Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ’ Category

ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 16th, 2011 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (῾Ρωμ. 13,11 – 14,4)

ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)

ΜΕΘΑΙΣΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουμε ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νά ᾽ρθῃ ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ ἄν­θρωποι ἦ­ταν εἰδωλολάτρες.
Τί θὰ πῇ εἰδωλολατρία. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν διάφορα φυσικὰ φαινόμενα καί, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ τους, τὰ φαινόμενα αὐτὰ τὰ θεοποι­οῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ. τὸν κεραυνὸ νὰ πέφτῃ καὶ νὰ καίῃ, καὶ εἶπαν· ἡ φωτιὰ εἶνε θεός. Ἔ­βλεπαν τὸν ἥλιο νὰ λάμπῃ, καὶ εἶπαν· ὁ ἥ­λιος εἶνε θεός· καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ ἔχουν θεὸ τὸν ἥλιο ἢ λατρεύουν ὡς θεὸ τὴ φωτιά, εἶνε πυρολάτρες. Ἄλλοι πάλι ἔ­βλεπαν τὸ νερὸ νὰ πλημμυρίζῃ, νὰ πνίγῃ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ νερὸ εἶνε θε­ὸς καὶ θεοποιοῦσαν ποταμούς. Κι ὄχι μόνο φυ­σικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ δύναμί τους τοὺς ὠνόμα­ζαν θεοὺς ἢ ἡμιθέους. Ὑπῆρχαν ἀκόμα λαοὶ ―θὰ σᾶς φα­νῇ παράξενο― ποὺ λάτρευαν ὡς θεοὺς μεγάλα ἢ καὶ μικρὰ ζῷα (τὸ λιοντάρι, τὸ βόδι, τὰ φίδια, τὶς γάτες, τοὺς σκύλους), καὶ ἄλλοι ―ἀκόμα πιὸ παράξενο―, ποὺ ὡς θεὸ λάτρευαν καρπούς· τὰ σκόρδα, τὰ κρεμμύδια, τὰ πράσα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα εἶχε φτάσει ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ. Σκοτάδι! Πελεκοῦσαν διάφορα ὑλικὰ καὶ ἔκαναν ὁμοιώματα – εἴδωλα ἀπὸ ξύλο, ἀσήμι ἢ χρυσάφι, τὰ ὠνόμαζαν θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστι τους.
Ὡς πρὸς τὴ λατρεία, εἶχαν ἑορτὲς σὲ καθωρισμένες ἡμέρες. Τότε λάτρευαν τοὺς θεούς τους. Καὶ πῶς τοὺς λάτρευαν; Σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτῆρα τους – καὶ συγχωρῆστε με γι᾽ αὐτὰ ποὺ θ᾽ ἀ­κούσετε τώρα. Ὑπῆρχε π.χ. μία θεότης ποὺ προστά­τευε – τί; τὰ σαρκι­κὰ πάθη, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία· ἦ­ταν ἡ θεὰ Ἀ­φροδίτη. Πρὸς τιμήν της εἶχαν χτίσει ναὸ στὴν Κόρινθο, τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἐ­κεῖ εἶχαν μαζέψει χίλιες δι­εφθαρμένες γυναῖ­κες, ποὺ ἀσκοῦσαν γιὰ τοὺς λάτρεις τῆς θεᾶς τὴν πορνεία, ὡς λατρεία δηλαδὴ τῆς Ἀφροδίτης. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ τὶς ἄνομες ἐκεῖνες εἰσ­πράξεις, πλούτιζε ὁ ναός. Ὑπῆρχε ἄλλη θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὴ μέθη, τοὺς μεθύ­σους καὶ ἀσώτους· θεὸς τῆς μέθης ἦταν ὁ Βάκχος. Καὶ πῶς τὸν ἑώρταζαν; Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του ἔπιναν κρασί, μεθοῦσαν καὶ ἔ­καναν ὄρ­για χωρὶς ἴχνος ντροπῆς. Οἱ γυναῖ­κες ἔβγαζαν τὰ γυναικεῖα ροῦχα καὶ ντύνον­ταν ἀν­τρικά, οἱ ἄντρες ἔβγαζαν τὰ ἀντρικὰ καὶ ντύνον­ταν γυναικεῖα. Πολλοὶ φοροῦσαν προβειὲς ἀπὸ τράγους, κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ τρα­γοκούδουνα, ἔβγαιναν στοὺς δρόμους, χόρευαν ἀνήθικους χορούς.
Ἔτσι ἑώρταζαν οἱ ἀρχαῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχαν. Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς κατηγορήσῃς. Τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, τέτοιοι ἦταν κι αὐτοί. Αὐτοὶ μάλιστα, μολον­ότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, κανένας τους δὲν τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο ἢ τὴν Ἀφροδίτη ἢ ἄλλο θεό. Τοὺς θεούς τους ἐκεῖνοι τοὺς ἐσέβοντο, ἐνῷ ἐμεῖς…

* * *

Στὴν κατάστασι αὐτὴ ζοῦσε ὁ κόσμος χιλιά­δες χρόνια. Ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους ἦρθε τὸ φῶς, ἦρ­θε ἡ ἡμέρα· ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦρθε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀπεκάλυψε ποιός εἶ­νε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Δίδαξε τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς δὲν εἶνε πεπερασμένος ὅ­πως τὰ ὑλικὰ δημιουργήματα· δὲν εἶνε ὁ ἥ­λιος, τὸ φεγγάρι, τ᾽ ἀστέρια· δὲν εἶνε τὰ ποτά­μια, τὰ νερά, οἱ λίμνες, ἡ θάλασσα· δὲν εἶνε τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκόρδα. Ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας καὶ ἄπειρος· ὁ Θεὸς εἶνε «πνεῦ­μα», «καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶνε ἀνάλογη μὲ τὴ φύσι τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ διασκεδάζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Καὶ ἀκούσαμε σήμε­ρα τί συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὸ ζήτημα αὐ­τό. Μακριά, λέει, ἀπὸ καρναβαλικὲς μεταμ­φιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυ­θῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆ­στε τὴ μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρ­κικὲς ἐ­πι­­θυμίες (βλ. ῾Ρωμ. 13,13-14). Κατὰ τὸν σημε­ρινὸ ἀπόστολο δηλαδή, δὲν πρέπει ἐ­μεῖς νὰ ἑορτάζου­με σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.

* * *

Σήμερα ὅμως, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τί γίνε­ται; Χιλιάδες αὐτοκίνητα τρέχουν στοὺς δη­μο­σίους δρόμους. Ποῦ πᾶνε; στὴν ἐκκλησιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό; Θεέ μου, πῶς δὲν πέ­φτουν ἀστροπελέκια νὰ κάψουν τὴν ἁ­μαρτωλή μας γῆ! Ἀπὸ χθὲς βράδυ ὅλοι εἶνε μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Μεταμφιέζονται καὶ ὀργιάζουν· οἱ γυναῖ­κες ντύνον­ται ἄν­τρες καὶ οἱ ἄντρες γυναῖκες. Πίνουν, χο­ρεύουν αἰ­σχροὺς χορούς, λένε λόγια καὶ κάνουν πρά­­γματα ποὺ καταδικάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι λοιπὸν ποὺ ἐκδηλώνονται ἔτσι, εἶ­νε Χριστιανοί; Αὐτοὶ εἶ­νε εἰδωλολάτρες, εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν! Ὅπως ὑ­πῆρχαν πρὸ Χριστοῦ χριστιανοί, ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν με­τὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ μιμοῦν­ται τρόπους τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν.
Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δὲν ἔκαναν τέτοια πράγμα­­τα. ῾Ρωτῆστε γέρους, πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, νὰ δῆτε πῶς ἑώρταζε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τὶς ἅγιες αὐ­τὲς ἡμέρες. Δὲν ἤξεραν τί θὰ πῇ ταβέρνα. Ἐν συγκρίσει μ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.
Τώρα; Ἄνοιξαν κέντρα ψυχαγωγίας ἢ μᾶλ­λον διαφθορᾶς. Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυ­τρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι πάνω στὴν βρωμερὴ κοπριὰ τοῦ μαμωνᾶ φύτρωσαν ἀμέτρητα νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ ὅπως στὴν ἀρχαία Κόρινθο οἱ ἱέρειες τῆς ἡδονῆς εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ πλουτίζῃ ὁ ναὸς τῆς Ἀ­φροδίτης, κατὰ παρόμοιο τρόπο στοὺς σημερι­νοὺς αὐτοὺς «ναοὺς» τῆς Ἀφροδίτης ἔρχον­ται ἀπὸ διάφορα μέρη γυναῖ­κες ποὺ θεωροῦν­ται καλλιτέχνιδες, τραγουδοῦν πορνικὰ τραγούδια, χορεύ­ουν, καὶ διαφθείρουν τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ λαοῦ μας. Οἱ «καλλιτέχνιδες» αὐ­τὲς εἶνε ἀντρο­χωρίστρες, διαλύουν οἰκογένειες. Πλουτίζουν ἀπομυζώντας πολὺ χρῆμα, τὸ ὁποῖο κατα­βάλ­λουν οἱ πελάτες τῶν κέντρων, ποὺ παραπονοῦνται κατόπιν πὼς δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν. Καὶ ἡ ἀστυνομία; Δὲν ἐπεμβαίνει. Ἀλλὰ τί φταίει ἡ ἀστυνομία; Τὸ κράτος, μασο­νικὸ καὶ διεφθαρμένο, δὲν θέλει νὰ περι­στεί­λῃ τὸ κακό. Σὲ κανένα γειτονικὸ κράτος, οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ ῾Ρου­μανία, δὲν συμβαίνουν τέτοια αἴσχη. Ἐδῶ δαπανῶνται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων.

* * *

Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἂν εἶχα ἐξουσία, μέσα σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἔ­κλεινα ὅλα τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Καὶ αὐτὲς τὶς ταλαίπωρες γυναῖ­κες, ποὺ σὰν νυχτερίδες ῥουφοῦν τὸ αἷμα τοῦ φτωχοῦ καὶ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἄφρονος λαοῦ μας, δὲν θέλω νὰ τὶς καταδικάσω. Εἶνε κι αὐτὲς συχνὰ θύματα τοῦ κυκλώματος τῆς ἀνθρωπίνης ἐκμεταλλεύσεως, θύματα τοῦ μα­μωνᾶ τῆς ἀδικίας. Ὅλες τὶς γυναῖκες αὐτὲς θὰ τὶς πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, νὰ πλυθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ καθαριστοῦν, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτιμία, νὰ γίνουν μητέρες καὶ νοικοκυρές, κι ὄχι νὰ ἔχῃ τώρα ἡ Ἑλ­λάδα μας τόσες πόρνες ὅσες δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια μαζί.
Τὰ σκῆπτρα πάντως τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν κατέχει ἡ Πάτρα. Τί γίνεται ἐκεῖ δὲν περιγράφεται. Μαζεύονται χιλιάδες κόσμος, φοροῦν μάσκες, χορεύουν, μεθοῦν, ὀργιάζουν δημοσίως, κυλιοῦνται στὸ χῶμα… Λὲς καὶ εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ Βάκχου. Ἑ­ορτάζει ὁ Βάκχος καὶ ὄχι ὁ Χριστός. Μία χρονιὰ ὅμως, τὸ 1978, ἐνῷ ἑώρταζαν τὰ προεόρτια τοῦ Βάκχου τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεων καὶ ἔ­καναν πρόβες στὸν καρνάβαλό τους, τί ἔ­γινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Σεισμός· σείστηκε ἡ Πάτρα καὶ φώναζαν «Παναγιά!» καὶ «Ἅγιε Ἀν­δρέα!».
Ἔτσι φαίνεται πρέπει νὰ συμβῇ, διότι ξεπεράσαμε πλέον κάθε ὅριο· κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα! Μὲ ἀστυνομί­ες, μὲ εἰσαγγελεῖς, μὲ νομάρχες, μὲ δεσπο­τά­­δες, μὲ παπᾶδες, κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ ὁλό­κληρη ἡ κοινωνία. Κανείς δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὶς εὐθῦνες γιὰ τὸ κατάντημα αὐτό.
Ταῦτα λέγω, ἀγαπητοί μου, καὶ εὔχομαι ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ περάσῃ ὅπως θέλει ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ὅπως θέλει ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Βάκχος καὶ οἱ ἄλλοι ψεύτικοι θεοί.
Τὸ βράδυ, ποὺ θὰ γίνῃ ὁ κατανυκτικὸς ἑ­σπερινός, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ δώσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγχώρησι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ιερό ναό του Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 12-3-1978)

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 18th, 2008 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Kυριακή ΛB΄ (A΄ Tιμ. 4,9-15)

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ

«Ἡ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης»

PLATYTERAΚαὶ πάλιν, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ πάλιν βρίσκομαι ἐδῶ στὸ χωριό σας. Ἦρθα ἐδῶ ὄχι σὰν ἕνας ἐπισκέπτης, σὰν ξένος, ἄλλὰ ἦρθα ἐδῶ ὡς πνευματικὸς πατέρας. Ἦρθα ἐδῶ ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦρθα ὡς ποιμενάρχης. Καὶ ἦρθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ σᾶς φέρω δῶρα. Καὶ δόξα τῷ Θεῷ ὅλοι εἶστε Χριστιανοί, ὅλοι βγήκατε ἀπὸ κολυμβῆθρες. Καὶ ὅλοι ἔχετε ὀνόματα χριστιανικά, καὶ κανείς δὲν εἶνε Ἑβραῖος ἢ Τοῦρκος ἐδῶ μέσα. Ἦρθα λοιπὸν νὰ φέρω δῶρα στὸν καθέναν, ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τὰ δῶρα αὐτὰ εἶνε τρία. Τὸ πρῶτο δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὸ περιγράψῃ, εἶνε ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Εἶνε ἡ θεία κοινωνία, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ δεύτερο εἶνε πολὺ μικρότερο. Εἶνε τὸ ἀντίδωρο, ποὺ μοιράζεται γιὰ ὅσους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ τὸ τρίτο δῶρο εἶνε κι αὐτὸ σπουδαιότατο. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται. Ποιά λόγια, τὰ δικά μας; Τὰ δικά μας δὲν ἔχουν ἀξία. Τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται στὴν ἐκκλησία εἶνε λόγια ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, προφητῶν, πατριαρχῶν, ἀποστόλων, εἶνε λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγια ἀθάνατα καὶ αἰώνια. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἔχει τὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁ ἀπόστολος.
Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλα; Χρειάζονται μέρες καὶ μῆνες. Ἐγὼ ἕνα μόνο λόγο θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἐδῶ. Παίρνω ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Τιμόθεον μιὰ λέξι, ποὺ εἶνε λίγο πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Ποιά λέξι εἶνε αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις «ἐπαγγελία». Ὁμιλεῖ ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὴν εὐσέβεια, καὶ λέει ὅτι ἡ εὐσέβεια ἔχει «ἐπαγγελίας ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. 4,8).

* * *

Τί θὰ πῇ «ἐπαγγελία»; Μήπως εἶνε καμμιὰ γυναίκα ποὺ λέγεται Ἐπαγγελία; ὅπως κάποια ἄλλη λέγεται Εὐαγγελία; Ὄχι, δὲν εἶνε πρόσωπο· εἶνε κάτι ἄλλο. Τί εἶνε λοιπόν; «Ἐπαγγελία» θὰ πῇ ὑπόσχεσις. Ὑπόσχεσις. Καὶ ἂς δοῦμε τώρα ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις.
Ὑπόσχεσι δίνουν οἱ ἄνθρωποι. Ζοῦμε σ᾿ ἕνα κόσμο ὑποσχέσεων καὶ ὅλοι στηριζόμεθα σὲ ὑποσχέσεις. Λέει λόγου χάριν ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα, προτοῦ νὰ τὴν παντρευτῇ· «Σ᾿ ἀγαπῶ· σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σὲ ἀγαπῶ αἰώνια κι ὅτι κοντά μου θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένη…». Αὐτὰ δὲ᾿ λένε οἱ νέοι; Καὶ δὲν περνάει ἕνας μήνας, δυὸ μῆνες, τρεῖς μῆνες, καὶ ἡ νέα βλέπει ὅτι ἀπατήθηκε. Γιατὶ ὅταν ὑπόσχεσαι κάτι καὶ δὲν τὸ τηρῇς, αὐτὸ λέγεται ἀπάτη κ᾿ ἐσὺ λέγεσαι ἀπατεώνας. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ γλυκόλογα ποὺ λένε οἱ ἐρωτευμένοι, πόσα τηροῦνται; Δὲ᾿ ρωτᾶτε ἐμένα; Βλέπω νὰ ἔρχωνται γυναῖκες κλαμένες καὶ λένε· «Ἄχ τὸν ἄτιμο! μὲ γέλασε· μοῦ ὑποσχέθηκε τόσα, καὶ τώρα τίποτα. Μὲ χτυπάει, μ᾿ ἀφήνει νηστικιά, μὲ βασανίζει. Δὲ᾿ μπορῶ ἄλλο…».
Ποιοί ἄλλοι δίνουν ὑποσχέσεις; Πολλὰ ὑπόσχονται καὶ οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων. Κι ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ ὑπόσχονται δὲν ἐκτελοῦν τίποτα. Ψευτιές. Οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται κι ὁ λαὸς ἀπογοητεύεται.
Ὑπάρχει ὅμως κάποιος ποὺ δίνει μία ὑπόσχεσι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀληθινή. Ὅ,τι λέει, γίνεται. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόσχεσι; Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος. Ἡ ὑπόσχεσις εἶνε ἡ ἑξῆς. Ρωτάει ὁ Χριστός· Θέλεις νὰ εἶσαι εὐτυχής; – καὶ ποιός δὲν θέλει τὴν εὐτυχία του. Εὐτυχισμένος δὲν εἶνε ὅποιος ἔχει λεφτά, σπίτια, κτήματα, μεγαλεῖα καὶ δόξες ἀνθρώπινες, τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις. Εὐτυχισμένος θὰ εἶσαι, λέει ὁ Χριστός, ἂν μ᾿ ἀκούσῃς. Δὲν σὲ βιάζει ὁ Χριστός. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Βάζει μπροστά μας τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιά, καὶ ὅπου θέ᾿ς ἁπλώνεις τὸ χέρι σου (βλ. Σ. Σειρ. 15,16)· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς. Διάλεξε καὶ πάρε. Ἂν θέλῃς λοιπόν, λέει, ἄκουσέ με. Πίστεψε καὶ τήρησε τὶς ἐντολές μου. Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἐντολές; Εἶνε κυρίως ὁ γνωστὸς Δεκάλογος. Καὶ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεὸς εἶνε εὔκολο. Μποροῦμε νὰ τὰ τηρήσουμε ὅλα ἀνεξαιρέτως. Δέκα δάχτυλα ἔχουμε, δέκα εἶνε καὶ οἱ ἐντολές. Καὶ ὅπως δὲν κόβεις κανένα δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς καμμία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές. Καὶ ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν ἄνθρωπος μὲ κομμένα δάχτυλα. Τί ἄσχημο πρᾶγμα! Γιατὶ ὅλες τὶς ἐντολὲς τὶς καταπατοῦμε. Ἀπὸ τὴν πρώτη μέχρι τὴν τελευταία καμμιά ἐντολὴ δὲν τηροῦμε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἔνοχος. Κι ἂν δὲν τὸν πιάνῃ ἡ ἀστυνομία, κι ἂν δὲν τὸν πᾶνε στὸ δικαστήριο καὶ δὲν τὸν δικάζουν, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. Νιώθει ὑπόδικος σ᾿ ἕνα ἄλλο δικαστήριο, τρομερώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δικαστήρια τῆς γῆς, δικαστήριο ποὺ δὲ᾿ μπορεῖ νὰ τὸ γλυτώσῃ κανένας. Καὶ τὸ δικαστήριο αὐτὸ ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ συνείδησις. Αὐτὴ φωνάζει. Ἔκανες τὸ κακό; Μέσα σου ἀκοῦς· «Ἄθλιε καὶ πανάθλιε, τί ἔκανες; βλαστήμησες τὸ Θεό; πῆρες ψεύτικο ὄρκο; σκότωσες; ἔκλεψες τὸν ξένο ἱδρῶτα; τί ἔκανες…;». Κι ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ συνείδησί σου. Ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶνε δυστυχής. Δυστυχὴς σὰν τὸν Κάϊν ποὺ ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ, δυστυχὴς σὰν τὸν Ἰούδα ποὺ ἐπρόδωσε τὸ Χριστό. Δυστυχὴς ὁ πλεονέκτης, δυστυχὴς ὁ οἰνοπότης, δυστυχὴς ὁ πόρνος, δυστυχὴς ὁ μοιχός, δυστυχὴς ὁ φονιᾶς,… δυστυχὴς κάθε ἁμαρτωλός.
Κ᾿ ἐπειδὴ ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, κόκκινοι καὶ ἄσπροι καὶ πράσινοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, δὲν κάνουμε τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ καταπατοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, γι᾿ αὐτὸ φτάσαμε στὸν αἰῶνα τῆς μεγαλύτερης δυστυχίας. Τώρα ὑπάρχουν ὅλα τὰ μέσα καὶ ὅλα τὰ κομφόρ, ἀλλὰ ἡ ἀσεβὴς καὶ κατηραμένη γενεὰ ζῇ στὴν ἀνία καὶ οἱ ἄνθρωποι μέσ᾿ στὰ πλούτη τους αὐτοκτονοῦν. Δὲν ὑπάρχει πλέον χαρά. Ὅλοι, ετε Ῥῶσοι ετε Ἀμερικᾶνοι ετε ἄλλοι…, περπατοῦνε σκυφτοί. Ἔφυγε πλέον τὸ γέλιο. Καὶ τρέμουν, γιατὶ πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια τους βλέπουν νὰ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστὴ ἕνα σπαθὶ κοφτερό. Οὐαὶ κι ἀλλοίμονο! Εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια, οἱ ἀτομικὲς βόμβες. Τρομερὸ πρᾶγμα. Ἄντε, ἄνθρωπε, ποὺ νόμιζες ὅτι θὰ γίνῃς εὐτυχὴς καὶ χτίζεις τὸν πύργο τῶν ἐπιδιώξεών σου! Ἂν πέσουν αὐτὲς οἱ βόμβες, τότε νὰ δοῦμε τί γίνονται τὰ λεφτὰ καὶ τὰ δολλάρια, τί γίνονται τὰ μέγαρα καὶ οἱ οὐρανοξύστες, τί γίνονται οἱ ντισκοτὲκς καὶ τὰ σκυλάδικα!…
Σὲ τέτοια χρόνια κατηραμένα ζοῦμε. Κρῖμα στὰ σχολεῖα καὶ στὰ πανεπιστήμια, κρῖμα στὰ φῶτα καὶ τὶς προόδους, κρῖμα στὸν ψεύτικο καὶ ἀπατεῶνα πολιτισμό. Ἄχ χρόνια εὐλογημένα, τότε ποὺ ζούσανε οἱ παπποῦδες μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σχολεῖο δὲν εἶχαν, ἀλφάβητο δὲν ξέρανε, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, μπομπότα καὶ κριθαρένιο ψωμὶ τρώγανε, ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι ἦταν τὸ φαγητό τους ―τὸ κρέας ἦταν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὴ Λαμπρή―, κρεβάτια ἀναπαυτικὰ καὶ  πολυτέλειες δὲν ξέρανε ―ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν―, ἠλεκτρικὰ φῶτα δὲν εχανε, μὲ λυχνάρια καὶ δᾳδιὰ φωτίζονταν. Ζοῦσαν φτωχικά. Ἀλλὰ εἶχαν εὐσέβεια, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν εὐτυχισμένοι. Εἶχαν Θεό, ἔμεναν πιστοὶ στὸ Θεό. Κι ὁ Θεός, πιστὸς στὴν «ἐπαγγελία» του, στὴν ὑπόσχεσί του, γέμιζε τὴ ζωή τους εὐλογίες.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Πῶς θὰ ἐπανέλθουμε; Δὲν ξέρω ἂν μὲ καταλάβατε· εὐτυχία εἶνε ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Θεός, καὶ δυστυχία εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολές του, θὰ γίνῃ στάχτη. Καὶ στάχτη θὰ γίνῃ ὁ κόσμος, γιατὶ πῆγε κόντρα μὲ τὸ Θεὸ καὶ παρέβη τὶς ἐντολές του.

* * *

Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Τό επαμε, τὸ ξαναείπαμε, φωνάξαμε, ξαναφωνάξαμε. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Πῶς νὰ μετανοήσουμε; Παράδειγμα ἔχουμε τὸ Ζακχαῖο τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Λουκ. 19,1-10). Κλέφτης ἤτανε, ἅρπαγας, ἀρχιλῃστής, ἔκλεβε καὶ ἔκλεινε σπίτια, καὶ θησαύριζε. Λύκος ἤτανε. Ἀλλὰ ὁ λύκος αὐτὸς ἔγινε ἀρνί. Θεέ μου Θεέ μου, τί μεγάλα μυστήρια! Μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι αὐτή, νὰ παίρνῃ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ τὸν κάνῃ ἅγιο.
Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς, ποὺ τ᾿ ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτά, ἂς μετανοήσουμε. Καὶ νὰ γνωρίζουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος, ὅτι μόνο ἡ «εὐσέβεια», μόνο τὸ νὰ εμεθα κοντὰ στὸ Θεό, μᾶς κάνει εὐτυχεῖς καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Εθε τὰ φτωχὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ σᾶς εἶπα ὁ γέρων ἐπίσκοπος, νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Καὶ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Καὶ ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες, ἀσπρομάλληδες γέροντες καὶ παιδιά, νὰ τρέξουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε γιὰ νὰ βροῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 26-1-1986)