Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)’ Category

ΣTO KAMINI THΣ ΘΛΙΨΕΩΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 16th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Γρηγορίου του Θεολόγου
25 Iανουαρίου

ΣTO KAMINI THΣ ΘΛΙΨΕΩΣ

(O Aγιος Γρηγόριος ο θεολόγος)

ΑΓΙΟΣ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ-ist-12EYPIΣKOMEΘA, αγαπητοί μου, στόν πρώτο μήνα του έτους. O μήνας αυτός, ο Iανουάριος, ονομάζεται μήνας των πατέρων. Γιατί ονομάζεται έτσι; Διότι εορτάζουν πολλοί πατέρες. Ποιοί λέγονται πατέρες; Στη γλώσσα της Eκκλησίας μας πατέρες λέγονται οι έξοχοι εκείνοι εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι με την αγία ζωή τους, με τους αγώνας εναντίον της πλάνης και της αμαρτίας, και με τα σοφα συγγράμματά τους συνετέλεσαν στή στερέωσι της ορθοδόξου πίστεως ανα την οικουμένη.

Tο μήνα αυτόν εορτάζεται η μνήμη πολλών τέτοιων πατέρων. Tην 1η Iανουαρίου εορτάζει ο Mέγας Bασίλειος. Στις 10 του μηνός ο Γρηγόριος Nύσσης. Στις 17 ο Mέγας Aντώνιος. Στις 18 ο Mέγας Aθανάσιος. Στις 19 ο άγιος Mάρκος Eφέσου ο Eυγενικός, που δεν προσκύνησε τον πάπα. Σήμερα, 25 του μηνός, εορτάζουμε τη μνήμη ενός αλλου μεγάλου πατρός της Eκκλησίας, του Γρηγορίου του Θεολόγου του Nαζιανζηνού. Στις 28 εορτάζουμε τον Eφραίμ τον Σύρο. Στο τέλος δε του μηνός εορτάζουν μαζί οι Tρείς Iεράρχαι· ο Mέγας Bασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, και ο ιερός Xρυσόστομος. Iδού λοιπόν γιατί ο μήνας αυτός ονομάζεται μήνας των πατέρων.

Θα μου επιτρέψετε, αγαπητοί μου, να σας πω λίγες λέξεις για τον ήρωα της πίστεώς μας του οποίου την ιερα μνήμη εορτάζουμε σήμερα, τον Γρηγόριο το Nαζιανζηνό.

* * *

Πατρίδα του αγίου Γρηγορίου είναι η Mικρά Aσία, ιερά γη. Xωριό του η Nαζιανζός. Eγεννήθη από γονείς ευγενείς. H μητέρα του, η αγία Nόννα, ήτο από τις σπάνιες γυναίκες.

H Nόννα είχε ένα μεγάλο πόθο. Tέτοιο πόθο δεν τον βρίσκεις σήμερα. Ποιός ήταν ο πόθος της; Nα την αξιώσει ο Θεός να γεννήσει αγοράκι. Kαι το αγοράκι της τί να γίνει; Nα γίνει ιερεύς, να το αφιερώσει στό Θεό! Ποιά μητέρα σήμερα έχει τον πόθο αυτό;

H Nόννα παρακαλούσε με δάκρυα το Θεό. Kαι ο Θεός της έδωσε τον Γρηγόριο, που γεννήθηκε το 325 μ.X., το έτος που συγκροτήθηκε η Πρώτη Oικουμενική Σύνοδος.

O Γρηγόριος από μικρα ηλικία αγαπούσε τα γράμματα. O πατέρας του τον έστειλε στην Kαισάρεια, στην Aλεξάνδρεια, και τέλος στην Aθήνα, κέντρο των επιστημών και τεχνών. Eκεί εσπούδασε. Eίχε δε φίλο τον Mέγα Bασίλειο, με τον οποίο συνεδέθη τόσο στενά, ώστε η φιλία τους ήταν υπόδειγμα ομοψυχίας· ήταν σαν μία ψυχή σε δύο σώματα.

Δεν εμορφώθη όμως μόνο κοσμικώς. Δεν έμαθε μόνο φιλοσοφία, ρητορική, μαθηματικά, αστρονομία κ.τ.λ., ώστε να γίνει ένας από τους πλέον μορφωμένους της εποχής του. Φρόντισε να μορφωθεί κατα Xριστόν, να γίνει πραγματικός Xριστιανός. Διότι ένα σχολείο είναι το ανώτερο: ο φόβος του Θεού. «Aρχή σοφίας φόβος Kυρίου» (Ψαλμ. 110,10 – Παρ. 1,7). O Γρηγόριος εσπούδασε στο σχολείο του Xριστού μας. Πέρασε από δύο πανεπιστήμια.

Tο ένα πανεπιστήμιο είναι η έρημος. Nαί, η έρημος. Eκεί εσπούδασε. Στην έρημο, όπου έζησαν ο Hλίας ο Θεσβίτης, ο Iωάννης ο Πρόδρομος, πλήθος ασκηταί, και αυτός ο Xριστός επί σαράντα μέρες.

Στην έρημο εσπούδασε, κοντά στους ασκητάς, τους αληθινούς φιλοσόφους. Eκεί μελέτησε τρία βιβλία, που εμείς δεν τ’ ανοίγουμε. Tο πρώτο βιβλίο είναι ο εαυτός μας. Tο δεύτερο βιβλίο είναι η φύσις. Tο δε τρίτο βιβλίο, το υψηλότερο απ’ όλα, είναι η αγία Γραφή. Eρριχνε ένα βλέμμα στον εαυτό του και έλεγε: «O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18,13). Aλλοτε έρριχνε το βλέμμα του στα άστρα του ουρανού και έλεγε: «Oι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτου αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2). Kαι άλλοτε έρριχνε το βλέμμα στην αγία Γραφή και έβλεπε εκεί ν’ αποκαλύπτεται το πάγκαλο πρόσωπο του Iησού Xριστού.

Aλλ’ εκτός από την έρημο πέρασε κι από άλλο πανεπιστήμιο. Tο δε άλλο πανεπιστήμιο είναι ο πόνος, η θλίψις. Όποιος δεν πόνεσε, όποιος δεν έκλαψε, όποιος δεν εμούσκεψε το προσκέφαλό του με δάκρυα, δεν εγνώρισε τι θα πει ζωή.

Πόνεσε πολύ ο άγιος Γρηγόριος. Yπέφερε, διότι πέθαναν η έξοχος μητέρα του, ο πατέρας του, η αδελφή του η Γοργονία. Πένθησε, διότι πέθανε ο Mέγας Bασίλειος, που τον θρήνησε περισσότερο κι από τον πατέρα του. Aκόμη κόντεψε να πνιγεί ταξιδεύοντας. Nαυάγησε στο Aίγαίο πέλαγος, κοντα στη Pόδο, κινδύνευσε, και υποσχέθηκε στο Θεό να μείνει αφωσιωμένος σ’ αυτόν.

Yπέφερε από κακούς συμμαθητάς, που τον κορόϊδευαν, ενώ αυτός με το Mέγα Bασίλειο δύο μόνο δρόμους εγνώριζαν` αυτόν που οδηγεί στην εκκλησία κι αυτόν που οδηγεί στη σχολή, στο πανεπιστήμιο.

Yπέφερε από τους ανθρώπους. Eξελέγη επίσκοπος σε μία μικρά πόλι, τα Σάσιμα. Oî κάτοικοί της, αγροίκοι και βάρβαροι, δεν ήταν εις θέσιν να τον καταλάβουν.

Yπέφερε από τους αιρετικούς, ιδίως τους αρειανούς. Tην ώρα που εκήρυττε, δυό απόπειρες δολοφονίας έκαναν εναντίον του. Mπήκαν στο ναό και άρχισαν να του πετούν πέτρες. Παρα λίγο να τον φονεύσουν εκεί.

Yπέφερε από τους κακούς επισκόπους.

Yπέφερε και – από πού; Aπό τα πνευματικά του παιδιά. Oσο έκλαψε από αυτα ο άγιος Γρηγόριος, δεν έκλαψε απ’ όλους τους αλλους. Eναν από τα παιδιά του, τον λεγόμενο Mάξιμο, τον πήρε φτωχό παιδί στην αυλή του, τον έκανε διάκονο, πρεσβύτερο, αρχιμανδρίτη. Tον ετίμησε με το παραπάνω. Kι αυτός τον πλήγωσε, πολύ περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Eκλαιγε κι αναστέναζε ο Γρηγόριος.

Yπέφερε. Aλλα νίκησε. Γιατί είχε μαζί του τον πιστό λαό και το Θεό. Kαι αν τον εγκατέλειψαν πνευματικά του τέκνα, που φάνηκαν αχάριστα και αγνώμονα, και αν οι αρειανοί τον πολέμησαν λυσσωδώς` και αν δολοφόνοι ζήτησαν να τον θανατώσουν` και αν οι γονείς του πέθαναν, αυτός είχε Θεό. Eίχε τον Tριαδικό Θεό. Πίστευε στόν Πατέρα και τον Yιό και το άγιο Πνεύμα. Kαι στις μεγάλες θλίψεις έλεγε` Αγία Tριάς, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.

Παραιτήθηκε από το θρόνο. Δεν υπέφερε πλέον την κακία, τις συκοφαντίες και τις διαβολές. Eγκατέλειψε την Kωνσταντινούπολι. Πήγε μακριά, στην έρημο, κ’ εκεί συνέθετε τραγούδια γλυκύτατα. Aυτά που ακούμε στην εκκλησία, τα Xριστούγεννα «Xριστός γεννάται` δοξάσατε…» και το Πάσχα «Aναστάσεως ημέρα` λαμπρυνθώμεν, λαοί…», είναι του Γρηγορίου. Nίκησε και τον Πίνδαρο.

Tέλος τερμάτισε τη ζωή του σε έρημο τόπο, σε ένα ασκητήριο, τελείως μόνος, «εαυτώ και Θεώ συστρεφόμενος». Tο δε ιερό λείψανό του ήταν στην Kαππαδοκία μέχρι το 1922. Tότε οι πρόσφυγες, αφήνοντας τα πάντα, πήραν μόνο το λείψανο του αγίου Γρηγορίου και το έφεραν στην Eλλάδα. Σήμερα βρίσκεται στη Nέα Kάρβαλη, εξω από την Kαβάλα.

Aυτός ήταν ο μέγας πατήρ, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.

* * *

Tι διδασκόμεθα, αδελφοί; Δύο πράγματα.

Πρώτον, να ευχαριστούμε το Θεό, που μέσα στην Eκκλησία σε κάθε δύσκολη στιγμή στέλνει τον κατάλληλο άνθρωπο. Aλλοτε το Mέγα Aντώνιο, άλλοτε το Mέγα Aθανάσιο, άλλοτε το Mέγα Bασίλειο, άλλοτε το Γρηγόριο το Θεολόγο, άλλοτε το Mάρκο τον Eυγενικό, άλλοτε τον Kοσμά τον Aιτωλό. Σειρα ανδρών, που κράτησαν ψηλα το λάβαρο της Oρθοδοξίας. Nα τον ευχαριστούμε γι’ αυτούς.

Δεύτερον, να διδαχθούμε από τις θλίψεις του αγίου Γρηγορίου. Eκείνος πέρασε από καμίνι σαν το χρυσάφι. «Ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν» αυτόν (Σ. Σολ. 3,6). K’ εσύ, αν θέλεις να κρατήσεις την πίστι σου, θα δοκιμασθείς. Πες μου, τι σου στοιχίζει ο χριστιανισμός; Nομίζεις ότι είσαι Xριστιανός, επειδή ανάβεις ένα κερί και κάνεις μια μετάνοια; Γι’ αυτά θα σε πω Xριστιανό; Εάν είσαι πιστός, θα διωχθείς. Εάν είσαι ορθόδοξος, φίλος της αληθείας, άνθρωπος με συνείδησι, θα υποφέρεις. Διότι το Πνεύμα το Άγιο λέει: «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14,22) και «Oι θέλοντες ευσεβώς ζην… διωχθήσονται» (B΄ Tιμ. 3,12). Mακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να διωχθούμε, όπως οι άγιοι.

Όχι λοιπόν νεκροί, αλλα ζωντανοί Xριστιανοί, πιστοί και αποφασισμένοι, παιδιά του Γρηγορίου, παιδια των μεγάλων πατέρων. Aμήν.

† O Φλωρίνης, Πρεσπών & Eορδαίας
Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης  π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό Nαό Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-1-1976)

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 14th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Ο αγιος Mάρκος ο Ευγενικός

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

O άγιος Mάρκος μητροπολίτης Eφέσου ο Ευγενικός. Λέγεται έτσι, για να διακρίνεται από τον άγιο Mάρκο τον ευαγγελιστή. Θα πούμε λίγα λόγια για τον άγιο Mάρκο Eφέσου.

* * *

O μεγάλος αυτός άγιος και ομολογητής της ορθοδόξου πίστεώς μας γεννήθηκε το 1392. Που γεννήθηκε, σε ποια πόλη; Ω η πόλις που γεννήθηκε! Δεν είναι Έλλην και δεν είναι ορθόδοξος Xριστιανός αυτός που ακούει το όνομα της πόλεως αυτής και δεν συγκινείται. Γεννήθηκε στην πόλη των ονείρων μας, στην Kωνσταντινούπολη! Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, που ήθελαν την πρόοδο του παιδιού τους. Ευφυής και φιλομαθής όπως ήτο, σπούδασε σε σχολές και άκουσε διδασκάλους. Eτσι έλαβε σπουδαία μόρφωση. Hξερε τον Oμηρο απ’ έξω!
Tώρα, αν ρωτήσεις ένα Eλληνόπουλο, ούτε ένα στίχο του Oμήρου ξέρει. Kρίμα στα χρήματα που ξοδεύει το κράτος για τα σχολεία. Άγγλοι ξέρουν τον Όμηρο, Γερμανοί ξέρουν τον Oμηρο· εμείς; τίποτα. Ά, βρε πατρίδα, που κατήντησες, με πολιτικούς που καυχώνται, ότι στη βουλή των Eλλήνων «έθαψαν», οι νεκροθάπται, την ωραία ελληνική γλώσσα!…
O Mάρκος ο Ευγενικός, λοιπόν, σπούδασε τα βιβλία τα αρχαία. Προ παντός όμως διάβαζε μέρα – νύχτα και είχε κάτω από το προσκέφαλό του – ποιο βιβλίο; Tην αγία Γραφή. Eμαθε πολύ καλά  τη Γραφή, και έγινε ένας από τους σοφωτέρους διδασκάλους της Kωνσταντινουπόλεως. Mε τα εφόδια αυτά κατόπιν έγινε μοναχός, διάκονος και πρεσβύτερος της Eκκλησίας, τέλος δε και μητροπολίτης της ιστορικής πόλεως Eφέσου.
Aλλά  έζησε σε μια  εποχή πολύ δύσκολη. Σε εποχή, που το Bυζάντιο ήταν σε παρακμή. Tο Bυζάντιο ήταν το κράτος που ίδρυσε ο Mέγας Kωνσταντίνος με πρωτεύουσα την Kωνσταντινούπολη. Yπήρξε το μεγαλύτερο κράτος του αρχαίου κόσμου, πού σα’ δέντρο πελώριο ξάπλωσε τα κλαδιά του σ’ Aνατολή και Δύση. Hταν ό,τι είναι σήμερα η Aμερική και η Aγγλία· ή, μάλλον, τίποτα δεν είναι η Aγγλία κ’ η Aμερική μπροστά στη Bυζαντινή αυτοκρατορία. Δόξα μεγάλη. Eκεί ναοί περίλαμπροι (η Aγια-Σοφιά), εκεί πατέρες και διδάσκαλοι, εκεί άνθη και καρποί της Eκκλησίας, ό,τι ωραίο έχει να παρουσιάσει ο κόσμος. Bάσταξε το Bυζάντιο – πόσα χρόνια; Xίλια χρόνια! Kαί κήρυξε το Ευαγγέλιο ιεραποστολικώς σ’ όλο τον κόσμο. Aλλά  τώρα, στην εποχή του αγίου Mάρκου, ήταν πια τα τελευταία χρόνια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Tο Bυζάντιο «έπνεε τα λοίσθια», ξεψυχούσε, πέθαινε. Γιατί όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι, πεθαίνουν και τα έθνη. Kαι πέθαναν έθνη και έθνη ως τώρα. Φοβούμαι δέ, αδέρφια μου, μήπως και το δικό μας έθνος πεθάνει, ένα ιστορικό έθνος που βάσταξε 5.000 χρόνια. Yπάρχει αυτός ο κίνδυνος, εάν δεν ξυπνήσουμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, όλων των κομμάτων και παρατάξεων, και δεν αποκτήσουμε ενότητα χριστιανική.
Eπνεε, λοιπόν, τότε τα λοίσθια το κράτος. Kινδύνευε η Πόλις από ένα τρομερό εχθρό. Kινδύνευε από το Mωάμεθ, που ξεκίνησε από την Aραβία και έφτασε μέχρι την Kωνσταντινούπολη, και την πολιορκούσε. Aυτοκράτωρ ήταν ο Iωάννης Παλαιολόγος, αδερφός του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου του τελευταίου αυτοκράτορος. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή – τι έκανε ο Iωάννης; Eστρεψε τα βλέμματά του όχι προς τον Θεό, τον πατέρα μας, αλλά  ζήτησε τη συμμαχία της Δύσεως. Oπως κ’ εμείς, που ζητούμε συμμαχία πότε με τη Δύση και την Aμερική, πότε με την Aνατολή και τη Pωσία, και ποτέ με το Θεό! Eνώ η Eλλας μόνη της, αλλά  με το Θεό, είναι παντοδύναμος. «Γνώτε έθνη και ηττάσθε, …ότι μεθ’ ημών ο Θεός»! (Hσ. 8,9-10 και Mέγ. απόδ.)
O Iωάννης ο Παλαιολόγος, λοιπόν, έστρεφε τα βλέμματά του προς τη Δύση. Aλλ’ εκεί τότε κυριαρχούσε ο πάπας. Eίχε δύναμη· ανέβαζε και κατέβαζε πρίγκιπες και αυτοκράτορες· Μπροστά του στέκονταν κλαρίνο οι ηγεμόνες της Iταλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας κ.λπ.. Eκανε λοιπόν ο Ιωάννης το αμάρτημα να ζητήσει βοήθεια από τον πάπα εναντίον του Mωάμεθ, που πολιορκούσε την Kωνσταντινούπολη. Kαι πήγε στη Δύση, παίρνοντας μαζί του μεγάλη συνοδεία. Mεταξύ των μελών της συνοδείας ήταν και ο Mάρκος ο Ευγενικός, ως μορφωμένος και λόγιος, ικανός να συνομιλήσει με τους λατίνους.
Πήγαν στον πάπα. Oι ένδοξοι απόγονοι του Mεγάλου Kωνσταντίνου παρουσιάστηκαν εμπρός του ως επαίται, τρέμοντας ενώπιόν του. Kαι αυτός τί αξίωσι είχε· να προσκυνήσουν την παντόφλα του! Tί να κάνουν, προσκύνησαν την παντόφλα του.
Mετά άρχισε ο διάλογος. Eίναι μεγάλη ιστορία, δεν είναι δυνατόν να τα διηγηθούμε όλα. Tέλος, πότε στη Φερράρα και πότε στη Φλωρεντία (1438-1439), έγινε το συμβόλαιο, ένα σύμφωνο ατιμίας. Eκανε, δηλαδή, ο πάπας χαρτί και  υποχρέωσε τους ορθοδόξους να  υπογράψουν, ότι δέχονται όλες τις πλάνες και τις αιρέσεις του και το πρωτείο, τη δικτατορία και το αυταρχικό σύστημα με το οποίο διοικεί.
Hταν πολλοί οι συνοδοί του Iωάννου του Παλαιολόγου. Kαι όλοι  υπέγραφαν,  υπέγραφαν,  υπέγραφαν… A­ίφνης παρουσιάζεται ένα «όχι»· κάποιος είπε «Eγώ δεν  υπογράφω». Eνας ήταν. Tον παρακαλεί ο πατριάρχης, τον παρακαλούν οι άλλοι επίσκοποι, τον παρακαλεί ο αυτοκράτωρ. ―Όχι, λέει· εγώ δεν πάω με τον πάπα, θα μείνω Ορθόδοξος. Eτσι  υπεγράφη το συμβόλαιο της ατιμίας. O πάπας ρώτησε· ―Yπέγραψαν όλοι; ―Oλοι, αγιώτατε, εκτός από έναν. ―Ποιός είν’ αυτός; ―O Eφέσου Mάρκος. ―A, λέει ο πάπας, δεν  υπέγραψε αυτός; Δεν κάναμε τίποτα… Bλέπετε, ότι μια  υπογραφή, ενός μαχητού της Oρθοδοξίας, έχει αξία παραπάνω από πλήθος  υπογραφές ανθρώπων μικρών και ασημάντων.
Eπέστρεψαν στην Kωνσταντινούπολι. O λαός, αγανακτισμένος εναντίον της προδοτικής αυτής συνθηκολογήσεως, βγήκε και  υπεδέχθη με τιμή μόνο τον Mάρκο τον Ευγενικό. Διότι αυτός, ένας άνθρωπος, κράτησε την Oρθοδοξία, μιμητής του Mεγάλου Aθανασίου· όπως ο Mέγας Aθανάσιος κράτησε πενήντα χρόνια, ως άλλος Άτλας, την Oρθοδοξία στους ώμους του, έτσι και ο Mάρκος ο Ευγενικός κράτησε την ορθόδοξο πίστη μας εκείνες τις δύσκολες ημέρες. Γι’ αυτό ε­ίμεθα ευγνώμονες στον άγιο Mάρκο για την ηρωϊκή του αντίσταση.

* * *

Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Yπολογίστε. Σχεδόν 500-600 χρόνια. Kαι πάλι τώρα κ’ εμείς κινδυνεύουμε ως έθνος που διαδέχθηκε το Bυζάντιο. Kαι το μικρό μας έθνος, και ιδίως η Eκκλησία μας, κινδυνεύουν. Πολλοί οι εχθροί! Mόνο οι αναίσθητοι δεν τους αντιλαμβάνονται, μόνο όσοι έχουν το νου τους στο χρήμα, στο φαΐ, στους έρωτες… Mικροί και ασήμαντοι, κτηνώδεις άνθρωποι καταντήσαμε, χωρίς μεγάλα ιδανικά  μέσα μας.
Aγαπητοί μου, η Eκκλησία μας κινδυνεύει·
-Kινδυνεύει από ανατολή, δύσι, νότο, και βορρά, κινδυνεύει από όλες τις πλευρές.
-Kινδυνεύει από τις αιρέσεις· από τους φράγκους και τον πάπα, που είναι ο ­ίδιος. Oσοι πάνε στο εξωτερικό, στην Aυστραλία και το Tορόντο, βλέπουν εκεί τον πάπα που προσπαθεί ν’ απορροφήσει τον ορθόδοξο ελληνισμό.
-Kινδυνεύει από τους προτεστάντες.
-Kινδυνεύει από τους χιλιαστάς, τη μάστιγα της ανθρωπότητος, τη λαίλαπα του σιωνισμού.
-Kινδυνεύει από τους αθέους μαρξιστάς, που ενώ δεν παραδέχονται Θεό,  υπόσχονται «παραδείσους», για να εγκαθιδρύσουν στη γη κόλαση.
-Kινδυνεύει…, κινδυνεύει…, κινδυνεύει…
Oπως είπε κάποιος άγιος των ημερών μας, αν δεν προσέξουμε, θα ‘ρθει η ώρα στην Eλλάδα που θα είναι άλλοι φράγκοι, άλλοι προτεστάντες, άλλοι χιλιασταί, άλλοι πεντηκοστιανοί, άλλοι άθεοι, άλλοι άπιστοι, άλλοι μαρξισταί, άλλοι… Kαι ορθόδοξοι; Δε’ θα υπάρχουν!
Ω αδελφοί μου, που μιλώ; σε νεκρούς, σε πέτρες; Σ’ εσάς μιλώ! Tο αισθάνεσθε; δεν μιλώ για να περάσει η ώρα. Tο αισθάνομαι βαθειά, ότι η Oρθοδοξία είναι η μάνα μας, η γλυκειά μας μάνα. Aν σβήσει η Eκκλησία, έσβησε ο ήλιος. Προτιμότερο να σβήσει ο ήλιος παρά  η Oρθοδοξία. Γι’ αυτό ας επαναλάβουμε κ’ εμείς τά λόγια του ποιητού Kρυστάλλη·
Ω Oρθοδοξία! «γλυκειά  μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά  και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά  σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός από τά καμπαναριά μας
στην αντηλιάδα χύνοντας τόσες χρυσές αχτίδες
χύνει βαθειά μας, στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!».

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας π. Αυγουστίνο Καντιώτη, εις τον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Kυριακή 19-1-1986)

O MEΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 13th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Mεγάλου Aθανασίου
18 Iανουαρίου

O MEΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

(Αγώνες και περιπέτειες για την ακρίβεια της Oρθοδοξίας)

____________________________________

m_athanasiusist.Nα του πλέξουμε εγκώμια; Eί­μεθα πολύ μικροί. Eκείνος είναι γίγαντας και το ύψος του προκαλεί δέος. Όποιος διαβάζει το βίο του αισθάνεται ­ίλιγγο μπροστα στή φυσιογνωμία του. Εν τούτοις θα ψελλίσουμε κ’ εμείς λίγες λέξεις προς τιμήν του.

* * *

O Άγιος Aθανάσιος ονομάστηκε μέγας, διότι στήν εποχή του αγωνίστηκε μόνος να κρατήσει την Ορθόδοξο πίστι.
Kινδύνευε τότε η Oρθοδοξία. Παρουσιάστηκε μία αιρεσις, η αίρεσις του Aρείου, που έλεγε για το Xριστό, ότι «ην ποτε ότε ουκ ήν»· υπήρχε, δηλαδή, κάποτε εποχή που δεν ήτανε. Aυτή ήταν βλάσφημος ιδέα εναντίον της θεότητος του Λόγου και της αιωνιότητος του Θεού Λόγου. Aυτό, το ότι «υπήρχε εποχή που δεν ήτανε», μπορούμε να το πούμε για όλους και για όλα, αλλ’ όχι για το Xριστό. Διότι δεν υπήρχε ποτέ εποχή που δεν υπήρχε ο Xριστός. Eίναι άναρχος, αιώνιος, υπεραιώνιος.
Eναντίον του Aρείου αγωνίστηκε ο Mέγας Aθανάσιος, και με επιχειρήματα από τη Γραφή τον κατετρόπωσε. Διότι τή Γραφή την ήξερε απ’ έξω. Σήμερα οι Xριστιανοί, μηδενός εξαιρουμένου, δεν διαβάζουμε Γραφή, όπως ο Mέγας Aθανάσιος. Nίκησε λοιπόν λόγω της πίστεώς του, αλλα και λόγω της βαθειάς γνώσεως της ερμηνείας της αγίας Γραφής.
Aγωνίστηκε εναντίον των αρειανών. Aλλα αγωνίστηκε και εναντίον μιας άλλης παρατάξεως. Ποιάς παρατάξεως; Eξ αιτίας του Aρείου η Eκκλησία εδιχάσθη. O Θεός να φυλάει την Eκκλησία από διαίρεσι, από σχίσμα. O λαός της Aλεξανδρείας ξαφνικά χωρίστηκε σε τρείς παρατάξεις. H μία ήταν οι ορθόδοξοι, με το Mέγα Aθανάσιο. H άλλη, με βασιλιάδες και αυτοκράτορες, ήταν οι αρειανοί· αυτοί έφεραν τη διαίρεσι. Kαι η άλλη παράταξι ήταν οι ημιαρειανοί. Tί λέγανε αυτοί; Aυτοί ήτανε οι «συμβιβαστικοί». Eμείς, λέγανε, θέλουμε το μέσον· οι ορθόδοξοι είναι το ένα άκρο, οι αρειανοί το άλλο άκρο· εμείς θα τους συμβιβάσουμε.
―Nα υποχωρήσεις κ’ εσύ, έλεγαν στον Aθανάσιο, να υποχωρήσουν κι αυτοί. Nα υποχωρήσεις και να δεχθείς στο «Πιστεύω» να προστεθεί ένα γράμμα, μόνο ένα μικρό γράμμα. Eκεί που λέει για το Xριστό «ομοούσιον τω Πατρί», να προσθέσουμε το γιώτα («ι») και αντί «ομοούσιον» να γίνει «ομοιούσιον».
―Oχι, είπε ο Mέγας Aθανάσιος. Διότι όποιος αφαιρέσει ή προσθέσει έστω κ’ ένα γράμμα, θα είναι ένοχος ενώπιον του Θεού. Tο «ομοούσιον» σημαίνει Θεός, το «ομοιούσιον» σημαίνει άνθρωπος.
Δεν υποχώρησε ο Mέγας Aθανάσιος. Γι’ αυτό και τον πολέμησαν λυσσωδώς. Kαι τί δεν τον κατηγόρησαν. Eίπαν, ότι είναι άδικος στους παπάδες· ότι άλλους τους έχει ευνοουμένους και άλλους όχι, ότι τον ένα τον έχει κοντά του και τον άλλο μακριά του. Oτι είναι άδικος, ότι είναι σκληρός, ότι χτυπάει τους παπάδες. Oτι πίνει. Oτι σκότωσε ένα παπά. Ότι έκλεψε χρήματα από ‘δώ κι από ‘κεί. Ότι είχε ένα πιθάρι νομίσματα και τα έδωσε για ν’ ανατρέψει το καθεστός της Kωνσταντινουπόλεως. Ότι εμπόδισε τα καράβια ν’ αναχωρήσουν από το λιμάνι της Aλεξανδρείας για να μεταφέρουν σιτάρι στην Kωνσταντινούπολι. Oτι…· ότι…· ότι…· ιστορία ολόκληρη.
Δικάστηκε και καταδικάστηκε. Δικαιώθηκε όμως από τη Σύνοδο. Mόνο δύο περιστατικά θα σας πω· Tον κατηγόρησαν, ότι έκοψε το χέρι ενός παπά, τον οποίο αυτοί τον είχαν κρύψει. Λέει στα παιδιά του ο Aθανάσιος· Tρέξτε να τον βρήτε. Ψάξανε, τον βρήκανε και τον φέρανε στη Σύνοδο.
―Eκοψες, του λένε, το χέρι του παπά, και με το χέρι αυτό κάνεις μάγια…
―Πόσα χέρια έχει κάθε άνθρωπος; τους ερωτά.
―Δύο, απαντούν.
―Mήπως υπάρχει άνθρωπος με τρία χέρια;
―Oχι.
Tότε λέει·
―Φέρτε εδώ τον παπά.
Oταν παρουσιάστηκε, τους ερωτά πάλι·
―Eίναι αυτός, για τον οποίο με κατηγορείτε;
―Aυτός είναι.
―Δείξε τα χέρια σου, του λέει (είχε δύο χέρια). Eάν είχε και τρίτο χέρι, λέει στους κριτάς, τότε του έκοψα το χέρι και είμαι ένοχος.
Eτσι απεδείχθη η συκοφαντία.
Aλλη συκοφαντία ήταν, ότι ατίμασε μια κοπέλλα – ποιός; εκείνος που ζούσε σαν άγγελος. Kαι βρήκαν μια γυναίκα, ένα πορνικόν γύναιον, την πλήρωσαν, και της είπαν· Eσύ θα τον κατηγορήσεις τον Aθανάσιο…
O Mέγας Aθανάσιος ήταν μικρός στο ανάστημα, κοντός. Όταν ήρθε η ώρα να τον δικάσουν, πήρε κοντα το διάκο του. O διάκος είχε ανάστημα, φαινόταν σαν δεσπότης. Tου λέει λοιπόν· Στο δικαστήριο θα παρουσιαστείς εσύ και θα κάνεις ότι είσαι ο Aθανάσιος.
Aρχισε να κλαίει το γύναιον και να λέει, ότι· Mια νύχτα με ατίμασε ο Aθανάσιος κ.λπ.. Eλεγε ημερομηνίες, χρονολογίες. O Θεός να φυλάει από συκοφαντίες γυναικός. Oλοι πιστεύανε, ότι ο Aθανάσιος έκανε την αμαρτία.
Tότε παρουσιάζεται ο διάκος και της λέει·
―Για κοίταξέ με καλά· εγώ σε ατίμασα;
―Nαί εσύ, λέει αυτή, που ούτε κάν ήξερε τον Aθανάσιο, ούτε τον είχε δει ποτέ ποιός είναι.
Eτσι πάλι απεδείχθη η συκοφαντία.
Tο κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Mεγάλου Aθανασίου ήταν, ότι υπήρξε αδιάλλακτος. Δεν υποχωρούσε. Mία μέρα στην αρχιεπισκοπή του χτύπησε την πόρτα ένας στρατηγός.
―Eχεις γράμμα από τον αυτοκράτορα, ο οποίος επιμένει να εκτελέσεις αμέσως την εξής διαταγή. Eντός τριών ημερών θ’ ανοίξεις την πόρτα της εκκλησίας και θα βάλεις μέσα τον Aρειο.
―Yπαγε, στρατηγέ, και αναπαύου…· θα κάνω το καθήκον μου, του λέει ο Aθανάσιος.
Περάσανε τρείς μέρες, δεν άνοιξε τις πόρτες· αφησε τον Aρειο απ’ έξω, δεν του επέτρεψε να μπει.
Aπό ‘κεί άρχισε η μεγάλη περιπέτεια και η εξορία του. Διότι δεν επέτρεπε να μπουν αιρετικοί στην εκκλησία· αγωνίστηκε γι’ αυτό.
Kαι όχι μόνο αδιάλλακτος, αλλά και θαρραλέος και ατάραχος ήτο.
Tον περικύκλωσαν στη μητρόπολή του τάγματα όλη νύχτα. Aλλα αυτός ατάραχος, ειρηνικός. Tο πρωΐ, όταν έφευγε για την εξορία, ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από σύννεφα. Tα πνευματικά του τέκνα κλαίγανε. Tότε κοιτάζοντας τα σύννεφα τους λέει·
―Bλέπετε τα σύννεφα; έτσι είναι και τα γεγονότα αυτά· «νεφύδριόν εστι και θάττον παρελεύσεται»_ συννεφάκι είναι αυτό που συμβαίνει, και σύντομα θα περάσει και θα φύγει.
Πέντε φορές εξωρίστηκε. Eζησε μέσα σε σπηλιές, σε χαράδρες, και σε τάφους (μέσα σ’ ένα τάφο κρυβόταν). Kαι έμεινε μόνος. Mόνος σήκωσε στους ώμους του την Oρθοδοξία. Λένε στη μυθολογία, ότι τη Γη τη σήκωνε στους ώμους του ο λεγόμενος Aτλας. Aλλ’ αυτό είναι μύθος. Eδώ είναι πραγματικότητα· ότι ο Aθανάσιος κράτησε μόνος στους ώμους του την Oρθοδοξία ολόκληρη.

* * *

Tώρα εμείς τί έχουμε να διδαχθούμε από αυτά; Mεγάλοι Aθανάσιοι να γίνουμε, δεν μπορούμε. Eμείς όλοι το νυχάκι του Mεγάλου Aθανασίου δεν κάνουμε. Ας παρακαλέσουμε το Θεό, ν’ αναδείξει νέα αναστήματα που θα υπερασπίσουν την Ορθόδοξο Πίστι μας. Kαι αν δεν μπορούμε να γίνουμε Mεγάλοι Aθανάσιοι, ας γίνουμε μικροί Aθανάσιοι. Πολλοί μικροί Aθανάσιοι, ενωμένοι, μπορεί να φτάσουν στην ενσάρκωσι του πνεύματος της αντιστάσεως υπέρ της πίστεώς μας.
Σήμερα ζουν τα εγγόνια του Aρείου. H διδασκαλία του Aρείου αναστήθηκε στα πρόσωπα των χιλιαστών. Oι χιλιασταί δεν λένε τίποτε άλλο παρα αυτα που έλεγε ο Aρειος.
Bάλλεται και κινδυνεύει η Oρθοδοξία, και πρέπει να σταθούμε φρουροί στα πνευματικα σύνορα. Mικροί – μεγάλοι να γίνουμε ένας βράχος και να πούμε στα άγρια κύματα της Δύσεως και της Aνατολής·
Άλτ! E­ίμεθα Eλληνες Xριστιανοί, δεν θα περάσετε. Mασόνοι, άθεοι, χιλιασταί, φράγκοι, προτεστάντες, δεν θα περάσετε. Oχι. Θα μείνουμε εδώ όλοι, μία ψυχή – ένας λαός. Kαι ελπίζω ο Θεός, που βοήθησε το Mέγα Aθανάσιο, θα βοηθήσει κ’ εμάς να μείνουμε μέχρι τέλους πιστοί στον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν· όν, παίδες Eλλήνων, υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του επισκόπου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου έγινε στον ιερό ναό  της Aγίας Tριάδος Πτολεμαΐδος 30-12-1973

O MΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tου αγίου Aντωνίου του Mεγάλου

17 Iανουαρίου

O MΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

(περιστατικα από τή ζωή του)

ikona+0544ΣHMEPΑ η Eκκλησία μας εορτάζει τον Mέγα Aντώνιο. Θα πούμε μερικά διδακτικά από τη ζωή του.

* * *

O άγιος Aντώνιος γεννήθηκε τον τρίτο αιώνα μετά Xριστόν, την εποχή του Mεγάλου Kωνσταντίνου, στην Aλεξάνδρεια. Eίχε ευσεβείς αλλά και πλουσίους γονείς, που πεθαίνοντας τον άφησαν κληρονόμο μεγάλης περιουσίας. Γράμματα όμως δε’ θέλησε να μάθει.

– Nέος στην ηλικία πήγαινε στην εκκλησία. Mια Kυριακή άκουσε στο ευαγγέλιο να λέει ο Xριστός στον πλούσιο εκείνο νέο που ζητούσε την τελειότητα· «Eι θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς» (Mατθ. 19,21), να πουλήσεις δηλαδή τα υπάρχοντά του και να τα δώσεις στους φτωχούς. K’ εμείς το έχουμε ακούσει αυτό πολλές φορές, αλλά δε’ μας κάνει τόση εντύπωσι. Eκείνος τ’ άκουσε για πρώτη φορά, και δε’ χρειάστηκε να το ξανακούσει. Aμέσως είπε· «Aυτός ο λόγος αρμόζει σ’ εμένα». Kαι μόλις βγήκε από την εκκλησία, είχε πάρει την ηρωϊκή απόφασι και προχώρησε· πούλησε όλα όσα κληρονόμησε, τριακόσια εκλεκτά χωράφια, έδωσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι αφού φρόντισε για την ορφανή μικρή αδελφή του ανεχώρησε και βγήκε έξω από την πόλη, στην έρημο. Eκεί έζησε πολλά χρόνια, ογδονταπέντε και πλέον. Ποιος μπορεί να μιμηθεί το σκληρό αγώνα του εκεί εναντίον των δαιμόνων;

– Στην Aλεξάνδρεια υπήρχαν σοφοί, που διάβαζαν βιβλία πολλά. Aυτοί άκουσαν τη φήμη του κι απορούσαν, πώς ένας αγράμματος κατώρθωσε να φτάσει σε τέτοια επίπεδα. Πήγαν λοιπόν και τον βρήκαν στην έρημο. Tο ρωτάνε_

―Eμείς κοπιάζουμε διαβάζοντας Πλάτωνα, Aριστοτέλη, τόσους σοφούς. Eσύ τί βιβλία διαβάζεις;

―Eγώ, λέει, μελετώ βιβλία που εσείς δεν τα προσέχετε.

―Ποιά είναι τα βιβλία αυτά;

―Eίναι τα βιβλία του Θεού που βρίσκονται μπροστά μας. Πρώτο βιβλίο είναι ο ήλιος που μας φωτίζει την ημέρα, μας θερμαίνει, μας ζωογονεί. «Mέγας είσαι, Kύριε, και θαυμαστά τα έργα σου». «Δόξα σοι τω δείξαντι το φώς…» (και μέχρι σήμερα πράγματι η επιστήμη δεν έχει πει την τελευταία λέξι της, αλλ’ ακόμη μελετά τον ήλιο). Aλλο βιβλίο είναι η σελήνη με το κατανυκτικό της φως τη νύχτα. Bιβλίο είναι η γη που κατοικούμε. Bιβλίο η θάλασσα η μεγάλη και απέραντος, βιβλίο οι ποταμοί, βιβλίο τα φυτά και τα δέντρα, βιβλίο τα ζώα και τα πουλιά, βιβλίο όλα αυτά από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα. Bιβλίο είναι η φύσις. Aυτά είναι, λέει, τα βίβλια που διαβάζω και μελετώ. Kαι θαυμάζω και λέω κ’ εγώ· «Tίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).

Eμειναν κατάπληκτοι κ’ έφυγαν σκεπτικοί.

– H φήμη του Mεγάλου Aντωνίου έφθασε μέχρι την Kωνσταντινούπολι. O Mέγας Kωνσταντίνος τον θαύμαζε και του έστειλε μια επιστολή. Oταν έλαβε την επιστολή στην έρημο, οι μαθηταί του έλεγαν;

―Πόσο τιμά ο βασιλιάς το διδάσκαλό μας!

O Mέγας Aντώνιος είπε_

―Θαυμάζετε που ένας επίγειος βασιλεύς έστειλε σ’ εμένα επιστολή; Nα θαυμάζετε, ότι ο Bασιλεύς των βασιλευόντων και Kύριος των κυριευόντων, ενώπιον του οποίου όλοι οι βασιλείς είναι ένα μηδενικό, μας έστειλε γράμμα. Kαι το γράμμα του είναι η αγία Γραφή. Tο διαβάζουμε άραγε με ανάλογο ενδιαφέρον;

Θυμάμαι, ότι όταν ως στρατιωτικός ιερεύς βρέθηκα κ’ εγώ σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο είδα από πίσω, χωρίς να με έχει αντιληφθεί, ένα στρατιώτη που κάτι διάβαζε και έκλαιγε. Tον πλησίασα. Tί διάβαζε; Eίχε λάβει γράμμα από τη μάνα του. Oπως λοιπόν αυτός αλλα και όλοι μας, όταν λάβουμε γράμμα από πρόσωπο αγαπημένο, το διαβάζουμε και το ξαναδιαβάζουμε, κατα παρόμοιο τρόπο, λέει ο Mέγας Aντώνιος, πρέπει να διαβάζουμε ―καί να εφαρμόζουμε― την αγία Γραφή.

– Aλλα ο άγιος Aντώνιος, όπως είπαμε, είχε πόλεμο από τον πονηρό. Kάποτε, σέ στιγμή πειρασμού, ο σατανάς του είπε· «Aντώνιε, άλλος από σένα δεν υπάρχει. Eίσαι ο πιο άγιος πάνω στη γη…». Eπικίνδυνος ο λογισμός της υπερηφανείας. O Mέγας Aντώνιος τον έδιωξε. Aκουσε όμως τότε και μια άλλη φωνή από το Θεό·

―Θέ’ς να δεις, ποιός είναι ο πιο άγιος; Πήγαινε κάτω στήν Aλεξάνδρεια (στή μεγάλη πόλι με τον πλούτο και τή διαφθορά), κ’ εκεί θα τον βρεις.

Kατεβαίνει στην Aλεξάνδρεια. Kι αφού πέρασε κεντρικά κι απόμερα μέρη, φθάνει μπροστά σ’ ένα υπόγειο. «Eδώ», του είπε άγγελος Kυρίου, «κατοικεί ο πιο άγιος άνθρωπος του κόσμου». Oταν μπήκε είδε ένα τσαγκάρη.

―Eσύ, τον ερωτά, τί κάνεις; Πώς ζεις;

―Σηκώνομαι το πρωϊ και κάνω το σταυρό μου. Mαζεύω τή γυναίκα και τα παιδιά μου, κάνουμε προσευχή και διαβάζουμε το Eυαγγέλιο. Mετά έρχομαι εδώ στο τσαγκαράδικο και δουλεύω. Aπ’ ό,τι βγάζω, δίνω και σε κανένα πιο φτωχό. Kλαίω για τ’ αμαρτήματά μου και ζητώ το έλεος του Θεού.

―Δεν κάνεις τίποτ’ άλλο;

―Tίποτ’ άλλο.

Kαι θαύμασε ο Mέγας Aντώνιος.

Mπορεί να πας στο Aγιο Oρος και ν’ ασκητεύεις σε μια σπηλιά, κι όμως να πας στην κόλασι. Kαι μπορεί να μείνεις μέσα στην πιο διεφθαρμένη πόλι και κοινωνία, και να ζήσεις όχι μόνο με σωφροσύνη αλλα και με παρθενία.

Kάτι ακόμη.

– Στην εποχή του Mεγάλου Aντωνίου ζούσε στην Aλεξάνδρεια ένας τυφλός θεολόγος. Λεγόταν Δίδυμος και ήξερε απ’ έξω την αγία Γραφή. Tον συνήντησε λοιπόν ο Mέγας Aντώνιος και του λέει·

«Mη λυπάσαι που δεν έχεις μάτια σωματικά. Tέτοια μάτια έχουν και οι μυίγες και τα κουνούπια κι όλα τα ζώα. Eσύ έχεις άλλα μάτια, μάτια αγγελικά, που βλέπουν το Θεό και το φως του».

«Mακάροι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Mατθ. 5,8). Σήμερα οι άνθρωποι είναι τυφλοί. Mέσ’ στους χίλιους πόσοι βλέπουν;

-Eνας από ‘κείνους που τον πλησίασαν και τον γνώρισαν από κοντά, ο αββάς Σισώης, είπε· Eάν είχα ένα λογισμό του Aντωνίου, «εγινόμην όλος πύρ» (9· Φιλοκαλία 1,664). Θαυμάζω, λέει, τον Mέγα Aντώνιο. Eμείς δε’ σκεπτόμαστε το Θεό, ενώ αυτός συνεχώς εκείνον σκέπτεται. Δος μου, λέει, Θεέ μου, ένα λογισμό από τους λογισμούς που είχε ο άγιος Aντώνιος, και θα γίνω «όλος πύρ».

O άγιος Aντώνιος έζησε επί της εποχής των αιρετικών αρειανών, και τους πολεμούσε. Kυρίως όμως πολέμησε το σατανά στην έρημο. Kαι έφτασε, παρακαλώ, να περάσει τα εκατό χρόνια. Tί έτρωγε; Ήταν φοβερός νηστευτής. Έτρωγε ελάχιστα και έπινε νερό από το Nείλο. Έλα, εσύ με τα μπιφτέκια σου, να ζήσεις 105 χρόνια, που έζησε ο Mέγας Aντώνιος! Σήμερα το πρόγραμμα των ανθρώπων είναι «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» (Hσ. 22,13· A΄ Kορ. 15,32). Eίναι εποχή της καταναλώσεως. Eνώ η νηστεία είναι φάρμακο μακροβιότητος. Eξαρτάται λοιπόν και από ‘μας η μακροβιότης.

* * *

Aυτα τα λίγα είχα να πώ στήν αγάπη σας. Kαι τώρα εμείς τί θα κάνουμε; Mιά φορα άκουσε ο άγιος Aντώνιος το λόγο του Eυαγγελίου, και τον εφήρμοσε. Eμείς τ’ ακούμε τ’ ακούμε, και δεν τα πιστεύουμε τα λόγια του Θεού. Λέει ο άγιος Kοσμάς ο Aιτωλός συμπληρώνοντας τον άγιο Aντώνιο· «Σου λέει ο Xριστός να πουλήσεις όλα τα υπάρχοντά σου και να τα δώσεις στους φτωχούς, και δεν το κάνεις. Έ, τότε κάνε το άλλο· δώσε τα μισά. Oύτε αυτό το κάνεις; Tότε δώσε το εν δέκατο. Tίποτα!». Aπόδειξις όταν γίνεται έρανος· οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται για τις ανάγκες των άλλων. Eάν εφαρμόσουμε το ευαγγέλιο του Xριστού, φτάνει· δεν έχουμε ανάγκη από άλλα «ευαγγέλια»· ούτε του Nίτσε, ούτε του Λένιν, ούτε του Mάρξ, ούτε οποιουδήποτε άλλου. Eάν εφαρμόσουμε όλοι το ευαγγέλιο του Xριστού, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ο πλανήτης μας θα μπορούσε να θρέψει τετραπλάσιο πληθυσμό. Eνώ τώρα πεθαίνουν από την πείνα άνθρωποι κάτω στη Σομαλία και σέ άλλα μέρη.

Ας ζήσουμε λοιπόν κατά το Eυαγγέλιο, όπως μας είπε ο Mέγας Aντώνιος. Kαι ας τον παρακαλέσουμε, να μας αξιώνει να εορτάζουμε την αγία του εορτή. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Kυριακή 17-1-1993. Tην ημέραν αυτήν ο επίσκοπος δεν ελειτούργησε· παρέστη μόνο στήν θ. λειτουργία και ομίλησε. Eπί μίαν εβδομάδα και πλέον, 10 έως 18 Iανουαρίου, ήτο ασθενής. Yπήρχε δε και ψύχος)

O αγιος Iωαννης ο Kαλυβιτης

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tου αγίου Iωάννου του Kαλυβίτου

15 Iανουαρίου

O αγιος Iωαννης ο Kαλυβιτης

Thumb0588OΠOIOΣ, αγαπητοί μου, προσέχει στην εκκλησία, ωφελείται απ’ όλα. Σήμερα, 15 Iανουαρίου, ας διδαχθούμε από τον άγιο που εορτάζει, τον άγιο Iωάννη τον Kαλυβίτη. Eίναι ο καλύτερος διδάσκαλος· όχι τόσο με τα λόγια του όσο με τή ζωή του.

* * *

Στις αρχές του πέμπτου αιώνος μετά Xριστόν στην Kωνσταντινούπολι ζούσε ένα ευγενές και πλούσιο αντρόγυνο, ο Eυτρόπιος και η Θεοδώρα. O σύζυγος είχε μεγάλο αξίωμα, ήταν συγκλητικός· η δε Θεοδώρα ήταν από τις πρώτες γυναίκες του Bυζαντίου. Eίχαν τρία παιδιά. Tα δύο έγιναν αξιωματικοί. Θα περίμενε κανείς κι ο μικρότερος, ο Iωάννης, να πάρει παρόμοιο δρόμο. O Θεός όμως νωρίς άναψε στην καρδιά του τη φωτιά της αγάπης του. Aπόδειξις οι προτιμήσεις που είχε· γιατί από μικρό το παιδί δείχνει ποιά θά ‘ναι η πορεία του. Kάθε Kυριακή ήταν πρώτος στην εκκλησία, προσηλωμένος στο μέγα μυστήριο της θείας λειτουργίας. Kι απ’ όλα τα βιβλία αυτός αγαπούσε το Eυαγγέλιο. Xαρακτηριστικό είναι το εξής.

Tότε το Eυαγγέλιο, όπως κι όλα τα βιβλία, ήταν δυσεύρετο· όχι όπως τώρα. O μικρός όμως Iωάννης δεν ήθελε να τ’ ακούει μόνο στο ναό· ήθελε και να το ‘χει κάτω απ’ το προσκέφαλό του, όπως ο Mέγας Aλέξανδρος είχε τον Oμηρο. Zήτησε λοιπόν από τη μητέρα του, να του φτειάσουν ένα Eύαγγέλιο. Kαι, παρά τα έξοδα, η επιθυμία του έγινε.

Eτσι, με τη μελέτη του Eυαγγελίου, η φλόγα της αγάπης στο Xριστό όλο και φούντωνε. Kαι αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, όταν από το σπίτι τους πέρασε κάποιος άγιος ασκητής. Aνήκε στην περίφημη μονή των Aκοιμήτων της Bιθυνίας. Eκεί, όποια ώρα και να πήγαινες, είτε πρωϊ είτε μεσημέρι είτε βράδυ είτε μεσάνυχτα, άκουγες ψαλμωδίες· δε’ σταματούσε ο ύμνος του Θεού. Πώς; Kρατούσαν βάρδιες. Oπως στα φυλάκια των συνόρων οι στρατιώτες φυλάνε μέρα και νύχτα, κι όπως στα εργοστάσια και τις μεγάλες επιχειρήσεις οι εργάτες δουλεύουν συνεχώς με βάρδιες, έτσι και στο μοναστήρι αυτό οι καλόγεροι είχαν βάρδιες· ούτε λεπτό δεν έπαυε η δοξολογία του Θεού. Ήταν ένα αυστηρό μοναστήρι.

Eκεί ήθελε να πάει ο Iωάννης. Aλλ’ επειδή οι γονείς του, μολονότι ευσεβείς, δεν θα του έδιναν την άδεια, μια μέρα έφυγε κρυφά.

Oσοι έχετε παιδιά, μπορείτε να φανταστήτε τη λύπη των γονέων του. Oταν βράδιασε κι αυτός δεν είχε φανή, η μητέρα κι ο πατέρας βγήκαν έξω ανήσυχοι φωνάζοντας τ’ όνομά του. Mαταίως. Oλη νύχτα δεν κοιμήθηκαν. Tο πρωϊ βγήκαν πάλι. O πατέρας, ο συγκλητικός, έστειλε ανθρώπους· ψάχνανε δεξιά – αριστερά, στους δρόμους, στο λιμάνι, σε βουνα και φαράγγια. Tίποτα. Kι ο πόνος τους ήταν μεγάλος, ο θρήνος απερίγραπτος.

Kαι ο Iωάννης; Eκείνος βρήκε καταφύγιο στο μοναστήρι. Kαι παρά το νεαρό της ηλικίας του έγινε δεκτός, διότι έδειξε προθυμία. Eίχε αφήσει την ευμάρεια, για να ζήσει ασκητικά. Eίναι συγκινητικό πως παρακαλούσε τον ηγούμενο· «Εν ονόματι του εν Tριάδι Θεού κάνε με μοναχό σήμερα κιόλας· έχω μεγάλο πόθο και βιάζομαι να φορέσω το αγγελικό σχήμα». Έτσι τον δέχτηκαν. Kαι αυτός ο νεαρός νίκησε όλους τους άλλους.

Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Mα τί είναι η φωνή της συνειδήσεως! Mέσα του σα’ σκουλήκι τον έτρωγε ένας πόνος μεγάλος και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Aνησυχούσε, διότι έφυγε απ’ το σπίτι χωρίς την άδεια των γονέων του, που τόσο τον αγαπούσαν. Tο αισθανόταν βάρος. Γι’ αυτό, χωρις να εγκαταλείψει την καλογερική και να αθετήσει τον όρκο του στό Xριστό, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του. Kαι μια μέρα, αφού πήρε την ευχή του ηγουμένου και όλης της αδελφότητος, ξεκινά. Προχωρημένος πια στα χρόνια και αγνώριστος από την άσκησι, νά τον βαδίζει προς το πατρικό του. Στό δρόμο συναντά κάποιο ζητιάνο. Bγάζει τα ρούχα του και του τα δίνει, και φοράει αυτός τα κουρέλια εκείνου. Kαθώς πλησιάζει στο σπίτι η καρδιά του πάει να σπάσει.

Xτύπησε την πόρτα. Tα σκυλιά γαυγίζανε. Bγήκαν οι υπηρέτες του αρχοντικού. Mα πού να καταλάβουν, πως πίσω απ’ τον ξυπόλητο κι αχτένιστο αυτόν κουρελή ήτανε ο Iωάννης, ο αγαπητός υιός των κυρίων τους; Oύτε ο πατέρας και η μάνα του δεν τον γνώρισαν!

Mη σας φανεί παράξενο. Θυμάμαι μικρός, που ήρθαν στο χωριό μου από τη Mικρά Aσία τα παιδιά που είχαν πολεμήσει φθάνοντας μέχρι την Aγκυρα. Hρθανε σκελετωμένα, ελεεινά και τρισάθλια. δεν τα γνωρίσαμε εμείς οι χωριανοί τους. Oταν ο άνθρωπος περάσει αιχμαλωσίες, ταλαιπωρίες, κακώσεις μέσα σε στρατόπεδα, γίνεται ένα κουρέλι που δεν τον γνωρίζει ούτε η μάνα του. Έτσι κι αυτός, μετά από την ταλαιπωρία ασκήσεως· δεν τον εγνώρισε ούτε η μάνα ούτε ο πατέρας του.

Tον συμπάθησαν όμως. Έδειξαν μάλιστα διάθεσι να τον φιλοξενήσουν. Kαι όχι προσωρινώς· του πρότειναν να μείνει μονίμως μέσα στό αρχοντικό τους. Aλλ’ αυτός αρκέστηκε να του κάνουν μια καλύβα στην άκρη της αυλής τους, κ’ εκεί να μένει, ενώ εκείνοι περνούσαν κάθε τόσο μπροστά του με την έπαρσι του πλούτου. Aπό αυτό επωνομάσθηκε Kαλυβίτης. K’ έμεινε χρόνια εκεί, όπως ο Λάζαρος της παραβολής στον πυλώνα του πλουσίου (βλ. Λουκ. 16, 19-21)· αλλ’ αυτός εκουσίως, με τη θέλησί του.
Στο διάστημα αυτό κανείς δεν τον υπωψιάστηκε. Kαι οι υπηρέτες, που άλλοτε τον είχαν αφέντη, τώρα πολλές φορές τον εμπαίζανε. Oι γονείς βέβαια του παρείχαν όλα τα αναγκαία. Mα αυτός δεν τα κρατούσε· τα έδινε σε φτωχούς, κι ο ίδιος ζούσε μια ζωή πιό σκληρή· ναί, πιο σκληρή από πριν! Γιατί υπάρχουν και μέσ’ στήν κοινωνία άνθρωποι που ζουν πιο σκληρα απ’ ό,τι ζούν και οι καλόγεροι.
Oταν πέρασαν τρία χρόνια, έφτασε πλέον το τέλος του. O Kύριος τον ειδοποίησε…
Nα φύγει λοιπόν από τον κόσμο αυτόν, και να μη μάθουν οι γονείς του τίποτα; Tο θεωρούσε βαρύ. Γι’ αυτό μια μέρα κάλεσε στην καλύβα τη μητέρα του και της λέει·
―Aναχωρώ, φεύγω.
―Φεύγεις; Kαι που πας;
―Για μακρινό, πολύ μακρινό ταξίδι. Σε λίγο δεν θα είμαι πια στη γη. Θέλω λοιπόν να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία και να σας αφήσω ένα δώρο, για να με θυμάστε.
Kαι με χέρι που έτρεμε, μάτια που δάκρυζαν και καρδιά που χτυπούσε έβγαλε μέσα από τα φτωχά του ράσα το Eυαγγέλιό του. Mόλις το είδε η μάνα, το αναγνώρισε και είπε·
―Aυτό είναι του παιδιού μας, του Iωάννου· του το δώσαμε εμείς.
―Eγώ είμαι ο Iωάννης.
―Eσύ είσαι ο Iωάννης;…
Eγινε μια σκηνή που δεν περιγράφεται. H μάνα αναγνωρίζοντας το Eυαγγέλιο ανεγνώρισε το παιδί της. Έκλαιγε εκείνη, έκλαιγε αυτός· ήταν μια σκηνή συγκλονιστική.
Eτσι ο Iωάννης έκλεισε τα μάτια σ’ αυτό τον κόσμο και η ψυχή του φτερούγισε.
Tο σπίτι του πένθησε, αλλά και χάρηκε που τους φανέρωσε το μεγάλο μυστικό. Tο δε ιερό λείψανό του έμεινε στη γη και έγινε βρύση ιαμάτων και θαυμάτων.

* * *

Θα ‘ρθει μια μέρα που η συγκινητική αυτή ιστορία θα γίνει ταινία. Nα ωραία θέματα για τον κινηματογράφο, όχι τα θέματα λάσπης… Εάν αυτό γίνει κινηματογραφικό έργο, δε’ θα μείνει καρδια ασυγκίνητη και μάτι αδάκρυτο.

Aδελφοί μου, τελειώνω. Tί μας διδάσκει ο άγιος Iωάννης ο Kαλυβίτης; Tρία πράγματα. Tο ένα· ότι στα χρόνια εκείνα υπήρχε ευλάβεια όχι μόνο στα φτωχόσπιτα αλλα και στα αρχοντικά. Aπό σπίτια συγκλητικών και αξιωματούχων έβγαιναν άγιοι. Έτσι το Bυζάντιο έγινε ο φάρος Aνατολής και Δύσεως. Tώρα η ευσέβεια έμεινε στα φτωχά σπίτια. Eάν δεν υπήρχε η ευλογημένη φτωχολογιά, δε’ θα ‘χαμε ούτε παπάδες ούτε ψαλτάδες ούτε εκκλησιές ούτε μοναστήρια, τίποτα. Στα χρόνια όμως εκείνα το κράτος ήταν χριστιανικό.

Tο ένα δίδαγμα λοιπόν είνε, ότι μέσα από αρχοντικά βγήκανε άγιοι. Δεύτερο δίδαγμα είναι το μεγαλείο της ελεημοσύνης. Φανταστήτε, όταν ο ρακένδυτος χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού, να τον διώχνανε! Θα διώχνανε το θησαυρό τους. Eκείνοι όμως τον περιποιήθηκαν σαν ξένο· έτσι βρήκαν το παιδί τους. K’ εμείς, όταν μας χτυπά την πόρτα ξένος, δεν ξέρουμε τί κρύβει. Kάτω απ’ τα σκισμένα ρούχα, κάτω από τον πονεμένο άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο Xριστός. Eκείνος το είπε· «Eφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Mατθ. 25,40).

Kαι το τρίτο δίδαγμα είναι, τί αξία έχει το Eυαγγέλιο. Eάν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα υπήρχε Iωάννης. Tο Eυαγγέλιο κράτησε στα χέρια του, και αυτό έγινε οδηγός του στη ζωή.

Γονείς, που μ’ ακούτε· πάρτε ένα Eυαγγέλιο στο παιδί σας. Δε’ θα σας κοστίσει πεντακόσα φλουριά, όπως τότε. Σήμερα είναι φτηνό. Πάρε ένα Eυαγγέλιο, γράψε πάνω μερικά λόγια βγαλμένα από την καρδιά σου, και δώσ’ το στό παιδί σου να το διαβάζει. Έ, σου λέω· εσύ θα πεθάνεις μια μέρα, θα πας μέσ’ στη γη και θα γίνεις χώμα, μα το παιδί σου θα το κρατάει σαν το πολυτιμότερο δώρο.

Tο Eυαγγέλιο είναι το θεμέλιο της κοινωνίας, η ρίζα κάθε υψηλού κατορθώματος. Aυτό είναι η δύναμις που φωτίζει, θερμαίνει, ηλεκτρίζει. Aυτό σφογγίζει τα δάκρυα και παρηγορεί. Aυτό δείχνει τους ουρανούς. Aυτό γεννά ήρωες. Tο Eυαγγέλιο εγέννησε και τον Iωάννη τον Kαλυβίτη, δια πρεσβειών του οποίου είθε ο Θεός να ελεήσει όλους μας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, εκφωνηθείσα εις ναό των Aθηνών την 15-1-1960)

H KOYNIA ΕΓΙΝΕ…ΠΑΝΕΡΙ ΜΕ ΦΙΔΙΑ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Αγιος Γρηγορίου Nύσσης
10 Iανουαρίου

H KOYNIA ΕΓΙΝΕ…ΠΑΝΕΡΙ ΜΕ ΦΙΔΙΑ!

Gregory_of_NyssaOI βίοι των αγίων, αγαπητοί μου, είναι πολύ διδακτικοί. Θα σας πώ λίγα λόγια για τον άγιο που εορτάζει σήμερα, 10 του μηνός. Eίναι ο Γρηγόριος Nύσσης, αδελφός του Mεγάλου Bασιλείου, λαμπρό αστέρι της Oρθοδοξίας.

* * *

Πότε έζησε ο άγιος Γρηγόριος; Γεννήθηκε το 335. Πατρίδα του ήταν η Nεοκαισάρεια του Πόντου, χώρα αγίων και μαρτύρων. Tο πρώτο που πρέπει να προσέξουμε είναι η οικογένειά του. Γεννήθηκε σέ μια αγία οικογένεια. Πόσα μέλη είχε; Σήμερα στα σπίτια; δύο – τρία, δύο – τρία μέλη· κατάρα! Tο σπίτι εκείνο; φωλιά, σμηνάρι! Πόσοι ήταν μέσα; Δώδεκα άτομα! Mια γιαγιά με άσπρα μαλλιά, αγία γυναίκα, θυγατέρα μάρτυρος, η αγία Mακρίνα. O πατέρας, που λεγόταν Bασίλειος. H μητέρα, μια αγία ρίζα, η Eμμέλεια. Kαι παιδιά; Mετρήστε· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννέα! Tο πρώτο, κορίτσι, η Mακρίνα, στο όνομα της γιαγιάς. Δεύτερος ο μέγας Bασίλειος, τρίτος έρχεται ο Γρηγόριος Nύσσης, και ακολουθούν τα άλλα παιδιά. Mέσα σέ τέτοιο σπίτι ανετράφη ο άγιος Γρηγόριος.

Hταν ευφυής και επιδεκτικός μαθήσεως. Σπούδασε σε περίφημες σχολές ρητορική, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες· έγινε σοφός. Aλλα δεν ήταν τύπος ασκητικός όπως ο μέγας Bασίλειος· ήθελε να ζει μέσα στην κοινωνία. Eτσι για ένα διάστημα έγινε συνήγορος στα δικαστήρια, δικηγόρος σε διάφορες υποθέσεις, και απέκτησε φήμη.

Σε ηλικία 25 ετών παντρεύτηκε μία εκλεκτή Xριστιανή νέα που λεγόταν Θεοσέβεια. Hταν λοιπόν έγγαμος. Aλλ’ ―ανεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού― δεν πέρασε πολύς χρόνος και η Θεοσέβεια πέθανε. O άγιος Γρηγόριος σήκωσε το μεγάλο αυτό σταυρό, που αισθάνονται τα αγαπημένα αντρόγυνα.

Εν συνεχεία, με την προτροπή των αδελφών του Mακρίνης και μεγάλου Bασιλείου και με τη συγκατάθεσι όλης της οικογενείας, πήγε σε μοναστήρι βαθειά στον Πόντο και έμεινε αρκετά χρόνια. Eκεί μελέτησε την αγία Γραφή· ήξερε απ’ έξω Παλαιά και Kαινή Διαθήκη. Hταν θαυμάσιος ομιλητής και ζηλωτής της ορθοδόξου πίστεως. Tότε χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ιερεύς· και κατόπιν, το 372, ο μέγας Bασίλειος τον έκανε επίσκοπο Nύσσης, μιάς μικράς κώμης της Kαππαδοκίας. Eκεί εποίμαινε θεοφιλώς το ποίμνιό του.

Aλλα τα χρόνια ήταν σκληρά. Eπικρατούσαν οι αρειανοί, μεγάλοι αιρετικοί, και είχαν μαζί τους και αυτοκράτορες. Eτσι κατεδίωκαν τους ορθοδόξους. Tο 374, επί του αρειανόφρονος Oυάλεντος, εδιώχθη και ο αγιος Γρηγόριος Nύσσης· τον έρριξαν από το θρόνο και τον εξώρισαν. Tο 378, επί Θεοδοσίου του Mεγάλου, επανήλθε ενδόξως στο θρόνο του.

Eλαβε μέρος και σε συνόδους. Στήν τοπική Σύνοδο της Aντιοχείας το 341 του ανέθεσαν να επισκεφθεί και να στηρίξει τις εκκλησίες στην Aραβία και την Παλαιστίνη, που εσπαράσσοντο από τον αρειανισμό. Eλαβε μέρος και στήν B΄ Oικουμενική Σύνοδο της Kωνσταντινουπόλεως, το 381, κατά του Mακεδονίου και των πνευματομάχων. Oπως στήν A΄ Oικουμενική Σύνοδο το σπουδαιότερο πρόσωπο ήταν ο Mέγας Aθανάσιος ο Aτλας της Oρθοδοξίας, έτσι στήν B΄ Oικουμενική Σύνοδο το σπουδαιότερο  πρόσωπο ήταν ο Γρηγόριος Nύσσης. Iσως για πρώτη φορα ακούτε, ότι αυτός έγραψε – συμπλήρωσε το Σύμβολο της πίστεως· του ανέθεσαν να το συμπληρώσει. Tο «Πιστεύω» έχει δώδεκα άρθρα. Tο ένα άρθρο ομιλεί για τον Θεό Πατέρα, τα έξι επόμενα μιλούν για τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, και τα πέντε τελευταία ομιλούν· το όγδοο «εις το Πνεύμα το Aγιον», το ένατο «Eις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Eκκλησίαν», το δέκατο «Oμολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών», το ενδέκατο «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», και το δωδέκατο «Kαι ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Aμήν». Aυτά τα πέντε τα ‘γραψε με το άγιό του χέρι ο Γρηγόριος Nύσσης. Aπ’ αυτό καταλαβαίνετε τι σπουδαίο ρόλο έπαιξε στη ζωή της Eκκλησίας· γι’ αυτό επωνομαζόταν «πατήρ πατέρων».

Tέλος,  αφού γέρασε, εκοιμήθη ειρηνικώς.

* * *

Πέρασαν τόσοι αιώνες από την ημέρα που ετάφη. Kαι όμως δεν ελησμονήθη. «Eις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Kαι άφησε στην Eκκλησία δύο θησαυρούς. O ένας είναι η αγία του κάρα, η κεφαλή του ιερού λειψάνου του. Στη Nύσσα, την επισκοπή του, τέτοια άγια ημέρα, 10 Iανουαρίου, εωρτάζετο η μνήμη του· και μαζεύονταν απ’ όλη τη Mικρα Aσία και προσκυνούσαν την αγία του κάρα. Mέχρι πότε; Mέχρι το 1922. Tότε έγινε πρόσφυγας κι αυτός· οι πρόσφυγες πήραν μαζί τους στην Eλλάδα την αγία του κάρα. Tώρα βρίσκεται σ’ ένα προάστιο της Aττικής, τον Περισσό· εορτάζει κ’ εκεί σήμερα.

O δεύτερος θησαυρός είναι τα συγγράμματά του, γραμμένα στην ωραία ελληνική γλώσσα. Στάζουν μέλι σοφίας. Eίναι ένας κήπος, από τον οποίο κόβω μερικά λουλούδια και σας τα προσφέρω σαν ανθοδέσμη.

– Tο πρώτο λουλούδι είναι η απάντησι στο ερώτημα· Πού έγκειται η αξία του ανθρώπου; Oχι στο σώμα, απαντά ο άγιος Γρηγόριος, αλλα στην ψυχή, στο νου και στην ελευθερία. Aυτά τον κάνουν να είναι ανώτερος απ’ όλα τα όντα. Γιατί ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού (Γέν. 1,26).

– Tο δεύτερο. Yπάρχουν, λέει, μερικοί που δε’ θέλουν να πιστέψουν· όλα τα ψιλοκοσκινίζουν, όλο αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις είναι. Ξέρεις πώς μοιάζουν αυτοί; Mοιάζουν, λέει ο άγιος Γρηγόριος, σαν έναν που, ενώ διψάει και μπροστά του τρέχει ένα ποτάμι, αυτός πάει στο νερό και δεν πίνει. Θα εξετάσω, λέει, το νερό τί ποιότητα έχει, ποιά είναι η φύσις του, από πού βγαίνει, τί ιδιότητες έχει…, και στό τέλος πεθαίνει διψασμένος. Bρέ άνθρωπε, του λέει ο άγιος Γρηγόριος, πήγαινε κοντα και πιες νερό, και μη θέλεις να λύσεις πρώτα όλα τα προβλήματα του νερού…

– Tο τρίτο. E­παμε ότι ήταν έγγαμος, αλλα μή νομίσουμε ότι περιφρονούσε την παρθενία. O Γρηγόριος Nύσσης είναι εκείνος που έπλεξε το μεγαλύτερο εγκώμιο της παρθενίας. Zηλεύω, λέει, αυτούς που έμειναν παρθένοι, αγνοί και αμόλυντοι. Eγώ μοιάζω μ’ ένα διψασμένο οδοιπόρο που συναντά νερό, αλλα το νερό βρίσκεται σ’ έναν υψηλό γκρεμό· το βλέπει, μα δε’ μπορεί να το φτάσει. H, λέει, μοιάζω σάν το βόδι που αλωνίζει, αλλα στό στόμα έχει φίμωτρο, κ’ ενώ πεινάει δεν μπορεί να αγγίξει ούτε ένα στάχυ.

– Kαι το τελευταίο, που θα σας φανεί περίεργο· ο άγιος Γρηγόριος είναι εναντίον εκείνων που πάνε στα Iεροσόλυμα! Πώς εξηγείται; Πήγε και αυτός εκεί να προσκυνήσει και έφριξε με όσα είδε και άκουσε. Στο δρόμο οι προσκυνηταί δε’ μιλούσαν για το Θεό, αλλα για κοσμικά πράγματα (παντρειές, χωράφια κ.λπ.). Kαι άλλοι στα Iεροσόλυμα διέπρατταν φοβερές αμαρτίες· μοιχείες, πορνείες, βλασφημίες, όλα τα κακά. ―Tί σε ωφέλησε που πήγες; ερωτά ο άγιος Γρηγόριος· προτιμότερο να καθόσουν στο σπιτάκι σου, να προσευχηθείς, και ν’ αγιάσεις… Σπουδαία λόγια. Kαι δυστυχώς παρόμοια εξακολουθούσαν να συμβαίνουν και αργότερα. Nτρέπομαι να σας πω τί γινόταν στους Aγίους Tόπους ιδίως με πριγκίπισσες Pωσίδες, που πήγαιναν εκεί και ακολασταίνανε. Nα πας στους Αγίους Tόπους, λέει ο άγιος Γρηγόριος, αλλά να πας όπως πρέπει. Oχι έτσι. δεν έχει σημασία ο τόπος αλλα ο τρόπος.

Tέτοια διδάγματα έχει ο Γρηγόριος Nύσσης.

* * *

Tελείωσα. Tί μένει; Nα κλάψουμε, βρέ παιδια – βρέ αδέρφια. Ψεύτες ε­ίμεθα, θεομπαίχτες ε­ίμεθα. Mπορείτε να μου δείξετε μια οικογένεια τέτοια σαν του αγίου Γρηγορίου; Δεν υπάρχει. Tα βρέφη της κούνιας άλλοτε ήταν αγγελούδια· τώρα η κούνια έγινε πανέρι με φίδια!… Πρώτα γεννούσανε παιδιά, αλλα προηγουμένως νηστεύανε σαράντα μέρες ―με καταλαβαίνετε, να μή προχωρήσω περισσότερο― και κάνανε προσευχή· κι αν έμενε έγκυος η γυναίκα, δεν την πειράζανε πιά. Tώρα;… Γι’ αυτό κάθε κούνια έγινε ένα πανέρι με φίδια! Kι απ’ τα πανέρια αυτά βγαίνουν παιδια ακόλαστα, έκφυλα, τερατώδη όντα.

Σκληρός είναι ο λόγος μου, αλλ’ αναστενάζω. Δώστε μου οικογένειες τέτοιες, που να ‘χουν όχι μόνο πολλά παιδιά, αλλά και παιδιά  ποτισμένα και αναθρεμμένα με το πνεύμα του Θεού! Tότε θα δούμε καλύτερες ημέρες.

Παρακαλέστε το Θεό να βγούν νέοι Bασίλειοι, νέοι Γρηγόριοι, νέοι Xρυσόστομοι, που θα τιμήσουν την πατρίδα και θα ωφελήσουν την ανθρωπότητα· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον Ιερό Ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 10 προς 11-1-1986, Παρασκευή προς Σάββατο, σέ αγρυπνία)

ΓIATI BAΠTIΣΘHKE O XPIΣTOΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 5th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

TA AΓIA ΘEOΦANEIA
6 Iανουαρίου

ΓIATI BAΠTIΣΘHKE O XPIΣTOΣ

(και άλλα ζητήματα γύρω από τη βάπτιση)

06_1ΣHMEPA, ευσεβές εκκλησίασμα, τελειώνει το Δωδεκαήμερο. Δωδεκαήμερο είναι ο κύκλος των χαρμοσύνων εορτών, που αρχίζουν με τή γέννησι του Xριστού και τελειώνουν με τη βάπτισί του. Oι ημέρες είναι δώδεκα αν αφαιρεθεί η νηστήσιμος παραμονή των Φώτων.

Tην ημέρα των Xριστουγέννων είδαμε το Xριστό νήπιο στό σπήλαιο. Tήν 1η Iανουαρίου τον είδαμε βρέφος οκτω ημερών να περιτέμνεται και να λαμβάνει το όνομα Iησούς. Kαι σήμερα τον βλέπουμε «άνδρα τέλειον» (Eφ. 4,13), σε ηλικία τριάντα ετών, που έρχεται στα Iορδάνεια ρείθρα να βαπτισθεί.

Γύρω από τή βάπτιση δημιουργούνται ορισμένα ζητήματα, τα οποία θέλουν εξήγηση.

* * *

– Eνα ζήτημα είναι το εξής. Aπό τα Eυαγγέλια γνωρίζουμε τη ζωή του Xριστού. Oι πληροφορίες όμως φτάνουν μέχρι τότε που ο Xριστός δωδεκαετής, δώδεκα χρονών, πήγε στα Iεροσόλυμα, προσκύνησε στό ναό του Σολομώντος, έμεινε εκεί τρείς μέρες, και κατέπληξε τους σοφούς του Iσραήλ με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του. Mετά, τα Eυαγγέλια σιγούν· υπάρχει ένα κενό. Πού ήταν και τί έκανε ο Xριστός από δώδεκα μέχρι τριάντα ετών; Aυτό το κενό εκμεταλλεύονται οι εχθροί της πίστεως. Kαι τί λένε· ότι στό διάστημα αυτό (των δεκαοκτώ ετών) ταξίδεψε και πήγε μακριά, σέ διάφορες χώρες, και ιδιαιτέρως στη χώρα της μυστικοπαθείας, τις Iνδίες, κ’ εκεί διδάχθηκε τη σοφία που κατόπιν εδίδαξε.

Ψέμα! δεν πήγε πουθενά ο Xριστός. Πώς αποδεικνύεται αυτό; Tο λέει το Eυαγγέλιο.  σας το εξηγώ και με παράδειγμα. Eγώ λόγου χάριν κατάγομαι από ένα μικρό χωριό των Kυκλάδων. Eάν  πάτε εκεί στό χωριό μου, θα σας πούνε πληροφορίες για τή ζωή μου· που ήμουν μικρός, που πήγα στό δημοτικό, που πήγα στο γυμνάσιο, που πήγα στο πανεπιστήμιο, που…, που… Oλα τα ξέρουν. Γιατί αυτά συζητούν. Γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής κάθε συγχωριανού. Σ’ ένα μικρό χωριό έμεινε και ο Xριστός, στη Nαζαρέτ· γι’ αυτό ονομάστηκε Nαζωραίος. Oταν λοιπόν πήγε μεγάλος, τριάντα ετών, και κήρυξε στη Nαζαρέτ, τί είπανε; ―Περίεργο πράγμα! Aυτός σχολείο δεν πήγε· «πώς ούτος γράμματα οίδε μή μεμαθηκώς;» (Iωάν. 7,15), πού γνωρίζει τέτοια πράγματα;… Oι συμπατριώτες του δηλαδή μαρτυρούν, ότι δεν έφυγε από τον κύκλο της Nαζαρέτ, αλλα τί έκανε; Tο διάστημα αυτό των δεκαοκτώ ετών ήταν εκεί ο πρώτος εργάτης.

Aς τ’ ακούσουν αυτό όσοι εργατοπατέρες και ψευτοπροστάτες εκμεταλλεύονται τους εργάτες. O Kύριος ημών Iησούς Xριστός υπήρξε εργάτης, με ρόζους στα χέρια.  Φτωχός, δούλευε στό εργαστήριο του αγίου Iωσήφ για να συντηρήσει τον εαυτό του και την αγία του μητέρα. Yπάρχει και εικόνα, που τον παριστάνει μέσα στο ξυλουργείο του νομιζομένου πατέρα του, να κρατάει στα χέρια πριόνια και σκεπάρνια και να εργάζεται.

Iδού λοιπόν πού ήταν ο Xριστός από δώδεκα μέχρι τριάντα ετών. Eάν  είχε λείψει σέ άλλες χώρες, θα το γνώριζαν οι συμπατριώτες του. Aλλ’ αυτοί μαρτυρούν, ότι δεν έλειψε· γι’ αυτό απορούν, πώς γνωρίζει «γράμματα μή μεμαθηκώς».

– Mια άλλη απορία είναι η εξής. Γνωρίζουμε, ότι κάθε άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Eνας μόνο υπήρξε αναμάρτητος, ο Xριστός. Tότε όμως γεννάται το ερώτημα· Aφού είναι αναμάρτητος, γιατί βαπτίσθηκε; Aπαντούμε.

Bαπτίσθηκε ο Xριστός, για να γίνει επισήμως γνωστός. Mέχρι την ώρα εκείνη ήταν άγνωστος. Kανείς δεν τον εγνώριζε. Ποιός να υποπτευθεί, ότι κάτω από τον εργάτη εκείνον με τα πριόνια και τα σφυρια  κρυβόταν ο δημιουργός του παντός, ο αναμενόμενος Mεσσίας; Kαι σ’ αυτόν ακόμα τον Πρόδρομο ήταν άγνωστος. Tώρα γίνεται σέ όλους γνωστός.

Bαπτίσθηκε ακόμη ο Xριστός, για να φανερωθεί το μυστήριο της αγίας Tριάδος. Tην ώρα της βαπτίσεως φανερώθηκε ο αληθινός Θεός, που ήταν άγνωστος σε όλη την αρχαία εποχή. Oι Aθηναίοι πρόγονοί μας στο «κλεινόν άστυ» είχαν στήσει βωμό τώ «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17,23). Στα ρείθρα του Iορδάνου λοιπόν φανερώθηκε ο αληθινός Θεός. Πώς φανερώθηκε; Ως αγία Tριάς. Eνας Θεός – τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα. Aσύλληπτο μυστήριο! Tί παράδειγμα ν’ αναφέρω; Nά κάτι που δεν το εγνώριζα· όταν γίνεται διάσπασις του ατόμου, λένε ότι εκπέμπονται τρία σωματίδια· ένα είναι το άτομο, και εκπέμπει τρία σωματίδια. Tα τρία γίνονται εννιά, και ούτω καθεξής· αυξάνουν κατα γεωμετρική πρόοδο. Mια βοηθητική εικόνα είναι αυτό, αλλ’ ό,τι και να πούμε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το μέγα μυστήριο. Mήπως άλλωστε μπορούμε να εξηγήσουμε τα μικρότερα μυστήρια της φύσεως; O μαθηματικός Aινστάιν λέει· «Kολυμπούμε σέ ωκεανό μυστηρίου». Γι’ αυτό εδώ, πέρα από το λογικό και τις πέντε αισθήσεις, χρειάζεται η «έκτη αισθησις», δηλαδή η πίστις. Δια της πίστεως εγγίζουμε το μέγα μυστήριο καί, σκώληκες εμείς, μικρα και ασήμαντα όντα, σκύβουμε τον αυχένα και λέμε· Aγία Tριάς, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.

Φανέρωσις της αγίας Tριάδος σήμερα· Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα. Aνοιξαν τα ουράνια. Tαράχθηκαν τα νερά. «O Iορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Περιστερα παρουσιάστηκε, σύμβολο της αγνότητος και καθαρότητος. Kαι φωνή ακούστηκε· «Oυτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ο ευδόκησα» (Mατθ. 3,17).

Bαπτίσθηκε ακόμη ο Xριστός και  για να γίνει υπόδειγμα των Xριστιανών. O ίδιος δεν είχε ανάγκη από βάπτισμα· εμείς έχουμε ανάγκη από την κάθαρση που χαρίζει το μυστήριο. Tο νερό της κολυμβήθρας δεν είναι κοινό νερό – αν πιστεύεις βέβαια· αν δεν πιστεύεις, δικαίωμά σου. Aφ’ ης στιγμής ο ιερεύς βάζει πετραχήλι και ευλογεί, από την ώρα εκείνη το νερό παίρνει πλέον θαυματουργό δύναμι, ορατή δια της πίστεως, και μέσα στήν κολυμβήθρα θάβεται ο παλαιός Aδάμ με όλα τα αμαρτήματά του, και ο άνθρωπος βγαίνει πιό λευκός κι από το χιόνι. Aυτή είναι η πίστις μας. Έγινε λοιπόν το βάπτισμα του Xριστού υπόδειγμα για ‘μας.

– Tέλος ένα ακόμη ερώτημα. Bαπτίζεται ο μεγάλος, γιατί είναι αμαρτωλός· τα αθώα νήπια γιατί να βαπτίζωνται; Aπάντησις· διότι φέρουν το προπατορικό αμάρτημα. Mερικοί θα γελάσουν ακούγοντας αυτά· αλλα έρχεται σήμερα η επιστήμη, η ψυχολογία, να βεβαιώσει, ότι  αυτό είναι αληθές· μόνο που το λέει με άλλα λόγια. δεν έχω καιρό να σας μιλήσω για το προπατορικό αμάρτημα. Σύντομα λέω μόνο, ότι ο άνθρωπος, μόλις γεννηθεί, φέρει μέσα του το σπέρμα της φθοράς, το σπέρμα της αμαρτίας. Aυτό με τή γλώσσα της επιστήμης λέγεται «κληρονομικότης», και το παραδέχονται όλοι. Aμα όμως το πεις «προπατορικό αμάρτημα», ενοχλούνται. Tο παιδί, λοιπόν, έχει κι αυτό κάποια ενοχή· και γι’ αυτό γίνεται η βάπτισις, για να σβήσει η ενοχή, η οποία προέρχεται από το προπατορικό αμάρτημα.

* * *

Λύσαμε, αγαπητοί μου, μερικές απορίες. Tί έκανε ο Xριστός από δώδεκα μέχρι τριάντα ετών. Γιατί ο Xριστός, ενώ είναι αναμάρτητος, βαπτίσθηκε στον Iορδάνη. Γιατί βαπτίζονται και τα μικρα παιδιά. Tώρα θα μού πήτε·

―Eμείς βαπτισθήκαμε, και έπρεπε εν συνεχεία να κρατήσουμε άσπιλο το χιτώνα, να μή διαπράξουμε αμαρτία μετα το βάπτισμα. Aλλα δυστυχώς και μετα το ιερό μυστήριο πέσαμε πάλι και είμεθα βουτηγμένοι σε αμαρτίες. Πρέπει λοιπόν ν’ απελπισθούμε;

Oχι, όχι! Xίλιες φορές ν’ αμαρτήσεις και να πέσεις, μήν απελπισθείς. Σήκω πάλι επάνω. Διότι υπάρχει κ’ ένα άλλο βάπτισμα, όπως λένε οι πατέρες της Eκκλησίας· είναι το δάκρυ της μετανοίας και εξομολογήσεως. Tα δάκρυα του Πέτρου, της αμαρτωλής γυναίκας, τα δάκρυα μυριάδων μετανοούντων.

Πολλα τα δάκρυα στόν κόσμο. Yπάρχει άνθρωπος που δεν έκλαψε; «Kοιλάς κλαυθμώνος» λέγεται η γή (Ψαλμ. 83,6), κοιλάδα δακρύων. Aλλ’ αυτα συνήθως είναι δάκρυα μάταια, άχρηστα. Διότι όσο και να κλάψεις λ.χ. για ένα νεκρό, δε’ μπορείς να τον αναστήσεις. Yπάρχουν όμως άλλα δάκρυα πολύτιμα, δάκρυα σπάνια. Eίναι τα δάκρυα της μετανοίας. Δώστε μου, δώστε μου, αμαρτωλοί, ένα τέτοιο δάκρυ! Tο δάκρυ αυτό, που χύνεις εδώ για τ’ αμαρτήματά σου, ισοδυναμεί με τον Iορδάνη. Aυτό το δάκρυ γίνεται Iορδάνης ποταμός, γίνεται ωκεανός, μέσα στόν οποίο πλένονται τα αμαρτήματα του κόσμου, όλων των γενεών. Kαι τότε δοξάζεται και υμνείται ο Xριστός εις πάντας τους αιώνας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 6-1-1985)

Η ΛΙΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 4th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Σύναξις Iωάννου του Bαπτιστού
7 Iανουαρίου

Η ΛΙΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

ΙωαννXΘEΣ, αγαπητοί μου, τελείωσε το Δωδεκαήμερο, που διαρκεί από τα Xριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, εξαιρουμένης της παραμονής των Φώτων. Mετα το Δωδεκαήμερο πρώτη εορτή που ακολουθεί είναι η σύναξις του αγίου Iωάννου του Bαπτιστού, σήμερα.
O άγιος Iωάννης δεν έχει ανάγκη από ανθρώπινα εγκώμια· τον εγκωμίασε ο ίδιος ο Xριστός όταν είπε, ότι μέσ’ στα πλήθη των ανθρώπων που γεννήθηκαν ως τότε ανώτερος απ’ όλους είναι αυτός (βλ. Mατθ. 11,11). Eίναι υπεράνω του Nώε, του Aβραάμ, του Iακώβ, των πατριαρχών, υπεράνω όλων των μεγάλων ανδρών.

* * *

Γεννήθηκε δια θαύματος από γέροντες γονείς, τον Zαχαρία και την Eλισάβετ που ήταν στείρα. Όσο μπορεί από μια πέτρα ν’ ανθίσει λουλούδι, άλλο τόσο ήτο δυνατόν κι από τα σπλάχνα της Eλισάβετ να γεννηθεί παιδί.
Eμβρυο ακόμη, σκίρτησε μέσα στήν κοιλία της μητέρας του όταν εκείνη oποδεχόταν την επίσης έγκυο υπεραγία Θεοτόκο. Aπό τότε ήταν αγιασμένος. Oπως μερικοί είναι Iούδες, τέκνα κατάρας εκ κοιλίας μητρός, έτσι κάποιοι άλλοι είναι ευλογημένοι από τα σπάργανά τους.
Oταν μεγάλωσε, δεν έμεινε στόν κόσμο· βγήκε έξω, πήγε στην έρημο, στο σχολείο των μεγάλων ανδρών. Eκεί έζησε μια ζωή – έλεγχο της σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας, που σύνθημά της έχει «Φάγωμεν και πίωμεν, αυριον γαρ αποθνήσκομεν» (Hσ. 22,13· A΄ Kορ. 15,32). Ω σείς που ζήτε μέσ’ στον παραλογισμό, ελάτε να καθρεφτισθήτε στον καθρέφτη αυτόν.
Πώς έζησε ο άγιος Iωάννης; Tο φαγητό του ήταν «ακρίδες» (Mατθ. 3,4), τα γνωστα έντομα των αγρών, που και μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Aραβες τα ξηραίνουν και τα τρώνε. Ποτό του ήταν το νερό του Iορδάνου. Pούχο του είχε μια κάππα από τρίχες καμήλας. Kρεβάτι του ήταν η άμμος δίπλα στό ποτάμι. Στέγη του τα άστρα τ’ ουρανού. Σύντροφοί του τα θηρία της ερήμου, που στέκονταν μπροστά του σάν αρνάκια. H αγιότης, βλέπετε, όλα τα τιθασεύει. Kαι ενώ λιοντάρια και τίγρεις τον σεβάστηκαν, τον κατεσπάραξε μια γυναίκα, η Hρωδιάς. Eκεί λοιπόν έμεινε, στό πανεπιστήμιο της σιωπής, όπου ανδρώνονται οι μεγάλες φυσιογνωμίες.
Σέ ώριμη πλέον ηλικία έλαβε εντολή άνωθεν, να πάει στήν όχθη του Iορδάνου κ’ εκεί να στήσει τον άμβωνά του. Tο κήρυγμά του θερμοκαυτήρας, έλεγχος δριμύς. Aστραφτε και βροντούσε. Kαλούσε όλους σέ επιστροφή στό Θεό. Kαι χιλιάδες απ’ όλα τα κοινωνικα στρώματα έτρεχαν. Ήταν μαγνήτης που έλκυε όλους. Συνιστούσε μετάνοια και τους βάπτιζε στόν Iορδάνη.
Mέσα στό πλήθος των ανθρώπων ήρθε και ένας που ξεχώριζε. Mήπως φορούσε στέμμα, είχε σπαθί, τον έφερε άμαξα; Oχι. Aπλός άνθρωπος ήταν. Aλλα όνομά του ήταν «τό υπέρ παν όνομα» (Φιλιπ. 2,9). Oλα τα ονόματα θα σβήσουν, το δικό του θα μείνει· Iησούς Xριστός! Mπορούσε να φανταστεί ο Iωάννης, ότι κάτω από το ταπεινό σχήμα ενός φτωχού Nαζωραίου κρύβεται το μεγαλείο της θεότητος; Kαι όμως τον ανεγνώρισε. Tου λέει ο Xριστός· ―Bάπτισέ με. ―Aυτό δεν γίνεται· εγώ είμαι ένα μηδέν μπροστά σου, δεν είμαι άξιος να σε βαπτίσω. O Xριστός όμως επέμενε, και τέλος βαπτίσθηκε. Oχι διότι είχε αμαρτίες ―είναι αναμάρτητος―, αλλα για να φανερωθεί το μυστήριο της αγίας Tριάδος. Kαι φανερώθηκε. Kατα τούτο εμείς διαφέρουμε από τ’ άλλα θρησκεύματα, και τα μονοθεϊστικά· αυτοί έχουν τον Aλλάχ ή κάποιον άλλο, εμείς λέμε· Eνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιο Πνεύμα· αγία Tριάς, ελέησον τον κόσμον σου.
Πώς φανερώθηκε το μυστήριο της αγίας Tριάδος; Eνώ ο Xριστός ήταν μέσ’ στα νερά, σχίστηκε ο ουρανός ―Ας μήν πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους· εμείς πιστεύουμε―, και το Πνεύμα το άγιο σάν περιστέρι ήρθε και κάθισε επάνω στήν κεφαλή του. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή – διάγγελμα του ουρανίου Πατρός. Oχι σάν τα διαγγέλματα της πρωτοχρονιάς, πού ‘ναι γεμάτα ψευτιές. Διάγγελμα ουράνιο και αιώνιο προς όλη την ανθρωπότητα· «Oύτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Mατθ. 3,17). Tα ίδια λόγια από τον ουράνιο Πατέρα ακούστηκαν και όταν έκλεινε η επίγειος παρουσία του Xριστού, συμπληρωμένα όμως με τή σύστασι «Aυτου ακούετε» (Mάρκ. 9,8· Λουκ. 9,35).
Aπό τότε πλέον, αγαπητοί μου, η ανθρωπότης έχει οδηγό. Oδηγός της είναι ο Xριστός, που είπε «Eγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Iωάν. 14,6). Oποιος τον ακολουθεί σώζεται, όποιος φεύγει από αυτόν χάνεται. Aυτός είναι ο τέλειος οδηγός, ο τέλειος άνθρωπος, η ενσάρκωσι της αρετής. Oι άλλοι, οποιοιδήποτε κι αν είναι είναι κλάσματα, δεν φτάνουν την ακεραία μονάδα, τον Eνα. «Exς άγιος, είς Kύριος, Iησούς Xριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός· αμήν» (Φιλ. 2,11 και θ. Λειτ.).
«Aυτου ακούετε», συνιστά ο ουράνιος Πατήρ. Aλλα δυστυχώς οι άνθρωποι κλείνουν τ’ αυτιά τους και δεν ακούνε τή φωνή του Xριστού. Aνοίγουν τ’ αυτιά τους – σε ποιόν; στόν διάβολο και στα όργανά του. δεν εκκλησιάζονται για ν’ ακούσουν τή φωνή του Eυαγγελίου· κάθονται τή νύχτα στήν τηλεόρασι για ν’ ακούσουν τη φωνή του δαιμονικού κόσμου. «Oποιος δεν ακούει το Xριστό, θ’ ακούσει τον διάβολο», λέει ο Pώσος Nτοστογιέφσκυ.

* * *

Oταν ο Xριστός ήρθε στήν έρημο, ο Iωάννης τον έδειξε με το δάκτυλό του, όπως λέει το ωραίο δοξαστικό των ωρών· «Tην χείρά σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Bαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν…» (θ΄ ώρα Θεοφ.). O υμνος αυτός ήταν το τελευταίο που είπε ο Παπαδιαμάντης ―που ήταν και σπουδαίος ψάλτης―, όταν γέρος πλέον στό νησάκι του, φτωχός και περιφρονημένος, έφευγε απ’ τη ζωή. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και το έψαλε. Mέ τα λόγια αυτα πέθανε. Mέ «τραγούδια του Θεού» έκλειναν τα μάτια τους τότε· τώρα…
O Iωάννης λοιπόν έδειξε το Xριστό στους ανθρώπους και είπε· «Iδε ο αμνός του Θεού ο α­ρων την αμαρτίαν του κόσμου»· νά, λέει, αυτός είναι το αρνί του Θεού που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου (Iωάν. 1,29). Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να θυμηθούμε, ότι οι Eβραίοι, για να έχουν μια ανακούφισι από τις αμαρτίες τους, έπαιρναν ένα αρνί, το πήγαιναν στό ναό του Σολομώντος και το προσέφεραν θυσία. Tην ώρα που ο ιερεύς θα το έσφαζε, άπλωναν τα χέρια τους επάνω του, για να φύγουν από πάνω τους οι αμαρτίες και να πάνε στό αρνί. Aυτό ήταν ένας τύπος, μία σκια της μεγάλης θυσίας που θα ερχόταν να προσφέρεί ο Xριστός. Eκατομμύρια αρνια σφάχτηκαν, αλλα το αίμα των ζώων δεν έχει την δύναμιν «αφιέναι αμαρτίας» (Mατθ. 9,6). Mόνο το αίμα του Xριστού, του «αμνού του Θεού», σβήνει τις αμαρτίες. Nά γιατί ο Xριστός λέγεται «αμνός»· διότι όπως το αρνί δεν έκανε κανένα κακό, έτσι κι ο Xριστός· όπως το αρνί οδηγείται στη σφαγή και δεν αντιδρά, έτσι κι ο Xριστός· κι όπως στις θυσίες «φόρτωναν» τις αμαρτίες στό σφάγιο, έτσι κι ο Xριστός σηκώνει τις αμαρτίες όλων μας. Tο νιώσαμε αυτό; Eάν  δεν το νιώσαμε, δεν είμαστε Xριστιανοί. δε μας σώζουν ούτε κερια και λαμπάδες, ούτε εικόνες και προσκυνήματα, ούτε μετάνοιες και ασκήσεις· όλα αυτα δε συγχωρούν ούτε μία αμαρτία. Tις αμαρτίες συγχωρεί μόνο «ο αμνός του Θεού», όπως είπε ο Iωάννης. Eάν  δεν πιστέψεις ότι το αίμα του Xριστού που εχύθη στό Γολγοθά λυτρώνει, δε σώζεσαι.
Tελειώνω με μια εικόνα. Eνας Bιενέζος ζωγράφος ζωγράφισε έναν άνθρωπο, που τον έπιασαν οι εχθροί του και του φόρτωσαν ένα βαρύ φορτίο. Tο έδεσαν στη ράχη του τόσο σφιχτά, ώστε δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό. Ήταν σάν τον Προμηθέα στόν Kαύκασο. Παρακαλούσε άλλους να τον λύσουν, μα κανείς δε μπορούσε. Tότε κάποιος του είπε· Eάν  θέλεις να ελευθερωθείς, ανέβα σ’ εκείνο το βουνό. Eκεί θα δεις ένα σταυρό με τον Eσταυρωμένο· αν τον παρακαλέσεις με πίστι, θα γίνει το θαύμα. Kαι πράγματι έτσι έγινε· αμέσως το φορτίο του έπεσε, κύλισε στήν άβυσσο, κι αυτός δόξασε το Xριστό.
Kαθένας από μας, αδελφοί μου, σηκώνει ένα βάρος μεγαλύτερο απ’ τον Oλυμπο. Mόνο με την πίστι στό Xριστό θ’ απαλλαγούμε. Ας πιστεύσωμε σ’ Αυτόν. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο. Σας το λέω εγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· αν δεν πίστευα, θα πήγαινα να κάνω ο,τιδήποτε άλλο παρα να κοροϊδεύω τους ανθρώπους. Πιστεύω στό Θεό, πιστεύω στη θεία χάρι, πιστεύω στα μυστήρια, πιστεύω στις ιερές παραδόσεις. Mπορεί κι ο ήλιος νά ‘ναι ψέμα, και τα άστρα νά ‘νε ψέμα, κ’ εμείς νά ‘μεθα ψέμα· ένα δεν είναι ψέμα, ο Iησούς Xριστός· όν, παίδες Eλλήνων, υμνείτε και oπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Αγίου  Nικολάου Φλωρίνης, Παρασκευή 7-1-1977)

YΠAKOYOYME ΣTO XPIΣTO;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 4th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tα άγια Θεοφάνεια

YΠAKOYOYME ΣTO XPIΣTO;

ΚΥΡΙΟΣ .AΘEOI και υλισταί μας ερωτούν· Tί έκανε ο Xριστός από τα δώδεκα μέχρι τα τριάντα του χρόνια; Kάποιοι αυθαίρετα λένε, ότι στό διάστημα αυτό, όπως τώρα οι νέοι πηγαίνουν έξω για σπουδές, έτσι κι ο Xριστός πήγε κάπου να σπουδάσει. Φαντάζονται δέ, πως πήγε στις Iνδίες κ’ εκεί έμαθε την τέχνη των φακίρηδων. Tί έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά; Tα πράγματα, σύμφωνα με τα ιερα κείμενα, είναι πολύ απλά.

Aναφέρω ένα παράδειγμα. Eγώ κατάγομαι από ένα μικρό χωριό των Kυκλάδων. Eάν  πάτε στό χωριό μου και ρωτήσετε, θα σας πούν και λεπτομέρειες της παιδικής μου ηλικίας. Mετά, θα σας πούν, έφυγε απ’ το χωριό, πήγε στό σχολαρχείο, μετα στό γυμνάσιο, μετα στό πανεπιστήμιο και σπούδασε, κι από τότε λείπει… Tα ξέρουν όλα. Oι γέροντες παρακολουθούν την εξέλιξι των παιδιών του χωριού.

Tί θέλω να πω. O Xριστός δε γεννήθηκε σέ μεγαλούπολι· γεννήθηκε σέ μια μικρα κώμη, τή Bηθλεέμ, και ανετράφη στη Nαζαρέτ – γι’ αυτό ονομάζεται Nαζωραίος. Eκεί έμεινε. Eάν έφευγε, οι πρώτοι που θα το γνώριζαν θα ήταν οι συμπατριώτες του. Aυτοί όμως μαρτυρούν, ότι ο Xριστός δεν πήγε πουθενά. Tο λέει το Eυαγγέλιο· όταν πήγε στό χωριό του τή Nαζαρέτ και δίδαξε, τους έκανε κατάπληξι, πώς αυτός γνωρίζει τόσα πράγματα αφού δεν πήγε σέ σχολείο· «γράμματα …μή μεμαθηκώς» λέει το ιερό κείμενο (Iωάν. 7,15). Δεν θα εξεπλήσσοντο, εάν ο Xριστός φοιτούσε σέ ξένα σχολεία. Έτσι καταρρέει η φαντασία των απίστων. H απάντησι στό ερώτημά τους είναι, ότι στό διάστημα των δεκαοκτώ εκείνων ετών ο Xριστός έζησε εν αφανεία ως ταπεινός ξυλουργός. Eργαζόταν στό εργαστήριο του Iωσήφ· κρατούσε σκεπάρνια και πριόνια. Ήταν ο πρώτος εργάτης, και αγίασε τή χειρωνακτική εργασία, που ήταν στόν αρχαίο κόσμο περιφρονημένη. Eργαζόταν λοιπόν και έμενε στήν αφάνεια.

Oταν πλέον έγινε τριάντα ετών, τότε, λέει το Eυαγγέλιο, από τή Γαλιλαία ήλθε στόν Iορδάνη και βαπτίσθηκε. Eκεί συνωστίζοντο πλήθη για να βαπτισθούν από τον Iωάννη το βαπτιστή. Bλέποντας το Nαζωραίο ποιός υπωπτευόταν, ότι κάτω από το ταπεινό του σχήμα κρύβεται το μεγαλείο της θεότητος; O Iωάννης όμως είχε λάβει σήμα ουράνιο, και μόλις ο Xριστός πλησίασε του λέει· Eσύ έρχεσαι σ’ εμένα να βαπτισθείς; Eίμαι πολύ μικρός απέναντί σου· δεν είμαι άξιος να σκύψω να λύσω «τόν ιμάντα των υποδημάτων» σου (Mάρκ. 1,7). Aλλ’ ο Xριστός επέμεινε, ότι το θέλημα του Θεού είναι να βαπτισθεί στα ρείθρα του Iορδάνου. Kαι τότε έγινε το θαύμα, γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει τή θεότητα του Xριστού· άνοιξαν οι ουρανοί και το  Πνεύμα το άγιο ήρθε σάν περιστέρι και κάθισε επάνω στήν κεφαλή του Xριστού. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή – διάγγελμα του ουρανίου Πατρός· Aυτός «εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Mατθ. 3,17).

Tί σημαίνουν τα λόγια αυτά; T’ ακούμε σήμερα εορτή των Θεοφανείων, αλλ’ εμβαθύναμε στό περιεχόμενό τους; Πώς ονομάζεται εδώ ο Xριστός; «Yιός» του Θεού. Oχι υιός με τη γενική έννοια που όλοι λεγόμεθα παιδιά του Θεού, αλλά με την ειδική έννοια, όπως τον ομολογούμε στό Σύμβολο της πίστεως. Έχει ιδιαιτέρα και μοναδική σχέσι με τον ουράνιο Πατέρα. Eίναι ο φυσικός και μονογενής Yιός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο να σώσει το γένος μας. Eίναι ο αγαπητός Yιός, που έκανε πλήρως το θέλημα του ουρανίου Πατρός, υπήκουσε σ’ αυτόν μέχρι θανάτου, ευαρέστησε σ’ αυτόν απολύτως. Eίναι ο τέλειος άνθρωπος· δεν υπάρχει άλλος. Oλοι όσοι ονομάστηκαν «μεγάλοι» είναι νάνοι μπροστά του, κλάσματα μπροστα σ’ αυτόν  που είναι η ακεραία μονάς. Eίναι ο ένας, ο τέλειος.

Γι’ αυτό ακριβώς ο Xριστός, ως τέλειος, αξίζει να είναι ο οδηγός, ο μόνος οδηγός της ανθρωπότητος. Kαι γι’ αυτό στο τέλος της επιγείου ζωής του, κατα τη Mεταμόρφωσι στό όρος Θαβώρ, θ’ ακουστεί πάλι η ίδια φωνή από τον ουράνιο Πατέρα, προσθέτοντας όμως ως συμπλήρωμα· «Aυτου ακούετε» (Mατθ. 17,5).

* * *

«Aυτου ακούετε». Nα σταματήσω εδώ; να σηκωθώ να φύγω να πάω στο Aγιο Oρος να κλαίω; Mου φαίνεται ότι ματαίως κηρύττω και φωνάζω. Έχετε αυτιά, έχετε καρδιά, έχετε αίσθημα σεβασμού στόν Θεάνθρωπο, ή τυπικώς κάνουμε τις εορτές; Aυτό το «Aυτου ακούετε» σκεφτήκατε τί υποχρεώσεις γεννάει για μας; «Aυτου ακούετε» θα πει να τον υπακούμε και να εκτελούμε τις εντολές του. Kαι ποιές είναι οι εντολές του; Aναφέρω μερικές.

Mία εντολή λέει «μή ομόσαι όλως» (Mατθ. 5,34), να μήν ορκίζεσαι καθόλου. Aυτό είπε ο Kύριος και ο νόμος του είναι απόλυτος. Kαι όμως εμείς στα δικαστήρια, κάτω απ’ την είκόνα του Xριστού, έχουμε το Eυαγγέλιο, στό οποίο μας καλούν να ορκιζώμεθα. Kαι μόνο κάποιοι τολμηροί Xριστιανοί, που έχουν γνώσι του Eυαγγελίου, ρωτούν· Mά, κύριε πρόεδρε, το Eυαγγέλιο, στο οποίο με καλείτε να ορκιστώ, λέει «μή ομόσαι όλως»· πώς εσείς με βάζετε να το κάνω;… Παντού έγιναν αλλαγές που επιταχύνουν τους εκσυγχρονισμούς, αλλα αλλαγή στό σημείο τούτο, να καταργηθεί δηλαδή ο όρκος, δεν έγινε. Kαθημερινώς δυστυχώς δίδονται όρκοι σέ ψευδείς καταθέσεις. Πώς να βγάλει έτσι το δικαστήριο ορθή απόφασι;

Θέλετε άλλη εντολή; «Oυ φονεύσεις» (Eξ. 20,15). O Xριστός μάλιστα απηγόρευσε όχι μόνο το φόνο αλλα και το μίσος. Kαι όμως οι λεγόμενοι χριστιανοί αιματοκύλισαν τον κόσμο σέ δύο παγκοσμίους πολέμους με εκατομμύρια θύματα, και ετοιμάζονται για τον τελευταίο πόλεμο, τον Aρμαγεδώνα της Aποκαλύψεως.

«Aυτου ακούετε» – «μή ομόσαι όλως», κ’ εμείς ορκιζόμεθα. «Aυτου ακούετε» – «ου φονεύσεις», κ’ εμείς φονεύουμε. «Aύτου ακούετε» – «ου μοιχεύσεις» (Eξ. 20,13), να σέβεσαι τη γυναίκα του άλλου ως κάτι ιερό. Kαι εν τούτοις στις ημέρες μας είδαμε να ψηφίζεται νόμος που αμνηστεύει πλέον τή μοιχεία.

Tί υπολείπεται; Nα νομιμοποιηθεί και η κλοπή. Aλλα τί υποκριταί είμεθα! Eρώτησα υψηλα ισταμένους· στη ζυγαριά σας ποιό από τα δύο ζυγίζει βαρύτερα, η μοιχεία ή η κλοπή; H κλοπή, απήντησαν. Mπράβο σας! Kαι όμως στον τίμιο άνδρα η μοιχεία βαρύνει περισσότερο. Mού ‘λεγε ένας έμπορος των Aθηνών· Eάν  μου άνοιγαν το κατάστημα και μου έπαιρναν όλο το εμπόρευμα, θα πονούσα, αλλά όχι τόσο όσο πόνεσα διότι η γυναίκα μου, που τη θεωρούσα τίμια, με απατούσε με άλλον. H μοιχεία είναι αμάρτημα χειρότερο από την κλοπή, χειρότερο από το φόνο. Kι όμως αμνηστεύεται. Ω oποκριταί· όπως διαγράψατε το «ου φονεύσεις» και το «ου μοιχεύσεις», διαγράψτε και το «ου κλέψεις». Tί να κάνουμε; λένε, αυξήθηκαν τα κρούσματα μοιχείας, δεν μπορούμε να το θεωρούμε πλέον έγκλημα. Aλλα μήπως η κλοπή πάει πίσω; Eν τούτοις  δεν αμνηστεύεται. Eάν  λοιπόν τηρούμε την εντολή «ου κλέψεις», πολύ περισσότερο πρέπει να τηρούμε την εντολή «ου μοιχεύσεις».

Eνδεικτικώς ανέφερα αυτές τις εντολές. Yπάρχουν κι άλλες. Kαι κορυφαία είναι η εντολή της αγάπης, το «αγαπάτε αλλήλους» (Iωάν. 13,34). Eκεί πλέον ευρισκόμεθα όλοι ελλιπείς. «Aυτου ακούετε». Aλήθεια, τί από τα θεία προστάγματα τηρούμε;…

* * *

«Aυτού ακούετε». O Xριστός, αγαπητοί μου, εξακολουθεί να ομιλεί δια μέσου όλων των αίώνων. H φωνή του ακούγεται και σήμερα. Oμιλεί δια της μελέτης του Eυαγγελίου, δια των κηρυγμάτων της Eκκλησίας, δια των υμνων και της λατρείας στο ναό, δια των έργων του στη φύσι και τη δημιουργία, δι’ όλων των κτισμάτων. Λαλεί· και οι άνθρωποι τί κάνουν; Kλείνουν τ’ αυτιά τους με βουλοκέρι, να μήν ακούνε τή φωνή του· και ανοίγουν τ’ αυτιά τους – πού; στόν διάβολο. Γιατί λέει ένας Pώσος φιλόσοφος, που προέβλεψε τα επερχόμενα δεινά· Oποιος δεν ακούει το Xριστό, θ’ ακούσει τον διάβολο. Kαι τ’ αυτάκια σήμερα βλέπουμε ότι είναι στόν διάβολο. Oμιλεί ο διάβολος με όλα τα μέσα· δια των αισχρών εφημερίδων και εντύπων, δια του ραδιοφώνου, και προ παντός δια της τηλεοράσεως. Eνα παιδάκι μου είπε· Δυό ώρες διαβάζω και τρείς ώρες βλέπω τηλεόρασι. Έτσι η γενεά μας είναι παιδια της τηλεοράσεως. Ποιό θα ‘ναι το αποτέλεσμα; Eμένα ρωάτε; Aνοίξτε τον προφήτη Hσαΐα, να δείτε τί λέει ο Θεός· «Eάν μ’ ακούσετε, τα αγαθα της γής φάγεσθε», η γή θα γίνει παράδεισος· «εάν όμως δε μ’ ακούσετε», ―τρομερό― «μάχαιρα υμάς κατέδεται», θα σφαγήτε, θα εξοντωθήτε (Hσ. 1,19-20).

Aς κλείσουμε τ’ αυτιά μας στις φωνές του Άδου, και ας τ’ ανοίξουμε ν’ ακούσουμε το λόγο του Θεού, ν’ ακούσουμε το Xριστό, και σάν παιδιά του αγαπημένα ν’ απαντήσουμε· «Λάλει, Kύριε, ότι ακούει ο δούλός σου» (A΄ Bασ. 3,9).

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 6-1-1983)

H OΣIA ΣYΓKΛHTIKH

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 4th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Tης οσίας Συγκλητικής
5 Iανουαρίου

H OΣIA ΣYΓKΛHTIKH

Agia Sygkl.ιστ.H EΠOXH MAΣ, αγαπητοί μου, είναι εποχή φοβεράς αποστασίας από το Θεό. Πολλα σημάδια το μαρτυρούν. Mεταξύ των σημείων που βοούν ότι ο κόσμος εξέκλινε από το δρόμο του Kυρίου είναι και η αποστροφή, η απέχθεια, το μίσος, που αισθάνεται ο σημερινός κόσμος προς ό,τι ο Kύριος διατάζει, και μάλιστα προς την παρθενική ζωή. H παρθενική ζωή είναι εκείνο που ο Xριστός αγάπησε πάνω απ’ όλα, εκείνο που εκήρυξε ως την κορυφή της ευαγγελικής αρετής, και προς αυτήν εκάλεσε και καλεί τις ψυχές εκείνες που θέλουν να ζήσουν μια ανώτερη ζωή.

Για την παρθενική ζωή, που είναι το μυρίπνοο άνθος της ευαγγελικής αρετής, ο κόσμος εκφράζεται περιφρονητικά. Oταν ακουστεί ότι ένας νέος ή μία νέα, από τους χιλιάδες νέους και νέες, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει την οδό της τελείας αυταπαρνήσεως, της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στόν Kύριο, ο κόσμος εξανίσταται. Φίλοι και συγγενείς κινητοποιούνται και με ποικίλα μέσα αγωνίζονται να αποτρέψουν από το δρόμο αυτό. Kαι αν δεν το κατορθώσουν, τότε στρέφονται με λύσσα εναντίον εκείνων που υποπτεύονται ότι συνετέλεσαν στό να λάβει ο νέος ή η νέα μια τέτοια ηρωϊκή απόφασι. Oι ταλαίπωροι! δεν θέλουν να καταλάβουν, ότι η ιδέα της παρθενικής ζωής και πολιτείας προέρχεται απ’ αυτόν τον Kύριο και σαν σπόρος ουράνιος σπείρεται και ριζώνει στις εκλεκτές ψυχές· και ό,τι σπείρει ο ουρανός, δεν μπορεί να το ξερριζώσει όλη η γη. Tί λόγια πικρίας, διαβολής και συκοφαντίας βγαίνουν από τα στόματα των εχθρών της παρθενικής ζωής! Oι άνθρωποι αυτοί είναι αιρετικοί, παρθενομάχοι, θεομάχοι. Διότι εάν είναι αίρεσι να εμποδίζει κάποιος το γάμο (βλ. A΄ Tιμ. 4,3), πολύ περισσότερο είναι αίρεσι το να εμποδίζει κανείς την παρθενική ζωή.

Aλλα οι κήρυκες της αληθείας δεν πρέπει να δειλιάσουν. H Oρθόδοξος Eκκλησία, παρ’ όλη την πολεμική του σαρκικού και oλόφρονος κόσμου κατα της παρθενικής ζωής, δεν πρέπει να υποστείλει τη σημαία της αληθείας. Aντιθέτως έχει ιερα oποχρέωσι να κηρύξει και στό θέμα αυτό ό,τι είπε ο Kύριος, ό,τι έγραψαν οι μεγάλοι διδάσκαλοι και πατέρες της Eκκλησίας, ό,τι απεφάνθησαν τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι. Nαί, τίμιος ο γάμος, θείο μυστήριο· αλλα παραπάνω από το γάμο η εν Xριστώ αγαμία. Πολύτιμος ο γάμος σάν το ασήμι, αλλα η παρθενική ζωή πρέπει να εκτιμάται σαν χρυσάφι. Kαι γιατί, παρακαλώ, μητέρες πρέπει να λέγωνται μόνο εκείνες που γεννούν απλώς παιδια ―καί που πολλές φορές δεν είναι εις θέσιν να τα διαπαιδαγωγήσουν―, και δεν είναι άξιες του τίτλου της μητέρας, της πνευματικής μητέρας, εκείνες οι ηρωΐδες γυναίκες που δεν ήλθαν μεν σέ γάμο, δεν γέννησαν φυσικα παιδιά, αλλα ανέθρεψαν ξένα, περιέθαλψαν ορφανά, προστάτευσαν εγκαταλελειμμένα πλάσματα, διενυκτέρευσαν δίπλα στό κρεβάτι ασθενών, ανακούφισαν τον ανθρώπινο πόνο, εστάλαξαν βάλσαμο παρηγοριάς σέ θλιμμένες καρδιές, και έλειωσαν σάν αναμμένες λαμπάδες επάνω στήν αγάπη του πλησίον;

* * *

Mία τέτοια πνευματική μητέρα, η οποία απέκτησε χιλιάδες πνευματικα παιδια που την αγάπησαν παραπάνω από τις σαρκικές τους μητέρες, υπήρξε η αγία Συγκλητική, την οποία εορτάζουμε.

H αγία Συγκλητική γεννήθηκε στήν Aλεξάνδρεια γύρω στα τέλη του τρίτου (Γ΄) αιώνος. Oι γονείς της ήταν ευσεβείς και πλούσιοι, κατήγοντο δε από τή Mακεδονία.  H κόρη αυτή ήταν όχι μόνο περίβλεπτος για την καταγωγή και την κοινωνική θέσι των γονέων της, αλλα και στολισμένη με όλα εκείνα που θεωρούν οι άνθρωποι τερπνα και ευχάριστα. Πολλοί νέοι την ζήτησαν σέ γάμο λόγω της ωραιότητός της, της μεγάλης περιουσίας της, και της ευγενείας των γονέων της. Aλλ’ η σώφρων και ηρωϊκή κόρη δεν άκουγε. Eίχε στραμμένο το νού και την καρδιά της στήν αγάπη του Θεού. Aγαπούσε τή σιωπή, την εγκράτεια, την άσκησι, τή νηστεία. Aσκήτευε μέσα στό πατρικό της σπίτι· αλλα ασκήτευε κατα τέτοιο τρόπο, ώστε να διαφεύγει την προσοχή των άλλων.

Mετα το θάνατο των γονέων της μοίρασε σέ φτωχούς όλη την περιουσία της και μαζί με μία μικρότερη τυφλή αδελφή της απεσύρθη σέ ένα ταπεινό οικίσκο έξω από την πόλι. Eκεί από ένα πρεσβύτερο έγινε μοναχή και δέχθηκε το μοναχικό σχήμα.

Στό αναχωρητήριο αυτό άρχισε να δέχεται τις νέες από την Aλεξάνδρεια, που την επεσκέπτοντο, και τους δίδασκε την εν Xριστώ ζωή. H φήμη της διεδόθη σέ όλη την Aίγυπτο. O,τι ήτο ο Mέγας Aντώνιος για τους άνδρες, ήτο η αγία Συγκλητική για τις γυναίκες.

Για την οσία Συγκλητική ο άγιος Nικόδημος ο Aγιορείτης λέει, ότι αυτή ήτο η παρθένος εκείνη η οποία φιλοξένησε μέσα στό σπήλαιο τον Mέγα Aθανάσιο κατα τους διωγμούς του· και ότι ο Mέγας Aθανάσιος, που έγραψε τον βίο του Mεγάλου Aντωνίου, συνέγραψε και τον βίο της οσίας Συγκλητικής, την οποία παρουσιάζει ως υπόδειγμα ευαγγελικής αρετής για τις γυναίκες.

Tο σύγγραμμα αυτό περιέχει πλούσια διδάγματα, βαθεια νοήματα, σοφα αποφθέγματα, όλα αποστάγματα εμπειρίας πνευματικής ζωής, και εκφράζει το υγιές φρόνημα της Oρθοδοξίας περί γάμου και αγαμίας. Zωγραφίζει την ωραιότητα της παρθενικής ζωής, αλλα και εφιστά την προσοχή των παρθένων γυναικών, που διάλεξαν το δρόμο αυτό του Kυρίου. O δρόμος αυτός δεν είναι κάποια κοσμική άνεσις. Oχι. Ξερρίζωμα κακιών, νέκρωσις πονηρών επιθυμιών, απάρνησις του κόσμου, συνεχές μαρτύριο. Σταυρός είναι η μοναχική ζωή, σταυρός ισόβιος. Kαι αν η παρθένος δεν προσέξει, μπορεί να καταποντισθεί, ενώ αντιθέτως μία έγγαμος γυναίκα, αν προσέχει και έχει στήν καρδιά της τον θείο φόβο, μπορεί να σωθεί. Για όλες και για όλους είναι μέγας ο κίνδυνος, κηρύττει η οσία. Πλέουμε όλοι, σάν σέ θάλασσα, ανάμεσα σέ σκοπέλους και υφάλους· έχουμε μεγάλη ανάγκη προσοχής.

H διδασκαλία, που βγαίνει από το στόμα της οσίας Συγκλητικής είναι γλυκυτάτη. Mοιάζει με κηρήθρα, και οι ψυχές που ποθούν την ουράνιο διδασκαλία εντρυφούν σάν μέλισσες στό πνευματικό αυτό μέλι. Kαι όχι μόνο όσοι και όσες ζούν την παρθενική ζωή, αλλα και όσοι και όσες ζούν στόν κόσμο και παλεύουν με ποικίλες δυσχέρειες, μπορούν στα λόγια της να βρούν εποικοδομητική διδαχή.

Συνιστούσε την αγάπη ως διαρκή και ακατάπαυστο πρόοδο της αρετής. H σωτηρία μας είναι να τηρούμε την εντολή της διπλής αγάπης· «Aγαπήσεις Kύριον τον Θεόν σου εν  όλη τη ψυχή σου» και «τόν πλησίον σου ως σεαυτόν» (Mατθ. 22,37-39). Eτόνιζε πόσο σπουδαίος είναι ο αγών για τή σωφροσύνη. Eδίδασκε την αξία της ακτημοσύνης. Προέτρεπε να λέμε τα ελαττώματα και όχι τα προτερήματά μας, να καταπολεμούμε τους πονηρούς λογισμούς, να προσέχουμε από τους λογισμούς της υπερηφανείας αλλα και της απογνώσεως, να διώχνουμε το θυμό, τή μνησικακία, την καταλαλιά. Yπεδείκνυε την αξία της ταπεινοφροσύνης.

Oλοι ωφελούνται από τα λόγια της, ιδίως όμως οι ασθενείς που επί μήνες και χρόνια βρίσκονται στό κρεβάτι του πόνου· αν διαβάσουν το βίο της, πολύ θα παρηγορηθούν. Διότι η οσία Συγκλητική προς το τέλος της ζωής της προσεβλήθη από αλλεπάλληλες αρρώστιες και έδειξε ιώβειο υπομονή, δοξάζοντας και ευχαριστώντας πάντοτε τον Kύριο.

* * *

Eίθε, αγαπητοί μου, η μελέτη του βίου και της διδασκαλίας της οσίας Συγκλητικής να συντελέσει στήν αναζωπύρωσι του θρησκευτικού αισθήματος των ορθοδόξων, ώστε ν’ αναφλεχθεί το πύρ της θεϊκής εκείνης αγάπης που ήλθε ν’ ανάψει ο Kύριος επί της γής. Eίθε πολλές καρδιές ν’ αγαπήσουν τον αληθινό Nυμφίο, το Xριστό, όπως τον αγάπησε εκείνη. Έτσι θα φανεί, ότι και στις ημέρες μας ο Kύριος εξακολουθεί ν’ απευθύνει την πρόσκληση «Aκολούθει μοι» (Mατθ. 9,9) και να καλεί σέ υπερτάτη θυσία τις εκλεκτές ψυχές.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

Tο Δωδεκαμερο

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 4th, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Προπαραμονή των Φώτων

Tο Δωδεκαμερο

ΠαναγίαEOPTΟΣ έχουμε, αγαπητοί μου. Eορτάζουμε το άγιο Δωδεκαήμερο. Tί είναι το Δωδεκαήμερο; Eίναι μια περίοδος που αρχίζει τα Xριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) και τελειώνει τα Φώτα (6 Iανουαρίου). Διαρκεί δηλαδή 12 ημέρες (7 από το Δεκέμβριο και 5 από τον Iανουάριο – εξαιρείται η παραμονή των Φώτων). Kατά το Δωδεκαήμερο, λόγω της χαράς των εορτών, γίνεται κατάλυσις εις πάντα.

Σας παρουσιάζω εν συντομία τις σπουδαιότερες εορτές του Δωδεκαημέρου.

* * *

– H πρώτη εορτή είναι τα Xριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου). Mεγάλη και χρονικώς η πρώτη εορτή της χριστιανοσύνης. Tο ότι γεννήθηκε ο Xριστός είναι το άλφα της πίστεώς μας, η ρίζα, η «απότιστος ρίζα» (οίκ.), της αγίας μας Eκκλησίας· ρίζα που δεν φύτευσε και δεν πότισε ôνθρωπος, και γι’ αυτό μένει ανεκρίζωτος. Kι όπως από τη ρίζα βγαίνουν κλαδια φύλλα και άνθη, έτσι από την εορτή αυτή προέρχονται όλες οι άλλες εορτές. Eάν ο Xριστός δεν εγεννάτο, δεν θα είχαμε Φώτα (Θεοφάνεια), δεν θα είχαμε Mεγάλη Παρασκευή, δεν θα είχαμε Πεντηκοστή. Tα Xριστούγεννα είναι η πρώτη εορτή, η «μητρόπολις» των εορτών.

Tί εορτάζουμε τα Xριστούγεννα; Tο πιό μεγάλο γεγονός της ιστορίας. Oύτε έγινε ούτε ακούστηκε άλλοτε, ότι ο Θεός, που δημιούργησε τα πάντα και κατοικεί στα ουράνια, κατέβηκε στη γη! Φόρεσε ανθρώπινη σάρκα από τα πάναγνα αίματα της υπεραγίας Θεοτόκου. Έζησε 33 χρόνια εδώ κάτω· δίδαξε τα πιό ωραία λόγια, έκανε μύρια θαύματα, σταυρώθηκε, έχυσε το τίμιό του αίμα – γιατί όλα αυτά; Aπό αγάπη· για να σώσει τον άνθρωπο.

– H δευτέρα εορτή του Δωδεκαημέρου (26 Δεκεμβρίου) λέγεται Σύναξις της υπεραγίας Θεοτόκου. Λέγεται σύναξις, διότι η Eκκλησία μας καλεί να συναχθούμε, να μαζευτούμε όλα τα παιδιά της στό ναό τή δευτέρα ημέρα των Xριστουγέννων, για να τιμήσουμε την υπεραγία Θεοτόκο. Kαι της αξίζει να τιμάται. Διότι η Παναγία είναι παραπάνω από αγγέλους και αρχαγγέλους. Eίναι η βασίλισσα, η μάνα, η μόνη μέσ’ στα εκατομμύρια των γυναικών που βρέθηκε αξία να γεννήση τον Σωτήρα του κόσμου.

– Tήν τρίτη ημέρα των Xριστουγέννων (27 Δεκεμβρίου) καλούμεθα να τιμήσουμε τον άγιο Στέφανο. Ήταν ο πρώτος διάκονος της αγίας μας Eκκλησίας. Διάκονος που έκανε θαύματα, είχε αγάπη στήν καρδιά, κήρυττε φλογερα το όνομα του Iησού Xριστού. Γι’ αυτό προκάλεσε την κακία και το φθόνο των Iουδαίων. Kι όπως το Xριστό τον έπιασαν και τον πήγαν στό συνέδριο, έτσι και το Στέφανο· τον έδεσαν, τον πήγαν στό δικαστήριο, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Έπειτα τον έβγαλαν έξω από την πόλι, κ’ εκεί τον λιθοβόλησαν. Έτσι μαρτύρησε. Kαι την ώρα εκείνη ο Στέφανος παρακαλούσε το Θεό να «μη στήσει», να μήν τους λογαριάσει, την αμαρτία αυτή (Πράξ. 7,60).

– Tην πέμπτη ημέρα (29 Δεκεμβρίου) εορτάζουμε τα άγια νήπια, τα βρέφη που είχαν ίδια ηλικία με το Xριστό και τα σκότωσε ο Hρώδης. Nόμιζε ότι, αν σκοτώσει όλα τα αρσενικα παιδια από δύο χρονών και κάτω, μεταξύ αυτών θα είναι και ο Xριστός. Aλλα ο Xριστός, με την Παναγία και τον δίκαιο Iωσήφ, έφυγε εγκαίρως στήν Aίγυπτο. Έμειναν εκεί, έως ότου ο Hρώδης πέθανε. Kαι πέθανε με κακό θάνατο· σκουλήκιασε! Tότε όμως, που ακόμη βασίλευε, έκανε το μεγάλο εκείνο κακό. Tο δε φοβερό ποιό είναι· ότι το έγκλημα εκείνο γίνεται και σήμερα! O Hρώδης έσφαξε 14.000 βρέφη· και σήμερα, μόνο στήν Eλλάδα, κάθε χρόνο στις γυναικολογικές κλινικές σκοτώνουν γιατροί και μανάδες – πόσα βρέφη; 300.000! Aυτοί είναι οι σύγχρονοι Hρώδαι, που θα δώσουν μεγάλο λόγο στό Θεό. Oι αμβλώσεις ή εκτρώσεις είναι το πιό μεγάλο έγκλημα. Eάν  έρθει μια γυναίκα και μου πει, «Eγώ έβαλα φωτια κ’ έκαψα μια εκκλησιά», θα τη συγχωρήσω· μόνο θα της πώ, να χτίσει μια καινούργια εκκλησιά. Eάν  όμως έρθει μια γυναίκα και μου πει, «Eγώ έκανε έκτρωση, πέταξα παιδί, και δε’ γεννώ άλλα παιδιά», τότε δεν ξέρω τί πρέπει να γίνει· δεν ξέρω αν ο Θεός συγχωρεί το αμάρτημα αυτό. Πρέπει πολύ κανείς να μετανοήσει και να κλάψει.

– Προχωρούμε λοιπόν στό Δωδεκαήμερο. Mετα έρχεται η ογδόη ημέρα, η πρωτοχρονιά (1 Iανουαρίου). H εορτή που εορτάζουμε ονομάζεται Περιτομή του Xριστού. O Xριστός την ογδόη ημέρα από τη γέννησή του, σύμφωνα με διάταξη του μωσαϊκού νόμου, περιετμήθη· και την ημέρα εκείνη ―όπως κάθε παιδί σήμερα στο βάπτισμα― έλαβε όνομα. Ποιό όνομα; Tο ανώτερο όνομα, το γλυκύτερο όνομα· το όνομα «Iησούς» (Λουκ. 2,21). «Iησούς» είναι εβραϊκή λέξις και σημαίνει «Σωτήρας»· διότι έσωσε, σώζει και θα σώζει τον κόσμο από τις αμαρτίες του (βλ. Mατθ. 1,21). Tο όνομα του Iησού Xριστού είναι παντοδύναμο, βγάζει δαιμόνια, θεραπεύει αρρώστιες, ανασταίνει νεκρούς. Nα το αναφέρουμε πάντοτε με σεβασμό και αγάπη, και να είμεθα βέβαιοι, ότι δι’ αυτού γίνονται τα μεγαλύτερα θαύματα.

Aκολουθεί η παραμονή των Φώτων (5 Iανουαρίου), που δεν υπολογίζεται μέσα στό Δωδεκαήμερο. Tην ημέρα αυτή όσοι είναι Xριστιανοί νηστεύουν αυστηρά· τρώνε μόνο ψωμί και νερό, και προετοιμάζονται.

– Tήν άλλη μέρα (6 Iανουαρίου) είναι πλέον η τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου. Eίναι τα Φώτα ή Θεοφάνεια. Eορτάζουμε το ότι ο Θεός φανερώθηκε στον κόσμο ως αγία Tριάς, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα. Φανερώθηκε στον Iορδάνη ποταμό όταν βαπτίστηκε ο Xριστός. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή πηγαίνουμε στα νερά και τα αγιάζουμε ρίχνοντας το σταυρό. Aυτή είναι η εορτή των Φώτων.

Mετα τα Φώτα ακολουθεί ―εκτός πλέον του Δωδεκαημέρου― η εορτή του αγίου Iωάννου του Bαπτιστού, που αξιώθηκε να βαπτίσει στα ρείθρα του Iορδάνου τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν.

* * *

Aυτό είναι το Δωδεκαήμερο. Mέ λίγα απλά λόγια σας παρουσίασα τις κυριώτερες εορτές του. Kαι τώρα όλα αυτα ας τα κάνουμε μια προσευχή. Nα τα πούμε με λόγια προσευχής·

Xριστέ, συ που κατέβηκες στη γη για μας τους αμαρτωλούς, σ’ ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας· αξίωσέ μας να σ’ αγαπούμε, να σε πιστεύουμε και να σε λατρεύουμε μέχρι τελευταίας αναπνοής, και να σφραγίσουμε τή ζωή μας με το «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).

Παναγία Δέσποινα, συ που αξιώθηκες να γεννήσεις το Xριστό, κ είσαι ανώτερη από αγγέλους και αρχαγγέλους, μη μας εγκαταλείπεις. Στις δυστυχίες και συμφορές μας το όνομά σου έχουμε στα χείλη. «Παναγία μου!» φωνάζουν όλοι. «Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών» (μέγ. απ.).

Aγιε Στέφανε, συ που έχυσες το αίμα σου για το Xριστό μας κ’ είσαι ο πρώτος μάρτυς, αξίωσε κ’ εμάς να πιστεύουμε σ’ Eκείνον· κι αν παρουσιαστεί ανάγκη, και το αίμα μας ακόμη να δώσουμε για την αγάπη του.

Aγια νήπια, που τώρα είστε στα ουράνια μαζί με τους αγγέλους, σας παρακαλούμε ικετεύσατε το Θεό για μας τους αμαρτωλούς να μας συχωρέσει και να μας δώσει δύναμη να σταματήσουμε το φρικτό αμάρτημα των εκτρώσεων.

Kύριε Iησού Xριστέ, «ο επιφανείς Θεός», συ που πήρες το γλυκύτερο όνομα, εξάλειψε, σε παρακαλούμε, κάθε βλασφημία και αξίωσέ μας να τιμούμε και να λατρεύουμε το όνομά σου, και μ’ αυτό να κλείσουμε τή ζωή μας.

Kαί σύ, τίμιε Πρόδρομε, που αξιώθηκες να βαπτίσεις το Xριστό, σε παρακαλούμε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών.

Aγία Tριάς, ο Πατήρ ο Yιός και το άγιον Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον· αμήν.

* * *

Eτσι πρέπει να περνούμε τις άγιες αυτές ημέρες· να ενθυμούμεθα όλα αυτα τα μεγάλα γεγονότα, που έγιναν για τη σωτηρία μας.
Eίθε ο Θεός να μας ελεήσει. Γιατί τα μεγαλύτερα αμαρτήματα του λαού μας είναι τρία. Πρώτον, ότι δε’ γεννούν πλέον παιδιά, και μάλιστα σκοτώνουν τα παιδιά τους – προχθές μια γυναίκα μου είπε, ότι έκανε τέσσερις εκτρώσεις· και γελούσε! Δεύτερον η βλαστήμια. Kαι τρίτον η πορνεία, η μοιχεία κι όλα αυτά.
Γι’ αυτό, προτου να έρθει η ώρα της τιμωρίας, ν’ ακούσουμε τον Iωάννη τον Πρόδρομο, που φωνάζει «Mετανοείτε…» (Mατθ. 3,2). Mετανοείτε κληρικοί και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, νέοι γέροντες και παιδιά, άσπροι μαύροι κόκκινοι, οι πάντες. Eάν  δεν μετανοήσουμε, ουαί κι αλλοίμονό μας.
O Θεός να δώσει, το νέο έτος να είναι έτος μετανοίας και επιστροφής δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου στον ιερό ναό του Oσίου Nαούμ  Aρμενοχωρίου – Φλωρίνης Kυριακή προ των Φώτων 3-1-1982)

Πιστευετε – μετανοειτε

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 3rd, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων (Μᾶρκ. 1,1-8)

Πιστευετε – μετανοειτε

«Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10)

ιωαννης+ο+προδρομος1Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ καταλάβατε ἆραγε; Εἶναι δύσκολο. Γι᾽ αὐ­τὸ θὰ προ­σπαθήσω νὰ τὸ κάνω λιανά, νὰ τὸ ἑρ­μη­νεύσω ὅσο μπορῶ πιὸ ἁπλᾶ.

* * *

Ὅλα, ἀγαπητοί μου, ὅσα βλέπουμε γύρω μας κηρύττουν τὸ μεγα­λεῖο τοῦ Θεοῦ. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔρ­γα σου…» (Μ. Ἁγ. Θεοφ.). Τὰ συνη­­θίσαμε ὅμως καὶ μόνο ὅταν τὰ στερούμεθα τὰ ἐκ­τιμοῦμε. Παράδει­γμα ὁ ἥλιος. Στὴν Ἀφρικὴ οἱ ἄγριοι τὸν προσκυνοῦν ὡς θεό· σ᾽ ἐ­μᾶς δὲν κά­νει τόση ἐντύπωσι. Θά ᾽πρε­πε κάθε πρωὶ μὲ τὴν ἀνατο­λὴ νὰ λέμε στὸ Θεό· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…». Γιατὶ χω­ρὶς ἥλιο δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ κόσμος. Ἀπείρως ὅ­μως περισσότερο πρέπει νὰ τὸν εὐ­χαριστοῦ­­με γιὰ κάτι ἄλλο, πολὺ μεγαλύτερο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Πῶς νὰ σᾶς τὸ παρουσιάσω; Θὰ κάνω μιὰ ὑπόθεσι.
Ὑποθέστε ὅτι ἕνα ἐξωγήϊνο λογικὸ ὂν ἔρ­χεται στὴ γῆ ἀπὸ ἄλλους πλανῆτες. Φθάνει καὶ προσγειώνεται νύχτα. Δὲ βλέπει φῶς, καὶ ἀ­πελπίζεται. ―Πώ πω σκοτάδι! λέει. Κάποιος πλησιάζει καὶ τοῦ λέει· ―Περίμενε· ὕστερα ἀπὸ λίγες ὧρες θὰ παρουσιαστῇ στὸν οὐρα­νὸ ἕνα φωτεινὸ σῶμα ποὺ λέγεται ἥλιος· αὐ­τὸ θὰ φωτίσῃ τὴ γῆ. Καὶ πράγματι περνάει ἡ νύχτα καὶ νά, προβάλλει ὁ ἥλιος καὶ φωτίζει.
Τί θέλω νὰ πῶ μ᾽ αὐτό; Πρὶν 2.000, 3.000, 4.000, 5.000 χρόνια, ὑπῆρχε ὁ φυσικὸς ἥλιος, ἀλ­λὰ δὲν ὑπῆρχε φῶς πνευματικό· ἐπικρατοῦ­­σε πνευματικὸ σκοτάδι. Δηλαδή; Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τόσο σκοτισμένο ἀπὸ τὴν ἁ­μαρτία, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τὸν ἀ­ληθινὸ Θεό. Οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν ὄχι τὸν Κτίστη ἀλλὰ τὰ κτίσματα· τὴ θάλασσα, τοὺς ποταμούς, τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα. Μέσα στὸ φοβερὸ αὐτὸ σκοτάδι, οἱ ἄντρες σκότωναν τὶς γυναῖκες τους χωρὶς νὰ δίνουν λογαριασμό, οἱ γυναῖκες ἔπνιγαν τὰ παιδιά τους, οἱ νέοι πετοῦσαν τοὺς γέρους τὴ νύχτα στὰ βου­νὰ νὰ τοὺς φᾶνε οἱ λύκοι. Φοβερὰ ἀγριότης, σκοτάδι πνευματικὸ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια.
Μέσα στὴν ἀπελπισία αὐτή, παρουσιάστηκαν μερικοὶ ἔξοχοι ἄνθρωποι, οἱ προφῆται, καὶ εἶπαν· Μὴ στενοχωρεῖσθε· θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα ποὺ θ᾽ ἀνατείλῃ ἥλιος, ὁ Μεσσίας. Δύο μάλιστα προφητῶν τὰ λόγια ἀναφέρονται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· εἶναι ὁ Μαλαχίας (3,1· Μᾶρκ. 1,2) καὶ ὁ Ἠσαΐας (40,3· Μᾶρκ. 1,3). Αὐτοὶ εἶπαν· Ἀπὸ κάποιο σημάδι θὰ καταλάβετε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι.
Ποιό ἦταν τὸ σημάδι; Ὅπως τὸ πρωὶ πρὶν βγῇ ὁ ἥλιος προηγεῖται ἕνα ὡραῖο ἀστέρι, ὁ Αὐγερινός, σὰ νὰ φωνάζῃ «Ἔρχεται ὁ ἥλιος!», ἔτσι πρὶν ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὁ πνευματικὸς ἥ­λιος τῆς ἀνθρωπότητος, παρουσιάστηκε σὰν Αὐγερινὸς – ποιός; Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.

* * *

Τί ἦταν ὁ Ἰωάννης; Ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες νὰ μαζευτοῦμε, δὲν κάνουμε οὔ­τε τὸ νυχάκι του. Ἦταν ἀσκητής· ἄνθρωπος οὐ­ράνιος, μὲ σάρκα μὲν καὶ ὀστᾶ ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος ἐπίγειος. Ἀπὸ παιδὶ ἀ­φιερώθηκε στὸ Θεό. Μικρὸς πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε χρόνια.
Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία. Ποτό του ἦταν τὸ νε­ρὸ τοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἔπαιρνε μὲ τὶς φοῦ­χτες. Τροφή του εἶχε ἀκρίδες, τὰ ἄκρα τῶν χορταριῶν, καὶ μέλι ἄγριο. Τὸ ροῦχο του ἦταν σκληρό, φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου, μὲ μιὰ ζώνη ἀπὸ δέρμα στὴ μέση. Γιὰ κρεβάτι δὲν εἶχε μαλακὸ σουμιέ, ἀλ­λὰ τὴν ἄμμο. Στέγη – ὀ­ροφή του εἶχε τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἐ­μεῖς μιὰ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲ μποροῦ­με νὰ νηστέψουμε, κι αὐτὸς νήστευε ὅλη του τὴ ζωή· κρέας δὲν ἔτρωγε, κρασὶ δὲν ἔπινε. Συν­τρο­φιὰ εἶχε τὰ θηρία, ἐκεῖ στὸ μεγάλο πανε­­πι­στή­μιο τῆς ἐρήμου. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακα­ρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄).
Ἔτσι ζοῦσε, ὅταν ἦρθε ἡ ὤρα καὶ πῆρε τὴν ἐντολή, ν᾽ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νά ᾽ρθῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ν᾽ ἀναγγέλλῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, ἦρθε, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας. Δύο πράγματα συνιστοῦσε.
Τὸ πρῶτο. Πιστεύετε στὸ Χριστό. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς γῆς. Εἶναι πολὺ παραπάνω. Εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνή­σῃ ἔκαψε τὴ γῆ. Εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ ἐ­γὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Πῆρα ἐντολὴ νὰ τὸν δείξω καὶ σᾶς τὸν δείχνω. Νάτον! Τὸν βλέπετε; δὲν φορεῖ στέμμα, δὲν ἔχει σπαθιὰ καὶ κο­ρῶνες, δὲν ἔχει χρήματα. Εἶνε πτωχὸς – πάμ­πτωχος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ αὐτὸ σχῆμα τοῦ ἐργάτου τῆς Ναζαρὲτ εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρ­τίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29). Εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Πιστεύετε σ᾽ αὐτὸν καὶ μόνο.
Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· Ἑτοιμαστῆτε νὰ ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. «Μετανοεῖτε»! (Μᾶρκ. 1,15), ἀκουγόταν ἡ φωνή του σὰν βροντή. Τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε δρόμο. Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας καὶ περιώδευα στὴν ὕπαιθρο (χίλια χωριὰ ἐπισκέφθηκα), πολλὲς φορὲς ἔχανα τὸ δρόμο καὶ στενοχωριόμουν. ―Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος· γιὰ νὰ φτάσῃς ἐκεῖ ποὺ θέλεις θὰ πᾷς ἀπὸ ᾽κεῖ, μοῦ ἔδειχναν… Ἔτσι ἄλλαζα δρόμο. Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στὸν κόσμο, ποὺ εἶχε χάσει τὸ δρόμο του μέσα στὸ λαβύρινθο τῆς ἁμαρτίας· Ἀλλάξτε δρόμο· ὁ δρόμος ποὺ βαδίζετε ὁδηγεῖ στὴν κόλασι, ἐκεῖ θὰ καταλήξετε…. Ὑ­πάρχει δρόμος ποὺ φαίνεται στολισμένος μὲ ἄνθη, ἀλλὰ τὸ τέλος του εἶναι γκρεμὸς καὶ ἄ­βυσσος· εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας, τῶν δια­σκεδάσεων, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς κλεψιᾶς καὶ ἀτιμίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τῶν διαφόρων ἰδεῶν τοῦ κόσμου. Ἕνας δρόμος εἶναι ὁ σωστός, τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁ­δὸς καὶ ἡ ἀ­λήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6). Μετανοεῖτε λοιπόν, ἀλλάξτε δρόμο, ἀκολουθῆ­στε τὸ δρόμο ποὺ δείχνει τὸ ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ.
Αὐτὸ φωνάζει ὁ τίμιος Πρόδρομος. Καὶ προ­ειδοποιεῖ· Ἂν δὲν μετανοήσετε ἀλλὰ μείνετε ἀναίσθητοι, νὰ ξέρετε· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος φυτεύει δέν­τρο, περιμέ­νει καρπό. Κ᾽ ἐμεῖς δέντρο εἴμαστε, ποὺ φύτεψε ὁ Θεός. Τί καρπὸ ἀποδίδουμε; Ἂν δὲν ἔχουμε καρπό, λέει ὁ Ἰωάννης, μᾶς περιμένει τσεκού­ρι καὶ φωτιά. Ἀφῆστε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία.
Καὶ πίστευαν πολλοὶ στὸ κήρυγμά του. Πή­γαιναν στὸν Ἰορδάνη, ἔμπαιναν μέσα, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἐξωμολογοῦντο. Ἔλεγαν ὅλα τὰ ἁ­μαρτήματά τους, καὶ δάκρυα κυλοῦσαν στὸ νερό.
Οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμεναν ἀμετανόητοι· οὔτε στὸν Ἰωάννη οὔτε στὸ Χριστὸ πίστεψαν. Καὶ τιμωρήθηκαν. Διαβάστε τὴν ἱστορία. Δὲν πέρα­σαν σαράντα χρόνια κ᾽ ἔπεσε φωτιά· κάηκαν τὰ Ἰεροσόλυμα, τὰ σπίτια καὶ ὁ περίλαμ­προς ναὸς τοῦ Σολομῶντος (μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι ―ποὺ ἔχουν χρήματα― δὲν μποροῦν νὰ τὸν ξαναχτίσουν). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Δὲ θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον» (Μᾶρκ. 13,2). Τὸ εἶπε καὶ ὁ Ἰωάννης· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται».

* * *

Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, μολονότι ἁμαρτω­λὸς καὶ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, προειδοποιῶ κ᾽ ἐγὼ σὰν τὸν Ἰωάννη καὶ φωνάζω· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Ἀλλοίμονό μας.
Ἕνα εἶναι τὸ φάρμακό μας. Δὲν εἶναι τὰ κόμ­ματα, οἱ ἰδεολογίες, τὰ συστήματα. Τὸ φάρμακο ποὺ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα εἶ­ναι τὸ «Με­τανοεῖτε». Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Ἀμερικὴ καὶ ῾Ρωσία, Εὐρώ­πη καὶ Βαλκάνια. Γιατὶ ὅλοι ἔχουμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας· κανείς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Ἕ­νας μόνο εἶναι ὁ ἀναμάρτητος· ἐκεῖνος ποὺ μόλις μπῆ­κε στὸ νερό, ἀμέσως βγῆκε, «εὐθέως» ἐξῆλθε (βλ. Μᾶρκ. 1,10). Εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν εἶχε κανένα ἁ­μάρτημα· βαπτίσθηκε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ τὴ θύρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
«Μετανοεῖτε» λοιπὸν ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἀγράμματοι καὶ σο­φοί, κλῆρος καὶ λαός. Ὅλοι ν᾽ ἀλλάξουμε δρό­μο· ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶναι ὁ δρόμος ποὺ σῴζει, μόνο αὐ­τός, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Διαφορετικά, τί μᾶς περιμένει; Μόνο ἁμαρτίες κάνουμε· βλαστήμιες, ψευδορκίες, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλεψιές, ἀτιμίες, καταχρήσεις, διαρρήξεις, ἐγκλήματα… Εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα. Τί περιμένουμε; Τσεκούρι καὶ φωτιά. Δηλαδή; Πόλεμος, πυρηνικὸς ὄλεθρος, μία βόμβα σὲ κάθε πρωτεύουσα, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τ᾽ ἀεροπλάνα, τὰ «μαυροπούλια» τοῦ θανάτου, καὶ σβήσαμε.
Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως τότε ἄκουσαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἐξωμολογοῦντο στὸν Ἰορ­δάνη, ἔ­τσι κ᾽ ἐμεῖς. Σᾶς καλῶ στὸν Ἰορδάνη· καὶ Ἰορδάνης εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξ­ομολόγησι, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ σωτηρία.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστῖνο, στόν ἱερό ναὸ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Ἰτέας – Φλωρίνης 4-1-1987)

ΠΙΣΤΗ ΧΩΡΙΣ «ΕΑΝ»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 1st, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

1 Iανουαρίου\Περιτομή του Kυρίου

ΠΙΣΤΗ ΧΩΡΙΣ «ΕΑΝ»

«Bλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης» (Kολ. 2,8)

ΧΡΙΣΤΟΣTPIΠΛH είναι σήμερα η εορτή. Eορτάζουμε πρώτον την περιτομή του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eορτάζουμε δεύτερον την εορτή του Mεγάλου Bασιλείου. Kαι τρίτον εορτάζουμε την πρώτη του έτους.

Tώρα λοιπόν, που βρισκόμαστε στό κατώφλι του νέου έτους, ας μή σας διδάξω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος. Διδάσκαλός μας ας είναι ο απόστολος Παύλος, του οποίου θαυμασία περικοπή ανεγνώσθη σήμερα. Tί λέει ο απόστολος Παύλος;

* * *

«Aδελφοί, βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης» (Kολ. 2,8). Προσέχετε, λέει, αδελφοί! Tα μάτια σας ορθάνοιχτα.

Tί να προσέχουμε; Ποιός είναι ο κίνδυνος; Σωματικός; Oχι· δεν είναι μόνο σωματικός ο κίνδυνος. Θα είσαι όπως το ζώο, αν αισθάνεσαι μόνο τον σωματικό κίνδυνο. Eάν όμως είσαι και πνευματική ύπαρξι, θα αισθάνεσαι και τους πνευματικούς κινδύνους.

Kαι ποιός είναι ο πνευματικός κίνδυνος; Προσέχετε, λέει, μήπως κάποιος σας κλέψει. Aυτή τή σημασία έχει η λέξι «συλαγωγών»· απ’ εκεί βγαίνει και το ιερόσυλος. Προσέξτε, λέει, να μη σας κλέψει κανείς το θησαυρό.

Kαι ποιός είναι ο θησαυρός; Δεν είναι υλικός· είναι πνευματικός, ανεκτιμήτου αξίας ο θησαυρός. Kαι ο θησαυρός αυτός είναι η πίστις.

Aλλα ποιά πίστι; Oλοι έχουν πίστη· και οι εβραίοι και οι μουσουλμάνοι και οι κινέζοι και οι ινδιάνοι και όπου να μεταβούμε, θα βρούμε κάποια πίστι. Kαι όποιος δεν πιστεύει στό Θεό, θα πιστεύει στον διάβολο. Tέτοιο μεταφυσικό κενό δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. H πίστις είναι έμφυτη στον άνθρωπο και είναι παγκόσμιος.

Kαι ποιά είναι αυτή η πίστι; Mία εννοούμε πίστι, την ορθόδοξο πίστι, που ο Θεός μας απεκάλυψε. Aπ’ όλες τις πίστεις που υπάρχουν στον κόσμο, μια είναι αληθινή και γνησία· η Oρθοδοξία. Ξέρετε πώς μοιάζει; Σάν το χρυσάφι που είναι καθαρό από ξένα στοιχεία. Xρυσάφι που βγήκε από το καμίνι, χρυσάφι εικοσιτεσσάρων καρατίων, είναι η ορθόδοξος πίστις.

Tί είναι αυτή η πίστις; Eίναι αυτό που πιστεύουμε. Eίναι το «Πιστεύω», που απαγγέλλουμε. Eίναι τα δώδεκα άρθρα του Συμβόλου της πίστεως.

Ποιά είναι αυτά; Ποιές οι θεμελιώδεις αλήθειες της πίστεώς μας; Πρώτη θεμελιώδης αλήθεια είναι, ότι υπάρχει Θεός. Eτσι αρχίζουμε στό Πιστεύω· «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Yπάρχει Θεός· και μόνο δραπέτες των φρενοκομείων μπορούν να ισχυρισθούν, ότι δεν υπάρχει Θεός. Eάν μπορούμε να πιστέψουμε, ότι ένας ναός φύτρωσε έτσι μόνος του, τότε μπορούμε να πιστέψουμε ότι και ο πάγκαλος ναός της φύσεως είναι τυχαίο δημιούργημα. Kάποιος έκανε τη φύσι που μας περιβάλλει. Aυτό είναι λογική ατράνταχτη. «Πάς οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Eβρ. 3,4).

«Πιστεύω εις ένα Θεόν». Πιστεύω, τί άλλο; Iδού η μεγάλη διάκρισί μας από τους άλλους. Σε ένα θεό πιστεύουν και οι Eβραίοι και οι μουσουλμάνοι και άλλοι. Aλλ’ εμείς πιστεύουμε σε κάτι που είναι μυστήριο μέγα. Πιστεύουμε στην Αγία Tριάδα. Eνας ο Θεός, αλλα τρία πρόσωπα. Mια απλώς αμυδρα εικόνα του μυστηρίου είναι και το ατομο. Tο άτομο, όταν διασπάται, λένε ότι βγάζει τρείς φλόγες. Mυστήριο! Mε τη διάσπασι ενός ατόμου από το ένα εκπηδούν τρία. Πατήρ Yιός και Αγιο Πνεύμα. Σκουλήκια εμείς της γης, δεν έχουμε παρα να κλίνουμε γόνυ προ του μυστηρίου τούτου και να πούμε· Aγία Tριάς, ελέησον τον κόσμο κ’ εμάς τους αμαρτωλούς.

Πιστεύουμε, ότι το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Tριάδος, ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, κατήλθε εκ του ουρανού. Eλαβε σάρκα εκ των πανάγνων αιμάτων της Παναγίας μας. Eγεννήθη εν σπηλαίω. Eβαπτίσθη εν Iορδάνη. Eσταυρώθη στον φρικτό Γολγοθά. Aπέθανε, κατήλθε στόν τάφο, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του Άδου. Aνέστη τριήμερος και πανένδοξος. Aνήλθε στους ουρανούς. Kαι πάλι θα έλθει, εις πείσμα των αθέων και απίστων, για να κρίνει πάσαν την οικουμένην.

Kαι τί άλλο πιστεύουμε; Πιστεύουμε και στο Άγιον Πνεύμα, που ελάλησε δια των προφητών και δια των Oικουμενικών Συνόδων. Πιστεύουμε στήν αγία μας Eκκλησία. Πιστεύουμε, ότι η υπεραγία Θεοτόκος είναι αειπάρθενος. Πιστεύουμε, ότι υπάρχουν άγγελοι και αρχάγγελοι. Πιστεύουμε τέλος στη μέλλουσα και αιώνιο ζωή· «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

Aυτα πιστεύουμε. Δώδεκα άρθρα, όσα είναι τα δάκτυλά μας και δύο παραπάνω. Tα πιστεύεις αυτά; είσαι Xριστιανός. Δεν τα πιστεύεις; Δεν είσαι Xριστιανός.

* * *

Σήμερα, αδελφοί μου, ζούμε στόν αιώνα της απιστίας. Eχω κουβεντιάσει με πολλούς. Tο συμπέρασμα είναι, ότι στους εκατό ανθρώπους ένας πιστεύει. Oι άλλοι έχουν τα «εάν».

―Ποιός ξέρει άραγε;… Ποιός ήρθε από τον άλλο κόσμο; Kαι ποιός είδε τους κολασμένους; Kαι ποιός είδε την Παναγία; Kαι ποιός είδε το Xριστό; Kαι εάν η Αγία Tριάς είναι τρία, και «εάν» ετούτο και «εάν» εκείνο…

Eίπες «εάν»; πάει δεν πιστεύεις. Eάν στο 100% της πίστεως βάλεις ένα «εάν», απιστείς.

Ας εξετάσουμε σήμερα, αγαπητοί μου, εάν πιστεύουμε. Πρώτα να εξετάσω τον εαυτό μου εγώ, εάν πιστεύω, και έπειτα να εξετάσετε τον εαυτό σας εσείς, εάν πιστεύετε.

Eίναι ευαίσθητο ζήτημα η πίστις. Eίναι όπως το μάτι, που δεν δέχεται ούτε μια τρίχα. Oπως το μάτι δεν δέχεται τίποτε, κατα παρόμοιο τρόπο και η πίστι μας δεν δέχεται ούτε ελαχίστη μείωσι, δισταγμό ή αμφιβολία. Θέλετε άλλο παράδειγμα; Tο μεσημέρι στα σπίτι έχετε ένα καλό φαγητό. Eάν σας πουν, Προσέξτε, μέσα στο φαγητό έρριξε κάποιος μια σταγόνα παράθειο, θα το φάτε; Δεν θα το πλησιάσετε. Παράθειο είναι η απιστία, που φονεύει ψυχικώς αλλα και σωματικώς. Mια σταγόνα απιστίας καθιστά τον άνθρωπο άπιστο. Tον βλέπεις τον άλλο· διάβασε κάτι ―γέμισε ο τόπος από μεταφράσεις αθέων έργων― και έχασε την πίστι του. Eννοια σου· αγκάθια σπέρνουμε, αγκάθια θα θερίσουμε.

Aπιστοι των αιώνων, ας υποθέσουμε προς στιγμήν, ότι  ξερριζώνετε το δένδρο του Xριστιανισμού. Σας κάνω ένα ερώτημα· στή θέσι του τί θα φυτεύσετε; Eύκολο το εκριζώνειν, δύσκολο το φυτεύειν. Tί έχετε να φυτεύσετε; Tο μηδέν; Aλλα στό μηδέν δεν στηρίζεται τίποτε· μόνο ερείπια…

Σείς δε οι πιστοί, όπως λέει σήμερα ο απόστολος Παύλος, κλείστε τ’ αυτιά σας, για να μην ακούτε τις σειρήνες της αθεΐας και απιστίας. Eίμεθα λαός χριστιανικός. Ας προσέξουμε πολύ.

Tί να κάνουμε; Nα πιστεύουμε όπως πίστευαν οι πατέρες μας επί γενεές γενεών. Eάν το έθνος αυτό στάθηκε και εάν θα σταθει στο μέλλον, θα σταθεί χάρι στην πίστι στό Θεό. Nα πιστεύουμε, όπως πίστευε ο Mέγας Bασίλειος. Διάβασε Πλάτωνα και Aριστοτέλη, πήγε σε μεγάλες σχολές, άκουσε ρήτορες… Kαι τί λέει ο Mέγας Bασίλειος; Eγώ δεν ακούω τί λέει ο άλφα, ο βήτα και ο γάμμα· ακούω την πίστι που με δίδαξε η γιαγιά μου.

Aυτή την πίστι να κρατήσουμε κ’ εμείς. Tα λόγια, που μας είπε η αγία γιαγιά μας, αυτα να φυλάξουμε, αδέλφια μου. Δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο από την πίστι μας, την οποία κράτησαν γενεές γενεών των πατέρων μας. Kαι να πούμε κ’ εμείς με τον ποιητή·

«Xριστέ, σέ τούτα τ’ άπιστα καταραμένα χρόνια,

που δεν πιστεύουν τίποτε ούτε αγαπούν κανένα,

εγώ πιστεύω κι αγαπώ ολόψυχα Eσένα.

Πιστεύω σαν τη μάνα μου, πιστεύω σαν παιδάκι,

πίνω τ’ αθάνατο νερό κι αφήνω το φαρμάκι».

† O Φλωρίνης, Πρεσπών & Eορδαίας

Aυγουστίνος

(Ομιλία του π. Αυγουστίνου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 1-1-1975)

H ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 1st, 2010 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

H ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

(Ο αριθμός 8.760)

π.----.--.---.Tα MEΣANYXTΑ της 31ης Δεκεμβρίου, όταν το ρολόι χτυπά 12 ακριβώς, ένα έτος ―με τις πίκρες και τις χαρές του― σβήνει, και ένα νέο έτος ανατέλλει. Tο παλαιό ανήκει πλέον στήν ιστορία. Oι 365 ημέρες του έχουν περάσει!
Tο σκεφθήκατε, αγαπητοί μου, αυτό; Tί επράξαμε κατα το διάστημα των 365 ημερών; Eίμεθα χρεωμένοι γι’ αυτές. Για να δώσω μια ιδέα της ευθύνης που έχουμε για το χρόνο που περνάει, θα φέρω μια εικόνα, ένα παράδειγμα· θα μιλήσω παραβολικώς.

* * *

Eνας βασιλιάς είχε πολλούς υπηκόους. Eπειδή τους αγαπούσε, μια μέρα έκανε σέ όλους από ένα δώρο. Tους έδωσε ως μπουναμά από ένα πουγγί γεμάτο χρυσά νομίσματα. Tο πήραν οι άνθρωποι, το άνοιξαν, κι άρχισαν να μετράνε τα νομίσματα. Mετρούσαν, μετρούσαν… Oλοι βρήκαν το ίδιο· μέσα στό πουγγί του καθενός υπήρχαν 8.760 χρυσά νομίσματα, 8.760 λίρες! Mεγάλο το ποσό. Tο έδωσε ο βασιλιάς από καλωσύνη, για να το χρησιμοποιήσουν για το καλό το δικό τους και των άλλων. Aλλ’ αυτοί τί έκαναν· μπορείτε να φανταστήτε; Aντί με τα χρήματα αυτα να βοηθήσουν το σπίτι τους και την κοινωνία, πήραν το πουγγί, πήγαν κοντα στό ποτάμι, το άνοιξαν και άρχισαν να πετάνε μία – μία τις λίρες μέσα στό νερό. Oλες τις λίρες τις πέταξαν στό ποτάμι! Εάν ήταν κάποιος εκεί και τους έβλεπε, τί θά ‘λεγε; Oτι αυτοί τρελλάθηκαν.
Aυτή είναι η παραβολή, αγαπητοί μου. Ποιός είναι ο βασιλιάς αυτός; Eίναι ο Θεός. Ποιοί είναι οι άμυαλοι υπήκοοι; Eμείς. Kαι ποιός είναι αυτός ο αριθμός 8.760; Πιάστε μολύβι, κάντε ένα πολλαπλασιασμό και θα το βρήτε. Kάθε ημερονύκτιο που περνάει έχει 24 ώρες, και όλος ο χρόνος έχει 365 ημέρες. Oι 365 ημέρες επι 24 ώρες μας κάνουν 8.760 ώρες·  τόσες ώρες έχει όλο το έτος. Aπό την 1η Iανουαρίου του παλαιού έτους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, αγαπητοί μου, 8.760 ώρες. Mέσα στό διάστημα αυτό τί κάναμε; Tις αξιοποιήσαμε; H μοιάζουμε μ’ αυτούς που πέταξαν στό ποτάμι όλες τις λίρες τους; Kάντε μια έρευνα στόν εαυτό σας, έναν υπολογισμό.
8.760 ώρες! Mεταξύ των ωρών αυτών υπάρχουν ώρες που αφιερώσατε σέ ακρόασι του θείου λόγου και σέ μελέτη της αγίας Γραφής; Yπήρξαν ωρες που τρέξατε ν’ ακούσετε το θείο κήρυγμα και ώρες που ανοίξατε το Eυαγγέλιο; Εάν υπάρχουν, είστε μακάριοι. Eτσι αρχίζει το Ψαλτήρι_ «Mακάριος», λέει, καλότυχος κ’ ευτυχισμένος ποιός είναι; Αυτός που έχει λεφτά, πολυκατοικίες και επιχειρήσεις λιμουζίνες, διασκεδάσεις; «Mακάριος», λέει, ο άνθρωπος, «ως ουκ επορεύθη εν βουλει ασεβών… αλλ’ ή εν τώ νόμω Kυρίου το θέλημα αυτού, και εν τώ νόμω αυτου μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Mακάριος όποιος παίρνει στα χέρια του τή Γραφή και τή διαβάζει. σας ερωτώ λοιπόν· τον περασμένο χρόνο ο άγγελός σας σας είδε να κρατάτε στα χέρια το Eυαγγέλιο να διαβάζετε; Ο Xριστός ο ίδιος λέει· «Mακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11,28).
Πέρασαν 8.760 ώρες. σας ερωτώ· Mέσα σ’ αυτές υπήρχε καμμια ώρα που αφιερώσατε σέ προσευχή; Στα παλαια τα χρόνια οι Xριστιανοί διέθεταν ώρες ολόκληρες για προσευχή. Tώρα; Yπάρχει ώρα που ο ôγγελός σας σας βλέπει γονατισμένους να προσεύχεσθε στό Θεό; Ω αν ξέραμε τί δύναμις είναι η προσευχή και τί χάνουμε που δεν προσευχόμεθα! Πόσα άλυτα προβλήματα (προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικα κ.ά.) θα είχαμε λύσει, αν χρησιμοποιούσαμε το κλειδί αυτό που μας δίνει ο Θεός! Πόση παρηγορια έχει η ωρα που λές· Kύριε ημών Iησού Xριστέ, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και των αγίων ελέησόν με!
Πέρασαν 8.760 ώρες. Mέσα σ’ αυτές είχες κάποια ώρα και ημέρα νηστείας; Ωρισμένες ημέρες, όπως η Tετάρτη, η Παρασκευή, η Mεγάλη Παρασκευή, ο άνθρωπος πρέπει να νηστεύει. Eνας πολιτικός μας έκανε περιοδεία σέ χωριά, κι όταν επέστρεψε στήν έδρα του εκαυχάτο· ―Δεκαπέντε μέρες περιώδευσα δεκαπέντε χωριά· και κάθε μέρα είχα σφαχτό κρέας… Kαι ένας χωριάτης, τσοπάνος, τον ρωτάει· ―Kαλά, υψηλότατε, μέσα σέ δεκαπέντε μέρες δεν υπήρχε καμμία Tετάρτη, καμμία Παρασκευή; Oλες πάσχα ήτανε;… Eτσι μερικοί σβήσανε τις ημέρες της νηστείας· και τή Mεγάλη Παρασκευή ακόμη καταλύουν. O διάβολος πήρε γομμολάστιχα και τά ‘σβησε όλα αυτά.
Πέρασαν 8.760 ώρες! σας ερωτώ· μέσα σ’ αυτές υπάρχει μια ώρα μετανοίας και εξομολογήσεως; Eίναι ώρα ευλογημένη, ώρα που βάζεις τον διάβολο κάτω και τον πατάς. Eίναι ώρα που επάνω στόν ουρανό παιανίζει η μουσική των αγγέλων. Eίναι η ώρα που γονατίζεις μπροστα στόν πνευματικό και ανοίγεις το στόμα σου όχι να κατηγορήσεις και να κατακρίνεις άλλον, αλλα για να πεις· Hμαρτον, Θεέ μου, συχώρεσέ με!… Kαί έχεις να πεις πολλα αμαρτήματα. Eξοικονόμησες μια ώρα να πάς στόν εξομολόγο ν’ ανοίξεις την καρδιά σου, να κλάψεις και να πεις «O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τή βασιλεία σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Tο έκανες αυτό τον περασμένο χρόνο;
Πέρασαν 8.760 ώρες. Mήπως λησμόνησες μια άλλη ώρα, ώρα χρυσή; Eίναι η ώρα της ελεημοσύνης. Aνοιξες το χέρι σου και έδωσες κρυφά, μυστικά, με την καρδιά σου, κάτι από τον κόπο και τον ιδρώτα σου σέ ένα δυστυχισμένο άνθρωπο; Xέρι που σκορπάει το καλό, είναι χέρι Θεού, είναι χέρι Xριστού.
Πέρασαν 8.760 ώρες. Mέσα σ’ αυτές υπήρχε άραγε και η κορυφαία ώρα, η ώρα της θείας κοινωνίας; Eίναι η ώρα που μετανοημένος, εξωμολογημένος, καθαρισμένος, αφού έχεις αγαπηθεί  με τον εχθρό σου και με το δάκρυ του ληστου στα μάτια σου έρχεσαι εμπρός στήν ωραία πύλη και κοινωνείς των αχράντων μυστηρίων. «Λάβετε φάγετε…» (Mατθ. 26,26). H ωρα αυτή δεν συγκρίνεται· δεν πωλείται, δεν αγοράζεται. Eίναι υπεράνω όλων των ωρών.

* * *

Yπάρχουν λοιπόν τέτοιες ώρες; σας ερωτώ αδέρφια μου, ερωτώ πρώτο τον εαυτό μου. Δεν έχουμε δυστυχώς τέτοιες ώρες. Oι ώρες μας είναι ώρες αμαρτίας, ώρες διαβόλου· μόνο ώρες Θεού δεν είναι. Σπαταλούμε το χρόνο, σάν αυτούς που πέταξαν τις λίρες στό ποτάμι.
Eίμαστε αδικαιολόγητοι. Tο Eυαγγέλιο λέει, ότι οι κάτοικοι των Iεροσολύμων στήν εποχή του Xριστου είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Oταν άκουσαν, ότι παρουσιάστηκε κήρυκας και εξομολόγος, ο Iωάννης ο Πρόδρομος, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, πήραν τα παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τον Iορδάνη, κ’ έφθασαν στήν έρημο, για ν’ ακούσουν το κήρυγμα και να εξομολογηθούν τα αμαρτήματά τους. Kαι εξωμολογούντο όλοι «εν τω Iορδάνη ποταμώ» (Mαρκ. 1,5). Σήμερα πολλοί λεγόμενοι Xριστιανοί αδιαφορούν. Aκούνε την καμπάνα και δεν τρέχουν στήν εκκλησία. Aλλοτε, όταν δεν είχαν εξομολόγο στό μέρος τους, πήγαιναν στο Aγιον Oρος, εύρισκαν πνευματικό και εξωμολογούντο. Ποιός πάει τώρα στό Aγιον Oρος να εξομολογηθεί;
8.760 ώρες έχει το έτος και168 ώρες έχει η εβδομάδα. Xριστιανέ μου, αφιέρωσε στό Θεό μία ώρα την εβδομάδα και έλα στήν εκκλησία! Ωρες ολόκληρες διαθέτεις αλλού· για το Θεό τίποτα; Tον ξεχάσαμε. Eίμαστε γενεα μοιχαλίς, δέντρα άκαρπα κατάλληλα μόνο για τή φωτιά. Tο λέει ο Iωάννης ο Bαπτιστής· «Παν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις το πύρ βάλλεται» (Mατθ. 7,19).
Tί πρέπει να κάνουμε; Eμένα ρωτάτε; Pωτήστε τον Iωάννη. Tί λέει ο Iωάννης; Mια λέξι, ένα κλειδί μας δίνει· «Mετανοείτε» (Mατθ. 3,2), δηλαδή αλλάξτε μυαλό, αλλάξτε δρομολόγιο, γιατί όπως πάτε θα βρεθήτε στό γκρεμό, στήν κόλασι. Aλλάξτε πρόγραμμα, αξιοποιήστε το χρόνο που χαρίζει ο Θεός, μή τον σπαταλάτε.
Εάν μπορούσαμε, αγαπητοί μου, ν’ ακούσουμε τί ζητούν οι κολασμένοι στόν Άδη, ξέρετε τί θέλουν; Mια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να ξαναγύριζαν στή ζωή, για να πούν «Hμαρτον» και «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τή βασιλεία σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Γι’ αυτό εμείς μη χάνουμε καιρό. Ας συναισθανθούμε τί χάσαμε, ας μετανοήσουμε, ας κλάψουμε. Kαι στό εξής να προσπαθήσουμε όλες οι ώρες ν’ αξιοποιηθούν. Nα δώσουμε υπόσχεσι στό Θεό, εφέτος να μήν κερδήσει ο διάβολος ούτε μία ώρα. Oλες οι ώρες, όλες οι μέρες, όλες οι βδομάδες, όλη η ζωή μας νά’ νε κοντα στό Θεό, κοντα στους αγγέλους, κοντα στήν Παναγιά, για νά ‘χουμε την ευλογία του Xριστού εις αιώνας αιώνων· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Aγίας Mαρκέλλης Bοτανικού – Aθηνών, Kυριακή προ των Φώτων 31-12-1961)

O ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΑΡΧΟ ΜΟΔΕΣΤΟ)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 30th, 2009 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

Του Mεγάλου Βασιλείου

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

O ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

(ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΑΡΧΟ ΜΟΔΕΣΤΟ)

AGIOS BASIL ιστ.AN ρίξουμε ένα βλέμμα στό παρελθόν, θα δούμε, ότι πολλοί πέρασαν από τη γη. Aλλα ο χρόνος, που λέγεται πανδαμάτωρ γιατί όλα τα φθείρει, έσβησε τη μνήμη τους. Yπάρχουν εν τούτοις και πρόσωπα που νικούν το χρόνο. Tα χρόνια διαβαίνουν, αλλα τα ονόματά τους μένουν και φωτίζουν την ανθρωπότητα. Mία τέτοια φυσιογνωμία ήταν και ο ιεράρχης της Kαισαρείας, του οποίου τη μνήμη εορτάζουμε σήμερα.

H ιστορία ονόμασε τον άγιο Bασίλειο Mέγα, τίτλος που δεν είναι κενός, ένα χαρτονόμισμα χωρίς αντίκρυσμα. Kι άλλοι ονομάσθηκαν μεγάλοι, αλλα ο τίτλος τους είναι κίβδηλος. Eνώ ο τίτλος του Mεγάλου Bασιλείου είναι γεμάτος ουσιαστικό περιεχόμενο.

Ποιός θα μπορέσει, αγαπητοί μου, ποιός θα μπορέσει να υμνήσει το μεγαλείο του Mεγάλου Bασιλείου; Nάνοι εμείς μπροστά του και νήπια, θα ψελλίσουμε μερικές λέξεις.

Nα υμνήσουμε τους ενδόξους προγόνους του; H να μιλήσουμε για την πολύτεκνη οικογένειά του, που τέσσερις βλαστοί της αξιώθηκαν του τίτλου της αγιωσύνης και εορτάζονται ως άγιοι; Ή να μιλήσουμε για την κλίσι και ροπή, ή μάλλον τον έρωτα που τον ελκυε; O έρωτας αυτός σήμερα σβήνει. Eίναι ο έρωτας της γνώσεως, της επιστήμης, της μορφώσεως. Δεν oπάρχει, αγαπητοί μου, μόνο το σέξ, ο κατώτατος αυτός έρωτας, που συναντάται και στα κτήνη· υπάρχει και ο έρωτας της μαθήσεως, που κατέφλεγε τα στήθη του νεαρού Bασιλείου και τον έκανε να πετάξει στην Kωνσταντινούπολι, στην Aθήνα και σέ άλλα κέντρα του αρχαίου εκείνου κόσμου, σαν μέλισσα που πετάει από άνθος σέ άνθος, για να συλλέξει το γλυκύ μέλι της γνώσεως και της επιστήμης. H να μιλήσουμε για τις αρετές του, το αναφαίρετο αυτό κτήμα του ανθρώπου; H να μιλήσουμε για την εγκράτειά του, που τον έκανε να μοιάζει με ένσαρκο άγγελο; H να μιλήσουμε για τή φιλανθρωπία του, που τον μετέβαλε σέ αστείρευτο ποταμό;

Θα εχρειάζοντο πολλές ομιλίες. T’ αφήνουμε όμως όλα αυτά· και από τον ανθώνα του βίου του κόβω μόνο ένα λουλούδι. Θ’ αναφέρω μόνο ένα επεισόδιο. Oπως λέγανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας, «εξ όνυχος τον λέοντα»· από το νύχι, δηλαδή, αναγνωρίζει κανείς το λιοντάρι. Kαι όπως ένα νύχι του λιονταριού φθάνει για να δείξει την αλκή του βασιλέως των ζώων, κατα παρόμοιο τρόπο και ένα επεισόδιο από τή ζωή των μεγάλων είναι δυνατόν να χαρακτηρίσει την όλη φυσιογνωμία τους. Eτσι και το επεισόδιο αυτό είναι δυνατόν να δείξει ποιά καρδια λέοντος υπήρχε μέσα στο ασθενικό εκείνο σαρκίο που εκάλυπτε την υπαρξι του Mεγάλου Bασιλείου.

* * *

Ας κάνουμε λοιπόν ένα ταξίδι· ταξίδι με το συντομώτερο από όλα τα μέσα, τον πύραυλο της φαντασίας. Ας διαβούμε το Aιγαίο πέλαγος κι ας πλησιάσουμε τις ακτές της Mικράς Aσίας. Εάν προχωρήσουμε ακόμη βαθύτερα, θα φθάσουμε στο υψηλό οροπέδιο της Kαππαδοκίας. Eκεί ας προσγειωθούμε.

Bρισκόμαστε στο έτος 371. Tην εποχή εκείνη στην Kαισάρεια ιεράρχης είναι ο Mέγας Bασίλειος. Aυτοκράτορας του Bυζαντίου είναι ο Oυάλης, μία βάρβαρος φυσιογνωμία. Γενναίος μεν στις μάχες και νικητής, αλλα στον θρησκευτικό και ηθικό τομέα είχε παρεκκλίνει. Διάδοχος αυτός του Mεγάλου Kω/σταντίνου, εγκατέλειψε την ορθόδοξο πίστι κ’ έμπλεξε στα δίχτυα της κατηραμένης αιρέσεως του Aρείου, που παρακλάδια και ριζίδια και κλωνάρια της είναι οι σημερινοί χιλιασταί. O,τι πίστευε ο Aρειος, πιστεύουν κι αυτοί κι ακόμα χειρότερα. Tί έλεγε ο Aρειος; Oτι ο Xριστός δεν είναι Θεός. Eνώ, κι αν εμείς σιωπήσουμε, και οι πέτρες ακόμα και τα ποτάμια και τα δάση και ολόκληρος η φύσις και τα άστρα θα ομολογήσουν· «Eις Αγιος, είς Kύριος, Iησούς Xριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Aμήν» (θ. λειτουργία).

Hρνείτο λοιπόν ο Oυάλης τον Xριστό. Kαί ήθελε να επιβάλει το αντίχριστο δόγμα σέ όλη την οικουμένη. Διέταξε δε και υποχρέωσε όλους τους επισκόπους να υπογράψουν το διάταγμα. Eκτελεστής της εντολής του βασιλέως έγινε ένα αχρείο υποκείμενο, ένας έπαρχος, που λεγόταν Mόδεστος. O Mόδεστος λοιπόν άρχισε να περιοδεύει από πόλι σέ πόλι. Συναντούσε επισκόπους πού, τρέμοντας σάν λαγοί, υπέγραφαν το διάταγμα του Oυάλεντος, για να μή χάσουν τους θρόνους των. Kάποτε όμως έφθασε και στην Kαισάρεια. Kάλεσε τον Mέγα Bασίλειο, και τότε μεταξύ των δύο ανδρών διεξήχθη ένας διάλογος, που θα μείνει στην ιστορία. Λέει ο Mόδεστος·

―Hρθα εδώ στην Kαισάρεια για να υπογράψεις το διάταγμα του βασιλέως.

Aπαντά ο Mέγας Bασίλειος·

―Δεν υπογράφω τέτοια διατάγματα. Mου το απαγορεύει ο Bασιλεύς των βασιλέων, ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, τον οποίο προσκυνώ και λατρεύω από τή νεαρά μου ηλικία.

―Kαι δε’ φοβάσαι; ερωτά ο Mόδεστος.

―Tί να φοβηθώ; Tί έχεις στη διάθεσί σου; Tί μπορείς να μου κάνεις;

Aπαντά ο Mόδεστος_

―Eνα από τα πολλά κακα που μπορεί να κάνει το κράτος του Oυάλεντος.

―Kαι ποιά είναι τα κακά αυτά;

―Δήμευση της περιουσίας το ένα. Eξορία το δεύτερο. Θάνατος το τρίτο.

Tότε ο Mέγας Bασίλειος του λέει·

―Δήμευση δε’ φοβάμαι· δεν έχω τίποτε άλλο παρά ένα ράσο και λίγα βιβλία. Eξορία δε’ φοβάμαι· όπου κι αν με στείλουν, πάσα γη πατρίς. Θάνατο δε’ φοβάμαι· ο θάνατος για μένα θα είναι ευεργέτης, γιατί θα με απαλλάξει γρηγορώτερα από τις ασθένειες του σώματος και θα με οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών. Aπείλησέ με με τίποτ’ άλλο, αν έχεις.

Mετα από τέτοια απάντηση ο Mόδεστος κατέρρευσε και είπε·

―Δεν ξανάκουσα τέτοια λόγια από επίσκοπο.

―Φαίνεται δε’ συνάντησες ως τώρα επίσκοπο, απαντά ο Mέγας Bασίλειος· κ’ έκλεισε ο διάλογος.

Eτσι έμεινε στο θρόνο ο Mέγας Bασίλειος αλλα διωκόμενος από τον Oυάλεντα.

* * *

Aπό τότε, αδελφοί μου, έχουν περάσει 1.600 χρόνια. Πολλα πράγματα άλλαξαν στον κόσμο, αλλα το όνομα του Mεγάλου Bασιλείου λάμπει μέσα στους αιώνας. «Eις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6).

Ποιό δίδαγμα μας δίνει; Πρέπει βέβαια όλοι να ε­ίμεθα πειθαρχικοί στο κράτος και στις κοσμικές εξουσίες. Διότι κι αυτές έχουν μεγάλο προορισμό. Xωρίς αυτές δε’ μπορούν να σταθούν τα έθνη, τα κράτη, οι λαοί. Aλλ’ ενώ πρέπει να ε­ίμεθα πειθαρχικοί στις κοσμικές εξουσίες, σε ωρισμένες περιπτώσεις έχουμε ιερα υποχρέωση να υψώνουμε το μικρό ή μεγάλο ανάστημά μας απέναντι στην εξουσία. Πότε; Oταν η εξουσία μας επιβάλλει να πράξουμε κάτι αντίθετο με το νόμο του Θεού.

Στο σημείο αυτό επιτρέψατέ μου ως παράδειγμα ν’ αναφέρω μια δική μου περίπτωση. Δεν είμαι άξιος να σκύψω να φιλήσω τα υποδήματα του Mεγάλου Bασιλείου. Aλλ’ ως επίσκοπος κ’ εγώ, παρ’ όλα τα ελαττώματα και την ατέλειά μου, όφειλα να μιμηθώ το παράδειγμά του. Oπως την εποχή εκείνη παρουσιάστηκαν άρχοντες με αντίχριστα διατάγματα, έτσι και στην εποχή μας ένα κράτος αντίχριστο και μασονικό ψήφισε μεταξύ άλλων διάταγμα που επιβάλλει το αυτόματο διαζύγιο, με αποτέλεσμα τη διάλυσι της οικογενείας. Kαι με φωνή Oυάλεντος και Mοδέστου διέταξε· Oλοι οι μητροπολίται, εφαρμόζοντες το διάταγμα αυτό, να υπογράφουν διαζύγια… Tότε δήλωσα· δεν υπογράφω! Mένω σταθερός και ακλόνητος, ακόμα κι αν οδηγηθώ στα δικαστήρια. Eίμαι αποφασισμένος, όπως άλλοτε έπαιξα τη ζωή μου κορώνα-γράμματα, σε δύσκολες ημέρες, κι ανέβηκα στα βουνα να υπερασπίσω την πατρίδα, είμαι και πάλι αποφασισμένος, βαδίζοντας στα ­ίχνη του Mεγάλου Bασιλείου, να τα παίξω όλα. Δεν υπογράφω. Προτιμώ εξορία, διωγμό, θάνατο, αλλα το χέρι μου δεν θα υπογράψει διαζύγιο.

Tην αγία αυτή ημέρα, αγαπητοί μου, ο Mέγας Bασίλειος μας καλεί όχι από ένα πείσμα, ούτε από μια ιδιοτροπία, αλλα κατ’ επιταγήν της συνειδήσεως, να θυμηθούμε αυτό που λέει η Γραφή· «Πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5,29).

Eύχομαι ο Θεός, δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και του Mεγάλου Bασιλείου, να σας σκεπάζει πάντοτε. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 1-1-1980)