Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Πράξ. 16,16-34)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ!
«Ἔβαλον εἰς φυλακήν» (Πράξ. 16, 23)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή. Καὶ Κυριακὴ θὰ πῇ ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο, στὴν ἐκπλήρωσι τῶν καθηκόντων μας πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλ᾿ ἆραγε ἡ Κυριακὴ εἶνε τώρα ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο; Μᾶλλον δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομάζεται Κυριακή. Ἀπὸ τὰ ὅσα συμβαίνουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ μοῦ φαίνεται ὅτι μὲ κάποιο ἄλλο ὄνομα θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομάζεται· ἂς μὲ συγχωρέσετε γι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἀπὸ Κυριακὴ τὴν καταντοῦμε διαβολική· ἀνήκει στὸν διάβολο. Διότι σᾶς ἐρωτῶ· πότε γίνονται οἱ περισσότερες διασκεδάσεις, ξεφαντώματα, ἀτυχήματα, κακά, ἀτιμίες, ἐγκλήματα; τὴν Κυριακὴ δὲν γίνονται; Τὴν ἡμέρα αὐτὴ θά ᾿πρεπε ὅλοι νά ᾿νε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε; Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ μόνο δύο ἐκκλησιάζονται. Οἱ ἄλλοι μπαίνουν στ᾿ αὐτοκίνητα καὶ κάνουν ἐκδρομές, χωρὶς νὰ φροντίζουν τοὐλάχιστον τὸ πρωῒ νὰ ἐκκλησιασθοῦν.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσω τὸν ἔλεγχο. Δὲν ζηλεύουμε αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἐκδρομές. Μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ ποὺ εἴμαστε, νὰ κάνουμε ἐκδρομή, μιὰ πνευματικὴ ἐκδρομὴ νοερῶς. Ἐλᾶτε λοιπόν. Ὁδηγὸς τῆς ἐκδρομῆς εἶνε ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Τὸν προσέξατε;
* * *
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἔγραψε τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο τῶν Πράξεων, μᾶς παίρνει τώρα στὰ φτερά του καὶ μᾶς ὑψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Αἰγαίου, μᾶς μεταφέρει στὴν ἡρωϊκὴ Μακεδονία, περνοῦμε τὸ Στρυμόνα, πέφτουμε σὲ μία πεδιάδα, καὶ ἐκεῖ μεταξὺ Δράμας καὶ Καβάλας μᾶς προσγειώνει σὲ μία πόλι, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες τοῦ τότε κόσμου, στὴν πόλι τῶν Φιλίππων.
Τώρα εἶνε χαλάσματα. Ὅποιοι ἐπισκεφθοῦν τὰ ἐρείπια τῶν Φιλίππων ἔχουν νὰ δοῦν πολλὰ ἐνδιαφέροντα. Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς τουρίστας θαυμάζουν τὸ φρούριο, ποὺ εἶνε στὴν ἀκρόπολι πάνω στὸ λόφο· ἄλλοι τὰ διάφορα μνημεῖα καὶ τὴν ἀγορά· ἄλλοι τὰ ἴχνη τῆς μεγάλης Ἐγνατίας ὁδοῦ, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ ἐπίνειο τῶν Φιλίππων (τὴν Καβάλα) καὶ ἔφθανε μέχρι τὸ Δυρράχιο· ἄλλοι θαυμάζουν τὸ θέατρο ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα. Ἀλλ᾿ ὅσοι εἶνε Χριστιανοὶ καὶ πιστεύουν στὸν Κύριο, ἀφήνουν ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρείπια, ποὺ διαλαλοῦν τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, πηγαίνουν κάπου κάτω ἀπὸ τὸ φρούριο, χαμηλά, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ φυλακὴ τῶν Φιλίππων, κ᾿ ἐκεῖ τὰ μάτια βουρκώνουν, ἡ καρδιὰ χτυπάει καὶ τὰ χείλη ψιθυρίζουν· γονατίζουν καὶ φιλοῦν τὸ ἔδαφος, γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ φυλακὴ κλείστηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ φυλακή! Μὰ τί ἔκανε; Μήπως κανένα ἔγκλημα ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ τιμωρεῖ ὁ νόμος; Διέπραξε τίποτα εἰς βάρος τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς, τῆς περιουσίας τῶν ἄλλων; Ὄχι. Τότε ποιό τὸ ἔγκλημά του; Τὸ ὅτι πίστευε στὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν πίστι αὐτὴ τὴν διεσάλπιζε παντοῦ, τὸ ὅτι ἦταν ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας, ἐναντίον τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀφελῶν ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ ἀστρολόγους. Γι᾿ αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τῆς πόλεως. Τὸν γύμνωσαν, τὸν χτύπησαν ὅπως τὸν Κύριο στὸ πραιτώριο, καὶ ἔτσι ματωμένο μαζὶ μὲ τὸν συνοδό του τὸν Σίλα τοὺς ἔρριξαν στὴ φυλακή.
Ὁ Παῦλος στὴ φυλακή· τί ἀδικία! Καὶ ἐνῷ ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ εἶνε κλεισμένος στὴ φυλακή, κάποιος ἄλλος, ἀρχιλῃστὴς – θηρίο ποὺ κατεσπάραζε ἀνθρώπους, ἦταν ὄχι μόνο ἐλεύθερος ἀλλὰ καὶ πάνω στὸ θρόνο τῆς Ῥώμης. Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ αὐτοκράτωρ Νέρων· ὄντως λῃστής, ἀλλὰ μὲ στέμμα, μὲ κορώνα. Καὶ ὁ μὲν Παῦλος ἐθλίβετο, ὁ δὲ Νέρων στὰ ἀνάκτορα γλεντοκοποῦσε.
Ἐὰν ἤμουν ζωγράφος, θὰ ζωγράφιζα δύο εἰκόνες. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πίσω ἀπ᾿ τὰ κάγκελλα, αἱμόφυρτο καὶ πεινασμένο, χωρὶς περιποίησι γιατροῦ καὶ νοσοκόμου, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ τέρας πάνω στὸ θρόνο μέσα σὲ μαρμάρινο παλάτι ν᾿ ἀστράφτῃ ἀπὸ πολυτέλεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐρωτᾷ· Μὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ προτιμούσατε νὰ εἶστε, μὲ τὸν ἀπόστολο στὸ μπουντρούμι ἢ μὲ τὸ Νέρωνα στὸ παλάτι; Δὲν ξέρω τί θὰ λέγατε σεῖς, ἀλλὰ ὁ Χρυσόστομος λέει· Χίλιες φορὲς στὸ μπουντρούμι μὲ τὸν Παῦλο ἕνεκεν δικαιοσύνης καὶ ἀληθείας, παρὰ μέσ᾿ στὰ παλάτια μὲ τοὺς βασιλεῖς τοῦ αἰῶνος τούτου.
Ἦταν ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν στὰ μπουντρούμια, καὶ ὅμως ἦταν ἔνδοξος. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ ᾿κεῖ κι ἀνέβηκε ψηλὰ κ᾿ ἔπιασε σχέσεις μὲ τοὺς καίσαρας, τότε ἐκκοσμικεύθηκε καὶ ἔχασε πλέον ἀπὸ τὴν αγλη της.
Ὁ Νέρων λοιπὸν ἐλεύθερος, ὁ Παῦλος ἁλυσοδεμένος. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ μείνῃ ἐκεῖ ὁ Παῦλος. Αὐτὸς ὁ ἀετός, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Χρυσόστομος, αὐτὸς ὁ χρυσάετος, δὲν ἦταν γιὰ τὸ κλουβί. Ἔπρεπε ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ κλουβί, νὰ βγῇ, γιὰ νὰ συνεχίσῃ νὰ κηρύττῃ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλ᾿ ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ φυλακή; Ἂν πᾶτε νὰ τὴ δῆτε στοὺς Φιλίππους, εἶνε βαθειὰ μέσ᾿ στὸ χῶμα. Γύρω – γύρω φρουροῦσαν Ῥωμαῖοι στρατιῶτες. Οἱ πόρτες σιδερένιες καὶ ὁ δεσμοφύλαξ ἄγρυπνος. Ἦταν ἀδύνατον νὰ φύγῃ κανεὶς ἀπὸ ᾿κεῖ. Καὶ ὅμως ὁ Παῦλος βγῆκε. Πῶς; Ὅταν εἶνε θέλημα Θεοῦ, ὅλα τὰ ἐμπόδια παραμερίζουν. Πῶς βγῆκε λοιπόν; Μὲ σεισμό! Τὴν δια νύχτα ποὺ τὸν φυλάκισαν, ἐνῷ οἱ Ῥωμαῖοι φρουροῦσαν καὶ ὁ Νέρων διεσκέδαζε καὶ οἱ ἄρχοντες κραιπαλοῦσαν, στὴ φυλακὴ ἔγινε σεισμός. Σείσθηκαν οἱ σιδερένιες πόρτες καὶ ἄνοιξαν, καὶ τὰ δεσμὰ ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν φυλακισμένων. Ὁ δεσμοφύλακας ταράχτηκε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως, ὄχι μόνο τὸν ἔσωσε ἀπὸ αὐτοκτονία, ἀλλὰ καὶ τὸν ὡδήγησε μαζὶ μὲ ὅλο τὸν οἶκο του στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν βγῆκε βέβαια ὁ ἀπόστολος ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὴ νύχτα ἐκείνη, διότι ἔπρεπε νὰ κατηχήσῃ καὶ νὰ βαπτίσῃ τὴν οἰκογένεια τοῦ δεσμοφύλακος. Ἀλλὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα οἱ διοι οἱ στρατηγοὶ ἦρθαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ βγῇ ἀπὸ τὴ φυλακὴ, ἐλεύθερος νὰ πάῃ σὲ ἄλλα μέρη. Read more »