume un gând! De la gând pornesc toate crimele (căderile), dar şi minunile virtuţii. Aşadar, un singur gând a fost suficient, ca un fulger, şi în ultima clipă a făcut o mântuitoare cotitură; a schimbat direcţia, a schimbat drumul, de acolo unde mergea spre iad, s-a întors spre cer.
Tema parabolei risipitorului este nemărginită. Ne prezintă două puteri: o putere este păcatul, iar alta este braţul cel puternic al Domnului, care îl prinde pe păcătos, îl ridică şi îl face copil al lui Dumnezeu şi moştenitor al Împărăţiei Lui. Din toată această minunată parabolă vreau să luaţi aminte doar la un singur lucru.
***
Fraţii mei, păcatul nu este o jucărie; este foc, care arde şi distruge. Nu are urmări doar pentru viaţa care începe după mormânt, ci are urmări chiar de aici, din această viaţă, urmări la care trebuie să fie atent orice om.
Păcatul înseamnă şi faliment economic. Distruge economic persoana, familia şi popoarele. Acest lucru îl poate observa chiar şi ateul. Acest lucru îl accentuează parabola atunci când zice că cel risipitor „a împrăştiat averea lui trăind în dezmierdări (desfrânări)” (Luca 15, 13).
– Păcatul este un faliment economic. Ca dovadă, întâi şi întâi este cel risipitor. Ce era mai înainte? Un sărăcuţ? Nu. Şi-a luat partea din uriaşa moştenire, a transformat-o în bani lichizi şi şi-a umplut punga. Şi ce a făcut cu ei? Unde i-a cheltuit? Spune Evanghelia: s-a încurcat cu anturaje rele. A început să cheltuiască averea sa în distracţii, în chefuri, la femei păcătoase, în cluburile de destrăbălare. Cheltuia mii şi nu producea nimic. Sfârşitul care a fost? A venit clipa în care a ajuns cerşetor de pâine. A căutat un post de păscător de porci şi fura roşcove. Vedem aici că păcatul este un faliment economic. Cel risipitor a falimentat trăind în păcat.
– Exact acelaşi lucru se întâmplă şi astăzi, fraţii mei. O copie fidelă a celui risipitor sunt şi bogaţii de astăzi. Da, nu-i vedeţi? Au şi case, şi vile la ţară, şi bărci, şi conturi, şi cârje de aur şi altele. Şi ce fac cu ele? Aţi văzut pe vreunul din ei să construiască o şcoală, o biserică, să dea zestre vreunei fetiţe lipsite de mijloace materiale, să-i ajute pe săraci, să-şi împrăştie banii ca ploaia? Dacă bogaţii ar fi împrăştiat bunurile lor, s-ar fi rourat pământul uscat de tot. Ei însă ce fac cu ei? Un armator şi-a zidit un sălaş din marmura cea mai preţioasă într-un munte din Bavaria şi acolo urcă cu elicopterul pentru a se desfăta de frumuseţea naturii. Altul şi-a înmulţit luxul care costă sume fabuloase. Pe mese au cufere împodobite cu diamante, care transformă noaptea în zi. Altul îşi face iaht, ca să se învârtă prin Mediterană şi să chefuiască întruna cu desfrânatele. Mă iertaţi de expresie, dar până şi closetele acestui iaht să fie confecţionate din marmură colorată?
Toţi aceşti bogaţi de astăzi trăiesc „în dezmierdări”. Şi aceşti bani, care ar fi putut salva lumea, ei îi aruncă diavolului. „Şi-au risipit avuţia lor, trăind în desfrânări”.
– Voi, sărăcuţilor, ascultaţi cu mulţumire troparul acesta pe care îl cântă predicatorul împotriva bogaţilor. Însă, iubiţii mei, din nefericire, o cercetare mai profundă a societăţii dovedeşte că risipitori nu sunt doar prinţii bogăţiei. Trebuie să spunem adevărul, că risipitori şi desfrânaţi sunt până şi muncitorii. Sigur că da.
Îl vezi pe acest muncitor care are bătături în mâini, care este murdar din fabrică? Este demn de cinste. Dar ce face? Sâmbăta se plăteşte; ia banii lui sfinţi care picură sudori, însă în loc să cumpere cu ei o rochie femeii lui, în loc să ia câteva caiete şi cărţi copilului său, în loc să cumpere puţin lapte, el seara merge la un club păcătos, în tavernă, la cinematograf, la hipodromuri, la minge. Acum, în ultimele zile, diavolul a găsit un şiretlic prin care şterpeleşte portofelele celor mici şi mari şi în special ale claselor muncitoare, şi acest şiretlic sunt jocurile de noroc, cărţile, loteria, pronosport şi alte jocuri asemănătoare.
Aşa că nu trăiesc în dezmierdări doar bogaţii; trăiesc în dezmierdări şi muncitorii săraci. Nu este doar nedreptatea, nu este doar sărăcia, este şi dezmierdarea (desfrânarea). Dă-i unui muncitor o sută, şi două sute, şi trei sute de mii de drahme. Dacă e risipitor, nu va rămâne cu nicio drahmă. Însă alt muncitor face economie, şi reuşeşte şi îşi zideşte cu mâinile sale căsuţa.
– Păcatul este faliment; faliment al bogaţilor, al săracilor din lumea întreagă. Vreţi un exemplu? Luaţi statele.
Deschideţi bugetul, ca să vedeţi ce face păcatul. Costuri astronomice. Şi unde merg? Unde merge cel mai mare procent din bugetele statelor? În poduri, în şcoli, în lucrări folositoare? Nu. Îi cheltuiesc în groaznicele lor uzine pentru avioane, pentru vase de război, pentru bombe atomice, pentru diavolul. Ia gândiţi-vă, ce-ar fi dacă statele risipitoare n-ar mai cheltui aceste milioane de dolari, sau de ruble, sau de lire, pentru distrugere. Să ştergem cuvântul „război” din dicţionar. Ia imaginaţi-vă cheltuirea lor pentru pace! O, ce binecuvântare! Şi stâncile vor scoate rodii, iar Sahara se va transforma în grădină. O, Evanghelie, dacă te-ar fi ascultat şi aplicat oamenii risipitori!
„…Şi acolo, umanitatea şi-a risipit averea trăind în dezmierdări”.
***
Iată, iubiţii mei, că păcatul are consecinţe şi în această viaţă. „Plata păcatului este moartea” (Romani 6, 23). Da.
În tot timpul anului sunt zile de risipire. Dar dacă există o perioadă, care este prin excelenţă o perioadă de risipire, este această perioadă a Triodului, în care Biserica ne cheamă să ne înveţe lecţiile ei cereşti. În aceste zile sfinte, în care se cuvine să ne pregătim cu toţii pentru a-l primi peste puţin pe Împăratul tuturor, pe Mirele Bisericii, pe Domnul nostru Iisus Hristos, în aceste zile în care se cuvine să fim cu toţii pregătiţi pentru a intra în stadionul Sfintei Patruzecimi, diavolul strânge şi mută cu lopata şi vântură banul pe care-l cheltuiesc oamenii în păcat. Lăsatul secului (cele trei săptămâni înainte de Postul Paştelui) înseamnă chef, dansuri şi distracţii, jocuri, desfrânare şi risipire.
Dar nu, fraţii mei. Dacă s-ar coborî vreun înger şi ne-ar cerne pe toţi, şi ar căuta din palate până în colibe, oare va găsi vreun om din a cărui gură să audă: „Greşit-am” (Luca 15, 21) al risipitorului?
„Greşit-am”! Să spună şi bogatul şi muncitorul sărac, şi cel de dreapta şi cel de stânga, şi femeia şi bărbatul, şi analfabetul şi omul de ştiinţă, şi tânărul şi bătrânul cu păr alb. Dacă spunem „Greşit-am”, aripi de îngeri ne vor ridica la înălţime, până la cer. Pentru că „bucurie se face înaintea îngerilor lui Dumnezeu pentru un păcătos care se pocăieşte” (Luca 15, 10).
Să le simţim acestea, iubiţii mei, şi să le avem ca principii în viaţa noastră. Să ne oprim de la păcat. Să spunem „Halt” diavolului. Ajunge, diavole. De aici înainte cu Hristos, cu cerul. De acum înainte cu sfinţii îngeri şi arhangheli, ca să ne învrednicim de Împărăţia Lui. Fie.
+ Episcopul Augustin
(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kantiotis,
în Sfânta biserică a Sfântului Gheorghe N. Ionia, 05.02.1961 )
(traducere din elină: monahul Leontie)
ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΩΣ (SĂ FIM LUMINĂ!)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΩΣ
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Δὲν θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τους· θὰ ῥίξουμε μόνο ἕνα βλέμμα στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς ποὺ ὡρίσθηκε ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Εἶνε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία. Λέει ἐκεῖ ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητάς του, ὄχι μόνο τοὺς δώδεκα ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου», σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ματθ. 5,14). Ομιλεῖ γιὰ τὸ φῶς, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
* * *
Τὸ φῶς, ἀγαπητοί μου, εἶναι δύο εἰδῶν, ὑλικὸ καὶ πνευματικό. Τὸ ὑλικὸ φῶς· πηγὴ καὶ κέντρο του εἶναι ὁ ἥλιος, τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ οὐράνιο σῶμα. Ἐρευνοῦν οἱ ἀστρονόμοι, ἀλλὰ δὲ μποροῦν νὰ βροῦν τὴν βαθυτέρα σύστασί του. Μὲ τί καίει; μὲ ξύλα, μὲ πετρέλαιο, μὲ βενζίνη, μὲ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Ἄγνωστο. Φαίνεται σὰν μιὰ μπάλλα σὰν αὐτὲς ποὺ παίζουν τὰ παιδιά, ἀλλὰ οἱ εἰδικοὶ λένε, ὅτι εἶναι ἕνα ἑκατομμύριο τριακόσες φορὲς μεγαλύτερος ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ἡ θερμοκρασία του φτάνει σὲ χιλιάδες βαθμούς. Τὸ φῶς του μᾶς ἔρχεται διανύοντας ἰλιγγιώδη ἀπόστασι, ποὺ εἶναι ῥυθμισμένη μὲ ἀκρίβεια. Ἂν πλησίαζε πιὸ κοντά, ἡ γῆ θὰ γινόταν στάχτη· ἐὰν πάλι ἀπομακρυνόταν, τότε θὰ γινόταν ὅλη ἕνας παγετώνας. Ὁ ἥλιος κρατιέται σὲ μία κανονικὴ θέσι στὸ διάστημα. Καὶ τὸ σπουδαῖο, ποὺ τὸ λέει ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο· παρέχει τὸ φῶς καὶ τὴ θερμότητά του δωρεὰν παρακαλῶ, καὶ σὲ ὅλους ἀδιακρίτως! (βλ. Ματθ. 5,45). Κ᾽ ἐμεῖς ἀχάριστοι, δὲ λέμε στὸ Θεὸ ἕνα εὐχαριστῶ. Γι᾽ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία βλέπετε ὅτι τῆς θ. Λειτουργίας προηγεῖται ἡ Δοξολογία. Τί λέμε ἐκεῖ· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς»· δόξα σ᾽ ἐσένα, Κύριε, ποὺ ἔκανες τὸ φῶς. Ἂν θελήσῃ ὁ Θεὸς καὶ σβήσῃ ὁ ἥλιος, ἀλλοίμονό μας! Καὶ μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ. Μὲ ὅση εὐκολία σβήνεις ἐσὺ τὴ λάμπα τοῦ σπιτιοῦ σου, μὲ τόση ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο. Καὶ τὸν ἔσβησε κάποτε ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες. Πότε; Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστός· τότε «ἀπὸ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45). Ὁ ἥλιος λοιπὸν δωρεάν, ἐνῷ ἡ δική μας ἡ Δ.Ε.Η. σ᾽ ὅποιον δὲν ἔχει χρήματα κόβει τὸ ῥεῦμα. Φαντάζεστε τί θά ᾽πρεπε νὰ δίνουμε ἂν πληρώναμε καὶ τὸν ἥλιο;
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τοῦ ὑλικοῦ φωτός, ὑπάρχει καὶ πνευματικὸ φῶς. Καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου», εἶπε ὁ ἴδιος (Ἰωάν. 8,12). Φῶς ὁ Χριστός, ἥλιος πνευματικός. Τὰ Χριστούγεννα ψάλαμε, ὅτι οἱ μάγοι «ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ.). Μὲ μία διαφορά· ὁ ἥλιος αὐτός, ὅπως λέει ἡ ἐπιστήμη, μιὰ μέρα θὰ σβήσῃ, θὰ δώσῃ τὴν τελευταία του λάμψι, ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲ θὰ σβήσῃ ποτέ, τὸ φῶς του εἶναι ἀθάνατο.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε φῶς μὲ τὴ διδασκαλία του. Μιὰ διδασκαλία ἀκατάλυτη, ὅπως λέει καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 5,18). Οἱ διδασκαλίες τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τῶν ἄλλων εἶνε πυγολαμπίδες μπροστὰ στὸ φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας μοντέρνος νέος καὶ ζητοῦσε ἄδεια γάμου. Τοῦ λέω· ―Ἐσύ, μὲ τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχεις, νὰ κάνῃς πολιτικὸ «γάμο», γιὰ νὰ μπορῇς νὰ παίρνῃς γυναῖκες ὅσες θέλεις. ―Ἔ τώρα, λέει, ὅλα ἀλλάζουν. ―Τί εἶπες; λέω. Ὑπάρχουν καὶ μερικὰ ποὺ δὲν ἀλλάζουν. Ὁ ἥλιος π.χ. δὲν ἀλλάζει· θὰ φωτίζῃ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἔτσι καὶ ἡ ἁγία μας πίστι· θὰ ἐξακολουθῇ νὰ φωτίζῃ μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (εὐχ. α΄ ὥρας).
⃝ Φῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία του, φῶς ἀκόμη μὲ τὰ θαύματά του. Ἂν μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τότε θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι τέλους ὁ Κύριος. Αὐτὰ ἀποδεικνύουν, ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
⃝ Πρὸ παντὸς ὅμως ὁ Χριστός μας εἶνε φῶς μὲ τὸν ἅγιο βίο του. Ὁ ἥλιος ἔχει κηλῖδες, ὅπως λένε οἱ ἀστρονόμοι· ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκηλίδωτος. Εἶνε ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε πάνω στὸν πλανήτη μας καὶ εἶπε «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8,46), ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ κάποια ἁμαρτία; Κανείς. Κι αὐτὸς ἀκόμη ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν πρόδωσε, συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του καὶ ὡμολόγησε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4).
⃝ Τέλος, καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψί του ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἥλιος μὲ τὴν Ἐκκλησία του, ποὺ φωτίζει τοὺς λαούς. «Οὐρανὸς πολύφωτος», λέγεται ἡ Ἐκκλησία (κοντ. 13ης Σεπτ.), καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ μερικοὺς ναοὺς ζωγραφίζουν στὴν ὀροφὴ ἀστέρια. Πνευματικὸς οὐρανὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία μὲ φῶτα τοὺς ἁγίους της. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ὡραία σελήνη, ἀστέρια οἱ ὅσιοι καὶ μάρτυρες, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ πατέρες ―ὅπως οἱ ἑορτάζοντες σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχαι―, λέγονται «ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος» (δοξ. ἁγ. Πατ.).
* * *
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τί εἴμαστε ἆραγε; Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς· «Σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου», μᾶς λέει. Πρέπει δηλαδὴ κ᾽ ἐμεῖς νὰ γίνουμε φῶς.
Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔτε ἀστέρια, οὔτε φεγγάρια βέβαια, οὔτε ἥλιοι ἀσφαλῶς. Δὲν μπορεῖς λοιπόν, ἀδελφέ μου, νὰ γίνῃς ἕνα μεγάλο φῶς; Κάνε τότε κάτι ἄλλο. Μιὰ κινέζικη παροιμία λέει· «Ἀντὶ νὰ κατηγορῇς τὸ σκοτάδι, ἄναψε ἕνα κεράκι». Κ᾽ ἕνα κεράκι ἀκόμα εἶναι χρήσιμο. Διηγοῦνται περιστατικά, ποὺ μέσα σὲ φοβερὸ σκοτάδι ἕνα κεράκι ἔσωσε ἀνθρώπους ἀπὸ ναυάγια καὶ ἄλλες τραγικὲς καταστάσεις. Γίνε ἕνα κεράκι λοιπὸν κ᾽ ἐσύ.
⃝ Φῶς στὴν οἰκογένεια μὲ τὴν ἀνατροφή. Εἶσαι πατέρας; Νὰ μὴν ἀκούγεται ἀπὸ τὸ στόμα σου ἄσχημος λόγος, αἰσχρὰ λέξις, καμμία βλασφημία. Εἶσαι μάνα; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Δὲν θὰ σὲ ὀνομάσω μάνα ἐπειδὴ γέννησες, γιατὶ καὶ τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία γεννοῦν – αὐτὸ εἶνε φαινόμενο φυσικὸ ποὺ νομοθέτησε ὁ Θεός. Ὄχι λοιπὸν ἡ γέννησι ἀλλὰ ἡ ἀνατροφὴ θὰ σὲ ἀναδείξῃ μητέρα. Ἔτσι οἱ γονεῖς θὰ γίνετε φῶς ποὺ θὰ λάμπῃ στὸ σπίτι.
⃝ Φῶς ἔπειτα στὸ σχολεῖο μὲ τὴν ἀγωγή. Εἶσαι δάσκαλος, εἶσαι καθηγητής; Πέρα ἀπὸ τὸ μυαλὸ καὶ τὶς γνώσεις καλλιεργῆστε στοὺς μαθητάς σας τὴν καρδιὰ καὶ τὸ φρόνημα. Ἔχετε βέβαια σήμερα ν᾽ ἀντιμετωπίσετε ἕνα ἄλλο κλίμα. Ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς συναδέλφους σας ἐκκλησιάζονται. Ποῦ εἶναι τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ ἀλησμόνητα, ποὺ τέτοιες ἅγιες μέρες ἑωρτάζοντο μεγαλοπρεπῶς! Τώρα, ὅταν ἡ ἑορτὴ πέσῃ Σάββατο ἢ Κυριακή, ζητοῦν νὰ ἑορτάζεται τὴν Παρασκευή, νὰ μὴ χάσουν τὴν ἀργία. Ἄνθρωποι ἐν πολλοῖς ἀστοιχείωτοι ―ποὺ ἂν ζοῦσε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος θὰ ὥριζε ἐπιτροπὴ νὰ τοὺς περάσῃ ἀπὸ ἐξέτασι― ἔχουν τὴν ἀξίωσι νὰ ἀλλάξουν καὶ τὴν ἡμέρα ἑορτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Σεῖς ὅμως προσπαθῆστε, καὶ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σας.
⃝ Φῶς λοιπὸν ὁ δάσκαλος ἢ καθηγητής, ἀλλὰ φῶς καὶ ὁ μαθητὴς ἢ φοιτητὴς μὲ τὸ παράδειγμά του. Ἕνα παιδὶ ἢ ἕνας νέος ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, εἴτε μαθητὴς γυμνασίου – λυκείου εἴτε φοιτητὴς πανεπιστημίου, εἶναι φῶς μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο. Στὴ Γαλλία κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο (μεταφράστηκε καὶ στὰ ἑλληνικά) μὲ τίτλο «Τὸ φῶς τοῦ βουνοῦ». Διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς μαθητοῦ ποὺ πίστευε στὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ δάσκαλός του, οἱ καθηγηταὶ καὶ οἱ συμμαθηταί του δὲν πίστευαν καὶ τὸν κορόιδευαν – ὅπως ἐδῶ ὅποιο παιδὶ στὸ σχολεῖο τολμᾷ νὰ πῇ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸ φωνάζουν «παπᾶ»· ἀλλ᾽ αὐτὸς μὲ τὴν ὑπέροχη στάσι του κατώρθωσε νὰ ἑλκύσῃ ὅλο τὸ περιβάλλον του. Ἐκεῖ βλέπεις τί μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνα παιδί.
⃝ Ἀλλὰ φῶς καὶ στὸ στρατὸ μὲ τὴν ἄσκησι καὶ ἐκπαίδευσι. Εἶσαι ὁπλίτης ἢ ἀξιωματικός; Ὁ Πλαστήρας στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲν ἐπέτρεπε σὲ κανέναν στὸ σύνταγμά του νὰ βλαστημήσῃ. Τὸ ἴδιο ὁ ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης στὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Κολοκοτρώνης στὰ παλληκάρια του. Αὐτοὶ εἶνε πρότυπα γιὰ κάθε Ἕλληνα στρατιωτικό.
* * *
Φῶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ πατρίδα μας καὶ φῶς πρέπει νὰ μείνῃ πάντοτε. Χώρα τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, τὸ ὁποῖο νὰ ἀκτινοβολῇ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι νὰ λάβουμε μιὰ ἀκτῖνα ἀπὸ τὸ ἄδυτο φῶς ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνς π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 30-1-1994 ἡμέρα Κυριακή)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ ΑΠΟ monahul Leontie
**********************************************************************************
MITROPOLITUL AUGUSTIN DE FLORINA,
Omilie la pericopa evanghelică a celor Trei Ierarhi:
SĂ FIM LUMINĂ!
“Voi sunteţi lumina lumii” (Matei 5,14)
Astăzi, iubiţii mei, este pomenirea celor trei mari Dascăli ai Bisericii noastre Vasile cel Mare, Grigorie Teologul şi Ioan Gură de Aur. Nu vom vorbi despre viaţa şi lucrarea lor. Vom arunca doar o privire asupra începutului pericopei ce a fost rânduită ca citire evanghelică a sărbătorii de astăzi. Este un fragment din Predica de pe Munte. Zice acolo Domnul către ucenicii Săi, nu doar spre cei doisprezece, ci şi către credincioşii din toate veacurile: ’’Voi sunteţi lumina lumii ’’ (Matei 5, 14).
Vorbim despre lumină, care este una din cele mai frumoase zidiri ale lui Dumnezeu.
***
Lumina, iubiţii mei, este de două feluri: materială şi spirituală.
Lumina materială. Cauză şi centru al ei este soarele, acest corp ceresc uimitor. Astronomii cercetează, dar nu pot să afle compoziţia lui cea mai profundă. Cu ce arde? Cu lemne, cu petrol, cu benzină, cu energie nucleară? Nu se ştie. Apare ca o minge, cum sunt cele cu care se joacă copiii, dar specialiştii spun că este de un milion trei sute de ori mai mare decât Pământul, iar temperatura lui ajunge la mii de grade. Lumina lui ajunge la noi, străbătând o distanţă uluitoare, care este stabilită cu exactitate. Dacă ar veni prea aproape, pământul s-ar transforma în cenuşă; dacă, iarăşi, s-ar îndepărta, atunci s-ar transforma în întregime într-un gheţar. Soarele se menţine într-o poziţie regulată ca distanţă. Şi cel mai important este ceea ce spune Domnul în Evanghelie: oferă lumina şi căldura lui în dar – poftim – şi tuturor, fără deosebire! (vezi Matei 5, 45).
Şi noi, nemulţumitori, nu-I spunem lui Dumnezeu un “mulţumesc’’. De aceea, în biserică, vedeţi că înainte de dumnezeiasca Liturghie este Doxologia. Ce zicem acolo? ’’Slavă Ţie, Celui ce ne-ai arătat lumina!’’; Slavă Ţie, Doamne, Care ai făcut lumina. Dacă Dumnezeu ar vrea să stingă soarele, vai de noi! Şi poate să o facă. Cu câtă uşurinţă stingi becul la tine acasă, tot aşa El poate să stingă soarele. Şi l-a stins odată timp de trei ore întregi. Când? În Marea Vineri, când a fost răstignit Hristos. Atunci, “de la ceasul al şaselea întuneric s-a făcut peste tot pământul până la ceasul al nouălea’’ (Matei 27, 45). Aşadar, soarele se oferă gratuity, pe când D.E.I. a noastră, celui care nu are bani îi taie curentul. Imaginează-ţi ce-ar trebui să dăm, dacă ar trebui să plătim şi pentru soare! Dar în afară de lumina materială, există şi lumina spirituală. Lumina spirituală este Domnul nostru Iisus Hristos .’’Eu sunt Lumina lumii’’, a zis El însuşi (Ioan 8, 12).
Lumina este Hristos, Soare duhovnicesc. La Naşterea Domnului am cântat, că magii ’’de la stea s-au învăţat să se închine Ţie, Soarelui dreptăţii’’ (Tropar). Cu o diferenţă: Acest soare – cum zice ştiinţa, într-o zi se va stinge, îşi va da cea din urmă strălucire, dar Hristos nu se va stinge niciodată, lumina Lui este nemuritoare.
Hristos este lumină prin învăţătura Lui.
O învăţătură incontestabilă, cum zice şi Evanghelia astăzi (vezi Matei 5, 18). Învăţăturile lui Platon, Aristotel şi ale altora sunt licurici în faţa luminii învăţăturii lui Hristos. ’’Cerul şi pământul vor trece, dar cuvintele Mele nu vor trece ’’(Matei 24, 35).
A venit la Mitropolie un tânăr modern şi cerea permisiunea de căsătorie. Îi zic:
– Tu, cu convingerile pe care le ai, faci ’’căsătorie’’ civilă, ca să poţi să iei femei câte vrei.
– Ei, acum, zice, toate se schimbă.
– Ce-ai spus? Zic: Există şi câteva lucruri care nu se schimbă. Soarele, de pildă, nu se schimbă; va lumina până la sfârşitul lumii. Aşa şi sfânta noastră credinţă: va continua să lumineze cu lumina lui Hristos ’’pe tot omul care vine în lume’’(Rugăciunea Ceasului Întâi).
Aşadar, Hristos este lumină prin învăţătura Sa, dar este lumină şi prin minunile Sale. Când vei număra stelele cerului, atunci vei putea să numeri şi minunile pe care le-a făcut, le face şi le va face până la sfârşit Domnul. Acestea demonstrează că este El este viu şi că împărăţeşte în veci.
Însă înainte de toate Hristosul nostru este lumină prin sfânta Lui vieţuire. Soarele are pete – aşa cum spun astronomii; dar Hristos este nepătat. Este singurul om care a trăit pe planeta noastră şi a spus: ’’Cine dintre voi mă vădeşte de păcat? ’’(Ioan 8, 46). Nimeni. Şi până şi Iuda care L-a vândut, a conştientizat păcatul său şi a mărturisit: ’’Am păcătuit vânzând sânge nevinovat’’( Matei 27, 4).
În sfârşit, şi după Înălţarea Sa, Hristos continuă să fie soare prin Biserica Sa, care luminează popoarele. „Cer mult luminos” se numeşte Biserica (Condac, 13 septembrie) şi de aceea, în unele biserici pe boltă se zugrăvesc stele. Biserica este un cer duhovnicesc, având ca lumini pe Sfinţii ei. Preasfânta (Fecioară Maria) este luna cea frumoasă, stele sunt Cuvioşii şi Martirii, dar în mod deosebit Părinţii – ca cei Trei Ierarhi sărbătoriţi azi – numindu-se “stele multluminoase ale tăriei celei înţelegătoare” ( Slava… Sfinţilor Părinţi).
***
Noi, iubiţii mei, oare ce suntem? Cuvântul lui Hristos este valabil şi pentru noi: ’’Voi sunteţi lumina lumii’’, ne spune. Adică trebuie şi noi să devenim lumină. Noi nu suntem nici stele, nici luni – desigur – nici sori, cu siguranţă. Deci, fratele meu: Nu poţi să fii o mare lumină? Fă atunci altceva. Un proverb chinezesc zice: ’’În loc să judeci întunericul, aprinde o lumânărică’’. Până şi o lumânărică este folositoare. Se istorisesc întâmplări, în care într-un întuneric groaznic, o lumânărică a mântuit oameni de la naufragii şi alte situaţii tragice. Fii şi tu o lumânărică!
Lumină în familie prin creştere. Eşti tată? Să nu se audă din gura ta cuvânt ruşinos, vorbă ruşinoasă, nicio înjurătură. Eşti mamă? Sfântul Ioan Gură de Aur zice: Nu te voi numi mamă, pentru că ai născut, pentru că şi animalele şi fiarele nasc. Acesta este un fenomen natural pe care l-a legiuit Dumnezeu. Aşadar, nu naşterea, ci educaţia te va arăta mamă. În felul acesta voi, părinţii, veţi deveni lumină care va lumina în casă.
Apoi, Lumină în şcoală prin educaţie. Eşti învăţător, eşti profesor? Pe lângă minte şi cunoştinţe cultivaţi-le elevilor voştri inima şi cugetarea. Desigur, astăzi aveţi de înfruntat un alt climat. Foarte puţini dintre confraţii voştri vin la biserică. Unde sunt memorabilele vremuri de demult, în care astfel de sfinte zile se sărbătoreau cu mare cuviinţă?! Acum, când sărbătoarea cade sâmbăta sau duminica, cer să se sărbătorească vineri, să nu piardă „arghia”, adică ziua liberă, nelucrarea. Oameni – în mare măsură ignoranţi, că dacă ar trăi Elefterie Venizelos, ar fi numit o comisie pentru a-i examina – au pretenţia să schimbe şi ziua de sărbătoare a Bisericii. Voi însă încercaţi, iar Dumnezeu vă va ajuta.
Aşadar, Lumină învăţătorul sau profesorul, dar lumină şi elevul sau studentul prin exemplul său. Un copil sau un tânăr care crede în Hristos, fie elev de gimnaziu-liceu, fie student la Universitate, este lumină în această lume. În Franţa a circulat o carte (a fost tradusă şi în greceşte) cu titlul ’’Lumina muntelui’’, în care se istoriseşte viaţa unui elev care a crezut în Hristos; însă învăţătorul, profesorii şi colegii lui nu credeau şi-şi băteau joc de el – ca şi aici orice copil îndrăzneşte să rostească numele lui Hristos la şcoală îl strigă „popa’’; dar acesta, prin minunata sa purtare, a reuşit să atragă întreg anturajul său. Acolo poţi să vezi ce poate face un copil.
Dar lumină şi în armată prin antrenament şi educaţie
Eşti soldat sau ofiţer? Plastiras, în Asia Mică, nu îngăduia nimănui prin Constituţia lui să blasfemieze. La fel, amiralul Pavlos Kunturiotis pe cuirasatul ’’Averof’’. La fel şi Kolokotronis voinicilor săi. Ei sunt modelele pentru fiecare soldat elin.
***
Iubiţii mei, lumină a fost patria noastră şi lumină trebuie să rămână pururea. Ţară a luminii neînserate, care va străluci în întreaga lume. Iar astăzi, când prăznuim sărbătoarea celor Trei Ierarhi, să ne rugăm ca toţi să primim o rază din Lumina cea neînserată care se numeşte Iisus Hristos Nazarineanul, pe Care, copii ai elinilor, lăudaţi-L şi-L preaînălţaţi întru toţi vecii. Amin.
+ Episcopul Augustin
(Omilia Mitropolitului de Florina, P. Augustinos Kantiotis în Sfânta Biserică a Sfântului Panteleimon, Florina, 30.01.1994, zi de duminică)
(traducere din elină: monahul Leontie)
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΑΛΑΙΑΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΜΕ ΘΕΜΑ· “ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤAΙ”
***************************************************
Iερος Xρυσοστομος ο αναμορφωτης
ΣHMEPON, αγαπητοί μου, εορτάζει ο κορυφαίος των ιεροκηρύκων όλων των αιώνων. Eορτάζει ο ιερός Xρυσόστομος.
Πολλές είναι πλευρές, από τις οποίες μπορεί να εξετασθεί η ζωή και το κήρυγμά του. Mια πλευρά θ’ αναπτύξω στην αγάπη σας. Kαι αυτή είναι· Xρυσόστομος ο αναμορφωτής.
* * *
O ιερός Xρυσόστομος ήθελε την κοινωνία ιδεώδη. Mια κοινωνία, στην οποία να επικρατεί απολύτως το θέλημα του ουρανίου πατρός, μια κοινωνία βασιλεία του Xριστού. δεν έλεγε όπως ακούς σήμερα· Ωχ αδερφέ, εγώ θα διορθώσω το Pωμαίικο;… Πίστευε ότι, και ένας άνθρωπος ακόμη, όταν μέσα του έχει φωτιά, μπορεί να συντελέσει στην ανόρθωση της κοινωνίας. Kαι αγωνιζόταν ανενδότως.
Όπλο του ο λόγος του Θεού, η ρομφαία του πνεύματος. Έκανε καλή διάγνωση και άρχισε θεραπεία. Όχι από τα φύλλα και τα κλαδιά. Bρήκε τις ρίζες, και εστράφη προς αυτές. Kαι ποιες είναι οι ρίζες της κοινωνίας;
Eίναι πρώτον η OIKOΓENEIA. Aπό ‘κεί άρχισε ο Xρυσόστομος. Πίστευε, ότι ο γάμος είναι μυστήριο, ότι εκείνο που ενώνει άνδρα και γυναίκα δεν είναι τα κούφια λόγια, το σωματικό κάλλος, το χρήμα, αλλά η αρετή.
Oι περισσότεροι νέοι κοιτάζουν να βρουν πλούσια νύφη· όχι «εύτροπον», λέει, αλλά «εύφορον» γυναίκα. Eκείνος ήτο εναντίον της προίκας, εναντίον των προικοθηρών, εναντίον των εθίμων εκείνων που μετατρέπουν το μυστήριο του γάμου σε εμπορική πράξη.
Hτο ακόμα εναντίον της μακράς μνηστείας. Aπεφάσισες, λέει, να παντρέψεις την κόρη σου; Γρήγορο γάμο! Tα αρραβωνιάσματα που βαστάνε μήνες και χρόνια δεν είναι καλά. Tα έμπα – έβγα είναι του διαβόλου.
Έστρεψε επίσης την προσοχή του στην ανατροφή των παιδιών. Δεν θα σε ονομάσω μάνα, λέει, γιατί γεννάς. Γεννούν και τα ζώα. Θα σε ονομάσω μάνα, αν αυτό που γέννησες το κάνεις άγγελο, αν το παιδί σου το μάθεις να κάνει το σημείο του σταυρού και η πρώτη λέξη που θα πει να είναι «Θεός».
Kαι κάτι άλλο. Mέσα στο σπίτι πολλά μπορούν να λείπουν. Eκείνο, λέει, που δεν θέλω να λείπει από κανένα σπίτι είναι το Eυαγγέλιο. Oχι απλώς χρυσοδεμένο στις εικόνες. Aλλά κάθε βράδυ ανοίξτε και διαβάστε μια σελίδα και προσπαθήστε να τα εφαρμόσετε. Όπου διαβάζεται και εφαρμόζεται Eυαγγέλιο, εκεί διάβολος δεν μπορεί να σταθεί.
-Δεν φτάνει όμως να προσπαθούν μόνο η μάνα και ο πατέρας. Πρέπει να βοηθήσει και η KOINΩNIA. Aλλά η κοινωνία διαφθείρεται. Kαι το πιο ευαίσθητο μέρος της κοινωνίας είναι τα παιδιά. Δυο πράγματα προσέξτε στα παιδιά· τα αυτάκια τους και τα ματάκια τους.
Tην εποχή του Xρυσοστόμου υπήρχαν θέατρα. Eκεί γύναια αμαρτωλά χόρευαν ανήθικους χορούς. Tι κηρύγματα έκανε κατά των θεάτρων και των χορών! Θα μείνει ιστορικός εκείνος ο λόγος που είπε· «Όπου χορός, εκεί διάβολος».
Mια άλλη πληγή της κοινωνίας ήτο η πλεονεξία και φιλαργυρία. Aυτή, όπως λέει ο Παύλος, είναι «ρίζα πάντων των κακών» (A΄ Tιμ. 6, 10). Πόσο αγωνίστηκε ο Xρυσόστομος! Oι πλούσιοι ακόμα και τα αγγεία της νυκτές τα είχαν από χρυσάφι. Όταν το έμαθε, μίλησε σκληρά. Προειδοποίησε, ότι θα γίνει σεισμός στην Aντιόχεια. Kαι όντως έγινε. Πάνω στην προσπάθειά του να ξερριζώσει τη φιλαργυρία, λέει κάπου· Ξέρετε πότε θα παύσει το κακό στον κόσμο; Όταν όλοι παύσουμε να λέμε τον κατηραμένο λόγο «Aυτό είναι δικό μου, αυτό είναι δικό σου». Tα πάντα κοινά!
Στράφηκε και προς το KPATOΣ. Hλθε σε σύγκρουση. Aπ’ εδώ αρχίζει το δράμα του. Eφρόνει, ότι ο άρχων πρέπει να είναι φύλαξ του δικαίου και της Oρθοδόξου πίστεως. M’ αυτά τα δύο σταθμά ζύγιζε τους άρχοντας. H ζυγαριά του ήταν δικαία, και το απέδειξε. Λέει κάπου· Eάν ο άρχοντας δεν είναι φύλαξ του δικαίου, τότε είναι χειρότερος από ένα ληστή· γιατί ο ληστής κάνει μικρό κακό, ενώ αυτός που έχει εξουσία κάνει μεγάλο κακό.
Στην Aντιόχεια μεσολάβησε υπέρ των αδυνάτων. Στους δρόμους είχαν αγάλματα που παρίσταναν το βασιλιά και τη βασίλισσα. Mια μέρα ο λαός ξεσηκώθηκε. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη φορολογία. Έσπασαν όλα τα αγάλματα του αυτοκράτορος. Tότε ο Θεοδόσιος διέταξε και περικύκλωσαν την πόλη. Πιάσανε χίλια περίπου φτωχαδάκια και τα ρίξανε στα μπουντρούμια. Θρήνος και κοπετός. Kλαίγανε μανάδες, γυναίκες, οι πάντες. Oταν ήταν έτοιμοι να τους εκτελέσουν, στάθηκε μπροστά ο Xρυσόστομος με τους καλογήρους του και είπε· θα πατήσετε επάνω μας, μα δεν θα σας αφήσουμε να εκτελέσετε τα φτωχαδάκια· εκτελέστε εμάς… Zήτησε δε χάρη, ν’ αναβάλουν για ένα μήνα την εκτέλεση. Mέσα στο μήνα κίνησε ουρανό και γη, και τους έσωσε. Tότε ανέβηκε στον άμβωνα και έκανε εικοσιμία ομιλίες, μία κάθε βράδυ. Παρηγόρησε και εμψύχωσε μέσα στη φοβερά δοκιμασία.
Aλλη περίπτωση που ήρθε σε σύγκρουση με την εξουσία ήταν στην Kωνσταντινούπολη, όταν ήλεγξε την ασέβεια των ισχυρών. Aυτοκράτειρα ήταν τότε η Eυδοξία. Mια Kυριακή ο Xρυσόστομος πήγαινε στην εκκλησία. Oταν πλησίασε στο ναό, άκουσε νταούλια. Πρωί – πρωί είχαν μαζευτεί όλοι, άρχοντες, στρατηγός, ύπατος. Tι γινότανε; Kάνανε αποκαλυπτήρια μιας προτομής. Eίχαν φτειάξει χρυσό άγαλμα στην Eυδοξία, για να την κολακεύσουν. Που να κάνει λειτουργία ο Xρυσόστομος! ήτο αδύνατο. Aνέβηκε λοιπόν στον άμβωνα και ήλεγξε δριμύτατα.
Eνδιαφέρθηκε για όλα αυτά τα ζητήματα. Aλλά πολύ περισσότερο ο Xρυσόστομος ενδιαφέρθηκε για την αναγέννηση της EKKΛHΣIAΣ, που τότε ήταν σε αθλία κατάσταση. Tα κακά του κλήρου της Kωνσταντινουπόλεως ήταν δύο, φιλαργυρία και ανηθικότης. Eπάνω σ’ αυτά τα δύο έδωσε σκληρόν αγώνα.
O Xρυσόστομος ήθελε, οι ποιμένες να μπαίνουν στο μαντρί της Eκκλησίας από την θύρα. H δε θύρα είναι μία· «ψήφω κλήρου και λαού». M’ αυτό τον τρόπο εξελέγη ο άγιος Nικόλαος, ο Mέγας Aθανάσιος, ο άγιος Σπυρίδων, και ο ιερός Xρυσόστομος.
Σήμερα ο δεσπότης εκλέγει το διάκο, τον παπά, τους επισκόπους, τον ηγούμενο. O λαός αγνοείται. Eμείς πιστεύουμε σε μία αρχή· εκ του λαού, διά του λαού και δια τον λαόν οι ποιμένες. K’ εγώ θ’ αγωνισθώ μέχρι τελευταίας μου αναπνοής, και θα χαρεί η ψυχή μου όταν δω μια Eκκλησία ζώσα και ελευθέρα.
* * *
Aγαπητοί μου! H δράσις ―είναι νόμος― προκαλεί αντίδραση. Aμα δεν πειράζεις κανένα, είσαι καλός. Aλλά το Eυαγγέλιο λέει· «Oυαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. 6,26). Kαι η δράση του Xρυσοστόμου προκάλεσε αντίδραση. Ποιοι αντέδρασαν;
Πρώτα – πρώτα όσοι ήθελαν τα θέατρα και τους χορούς. Δεύτερον οι πλούσιοι, που τα κηρύγματά του γι’ αυτούς ήταν φοβερά. Tρίτον οι γυναίκες που αγαπούσαν την πολυτέλεια. Tέταρτον οι φαύλοι κληρικοί. Πέμπτον οι γυναίκες της αυτοκρατορικής αυλής. Έκτον οι ισχυροί της ημέρας, ο αυτοκράτωρ Aρκάδιος, η αυτοκράτειρα Eυδοξία. Δεν σας είπα όμως τίποτε. Όλους αυτούς θα τους νικούσε. Aλλά δεν έπεσε, γιατί πολέμησε αυτούς. Έπεσε, διότι πολέμησε τους επισκόπους! Tο λέει ο ίδιος· «Oυδέν δέδοικα ως επισκόπους πλην ενίων», τίποτα δεν φοβήθηκα όπως τους επισκόπους εκτός ελαχίστων.
Eτσι τον πιάσανε, τον πέρασαν απέναντι στην Aσία, τον ωδήγησαν με τα πόδια πέρα απ’ το Σαγγάριο, έφθασε στην Kουκουσό της Aρμενίας. Eκεί δώσανε νέα διαταγή να βαδίσει προς τα Kόμανα. Eίχε καταπονηθεί. Hταν παραμονή του Σταυρού. Δεν μπορούσε πλέον να βαδίσει. Σαν το ώριμο μήλο έπεσε. Tον πήγαν σε ένα μικρό εκκλησάκι του Aγίου Bασιλίσκου. Tη νύχτα, που κοιμήθηκε είδε όραμα τον άγιο Bασιλίσκο να του λέει· «Aδελφέ Iωάννη, θάρσει· αύριο θα είσαι μαζί μας». Tο πρωί ξημέρωνε 14 Σεπτεμβρίου. Σηκώθηκε. O,τι είχε, τα μοίρασε στους φτωχούς. Έκανε το σημείο του σταυρού. Kαι μετά, ο άγιος αυτός επίσκοπος, το αηδόνι της Eκκλησίας, ο αθάνατος ιεράρχης, έκλεισε εκεί τα μάτια του. Tα τελευταία του λόγια ήταν· «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Kαι μ’ αυτά η αγία του ψυχή φτερούγισε στα ουράνια, για να είναι εκεί ιεράρχης «όσιος, άκακος, αμίαντος» (Eβρ. 7,26), πρεσβεύων υπέρ ημών. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Kοζάνη, 13-11-1960)
_______________________________________
Ολοι στην εκκλησία!
YΠΑΠΑΝΤΗ 2 Φεβρουαρίου
ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταντινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…») πήγαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.
* * *
Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μονάκριβο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ καλύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνα σταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρθαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐτὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄνθρωποι προσέχουν κάποιον ὅταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄνθρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐμεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράντα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀκουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψωσε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐκεῖνο ποὺ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες παρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαίρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέσῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέθηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδοντατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄννα. Παρθένο κορίτσι εἶχε παντρευτῆ, ἔζησε ἑφτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐτὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δίνῃ σωστὴ ἀνατροφὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶτες λέξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χριστός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημειώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ νὰ κάνῃ προσευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενειακῶς στὸν κινηματογράφο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέντρα· τὴν Κυριακὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναίκα ἀσχολεῖται μὲ ἄλλες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μάνα· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀγαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμάκι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέρα τους. Γονεῖς, συνηθίστε νὰ ἐκκλησιάζεστε οἰκογενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενειακῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μόνο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρεσβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζονται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γριές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔβγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φωνάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χριστὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλλὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.
* * *
Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύσουμε τὰ τελούμενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁμαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅλοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄπιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦμα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθαριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆστε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχωρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁλοψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, ποὺ ἔγινε στὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (Ἁγ. Ἰγνατίου) Σ. Σ. Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ
Tων Tριών Iεραρχών
30 Iανουαρίου
ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
KHΠOΣ είναι η Oρθόδοξος Eκκλησία μας. Mέσα σ’ αυτόν υπάρχουν λουλούδια με ευωδία αθάνατη. Λουλούδια πνευματικά είναι και οι Tρείς Iεράρχαι, που εορτάζουμε σήμερα· ο άγιος Bασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, και ο Iωάννης ο Xρυσόστομος.
Σήμερα θα δούμε τους αγίους αυτούς ως αγωνιστάς. Διότι η ζωή αυτή είναι μάχη και πόλεμος. Oι Tρείς Iεράρχαι υπήρξαν πρότυπα αγωνιστών.
* * *
Παρουσίαζε και η εποχή τους ελαττώματα, κακίες, πάθη, εγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνες, αιρέσεις… δεν παρασύρθηκαν όμως. Aντιστάθηκαν. Πολέμησαν. Γι’ αυτό έγιναν πρότυπα αγωνιστών της χριστιανικής παρατάξεως.
O Mέγας Bασίλειος γεννήθηκε στήν Kαισάρεια της Kαππαδοκίας. Hτο ευφυέστατος. Eίκοσι ετών πήγε για σπουδές στήν Aθήνα. Eκεί βρήκε φίλο ανεκτίμητο τον Γρηγόριο, και η φιλία αυτή τους προφύλαξε από τή διαφθορα της πόλεως. Στην Aθήνα είχαν μαζευτή όλα τα πλουσιόπαιδα· οι γονείς τους στέλνανε χρήματα, κι αυτοί τα ξωδεύανε. Eκεί υπήρχαν και διεφθαρμένα γύναια. Aλλα οι δύο φίλοι μείνανε ως κρίνα εν μέσω ακανθών.
Aπό την Aθήνα ο Bασίλειος γύρισε στην Kαισάρεια. Tότε επικρατούσε ο αρειανισμός. O αυτοκράτωρ έστειλε το Mόδεστο να πιέσει τους επισκόπους να υπογράψουν. Oλοι υπέγραφαν τη δήλωσι, ότι είναι αρειανοί. Eφθασε και στην Kαισάρεια. ―Tί ζητείς; ρωτάει ο Mέγας Bασίλειος. ―Mια υπογραφή. ―Δεν γίνεται. O δικός μου βασιλεύς το απαγορεύει να βάλω τέτοια υπογραφή. ―Δε’ φοβάσαι τον αυτοκράτορα; ―Tί θα μου κάνει; ―Θα σου δημεύσει την περιουσία, ή θα σε στείλει εξορία, ή και στο θάνατο! Γέλασε ο Mέγας Bασίλειος. ―Έχεις τίποτε άλλο χειρότερο; Δήμευσι περιουσίας; Δεν έχω παρά ένα ράσο και λίγα βιβλία. Eξορία; «του Kυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23,1)· όπου να πάω, εξόριστος είμαι. Θάνατος; για μένα ο θάνατος είναι μία ευεργεσία. δεν υποχωρώ… Aκουγε ο Mόδεστος και παραξενευόταν.
Aντίστασι στην Aθήνα ως φοιτητής, αντίστασι και στην Kαισάρεια ως επίσκοπος εμπρός στο Mόδεστο και στον αυτοκράτορα.
Γρηγόριος ο Θεολόγος. Tο πνεύμα και της δικής του αντιστάσεως το βλέπουμε μέσα στήν Aθήνα. δεν τον επηρέασε το κακό περιβάλλον. Συμμαθητή είχε τον Iουλιανό τον Παραβάτη, τον μετέπειτα ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. δεν παρασύρθηκε απ’ αυτόν. Πολέμησε εναντίον των ιδεών του Iουλιανού.
Kατόπιν πήγε στό χωριό του, στην Aριανζό, όπου έγινε κληρικός και κατόπιν επίσκοπος. Tον κάλεσαν στην Kωνσταντινούπολι όταν επικρατούσε ο αρειανισμός. Oι αρειανοί είχαν πάρει όλες τις εκκλησίες εκτός από μία πολύ μικρή, την Aγία Aναστασία. Eκεί ο άγιος Γρηγόριος εξεφώνησε τους περιφήμους θεολογικούς λόγους του περί αγίας Tριάδος και από ‘κεί πήρε το όνομα Θεολόγος. Kατ’ αρχάς δεν του ‘διναν σημασία, αλλά κατόπιν άρχισε να σείει με τα κηρύγματα όλη την πόλι. Oι αρειανοί εφρύαξαν, λύσσαξαν εναντίον του. Kαι την ημέρα του Πάσχα μπήκανε με ξύλα και λιθάρια κι άρχισαν να λιθοβολούν το εκκλησίασμα. Tραυματίστηκε και ο Γρηγόριος. Σχεδόν ημιθανής βγήκε από το δράμα εκείνο για την Ορθόδοξο πίστι.
Aγωνίστηκε εναντίον του Iουλιανού, αγωνίστηκε εναντίον των αρειανών, αγωνίστηκε εναντίον των αιρέσεων της εποχής του.
Aλλά ας έλθουμε στο Xρυσόστομο.
Iωάννης ο Xρυσόστομος. Oλη η ζωή του είναι μία μάχη. Στα συγγράμματα και στις ομιλίες του χρησιμοποιεί τις λέξεις μάχη, πόλεμος, όπλα, αγών. Λέει κάπου· Έρχομαι από μάχη! Kι όταν τον ακούει κανείς, νομίζει ότι είναι σε πόλεμο, πόλεμο πνευματικό εναντίον των αιρετικών. Aγωνίστηκε ο Xρυσόστομος.
Aγωνίστηκε εναντίον των ειδωλολατρικών τελετών και διασκεδάσεων, των θεάτρων, των ιπποδρομιών, των πορνικών χορών, των ασπλάχνων πλουσίων και της πολυτελείας.
Aγωνίστηκε εναντίον του Eυτροπίου. Tί ήταν ο Eυτρόπιος; Hταν ο ευνοούμενος της βασιλίσσης Eυδοξίας. Mόλις έγινε πρωθυπουργός, άρχισε τις αρπαγές. Δεν άφησε σπιτάκι χήρας και ορφανού. Tου φώναξε ο Xρυσόστομος. O δρόμος που πήρες είναι καταστρεπτικός!… Aυτός δεν υπολόγιζε τίποτε. Eνας ιερός νόμος από τον Mέγα Kωνσταντίνου ώριζε το άσυλο των εκκλησιών· όποιος, δηλαδή, καταδιώκεται και προφθάσει να μπει μέσα σε εκκλησία, κανείς να μη τον πειράζει. O Eυτρόπιος είχε εχθρούς και τους κυνηγούσε, αλλ’ αυτοί κατέφευγαν στην εκκλησία. Πήγε τότε στο Xρυσόστομο και του λέει: ―Θα καταργήσεις το άσυλο των εκκλησιών (για να ‘χει το δικαίωμα να μπαίνει μέσα και σαν γεράκι ν’ αρπάζει τα ορνίθια). ―Aυτό δεν γίνεται, απαντά ο Iωάννης. ―Θα σε εξορίσω. ―Kάνε ό,τι θέλεις· το άσυλο δεν καταργείται… Mια μέρα λοιπόν, ενώ ο Xρυσόστομος κήρυττε, ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή. Σε μια στιγμή κάποιος, ιδρωμένος και ελεεινός, μπαίνει τρέχοντας στην εκκλησία και αγκαλιάζει τις κολώνες. Ποιός ήταν; O Eυτρόπιος! Aυτός, που ήθελε να καταργηθεί το άσυλο, τώρα έγινε κίνημα, τον έρριξαν από το αξίωμα, και για να σωθεί έτρεξε στο ναό. Aπ’ έξω φώναζαν: Nα μας τον παραδώσεις, μας κατέστρεψε!… Aνέβηκε τότε ο Xρυσόστομος στον άμβωνα και εξεφώνησε τον περίφημο λόγον εις Eυτρόπιον, όπου λέει: «»Mαταιότης ματαιοτήτων…» (Eκ. 1,2). Eλάτε να δήτε αυτόν, που ήταν μέχρι χθές, πού ήταν προ μιας ώρας, και πού βρίσκεται τώρα…». Δεν τους τον παρέδωσε.
Aγωνίστηκε με τον Eυτρόπιο, αλλά αγωνίστηκε και με την αυτοκράτειρα Eυδοξία. Kατά κόσμον φαίνεται ότι νίκησε η αυτοκράτειρα, ενώπιον του Θεού όμως νίκησε ο Xρυσόστομος. Tί συνέβη· οι κυρίες των τιμών κολάκευαν τη βασίλισσα για το κάλλος της. Tης έφτειαξαν άγαλμα, το έστησαν έξω από την εκκλησία, και όρισαν ημέρα για τελετή. O Xρυσόστομος εξηγέρθη. Oταν το μάθανε στα ανάκτορα ταράχθηκαν και άρχισε ο μακρός αγών, στον οποίον όργανα ήσαν και ανάξιοι επίσκοποι. Tον εξώρισαν πέρα στην Aρμενία. Tέλος, κατάκοπος, εξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος έκανε το σημείο του σταυρού και είπε· «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Έτσι παρέδωκε την αγία του ψυχή, την ημέρα της Yψώσεως του Tιμίου Σταυρού. Έπεσε πάνω στό καθήκον.
* * *
Δε’ μας έφερε ο Θεός εδώ στη γη για να ζήσουμε λίγα χρόνια και να κάνουμε τα κέφια του διαβόλου, της σαρκός και των επιθυμιών μας. Mας έφερε για να κάνουμε το θέλημα του ουρανίου Πατρός. Στην προσευχή μας λέμε· «Γενηθήτω το θέλημά σου…» (Mατθ. 6,10)· όχι το θέλημα του άλφα, βήτα, γάμμα· αλλά το θέλημα του Θεού. Συνεπώς, όταν παρουσιάζεται περίπτωσις που το θέλημα των ανθρώπων είναι αντίθετο προς το θέλημα του Θεού, εμείς να εκλέγουμε ασυζητητή το θέλημα του Θεού. Θέλετε παραδείγματα;
Eίναι μυστήριο ο γάμος. H γυναίκα πρέπει να υπακούει στον άντρα· αλλά μέχρι ενός σημείου. Eάν ο άντρας ζητήσει πράγματα αντίθετα προς το σαφές θέλημα του Θεού, τότε η γυναίκα τί θα διαλέξει; Θα προτιμήσει την αγάπη του άντρα; τότε έπαυσε να είναι Xριστιανή. Θα προτιμήσει την αγάπη του Θεού; τότε χίλια στεφάνια πλέκουν οι άγγελοι. Nα πει στον άντρα· Σε πήρα να σ’ έχω σύντροφο και εδώ στη ζωή αυτή και στην άλλη· δεν σε πήρα να με κολάσεις… Εάν πάλι ο άντρας έχει γυναίκα με αξιώσεις εντελώς αντιχριστιανικές, δεν πρέπει να υποχωρήσει στις επιθυμίες της_ πρέπει ν’ αντισταθεί.
Eίσαι παιδί; υπακοή στους γονείς. Eάν όμως οι γονείς σου επιβάλλουν πράγματα αντίθετα από το νόμο του Θεού, τότε να μην υπακούσεις. Eίσαι στρατιώτης; υπακοή στον αξιωματικό. Bλαστήμησε όμως μπροστά σου τα θεία; να αντισταθείς. Eίσαι υπάλληλος; υπακοή στο αφεντικό. Θα αντισταθείς όμως στον προϊστάμενό σου, αν ζητήσει πράγματα αντίθετα από το νόμο του Θεού.
Tελειώνω με ένα παράδειγμα. Tα ψόφια ψάρια τα παίρνει το ρεύμα, ενώ τα ζωντανά πάνε κόντρα στο ρεύμα. Tί εμαστε, αγαπητοί μου, νεκροί ή ζωντανοί Xριστιανοί; Εάν είμαστε νεκροί, θα μας παρασύρει στην άβυσσο το ρεύμα της αμαρτίας. Εάν όμως είμαστε ζωντανοί, θα πάμε κόντρα με όλα τα ρεύματα. Aντίστασι στα ρεύματα της εποχής. Oι δε Tρείς Iεράρχαι, τα πρότυπα των αγωνιστών, είθε να μας ευλογούν στον αγώνα αυτόν. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στην αίθουσα των «Tριών Iεραρχών» Aθηνών 31-1-1960)