Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ’ Category

ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 20th, 2014 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Kυριακή Tελώνου & Φαρισαίου (B΄ Tιμ. 3,10-15)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ

ΟΙ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ

«Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12)

ΠΑΥΛΟΣ ΑΠ.ΣΗΜΕΡΑ ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο, ὅπως λέει ὁ λαός μας. Τί θὰ πῇ Τριῴδιο; Τριῴδιο εἶνε μία περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ποὺ διαρκεῖ ἑβδομήντα (70) ἡμέρες. Ἀρχίζει σήμερα καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο· τότε ὁ ἱερεὺς ποὺ λειτουργεῖ κρατεῖ ἕνα κάνιστρο, πανέρι, γεμᾶτο ἀπὸ φύλλα δάφνης (σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι αὐτὰ εἶνε σύμβολα νίκης καὶ θριάμβου) καὶ ψάλλει· «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…» (Ψαλμ. 81,8).
Σήμερα εἶνε ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας πρέπει νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο, ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Χωρὶς συναίσθησι καὶ μετάνοια εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε.
Μοιάζει τὸ Τριῴδιο, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ συμβολικά, μὲ τὴν κλίμακα ποὺ εἶδε ὁ Ἰακώβ. Ἦταν μιὰ σκάλα, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔφτανε μέχρι τὸν οὐρανό, καὶ ἄγγελοι ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν. Καὶ τότε ἔμφοβος ὁ Ἰακὼβ εἶπε· «Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ», δὲν εἶνε ἄλλο αὐτὸ παρὰ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, «καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Ἑβδομήντα μέρες, ἑβδομήντα σκαλοπάτια ν᾿ ἀνεβοῦμε· καὶ ἂς μᾶς κρατήσῃ ὁ Θεὸς σὲ ἀγάπη, ταπείνωσι καὶ μετάνοια.
Ἀκούσατε σήμερα καὶ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἀπόστολο. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ προσέξετε ἕνα λόγο, μιὰ προφητεία, τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ποῦ βρισκόταν ὅταν τὰ ἔγραφε αὐτά; Read more »

Η ΠΙΣΤΙ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 13th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυρ. πρὸ Χρ. Γεννήσεως (Ἑβρ. 11,9-10,32-40)
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

Η ΠΙΣΤΙ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

«Πίστει παρῴκησεν Ἀβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» (Ἑβρ. 11,9)

Φιλοξ. ΑβρααμἩ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «οἱ τὰ πάντα κα­λῶς διαταξάμενοι» ὥρισαν, ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα νὰ εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς με­γάλης ἑορτῆς. Καὶ τὰ δύο ἀναγνώσμα­­­­τα περιέχουν πολλὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα (πατρι­αρχῶν, προφητῶν, κριτῶν, βασιλέων, στρατη­γῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Ἀποτελοῦν μία ἁ­λυ­σίδα μὲ πρῶτο κρίκο τὸν Ἀδὰμ καὶ τελευταῖο τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μία ἱστο­ρία χιλιετιῶν. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διά­στημα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ λαχταροῦ­σαν πότε θὰ γεννηθῇ ὁ Σωτήρας.
Κάθε ὄνομα ποὺ ἀκούσαμε ἔχει μία ἱστορία. Θὰ χρειαζόταν ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ ἐξιστορή­σουμε τὴν ἱστορία ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων. «Ἐ­πιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον» (Ἑβρ. 11,32) τὰ ἡ­ρωικὰ κατορθώματα τῶν ἐνδόξων αὐτῶν μορ­φῶν τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Γι᾽ αὐτὸ θὰ πάρου­­με ἕνα μόνο ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ.

* * *

Ἀβραάμ! ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ἀστέρι πρώτου μεγέθους. Κύριο γνώρισμα τῆς μεγά­λης αὐτῆς φυσιογνωμίας τῆς παλαιᾶς διαθήκης εἶνε ἡ πίστι, ἡ πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Πίστευε ὁ Ἀβραάμ. Κ᾽ ἐμεῖς πιστεύου­με, θὰ πῆτε. Ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ πίστι ἀπὸ πίστι διαφέρει. Ἄλλο πίστι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλο πίστι δική μας· διαφέρει ὅσο ἕνας νεκρὸς ἀπὸ ἕνα ζων­τανό. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν νεκρή· ἦ­ταν πίστι ζωντανή, θερμουργός, ἐνεργής. «Πι­στεύεις;» – δὲν ἐρωτῶ ἐγώ, ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος Ἰ­άκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Ἐὰν πιστεύῃς, τὴν πί­στι σου δὲν θὰ τὴ δείξῃς οὔτε μὲ τοὺς πολλοὺς σταυροὺς οὔτε μὲ τὰ πολλὰ κεριὰ οὔτε μὲ τὰ λόγια ποὺ λὲς ἢ τὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ διαβάζεις. Καλὰ καὶ ἅγια αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἀρ­κοῦν. Πιστεύεις; «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου (Ἰακ. 2,18), ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅλα τὴ σφραγῖδα τῆς ἀρετῆς, τῆς τελειότητος, τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος. Ἔτσι ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ τὴν πί­στι του, «ἐκ τῶν ἔργων» του. Ἂς θεωρήσου­με, ἀγαπητοί μου, τὸν Ἀβραὰμ σὰν ἕνα λαμ­πρὸ ἀ­στέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἂς δοῦμε μερικὲς ἀκτῖνες του.
⃝ Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀπὸ τὴν τελεία ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ἔζησε δύο χιλιάδες χρόνια προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Μεσοποταμία. Μεγάλωσε σὲ περιβάλλον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰδωλολατρι­κό· ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τ᾽ ἀδέρφια, οἱ συγγε­­νεῖς του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Καὶ μιὰ μέρα ἄκουσε φωνὴ μεγά­λη ποὺ τοῦ ἔλεγε· Ἀβραάμ, «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου…», νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθη­κες, «καὶ δεῦρο εἰς γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω», ἔλα ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ πῶ (Γέν. 12,1). Τὸν διέταζε ὁ Θεὸς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ πάτριο ἔδαφος καὶ τὸ περιβάλλον του, καὶ νὰ πάῃ σὲ μιὰ χώρα μακρινὴ ποὺ ἀπεῖχε πεντακόσα καὶ πλέον χιλιόμετρα. Διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἦταν εὔκο­λη; Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε δίπλα μας τὴν ἐκ­κλησιά, δὲν ἀπέχει παρὰ λίγα βήματα, καὶ ὅ­μως οἱ πολλοὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ διανύσουν τὸ μικρὸ αὐτὸ διάστημα· ὁ Ἀβραὰμ διήνυσε τὴν ἐ­ποχὴ ἐκείνη πεντακόσα χιλιόμετρα, γιατὶ πίστευε στὸ Θεό. Ἦταν εὔκολο αὐτό; Εἶνε εὔκο­λο ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, τὰ ἤ­θη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου του; Ὁ Ἀβραὰμ ὅ­μως ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκατέλειψε. Ὑπήκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὑπακούουμε ἔτσι στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου;…
⃝ Ἡ πίστις τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξε στὸ Θεό. Ἦταν Read more »

TO KAYXHMA TΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Σεπ 1st, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ πρὸς τῆς Ὑψώσεως (Γαλ. 6,11-18)

TO KAYXHMA TΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14)

p. Augoystinos Ag. Nik. ist.Γιὰ τί καυχᾶται; Γιὰ διάφορα πράγματα. Οἱ περισσότεροι καυχῶνται γιὰ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη τους, γιὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ οἰκόπεδά τους, γιὰ τὰ αὐτοκίνητα καὶ τὰ καράβια τους, γιὰ τὶς μετοχὲς καὶ τὶς λίρες τους, γιὰ ὅλα ἐν γένει τὰ ὑλικὰ πράγματα. Ἄλλος καυχᾶται γιὰ τὰ μπράτσα, γιὰ τὴ δύναμί του, γιὰ τὴ ῥωμαλεότητά του, γιὰ τὴν ὑγεία του. Ὁ ἄλλος καυχᾶται γιὰ τὴν ὀμορφάδα του, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν ἐξυπνάδα του. Ὁ ἄλλος καυχᾶται γιὰ τὴν τέχνη ἢ γιὰ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ σοφία του. Ὁ καθένας καυχᾶται γιὰ κάτι. Οἱ ἄνθρωποι καυχῶνται ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς δικούς των. Ὁ ἕνας γιὰ τὴ γυναῖκα του, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του ἢ τὰ κορίτσια του, ὁ ἄλλος γιὰ τοὺς προγόνους του ὅτι κατάγεται τάχατες ἀπὸ ψηλὸ τζάκι. Ὁ ἄλλος γιὰ τὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του, ὅτι εἶνε πρωτευουσιάνος. Ἄλλος καυχᾶται  γιὰ τὴν πατρίδα του· καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ εἶνε ἀπὸ μεγάλα κράτη, ἔχουν μεγαλύτερη ὑπερηφάνεια. Καυχῶνται γιὰ τὸ στρατὸ καὶ τὸ στόλο τους, γιὰ τοὺς πυραύλους καὶ τοὺς ἀστροναῦτες τους…

Ἀλλ᾿ ἀξίζει νὰ καυχᾶται κανεὶς γιὰ ὅλ᾿ αὐτά;

Σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ἀπαντᾷ· Μὴ καυχάσθω ἄνθρωπος· νὰ μὴ καυχᾶται ὁ ἄνθρωπος (βλ. Γαλ. 6,14). Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, διὰ  τῆς προφήτιδος Ἄννης, μᾶς παραγγέλλει· «Μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ» (Α΄ Βασ. 2,10).

Γιατί ὅμως νὰ μὴ καυχῶνται; Ἂς πάρουμε τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά.

Ἐσεῖς ποὺ καυχᾶσθε γιατὶ ἔχετε πλούτη, γιά ἰδέστε τί λέει ἡ ἱστορία ἀλλὰ καὶ σύγχρονα παραδείγματα. Βλέπεις τὸν πλούσιο καὶ ξαφνικὰ πτωχεύει· καὶ γίνεται τόσο φτωχός, ποὺ δὲν ἔχει νὰ φάῃ καὶ ζητιανεύει γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Τὰ είδαμε αὐτὰ στὴν ἐποχή μας. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,10). Ποῦ εἶνε λοιπὸν τὰ πλούτη; Τί καυχᾶσθε, πλούσιοι; Ξέρετε, ἂν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σας θὰ ἔχετε τὰ πλούτη σας;

Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι, ποὺ καυχᾶσθε γιὰ τὴ δύναμι καὶ τὴν ὑγεία σας, νὰ λέτε «Δόξα σοι, ὁ Θεός» καὶ νὰ μὴ καυχᾶσθε. Πηγαίνετε στὰ νοσοκομεῖα καὶ στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων νὰ δῆτε· ἄντρες ποὺ πιάνανε τὴν πέτρα καὶ τὴ στίβανε, τώρα τοὺς βλέπεις ἐπάνω στὸ κρεβάτι καὶ δὲ᾿ μποροῦν οὔτε τὸ κουτάλι νὰ πιάσουν καὶ τοὺς ταΐζει  ἄλλος. Ποῦ εἶνε ἡ ὑγεία; Τί καυχᾶσαι, ἄνθρωπε; Σήμερα εἶσαι ὑγιής, ἀλλὰ αὔριο θὰ εἶσαι;

Κ᾿ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι, ποὺ καυχᾶσθε γιὰ τὴν ὀμορφάδα σας· οἱ γυναῖκες, ποὺ μέρα – νύχτα εἶστε στὸν καθρέφτη καὶ ξοδεύετε τόσα γιὰ νὰ φτειάξετε τὸ πρόσωπό σας· δὲν κάνετε ἕνα περίπατο στὰ νεκροταφεῖα, νὰ δῆτε μέσα στοὺς τάφους τὰ κόκκαλα καὶ νὰ μοῦ πῆτε ποιά εἶνε ἡ ὄμορφη καὶ ποιά ἡ ἄσχημη; Ποῦ εἶνε τὰ κάλλη; Ποῦ εἶνε αὐτὰ τὰ εδωλα; Τί καυχᾶσαι λοιπὸν γιὰ τὴν ὀμορφάδα;

―Μὰ ἐγώ, θὰ πῇς, δὲν καυχῶμαι γι᾿ αὐτά. Ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὴν ἐξυπνάδα, γιὰ τὰ γράμματά μου… Τί εἶνε ὅμως ἡ εὐφυΐα; Ὑπάρχουν περιπτώσεις, ποὺ τὸ μυαλὸ καὶ τοῦ πιὸ εὐφυοῦς ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ θολώσῃ. Ἔχω παράδειγμα ἕναν καθηγητὴ πανεπιστημίου, ποὺ ἔλυνε καὶ τὸ πιὸ δύσκολο πρόβλημα στὸ ἅψε – σβῆσε, καὶ μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ γραφεῖο του, ἔπεσε μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέφαλο καὶ τὸ μυαλό του θόλωσε. Ἔπαθε ἡμιπληγία καὶ τώρα τραυλίζει. Ποῦ εἶνε ἡ εὐφυΐα, ποῦ εἶνε ἡ ἱκανότης του; Μιὰ σταγόνα αἷμα θολώνει τὸ ἀνθρώπινο μυαλό.

Κ᾿ ἐσεῖς ποὺ καυχᾶσθε ὅτι ἀνήκετε σὲ μεγάλο καὶ δυνατὸ κράτος, γιά ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ δῆτε. Κράτη μεγάλα, ποὺ σκιάζανε τὸν ἥλιο μὲ τὰ ὅπλα καὶ τὰ βέλη τους καὶ τοὺς ἔτρεμε ὁ κόσμος, σὲ μιὰ στιγμή, σὲ μιὰ ὥρα, χάθηκαν ἀπὸ ἕνα σεισμό. Ποῦ εἶνε ἡ Βαβυλώνα, ποὺ ἤτανε σὰν τὴ Νέα Ὑόρκη; Τώρα ἀρχαιολόγοι σκάβουνε νὰ βροῦν τὰ ἐρείπιά της. Λοιπόν, μὴ καυχᾶσαι γιὰ τίποτε ἀπ᾿ αὐτά.

* * *

―Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτα στὸν κόσμο, ποὺ ἀξίζει γι᾿ αὐτὸ νὰ καυχᾶται ὁ ἄνθρωπος;

Ὄχι, ἀδέρφια μου. Γιὰ ὅσους πιστεύουμε, ὑπάρχει κάτι. Ποιό εἶνε αὐτό; Πέσετε νὰ τὸ προσκυνήσετε ἕως κάτω στὴ γῆ. Εἶνε ὁ τίμιος σταυρός! Αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα σήμερα· Ἂς καυχῶνται ἄλλοι γιὰ ἄλλα πράγματα, ἐγὼ καυχῶμαι μόνο γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ· «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6,14).

―Γιατί ὅμως, ρωτᾷς, γιατί πρέπει νὰ καυχῶμαι μόνο γιὰ τὸ σταυρό; Τί εἶνε ὁ σταυρός; Read more »

«Συ ουν, τεκνον μου, ενδυναμου εν τη χαριτι τη εν Χριστω Ιησου»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούλ 10th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ

«Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1)

+Απ. Παυλος Ενδυσασθ. πανοπλ.Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, τί σημαίνει τὸ ῥητὸ αὐτό; Περιέχει πολλὰ νοήματα.
Μιλήσαμε ἄλλοτε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τὴ Νικομήδεια, γιὰ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, γιὰ τὰ θαύματα, τὰ μαρτύρια καὶ τὸ τέλος του. Ἂς μιλήσουμε τώρα ἐπάνω στὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καὶ εἰδι­­κὰ στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ εἶ­νε παρμένο ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητή του Τιμόθεο ἐπίσκοπο Ἐφέσου.

* * *

Ποῦ βρισκόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔγραφε αὐτά; Ἦταν μέσ᾽ στὴ φυλακή. Ἀκούσα­τε τί λέει στὸ τέλος τῆς περικοπῆς· «Κακο­πα­θῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος» (Β΄ Τιμ. 2,9). Ἦ­ταν κακοῦρ­γος; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τότε ἐθεωρεῖτο ἔγκλη­μα τὸ ὅτι πίστευε στὸ Χριστό· γι᾽ αὐτὸ φυ­λακί­στηκε. Ἐ­κεῖ μέσ᾿ στὶς φυλακὲς περίμενε ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἀπόσπα­σμα γιὰ νὰ ἐκτελεσθῇ – ποιός; ὁ κορυφαῖος τῶν ἀ­­ποστό­λων! Κι ὅμως αὐτὸς εἶνε γεμᾶτος χαρά. Καὶ παίρνει τὴν πέννα καὶ γράφει αὐ­τὴ τὴν τελευταία του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀγαπητό του μα­θητή. Ὁ Τιμόθεος ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἔφεσο. Σ᾽ αὐ­τὸν λοιπὸν γράφει. Καὶ τί τοῦ λέει;
Ἐσύ, παιδί μου, πρόσεξε μὴν ἀπογοητευ­θῇς ἀπ᾽ τὸ ὅτι βρίσκομαι σὲ δεινὴ θέσι, ἀπὸ τὴν περιπέτειά μου καὶ τὸ τέλος μου. Μὴ σὲ πτοήσουν αὐτά. Μεῖνε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος. Πάρε δύναμι ἀπ᾽ τὸ Χριστό, μεῖνε μέχρι τέλους πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸν Κύριό μας.
Ἦταν ἀνάγκη νὰ λεχθοῦν αὐ­τά. Διότι ἡ Ἐκ­κλησία βρισκόταν τότε σὲ δύσκολη κατάστασι. Στὴ Ῥώμη αὐτοκράτορας ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀ­γριώτερα θηρία, ἕνα ἐστεμμένο τέρας, ὁ Νέ­ρων. Αὐτὸς μισοῦσε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ δημιούργησε μιὰ σκηνοθεσία· ἔβαλε φωτιὰ στὴ Ῥώμη, καὶ μετὰ εἶπε, ὅτι αἴτιοι τοῦ ἐμπρησμοῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί· ἔτσι ἄρχισε ὁ διωγμός.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνελήφθησαν καὶ ῥίχτηκαν στὶς φυλακὲς ἦ­ταν οἱ δύο ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Πέτρος. Καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτοὺς πλῆ­θος ἄλλοι Χριστιανοί, ποὺ τὸ τέ­λος τους ἦταν μαρτυρικό. Τοὺς γύμνωναν, τοὺς ἄλειφαν μὲ πίσσα, καὶ κατόπιν τὰ πισσωμένα κορμιὰ ἀν­δρῶν καὶ γυναικῶν –ὅποιος τ᾽ ἀκούει φρίττει– τὰ κρε­μοῦσαν τὴ νύχτα σὲ ψηλὰ δοκάρια, τοὺς ἔ­βαζαν φω­τιά, καὶ τ᾽ ἄφηναν νὰ καίγωνται σὰ λαμπάδες, γιὰ νὰ φωτίζουν! Μαρτύρησαν ἔτσι χιλιάδες.
Μὴ νομίσετε ὅμως ὅτι ὅλοι ἔγιναν μάρτυρες. Δὲν εἶνε εὔκολο. Ἀπ᾽ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἂν γίνῃ διωγμός, ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἐὰν δέκα μείνουν πιστοί. Δὲν ξέρω ποιοί θά ᾽νε αὐ­τοί· κλη­ρικός, λαϊκός, βοσκός, ἐργάτης;… δὲν ξέρω. Τώρα εὐχάριστα ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, εὐχαριστού­μεθα ἀπὸ τὰ τροπάρια καὶ τὴ μουσική. Ἀλλὰ ἄλλο εἶνε τοῦτο, κι ἄλλο εἶνε ἐκεῖνο… Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μαρτύρησαν, πολλοὶ δείλιασαν καὶ λιποτάκτησαν. Γνωρίζουμε ἀκό­μα, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε πολλοὺς συν­εργάτες ἀλλὰ στὸ τέλος τὸν ἄφησαν καὶ ἔ­φτα­σε νὰ γράφῃ· «Πάντες με ἐγκατέλιπον» (ἔ.ἀ. 4,16).
Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἐνθαρρύνει τὸν ἀ­πό­στολο Τιμόθεο. Ὅπως ὁ γενναῖος ἀξιωματικὸς σὲ κρίσι­μο σημεῖο τῆς μάχης ἐνθαρρύνει τοὺς μαχητάς του, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, στρατη­γὸς τῆς στρατι­ᾶς τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος, ἐνθαρρύνει τὸν στρατιώτη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ λέει· «Σὺ, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,1), πάρε δύναμι γιὰ νὰ συνεχίσῃς τὸν ἀγῶνα σου.

* * *

Τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ λόγια, ἀγαπητοί μου, ποὺ βγῆκαν σὲ καιρὸ διωγμοῦ μέσα ἀπ᾽ τὸ κα­μίνι μιᾶς καρδιᾶς ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, δι­αβαίνουν τοὺς αἰθέρες καὶ τοὺς αἰῶ­νες καὶ φτάνουν ὣς ἐμᾶς. Ἰσχύουν ἐξατομικευμένα γιὰ τὸν καθένα μας. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Σὺ οὖν, τέκνον μου (πιστὸ παιδὶ τῆς Ὀρθοδοξίας), ἐν­δυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Διότι κ᾽ ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ σκληρὴ ἐποχή. Οἱ παλαιότεροι εἴδαμε στὶς ἡμέρες μας νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νέοι Νέρωνες· τρεῖς, τέσσε­ρις, πέντε ἢ περισσότεροι ἀπαίσιοι Νέρωνες. Ἠπιώτερες ἢ χειρότερες «ἐκδόσεις» τοῦ Νέρωνος, βασάνισαν τὸν κόσμο – νὰ μὴν ἀ­ναφέρουμε τὰ ὀνόματά τους. Ὑπῆρξαν δικτάτορες, ἄλλοι μὲ κόκκινα καὶ ἄλ­λοι μὲ μαῦ­ρα χρώματα. Ἀλλὰ εἴτε μὲ μαῦρα εἴτε μὲ κόκκινα χρώματα, ὑπῆρξαν ἀ­παί­σιοι. Κατήργησαν τὴν ἐλευθερία τῶν λαῶν, ὡδήγησαν στὴ σφαγή, ἔκλεισαν κόσμο στὰ στρατόπεδα, ἔκαψαν μέσα σὲ κλιβάνους ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, μίαναν τὴ γῆ μὲ τὰ αἵματα αὐτοὶ οἱ νεώτεροι Κάϊν. Θὰ περάσουν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ λησμονηθοῦν τὰ φοβερὰ ἐγκλήματά τους. Αὐ­τοὶ στάθηκαν φοβερώτεροι ἀπὸ τὸ Νέρωνα κατὰ τοῦτο· ἐκεῖνος, μολονότι ἔλεγε ὅτι ἤθελε νὰ ἔχῃ ἡ ἀνθρωπότης ἕνα κεφάλι ὥστε μὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσῃ, δὲν εἶχε ὅ­μως στὴ διάθεσί του τὰ φοβερὰ ὅπλα ποὺ δι­έθεταν αὐτοί.
Σήμερα διέφυγε ἆραγε ἡ ἀνθρωπότης τὸν κίνδυνο νὰ ἐπανεμφανισθοῦν Νέρωνες; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Τὸ κακὸ —ἂς φιλοσοφοῦν οἱ δι­ανοούμενοι, ἂς λένε οἱ κοινωνιολόγοι, ἂς φλυ­αροῦν οἱ ῥήτορες— τὸ κακὸ ἔχει ῥίζες πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Εἶνε σὰν τὴ Λερναία Ὕδρα, ποὺ ὅσα κεφάλια κι ἂν κόβονταν, φύτρωναν νέα, ἕως ὅτου ὁ Ἰόλαος καυτηρίασε τὶς ῥίζες τους. Βλέπω, βάσει τῶν ἱ­ερῶν κειμένων, ὅτι νέοι Νέρωνες ἐκκολάπτον­ται πάλι εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁποιο­δήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν. Ἔρχονται ἡ­μέρες σκληρές, ἀπαίσιες, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, ποὺ λέει ὅτι «ἐ­ρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία» (Σ. Σολ. 5,23). Σὲ τέτοιες μέρες ζοῦμε. Πολλοὶ θ᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἡ αἵρε­σις τῶν χιλιαστῶν ἀγρεύει θύματα μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἐγὼ κλαίω καὶ θρηνῶ. Ποιά μάνα τοὺς γέννησε; ποιός πατέρας τοὺς ἀνέθρεψε; ποιός παπᾶς τοὺς κατήχησε; ποιός δάσκαλος τοὺς δίδαξε; ποιά κοινωνία τοὺς διαμόρφωσε; Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώ­νουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι καὶ στὴν κοπριὰ τῆς ἀθλίας μας κοινωνικῆς καταστάσεως φύτρωσαν ἄλλοι μὲν χιλιασταί, ἄλλοι μασόνοι, ἄλλοι ροταριανοί, ἄλλοι ἄθεοι, ἄλλοι ὑλισταί, ἄλλοι…, καὶ τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ λιγοστεύει συνεχῶς. Θὰ μείνουμε πολὺ λίγοι.
Ἀλλ᾽ ὅσο λίγοι κι ἂν μείνουμε –ὅπως ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείφθηκε ἀπ᾽ ὅλους τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε μόνος στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης, ὅπως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἐγκαταλείφθηκαν–, κάποιοι πάν­τως θὰ μείνουν, θὰ ὑπάρχῃ τὸ «λεῖμμα» (῾Ρωμ. 11,5). Ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελίου δὲν θ᾽ ἀφανισθῇ, δὲν θὰ λείψουν στρατιῶτες ἀπὸ τὴν ἔνδοξη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἄνδρες σώφρονες, γυναῖκες τίμιες, νέοι ἁγνοί, κορίτσια παρθένα, παιδιὰ ἀθῷα, ποὺ θὰ γονα­τίζουν ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα. Δὲν θὰ ἐκλεί­ψῃ ἡ Ἐκκλησία· «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Θὰ λιγοστέψουν οἱ Χριστιανοί, θὰ σβήσουν τὰ ψευδῆ φῶτα, ἀλλὰ τὸ ἀνέσπερο Φῶς θὰ μείνῃ, θὰ ὑπάρχῃ πάντοτε.
Ὅσο προχωροῦν οἱ αἰῶνες, θὰ εἶνε σκοτεινότεροι καὶ ἀπαισιώτεροι. Θ᾽ ἀνοίξουν οἱ πύλες τῆς κολάσεως καὶ θὰ βγοῦν τὰ στρατεύματα τὰ ᾅδου καὶ νέοι Νέρωνες, ποὺ θὰ κρατοῦν ἀντὶ γιὰ μαχαίρια τὴν πυρηνικὴ ἐ­νέργεια, γιὰ νὰ θερίσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἡ γῆ νὰ ἐρημωθῇ. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς ἀ­θεΐας καὶ ἀπιστίας, «ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί»! (θ. Λειτ.). Ὅσοι μείνουν πιστοί, θὰ εἶνε μακάριοι, εὐτυχεῖς. «Εὐτυχεῖς ὅσοι φυλάγουν Θερμοπύλες», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὅσοι μείνουν ἀτρόμητοι, ψυχωμένοι, πειθαρχικοί, ἐν­θουσιασμένοι, ἀποφασισμένοι γιὰ θυσία. Θερ­μοπύλες εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Νὰ τὴ φυλάξουμε ὅποια θυσία καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ!
Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί. Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα τῆς κολάσεως καὶ βγῆκαν τὰ θηρία ὅλα· τὸ λιοντάρι, ἡ τίγρις, ἡ ἀρκούδα. Πάλεψαν, φαγώθηκαν μεταξύ τους. Ποιός νίκησε; Οὔτε τὸ λιοντάρι, οὔτε ἡ τίγρις, οὔτε ἡ ἀρκούδα (ὅλα αὐτὰ εἶνε σύμβολα ἐ­θνῶν). Ποιός νίκησε; Τὸ ἀρνίον! (Ἀπ. 5,6· 12,11· 17,14).
«Ἀρνίον ἐσφαγμένον», σύμβολο ἀγάπης καὶ θυσίας, Ἀρνίον μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πίστις μας ἀ­κράδαντη εἶνε· ὅσες φάσεις κι ἂν περάσῃ ὁ ἀ­γώνας, ὅσες μάχες κι ἂν γίνουν, ὅσους λιπο­τάκτες καὶ νεκροὺς κι ἂν ἔχουμε, στὸ τέλος στὴν κορυφὴ τῆς ἀνθρωπότητος θὰ κυματίσῃ μία καὶ μόνο σημαία, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ ἔνδοξη σημαία τοῦ σταυροῦ. Καὶ οἱ ἄ­πιστοι ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι θὰ γονατίσουν· καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ θάλασσες, δύσις καὶ ἀνατολή, βορρᾶς καὶ νότος, θὰ ὑ­μνοῦν καὶ θὰ δοξάζουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Oμιλία του Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Aυγουστίνου Kαντιώτου εις τον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 27-7-1975 πρωί)

ΤA MEΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 18th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1-11)

ΤA MEΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11)

ΚYRIOS ΙHSOS ΧRISTOSΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὰ γενέθλιά της. Σὰν σήμερα παρουσιάστηκε στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χρυσᾶ νομίσματα ποὺ σκορπάει σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξαργυρώσω ἕνα. Εἶνε ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ ἀποστόλου. Τὸν ἀκούσατε;
Στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μαζευτῆ χιλιάδες Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν Πεντηκοστή τους. Ἦταν ἀπὸ κάθε μέρος· ἄλλοι ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ καὶ τὴν Ἀρμενία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Καύκασο καὶ τὰ μέρη τῆς Περσίας, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Καππαδοκία, ἄλλοι ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἰωνία, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴν Παμφυλία, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Αγυπτο, τὴ Λιβύη καὶ τὴν Κυρήνη, ἄλλοι ἀπὸ τὴ Ῥώμη, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Καθένας μιλοῦσε τὴ δική του γλῶσσα. Μόλις ὅμως ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, κι ὅλο τὸ πλῆθος ἄκουγαν ἔκπληκτοι, καθένας στὴ γλῶσσα του, τὴ διδαχή τους, μὲ τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς γλῶσσες; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ πολὺ – πολὺ νὰ μάθῃ ἕξι – ἑπτὰ γλῶσσες. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως μιλοῦν ὅλες τὶς γλῶσσες. Καὶ τὸ σπουδαῖο ποιό εἶνε· ὅτι τὶς ἔμαθαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ μόνο αὐτό; Μπορεῖ νὰ μάθῃς γλῶσσες σὰν τὸν παπαγάλο· ἀλλὰ τί λές; ποιό εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν λόγων σου; Ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε σπουδαῖα. Τί ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι; Λαλοῦσαν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» – ἔτσι τελειώνει ὁ ἀπόστολος (Πράξ. 2,11). Ποιά εἶνε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

* * *

Ὅπου νὰ κοιτάξῃς, βλέπεις μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὰ συνηθίσαμε καὶ δὲν τοὺς δίνουμε σημασία. Ἐὰν ἕνας τυφλὸς ἐκ γενετῆς θεραπευθῇ ξαφνικά, θὰ θαμπωθῇ τόσο, ὥστε συνεχῶς θὰ ρωτάῃ σὰν τὸ μικρὸ παιδί· ποιός τά ᾿κανε αὐτά; Ἐμεῖς μάτια ἔχουμε, καὶ μάτια δὲν ἔχουμε. Ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕνα πανόραμα. Ὅλη ἡ φύσις καὶ τὸ σύμπαν, ἰδού τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ διαλέγω τρεῖς – τέσσερις εἰκόνες. Θέ᾿ς νὰ δῇς μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Ξύπνα νωρὶς τὸ πρωῒ νὰ δῇς πῶς βγαίνει ὁ ἥλιος. Τί μεγαλεῖο εἶν᾿ αὐτό! Ἢ περίμενε τὸ βράδυ νὰ βασιλέψῃ· «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,19,24). Μεγαλεῖο ἡ ἀνατολή, μεγαλεῖο ἡ δύσις τοῦ ἡλίου. Ἂν θέ᾿ς ἀκόμα, ἀνέβα σὲ μιὰ ψηλὴ κορφὴ ἢ πέταξε μὲ ἀεροπλάνο, κι ἀπὸ ᾿κεῖ δὲς τὸν κάμπο, τὰ ποτάμια, τὴ θάλασσα μὲ τὰ νησιά· ὅλα εἶνε μεγαλεῖο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν αὐτά; Τότε γίνε ἀστροναύτης καὶ βγὲς στὸ διάστημα, νὰ δῇς τὴ γῆ σὰν μιὰ τεράστια σφαῖρα νὰ στρέφεται μέσα στὸ ἄπειρο. Γεμᾶτο εἶνε τὸ σύμπαν ἀπὸ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι δὲν μίλησαν τότε γι᾿ αὐτά. Οὔτε ἐγὼ σκοπεύω νὰ σᾶς περιγράψω ἐδῶ τὴν ἀνατολὴ ἢ τὸ ἡλιοβασίλεμα κ.τ.λ.. Ὅταν λέει ἐδῶ, ὅτι τὰ πλήθη τοὺς ἄκουγαν νὰ λαλοῦν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», δὲν ἐννοεῖ τὰ φυσικὰ μεγαλεῖα. Ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο. Θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ θὰ τὸ προσέξετε; ἂν δὲν τὸ προσέξετε, πολύ θὰ λυπηθῶ καὶ εἰς μάτην θὰ πάῃ ὁ λόγος μου. Παραπάνω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια καὶ τὶς θάλασσες, ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μεγαλεῖο. Ποιό; Πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε. Μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε μεγαλεῖο· ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ δῇς, πρέπει νὰ πιστεύῃς· ἂν δὲν πιστεύῃς, δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Χρειάζονται μάτια πνευματικά. Τότε, μόλις ἀνοίξῃς τὴν ἁγία Γραφή, θὰ σὲ πάρουν φτερὰ ἀγγέλων καὶ θὰ σὲ ἀνεβάσουν – ποῦ; Ὄχι ἐκεῖ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ ἀστροναῦτες, ἀλλὰ στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2), στὸ θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας, θ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀντηχῇ μέσα στὸ χάος ἡ μεγάλη προσταγή· «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3). Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ αὐτὸς ὁ λόγος. Γι᾿ αὐτὸ ἐμπρὸς στὶς λέξεις αὐτὲς στάθηκαν μὲ προσοχὴ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες.
Σὲ παίρνει κατόπιν ἄλλος ἄγγελος καὶ σ᾿ ἀνεβάζει ψηλά, στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραράτ, καὶ σοῦ δείχνει ἐκεῖ τὸ Νῶε, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔμεινε μόνος, διότι ἡ ἀνθρωπότης ἔγινε σάρκες καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος ὅλος πνίγηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ.
Μετὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος σὲ παίρνει καὶ καὶ σὲ ἀνεβάζει ἐπάνω στὸ ὅρος Σινὰ καὶ βλέπεις τὸ Μωυσῆ νὰ δέχεται τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ οὐδέποτε ὣς τότε εἶχε ἀκούσει ὁ κόσμος. Δέκα δάχτυλα σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δέκα εἶνε οἱ ἐντολές του. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Ὄχι. Καὶ ὅμως πολλοὶ τώρα εἶνε… μὲ κομμένα «δάχτυλα», κόβουν δηλαδὴ τὶς ἐντολές. Ἔ, ἐσὺ ποὺ κόβεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, πόσο μικρὸς καὶ ἀσήμαντος εἶσαι!…
Ἀνοίγεις ἀκόμα τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀκοῦς φωνὲς προφητῶν. Διάβασε τὸν Ἠσαΐα, διάβασε τὸν Ἰερεμία, διάβασε τὸ Δαυΐδ, διάβασε τὸν Ἰωήλ, ποὺ 800 χρόνια π.Χ. προφήτευσε γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ ὅτι θὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν κόσμο (βλ. Ἰωὴλ 3,1). Πήγαινε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι ν᾿ ἀκούσῃς τρία παιδιὰ νὰ ψάλλουν «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (βλ. Δαν. 3,34 κ.ἑ.).
Κι ἅμα κλείσῃς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀνοίξῃς τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐκεῖ ἀντηχεῖ ἐξαίσια ἁρμονία, μπροστὰ στὴν ὁποία οἱ μουσικὲς τῆς γῆς σιγοῦν. Μόλις ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, θ᾿ ἀκούσῃς οὐράνια στρατιὰ ἀγγέλων νὰ ψάλλῃ· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ἐκεῖ ἀκοῦς τὸν διο τὸ Χριστὸ νὰ μιλάῃ. Θέ᾿ς νὰ δῇς θαύματα μεγάλα; ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν σὲ πείθουν αὐτά; εἶσαι ἄπιστος; Τότε διάβασε μιὰ φορά, δυὸ φορές, τρεῖς φορὲς τὰ πάθη τοῦ Κυρίου· κι ὅταν δῇς τὸ Γολγοθᾶ νὰ σείεται ὁλόκληρος, τότε μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο θὰ γονατίσῃς κ᾿ ἐσὺ γιὰ νὰ πῇς «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Καὶ ἂν εἶσαι ἁμαρτωλός, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός, κι ἂν τὰ χέρια σου εἶνε βουτηγμένα στὸ αἷμα, θὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα ἔχει μέσα τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὰ ἦταν «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἄκουγε τὸ πλῆθος.

* * *

Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πάρω μιὰ ζυγαριὰ νὰ ζυγίσω ὅλους, πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ ἔπειτα ἐσᾶς, νὰ δοῦμε πόσων καρατίων Χριστιανοὶ εμεθα. Σᾶς ἐρωτῶ· Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦσαν γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», ἐμᾶς μᾶς ἀκούει κανεὶς νὰ μιλοῦμε γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ»;
Ἦρθε κάποτε στὴν Ἑλλάδα ἕνας ξένος, ποὺ ἤξερε καλὰ τὰ ἑλληνικά. Ἄκουγε, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ κατοικεῖται ἀπὸ ὀρθοδόξους, ἔχει κληρικοὺς καὶ ἱεροκήρυκες, καὶ εἶπε· Ἂς πάω ἐκεῖ, νὰ βρῶ σωστοὺς Χριστιανούς. Στὸν Πειραιᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ περπατοῦσε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ πλοίου μέχρι τὴν ἄλλη. Ἤθελε νὰ μάθῃ τί κουβεντιάζουν οἱ Ἕλληνες (γιατὶ πές μου τί συζητᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι). Τέντωσε τ᾿ αὐτί του στὴ γέφυρα, στὸ κατάστρωμα, δεξιὰ – ἀριστερὰ σὲ ὅλες τὶς θέσεις. Σὲ μιὰ παρέα συζητοῦσαν πολιτικά, σὲ ἄλλη συζητοῦσαν γιὰ οἰκονομικά, κάποιοι νεώτεροι παραπέρα ἦταν ἕτοιμοι νὰ πιαστοῦν γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, κάτι ἄλλοι μιλοῦσαν γιὰ ταινίες καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα. Πιὸ πέρα συναντᾷ καὶ κάτι μεσόκοπους μὲ γκρίζα μαλλιά, ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε – τί; τὸ πῶς θὰ πάρουν διαζύγιο! Τρεῖς μέρες μέσ᾿ στὸ καράβι, μιὰ φορὰ μόνο ἄκουσε τὴ λέξι Θεός· ὄχι ὅμως ὡς δοξολογία, ἀλλὰ ὡς βλαστήμια δυστυχῶς! Ἀπογοητεύθηκε.
Γι᾿ αὐτὸ ἐρωτῶ· ποιός πατέρας καὶ μάνα ἀπὸ σᾶς, ὅταν βρεθῇ στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιά, θὰ τοὺς μιλήσῃ γιὰ τὸ Θεό; Ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου, ἐνώπιον τῶν ἁγίων καὶ τῶν μακαρίων προγόνων μας, σᾶς ἐξορκίζω, ἂν ἔχετε γλῶσσα μιλᾶτε γιὰ τὸ Θεό μας, γιὰ τὸν Κύριό μας, γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Σήμερα οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν μουγγοί, ντρέπονται νὰ μιλήσουν. Καὶ ἡ αἰτία ποιά; Δὲν ἔχουμε Πνεῦμα ἅγιο, εμεθα σάρκες! Ἡ καρδιά μας εἶνε ψυχρά, μιὰ κολώνα πάγου ἔχουμε μέσα μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ λειώσῃ τὸν πάγο, νὰ θερμάνῃ τὴν καρδιά μας, καὶ τὸ στόμα μας, ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξί μας, τὰ πάντα νὰ αἰνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

μιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου σε ιερό ναό των Ἀθηνῶν 13-6-1965)

ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 17th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. 2,1-11)

ΜΕ ΜΙΑ  ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ!

«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,1)

 

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ιστΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, εἶνε μία ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες ἑορτές. Σήμερα ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στοὺς ἀποστόλους.
Ἀπ᾿ ὅλα τὰ νοήματα, ποὺ ἔχει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξουμε τὸ στίχο τοῦ ἀποστόλου, τὸν ὁποῖο καὶ προέταξα στὴν ἀρχή ὡς ῥητό.

* * *

Λέει· «Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,1). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅταν συμπληρωνόταν ἡ ἡμέρα τῆς πεντηκοστῆς, δέκα μέρες μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου καὶ πενήντα μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασί του, τότε ποὺ εἶχαν μαζευτῆ στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ παντοῦ ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, τότε «ἦσαν ἅπαντες (οἱ ἀπόστολοι) ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό». Ἦταν στὸ ἀνώγειο ἐκεῖνο ὅπου ἔγινε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν καὶ εἶπε τὸ «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19).
«Ἦσαν ἅπαντες» συγκεντρωμένοι. Ὄχι ἁπλῶς πάντες, ἀλλὰ «ἅπαντες». Δὲν ἀπουσίαζε οὔτε ἕνας. Ἦταν πρῶτα – πρῶτα οἱ δώδεκα ἀπόστολοι· στὴ θέσι τοῦ Ἰούδα εἶχε ἐκλεγῆ ὁ Ματθίας. Ἦταν ἔπειτα οἱ ἑβδομήκοντα ἀπόστολοι. Ἦταν ἀκόμη ὁ ὅμιλος τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Καὶ κοντὰ στὶς μυροφόρες ἡ παμφαὴς σελήνη, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ εἶνε μόνο μαζεμένοι. Γιατὶ κ᾿ ἐμεῖς μπορεῖ νὰ μαζευτοῦμε. Καὶ τὰ θηρία μαζεύονται. Καὶ οἱ λῃσταὶ μαζεύονται ὅλοι μαζί. Δὲν εἶνε ἁπλῶς τὸ νὰ μαζευτοῦμε. Σημασία ἔχει ἡ ἄλλη λέξι ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε περιττὸ στὰ θεόπνευστα λόγια. Καὶ μία ἀκόμη λέξι, καὶ μία τελεία μέσα στὸ ἱερὸ κείμενο ἔχει τεραστία σημασία. Ὅλη ἡ σημασία τοῦ ἀποστόλου σήμερα ποῦ εὑρίσκεται· ὅτι ὅλοι αὐτοί, ποὺ ἦταν μαζεμένοι, δὲν ἦταν μαζεμένοι γιὰ φαγοπότι, γιὰ διασκέδασι, γιὰ χορό, γιὰ πάρτυ, γιὰ τίποτε ἄλλο, λ.χ. γιὰ ποδοσφαιρικὰ μὰτς κ.λπ.. Ἀλλὰ ἦταν μαζεμένοι «ὁμοθυμαδόν». Τί θὰ πῇ αὐτὸ τὸ «ὁμοθυμαδόν»; Εἶνε μία λέξι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, τῆς γλώσσης ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ λεπτότερα νοήματα. Ἡ λέξι αὐτὴ σχεδὸν εἶνε ἀμετάφραστη. Ὅσο κι ἂν κοπιάσῃς, δὲν θὰ μπορέσῃς νὰ μεταδώσῃς τὸ βαθὺ νόημά της. Τί θὰ πῇ «ὁμοθυμαδόν»; Θὰ πῇ, ὅτι τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ ἦταν μαζεμένοι ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι, ἡ σκέψι τους – ποῦ ἤτανε; Στὶς γυναῖκες, στὰ παιδιά τους; στὴ δουλειά τους, στὸ ψάρεμα; στὶς παλαιές τους ἀναμνήσεις; Ἡ σκέψι τους τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν ὅλη στὸ Χριστό. «Ὁμοθυμαδὸν» θὰ πῇ λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ σκέψι των ἦταν στὸ Χριστό.
Καὶ μόνο ἡ σκέψι; Καὶ ἡ καρδιά τους. Ἅμα ἀγαπᾷς ἕνα πρόσωπο, τὸ βλέπεις τὴν ἡμέρα, τὸ βλέπεις καὶ τὴ νύχτα στὸ ὄνειρό σου. Ἡ καρδιὰ τῶν ἀποστόλων τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν ἕνα φλογερὸ καμίνι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σβήσουν ὅλοι οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι κι ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖνος. Καὶ μέσ᾿ στὸ φλογερὸ αὐτὸ καμίνι ἔκαιγε ὁ ἔρως, ὁ αἰώνιος ἔρως πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

* * *

 Ὅπως ἐκεῖνοι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ» στὸ ἀνώγειο, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς εμεθα στὸ ἀνώγειο τῆς ἐκκλησίας. Ἆραγε είμεθα «ἅπαντες ἐπὶ τὸ αὐτό»; Ἂς ρωτήσουμε σήμερα, τέτοια ἁγία ἡμέρα· εἶνε ἐδῶ ὅλη ἡ ἐνορία; Γιὰ νὰ εμεθα σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ εμεθα ὅλοι ἐδῶ. Ἐδῶ λοιπὸν στὸ ὑπερῷο, στὸ ἀνώγειο αὐτό, ἂν ἔλθῃ σήμερα ὁ Ἰησοῦς, ἂν ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, εμεθα «ἅπαντες»; Πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία; Ἂν σταθῇ ἄγγελος στὴν πόρτα καὶ μετρήσῃ, πόσες ψυχὲς εμεθα ἐδῶ μέσα;
Ὦ Πόντε, ὦ Σμύρνη, ποὺ δίχως καμπάνες οὔτε ἕνας ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία! Μόνο οἱ λεχῶνες, οἱ ἄρρωστοι καὶ οἱ ἑτοιμοθάνατοι ἔλειπαν. Τώρα; Γιά φαντάσου νά ᾿σαι σ᾿ ἕνα στρατόπεδο μὲ δέκα χιλιάδες στρατιῶτες, καὶ νὰ χτυπήσῃ ἡ σάλπιγγα καὶ νὰ μαζευτοῦν μόνο ἑκατό. Γιὰ φαντάσου νά ᾿σαι δάσκαλος σ᾿ ἕνα σχολεῖο μὲ πεντακόσα παιδιά, καὶ νὰ χτυπήσῃ τὸ κουδούνι καὶ νὰ ᾿ρθοῦν μόνο δέκα παιδιά. Γιὰ φαντάσου νά ᾿σαι καπετάνιος στὸν ὠκεανό, καὶ νὰ καλῇς τοὺς ναῦτες τοῦ πλοίου ἐν ὥρᾳ θυέλλης κι ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ τοῦ πληρώματος νὰ παρουσιαστοῦν μόνο δέκα!
  Γεννᾶται ὅμως καὶ ἄλλο, πιό σοβαρὸ ἐρώτημα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωματικὴ παρουσία, ὑπάρχει σήμερα καὶ τὸ «ὁμοθυμαδόν»; Τὸ «ὁμοθυμαδὸν» προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο καὶ φθάνει στὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Τὸ δὲ κέντρο τῆς ὑπάρξεως εἶνε ἡ βούλησις, ἡ θέλησις. «Ὁμοθυμαδὸν» σημαίνει μιὰ καρδιά. Πόσοι εμεθα ἐδῶ μέσα· νὰ ἔχουμε ὅλοι ἕνα θέλημα! Ποιό θέλημα; Τί λέμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν»· «…Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ, 6,10). Ὄχι τὸ δικό μας θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημά Του. Ὄχι, κυρά μου, δὲν θὰ γίνῃ τὸ θέλημά σου· θὰ γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ διασαφηνίζουν οἱ πνευματικοὶ μέσα στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως.
«Ὁμοθυμαδὸν» θὰ πῇ, νά ᾿χουμε ὅλοι ἕνα θέλημα. Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὴ ζυγαριὰ αὐτὴ τοῦ «ὁμοθυμαδὸν» κι ἂς μποῦμε σ᾿ ἕνα σπίτι, νὰ δοῦμε ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα τὸ ἕνα θέλημα; Ἡ γυναίκα ὑπακούει σήμερα στὸν ἄντρα; Τὰ παιδιὰ ὑπακούουν στὸν πατέρα, τὰ κορίτσια στὴ μάνα; Ὑπακούει ἡ οἰκογένεια στὸν οἰκογενειάρχη, ποὺ κάθε μέρα ὁ ταλαίπωρος στύβεται σὰν τὸ λεμόνι γιὰ νὰ τοὺς ζήσῃ;
Ὅσα κεφάλια εἶνε μέσα στὸ σπίτι, τόσα καὶ τὰ θελήματα. Δὲν ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν». Ὑπάρχει τρομερὰ διχόνοια. Σὲ ποιό σήμερα σπίτι ὑπάρχει μιὰ καρδιά, τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου;
Ἐὰν ὑπάρχῃ τὸ «ὁμοθυμαδόν», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, τότε ὑπάρχει ἁρμονία. Σπάνια σπίτια αὐτά. Ἁρμονία, θεῖο πρᾶγμα, κι ἂς κάθωνται μέσα σὲ καλύβα. Βρῆκα σὰν ἱεροκήρυκας σπίτια καλύβες, ποὺ μέσα ἦταν ἄγγελοι· καὶ βρῆκα παλάτια, ποὺ μέσα ἦταν κόλασι. Ὅταν ὑπάρχῃ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, ὅταν τὸ ἀντρόγυνο εἶνε ἀγαπημένο, τότε τὸ νεράκι ποὺ πίνουν γίνεται βούτυρο καὶ ἡ μπομπότα κρέας. Ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἡ ἀγάπη, τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ σερβίτσια καὶ τὰ ψυγεῖα; Κρέας θὰ τρῶς καὶ ἀπὸ καρκίνο θὰ πεθαίνῃς.
Πάω παραπέρα. Ἐδῶ εἶνε ἐργοστάσιο. Θὰ βρῶ ἐδῶ μέσα τὴν ὁμόνοια; Ἀντὶ ὅμως νὰ δῶ τὸν κεφαλαιοῦχο μὲ τὸν ἐργάτη νὰ συνεργάζωνται, βλέπω κ᾿ ἐδῶ μία πάλη ἄγρια, μιὰ ζούγκλα. Δὲν ὑπάρχει ὁ Ναζωραῖος, δὲν ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· ὑπάρχει διχόνοια.
Ποῦ ἀλλοῦ νὰ πάω, γιὰ νὰ τελειώνω; Πηγαίνω σ᾿ ἕνα μεγάλο ἀνώγειο. Ὄχι σὰν ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος. Αὐτὸ εἶνε ἀνώγειο μὲ ἀσανσέρ. Ἔχει δεκαέξι πατώματα. Οὐρανοξύστης. Μέσα στὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι μαζευτήκανε ὅλα τὰ ἔθνη. Ἀπ᾿ ἔξω ἔχουν ὑψωμένες τὶς σημαῖες ὅλου τοῦ κόσμου κ᾿ ἐπάνω τὴν ταμπέλλα· «Ὀργανισμὸς Ἡνωμένων Ἐθνῶν». Μπαίνω μέσα. Ὑπάρχει ὁμόνοια, ὑπάρχει κατανόησις, ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν»;
Κάθε ἔθνος ἔχει τὶς βλέψεις του, τὰ συμφέροντά του. Δὲν ὑπάρχει τὸ «ὁμοθυμαδόν». Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἀπειλεῖται ἔκρηξι. Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ ξεκρεμοῦσα τὸ «Ο.Η.Ε.», ποὺ εἶνε ἕνας ἐμπαιγμὸς καὶ μία εἰρωνεία, κ᾿ ἐκεῖ στὸ ἀνώγειο αὐτὸ τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ μιλοῦν τόσες γλῶσσες ἀλλὰ δὲν μιλοῦν τὴ γλῶσσα τοῦ παναγίου Πνεύματος, θὰ ἔγραφα· Βαβέλ (=Σύγχυσις) τῶν ἐθνῶν! Τί ἐστι Βαβέλ, ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ δῆτε (βλ. Γέν. 11,1-9).

* * *

Βαβὲλ ἡ οἰκογένεια. Βαβὲλ τὸ σχολεῖο. Βαβὲλ τὸ πανεπιστήμιο, τὸ κοινοβούλιο, ἡ πολιτική… Σύγχυσις καὶ ταραχή. Γιατί; Διότι λείπει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ὄχι ὅτι ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει. Ποτάμι τρέχει τὸ Πνεῦμα ἅγιο. Τρέχει, κ᾿ ἐλᾶτε ὅλοι μὲ κύπελλα καθαρὰ νὰ πάρετε. Κάντε τὴν καρδιά σας κύπελλο, καὶ πλησιάστε τὸ Πνεῦμα ἅγιο, ποὺ περνᾷ σὰν ποτάμι ποὺ καθαρίζει, σὰν ποτάμι ὁρμητικό, σὰν Ἁλιάκμονας, σὰν Δούναβις.
Ἂς γονατίσουμε. Ὅσοι πιστοί, ἂς παρακαλέσουμε νὰ ᾿ρθῇ Πνεῦμα ἅγιο στὰ σπίτια μας, στὰ σχολεῖα μας, στὰ δικαστήριά μας, στὰ ἐργοστάσιά μας, στὸ στρατό μας, στὴν ἐκκλησία μας. Νὰ ᾿ρθῇ Πνεῦμα ἅγιο στὸν κόσμο, στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς. Νὰ ᾿ρθῇ. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Καὶ τότε «ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ» νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(παλαιὰ ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης σὲ ἐνοριακὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, πρὸ τοῦ 1967)

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Πράξ. 5,12-20)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΣ

π. Αυγουστινος ιστ.ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν. Εἶνε οἱ πιστοί, ποὺ σὰν βράχος στέκονται σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι μέσα στὴ σημερινὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας.

Ὑπάρχει μία ἄλλη κατηγορία, ποὺ δὲν εἶ­νε πιστοί, ἀλλ᾽ οὔ­τε καὶ τελείως ἄπιστοι. Εἶνε οἱ ἀμφιταλαντευόμενοι. Μοιά­ζουν μὲ τὸ ἐκκρεμές, ποὺ κι­νεῖ­ται πότε δεξιὰ – πότε ἀριστερά. Δὲ μένουν σταθεροί· κυμαίνονται μετα­ξὺ ἀ­λη­θείας καὶ ψεύδους, φωτὸς καὶ σκότους, πίστεως καὶ ἀπιστίας. Ἔρχεται ὅμως ὥρα πού, σὰν τὸ Θωμᾶ, πιστεύουν κι αὐτοί, καὶ τότε λέ­νε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20,29).
Τρίτη κατηγο­­ρία εἶνε οἱ ἄπιστοι. Αὐτοί, ὅσα ἐπιχειρήματα κι ἂν τοὺς πῇς, καὶ θαύ­ματα ἀ­κόμη νὰ δοῦν, ἐμμένουν στὴν ἀπιστία τους.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἀκόμη κατηγορία, ἡ χειρότερη. Εἶνε ὄχι ἁ­πλῶς ἄ­πιστοι, ἀλλὰ ἐ­χθροὶ τοῦ Εὐαγγελίου, σφοδροὶ κατήγοροι. Ἂν ἦταν δυνατόν, θὰ ξεθεμέλιωναν ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Αὐτοὶ ἐκσφεν­δονίζουν συνεχῶς κατηγορίες ἐναντίον τῆς πίστεώς μας.
Μία κατηγορία ποὺ ἐπαναλαμβάνουν εἶνε, ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττουν οἱ κήρυκες εἶνε πράγματα παλαιά, ξεπερασμέ­να, οὐτοπία πλέον. Ποιός τὰ ἐφαρμόζει αὐτά; λένε· ἐμεῖς δὲ θέλουμε λόγια καὶ θεωρίες, θέλουμε ἔργα. Ἔχετε ἔργα; θὰ πιστέψου­με· δὲν ἔχετε ἔργα; δὲν πιστεύουμε…
Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε;

* * *

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἵδρυ­σε τὴν Ἐκκλησία, εἶνε μοναδικὸ παράδειγμα θεωρίας καὶ πράξεως. Ὅ,τι εἶπε, τὸ ἐφήρμο­σε. Εἶνε ὁ τύπος καὶ ὑπογραμμὸς κάθε ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ ζήσῃ χριστιανικὴ ζωή. Εἶπε καὶ ἔ­πραξε. Δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀρ­χηγοὺς ἄλλων συστημάτων, ποὺ ἄλλα λένε καὶ ἄλλα πράττουν. Πολλοὶ λ.χ., ποὺ θεωροῦνται ὡς προστάται τῶν ἐργατῶν, τῶν ἀνθρώπων τοῦ μόχθου, εἶ­νε οἱ μεγαλύτεροι ἐκμεταλλευταί. Ὁ Χριστὸς δὲν παρουσίασε καμμιά ἀντίφασι. Τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἀπόλυτη συνέπεια.
Καὶ ὄχι μόνο ὁ Χριστός. Καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἐφήρμοσαν ὅ,τι δίδαξε ὁ Χριστός. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὕστερα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ἔχουμε τὸ ὑπέροχο βιβλίο ποὺ λέγεται Πράξεις καὶ διαβάζεται στὴν Ἐκ­κλησία τὶς Κυριακὲς μετὰ τὸ Πάσχα. Ὅποιος μελετᾷ τὸ βιβλίο αὐτό, βλέπει ὅτι ὁ Χριστι­ανι­σμὸς δὲν εἶνε μόνο θεωρία· εἶνε καὶ πρᾶξις, ἡ μεγαλύτερη ἐπανάστασι ποὺ εἶδε ὁ κόσμος. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴ ζωὴ τῶν ἀποστόλων.
Τί βλέπουμε; Ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος, τὸ ἐφήρμοσαν οἱ ἀπόστολοι. Εἶπε λ.χ. ὁ Χριστὸς «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8), καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶχαν ἀφιλαργυρία, δραχμὴ δὲν πῆ­ραν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δίδασκαν. Εἶ­πε ὁ Χριστὸς νὰ εἶνε ἀκτήμονες, καὶ ἔζησαν μὲ ἀκτημοσύνη· ἀκοῦμε τὸν Πέτρο νὰ λέῃ «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι» καὶ τὸν Παῦλο νὰ βεβαιώνῃ «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου… οὐδενὸς ἐπεθύμησα» (Πράξ. 3,6· 20,33).
Τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34), τὸ πιὸ μεγάλο μάθημα, ποὺ λύνει κάθε πρόβλημα τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ οἱ Χρι­στιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων τὸ ἐφήρμοσαν. Ἡ ἀγάπη συνέδεε τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο μὲ ἄρ­ρηκτο δεσμό· αὐτὴ κατήργησε τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντα καὶ τοὺς ἕνωνε ὅλους σὲ μία οἰ­κογένεια. Ὅπως ἡ οἰκογένεια δὲν ἔχει πολλὰ ταμεῖα, ἄλλο ὁ πατέρας κι ἄλλο ἡ μητέρα κι ἄλλο τὰ παιδιά, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι εἶ­χαν ἕνα κοινὸ ταμεῖο γιὰ τὶς ἀνάγ­κες ὅλης τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος. Κι ὅπως μία οἰ­κογένεια δὲν ἔχει πολλὰ φαγητά, ἀλλὰ ἕνα κοινὸ τραπέζι γιὰ ὅλα τὰ μέλη της, ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἔτρωγαν σὲ κοινὴ τράπε­ζα, ὄχι ὁ ἕνας νὰ πεινᾷ κι ὁ ἄλλος νὰ μεθᾷ καὶ νὰ τρώῃ κατὰ κόρον (Α΄ Κορ. 11,21). Τὸ ὑψηλὸ αὐ­τὸ ἐπίπεδο βίου χαρακτήριζε ἡ ἀνιδιοτέλεια. Καταπολεμοῦσαν αὐτὸ ποὺ σήμερα δεσπόζει στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, ποὺ εἶνε ἡ πηγὴ ὅλων τῶν ἀθλιοτήτων. Ἐπά­νω στὶς δύο φράσεις, «τὸ δικό μου» καὶ «τὸ δικό σου», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ διελκυστίνδα, συγκρούονται τὰ ἀνθρώπινα συμφέροντα. Ἐκεῖνοι εἶχαν ὑ­ψω­θῆ πάνω ἀπὸ αὐτά. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ τὰ ἔχουν «ὅλα κοινά» (Πράξ. 2,44· 4,32). Φαν­τάζεστε μιὰ ἀνθρωπότητα στὴν ὁποία νὰ ἔχῃ καταργηθῆ ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ν᾽ ἀποτελῇ ὅλη ἕ­να κοινόβιο; Τότε ἐκλείπει κάθε σύγκρουσι καὶ πόλεμος, λύνονται ὅλα τὰ ἀτομικά, οἰκογενει­ακά, ἐθνικὰ καὶ πανανθρώπινα προβλήματα.
Καὶ νὰ σημειώσετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι αὐτὸ ποὺ πραγματοποίησαν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα βίας καὶ καταναγκασμοῦ· ἦταν ἀποτέλεσμα ἐλευθερίας. Ἤθελαν καὶ ζοῦ­σαν ἔτσι, μὲ ἑκούσιο πενία. Ἄλλο εἶνε ἡ ἀκού­σιος πενία καὶ ἄλλο εἶνε ἡ ἑκούσιος πενία.
Εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστὸς «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», καὶ τὸ ἐφήρμοσαν. Εἶπε νὰ ἔχουν μεταξύ τους εἰλικρίνεια, καὶ εἶχαν. Καὶ ἡ παραμικρὰ σκιὰ προσποιήσεως δὲν ἦτο ἀνεκτή (βλ. Πράξ. 5,1-11).
Εἶπε ἀκόμη ὁ Χριστὸς κάτι ἄλλο· Αὐτὰ ποὺ κάνω ἐγὼ θὰ κάνετε κ᾽ ἐσεῖς κι ἀκόμη μεγαλύ­τερα (Ἰωάν. 14,12). Δὲν εἶνε περίεργος λόγος αὐ­τός; Καὶ ὅμως πραγματοποιήθηκε. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε κατώτερος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο ἢ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἢ τοὺς ἄλ­λους ἀποστόλους· εἶνε βλασφημία νὰ τὸ ποῦμε αὐτό. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὑπεράνω ὅλων. Ἀλλ᾽ ὁ ἴδιος μὲ τὴν πανσοφία του ὥρισε, μερικὰ θαύματα, με­γάλα καὶ καταπληκτικά, νὰ μὴ γίνουν ἀπὸ αὐ­τόν, ἀλλὰ νὰ γίνουν ἔπειτα ἀ­πὸ τοὺς μαθητάς του. Ἔτσι τὰ μεγαλύτερα θαύματα δὲν ἔγιναν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Χριστοῦ· ἔγιναν ἔ­πειτα, καὶ θὰ γίνουν κι ἄλλα ἀκόμα ἐν τῇ ἐξελίξει τῶν αἰώνων. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος.
Ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε καὶ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος. Διαβάζουμε στὰ εὐαγγέλια ὅτι ὅποιος ἄγγιζε τὸ Χριστὸ γινόταν καλά (βλ. Ματθ. 9,20-22· 14,36). Στὸν ἀπόστολο ὅμως σήμερα τί βλέπου­με; κά­τι ἀκόμη πιὸ θαυμαστό· ὅτι ὁ Πέτρος θε­­ράπευε ἀσθενεῖς χωρὶς ἄγγιγμα, μόνο μὲ τὴ σκιά του ποὺ ἔπεφτε πάνω τους (Πράξ. 5,15). Ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὴν περικοπή, λέει ὅτι αὐτὸ εἶνε ἀνώτερο. Εἶχε πεῖ ἐπίσης ὁ Χριστός· Ἂν ἔχετε πίστι, θὰ μετακινῆτε βουνὰ ὁλόκληρα (βλ. Ματθ. 17,20). Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανε ὁ ἴ­διος· τὸ ἔκαναν ἔπειτα ἅγιοι καὶ μάρτυρες καὶ ὁμολο­γηταὶ τῆς πίστεώς μας· βουνὰ ἐμποδίων κα­τώρθωσαν νὰ τὰ παραμερίσουν. Εἶχε πεῖ ὁ Χρι­στός· Θὰ σᾶς πιάσουν, θὰ σᾶς δέσουν, θὰ σᾶς ὁδηγήσουν στὰ μεγάλα κριτήρια· μπροστὰ στοὺς δικαστὰς μὴ σκεφτῆτε τί θ᾽ ἀ­πολογηθῆτε· ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω «στόμα καὶ σο­φίαν» (Λουκ. 21,12-15). Καὶ βλέπουμε πράγματι ὅτι, ἀγράμματοι αὐτοὶ ψαρᾶδες, ἀπεστόμωσαν τοὺς σοφοὺς τῆς γῆς. Εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς «Πο­ρευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…» (Ματθ. 28,19). Κι αὐτοὶ οἱ δώδεκα ἔφτασαν παν­τοῦ· Πα­λαιστίνη, Κύπρο, Κρήτη, Ἑλλάδα, Ἀ­χαΐα, Μακεδονία, Σκυθία· ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ποὺ τι­μοῦμε σήμερα ἔφτασε καὶ στὶς Ἰνδίες. Δὲν εἶνε μέγα θαῦμα; Ξεκίνησαν μόνο 120 ἄν­θρωποι, καὶ κατέκλυσαν σὰν ποτάμι ὅλη τὴ γῆ.
Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστὸς ἔγινε. Οἱ Χριστιανοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ θυσία καὶ τῆς ζωῆς τους ἐφήρμοσαν τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου.

* * *

Καλὰ αὐτά, θὰ πῆτε. Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔγιναν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κείνη. Τώρα τί γίνεται;…
Ἀπαντῶ. Ἡ ἐποχή μας εἶνε ἐποχὴ ἀπιστίας. Ἐν τούτοις καὶ στὸ ση­μερινὸ κόσμο, ὅπου νὰ πᾶτε, θὰ βρῆτε Χριστιανούς. Ὑπάρχουν πιστοί, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, νέοι, ἐπιστήμονες, σοφοί, ἐρ­γάτες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι. Καὶ ποῦ ἡ πίστι εἶνε πιὸ θερμή· ὅπου δέχθη­κε διωγμό! Θέλετε νὰ δῆ­τε πίστι; Πηγαίνετε στὸ Στάλινγκραντ καὶ στὴ Μό­σχα· ἐκεῖ ὑπάρχουν πιστοί. Ὄχι, δὲν σβήνει ὁ Χριστιανισμός. Εὐκολώτε­ρο εἶνε νὰ σβή­σῃ ὁ ἥλιος παρὰ ἡ πίστι μας.
 Οἱ πιστοὶ βέβαια εἶνε λίγοι. Σήμερα ὁ πιστός, ὄχι αὐτὸς ποὺ ἔρχε­ται ἁπλῶς στὴν ἐκ­κλησία, ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ ζῇ τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε ἕνας στοὺς χίλιους. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ οἱ λί­γοι, εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἀποδεικνύουν ὅ­τι καὶ σή­μερα ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει.
Οἱ ἄλλοι, τὸ πλῆθος, εἶνε μακριά. Κι ἀφοῦ λοι­πὸν ἡ πλειονότης εἶνε ἄπιστοι, τί περιμένουμε; Τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο, οἱ μεγάλες συμφορές, δὲν προέρχονται ἀπ᾽ τὸν Χριστιανισμό· εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅ,τι σπέρνουμε, θερίζουμε. Τί σπείραμε; Ὁ διάβολος στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα ἔ­σπειρε μὲ τὶς φοῦχτες παντοῦ ζιζάνια. Τώρα θερίζουμε τρομερὰ ἀγκάθια.
Τὸ συμπέρασμα. Οἱ πιστοὶ ἂς ἀγωνισθοῦν. Τὸ κῦμα τῆς ἀπιστίας θὰ περάσῃ καὶ θὰ φύγῃ. Θὰ νικηθοῦν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Στὴν Ἀπο­κά­λυψι βλέπουμε νὰ παλεύουν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας θηρία· τὸ λιοντάρι, ἡ τίγρις ὁ ῥινό­κερος. Ἀλλὰ στὸ τέλος δὲν νικοῦν τὰ θηρία. Ὅλα τὰ θηρία, ὅλα τὰ ἀπαίσια συστήματα, τὰ νικᾷ τὸ Ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

παρατήρησις: ἡ ὁμιλία αὐτὴ γίνεται στὸ κλῖμα τῆς ἐν Ἑλλάδι ἀπελευθερώσεως τῆς μεταπολιτεύσεως, ἐνῷ στὴν γειτονικὴ Ἀλβανία ἴσχυε ἀκόμη τὸ σκληρὸ καθεστώς.

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν 7-5-1978.

 

Ποιoς θ᾽ απαλλαξη τη συνειδησι απο το αγχος;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. 9,11-14)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ

Ποιoς θ᾽ απαλλαξη τη συνειδησι απο το αγχος;

«Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ… καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ἡμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι» (Ἑβρ. 9,14)

Κάθε φορά, ἀγαπητΘΥΣΙΑοί μου, ποὺ γίνεται θεία λειτουργία, διαβάζονται δύο περικοπὲς ἀ­πὸ τὴν ἁγία Γραφή· μία τὸ εὐ­αγγέλιο καὶ μία ὁ ἀπόστολος. Τὸ εἴπαμε καὶ τὸ ξαναλέμε, δὲν ὑ­πάρχει ἄλλο βι­βλίο ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. Χιλιάδες βιβλία νὰ διαβάσῃς, ἂν δὲν διαβάσῃς τὴν ἁγία Γραφή, τίπο­τα δὲν ἔκανες.
Ἡ ἁγία Γρα­φὴ εἶνε ἀναγκαία. Τόσο ἀναγκαία ὅσο καὶ ἡ θεία κοινωνία. Ὅ­πως ἐὰν κάποιος δὲν κοινωνῇ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶνε Χριστιανός, ἔτσι καὶ ἂν δὲν διαβάζῃ ἢ δὲν ἀ­κούῃ τὴν ἁγία Γραφή. Προτιμότερο νὰ μὴν ἔ­χῃς ψωμὶ νὰ φᾷς παρὰ νὰ μὴν ἔχῃς ἁγία Γρα­φὴ νὰ μελετᾷς· Ἡμέρα χωρὶς ψωμὶ νὰ περνάῃ, ἡμέρα χωρὶς ἁγία Γραφὴ νὰ μὴν περνάῃ.
Ἡ ἁγία Γραφὴ εἶνε προστασία. Ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος λέει ὅτι ὅπου ὑπάρχει Εὐαγγέλιο, ἐ­κεῖ διάβολος δὲν πατάει· ὅπου ὑπάρχει Εὐ­αγ­­γέλιο, δηλαδὴ ἀνάγνωσις ἢ ἀκρόασις καὶ ἐφαρ­μογή του καὶ προσπάθεια νὰ μεταδοθῇ καὶ σὲ ἄλλους τὸ φῶς του, ἐκεῖ διάβολος δὲν πατάει.
Ἀλλὰ στὰ σημερινὰ χρόνια ἐλάχιστα εἶνε τὰ σπίτια ποὺ κάθε βράδυ προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν διαβάζουν οἰκογενειακῶς τὴν ἁγία Γρα­φή. Κλείσαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπ᾽ αὐτὸ προ­­έρχονται ὅλα τὰ κακά. Δῶστε μου ἕνα σπίτι ποὺ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ προσπαθοῦν ὅλοι νὰ ἐφαρμόσουν τὰ διδάγματά του· τὸ σπίτι αὐ­τό, καὶ καλύβα ἂν εἶνε, θὰ λάμπῃ σὰν παράδεισος. Δῶστε μου κ᾽ ἕνα σπίτι ποὺ δὲν διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο· σ᾽ αὐτό, ἔστω κι ἂν εἶνε μέγαρο καὶ ἀνάκτορο, θὰ εἶνε κόλασις.
Δὲν διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἔκλεισαν· καὶ τί ἄνοιξαν, τὴν τηλεόρασι. Μιὰ ὥρα, δυὸ ὧ­ρες, τρεῖς ὧρες τηλεόρασι, ποὺ σκορπίζει τὰ «κόπριά» της καὶ διδάσκει τὰ πιὸ αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα. Ἡ τηλεόρασι, ὅπως εἶπε ὁ ἅγι­ος Κοσμᾶς, εἶνε τὸ κουτὶ ποὺ βρῆκε ὁ διάβολος γιὰ νὰ ἐκφαυλίσῃ ὅλους, τὸ χαζοκούτι.
Ἀκούσατε λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ἀκούσατε καὶ τὸν ἀπόστολο. Δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύ­σουμε καὶ τὰ δύο. Θὰ πῶ λίγα λόγια ἐπάνω στὸν ἀπόστολο. Τὸν ἀκούσατε, ἀλλὰ τὰ λόγια του φαίνονται σὰν κινέζικα. Ἄλλοτε τὰ καταλάβαιναν οἱ πιστοὶ καὶ τὰ ἤξεραν ἀπ᾽ ἔξω. Τώρα δυστυχῶς δὲν διαβάζουμε. Καὶ οἱ μόνοι ποὺ φαίνεται νὰ διαβάζουν εἶνε οἱ χιλιασταί. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ διαστρεβλώνουν τὸ ἱερὸ κείμενο· ἄλλα ἐννοεῖ καὶ ἄλλα λένε αὐτοί.
Πόσες λέξεις εἶνε σήμερα ὁ ἀπόστολος; Ὀ­γδόντα περίπου λέξεις εἶνε· ὀγδόντα λέξεις – ὀγδόντα χρυ­σᾶ νομίσματα, κάθε λέξι καὶ μιὰ λίρα. Ἐὰν στὸ ἐκκλησίασμα πετοῦσε κάποιος λίρες, ὅλες θὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὶς πιάσουν· δὲν θὰ ἔχαναν καμμία, οὔτε μιὰ λίρα δὲν θά ᾽πεφτε κάτω. Ἀλλὰ τί εἶνε οἱ λίρες καὶ τί εἶνε τὰ χρυσᾶ νομίσματα μπροστὰ στὰ λόγια, τὰ ἀν­εκτίμητα λόγια τῆς ἁγίας Γραφῆς; Πρέπει νὰ ἀγαποῦ­με τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ παραπάνω ἀ­πὸ χρυσί­ον καὶ ἀργύριον. Ἀπὸ τὶς ὀγδόντα λέξεις ποὺ ἔχει ὁ ἀπόστολος, ἐγὼ μία λέξι μόνο θέλω νὰ προσέξετε, στὸ τέλος τῆς περικο­πῆς, ποὺ ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα. Εἶνε ἡ λέξι «συνείδησις» (Ἑβρ. 9,14).

* * *

Τί θὰ πῇ «συνείδησις»; Ἡ συνείδησις δὲν εἶνε κάτι ὑλικό· εἶνε κάτι πνευματικό, ἀόρατο. Εἶνε μία πνευματικὴ αἴσθησι καὶ μία κρίσι, ἕνα ζύγισμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε μᾶς ἐ­παινεῖ καὶ ἄλλοτε μᾶς κατακρίνει. Ἡ συνείδησις εἶνε ἕ­να φαινόμενο ψυχολογικό, μὲ τὸ ὁ­ποῖο ἀσχο­λοῦν­ται οἱ θεολόγοι, οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ψυχολόγοι. Συνείδησις ὑπάρχει σὲ κάθε ἄν­θρωπο. Δηλαδὴ ἁπλούστερα· κάνει κάποιος κάποιο κακό, π.χ. κλέβει· ἢ κάτι χειρότερο, πάει τὴ νύ­χτα σὲ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζει τὴ γυναῖ­κα τοῦ ἄλλου· ἢ κάτι ἀκόμα χειρότερο, σκοτώ­νει. Δὲν τὸν εἶδαν, οὔτε ἀστυνομία, οὔ­τε εἰσαγγελεύς, κανείς· δὲν τὸ ξέρει οὔτε ἡ γυναίκα του. Εἶνε λοιπὸν ἥσυχος; Καθόλου. Νιώ­­θει ἀν­ησυχία, σὰν κάποιος νὰ τὸν κυνηγάῃ. Μόλις κάνῃ τὸ κακό, μέσα του αἰσθάνεται στε­νοχώρια, ἔχει κάποιο σκουλήκι ποὺ τὸν τρώει. Ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ φωνάζῃ αὐ­στηρά· ―Γιατί τὸ ἔκανες; Εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός!… Ἔχουμε πολλὰ τέτοια παραδείγματα.
⃝ Πρῶτο παράδειγμα εἶνε ὁ Κάιν. Τί ἔκανε ὁ Κάιν; Σκότωσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ καὶ νόμισε πὼς δὲν τὸν εἶδε κανείς. Ἄκουσε ὅμως τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Αὐτὴ ἡ φωνὴ τὸν τάραζε πλέον μέσα στὴ συνείδησί του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα τῶν δέν­τρων· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ τὴν ἀκούῃ.
⃝ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Ἀναφέρει ὁ Ἠ­λίας Μη­νιάτης, ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαν­τίου Κώνστας Β΄ (641-668) σκότωσε τὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο καὶ ἔτσι ἀνέβηκε στὸ θρόνο. Τιμές, δόξες, τὰ πάντα εἶχε. Ἦταν εὐτυχής; Κάθε ἄλλο. Διότι τὴ νύχτα ἔβλεπε σὰν φάν­τα­σμα τὸν ἀδελφό του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι γεμᾶτο μὲ αἷμα του ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφέ, πίε», πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου.
⃝ Τὸ πιὸ φοβερὸ παράδειγμα εἶνε ὁ Ἰούδας. Πούλησε τὸν Διδάσκαλό του ἀντὶ 30 ἀργυρί­ων. Τὰ νομίσματα κουδούνιζαν στὰ χέρια του, ἀλ­λὰ ἡ συνείδησί του τὸν ἔτυπτε τόσο, ὥστε πῆ­ρε σκοινὶ καὶ κρεμάστηκε – αὐτοκτόνησε.
⃝ Στὴν Ἀθήνα κάποιος ἔπεσε στὸ Φάληρο στὴ θάλασσα καὶ αὐτοκτόνησε. Ὅταν τὸν ἀνέσυραν πνιγμένο, βρῆκαν στὴν τσέπη του ἕνα χαρ­τὶ ποὺ ἔγραφε· Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω τὸν ἔ­λεγχο τῆς συνειδήσεως….
Τρομερὸ πρᾶγμα ἡ συνείδησις. Τί νὰ τὰ κά­νῃς τὰ λεφτά, τὰ ἀξιώματα καὶ τὶς θέσεις, ὅ­ταν αὐτὴ ἔχῃ τὸν ἄνθρωπο κατηγορούμενο καὶ ὑπὸ ἔλεγχο; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· Προτιμότερο νὰ σὲ κεν­τή­σῃ σκορ­πιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου. Κ᾽ ἕνας παλαιὸς γυμνασιάρχης, καλὸς καθηγητής, ὅταν τελειώναμε τὸ γυμνάσιο (τὸ σημερινὸ λύκειο) στὴ Σύρο, μᾶς εἶπε· Παιδιά μου, μιὰ εὐχὴ σᾶς λέγω· νὰ μὴ δοκιμάσετε, νὰ μὴ αἰσθανθῆτε τύψεις συνειδήσεως!
Ἐρωτοῦμε τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους, ἐ­ρω­τοῦμε τοὺς πάντας· ποιός φύτεψε μέσα μας μιὰ τέτοια φωνή; Ἕνας μεγάλος φιλόσοφος εἶπε· Δυὸ πράγματα μὲ κάνουν νὰ πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὁ ἔναστρος οὐρα­νὸς ποὺ εἶνε ἀπὸ πάνω μας καὶ ὁ ἠθικὸς νόμος (ἡ συνείδησι=) ποὺ εἶνε μέσα μας.
Ὁ ἄνθρωπος σήμερα, ὅπως βλέπουμε, λεφτὰ ἔχει, ἀξιώματα ἔχει, γυναῖκα ἔχει, παιδιὰ ἔχει, σπίτια ἔχει, χωράφια ἔχει, τὰ πάντα ἔχει. Εἶνε εὐτυχής; Δὲν εἶνε. Γιατί; Ἔχει λύσει τὰ ἐξωτερικὰ προβλήματα, μένουν ὅμως ἄλυτα ἐ­σωτερικὰ προβλήματα, ποὺ τοῦ δημιουργοῦν ψυχολογι­κὲς καὶ νευρολογικὲς διαταραχὲς καὶ παθήσεις, αὐτὸ ποὺ οἱ ψυχολόγοι λένε ἄγχος. Ποτέ ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν εἶχε τόσο ἄγχος. Ταραγμένοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι, τρικυμία, ἀνησυχία ἔχουν γιὰ κάτι ποὺ τοὺς τύπτει.
Καὶ τρέχουν στοὺς γιατρούς. Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ψυχιάτρους καὶ νευρολογικὲς κλινι­κές. Κ᾽ ἐκεῖ τί κάνουν; συνήθως δίνουν χάπια καὶ πλουτίζουν. Ὡρισμένοι ὅμως ψυχίατροι πρῶ­τοι αὐ­τοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἰατροῦ. Καὶ ἡ ἀνησυχία ἐξακολουθεῖ νὰ βασανίζῃ τὸν κόσμο.

* * *

Τί λοιπόν, ἀδελφοί μου; Δὲν ὑπάρχει γιατρός, φάρμακο, θεραπεία τοῦ ἄγ­χους τῆς συνειδήσεως; Ὑπάρχει! Ποιός εἶνε; Τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (θ. Λειτ.), ποὺ σταυρώθηκε, ἔδωσε τὸ τίμιό του αἷμα. Ὁ σταυρός του σβήνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ τὸ αἷμα του ἀ­παλλάσσει ἀπὸ τὶς τύψεις καὶ ἀναπαύει.
Ἀμφιβάλλετε; Ἂν ἀμφιβάλλετε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μέγας ψυχίατρος ποὺ λύνει ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ προβλήματα, δοκιμάστε. Πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες. Τὸ φάρμακο ποιό εἶ­νε· ἡ ἐξομολόγησις. Νὰ πᾷς μετανοημένος νὰ ἐξομολογη­θῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, νὰ κλάψῃς ἐμπρὸς στὸν πνευματικό σου. Κι ὅ­ταν πῇς τὰ κρίματά σου μὲ εἰλικρίνεια, τὴν ὥ­ρα ἐκείνη ―δὲν εἶνε ψέμα― ἕνα βουνὸ ποὺ πλακώνει τὴν καρδιά σου, τὸ ἄγχος αὐτὸ ποὺ λένε οἱ ψυχολόγοι, θὰ φύγῃ ἀπὸ πάνω σου. Μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου θ᾽ ἀκούσῃς μιὰ φωνὴ γλυκειά, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ σοῦ λέῃ «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5), «παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σου», καὶ θὰ αἰσθανθῇς ἀνακούφισι, λύτρωσι, γαλήνη.
Ὅποιος, ἀδελφοί μου, πιστεύει στὸ Χριστό, ὅποιος ἐξομολογεῖται εἰλικρινά, ὅποιος κοινω­νεῖ τὰ ἄχραντα μυστήρια «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» (θ. Λειτ.), ὅπως ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία τὴν ὁποία ἑορτάζουμε σήμε­ρα, αὐ­τὸς αἰσθάνεται τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς συ­νειδήσεως ἀπὸ τὸ ἄγχος. Αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος σή­με­ρα· ὅτι ὁ Χριστὸς, ποὺ προσ­έφε­ρε τὸν ἑαυτό του θυσία, καθαρίζει τὴ συνείδη­σί μας ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα ποὺ τὴ μολύνουν (βλ. Ἑβρ. 9,14)· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 (Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερο ναο του Ἁγιου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 31-3-1985 πρωί)

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ….

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 20th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. 1,10 – 2,3)

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ….

«Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2)

Η ΑΜΑΡΤΙΑ.Ηταν ἄλλοτε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε στὸν κόσμο φόβος Θεοῦ. Οἱ ἄνθρω­ποι ἄκουγαν «ἁμαρτία» καὶ ἔτρεμαν. Kι ἂν ἁ­μάρταναν, μετανοοῦσαν κ᾽ ἔ­τρεχαν νὰ βροῦν πνευματικὸ αὐστη­ρὸ νὰ ποῦν τὰ κρίματά τους, νὰ πάρουν τὸν κα­νόνα καὶ ν᾽ ἀκούσουν ἀπ᾽ τὸ στόμα του τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Τέ­κνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5).

Τώρα ἀκοῦνε ἁ­μαρτία καὶ καγχάζουν. Τὴν θεωροῦν κάτι φυσικό, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τὸ κάνουν χωρὶς συνέπειες. Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία δὲν εἶ­νε παιχνίδι, εἶνε συμφορά, ἡ πιὸ μεγάλη συμφορά. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν. Ἂν αὐτὴ ξερριζωνόταν, ἡ ἀνθρωπότης θὰ ζοῦ­σε τὴ χρυσῆ περίοδο τῆς ἱστορίας της.
Ὅτι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προέρχονται ὅλα τὰ κακὰ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Γιατί ὁ παρά­λυτος ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἀκί­νητος σὰν μολύβι καὶ τὸν πήρανε σηκωτὸ νὰ τὸν πᾶνε στὸ Χριστό; Ἡ αἰτία τῆς βαρειᾶς του ἀσθενείας ἦ­ταν ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς πρῶ­τα τοῦ ἔδωσε συγχώρησι τῶν ἁ­μαρτιῶν του· ἀφοῦ εἶπε «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ τὸν θεράπευσε ψυχι­κῶς, μετὰ τὸν θεράπευσε καὶ σωματικῶς καὶ τοῦ εἶπε Τέκνον, «ἔγειρε …καὶ περιπάτει» (ἔ.ἀ. 2,9).
Ἂν θέλῃς νὰ δῇς τ᾽ ἀποτελέσματα τῆς ἁ­μαρ­τίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἄκουσε καὶ τὸν σημερινὸ ἀπόστολο ποὺ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ.

* * *

Ἡ ἁμαρτία εἶνε παράβασις. Παράβασις ὄχι κάποιου ἀνθρωπίνου νόμου ἀλλὰ τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τοῦ γραπτοῦ καὶ τοῦ ἀγράφου νόμου τῆς συνειδήσεώς μας, πα­ράβασις τοῦ θελήμα­τος τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράβα­σις κάθε θείας ἐντο­λῆς, ἀπὸ τὴ μικρότερη ἕ­ως τὴ μεγαλύτερη, ἐ­πισύρει ἐπάνω στὸν παραβάτη τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας ὀργῆς. Ἀ­πὸ τὴν ὥρα ποὺ παραβαίνει κάποιος μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πέφτει μέσα στὸν κύκλο τῆς φωτιᾶς, τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖ­ρας Θεοῦ ζῶν­τος», εἶ­νε φοβερὸ νὰ πέσῃ κανεὶς στὰ χέρια τοῦ ζων­τανοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 10,31).
Εἶνε νόμος· ἁμάρτησες; ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἄγγελος ἔγραψε στὰ βιβλία τῆς αἰ­ω­νιότητος τὴν ἁμαρτία, ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ὅπως καὶ ὅποτε κι ἂν ἔγινε, νὰ ξέρῃς ὅτι, ἀφ᾿ ὅσον ἁμάρτησες, ἀρ­γὰ ἢ γρήγορα πρέπει νὰ περιμένῃς τιμωρία. Ἁ­μαρτία καὶ τιμωρία συνδέονται μεταξύ τους.
Ἡ ἁμαρτία ἔχει φρικτὲς συνέπειες, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2). Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ δὲν τὴν τιμωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἂν κανεὶς ἀμφιβάλλῃ, ἂς ἀνοίξῃ τὴν ἁγία Γραφή· θὰ δῇ πολλὰ παραδείγματα, ἀπὸ τὴ Γένεσι μέχρι τὴν Ἀποκάλυψι, ποὺ ἡ θεία δί­κη τιμώρησε τοὺς παραβάτες τοῦ θείου νόμου.
⃝ Ἡ ἁμαρτία γκρέμισε ἀπ᾽ τὸν οὐ­ρα­νὸ ὁλόκλη­­ρο ἀγγελικὸ τάγμα καὶ τοὺς ἔκανε δαίμονες.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔδιωξε ἀπὸ τὸν παράδεισο τοὺς πρωτοπλάστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Κάιν ἀδελφοκτόνο· διέ­πραξε τὸν πρῶτο φόνο, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει· Κάιν, μπορῶ νὰ σὲ κάνω κάρβουνο μ᾽ ἕνα ἀ­στροπελέκι, νὰ διατάξω τὴ γῆ νὰ σὲ καταπιῇ. Ἀλλ᾽ ὄχι. Παραπάνω ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχει ὁ ἔ­λεγχος τῆς συνειδήσεως, ὁ αὐστηρὸς καὶ ἀ­μείλικτος, ποὺ καταδιώκει τὸν παραβάτη. Γι᾿ αὐτὸ «στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Γέν. 4,12)· Θὰ τρέμῃς ὁλόκληρος ὅπως τὰ φύλλα τοῦ δέντρου στὸν ἄνεμο. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔτρεμε ὁ Κάιν. Ἁμάρτησε καὶ τιμωρήθηκε φρικτά.
⃝ Ἁμάρτησε ἡ ἀνθρωπότης στὴ γενεὰ τοῦ Νῶε. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐννοοῦσε νὰ μετανοήσῃ, ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, φούσκωσαν τὰ ποτάμια οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασσες, τὰ νερὰ ἐκάλυψαν καὶ τὶς πιὸ ὑψηλὲς κορυφές, καὶ μέσα σ᾽ ἐκεῖνο τὸν κατακλυσμὸ πνίγηκε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης ἐκτὸς ἀπὸ ὀκτὼ ψυχές, τὴν οἰκογένεια τοῦ Νῶε.
⃝ Ἁμάρτησαν ἐπίσης τρομερὰ στὴ γενεὰ τοῦ Λὼτ δύο πλούσιες πόλεις, τὰ Σόδομα καὶ ἡ Γο­μόρρα –δὲν θέλω τώρα νὰ πῶ ποιό ἦταν τὸ φρικτό τους ἁμάρτημα–, καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια κ᾽ ἔπεσε ὄχι βροχὴ αὐτὴ τὴ φορὰ ἀλλὰ φωτιά· λαμπάδιασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάν­τα. Στὸ μέρος ἐκεῖνο σήμερα δὲν ὑπάρχει τίποτα, παρὰ μία λίμνη μὲ μαῦρα νερά. Ψάρι δὲν ζῇ ἐκεῖ, καὶ πουλὶ ἀκόμα ἂν πετάξῃ πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη ψοφάει ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις· εἶνε ἡ Νεκρὰ Θάλασσα τῆς Παλαιστίνης.
⃝ Ἡ ἁμαρτία ἔχει συνέπειες. Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ νομίζει ὅτι τὸ νὰ ἔρχεται σὲ ἀθέμιτες σχέ­σεις μὲ ἄλλο πρόσωπο ἐκτὸς γάμου καὶ νὰ δι­απράττῃ τὴ μοιχεία ἢ τὴν πορνεία δὲν εἶ­νε τίπο­τε; – διότι σήμερα εἶνε ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν Ἰώβ, ὅτι θὰ κάνουν τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἀκαθαρσία σὰ νὰ πίνουν ἕ­να ποτήρι νερό (Ἰὼβ 15,16). Ἀλλὰ ἡ πορνεία δὲν εἶνε ποτήρι δροσερὸ νερό, εἶνε φαρμάκι φοβερό. Ὅποιος τὴν θεωρεῖ ἀσήμαν­τη ἁμαρτία, ἂς ἀ­νοίξῃ τὴν ἁγία Γραφὴ στὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν (βλ. 25,1-9), κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ ὅτι γιὰ τὴν ἁμαρτία αὐτή, ποὺ διέπραξαν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες, ὁ Θεὸς ἔδω­σε ἐντολὴ νὰ τιμωρηθοῦν παραδειγματικῶς, κι ὁ Μωυσῆς εἶπε στὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ φονεύ­σουν καθένας τὸν συγγενῆ του ποὺ εἶχε βεβη­λωθῆ ἀπὸ τὴν πορνεία μὲ Μωαβίτισσες. Κ᾽ ἔπεσαν τότε 24.000, γέμισε ὁ τόπος πτώματα!
⃝ Εἶνε καμμιὰ ἐδῶ ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἡ κατάκρισις, νὰ κάθεται μὲ τὴ γειτόνισσα καὶ νὰ κοτσο­μπολεύῃ ἄλλους, εἶνε μικρὸ ἁμάρτημα; Ἂς ἀ­νοίξῃ λοιπὸν τὴν ἁγία Γραφή, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ θὰ δῇ ἐκεῖ ὅτι ἡ Μαριάμ, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωυσῆ, ἐπειδὴ κατέκρινε τὸν ἀδελφό της, λεπρώθηκε, ἔγινε λεπρή (βλ. Ἀριθμ. κεφ. 12).
⃝ Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ θεωρεῖ ὅτι ἕνα ψεματά­κι εἶνε κάτι μικρὸ καὶ ἀσήμαντο; Μὴ ζυγί­ζεις τὴν ἁμαρτία μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου· ἄλ­λη ἡ ζυγαριὰ τοῦ κόσμου, ἄλλη ἡ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ψέμα εἶνε τρομερό. Ἄνοιξε τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ θὰ δῇς, ὅτι ἕνα ἀν­τρόγυνο, ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα, πέθαναν αὐθημερόν, διότι εἶπαν ψέμα (βλ. Πράξ. 5,1-11).
Δὲν ὑπάρχει χρόνος νὰ σᾶς διηγοῦμαι παραδείγματα τιμωρίας τῶν παραβατῶν ὁποιασδήποτε ἐντολῆς. Κοντὰ στὰ παλαιὰ ὑπάρχουν νέα παραδείγματα. Καὶ ἕνα εἶνε τὸ συμ­πέρασμα, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀ­πόστολος, ὅτι «Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2). Δὲν ὑ­πάρχει, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ θὰ κάνῃς καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα δὲν θὰ ἔρθῃ ἐπάνω σου ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἐν τούτοις, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι δὲν σωφρονίζον­ται. Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ ῥίχνονται ὅ­λοι στὴν ἁμαρτία ἀνεξαρτήτως φύλου, μορφώ­σεως, χρώμα­τος, πολιτικῆς ἰδεολογίας. Ὅ­πως τὸ παπὶ μόλις γεννηθῇ πέφτει στὸ νερό, ἔτσι ἡ ἁμαρτωλὴ γενεά μας ἀπ᾽ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας τσαλαβουτάει στὴν ἁμαρτία.
Ἄλλοι ἁρπάζουν καὶ κλέβουν μὲ δέκα χέρια κ᾽ ἑκατὸ δάχτυλα. Ἄλλοι ἀναιδέστατα ὁρ­κίζονται στὰ δικαστήρια κι ἁπλώνουν τὰ βρω­μερά τους χέρια ἐπάνω στὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐ­αγγέλιο, γιὰ νὰ ῥίξουν τὸν ἀθῷο στὴ φυλακὴ καὶ ν᾽ ἀθῳώσουν τὸν κακοῦργο Βαραββᾶ. Ἄλ­λοι ψεύδονται συστηματικὰ ὅπου κι ἂν σταθοῦν καὶ θεωροῦν τὴν ἀπάτη ὡς κάτι νόμιμο. Ἄλλοι τρυπώνουν σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτιμάζουν τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι τοῦ ἄλ­λου χωρὶς καμμία συναίσθησι. Καὶ ἄλλοι –ὦ Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι;– μέσα σὲ γραφεῖα, σὲ σχολεῖα, σὲ δρόμους, σὲ στρατῶνες, στὴ θάλασσα, στοὺς αἰθέρες, παντοῦ, ἀνοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸ ὄνομα ἐκεῖνο, ἐν τῷ ὁποίῳ «πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10. Ἠσ. 45,23. ῾Ρωμ. 14,11).

* * *

Ὦ ἀδελφοί μου, δὲν ἔχετε καρδιά, δὲν πο­νᾶτε; σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦ­με; Ἂς συναισθανθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ἂς πέσουμε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἐ­σταυρωμένου, ἂς φωνάξουμε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας τὸ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,18,21), ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης, ἂς κάνῃ τὸ ἔλεός του. Διότι φθάσαμε δώδεκα παρὰ πέντε. Καὶ ἂν μέσα στὰ λίγα αὐτὰ περιθώρια δὲν μετανοήσουμε, ἀλλοίμονο. Ἔρχεται, «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6), ἐπάνω στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, καὶ τότε θὰ ποῦμε στὰ σπήλαια καὶ στὰ βουνά· Ἀνοῖξτε νὰ μᾶς κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ ἐσφαγμένου ἀρνίου (πρβλ. Ἀπ. 6,16).
Πρὶν νά ᾽νε ἀργά, ἀδελφοί μου, τώρα καὶ ὄχι αὔριο, ἂς σπεύσουμε κοντὰ στὸ Χριστό, τὸν εὔ­σπλαχνο καὶ φιλάνθρωπο, ἂς φιλήσουμε τὰ ματωμένα του πόδια, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας θ᾽ ἀκούσουμε γλυκύτερα κι ἀπὸ ἀηδόνι νὰ ψάλλεται τὸ ἐμβατήριο τῆς μετανοίας· «Τέκνων ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»· τῆς ὁποίας μετανοίας εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅ­λους, δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πάντων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἀνδρέου Πατησίων – Ἀθηνῶν 10-3-1963)

ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 10th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ

Ἀδελφοί, «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» (῾Ρωμ. 13,11)
π. Αυγ.istἈρχίζω τὸ κήρυγμα μὲ ἕνα παράδειγμα. Σᾶς ἐρωτῶ· ἔχετε δεῖ ποτέ σας ὑπνοβάτη; Εἶνε κάτι φοβερό. Ὁ ὑπνοβάτης σηκώνεται τὴ νύχτα καί, ἐνῷ κοιμᾶται, ἀνοίγει τὴν πόρτα, βγαίνει ἔξω καὶ περπατάει! Κι ἂν βοηθήσῃ ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃ σὲ κανένα πηγάδι ἢ ἀπὸ καμμιὰ ταράτσα, θὰ ἐπιστρέψῃ πάλι στὸ κρεβάτι του. Τὸ πρωί, ὅταν ξυπνήσῃ καὶ τὸν ρωτοῦν τί ἔγινε τὴ νύχτα, δὲ θυμᾶται τίποτε. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὑπνοβάτης. Ἕνα φαινόμενο, ποὺ καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ καλὰ -καλὰ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ.
Ὁ ὑπνοβάτης εἶνε ἕνα παράδειγμα· εἶνε εἰκόνα μιᾶς ἄλλης καταστάσεως γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Φωνάζει καὶ μᾶς λέει, ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν ὕπνο (βλ. Ῥωμ. 13,11) . Ποιόν ὕπνο; Δὲν πρόκειται γιὰ τὸν φυσικὸ ὕπνο. Αὐτὸς εἶνε ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἀνάπαυσις τοῦ σώματος, ἀνανέωσις τῶν δυνάμεων, φάρμακο ζωῆς, ὑγεία καὶ εὐλογία· ὅπως ἀντιθέτως ἡ ἀϋπνία εἶνε μιὰ τιμωρία, μιὰ μάστιγα. Ὥστε ὅταν λέῃ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος, ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουμε, ἐννοεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ὕπνο, ὕπνο σὰν τοῦ ὑπνοβάτου, ὕπνο ἐπικίνδυνο καὶ θανατηφόρο, ὕπνο κατηραμένο. 
Εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ ἔλεγε κι ὁ Δαυΐδ· Βοήθησέ με, Θεέ μου· «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν»(Ψαλμ. 12,4-5). Καὶ ὁ ὕπνος αὐτός, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ φέρνει στὴν ὕπαρξί μας ἡ ἁμαρτία· κάθε ἁμαρτία. Θέλετε παραδείγματα; Νά μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, ποὺ τὴν ἀναφέρει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Εἶνε ἡ μέθη (βλ.Ῥωμ. 13,13). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεθύσῃ, ζαλίζεται, χάνει τὶς αἰσθήσεις του, δὲν κυριαρχεῖ πλέον στὸν ἑαυτό του.
Ὁ μέθυσος δὲν ἔχει φρένο. Ἀνοίγει τὸ στόμα του, μὰ τὰ λόγια του εἶνε ἀνοησίες, ἀστειολογίες, αἰσχρολογίες καὶ ὕβρεις, ποὺ ἐκτοξεύει ἐναντίον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Τὰ λόγια του ἀκόμα εἶνε ἐκμυστηρεύσεις· τὰ πιὸ σοβαρὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς του, ποὺ δὲν τὰ λέει οὔτε στὴ γυναῖκα του οὔτε στὸν πνευματικό του, τὰ λέει τότε μπροστὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, καὶ γίνεται καταγέλαστος. Ἀκόμη χειρότερα, τὴν ὥρα τῆς μέθης κυριαρχεῖ ὁ σατανᾶς καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ μεθύσου βγαίνουν φρικτὲς βλασφημίες τῶν θείων. Κ᾿ ἐπειδὴ στὸ θολωμένο μυαλό του δὲν κυριαρχεῖ πλέον ἡ λογική, ὁδηγεῖται καὶ σὲ ἄλλες ἁμαρτίες, ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Ἡ μέθη ἔχει γειτόνισσα τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία καὶ τὴν ἀκαθαρσία (ἔ.ἀ. 13,13). Βάκχος καὶ Ἀφροδίτη γειτονεύουν, ὅπως λέει καὶ ἡ μυθολογία. Ἄλλος γείτονας τῆς μέθης εἶνε ὁ θυμός, καὶ ἄλλος ἀκόμη χειρότερος ὁ φόνος. Διότι ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀλκοὸλ καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαπράξῃ φρικτὰ ἐγκλήματα. Ὁ ἔνδοξος Μέγας Ἀλέξανδρος σὲ συμπόσιο, ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀλκοὸλ ἐφόνευσε – ποιόν; Read more »

ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 27th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ

«Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος» (Α΄ Κορ. 6,12)

γαστριμ.ΧΑΙΡΩ, ἀγαπητοί μου, ποὺ ὁ Κύριος μὲ ἀ­ξιώνει νὰ ἐπικοινωνήσω μαζί σας.
Τί νὰ κηρύξω; δικά μου λόγια; Δὲν ἔχουν ἀ­ξία. Θὰ κηρύξω τὰ λόγια Ἐκείνου ποὺ εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ὡς εὐαγγέλιο διαβάζεται ἡ ὡραιότερη παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶνε ἡ καρδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ δὲ ἀπόστολος εἶνε μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν Πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τόσο τὸ εὐαγγέλιο ὅσο καὶ ὁ ἀπόστολος ἀναφέ­ρουν μία σοβαρὴ ἁμαρτία, τὴν πορνεία (Λουκ. 15,30. Α΄ Κορ. 6,13-18), ποὺ δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας ἔχει μεγάλη διάδοσι. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ μι­λήσω τώρα γιὰ τὴν πορνεία· θὰ μιλήσω γιὰ μία ἄλ­λη ἁ­μαρτία πού, ἐνῷ εἶνε κι αὐτὴ σοβαρή, ἐν τού­τοις τὴν παραβλέπουμε· θὰ μι­λήσω τώρα γιὰ τὴ γαστρι­μαργία, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ τὴν πορ­νεία. Ὅπως μιὰ φωτιὰ φουντώνει ὅταν τῆς ῥί­χνῃς πετρέλαιο ἢ βενζίνα, ἔτσι καὶ ἡ γαστρι­μαργία ἐξάπτει τὴν πορνεία. Γι᾽ αὐτὴν θὰ πῶ λίγα λόγια μὲ ἀφορμὴ τὸ χωρίο τοῦ σημερινοῦ ἀποστόλου ποὺ λέει «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος» (Α΄ Κορ. 6,12).

* * *

Οἱ φιλόσοφοι, ἀγαπη­τοί μου, διαιροῦν τὰ πράγματα σὲ δύο κατηγορίες. Στὴ μία κατατάσσουν τὰ ἀπηγορευμένα, ἐκεῖνα ποὺ ἀπαγορεύονται ἀπολύτως, ὅπως εἶνε λ.χ. ἡ κλοπή, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ὁ φόνος. Στὴν ἄλλη κατατάσσουν ἐκεῖνα ποὺ χαρακτηρίζον­ται ὡς ἀδιάφορα, διότι ἔτσι φαίνονται ἐκ πρώτης ὄ­ψεως. Σ᾽ αὐτὰ ἀνήκει καὶ ἡ τροφή. Δὲν μπορεῖς δηλαδὴ νὰ πῇς σὲ κάποιον, Ἀπαγορεύεται νὰ φᾷς, ἁμαρτάνεις. Ἡ τροφὴ εἶνε μία φυσικὴ ἀνάγκη, ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ ὄντα τῆς ζωι­κῆς κλίμακος. Καὶ Μέγας Ἀντώνιος νὰ γί­νῃς καὶ νὰ πᾷς στὴν ἔρημο ἢ στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἔ­χεις ἀνάγκη ἀπὸ λίγη ἔστω τροφή, δὲν μπορεῖς νὰ ζήσῃς χωρὶς αὐτήν. Ἔτσι τὰ ὥρισε ὁ Θεός.
Δὲν σοῦ ἀπηγόρευσε λοιπὸν κανεὶς νὰ φᾷς. Ἀλλὰ ὡς λογικὸ ὂν πρέπει νὰ σκεφθῇς· Μὲ συμφέρει νὰ φάω ὁ,τιδήποτε καὶ ὁσοδήποτε; Ὄχι βεβαίως. Ὑπάρχουν κάποιοι ὅροι καὶ ὅρια, ἂν θέλουμε νὰ μὴ βλάψουμε τὴν ὑ­γεία. Αὐτὸ το­νίζει σήμερα καὶ ὁ ἀπόστολος· μέτρο στὸ φαγη­τό. Δηλαδή, μὴν τρῶς περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι πρέ­πει καὶ πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπιτρέπει ἡ δίαι­τα τοῦ σώματος. Ἐκεῖνο τὸ ἐπὶ πλέον δὲν εἶνε οὔτε ὑ­γιεινὸ οὔτε εὐλογημένο. Σοφὰ λόγια ἔ­λεγε ἐπάνω στὸ θέ­μα αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Σὲ φτάνουν, λέει, ἑκατὸ δράμια ψωμί; Νὰ τὸ φᾷς, εὐλογημένο νά ᾽νε. Ἔφαγες δέ­κα δράμια παραπάνω; Εἶνε ἁμαρτία. Ἐκεῖνο ποὺ περισσεύει δὲν εἶνε δικό σου, εἶνε τοῦ φτω­χοῦ συνανθρώπου. Ὅταν κάθεσαι λοιπὸν στὸ τρα­πέζι κ᾽ εἶνε στρωμένο μὲ ὅλα τ᾽ ἀγαθά, φάε τὸ ἱκανόν, ἀλλὰ μὴ λησμονεῖς ὅτι, τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ τρῶς, χιλιάδες ἄνθρωποι ἰδίως στὴν Ἀφρι­κὴ καὶ στὴν Ἀσία πεινοῦν. Δὲν μπορεῖ ἐσὺ νὰ τρῶς πέρα τοῦ μέτρου, κι ὁ ἀδελφός σου νὰ πεθαίνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα. Εἶνε ἁμαρτία.
Νὰ ἔχῃς λοιπὸν μέτρο στὸ φαγητό. Μέτρο ἐπίσης στὸ ποτό. Δὲν σοῦ ἀπαγορεύει κανεὶς νὰ πιῇς. Ὁ Θεὸς φύτεψε τὰ ἀμπέλια· καὶ ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν αὐτά, δὲν θὰ ὑπῆρχε κρασί. Νὰ πιῇς κρασί, ἕνα – δυὸ ποτήρια. Ἀλλ᾽ ὅταν δὲν ἔχῃς μέτρο καὶ πίνῃς συνεχῶς καὶ μοιάζῃς μ᾽ ἐκεῖ­νο τὸν ποιητὴ ποὺ ὠνειρευόταν «νά ᾽ταν ἡ θά­λασσα κρασὶ …κ᾽ οἱ βάρκες κρασοπότηρα», ὅταν φτάνῃς στὸ σημεῖο αὐτό, τότε πλέον φεύγεις ἀπὸ τὰ ὅρια, εἶσαι ὑπερβολικός.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος λέει· Πρόσεχε καλά, νὰ μὴ δουλωθῇς καὶ σ᾽ ἐξουσιάσῃ κανείς. Καὶ ἐν προκειμένῳ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὴν κοιλιά. Ὅ­ταν σ᾽ ἐξουσιάσῃ ἡ κοιλιά, γίνεσαι δοῦλος καὶ κοντὰ στὰ ἄλλα σκάβεις ὅπως λέμε τὸν τάφο σου μὲ τὰ πιρούνια καὶ τὰ κουτάλια, προκαλεῖς δηλαδὴ τὸ θάνατο. Διότι πράγματι ἀπὸ τὴν κα­τάχρησι τῶν τροφῶν προέρχεται ἕνα πλῆθος ἀ­σθενειῶν καὶ ἡ ζωὴ συντομεύεται. Σήμερα λοι­πὸν ὁ ἀπόστολος τονίζει· Προσέξτε καλά· νὰ φᾶ­τε, νὰ πιῆτε, ἀλλὰ μὲ μέτρο, σὰν λογικὰ ὄντα.
Ἡ γαστριμαργία εἶνε ἁμαρτία, μία ἀπὸ τὶς θα­νάσιμες ἁμαρτίες. Οἱ γαστρίμαργοι ῥητὸ ἔ­χουν τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­ριον γὰρ ἀπο­θνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13. Α´ Κορ. 15,32)· στὸ βάθος εἶνε ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι. Σύμβολο τῆς γαστριμαργί­ας εἶνε ὁ χοῖρος, τὸ ἀκάθαρτο ζῷο ποὺ ἀναφέ­ρει καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ. 15,15-16), ποὺ εἶνε ἀ­δηφάγος καὶ τρώει συνεχῶς. Μὴ γίνεσαι λοιπὸν σὰν τὸ κτῆνος· βάλε μέτρο στὸν ἑαυτό σου.
Ἡ γαστριμαργία ἔχει καὶ κοινωνικὲς καὶ ἐ­θνι­κὲς ἐπιπτώσεις. Εἶνε μία ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ δὲν γεννιῶνται παιδιά, αἰτία δηλαδὴ τοῦ δημογραφικοῦ μας προβλήματος. Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· στὰ παιδικά μας χρόνια τὸ ψωμὶ ἦταν μπομπό­τα – τέτοιο τρώγαμε στὸ χωριό μας. Πολύ­τε­κνες ἦταν οἱ οἰκογένειες. Ἡ μάνα ζύμωνε καὶ ἔψηνε στὸ δικό της φοῦρνο. Ἡ γιαγιὰ μᾶς φώ­ναζε· Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ φᾶτε. Ἔβαζε στὸ τραπέζι τὸ κριθαρένιο ψωμί, ἔκανε τὸ σταυ­ρό της, τό ᾽κοβε σὰν ἀντίδωρο καὶ ἔ­λεγε· Προ­σέξτε, παιδιά μου, μὴν πέσῃ κάτω ψίχουλο· κάθε ψίχουλο εἶν᾽ ὁ Χριστός… Κ᾽ ἔ­τρωγαν τὰ φτωχὰ παιδιὰ τὸ κρι­θάρινο ψωμὶ μὲ κρεμμύδι καὶ ἐλιά, κ᾽ ἦταν ὑ­γιέστατα, μὲ μάγουλα σὰν παπαροῦ­νες. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λένε αὐ­τοὶ ποὺ ἐρευνοῦν τὰ πράγματα· ὅσο τρώει τώρα ἕ­να παιδί, ἔτρωγαν ἄλλοτε πέντε. Γι᾽ αὐτὸ τὰ πέντε ἔγιναν πλέον ἕνα! Κι αὐτὸ τὸ ἕνα τὸ μυα­λό του τό ᾽χει στὸ ψυγεῖο. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐμέ­­να ρωτᾶτε; Παιδιατρικὸ συνέδριο στὴν Ἀθήνα ἀνακοίνωσε, ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα παρουσιάστηκαν παιδικὲς καρδιοπάθειες. Οἱ γέροντες ἔχουμε καρδιὰ βεβαρημέ­νη, ἀλ­λὰ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ εἶνε ἀκόμη γερή, κινεῖ­ται σὰν τὸ λάστιχο. Οἱ καρδι­οπάθειες στὰ παιδιὰ προκλήθηκαν ἀπ᾽ τὸ πολὺ φαΐ· ἐνῷ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῶν πολυτέκνων ἦ­­ταν ῥοδοκόκκινα. Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ παιδιά, ποὺ μεγάλωσαν μὲ τὴ μπομπότα, πῆραν τότε τὴν Ἑλ­λάδα ἀπὸ τὴ Μελούνα καὶ τὴν πῆγαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Κακομαθημένα σήμερα, κακοαναθρεμμένα παιδιά, ἐνῷ ὁ στρατὸς τοὺς παρέχει ἄριστο συσσίτιο, ἐν τούτοις δὲν ἱκανοποιοῦν­ται, δὲν ἔχουν ἀντοχή, τὰ βλέπεις καὶ αὐτοκτονοῦν. Δὲν εἶνε λοιπὸν ἡ γαστριμαργία ἕνα μικρὸ ἁμάρτημα· ἔχει μεγάλες συνέπειες.

* * *

Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σ᾽ ἕναν αἰῶνα ποὺ τὸν χαρακτηρίζει ἡ σπατάλη· στὸ φαγητό, στὸ ποτό, στὰ ροῦχα, στὰ ἔπιπλα, στὴ διασκέδασι, στὰ ταξίδια, παντοῦ. Ἰλιγγιώ­δη ποσὰ δαπα­νῶνται. Οἱ οἰκονομολόγοι ὠ­νόμασαν τὴν κοινω­νία αὐτὴ καταναλωτικὴ κοινωνία. Δό­γμα τοῦ καταναλωτισμοῦ εἶνε· ὅ­σο περισσότερα ξοδεύεις, τόσο ἀνώτερο ἐπίπεδο ζωῆς ἔχεις! Καὶ ἐνῷ τὰ ὄντως ἀναγκαῖα εἶνε λίγα, μὲ τὴ δι­α­φήμισι ἔγιναν ἀναγκαῖα πολλὰ περιττά. Ὁ Σωκρά­της εἶπε· Ὅσο λιγώτερες ἀνάγκες ἔχει καν­είς, τόσο περισσότερο πλησιάζει στὸ θεῖον· διότι τὸ θεῖον εἶνε ἀνενδεές, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Γι᾽ αὐτὸ γιὰ τὴν κοιλιὰ καὶ τὰ φαγώσιμα ὁ σημερινὸς ἀπόστολος λέει· «ὁ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει» (Α΄ Κορ. 6,13).
Ξοδεύουν οἱ θεωρούμενοι ἀνεπτυγμένοι λαοί, κι ὅσοι δὲν ξοδεύουν θεωροῦνται ὑποανάπτυκτοι. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶνε ἡ χρεωκοπία, ἐνῷ λαοὶ ποὺ ζοῦν μὲ λιτότητα προοδεύουν. Παράδειγμα οἱ Ἰάπωνες. Ἡ Ἀμερικὴ τοὺς νίκησε μὲ τὴν ἀτομικὴ βόμβα· καὶ τώρα ἡ Ἰαπωνία νικᾷ τὴν Ἀμερικὴ μὲ τὴν ὀλιγάρκεια καὶ τὴν ἐργατικότητα. Διότι ὅσο τρώει ἕνας Ἀ­μερικᾶνος φθάνει γιὰ νὰ φᾶνε πέντε Γιαπωνέ­ζοι. Ὦ Παῦλε ἀπόστολε, τί σοφὰ λόγια εἶπες!
Φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μας, μὰ ποιός ἀκούει; Μιὰ περίοδος μεγάλης σπατάλης εἶνε ἡ περί­οδος τῶν ἀπόκρεων. Ἑκατομμύρια σπαταλῶν­ται γιὰ τὸ διάβολο, σὲ φαγοπότια, διασκεδάσεις, μέθες καὶ κραιπάλες. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐ­μένα ρωτᾶτε; Διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σπατάλης ἔρχεται ἡ πεῖνα. Σπάταλος ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός· κι ἀφοῦ ἔφαγε τὴν περιουσία του «μετὰ πορνῶν» (Λουκ. 15,30), στὸ τέλος πείνα­σε κ᾽ ἔτρωγε τὰ χαρούπια τῶν χοίρων. Ἡ σημερι­νὴ κοινωνία σπαταλᾷ συνεχῶς σὲ διασκεδάσεις, κι ὅταν βγῇ ὁ ἔρανος τῆς Ἀγάπης ῥίχνει δεκάρες. Ὅπως πείνασε ὁ ἄσωτος, ἔτσι θὰ τιμω­ρηθῇ κι αὐτή. Ἐγὼ εἶμαι γέρος καὶ θὰ πεθά­νω, ἀλλὰ σᾶς τὸ λέω· ἔρχεται «λιμός», πεῖνα (ἔ.ἀ. 15,14)· θὰ πραγματοποιηθῇ ἡ προφητεία τοῦ ἁγί­ου Κοσμᾶ «μιὰ φούχτα ἀλεύρι μιὰ φούχτα χρυ­σάφι». Καὶ κοντὰ στὸ λιμὸ ἔρχεται καὶ νέα ἀ­σθένεια, χειρότερη ἀπὸ τὸν καρκίνο· τὸ ἔιτζ…
Θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ μ᾽ ἀκούσετε καὶ θὰ ζήσετε ὡς Χριστιανοί, μακριὰ ἀπὸ καρναβάλια, νυκτερινὰ κέντρα, μοιχεῖες, πορνεῖες. Τότε θά ᾽χετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἑορτά­σετε τὸ Τριῴδιο καὶ νὰ φθάσετε τὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξο ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναο Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 7-2-1988)

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΘΕΣΙ ΣΥ ΕΚΕΙ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 12th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ ΙΖ΄ (Β΄ Κορ. 6,16 – 7,1)

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΘΕΣΙ ΣΥ ΕΚΕΙ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ!

«Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε»

 

Εstayr. η xrιmΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἀπόστολο; Σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βάζει σ᾿ ἕνα δίλημμα. Μᾶς δείχνει δυὸ δρόμους – τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τοῦ Χριστοῦ, κι ὁ ἄλλος τοῦ διαβόλου. Ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ εἶνε μὲ τὸ φῶς, ἢ θὰ εἶνε μὲ τὸ σκοτάδι. Ἢ θὰ εἶνε μὲ τὴν ἡμέρα, ἢ θὰ εἶνε μὲ τὴ νύχτα. Ἢ μὲ τὸ ψεῦδος, ἢ μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἢ μὲ τὸ Χριστό, ἢ μὲ τὸ διάβολο. Ἢ νὰ εἶσαι Χριστιανός, ἢ νὰ μὴν εἶσαι. Συμβιβασμοὶ σὲ ζητήματα τῆς πίστεως δὲν χωροῦν, ὑποχωρήσεις σὲ ζητήματα ἠθικῆς δὲν ἐπιτρέπονται.

* * *

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ὁ ἀπόστολος φωνάζει καὶ λέει· «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε,… καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε» (Β΄ Κορ. 6,17). Δὲν ἐπιτρέπεται, λέει, ὁ Χριστιανὸς νὰ πηγαίνῃ ἐκεῖ ποὺ εἶνε τὰ κέντρα τοῦ διαβόλου. Δὲν ἐπιτρέπεται ὁ Χριστιανὸς νὰ ἔχῃ σχέσεις καὶ ἐπικοινωνίες μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν προδώσει τὴν πίστι.
Κέντρα τοῦ διαβόλου στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποιά ἦταν; Ἦταν οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων, οἱ ναοὶ τῶν αἰσχρῶν θεῶν, μέσα στοὺς ὁποίους ἐτελοῦντο ὄργια. Ἐκεῖ ὁ Χριστιανὸς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ· οὔτε νὰ λάβῃ μέρος στὶς πομπὲς καὶ τελετές τους.
―Ἀλλὰ σήμερα, θὰ μοῦ πῆτε, δὲν ὑπάρχουν τέτοια κέντρα τοῦ διαβόλου. Σήμερα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐπάνω στὴ γῆ τῆς Ἑλλάδος δὲν λειτουργεῖ οὔτε ἕνας ναὸς τοῦ Βάκχου ἢ τῆς Ἀφροδίτης.
Ναί. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχουν ναοὶ τῶν αἰσχρῶν θεῶν τοῦ ἀρχαίου Ὁλύμπου, ὑπάρχουν ὅμως ἄλλα κέντρα τοῦ διαβόλου.
―Ποιά εἶνε τὰ κέντρα αὐτά;
Ἐμένα ρωτᾶτε τὸν καλόγερο; Βουΐζει ὁ κόσμος. Είμεθα χριστιανικὸ κράτος, καὶ παίζονται ἔργα τέτοια, ποὺ καὶ ἀλλόθρησκοι θὰ τὰ ἀποδοκίμαζαν· ἔργα, ποὺ καὶ τοὺς πιθήκους ἀκόμη θὰ ἔκαναν νὰ κοκκινίσουν ἀπὸ ντροπή. Στὴ χριστιανική μας χώρα, μὲ τόσους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, μὲ ἱερὰ σύνοδο καὶ μὲ σύνταγμα ποὺ ἀρχίζει εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐπιτρέπεται νὰ προβάλλωνται ἔργα καταισχύνης τῆς χριστιανικῆς μας πατρίδος; Στὰ κέντρα αὐτὰ ἐσύ, Χριστιανέ, δὲν ἔχεις καμμία θέσι. Δὲν μπορεῖς τὸ πρωῒ νὰ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία καὶ ν᾿ ἀκοῦς «Λάβετε φάγετε…», καὶ τὸ βράδι νὰ πηγαίνης μέσα στοὺς σταύλους τοῦ διαβόλου. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε». Βγῆτε ἔξω, Χριστιανοί, ἀπὸ τὰ κέντρα αὐτὰ τῆς αἰσχύνης.
Ἄλλα κέντρα τοῦ διαβόλου εἶνε τὰ χαρτοπαίγνια καὶ τὰ καζῖνο, ποὺ ξαφρίζουν πορτοφόλια πλουσίων καὶ φτωχῶν. Κέντρα τοῦ διαβόλου εἶνε τὰ μαγαζιὰ μὲ τὰ μηχανάκια ἐκεῖνα ποὺ δὲ᾿ θὰ τὰ βρῇς σὲ ἄλλες χῶρες, μηχανάκια ποὺ ξαφρίζουν τὰ πορτοφόλια μικρῶν καὶ μεγάλων, τῶν παιδιῶν τοῦ πτωχοῦ μας λαοῦ. Αὐτὰ ὄχι μόνο πορτοφόλια κλέβουν, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα κακὰ φέρνουν, μέχρι καὶ αὐτοκτονίες. Κυνηγοῦσαν κάποτε τοὺς λῃστὰς στὰ βουνά. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι εἶνε ἀθῷοι μπροστὰ στοὺς ἄλλους λῃστὰς ποὺ εἶνε μέσα στὴν κοινωνία καὶ λῃστεύουν στὰ πράσινα τραπέζια ὅσους πέφτουν στὶς παγίδες τους. Λοιπόν, δὲν μπορεῖς νὰ ἔρχεσαι τὸ πρωῒ στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸ βράδι νὰ παίζῃς μέσα στὸ ναὸ τοῦ αἰσχροῦ κέρδους. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν…».
Κέντρα τοῦ διαβόλου εἶνε καὶ ὅλα τὰ αἰσχρὰ κέντρα διασκεδάσεως, ποὺ γέμισε ἀπ᾿ αὐτὰ ἡ πατρίδα μας. Γιά μετρῆστε σὲ μιὰ περιοχή, πόσες εἶνε οἱ ἐκκλησίες καὶ πόσα τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας. Νυκτερινὰ κέντρα, ντίσκο, μπάρ, κακόφημοι οἶκοι, κινηματογράφοι, θέατρα κ.τ.λ. φυτρώνουν σὰν τὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριὰ τοῦ διαβόλου. Στὴν ἐκκλησία ἔρχονται δέκα, ἐκεῖ πᾶνε χίλιοι.
Κέντρα τοῦ διαβόλου εἶνε ἐπίσης τὰ μέντιουμ, ὁ πνευματισμός, οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες, καὶ ὅλες οἱ αθουσες ἢ ναοὶ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων.
Στὰ κέντρα αὐτὰ ἐσύ, Χριστιανέ, δὲν ἔχεις καμμιά θέσι. Μπορεῖς βέβαια νὰ πᾷς. Δὲν ἔχει ἡ Ἐκκλησία οὔτε ἀστυνομία οὔτε μαστίγια καὶ ξίφη. Μπροστά σου εἶνε ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς (βλ. Σ. Σειρ. 15,16). Διάλεξε καὶ πάρε, ἐλεύθερος εἶσαι. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία σὲ προειδοποιεῖ· Γιὰ νὰ πᾷς μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο κέντρο, πρέπει προηγουμένως νὰ φτύσῃς τὴν κολυμβήθρα σου, νὰ λερώσῃς τὸ δισκοπότηρο, νὰ πατήσῃς τὸν τίμιο σταυρό. Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἀγαπητοί μου, τὸ κάνει; Ἂν μπῇς μέσα στὰ κέντρα αὐτά, σὺ ποὺ πλησιάζεις τὴν Ἐκκλησία ―δὲ᾿ μιλῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους―, σὺ ποὺ ἐξομολογεῖσαι καὶ κοινωνᾷς, ἕνας ἄγγελος θὰ φωνάξῃ· Τί θέ᾿ς μέσα ᾿δῶ ἐσύ, Χριστιανέ; «Ἐξέλθετε …καὶ ἀφορίσθητε, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε».
Καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν πηγαίνουμε στὰ κέντρα αὐτά, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα ζητάει ἡ ἁγία μας θρησκεία· Νὰ μὴ λέμε καλημέρα, νὰ μὴν ἔχουμε σχέσεις φιλίας καὶ ἀγάπες ἢ καὶ συγγένειες μὲ πρόσωπα ποὺ εἶνε ἀμετανόητα (βλ. Β΄ Ἰωάν.10· Β΄ Θεσ. 3,14).
Ὅλοι ἀσφαλῶς εμεθα ἁμαρτωλοὶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι· ἁμαρτωλοὶ ποὺ καυχῶνται γιὰ τὴν ἀπιστία τους, τὴν ἀθεΐα τους, τὶς βλαστήμιες τους, τὶς πορνεῖες τους, τὰ διαζύγιά τους, γιὰ ὅλα αὐτά. Μ᾿ αὐτούς, ἐσὺ ὁ Χριστιανός, δὲν πρέπει νὰ ἔχῃς καμμία κουβέντα. Γι᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἰσχύει· «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε,… καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε». Δηλαδὴ πιὸ λιανά. Ἔχεις παιδὶ νὰ βαπτίσῃς; Πρόσεξε νὰ μὴ δώσῃς τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαπτίσῃ κάποιος πλούσιος τῆς ἀτίμου καὶ διεφθαρμένης κοινωνίας, ετε πολιτικὸς ετε ἄνθρωπος ποὺ βλαστημάει τὸ Θεό. Ὄχι, εἶνε ἀνάξιος γιὰ κουμπάρος, κἂν νομάρχης, κἂν ὑπουργός, κἂν ὅ,τι νά ᾿νε. Δῶστε τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαπτίσῃ ἕνα πτωχαδάκι ποὺ δακρύζει μπροστὰ στὸ Χριστό· γιατὶ ἕνα πτωχαδάκι εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ ἕνα βασιλιᾶ τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτὰ πιστεύουμε, αὐτὰ κηρύττουμε. Ἢ εἶνε ὥρα νὰ παντρευτῇ τὸ κορίτσι σου; Νὰ μὴ τὸ δώσῃς οὔτε σὲ γιατρὸ οὔτε σὲ δικηγόρο οὔτε σὲ μηχανικὸ οὔτε σὲ ἄλλο πλούσιο, ἐὰν αὐτὸς δὲν πιστεύῃ στὸ Χριστὸ καὶ ἐμπαίζῃ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τῆς ἁγίας ἡμῶν θρησκείας. Προτίμησε τὴν κόρη σου νὰ τὴ δώσῃς σὲ ἕνα τίμιο ἐργάτη, παρὰ νὰ τὴ δώσης σὲ ἕναν ποὺ τρέχει μὲ λιμουζῖνες· γιατὶ αὐτὸς ὁ ἐργάτης ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλο. Τὸν ἔβαλες μέσα ἐκεῖνο τὸν ἄλλο; τὸν ἔκανες γαμπρό; Θὰ σὲ στύψῃ ὅπως στύβουν τὴ λεμονόκουπα καὶ θὰ σὲ πετάξῃ στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων καὶ θὰ τινάξῃ τὸ σπίτι σου στὸν ἀέρα. Προτιμότερο νὰ βάλῃς δυναμίτη στὰ θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ σου, παρὰ νὰ βάλῃς μέσα ἀθέους, ἀπίστους καὶ βλασφήμους. Κλεῖσε τὴν πόρτα σου, Χριστιανέ, σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑποκείμενα, κἂν διπλώματα ἔχουν, κἂν γλῶσσες, κἂν ἀξιώματα, ὅ,τι νά ᾿χουν.
Αὐτὰ δὲν τὰ λέω ἐγώ. Ἐγὼ πῆρα ἕνα χιλιάρικο, μιὰ λίρα, καὶ τὴν ἔκανα λιανά. Ποιά εἶνε ἡ λίρα; Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος· «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε,… καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε». Τὰ λέει ὁ Παῦλος αὐτά. Σᾶς τὰ ἔκανα λιανά, νὰ τὰ καταλάβετε.

* * *

Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῆτε· Ἦρθες καὶ μᾶς τάραξες. Αὐτὰ ποὺ λὲς εἶνε μιὰ ζωὴ περιωρισμένη. Κινηματογράφο γιόκ, θέατρο γιόκ, γήπεδα γιόκ. Μᾶς ἔκλεισες λοιπόν, ἀναπνοὴ νὰ μὴν πάρουμε. Ἐσὺ εἶσαι καλόγερος…
Ὄχι, ἀγαπητέ μου. Ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι Χριστιανός, ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε δύο Εὐαγγέλια, ἕνα γιὰ τοὺς καλογέρους καὶ ἕνα γιὰ τοὺς κοσμικούς. Ἕνα Εὐαγγέλιο ἔκανε γιὰ ὅλους, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διακόνους, καλογήρους, βασιλιᾶδες, καὶ γιὰ τὸ λαό. Ἕνα εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ εμεθα ὑποχρεωμένοι ὅλοι ὅσοι περάσαμε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, νὰ τὸ τηρήσουμε μέχρι ἰῶτα.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν μακριά ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Μακριά ἀπὸ τοὺς ἀμετανοήτους. Μακριά ἀπὸ τοὺς βλασφήμους. Χίλιες φορὲς χωρισμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἑνωμένοι μὲ τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἂς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου ποὺ λέει· «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε…».
Τελείωσα, ἀδελφοί μου. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ζοῦν καὶ ν᾿ ἀναπνέουν ἕτοιμοι νὰ παίξουν κορώνα γράμματα τὴ ζωή τους γιὰ τὰ ὅσια καὶ ἱερά. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου σε ιερο ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 7-2-1965

1. Επιμονη στην προσευχη 2. Τι εινε το σωμα μας;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 7th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28)

Ἐπιμονη στην προσευχη

«Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Ματθ. 15,23)

π. Αυγουστινος ιντΟ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει μιὰ ἀδυναμία. Θέλει νὰ τὸν ἐπαινοῦν καὶ νὰ τὸν κολακεύουν. Αὐτὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κούνια καὶ φθάνει ὣς τὰ γηρατειά. Τὸ παιδὶ στὸ σπίτι θέλει χάδι καὶ ἔπαινο περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ δώσῃς μιὰ σακκούλα καραμέλλες. Ὁ μαθητὴς στὸ σχολεῖο χαίρεται ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἐπαινῇ. Ὁ στρατιώτης στὸ στρατὸ φιλοτιμεῖται ὅταν ὁ ἀξιωματικὸς τὸν ἐπαινῇ. Ὁ ὑπάλληλος περιμένει τὸν ἔπαινο τῶν προϊσταμένων του. Καὶ ὁ νέος καὶ ὁ γέρος, ὅλοι θέ᾿νε ἔπαινο. Ζοῦμε μέσα στὸν ἔπαινο.
Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, τί ἀξία ἔχουν; Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν μὲ κίβδηλα νομίσματα. Εἶνε ἐπιπόλαιες κρίσεις ἀνθρώπων ποὺ λίγο μᾶς γνωρίζουν. Εἶνε προϊόντα ἄθλια μιᾶς αἰσχρᾶς βιομηχανίας ποὺ λέγεται κολακεία. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους δὲν ἔγιναν παγίδες, πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους; Συχνὰ ἡ διαφθορά, ἰδίως τῶν νεανίδων, ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα κοπλιμέντο, ἀπὸ ἕναν ἔπαινο· καὶ σιγὰ – σιγά, ἂν δὲν καταλάβουν τὸν κίνδυνο, πέφτουν στὴν καταστροφή. Πόσοι δὲν ἔπαθαν ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ασωπος· ἡ ἀλεποῦ, λέει, εἶδε τὸν κόρακα πάνω στὸ δέντρο νὰ κρατάῃ στὸ ῥάμφος του ἕνα κομμάτι κρέας. Πῶς νὰ τοῦ τὸ πάρῃ; Ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ, ὅτι ἔχει «ὡραία φωνή». Ἔτσι ὁ ἀνόητος ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ «τραγουδήσῃ», καὶ τὸ κρέας ἔπεσε…
Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἔπαινοι τοῦ κόσμου εἶνε χωρὶς ἀξία ἢ γίνωνται καὶ παγίδες, ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἔπαινοι ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ τοὺς προσέξουμε. Εἶνε οἱ ἔπαινοι τιμίων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν κολακεύουν. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν λέει ψέματα. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ. Ὤ ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ! Ἂς μ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, κι ἂς μὲ κατηγορῇ ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἂν μ᾿ ἐπαινῇ ὅλος ὁ κόσμος ἀλλὰ μὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, καμμιά ἀξία δὲν ἔχω. Ἂν σ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, παράδεισο ἔχεις· ἂν σὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, κόλασι ἔχεις. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἐπαίνους τοῦ ματαίου τούτου κόσμου; Τοῦ Θεοῦ ὁ ἔπαινος ἀξίζει.

* * *

Ἕναν τέτοιο ἔπαινο ἔχει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Σήμερα ὁ Κύριός μας ἐπαινεῖ. Ποιόν ἐπαινεῖ; βασιλιᾶ; στρατηγό; σοφό; ἐπιστήμονα; Ὄχι. Ἐπαινεῖ μιὰ γυναῖκα. Ποιά γυναῖκα; Τὴ Χαναναία, ποὺ ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ ζητοῦσε τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας της. Μὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπαινῇ ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶχε ἀξία. Καὶ πράγματι ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἤτανε διαμάντι. Ἦτο ἀξία ἐπαίνου. Τί εἶδε ἆραγε ὁ Χριστὸς στὴ Χαναναία καὶ εἵλκυσε τὸ θαυμασμό του;
Τὸ πρῶτο ποὺ εἶδε ἦταν ἡ πίστι της. Τί ἦταν ἡ Χαναναία; Εἰδωλολάτρις. Ἡ χώρα της, ἡ Χαναάν, ἦταν χώρα αἰσχρᾶς εἰδωλολατρίας, μὲ μάγους καὶ μάγισσες. Δὲν ἔζησε αὐτὴ στὰ Ἰεροσόλυμα, δὲν εἶχε ἀκούσει τὸ Χριστό, δὲν εἶδε τὰ θαύματά του. Καὶ ὅμως, μόλις τῆς εἶπαν ὅτι αὐτὸς ποὺ περνάει εἶνε ὁ Χριστός, μιὰ ἐσωτερικὴ πεποίθησι τὴν ἔκανε νὰ πῇ· Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, αὐτὸς εἶνε ὁ μοναδικὸς γιατρὸς καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα μου. Ἀμέσως ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σβήσανε μέσα στὴν καρδιά της ὅλοι οἱ ψεύτικοι θεοί. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη προσκολλήθηκε στὸ Χριστό. Αὐτὴ τὴν πίστι βράβευσε ὁ Χριστός.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι; Ὅταν ἀρρωστήσουμε ποῦ τρέχουμε; Πολλοί, λεγόμενοι Χριστιανοί, τρέχουν σὲ μάγους. Ἀκόμη καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτόν. Καὶ ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα κέντρα. Ὀργιάζει ἡ μαγεία καὶ ξαφρίζει πορτοφόλια… Θὰ πῇ κανείς· Κ᾿ οἱ παπᾶδες ζητᾶνε τυχερά. Δὲν τὸ ἐγκρίνω. Θέλω ὁ παπᾶς νὰ εἶνε στὸ ὕψος του καὶ τὰ μυστήρια νὰ τελοῦνται δωρεάν. Δὲν τὸ ἐγκρίνω λοιπὸν αὐτό. Ἀλλὰ δὲν ἐγκρίνω καὶ τὸ ἄλλο· ὅταν ὁ παπᾶς ζητήσῃ κάτι, τὸν περνοῦν «γενεὲς δεκατέσσερις»· στοὺς μάγους ὅμως ἀδειάζουν τὰ πορτοφόλια χωρὶς διαμαρτυρία. Λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Χριστός, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, λὲς καὶ δὲν κάνει θαύματα ἡ πίστι μας.
Βλέπετε λοιπὸν τί πίστι εἶχε ἡ Χαναναία, ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς;
Ἐπῄνεσε ὁ Χριστὸς τὴ Χαναναία γιὰ τὴν πίστι της. Ἀλλὰ τὴν ἐπῄνεσε καὶ γιὰ τὴν ταπείνωσί της. Τῆς λέει· «Δὲν εἶνε σωστό, τὸ ψωμὶ ποὺ προορίζεται γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξω στὰ σκυλιά» (Ματθ. 15,26). «Παιδιὰ» ἐννοοῦσε τοὺς Ἰουδαίους, καὶ «σκυλιὰ» τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ ζοῦσαν μιὰ ἀκάθαρτη καὶ αἰσχρὰ ζωή. Ἡ Χαναναία ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, καὶ δὲν τὸ πῆρε ὡς προσβολὴ τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς της· πῆρε τὴ λέξι «σκυλί», ποὺ θεωρεῖται ὑβριστική ―ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο της―, καὶ τὴν ἔκανε ὅπλο, καὶ μ᾿ αὐτὴν πολέμησε – ποιόν; Τὸ Χριστό· καὶ Τὸν ἐνίκησε. Ὤ θαῦμα! Νίκησε τὸν Ἀήττητο. «Ναί, Κύριε», λέει (ἔ.ἀ.15,27)· ἂν ἄλλοι εἶνε παιδιά σου, ἐγὼ εἶμαι σκυλάκι σου. Δῶσε τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά σου· ἐγὼ θὰ περιμένω νὰ πάρω τὰ ψίχουλα. Ἕνα ψίχουλο, Χριστέ μου, φτάνει γιὰ μένα.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια ταπείνωσι; Δεχόμεθα παρατηρήσεις καὶ ἐλέγχους; Οἱ περισσότεροι εἶστε οἰκογενειάρχαι καὶ ἔχετε σπίτια. Τολμᾷ σήμερα ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ παρατήρησι στὴ γυναῖκα; Καὶ τολμᾷ ἡ γυναίκα νὰ κάνῃ παρατήρησι στὸν ἄντρα; Ἔτσι τὸ ἀντρόγυνο ζῇ μέσα σὲ μιὰ κολακεία, ὄχι στὴν ἀλήθεια. Ποῦ εἶνε ἡ ταπείνωσι; Μᾶς ἔφαγε ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἁμάρτημα, μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὴν πορνεία κι ἀπὸ τὴ μοιχεία κι ἀπὸ ὅλα. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν ἑωσφόρο καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν βλέπω ἄντρα ὑπερήφανο ἢ γυναῖκα ὑπερήφανη, μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω τὸ διάβολο· κι ὅταν βλέπω ταπεινὸ ἄνθρωπο, μοῦ φαίνεται σὰν ἄγγελος. Τέτοια ταπείνωσι εἶχε ἡ Χαναναία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴν ἐπῄνεσε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!» (ἔ.ἀ. 15,28) καὶ μεγάλη σου ἡ ταπείνωσις.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶνε ἀξιοθαύμαστη καὶ γιὰ κάποια ἄλλη μεγάλη ἀρετή. Ποιά; Ἔπεσε στὰ πόδια καὶ παρακαλοῦσε· «Κύριε, ἐλέησον» (ἔ.ἀ. 15,22). Καμμιά σημασία ὁ Χριστός! «Κύριε, ἐλέησον»· καμμιά ἀπάντησις! Μὰ δὲν ἄκουγε ὁ Χριστός; Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔφτειαξε μηχανήματα κι ἀκούῃ μακριά, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει ὅλες τὶς φωνὲς καὶ ὅλους τοὺς ψιθύρους. Καὶ ὅμως ἐδῶ καμμιά σημασία! Τί ἔκανε τότε αὐτή; Ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι ἔκραζε «ἔμπροσθεν» (βλ. Μᾶρκ. 7,25), ὁ ἄλλος λέει ὅτι ἔκραζε «ὄπισθεν» (Ματθ. 15,23). Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ τριγυρίζουν τὸ ἀφεντικό τους πότε μπροστὰ καὶ πότε πίσω, ὥσπου νὰ τοὺς δώσῃ κάτι; Ἔτσι κι αὐτή. Μιὰ πίσω, μιὰ μπροστά, δὲν κουράστηκε, ἕως ὅτου ἀνάγκασε τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του καὶ νὰ μιλήσῃ. Ἡ Χαναναία ἐπιμένει. Ἐπιμένει ὄχι στὸ κακό, ὄχι στὴν ἀτιμία, ὄχι στὸ ἔγκλημα· ἐπιμένει στὸ καλό. Εἶνε ἀρετή, παρ᾿ ὅλα τὰ ἐμπόδια, νὰ ἐπιμένῃς στὸ καλό. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει νικᾷ.
Ἕνα ἰνδικὸ παραμύθι λέει, ὅτι κάποτε ἕνας ναύτης ταξίδευε. Ἦταν στὸ ἄκρο τοῦ πλοίου, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὸ ἔπαιζε στὰ δάχτυλά του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως τὸ δαχτυλίδι τοῦ φεύγει καὶ πέφτει στὴ θάλασσα. Δὲν ἀπελπίστηκε. Τί ἔκανε; Πῆρε ἕνα κουβᾶ κι ἄρχισε νὰ …ἀδειάζῃ τὴ θάλασσα! Τότε, λέει, ἄκουσε τὴ θάλασσα· ―Τί κάνεις ἐκεῖ; ―Ἄχ, ἄτιμη θάλασσα, λέει, μοῦ ᾿κλεψες τὸ δαχτυλίδι μου. Θὰ σὲ ἀδειάσω νὰ τὸ πάρω! Ὅταν τ᾿ ἄκουσε ἡ θάλασσα, φοβήθηκε. ―Ἐσύ, λέει, ἔχεις κακὸ σκοπό· πάρε τὸ δαχτυλίδι σου, γιατὶ σὲ βλέπω ὅτι εἶσαι ἐπίμονος…
Ἀκοῦτε ἐπιμονή; Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἐπιμονὴ στὸ καλό, καὶ θὰ νικήσουμε.

* * *

Ἀγαπητοί μου! Ἂν κάτι ποὺ ζητοῦμε εἶνε σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ τὸ ζητοῦμε ὅπως ἡ Χαναναία. Μὴ μοιάσουμε σὰν κάτι ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυποῦν στὰ σπίτια τὸ κουδούνι μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν· φεύγουν, γιατὶ θέλουν νὰ πειράξουν. Ὄχι, λοιπόν, μιὰ φορά, ἀλλὰ συνεχῶς, μέχρι ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ἠλεκτρικὸ κουδούνι γιὰ μᾶς εἶνε ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἂς ἐπιμένουμε· Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅμα αὐτὸ τὸ λέμε μὲ ἐπιμονή, τότε καὶ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα θὰ γίνουν, καὶ θ᾿ ἀκούσουμε κ᾿ ἐμεῖς· «Μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω ὡς θέλεις» (ἔ.ἀ. 15,28).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος; Ἀθηνῶν 31-1-1960)

______ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ______

Τι εινε το σωμα μας;

«Ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6,16)

Χαίρω, ἀγαπητοί μου, ποὺ βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ, σὲ μιὰ ὡραία ἐκκλησία ποὺ ἔχτισε ἡ εὐσέβειά σας. Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτή· κι ἄλ­λες ἐκκλησίες ἔχουν χτίσει οἱ πιστοί, στὶς πό­λεις καὶ στὰ χωριά. Στὴν Πρέσπα π.χ., σ᾽ ἕ­να πο­λὺ μικρὸ χωριό, ποὺ ἔχει μόνο 15 κατοίκους, οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ἔχτισαν μιὰ ὡραία ἐκ­κλησία ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Ποιοί χτίζουν τὶς ἐκκλησίες, οἱ πλούσιοι; Αὐτοὶ δὲ δίνουν. Ποιοί δίνουν; Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός· ὁ λαός μας, ὁ φτωχὸς λαός· οἱ ἀγρότες, οἱ βοσκοί, οἱ ἐργάτες, αὐτοὶ χτίζουν τὶς ἐκ­κλη­σίες· καὶ δίνουν ἑκατομμύρια.
Διότι εἶνε ἀναγ­καῖες οἱ ἐκ­κλησίες. Ὅπως μα­ζεύονται στὸ σχολεῖο οἱ μα­θηταὶ καὶ στὸ στρα­τῶνα οἱ στρατιῶτες, ἔτσι στὴν ἐκκλησία ἔρ­χονται οἱ πιστοί· εἶνε σχολεῖο ὅπου ἀκούγον­ται τὰ ὡραιότερα μαθήματα, εἶνε στρατώνας καὶ στρατόπεδο ὅπου ἐκπαιδεύονται οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ· εἶνε καὶ λιμάνι τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἀράζουν τὰ ταλαιπωρημέ­να καρά­βια. Ἔ­χει μεγάλη ἀποστολὴ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ τώρα τελευταῖα τί ἀκούγεται; Ἦταν προφητευμένο ὅτι θὰ ἔρθῃ ὁ ἀντίχριστος καὶ φαίνεται ὅτι βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς τῆς ἐμφανίσεώς του. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία· σύνθημά του θὰ εἶνε «γκρεμίστε τὶς ἐκκλησίες!». Ἄρχι­σαν λοιπὸν τώρα ν᾽ ἀκούγωνται τέτοιες βρα­χνὲς φω­νές. Φωνάζουν. Ποῦ; Σὲ νηπιαγωγεῖα δάσκα­λοι, σὲ σχολεῖα καθηγη­ταί, παντοῦ. Πρώτη φο­ρὰ ἀκούγονται τέτοια λόγια. Εἶνε φωνὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔρ­χον­ται μέσ᾽ ἀπὸ τὴν κόλασι. Καὶ τί λένε· Δὲν θέλουμε ἐκκλησίες πλέον!…
Στὴ Φλώρινα ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς περνοῦσε ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦσε γλυκὰ ἡ καμπάνα· κι αὐ­τὸς ἀκούγοντας τὴν καμπάνα βλαστήμησε. Νὰ δοῦμε, λέει, πόσο καιρὸ θὰ χτυπᾶνε ἀκόμα καμπάνες! Δὲ θά ᾿ρθοῦν ἔτσι τὰ πράγμα­τα νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησιές, θὰ σφάξου­με τοὺς παπᾶδες!… Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο· μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο, ἂν τὸ παραχωρή­σῃ ὁ Θεός. Στὴν Ἀλβανία ὑπῆρχαν χίλιες ἐκ­κλησίες. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε ὡραῖες ἐκ­κλησίες χτισμένες μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶ­τα τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἦρθαν χρόνια, ὅταν κυ­βερνοῦσε ὁ Ἐμβὲρ Χότζα (1908-1985), ποὺ οἱ καμπάνες σταμάτησαν νὰ χτυποῦν κ᾽ οἱ ἐκ­κλησίες ἔκλεισαν ἢ ἔγιναν καφενεῖα, ἑστιατό­ρια, ἀ­ποθῆκες τροφίμων καὶ κινηματογράφοι, γιατὶ ἐκεῖ βασίλευε ἡ ἄθεη δικτατορία.
Καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἴπαμε, ἀ­κούγον­ται τέτοιες φωνές, κάτω ἡ θρησκεία – ζήτω ἡ ἀ­θεΐα. Ἀλλὰ στὴν πατρίδα μας τὸ βλέπω δύσ­κολο νὰ ἐπιτύχουν τὸ σχέδιό τους. Γιατὶ ἐ­δῶ δὲν εἶνε Ἀλβανία οὔτε Ῥωσία. Στὴ ῾Ρω­σία τὶς ἐκκλησίες τὶς ἔχτιζαν τσάροι, μεγάλοι πλού­σιοι, καὶ τὶς ἔντυναν μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἐ­δῶ δὲν ἔχουμε τσάρους, ἔχουμε φτωχὸ λαό. Κατὰ κανόνα αὐ­τοὶ ποὺ ἔχουν καράβια στὴ θάλασσα καὶ ἐρ­γοστάσια στὴ στε­ριὰ δὲν χτίζουν ἐκ­κλησίες· ὁ φτωχὸς λαός, αὐτὸς χτίζει τὶς ἐκ­κλησί­ες τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μοῦ φαίνεται δύσ­κολο νὰ ξερριζωθῇ ἡ πίστι. Ἔχει ῥίζες βαθειὲς στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Κ᾽ ἕνα δέν­τρο – ἕνα πλατάνι, μὲ ῥίζες βαθειὰ στὸ χῶμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξερριζώ­σουν ἄ­νεμοι καὶ θύελλες· ἀντέχει. Ἔτσι καὶ ἡ πίστι μας. Γιατὶ δὲν εἶνε κάτι ἐπίκτητο στὸν ἄνθρωπο, εἶνε κάτι φυσικό.
Νὰ τὸ πῶ κάπως ἐπιστημονικά; ἡ θρησκεία μας εἶνε ἔμφυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη; Θὰ τὸ ἐξηγήσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Εἶνε ὅπως τὸ ὅτι ἀ­γα­πᾷ ἡ μάνα τὸ παιδί· αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ φύ­σι της. Δὲν τὸ διδάχθηκε ἀπὸ κανένα, δὲν πῆ­γε σὲ κάποιο σχολεῖο νὰ τὴ διδάξουν ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ παιδί· ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶ­νε ἔμ­φυτη. Διαβάστε τη συνέχεια εδώ Read more »

ΠΩΣ NA ΠAPHΓOPHΘOYME ΣTIΣ ΘΛIΨEIΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 5th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

AΠOMAΓNHTOΦΩNH OMIΛIΑ TOY ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩPINHΣ ΠPEΣΠΩN KAI EOPΔAIAΣ π.  AYΓOYΣTINOY ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

 

ΠΩΣ ΘA ΠAPHΓOPHΘOYME ΣTIΣ ΘΛIΨEIΣ

 

HΛIOYΠOΛH – ΠAΛAIA OMIΛIA ΤΟΥ π. AYΓOYΣTINOY
EIΣ TON IEPO NAO THΣ AΓIAΣ MAPINΗΣ

ασωτΌλοι οι άνθρωποι αγαπητοί μου, μαύροι, άσπροι, κόκκινοι, όλων των χρωμάτων, οπουδήποτε και αν κατοικούν, όλοι οι άνθρωποι ζητούν ένα πράγμα. Ποθούν με φλογερά καρδιά, κοπιάζουν, αγωνίζονται, ιδρώνουν, έχοντες όλοι ως στόχο των ενεργειών των και των πράξεων των ένα ιδανικό, την ευτυχία. Όλοι επιθυμούν την ευτυχία.

Δηλαδή τι θα πει ευτυχία; Mία ζωή  χωρίς πόνο, μια ζωή χωρίς δάκρυ, μια ζωή ευτυχισμένη. Aλλά ενώ αυτός είναι ο ζωηρός, ο ακατάπαυστος, ο μεγάλος, ο ασίγητος, ο αιώνιος πόθος πάσης ανθρωπίνης καρδιάς, ενώ λέγω ότι ο πόθος του ανθρώπου είναι η ευτυχία εν τούτοις η ευτυχία είναι σαν ένα πουλί άπιαστο. Που το κυνηγούν όλοι οι κυνηγοί, αλλά δεν μπορούν να το πιάσουν.

Που είναι αυτή η ευτυχία;

Aς κάνουμε ένα νοερό ταξίδι επάνω στον πλανήτη μας. Aς ταξιδεύσομε Aνατολή, Δύση, Bορρά, Nότο. Aς προχωρήσουμε πάνω στις χιονισμένες κορυφές, ας κατεβούμε κάτω στις πεδιάδες, ας προχωρήσουμε κάτω στην διακεκαμένη ζώνη, ας πάμε στα νησιά, ας πάμε στην έρημο, ας πάμε οπουδήποτε κατοικεί ο άνθρωπος, είτε στην στεριά, είτε στην θάλασσα, είτε και τώρα ακόμα που πετά με τα διαστημόπλοια επάνω στους αιθέρας.

Aς πάμε να συναντήσουμε τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που έχει φλογερή καρδιά, τον άνθρωπο που ζητά να πραγματοποιήσεί το ιδανικό της ευτυχίας του. Aς τον ρωτήσουμε λοιπόν τον άνθρωπο αυτό, για να δούμε αν είναι ευτυχής;
Mπαίνω σε μια καλύβα και βλέπω εκεί τον άνθρωπο και μου λέγει πεινώ. Bγαίνω από την καλύβα, ανεβαίνω επάνω στο παλάτι, μέσα στα σπίτια τα μεγάλα, που έχουν όλα τα κομφόρ και τις ανέσεις. Kαι εκεί πάνω στο κρεββάτι βλέπω έναν άνθρωπο άρρωστο, να φτύνει σε μια λεκάνη χρυσή το αίμα του και μου λέγει: Eίμαι άρρωστος. Πουλώ το παλάτι μου, δως μου την υγεία μου. Προτιμώ να κατοικώ σ’ ένα τσιαντήρι γύφτου, παρά να πάσχω από αυτή την αρρώστια.
Φεύγω από τις καλύβες, φεύγω από τα παλάτια, συνατώ στον δρόμο έναν και μου λέγει: Στεναχωριέμαι, σπίτι δεν έφκιαξα, οικογένεια δεν έχω, ολομόναχος είμαι, σύντροφο ζητάω, δυστυχής είμαι.
Συνατάω παρακάτω κάποιον άλλο που είναι παντρεμένος και τον ρωτώ:
Eίσαι ευτυχισμένος; Kαι μου λέγει: Kατηραμένη να είναι η μέρα που παντρεύτηκα. Kόλαση έχω μέσα στο σπίτι μου.
Συναντώ κάποιο ανδρόγυνο, που δεν έχει παιδιά και αναστενάζει. Tρέχει δεξιά και αριστερά, σε γιατρούς και εξωκκλήσια. Παρακαλεί όλους τους αγίους και επειδή δεν έχει παιδί, θεωρεί τον εαυτό του δυστυχή.
Συναντώ έναν άλλον, που έχει παιδιά. Στεναχωριέται, κλαίει αναστενάζει γιατί τα παιδιά του κάθε μέρα τον ποτίζουν με φαρμάκι.
Που να πάω, που να προχωρήσω;
Nα μπω μέσα στα εργοστάσια που αναστενάζουν οι εργάτες;
Nα προχωρήσω μέσα στα καράβια, που υποφέρουν οι ναυτικοί;
 Nα πάμε στα νοσοκομεία που βογγούν οι άρρωστοι;

Που θέλετε να πάω, που να προχωρήσω; Oπουδήποτε και να πάω, είτε αυτός ο άνθρωπος κρατά στα χέρια του ένα μάτσιο διπλώματα, είτε ειναι πτωχός και δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, είτε είναι γυναίκα, είτε είναι άνδρας, είτε είναι μικρό παιδί, είτε είναι ασπρομάλης γέρος. είτε εάν έχει στο κεφάλι του κορώνα βασιλικία, είτε είναι μέσα στο δρόμο, στο πεζοδρόμιο. Oπουδήποτε και να πάω συναντώ μια δυστυχία απερίγραπτη, συναντώ ένα πόνο και μία θλίψη απερίγαπτη.

Λένε για κάποιο βασιλιά που ζητούσε την ευτυχία και δεν την εύρισκε. Eίπε σε κάποιον υπασπιστή του, άντε να γυρίσεις το βασίλειό μου ολόκληρο και εάν βρεις κάποιον άνθρωπο που να είναι ευτυχισμένος, γιατί εγώ δεν είμαι ευτυχισμένος, μολονότι κολυμπώ μέσα στα πλούτη, άντε να γυρίσεις χωριά και πολιτείες και αν βρείς κάποιον ευτυχισμένο, γιατί εγώ δεν είμαι ευτυχισμένος, να του πάρεις το πουκάμισό του και να τον φέρεις στο παλάτι.

Γυρίζει ο υπασπιστής του χωριά και πολιτείες, συναντάει ανθρώπους, αλλά από το στόμα κανενός ανθρώπου δεν άκουσε την λέξη ευτυχία.

Δεν βρήκε κανέναν άνθρωπο που να είναι απόλυτα ευτυχισμένος. Γογγισμούς μόνον άκουσε παντού, μόνον κάπου σε μια καλύβα βρήκε κάποιον άνθρωπο που του είπε, ότι είναι ευτυχισμένος και είπε: Δόξα σοι ο Θεός. Kαι ο υπασπιστής του λέγει, δως μου το πουκαμισό σου. Mα δεν έχω απαντά ο πτωχός πουκάμισο.

Ένας λοιπόν άνθρωπος βρέθηκε σ’ ολόκληρο το βασίλειο να είναι ευτυχισμένος και αυτός να μην έχει ούτε πουκάμισο;  
Tί περίεργα πράγματα έχει αυτή η ζωή!
Γδυτός ευτυχισμένος, ντυμένος με ντουαλέτες πανάκριβες και κουστούμια πολυτελείας δυστυχισμένος.
Πτωχός ευτυχισμένος, πλούσιος δυστυχισμένος. Περίεργα πράγματα δεν είναι αυτά;
H ευτυχία είναι πόθος πανανθρώπινος. Tην ευτυχία την αναζητούν όλοι οι άνθρωποι, που βρίσκονται σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου. H θλίψη και η δυστυχία είναι ακατάβλητος.

Περι θλίψεων αγαπητοί μου θα ομιλήσω. Kαι να μη νομίσετε ότι οι θλίψεις είναι μόνο τιμωρία των αμαρτωλών ανθρώπων, όχι. (πατήστε για την συνέχεια) Read more »

1. «ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ» 2. Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 26th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (Ἑβρ. 13,7-16)
30 Ἰανουαρίου

«ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ»

_

 

_

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

«Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).

ΜΙΛΗΣΑΜΕ ἄλλοτε γιὰ τὸ βίο, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ ἔργα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ ἑορτάζουν σήμερα. Ἰδιαιτέρως κάναμε λόγο γιὰ τὴν ἐπίδρασι ποὺ ἤσκησαν οἱ μορφές τους στὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Τώρα ἀφορμὴ γιὰ διδασκαλία θὰ μᾶς δώσῃ ἕνα ῥητὸ ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε. Τὸ ῥητὸ αὐτὸ λέει· «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).

* * *

Χθές, σήμερα, αὔριο. Σ’ αὐτὰ τὰ τρία διακρίνεται, ἀγαπητοί μου, ὁ χρόνος. Καὶ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος! Τὸ σήμερα γίνεται χθὲς καὶ τὸ αὔριο γίνεται σήμερα. Ὁ χρόνος μοιάζει σὰν τὸν ποταμό, ποὺ μέρα – νύχτα τρέχει. Τρέχει ὅλο τὸ χρόνο. Ἀλλὰ τὸ νερό του δὲν εἶνε τὸ διο. Ἐὰν κανεὶς μπῇ στὸ ποτάμι καὶ σταματήσῃ κάπου, τὸ νερό, ποὺ λούζει τὸ κορμί του, δὲν εἶνε τὸ διο. Τὸ νερὸ μιὰ στιγμὴ τὸν ἀγγίζει καὶ ἀμέσως φεύγει καὶ ἔρχεται ἄλλο νερό, καὶ αὐτὸ φεύγει καὶ ἔρχεται ἄλλο, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ ἔτσι, ἂν μείνῃ μιὰ ὥρα μέσα στὸ νερό, χιλιάδες φορὲς θὰ ἔχῃ ἀλλάξει τὸ νερό, ἐνῷ ὁ ποταμὸς φαίνεται ὅτι εἶνε ὁ διος. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ χρόνο. Σὰν ἕνα ποτάμι τρέχει διαρκῶς. Τὸ ἕνα λεπτὸ διαδέχεται τὸ ἄλλο, ἡ ὥρα τὴν ὥρα, ἡ ἑβδομάδα τὴν ἑβδομάδα, ὁ μήνας τὸ μῆνα, τὸ ἔτος τὸ ἔτος· καὶ ἔτσι περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ τὸ νήπιο γίνεται παιδί, τὸ παιδὶ νέος, ὁ νέος ἄντρας, ὁ ἄντρας γέρος ἀσπρομάλλης. Καὶ ἐνῷ ὅλα φεύγουν καὶ ἀλλάζουν, ὁ χρόνος συνεχίζει τὸ δρόμο του. Μέχρι πότε; Ὁ Θεὸς ξέρει.
Χθές, σήμερα, αὔριο! Τὸ χθὲς εἶνε τὸ παρελθόν, τὰ περασμένα χρόνια. Εἶνε τὸ ἔτος ποὺ πρὶν ἕνα μῆνα μᾶς ἀποχαιρέτισε. Χθὲς εἶνε τὸ περσινό, τὸ προπέρσινο ἔτος… Καὶ συνεχῶς πηγαίνοντας πρὸς τὰ πίσω φθάνουμε σὲ διάφορες χρονολογίες, ποὺ μερικὲς ἀπ᾿ αὐτὲς ἄφησαν στὴν καρδιά μας ζωηρὲς ἀναμνήσεις, εὐχάριστες ἢ δυσάρεστες. Ἔτσι φθάνουμε στὸ δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σὲ μία ἱστορικὴ ἡμερομηνία, τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, ὅταν ἡ μικρά μας πατρίδα εἶπε τὸ «ὄχι» καὶ ἀγωνίστηκε στὴ Βόρειο Ἤπειρο γιὰ τὴν ἐλευθερία. Προχωρώντας ἀκόμη φθάνουμε στὸ 1914, στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατόπιν στὸ 1912, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων ἑνωμένοι νίκησαν τοὺς ὀθωμανοὺς καὶ ἐλευθέρωσαν τὰ μέρη τους ἀπὸ τὴ σκλαβιά. Ἐὰν προχωρήσουμε ἀκόμη πρὸς τὰ πίσω, θὰ βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶνε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι τοῦ 1821, ἡ ἐμφάνισι τοῦ Ναπολέοντος, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασι, ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἀμερικῆς, ἡ ἅλωσι τῆς Κω᾿σταντινουπόλεως καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Πηγαίνοντας συνεχῶς πρὸς τὰ πίσω θὰ φθάσουμε στὸ 1 μετὰ Χριστόν. Στὸ χρόνο δηλαδὴ πού, μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀνέτειλε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Καὶ ἂν θελήσουμε νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία στὰ χρόνια πρὸ Χριστοῦ, θὰ συναντήσουμε ἄλλα γεγονότα καὶ πρόσωπα· θὰ δοῦμε ὅτι τριακόσια καὶ περισσότερα χρόνια μιὰ σημαία κυμάτιζε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ἡ σημαία τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Θὰ δοῦμε ὅτι, πρὸ τῆς Ῥωμαϊκῆς, ἄλλη σημαία κυμάτιζε· ἡ σημαία τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών. Πρὸ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου θὰ δοῦμε τὶς βασιλεῖες τῶν Περσῶν, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Αἰγυπτίων. Κι ὅσο πᾶμε πρὸς τὰ πίσω, θὰ συναντήσουμε τοὺς πιὸ ἀρχαίους λαοὺς τοῦ κόσμου. Θὰ συναντήσουμε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Σταματᾷ ἐκεῖ ὁ χρόνος; Ὄχι. Πρὸ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἔγιναν ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶνε ἡ δημιουργία τῶν πλανητῶν, τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης καὶ τῶν δισεκατομμυρίων ἀστέρων. Μέσα στὸ χρόνο ἔγιναν ὅλα αὐτά. Πότε ἀκριβῶς δὲν ξέρουμε. Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ καθορίσῃ ἀκριβῶς τὴ χρονολογία. Ὅλα δὲ αὐτά, ποὺ συνέβησαν ἀπὸ τὸν περασμένο χρόνο μέχρι τὸν πιὸ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ μᾶς χρόνο, ἀποτελοῦν τὸ χθές. Μὲ τὸ χθὲς ἀσχολεῖται ἡ ἱστορία.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὸ χθές. Εἶνε καὶ τὸ σήμερα. Τὸ τί συμβαίνει σήμερα τὸ μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὶς τηλεοράσεις. Μὲ τί δίψα οἱ ἄνθρωποι παρακολουθοῦν αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα! Τὸ χθές, τὰ περασμένα, δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν. Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶνε βέβαιοι, ὅτι κ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν ὕστερα ἀπὸ 100 – 200 χρόνια δὲν θὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τί κάνουν αὐτοὶ σήμερα. Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ σήμερα, ἀλλὰ στρέφουν τὸ βλέμμα τους πρὸς τὸ παρελθὸν κι ἀνοίγουν τὴν ἱστορία καὶ διαβάζουν τί ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι στὰ περασμένα χρόνια. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τὸ μυαλό τους τὸ ἔχουν στὸ σήμερα. Σήμερα τί θὰ φᾶνε, τί θὰ πιοῦνε. Σήμερα τί θὰ δοῦνε στὸν κινηματογράφο καὶ στὴν τηλεόρασι. Σήμερα… Ὅλο τὸ σήμερα. Τὸ χθὲς τὸ ἔχουν ξεχάσει. Ἔχουν ξεχάσει οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα τους, ποὺ χθὲς μόλις πέθαναν. Δὲν πᾶνε ποτέ στὸν τάφο τους νὰ κάνουν ἕνα τρισάγιο, ν᾿ ἀφήσουν λίγα λουλούδια. Οἱ πεθαμένοι, λένε, μὲ τοὺς πεθαμένους καὶ οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. Τὸ σήμερα τοὺς ἐνδιαφέρει. Οὔτε ἀπὸ ποῦ ἔρχονται οὔτε ποῦ πηγαίνουν ἐξετάζουν.
Οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦν τὸ σήμερα. Ὄχι σὰν πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ σὰν ὑλισταὶ μὲ σύνθημα· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32).
Χθές, σήμερα, αὔριο! Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἀφήνουν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, τὸ χθὲς καὶ τὸ σήμερα, καὶ στρέφονται μὲ ἀγωνία πρὸς τὸ αὔριο. Τί θὰ γίνῃ; Θὰ ἔχουμε εἰρήνη ἢ πόλεμο; Θὰ εμαστε καλὰ ἢ θὰ πέσουμε βαρειὰ ἄρρωστοι; Θὰ ζήσουμε μὲ εὐτυχία ἢ μὲ δυστυχία; Τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά μας; … Ὅλο ἀνησυχίες εἶνε. Τὸ μέλλον τοὺς ἀπασχολεῖ. Καὶ ἔτσι βρίσκουν κατάλληλη τὴ στιγμὴ οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισσες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ τώρα τελευταῖα τὰ μέντιουμ, γιὰ νὰ ποῦν στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τί θὰ συμβῇ στὸ μέλλον.
Ἀλλὰ γιατί τὰ λέμε ὅλα αὐτά; Γιατί κάνουμε λόγο γιὰ τὰ περασμένα; Γιατί μιλᾶμε γιὰ τὸ σήμερα καὶ γιὰ τὸ αὔριο; Γιατί, ὅπως επαμε, μᾶς δίνει ἀφορμὴ ὁ ἀπόστολος ποὺ διαβάζεται σήμερα, ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ὁ ἀπόστολος μᾶς μιλάει γιὰ ΕΝΑΝ, ποὺ καὶ χθὲς ὑπῆρχε, καὶ σήμερα ὑπάρχει, καὶ αὔριο θὰ ὑπάρχῃ, καὶ θὰ ὑπάρχῃ αἰώνια. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔζησαν χθές, δηλαδὴ στὸ παρελθόν. Μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς δοξάστηκαν, ἀλλὰ ἔπειτα κι αὐτοὶ ἔσβησαν, πέθαναν, λησμονήθηκαν. Ἄλλοι πάλι ζοῦμε σήμερα, ἀλλὰ αὔριο δὲν θὰ ζοῦμε. Ἕνας τάφος μᾶς περιμένει. Ἄλλοι τέλος εἶνε ἀκόμη ἀγέννητοι. Θὰ γεννηθοῦν αὔριο, δηλαδὴ στὸ μέλλον, καὶ θὰ ζήσουν ὡρισμένα χρόνια, γιὰ νὰ πεθάνουν κι αὐτοὶ καὶ νὰ γίνουν χθές.

* * *

Ὦ ἀδελφοί μου! Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀδιάκοπο ῥεῦμα τοῦ χρόνου, ποὺ κυλάει καὶ παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ κιτρινισμένα φύλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα, μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ κανάλι τοῦ χρόνου, ΕΝΑΣ παραμένει. Μένει σὰν τὸ βράχο ποὺ χτυπιέται ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές, ἀπ᾿ ὅλα τὰ κύματα, ἀλλ᾿ αὐτὸς μένει ἀκλόνητος αἰῶνες αἰώνων. Ὁ χρόνος, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τὸν ὠνόμασαν πανδαμάτορα, γιατὶ τὰ πάντα νικᾷ καὶ καταστρέφει, ὁ χρόνος δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα σ᾿ αὐτόν. Χθὲς καὶ σήμερα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας εἶνε ὁ διος. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄνθρωποι, πέσετε καὶ προσκυνῆστε τον! Εἶνε ὁ Θεός μας. Στὸ Χριστὸ πίστευαν οἱ πατέρες μας. Στὸ Χριστὸ πίστευαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, οἱ μεγάλοι αὐτοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα, καὶ τὸ Χριστὸ κήρυξαν μὲ ὅλη τὴ δύναμί τους καὶ ἔφεραν στὴ θεογνωσία τὸν κόσμο. Καὶ σήμερα, ποὺ εἶνε ἡ ἑορτή τους, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι μᾶς φωνάζουν· Πιστεύετε στὸ Χριστό!
Στὸ Χριστὸ πιστεύουμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα. Στὸ Χριστὸ θὰ πιστέψουν αὔριο καὶ οἱ νέες γενεὲς ποὺ θ᾿ ἀκολουθήσουν.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ βράχος τῶν αἰώνων. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, εἶνε σὰ᾿ νὰ ἔχῃ τὸ σπίτι του χτισμένο πάνω στὸ βράχο. Ἂς πέσουν πάνω του ὅλα τὰ ποτάμια. Ἂς ὁρμήσουν πάνω του ὅλα τὰ κύματα. Ἂς τὸν πολεμήσουν ὅλοι οἱ δαίμονες. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ εἶνε ἀσφαλής. Ὁ Χριστὸς «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ὁμιλία ληφθεῖσα ἀπὸ τὴν Α΄ ἔκδοσι τοῦ βιβλίου Ἀπόστολος (Ἀθῆναι 1973). Μικρὰ συμπλήρωσις 30-1-2003.