Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ’ Category

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)
+ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Τις στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ;» (Α΄ Κορ. 9,7)

PANTOKRAT. istΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΟΥΜΕ, αγαπητοί μου, το Θεό, που μας αξίωσε να φθάσουμε πάλι στην Κυριακή αυτή. Μπορεί και να μη φθάναμε, λόγω των τόσων αμαρτιών μας.
Η Εκκλησία, αδελφοί μου, εκτός των άλλων, είναι και σχολείο, το σχολείο του Χριστού. Αυτό δείχνουν και τα δύο αναγνώσματα, οι περικοπές αποστόλου και ευαγγελίου, που διαβάζονται από την Καινή Διαθήκη κάθε φορά.
Ο απόστολος σήμερα περιέχει πολλά νοήματα, παραδείγματα, εικόνες. Απ᾿ όλα αυτά θα σάς παρουσιάσω μόνο μία εικόνα.

* * *

Ο απόστολος Παύλος απαντά στους κατηγόρους του. Μα είχε κατηγόρους; θα πήτε. Και ποιός μεγάλος άνθρωπος δεν έχει κατηγόρους; Ετσι και ο απόστολος Παύλος. Τον συκοφαντούσαν και τον διέβαλλαν, ότι δεν είναι απόστολος. Απαντᾷ λοιπόν εδώ και λέει· Είμαι απόστολος του Χριστού. Απόδειξις το κήρυγμά μου, απόδειξις η εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσα, απόδειξις οι κόποι και οι οδοιπορίες μου. Αύτα πιστοποιούν, ότι είμαι απόστολος.
Και τι θα πει απόστολος; Απόστολος είναι ο άνθρωπος που ξεχώρισε ο Θεός μέσα από μυριάδες άλλους για να του αναθέσει μια σοβαρή δουλειά· και αυτός, πάνω στην αποστολή του, θυσιάζει όλο τον εαυτό του· όπως το λιβάνι καίγεται ολόκληρο, δε᾿ μένει τίποτα, έτσι και ο απόστολος όλη τη ζωή του την «καίει» πάνω στην αγάπη του Χριστού. Θυσιάζει και οικογένεια και παιδιά και γυναίκα και χρόνο και χρήμα και αίμα· είναι έτοιμος να βρεθεί μέσ᾿ στα μπουντρούμια των φυλακών, να υποστεί τα πάντα, και να μαρτυρήσει ακόμη.
Τι είναι ο απόστολος; Ενας στρατιώτης, στρατιώτης Χριστού. Αυτό λέει σήμερα ο Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα (βλ. Α´ Κορ. 9,7· βλ. και Β´ Τιμ. 2,3). Κι όπως ο στρατιώτης παίρνει απ᾿ το στρατό το σιτηρέσιό του, το ποσό που χρειάζεται για τροφή και ενδυμασία, κατα παρόμοιο τρόπο κ᾿ εγώ, ως στρατιώτης του Ιησού Χριστου, δικαιούμαι να παίρνω το σιτηρέσιό μου από την Εκκλησία. Αλλ᾿ εγώ, λέει, και αυτό το μισθό μου δεν τον παίρνω. Θυσιάζω και το δικαίωμά μου αυτό, για να μη δώσω λαβή σε κανένα να πει, ότι ζω από το ευαγγέλιο.

* * *

Στρατιώτες, λοιπόν, οι απόστολοι· ο Παυλος, ο Πέτρος και οι άλλοι. Αλλά υπό γενικωτέραν έννοιαν στρατιώτες είμεθα όλοι. Κ᾿ εσείς, αγαπητοί μου, είστε στρατιώτες· στρατιώτες της πίστεως, του ευαγγελίου, του Χριστού.
—Και από πότε γίναμε στρατιώτες;
Στρατιώτης θεωρείται ένας νέος άμα παρουσιαστεί στο κέντρο νεοσυλλέκτων και τον ντύσουν στο χακί. Αφήνει τα πολιτικά του ρούχα, τα κάνει ένα δεματάκι και τα στέλνουν στο σπίτι στη μάνα του. Στρατιώτης γίνεται από την ώρα που του φορούν τη στολή. Ετσι και ο κάθε Χριστιανός. Εν ονόματι Ιησού του Ναζωραίου υπενθυμίζω, ότι όλοι είμαστε στρατιώτες. Όλοι κάποια μέρα δώσαμε παρών, βγάλαμε τα ρούχα τα βρώμικα και φορέσαμε ένα ολόλαμπρο ένδυμα. Πότε έγινε αυτό, πότε καταταγήκαμε στο στράτευμα;
Την ώρα που ένας ευλαβής ιερεὺς με το στοργικό του χέρι μας βύθιζε στα νερά της κολυμβήθρας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος». Μας ρώτησε τότε·
—«Αποτάσσει τω σατανά;». —«Αποτάσσομαι», είπαμε.
—«Συντάσσει τω Χριστώ;». Και αποκριθήκαμε· —«Συντάσσομαι».
—«Συνετάξω τω Χριστώ;», θα είσαι στο εξής οριστικώς με το Χριστό;
— «Συνεταξάμην», υποσχεθήκαμε (ακολουθ. βαπτ.).
Από την ώρα εκείνη φοράς πλέον τον φωτεινό χιτώνα, είσαι στρατιώτης του Χριστού, και καλείσαι να πειθαρχείς σ᾿ αυτόν. Δε᾿ μας έφερε ο Θεός στον κόσμο αυτόν για να γλεντούμε και να κάνουμε τα κέφια μας· μας έφερε για ένα μεγάλο σκοπό. Είμεθα στρατιώται Ιησού Χριστού, για να πολεμήσουμε. Με ποιούς να πολεμήσουμε; ποιοί είναι οι εχθροί μας;
• Πρώτος εχθρός του Χριστιανού είναι ο κόσμος, οι άνθρωποι που δε᾿ σκέπτονται και δε᾿ ρυθμίζουν τη ζωή τους με το Ευαγγέλιο, αλλά ζούν κατά τις επιθυμίες τους· εκείνοι που αγαπούν το ψεῦδος, την αδικία, την εκμετάλλευση, την απιστία και αθεΐα. Αυτός είναι ο κόσμος. Και σε ρωτώ· τι θέση θα πάρεις απέναντί του; Εάν ρυθμίζεις τη ζωή σου με ό,τι λέει ο κόσμος, τότε δεν είσαι φίλος του Χριστού. Ο Χριστιανός πάει κόντρα με τον κόσμο, που ασφαλώς θα τον μισήσει, θα τον καταδιώξει. Αλλά το είπε ο Χριστός· «Εάν σας μισεί ο κόσμος, να γνωρίζετε ότι εμε πρώτον υμών μεμίσηκεν» (Ιωάν. 15,18). Μισεί ο κόσμος τους Χριστιανοὺς τους πραγματικούς. Μη φοβάστε όμως. Ο Χριστος λέει· «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγὼ νενίκηκα τον κόσμον» (έ.α. 16,33).
Ο Χριστιανός όμως δεν έχει μόνο ορατούς εχθροὺς με «αίμα και σάρκα» (Εφ. 6,12)· έχει και αόρατο εχθρό. Είναι ο σατανάς, ο διάβολος. Μας πολεμεί μέρα και νύχτα. Μας πολεμεί με τα λεφτά, με τις ηδονές και διασκεδάσεις, με φόβητρα και θέλγητρα, με ποικίλους λογισμοὺς και ιδίως αισχρούς. Μας πολεμεί ακόμα με τη μαγεία, με τον πνευματισμό, με τις αιρέσεις, με το μασονισμό, με μύρια μηχανήματα· γιατί είναι πολυμήχανος. Και αμφιβάλλω σήμερα από τους χίλιους Χριστιανοὺς αν μένει ένας όρθιος. Γι᾿ αυτό η Εκκλησία φωνάζει· «Στώμεν καλώς» (θ. Λειτ.), ας σταθούμε προσεκτικοί. Στην εποχή μας μάλιστα ο διάβολος θα πολεμήσει την Εκκλησία και με την άθεο επιστήμη. Αλλ᾿ όχι, αδελφοί μου. Δε᾿ θα νικήσει η απιστία και αθεΐα, δε᾿ θα νικήσει ο δράκων· θα νικήσει το αρνίον, ο Ιησούς Χριστός ο εσταυρωμένος (βλ. Απ. 12,3 κ.ε.· 5,6,12· 13,8).
Λοιπόν, στρατιώτης να είσαι· να πολεμάς εναντίον του κόσμου, εναντίον του διαβόλου και των οργάνων του. Αλλ᾿ εκτός των εξωτερικών εχθρών υπάρχει κ᾿ ένας άλλος εχθρός πολὺ κοντά μας. Δε᾿ φοβάμαι το διάβολο άμα έχω το Χριστό, δε᾿ φοβάμαι τον κόσμο ολόκληρο. Ξέρεις τι φοβάμαι; Τον εαυτό μου! Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο εαυτός μας, ο κακός δηλαδή εαυτός μας, που ο απόστολος Παύλος τον ονομάζει «ο παλαιός ημών άνθρωπος» (Ρωμ. 6,6). Είναι τα πάθη μας, οι κακίες μας, οι κακές επιθυμίες μας πού, όπως λέει ο άλλος απόστολος, ο Πέτρος, «στρατεύονται κατά της ψυχής» (Α´ Πέτρ. 2,11). Η επιθυμία εδρεύει στην ψυχή. Δε᾿ φταίει δηλαδή το σώμα· αυτό είναι όργανο. Η κακή επιθυμία της ψυχής, αυτός είναι ο κακός εαυτός μας που σπρώχνει το σώμα στην αμαρτία. Ως στρατιώτες Χριστού ας πολεμήσουμε λοιπόν και εναντίον του κακού εαυτού μας αντρίκια. Και οι αρχαίοι πρόγονοί μας το έλεγαν· «Η πιό μεγάλη νίκη είναι να νικήσεις τον εαυτό σου».

* * *

Αδελφοί μου! Στον αγώνα αυτό μας καλεί σήμερα ο απόστολος. Και σε τέτοιο αγώνα το πρώτο που απαιτείται είναι να είσαι άγρυπνος. Είδα στρατιώτες στα χρόνια του πολέμου να κεντούν το κορμί τους με βελόνες και καρφιά, για να μην αποκοιμηθούν. Γιατί λίγο ν᾿ αποκοιμηθούν, μπαίνει ο εχθρός. Μάτωναν το δέρμα τους κι ακουγόταν· «Φύλακες, γρηγορείτε!». Ετσι κ᾿ εμείς. Αν είμεθα στρατιώτες του Χριστού, «γρηγορείτε», αδέρφια μου! (Ματθ. 24,42· 25,13· 26,41· Μάρκ. 14,38· 13,35,37· Α´ Κορ. 16,13 κ.α.). Μπορεί να γίνεις άγιος, ασκητής, θαυματουργός, και σε μιά στιγμη να πέσεις στον άδη. Προσοχή λοιπόν.
Το δεύτερο που έχουμε ανάγκη είναι τα όπλα. Ο στρατιώτης δε᾿ χωρίζεται από τα όπλα. Εχουμε κ᾿εμείς όπλα. Ο Χριστιανός διαθέτει ακαταμάχητο οπλοστάσιο. Ποιά είναι τα όπλα του; Ρωτήστε τον απόστολο Παύλο. Το πιό δυνατό όπλο είναι ο λόγος του Θεού, η αλήθεια του Χριστού· το Ευαγγέλιο είναι το κανόνι, που συντρίβει τα κάστρα της αθεΐας και των αιρέσεων. Δε᾿ θα νικήσουν οι θεωρίες του άλφα και του βήτα· θα νικήσει η αλήθεια του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο ανίκητος αρχιστράτηγός μας. Σημαία μας, που εβάφη με το αίμα του, ο τίμιος σταυρός. Και σάλπιγξ, που μας καλεί στη μάχη, το κήρυγμα του ευαγγελίου.
Αλλά θέτω, αγαπητοί μου, το ερώτημα· Είμαστε στρατιώτες Χριστού;… Αν θέλετε να δήτε αληθινοὺς στρατιώτες του Χριστού, να διαβάζετε τους βίους των αγίων. Αυτοί είναι αγωνισταί! Εμείς δυστυχώς δεν αγωνιζόμεθα. Λιποτάκται είμεθα. Εάν αγωνιζόμεθα, αν μας πονούσε η πίστι μας όπως μας πονάει το σπίτι μας τα παιδιά μας το μαγαζί μας το αυτοκίνητό μας, άλλη θα ήταν η ζωή μας, ο τόπος μας θα ευωδίαζε, δε᾿ θα υπήρχε βλαστήμια!…
῞Ολοι να καταλάβουμε τον προορισμό μας· να γίνουμε αγωνισταί, να πολεμήσουμε για την πίστι μας, για τη δόξα του Θεού μας, για το ευαγγέλιο· και τότε ο Κύριος Ιησούς Χριστος θα είναι μαζί μας εις αιώνας αιώνων· αμήν.

† επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

(ι. ναό Αγ. Τριάδος Αμπελοκήπων – Αθηνών 2-9-1962)

«ΣΩΦΡΟΝΩΣ, ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 5th, 2013 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια
6 Ἰανουαρίου

«ΣΩΦΡΟΝΩΣ, ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ»

 Agia-Grafi-ιστ copy ΕΙΜΕΘΑ στὴν περίοδο τῶν ἑορτῶν. Στὰ χέρια μας κρατοῦμε ἕνα ἀγγελικὸ κομπολόϊ μὲ δώδεκα χάντρες. Εἶνε τὸ Δωδεκαήμερο. Ἡ πρώτη χάντρα, χρυσῆ χάντρα, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Καὶ σήμερα, τελευταία ἡμέρα τοῦ Δωδεκαημέρου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν Φώτων, κατὰ τὴν ὁποία τελοῦμε καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Πρὸς τί οἱ ἑορτές; Ἔγιναν γιὰ νὰ κινῆται τὸ ἐμπόριο, γιὰ τὴν κατανάλωσι; Ἔγιναν γιὰ νὰ μὴν πλήττῃ ὁ ἄνθρωπος, σὰν μιὰ διακοπὴ στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ ἀνάπαυσι; Ἢ μήπως ἔγιναν γιὰ τὸ χαρτοπαίγνιο; Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἔτσι γιορτάζουμε, τότε μοιάζουμε μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ κι αὐτοὶ περίμεναν τὶς ἑορτὲς τῶν θεῶν τους γιὰ νὰ γλεντήσουν, νὰ ὀργιάσουν, νὰ κάνουν ὅσα δὲν ἔκαναν τὶς ἄλλες μέρες.
Ὄχι. Οἱ χριστιανικὲς ἑορτὲς διαφέρουν. Σκοπὸς τῶν ἑορτῶν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας εἶνε αὐτὸ ποὺ τόνισε σήμερα ὁ Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὅταν ἔλεγε «Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν» (Τίτ. 2,11-12). Αὐτὰ τὰ λόγια εἶνε χοντρὸ νόμισμα καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε λιανά. Τί σημαίνουν;
Τὸ οὐσιῶδες ἐρώτημα, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ ἑξῆς. Ἦρθε ἢ δὲν ἦρθε ὁ Χριστός; Τὰ τρία τέταρτα (3/4) τῶν κατοίκων τοῦ πλανήτου τὸν ἀγνοοῦν· εἶνε εἰδωλολάτρες μέχρι σήμερα. Ἕνα μικρὸ μέρος, οἱ Ἰουδαῖοι, λένε ὅτι δὲν ἦρθε· τὸν περιμένουν ἀκόμη οἱ δυστυχεῖς κάτω στὸ Ἰσραήλ. Καὶ οἱ ἄλλοι, ἐμεῖς; Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε.
Ναί. Ἀλλ᾿ ἐὰν πιστεύῃς ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, τὸ πρᾶγμα ἀλλάζει. Ἐὰν δὲν τὸ πίστευες, τότε θὰ εἶχες δικαίωμα νὰ ζῇς ὅπως θέλεις. Ἂν ὅμως πιστεύῃς ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, τότε δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς κατὰ τὰ κέφια σου· δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες καὶ οἱ Ἰουδαῖοι· πρέπει νὰ ζῇς ὡς Χριστιανός. Ἔχεις ὡρισμένες ὑποχρεώσεις. Ποιές ὑποχρεώσεις; Ὅπως ὁ γεωμέτρης παίρνει τὸ διαβήτη καὶ κάνει κύκλους, καὶ ὅσο τὸν ἀνοίγει τὸ διαβήτη τόσο μεγαλύτερο κύκλο σχηματίζει πάνω στὸ χαρτί, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γεωμέτρης τοῦ οὐρανοῦ, παίρνει σήμερα τὸν οὐράνιο διαβήτη καὶ μᾶς γράφει τρεῖς κύκλους. Ὁ ἕνας εἶνε μικρότερος, ὁ ἄλλος μεγαλύτερος, κι ὁ ἄλλος πολὺ μεγάλος – ἄπειρος. Ὁ μικρότερος κύκλος εἶνε τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, ὁ μεγαλύτερος εἶνε τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸν πλησίον, καὶ ὁ τρίτος κύκλος, ὁ ἄπειρος, εἶνε τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸ Θεό. Ξέρετε γράμματα; Γιά διαβάστε. Στὸν πρῶτο κύκλο λέει, νὰ ζήσουμε «σωφρόνως», στὸν δεύτερο λέει νὰ ζήσουμε «δικαίως», καὶ στὸν τρίτο λέει νὰ ζήσουμε «εὐσεβῶς» (Τίτ. 2,12). Μπρός παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχετε βγῆ ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα βαπτισμένα στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, μπρός πρίγκιπες τοῦ οὐρανοῦ! ἔτσι νὰ ζήσετε.

* * *

Στὸν πρῶτο κύκλο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει, ὅτι πρέπει νὰ ζήσουμε «σωφρόνως». Τί θὰ πῇ «σωφρόνως»; Read more »

ΟΙ ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 19th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Tου αγίου Στεφάνου
27 Δεκεμβρίου

ΟΙ ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΙ

«Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε…» (Πράξ. 7,51)

ΣΕΙΡΑ, ἀγαπητοί μου, σειρὰ ἑορτῶν τὴν περίοδο αὐτὴ μὲ κέντρο τὰ Χριστούγεννα, ποὺ εἶνε ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Προχθὲς Χριστούγεννα, χθὲς ἡ σύναξις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ «πρωτομάρτυρος». Ἐπάνω στὴν ὀνομασία του αὐτὴ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ μερικὲς σκέψεις.

* * *

Ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ θυσίες. Γιὰ νὰ ῥιζοβολήσῃ λ.χ. ἡ ἐλευθερία χρειάστηκαν μάρτυρες, καὶ ἀπ᾿ τοὺς πρώτους ποὺ θυσιάστηκαν εἶνε ὁ Ῥήγας Φεραῖος· ἔγραψε τὸ τραγούδι «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή» καὶ ὠνομάστηκε «πρωτομάρτυς τῆς ἐλευθερίας». Καὶ ἂν γιὰ τὴν ἐλευθερία ἀξίζῃ κανεὶς νὰ τολμᾷ τὰ πάντα, πόσῳ μᾶλλον γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Τὸ παράδειγμα ἄλλωστε τὸ ἔδωσε ὁ διος ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας. Πρωτομάρτυς ὁ Χριστός. Μαρτύρησε μὲ ἔργα καὶ λόγια. Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου εἶπε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Ἦρθε γιὰ νὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Τέλος μαρτύρησε καὶ μὲ τὸ αἷμα του, ποὺ ἔβαψε τοὺς βράχους τοῦ Γολγοθᾶ. Τὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ποτισμένο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου· γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεῤῥιζώσῃ κανείς.
Ὁ πρωτομάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ παραγγέλλει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομά του, νὰ εμεθα κ᾿ ἐμεῖς δικοί του μάρτυρες στὸν κόσμο. «Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» (Πράξ. 1,8), εἶπε. Μάρτυρες μὲ λόγια καὶ ἔργα, μὲ κάθε τρόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ αἵματός μας, ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ ἑκατομμύρια, ἀμέτρητοι εἶνε οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ καταλόγου, πρῶτος μάρτυς, εἶνε ὁ ἅγιος Στέφανος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε.

* * *

Τί ἦταν ὁ ἅγιος Στέφανος; Ἦταν διάκονος, ἕνας ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς ποὺ μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα βοηθοῦν τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ διάκονος καὶ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34) δὲν ἦταν κενὸς λόγος, ἀλλὰ πραγματικότης. Ὀρφανά, χῆρες, πονεμένοι εὕρισκαν προστασία. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ εἶχε τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἦταν ὁ Στέφανος. Καὶ ὄχι μόνο στὸν ὑλικὸ ἐπισιτισμό, ἀλλὰ καὶ στὸ κήρυγμα διέπρεπε. Κήρυττε τὸ Χριστὸ καὶ ἀπεστόμωνε τοὺς ἐχθρούς.
Ἡ πρόοδος ὅμως, ποὺ σημειώθηκε διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Στεφάνου, ἄναψε τὴν κίτρινη φωτιὰ τοῦ φθόνου στὶς καρδιὲς τῶν γραμματέων καὶ ἀρχιερέων. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Τὸν κατηγόρησαν ψευδῶς, ὅπως τὸν Χριστό, ὅτι βλασφημεῖ στὸ Θεό. Ὁ Στέφανος ἀπολογήθηκε ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου μὲ θάῤῥος καὶ παρρησία. Εἶνε σπουδαία ἡ ὁμιλία αὐτή· τὴν ἀκούσαμε πρὸ ὀλίγου. Δὲν μποροῦμε  ν᾿ ἀναπτύξουμε ὅλο τὸ περιεχόμενό της. Σ᾿ αὐτὴν ἐνώπιον τῶν δικαστῶν του ὁ ἅγιος Στέφανος ἐξέθεσε μὲ συντομία τὴν ἱστορία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ποὺ εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἐκδηλώσεις τῆς θείας πρόνοιας γι᾿ αὐτούς. Τοὺς ὑπενθύμισε, ὅτι ὁ Θεὸς ἔστειλε μεγάλα πνεύματα, διδασκάλους καὶ προφήτας, ἀλλὰ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὅπως λέει καὶ ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,33-42), ἦταν ἀχάριστη. Δὲν ἄκουσαν τοὺς προφήτας. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατεδίωξαν καὶ τοὺς ἐφόνευσαν. Φάνηκαν λαὸς σκληρός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Στεφάνου ἔγινε ἐλεγκτικός. Κι ὅταν ἔφθασε στὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἐλέγχου, τότε πλέον δὲν κρατήθησαν. Γιατὶ τίποτα δὲν δυσαρεστεῖ τόσο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀρέσκονται σὲ κολακεῖες ὅσο ὁ ἔλεγχος.
Εἶστε «σκληροτράχηλοι»! τοὺς εἶπε (Πράξ. 7,51). Ποιός λέγεται «σκληροτράχηλος»; Εἶνε μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ὑπαίθρου. Ὅσοι εμεθα ἀπὸ χωριὰ ξέρουμε, ὅτι ὑπάρχουν βόδια ποὺ ὁ γεωργὸς εὔκολα τὰ βάζει στὸ ζυγὸ καὶ κάνει ἀλέτρι. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ βόδια σκληρά, ποὺ ὁ ζευγολάτης κοπιάζει νὰ τὰ βάλῃ στὸ ζυγό· ζωηρά, ἀτίθασα, σπάζουν πολλὲς φορὲς τὸ  ζυγὸ καὶ ὁρμοῦν ἐναντίον τοῦ γεωργοῦ. Κ᾿ ἐσεῖς, λέει, οἱ Ἰουδαῖοι εἶστε σκληροτράχηλοι, βάναυσοι, ἀνυπότακτοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ τὸν ἔλεγχο αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἐφρύαξαν. Λυσσασμένοι ἀπὸ κακία καὶ τρίζοντας τὰ δόντια ἅρπαξαν λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸν Στέφανο, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν. Τότε ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― εἶδε θεῖο ὅραμα, τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ. Ἔτσι, κάτω ἀπ᾿ τὰ λιθάρια ποὺ τοῦ ἔρριχναν μικροὶ καὶ μεγάλοι, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Πλάστη, μιμητὴς μέχρι τέλους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

* * *

«Σκληροτράχηλοι» φάνηκαν οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ σκληροτράχηλος εἶνε ἀκόμη μέχρι σήμερα ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ποὺ παραμένει μακρὰν τοῦ χριστιανισμοῦ. Νομίζω ὅμως ὅτι πρέπει νὰ σκεφθοῦμε τὰ ἑξῆς.
Μήπως ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἁρμόζει καὶ σ᾿ ἐμᾶς; Μήπως καὶ τὸ δικό μας ἔθνος εἶνε σκληροτράχηλο; Μήπως πᾶμε κόντρα μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του;
Ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεὸ γίνεται στάχτη. Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, ὅτι καὶ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ ἔθνη, ὅταν ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους ἐναντίον τῆς πίστεώς μας, κονιορτοποιήθησαν. «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31). Εμεθα ἕνα ἔθνος ἱστορικὸ καὶ ἔνδοξο, μὲ πολλοὺς ἀγῶνας καὶ θυσίες. Μήπως ὅμως ἐκφυλισθήκαμε κι ἀκούσουμε «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι», ποὺ «ἀντιπίπτετε τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ»;
Μήπως ὑπερβάλλω; Ἄλλοτε στὰ ἅγιά μας μέρη ὁ λαὸς ὑπήκουε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ ἕνα λόγο ἄκουγαν καὶ ἑκατὸ ἔκαναν. Τώρα, ἑκατὸ λόγια νὰ τοὺς πῇς, ποιός ἀκούει; Λὲς καὶ ὁ διάβολος ἔφραξε τὰ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι. «Ἀπερίτμητοι τοῖς ὠσίν». Αὐτιὰ γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε. Ποιό παιδὶ ἀκούει τὴ μάνα; Ποιά θυγατέρα ἀκούει τὸν πατέρα; Ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ὑποταγή, ἡ πειθαρχία, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις; Τοὺς λὲς νὰ ἐκκλησιάζωνται, δὲν ἐκκλησιάζονται. Τοὺς λὲς νὰ νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρασκευή, δὲ᾿ νηστεύουν. Τοὺς λὲς νὰ ἐλεοῦν, καὶ οὔτε νερὸ στὸν ἄγγελό τους δὲν δίνουν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Τοὺς λὲς νὰ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καὶ μένουν ἀκοινώνητοι. Τοὺς λὲς νὰ ἐξομολογηθοῦν στὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, καὶ δὲν πᾶνε. Τοὺς λὲς ὄχι διαζύγιο, καὶ δὲν ἀκοῦνε.
Φαντασθῆτε, ἀδέρφια μου, σήμερα νὰ ζωντάνευε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Στεφάνου! Καὶ ὁ ἅγιος Στέφανος νὰ ἔβγαινε καὶ νὰ στεκόταν στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Καὶ ὄχι πλέον μὲ γλῶσσα τοῦ ταπεινοῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ μὲ γλῶσσα ἁγίου Πνεύματος νὰ ἄρχιζε νὰ ἐλέγχῃ τὰ ἁμαρτήματα μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀγραμμάτων καὶ ἐπιστημόνων, ἐργατῶν καὶ ἐργοστασιαρχῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων… Ἐγὼ σᾶς λέω, δὲν θὰ προλάβαινε νὰ τελειώσῃ. Χίλια χέρια θὰ ἔπιαναν πάλι πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν· νὰ εἶστε βέβαιοι περὶ αὐτοῦ. Τὸ τέλος του θὰ ἦταν πάλι μαρτυρικό. Καὶ καθένας ποὺ μαρτυρεῖ Χριστὸν σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτὸν τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης, θὰ ἔχῃ τέλος σὰν τοῦ ἁγίου Στεφάνου.

* * *

Ἀγαπητοί μου. Ἂν καὶ ταῦτα λαλῶ, ἐλπίζω στὸ Θεό. Ἡ καρδιά μας εἶνε σκληρὰ  σὰν λιθάρι, δὲν συγκινεῖται. Ἄλλοι ὅμως συγκινοῦνται.
Μοῦ ᾿λεγε κάποιος δημοσιογράφος ὅτι, δὲν ξέρω πῶς, βρέθηκε μακριὰ στὴ Σιβηρία καὶ πῆγε ἐκεῖ σ᾿ ἕνα χωριὸ ὅταν ἦταν ἄθεο τὸ καθεστώς. Καὶ ὅμως· ὅταν ἔγινε θεία λειτουργία τί εἶδε; Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ παπᾶς ἔβγαινε γιὰ τὴ μεγάλη εσοδο ―δὲν εἶνε ψέμα―, οἱ σαράντα – πενήντα κάτοικοι ποὺ ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησιά, νέοι καὶ γέροι καὶ παιδιά, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια γονάτισαν ὅλοι καὶ ἔκλαιγαν!
Ἐμεῖς τί καρδιὰ εἶν᾿ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε; Χριστέ μου, πάρε αὐτὴ τὴν καρδιά μας τὴν σκληρά, ποὺ εἶνε Βόρειος Πόλος, καὶ δῶσε μας καρδιὰ λεπτὴ καὶ θερμή, ὅπως τῶν προγόνων μας, καρδιὰ ἡρώων καὶ μαρτύρων, νὰ σ᾿ ἀγαποῦμε θερμά, καὶ νὰ εμεθα ἕτοιμοι γιὰ σένα καὶ γιὰ τὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς, τὴν οἰκογένεια τὴν πατρίδα καὶ τὴν πίστι, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ θυσιάσουμε, μιμηταὶ τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τοῦ ὁποίου ἡ εὐχὴ καὶ εὐλογία ἂς σκεπάζῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Στεφάνου Πτολεμαΐδος τὴν 27-12-1976

Μακροθυμια – βλασφημια

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Δεκ 19th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19)

(ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ)

Μακροθυμια – βλασφημια

Η ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἀνήσυχος. Θέτει πολλὰ ἐρωτήματα· κοινωνικά, οἰκονομικά, ἐθνικά… Πρὸ παντὸς θέτει ἐρωτήματα πίστεως, καὶ ζητεῖ τὴν ἀπάντησι. Ἀλλὰ εἶνε εὔκολο ν’ ἀπαντήσῃ κανεὶς στὰ ἐρωτήματα αὐτά; Θὰ προσπαθήσω ἐδῶ νὰ δώσω ἀ­πάντησι σὲ ἕνα μόνο ἐρώτημα, τὸ ἑξῆς.
Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων· οἱ πιστοί, οἱ ἄπιστοι, κ’ ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν μέν ἀλ­λὰ ἔρχονται στιγμὲς ποὺ κλονίζονται· αὐτοὶ εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Οἱ αἰτίες ποὺ ἡ πίστι τους κλονίζεται, εἶ­νε πολλές. Δὲν τὶς ἀναφέρω ὅλες· ἀναφέρω μόνο ἕνα γεγονός, ποὺ σκανδαλίζει ἀρκετὰ τὸν κόσμο.
Βλέπουν πολλοὶ γύρω τους παράξενα πρά­γματα. Τὸ πιὸ παράξενο εἶνε, ὅτι οἱ κακοί, οἱ ἀσεβεῖς, οἱ διεφθαρμένοι, οἱ ἄπιστοι, μένουν ἀτιμώρητοι. Νά, σοῦ λέει ὁ ἄλλος· αὐ­τὸς καὶ κλέφτης εἶνε, καὶ ἀπατεώνας, καὶ πλα­στογρά­φος, καὶ ἄτιμος, καὶ διεφθαρμένος, καὶ τὴ γυναῖκα του ἔχει διώξει, καὶ ὅμως εἶνε καλά. Καὶ τὸ πορτοφόλι του εἶνε γεμᾶτο, καὶ οἱ ἐπιχειρήσεις του πᾶνε καλά, καὶ ἐν γένει δὲν στερεῖται τίποτα. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ὁ Θεός, ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη του, ἀφοῦ αὐτός, ὁ κα­κὸς καὶ διεφθαρμένος καὶ ἄπιστος, εὐημερεῖ;
Εἶνε παράπονο πολλῶν καὶ παράπονο αἰώνων. Τὸ ἐκφράζει ἤδη ὁ προφήτης Ἰερεμίας, ποὺ τὸ ὄνομά του ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐ­αγ­γέλιο (βλ. Ματθ. 2,17). Λέει ὁ Ἰερεμίας· Θεέ μου, «τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1). Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν αὐτό, γιατί οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ κακοὶ μένουν ἀτιμώρητοι, δὲν θὰ δώσω ἐγὼ ἀπάντησι. Τὴν ἀπάντησι, ἐὰν προσέξατε, τὴν δίνει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.

* * *

Τί λέει ὁ ἀπόστολος; Λέει, ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ποὺ μισοῦσε πολὺ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀκούσῃ. Ἅμα τὸ ἄκουγε, ταραζόταν ὁλόκληρος· ἄφριζε, ἔβριζε, βλαστημοῦσε τὸ Χριστὸ μὲ τὰ χειρότερα λόγια. Κι ὄχι μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλ­λὰ καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ μισοῦσε. Ἐδίωκε «τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 1,13). Ὅ­που ἄκουγε Χριστιανό, ἔπαιρνε τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, καὶ μὲ ξύλα, ῥόπαλα, μαχαίρια καὶ σχοινιά, ἔμπαινε μέσα στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν, τοὺς ἔδενε, τοὺς χτυποῦσε, τοὺς ἔσερνε στοὺς δρόμους, τοὺς πή­γαινε στὰ δικαστήρια, καὶ τοὺς ἔκλεινε στὶς φυλακές. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τοῦ χριστιανισμοῦ. Τὸ ὄνομά του, Σαῦλος· εἶνε ὁ μετὰ ταῦ­τα ἀ­πόστολος Παῦλος.
Μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἔβλεπαν τὸν Σαῦ­λο νὰ τοὺς τυραννῇ, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔλεγαν στὸ Θεό· Τέτοιο λύκο, Κύριε, γιατί τὸν ἀ­φήνεις; Γιατί ἐπιτρέπεις σ’ αὐτὸ τὸν κακοῦρ­γο, τὸ βλάσφημο, τὸν ὑβριστὴ νὰ κάνῃ τέτοια θραῦσι στὸ ποίμνιό σου; Δὲν ἔχεις τὴ δύναμι νὰ τὸν ἐξαλείψῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς;…
Ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς καὶ ἄκουγε καὶ ἔβλεπε. Καὶ δὲν εἶνε κανένας ἀδύναμος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ποὺ μπορεῖ νὰ θέλουμε νὰ τιμωρήσουμε κάποιον μὰ δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι. Ὁ Χριστὸς εἶνε παντοδύναμος. Μποροῦσε νὰ τιμωρήσῃ τὸν Σαῦλο κεραυνοβόλως. Κι ὅ­μως τὸν ἄφηνε νὰ βρίζῃ καὶ νὰ βλασφημῇ τὸ ὄνομά του καὶ νὰ παιδεύῃ τὰ παιδιά του. Γιατί; Ἐδῶ εἶνε τὸ μυστήριο. Ἐμεῖς εἴμεθα κον­τόφθαλμοι, βλέπουμε σὲ μικρὴ ἀπόστασι. Ἀλ­λὰ τὸ μάτι τοῦ Χριστοῦ δὲ βλέπει μόνο τὸ σήμερα, αὐτὰ ποὺ γίνονται σ᾽ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ὁ Χριστὸς ἔβλεπε τὸ παρὸν τοῦ Σαύλου, ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τὸ μέλλον τοῦ Παύλου. Ἐγνώριζε, ὅτι θὰ ᾽ρχόταν μιὰ μέρα εὐλογημένη, ποὺ αὐτὸς ὁ βλάσφημος θὰ μετανοοῦσε, ἡ γλῶσσα αὐτή, ποὺ ἔσταζε φαρμάκι, θὰ ἄλλαζε. Ἐγνώριζε, ὅτι αὐτὸς ὁ λύκος θὰ γινόταν ἀρνί, αὐτὸς ὁ σκορπιὸς θὰ γινόταν μέλισσα, αὐτὸς ὁ κακοῦργος θὰ γινόταν ἅ­γιος. Ἐγνώριζε ὁ Χριστός, ὅτι αὐτὸς ὁ κατήγορος τῶν Χριστιανῶν θὰ γινόταν ὁ θερμότερος συνήγορος καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀπόστολος τοῦ χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν τὸν ἄφηνε. Ἐὰν τὸν ἔκοβε, ἐὰν τὴν ὥρα ποὺ κρατοῦσε τὰ ῥόπαλα – τὰ μαχαίρια καὶ βλασφημοῦσε τοῦ ἔστελνε ἕνα κεραυνὸ καὶ τὸν ἔκανε κάρβουνο, σήμερα δὲν θὰ εἴχαμε Παῦ­λο. Ἔχουμε Παῦλο, διότι ὁ Θεὸς μακροθύμησε γι᾽ αὐτόν. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε», ψάλλει πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας.

* * *

Τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, δὲν τὴ βλέπουμε μόνο στὴν περίπτωσι τοῦ ἀ­ποστόλου Παύλου. Τὴ βλέπουμε μέσα στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δικαίων καὶ ἁμαρτω­λῶν. Τὴ βλέπουμε μέσα στὴ ζωὴ τῶν αἰώνων. Τὴ βλέπουμε καὶ στὴ σημερινή μας γενεά.
Πολλὲς γενεὲς πέρασαν πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ. Ἀλλὰ μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ δική μας γενεὰ εἶ­νε ἁμαρτωλότερη ἀπ᾽ ὅλες. Ποτέ ἄλ­λοτε δὲν χύθηκε τόσο αἷμα, ποτέ ἄλλοτε ὁ ἄν­θρωπος δὲν ἀποστάτησε ἀπὸ τὸ Θεό, ποτέ ἄλλοτε δὲν ἐμούντζωσε τὴ Θεότητα ὄχι μὲ τὰ πέντε ἢ δέκα δάκτυλά του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ εἴ­κοσι δάκτυλά του, τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δὲν σταύρωσε τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο ὅπως στὴ γενεά μας.
Μαῦρο κομπολόι εἶνε οἱ ἁμαρτίες της· κάθε ἁμαρτία καὶ μιὰ μαύρη χάντρα. Κι ὅπως κάτι γέροι κρατοῦν στὸ χέρι κομπολόι καὶ παίζουν μὲ τὶς χάντρες, ἔτσι ὁ διάβολος παίζει μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Καθισμένος διπλοπόδι ὅπου τὸν φανταστῇς μέσα στὴν κοινωνία (καὶ στὰ χρηματιστήρια, καὶ στὶς τράπεζες, καὶ στὶς οἰκογένειες, καὶ στὰ ἐργοστάσια, καὶ στὰ καμπαναριὰ ἀκόμη τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ στὰ μοναστήρια) μετράει ἱκανοποιημένος τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας.
Ἀπ᾽ ὅλο τὸ κομπολόϊ τοῦ διαβόλου, ποὺ τὸ φτειάξαμε ἐμεῖς γιὰ νὰ παίζῃ καὶ νὰ ἐμπαίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα «ὁ δράκων ὁ μέγας» ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις (Ἀπ. 12,3), ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ἀναφέρω μία μόνο, ποὺ ὅταν τὴ σκέπτω­μαι, ἀδελφοί μου, ἀνατριχιάζω. Ὅταν τὴ σκέπτωμαι, κλαίω καὶ λέω, ἂν ἦταν δυνα­τὸν νὰ φύγω καὶ νὰ πάω ἢ κάτω στοὺς Βεδουΐνους καὶ στοὺς Νέγρους ἢ πέρα στοὺς Κινέζους καὶ στοὺς Γιαπωνέζους ἢ πάνω στὸ Βόρειο Πόλο, νὰ ζήσω μόνος κ’ ἔρημος. Ποιά εἶνε ἡ ἁμαρτία αὐτή; Εἶνε ἡ βλασφημία τῶν θείων.
Βλαστήμια! Βλαστημοῦν ὅλοι, ἀπὸ τὸν ἀ­σπρομάλλη γέρο ποὺ ἔχει τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο κι ὅμως μένει ἀμε­τανόητος μέχρι τὸ μικρὸ παιδί. Βλαστημοῦν Χριστό, Θεό, Παναγία, καντήλια, πολυελέους, εὐαγγέλια, εἰκόνες, ἅγια, τὰ πάντα. Φρικτὲς βλασφημίες. Καὶ ὄχι μόνο τὶς ἄλλες μέρες, ἀλλὰ καὶ τὴν Κυριακή, κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Καὶ ποῦ δὲ βλαστημοῦν! στὸ δρόμο, στὰ δικαστή­ρια, στὸ στρατό, στὰ σχολεῖα, στὰ σπίτια, στ’ αὐτοκίνητα, στὰ πούλμαν, στὰ πλοῖα, στὰ τραῖ­να, στὰ ἀεροπλάνα…. Ὦ Θεέ μου! Δὲν συγκινεῖσθε; δὲν πονεῖτε; πέτρα εἶνε ἡ καρδιά σας;
Δὲν ἀκούει ὁ Χριστὸς τὶς βλαστήμιες τῶν «Χριστιανῶν»; Τὶς ἀκούει, ὅπως ἄκουγε πάνω στὸ σταυρὸ τὶς βλαστήμιες τῶν Ἑβραίων. Ἀ­κούει, καὶ θὰ μποροῦσε, μόνο τὸ δακτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, νὰ τοὺς κάνῃ ὅλους κάρβου­νο· θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ σεισμό, νὰ μὴ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2), καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ μπετὸν ἀρμὲ νὰ ταφοῦν ὄχι μόνο οἱ βλάσφημοι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς, γιατὶ ἀ­κοῦμε νὰ βλαστημᾶνε τὸ ὄνομά του καὶ καν­είς δὲν διαμαρτύρεται.
Ἂν ποῦν κακὸ λόγο γιὰ τὴ μάνα σου, τὴν ἀρ­ραβωνιαστικά σου, τὴ γυναῖκα σου, τὸ παιδί σου, πιστόλι βγάζεις νὰ σκοτώσῃς. «Νὰ πλύ­νῃς τὴ γλῶσσα σου μὲ ῥοδόσταγμα γιὰ νὰ πῇς τὴ μάνα μου…», ἔτσι λές. Κι ὅμως ἡ μάνα μας κι ὁ πατέρας μας καὶ τὸ παιδί μας εἶνε ἁμαρτωλοί· ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος, ὁ Χριστός, καὶ μία ἡ γλυκειὰ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ Παναγία. Ἐν τούτοις καμμιά γυναί­κα, καμμιά πόρνη, καμμιὰ πριμαντόνα δὲν ὑ­βρίζεται τόσο ὅσο ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Δὲν εἴμεθα Χριστιανοί, εἴμεθα θεομπαῖχτες· δὲν πιστεύουμε στὸ Χριστό, δὲν σεβόμεθα τὴν Παν­αγία, δὲν τιμοῦμε τὴν Ἐκκλησία μας.
Κι ὅμως ὁ Χριστὸς μακροθυμεῖ! Γιατί; Περιμένει τὴ μετάνοιά μας, περιμένει αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι νὰ γονατίσουν μπροστά του καὶ νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

* * *

Τελείωσα, ἀδελφοί μου. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου» (θ. Λειτ.).
Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς κλάψουμε ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, διότι ἔρχονται ἡμέρες φοβερές. Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, –γράψατέ το― θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ ὁ τόπος μας θὰ σεισθῇ ἐξ θεμελίων. Καὶ τότε θὰ γίνῃ τὸ τῆς Ἀποκαλύψεως· θὰ πᾶμε στὰ βουνὰ καὶ τὶς σπηλιὲς καὶ θὰ φωνάζουμε· Ἀνοῖξτε, πέτρες καὶ βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας (βλ. Ἀπ. 6,15-16).
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἂς κάνῃ ἔλεος πᾶσιν ἡμῖν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Κωνσταντίνου πλ. Ὁμονοίας Ἀθηνῶν τὴν 26-12-1965.

H ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιούν 7th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ ΘΑ ΤΕΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

H ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

«Ἀδελφοί, ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἐὰν ἐξετάσουμε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο κατὰ κόσμον, χωρὶς ἀμφιβολία ἦταν χαρισματοῦχος μὲ ἔξοχα τάλαντα· ῥήτορας σπάνιος, συγγραφεὺς ἐμπνευσμένος, δημιουργὸς μὲ πλούσια φαντασία, μεγαλοφυΐα, πνεῦμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σπανίως παρουσιάζονται. Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάνῃς ὅλα αὐτά; Τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε, ὅτι ἦταν ἅγιος. Περιφρονημένη σήμερα ἡ ἀξία τῆς ἁγιότητος. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος τίτλος ἀπὸ αὐτόν. Μία εὐσεβὴς ψυχὴ λέει· «Θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅσο κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ». Ἅγιος θὰ πῇ καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

* * *

Ἅγιος λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀλλὰ ἦταν ἅγιος ἐκ γενετῆς; Ὄχι. Κάθε ἄνθρωπος γεννιέται μὲ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὅπως ψάλλει ὁ Δαυΐδ, «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Νιώθει ἔνοχος γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλ᾿ ἔνοχος καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Γι᾿ αὐτὸ ζητάει τὴ λύτρωσι. Ξέρετε πῶς μοιάζει; Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔπεφτε στὸ λαβύρινθο τῆς ἀρχαίας μυθολογίας. Ποιός νὰ τὸν βγάλῃ ἀπό ᾿κεῖ; ἡ φιλοσοφία; ἡ ποίησις; ἡ πολιτική;… Μόνο ὁ μίτος, τὸ νῆμα. Καὶ ποιός εἶνε ὁ μίτος; Ἡ πίστις στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ εἰλικρινῶς, βρίσκει τὴ λύτρωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸν βίο καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Ἁμαρτωλὸς ἦταν, μεγάλος ἁμαρτωλός. Παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τοῦ κακοῦ στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ ἔκλαιγε γι᾿ αὐτόν. Τότε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ τὴν ἄκουσε τῆς εἶπε· «Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ». Καὶ πράγματι ὁ Αὐγουστῖνος ἐν τέλει μετανόησε. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ περιβόλι του κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά, ἄκουσε μία μυστηριώδη φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Πάρε καὶ διάβασε». Μόλις ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφή, τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ ῥητὸ «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14). Τότε ἦλθε σὲ μετάνοια, μετάνοια βαθειά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξωμολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔγραψε σὲ βιβλίο ποὺ λέγεται «Ἐξομολογήσεις».
Ἔτσι ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε πλέον μιὰ νέα ζωή.

* * *

Στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, δύο πράγματα· τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος. Ἔφθασε σὲ πυθμένα ἁμαρτίας, ἀλλὰ κατόπιν καὶ σὲ ὕψη ἁγιότητος διὰ τῆς μετανοίας.
Ἡ ζωή μας ῥέει συνεχῶς ὅπως τὸ ποτάμι. Συνήθως κινεῖται σ᾿ ἕνα κύκλο καθημερινῶν ἀσχολιῶν καὶ συνηθειῶν· γι᾿ αὐτὸ τὴ λένε ρουτίνα καὶ κάποιος φιλόσοφος εἶπε· Ὅποιος ἔζησε μία ἡμέρα, ἔζησε ἑκατὸ χρόνια. Γιατὶ ὅ,τι συμβαίνει σὲ μία ἡμέρα, κατὰ κανόνα ἐπαναλαμβάνεται ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες μὲ μικρὲς παραλλαγές· φαγητό, πιοτό, ὕπνος κ.λπ., τετριμμένα πράγματα. Ἐν τούτοις μέσα στὴ ῥοὴ τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔρχονται καὶ ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ ξεχωρίζουν. Ποιές εἶν᾿ αὐτές; Ἂν ρωτήσῃς τὸν καθένα γύρω σου, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα στιγμὴ ἢ ὥρα τῆς ζωῆς σου; θ᾿ ἀκούσῃς διάφορες ἀπαντήσεις. Ὁ ἕνας θὰ πῇ· Ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκα. Ὁ ἄλλος θὰ πῇ· Ὅταν μοῦ ἔπεσε τὸ λαχεῖο. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα μεγάλη ὅταν μετὰ ἀπὸ κόπο πῆρε τὸ πτυχίο του. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐτυχίας τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου του. Οὔτε ἐγὼ τὸ ἀρνοῦμαι. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ σπουδαία ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὅταν πῆρε κάποιο ἀξίωμα. Ὁ καθένας, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει μέσ᾿ στὴ ρουτίνα τῆς ζωῆς, στιγμὲς ἐξαιρετικές.
Ἀλλ᾿ ἐὰν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου; δὲ θὰ σοῦ ἔλεγε, Ἡ ἡμέρα ποὺ ἔγινε στρατηγὸς ἢ βασιλιᾶς; Θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ἡ σπουδαιοτέρα ὥρα μου ἦταν ὅταν εἶδα στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἂν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Ἀντώνιο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου, θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ὅταν στὴν ἐκκλησία ἄκουσα τὸ «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Ἂν ρωτοῦσες τὴ Μαρία τὴν Αἰγυπτία τὴν ἁμαρτωλόν, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα σου ὥρα; θὰ ἔλεγε· Ἡ ὥρα ποὺ προσκύνησα τὸ σταυρὸ στὰ Ἰεροσόλυμα. Κι ἂν ρωτήσῃς τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε, θὰ σοῦ πῇ· Ἡ ὥρα τῆς μετανοίας μου, ὅταν ἔκλαψα γιὰ τὸ παρελθόν μου καὶ ἐπέστρεψα στὸ Χριστό.
Δὲν γνωρίζω ἂν ζῆτε ἐσεῖς τὸ Χριστὸ συνειδητά, διότι οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν ζοῦν τυπικά. Ἂν λοιπὸν τὸν ζῆτε συνειδητά, σᾶς ἐρωτῶ· Ὑπάρχει στὴ ζωή σας αὐτὴ ἡ ὥρα; Μπορεῖ νά ᾿ρχεστε στὴν ἐκκλησία, ν᾿ ἀνάβετε κεριά, νὰ κάνετε σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ νηστεύετε, ν᾿ ἀκοῦτε ὁμιλίες· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ὥρα σημαντική, ποὺ τότε χτυποῦν τὰ σήμαντρα τῶν οὐρανῶν γιὰ τὴν ψυχή μας. Αὐτὴ ἡ ὥρα στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται ὥρα τῆς χάριτος. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶνε ἕνα μηδὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, συγκλονίζεται, κλαίει κι ἀναστενάζει, καὶ λέει στὸ Θεὸ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21). Τὴν ἔχουμε λοιπὸν ἐμεῖς αὐτὴ τὴν ὥρα; Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ σᾶς τὴν ἔχουν ζήσει. Ἦταν κι αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ζοῦσαν προηγουμένως μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ μὲ διαφόρους μεθόδους τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου (ετε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα, ετε ἀπὸ ἕνα βιβλίο, ετε ἀπὸ μιὰ περιπέτεια, ετε ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια, ετε ἀπὸ ἕνα διωγμό, ἢ ἀπὸ διάφορα ἄλλα συμβάντα εὐχάριστα ἢ δυσάρεστα – πολυποίκιλος εἶνε ἡ σοφία καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ) ἔφθασαν κάποτε νὰ ποῦν τὸ «Ἥμαρτον». Καὶ εἶνε ἁγία ἡ ὥρα ποὺ κατέφυγαν στὸ ἐξομολογητήριο καὶ ἐξωμολογήθηκαν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ αἰσθάνθηκαν νὰ ἐλαφρώνῃ ἡ ψυχή τους, νὰ πετᾷ μὲ φτερὰ ἀγγέλου.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά. Δοκίμασε, καὶ θὰ δῇς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις εἶνε ἐκτόνωσις, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἕνα βάρος τῆς ψυχῆς, μέσα στὴν ὁποία συνωθοῦνται οἱ ἐνοχές. Ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει, καθὼς ἀκούει νὰ τοῦ φωνάζουν ὅλα, καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ δάση καὶ τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὰ ἀστέρια, ὅλα τοῦ λένε μιὰ φωνή· Εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός!… Ὅσο καὶ ἂν ἡ θεωρία τοῦ Μὰρξ προσπαθῇ νὰ ἐξαφανίσῃ τὸ ασθημα τῆς ἐνοχῆς, αὐτὸ μένει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἡ αἰτία τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τόσο τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα ―εἶνε καὶ αὐτά, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι―, ὅσο εἶνε τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ βάρος, τὸ ἀφόρητο βάρος τῶν τύψεων, ποὺ καὶ γλῶσσες ψυχολόγων καὶ τραγικῶν ποιητῶν περιέγραψαν. Ἐσωτερικὸ εἶνε τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἄλλος Προμηθεὺς δεσμώτης ἁλυσοδεμένος στὴν κορυφὴ τοῦ Καυκάσου, καὶ ζητεῖ τὴ λύτρωσι. Καὶ ἡ λύτρωσις δὲν ἔρχεται παρὰ μόνο διὰ τῆς μετανοίας καὶ καταλλαγῆς μὲ τὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἐρωτῶ· Ἔχεις αἰσθανθῆ στὴ ζωή σου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; ἐξωμολογήθηκες τὰ ἁμαρτήματά σου ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος; Τότε εἶσαι εὐτυχής, ζῇς πραγματικά, αἰσθάνθηκες νὰ πνέουν ἐπάνω σου οἱ αὖρες τοῦ παναγίου Πνεύματος. Σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ λέει· «Ἐδῶ εἶνε θαμμένος ἕνας γέροντας 80 ἐτῶν. Ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες». Πῶς, ἀφοῦ ἔζησε 80 χρόνια, σημειώνει ὅτι ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες; Δὲν ὑπάρχει ἀντίφασις· διότι ἐννοεῖ ζωὴ πραγματική, τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μετανόησε καὶ γνώρισε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί μου· τὸ εἶπε ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ εἶχε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τῆς γῆς· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πλοῦτος, δόξα, γνῶσις, ἐπιστήμη, τὰ πάντα μάταια. Ἕνα μόνο ἀξίζει· νὰ βγῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λαβύρινθο, νὰ πιστεύσῃ στὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, νὰ χύσῃ δάκρυα μετανοίας. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος μετανόησε καὶ εἰσῆλθε στὴ σφαῖρα τῆς ἁγιότητος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν του νὰ εἰσέλθουμε σὲ νέα ζωή, ζωὴ ἁγιότητος, στὴν ὁποία μόνο ὑπάρχει ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του  Ἁγιου Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-6-1984)

H EΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 16th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (Ἑβρ. 6,13-20)

H EΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

«…Ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλ­πίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν…» (Ἑβρ. 6,18-19)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Δ΄ Κυριακὴ τῶν Nηστειῶν. Πλησιάζει τὸ Πάσχα, κ’ ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἔχουμε προετοιμασθῆ. Σήμερα ἐπίσης ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Τὸ εὐαγγέλιο περιγράφει τὸ θαῦ­μα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου παιδιοῦ. Καὶ ὁ ἀπόστολος; Ὁ σημερινὸς ἀπόστολος εἶνε μιὰ ὡραία περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁμιλεῖ περὶ ἐλπίδος. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐγὼ θὰ πῶ λίγες λέξεις γιὰ τὴν ἐλπίδα.

* * *

Τί θὰ πῇ ἐλπίς; Εἶνε μιὰ δύναμις, μιὰ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ἐφύτευσε μέσ’ στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου. Ὅλοι ζοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ἀφαίρεσε τὴν ἐλπίδα, καὶ ὁ ἄν­θρωπος θ’ αὐτοκτονήσῃ· ἐὰν τοῦ λείψῃ ἡ ἐλ­πίδα, δὲν ἔ­χει στήριγμα νὰ κρατηθῇ.
Ὑπάρχουν ἐλπί­δες πολλῶν εἰδῶν. Νὰ προ­σ­έξουμε ὅμως, διότι ὑπάρχουν καὶ ἐλ­πίδες ψεύτικες, κάλπικα νομίσματα· εἶνε ἄμ­μος, ἐ­πάνω στὴν ὁποία δὲ μποροῦμε νὰ θεμελιώσουμε τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας. Ποιές εἶ­νε οἱ ἐλπίδες τοῦ κόσμου, σὲ τί ἐλπίζει;
* Στὸ χρῆμα, στὸ παραδάκι. Μαζεύει, μαζεύει… Σὰν μυρμήγκι δουλεύει μέρα – νύχτα. Καὶ στερεῖται τὰ πάντα. Κ’ εἶνε ἕτοιμος, γιὰ μερικὰ κέρματα, νὰ πάῃ στὰ δικαστήρια. Τὰ λεφτά μου! σοῦ λέει. Στηρίζεται σ’ αὐ­τά· ἡ ἐλπίδα του εἶνε στὰ χρήματα. Δὲν ἀρνοῦ­μαι, ὅτι ἔχει καὶ τὸ χρῆμα κάποια ἀξία· ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Ἀπόδειξις· ἔρχεται στι­γμὴ ποὺ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ διαψεύδεται. Τὸ ξέρετε κ’ ἐσεῖς πολὺ καλά, τὸ εἴδαμε κ’ ἐμεῖς οἱ γεροντότεροι. Στὴν περίοδο πρὸ τῆς κατοχῆς πολλοὶ εἶχαν ἀποταμιεύσει στὶς τράπεζες πολλὰ χρήματα· καὶ ἦρθε αἴφνης ἡ κατοχὴ καὶ ἡ ἀξία τοῦ χρήματος ἔπεσε. Τὸ χαρτονόμισμα ἔχασε τὴν ἀ­γοραστική του ἀξία· μὲ ἕνα ἑκατομμύριο δὲν ἀγόραζες ἕνα καρβέλι ψωμί! Πεῖνα τότε. Κ’ ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· ὅτι «μιὰ φούχτα ἀλεύρι – μιὰ φούχτα χρυσάφι». Γιὰ νὰ μάθουμε, ὅτι ἡ ἐλπίδα δὲν πρέπει νὰ εἶνε στὰ χρήματα... Read more »

ΤA ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 19th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Kυριακή B΄ των Nηστειων (Eβρ. 1,10–2,3)

ΤA ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ

«Αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις» (Ἑβρ. 1,11)

ΞΕΡΩ, ἀδελφοί μου, ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἅμα δοῦνε τὸν ἱεροκήρυκα στὸν ἄμβωνα, στενοχωροῦνται. Φοβοῦνται μήπως ἀργήσῃ. Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐγὼ δὲν θὰ μιλήσω πολύ. Θὰ περιορισθῶ στὸν ἀπόστολο, καὶ δὲ᾿ θὰ κάνω παραπάνω ἀπὸ δέκα λεπτά. Προσέξτε λοιπὸν τί θὰ ποῦμε.

* * *

Τί λέει ὁ ἀπόστολος ποὺ ὥρισε ἡ Ἐκκλησία μας ν᾿ ἀναγινώσκεται σήμερα, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν; Μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ κείμενο προβάλλουν δύο εἰκόνες.
Ἡ μιὰ εἰκόνα ποιά εἶνε; Στὴν ἀρχὴ εἶνε εὐχάριστη, ἀλλὰ στὸ τέλος σὲ τρομάζει. Ποιά εἶνε ἡ εὐχάριστη ὄψι της; Γιὰ νὰ δῆτε τὴν εἰκόνα αὐτή, τὴν πιὸ ὡραία εἰκόνα στὸν κόσμο, ἀνεβῆτε πρωῒ – πρωΐ, ὄρθρου βαθέος, σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ εὐλογημένα ἑλληνικὰ βουνά, ἐκεῖ ποὺ παλεύει ὁ Θεὸς μὲ τὸν διάβολο. Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ δῆτε μπροστά σας ἕνα πανόραμα ἀλησμόνητο. Θὰ δῆτε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας ποτάμια νὰ τρέχουν, λιβάδια καὶ κάμπους πράσινους, θὰ δῆτε πλατάνια πελώρια. Πιὸ κάτω θ᾿ ἀκούσετε γλυκά, ὁλόγλυκα τραγούδια, ποὺ δὲν τὰ ψάλλουν οὔτε μέσα στὶς ὡραιότερες ἐκκλησίες· γιατὶ οἱ καλύτεροι ψάλτες εἶνε τὰ πουλιά, τ᾿ ἀηδόνια ποὺ τραγουδοῦνε μέσ᾿ στὰ δάση τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ μας ἀμισθί, χωρὶς μισθό,. Θὰ δῆτε ἐκεῖ κοντὰ νὰ τρέχουνε ζῷα μικρὰ καὶ μεγάλα. Θὰ δῆτε ὅλο τὸ πανόραμα τῆς θείας δημιουργίας. Καὶ ἂν ἀγαπᾶτε τὸν τουρισμὸ καὶ τὰ ταξίδια, μπαίνετε μέσα σ᾿ ἕνα ἀεροπλάνο, ἢ μᾶλλον σ᾿ ἕνα διαστημόπλοιο, καὶ περνᾶτε πάνω ψηλὰ ἀπὸ τὶς κορυφές, καὶ τὶς ψηλότερες κορυφές, καὶ πάνω ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ὕψη, κοντὰ στὸν ἥλιο, βλέπετε κάτω πλέον ὄχι ἁπλῶς ἕνα κομμάτι τῆς γῆς, ἀλλὰ βλέπετε ὅλη τὴ γῆ μας σὰν μία σφαῖρα.
Καὶ εἶνε ἡ γῆ τὸ μόνο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ; Ὄχι βεβαίως. Αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε τί εἶνε; Εἶνε σὰ᾿ νὰ πᾷς στὴν ἀμμουδιὰ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ πάρῃς ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Πάρε ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἔ, ὅ,τι εἶνε τὸ κουκκί, εἶνε καὶ ἡ γῆ μπροστὰ στὸ σύμπαν, μέσ᾿ στὸ ἄπειρο σύμπαν. Ἂν βγῇς τὴ νύχτα στὸ ὕπαιθρο, καὶ ὑψώσῃς τὰ μάτια σου ψηλὰ κατὰ τὸ πρόσταγμα «Ἄνω σχῶμεν…», θὰ δῇς ἐπάνω τὰ ἀστέρια. Πόσα εἶνε; Μὲ τὸ γυμνὸ μάτι εἶνε ἕξι χιλιάδες (6.000). Μὲ τὰ τηλεσκόπια; ἀμέτρητα δισεκατομμύρια. Ἀποστάσεις ἰλιγγιώδεις. Δὲν ξέρω, μπορεῖ κάποτε ―ὅλα εἶνε δυνατά―, ἀφοῦ φτάσαμε στὸ φεγγάρι, νὰ φτάσουμε καὶ στὸν Ἄρι. Μπορεῖ νὰ κάνουμε ταξίδια τουριστικὰ καὶ νά ᾿χουμε ἀεροδρόμια στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα. Στὰ κοντινὰ ἄστρα· γιατὶ στὰ μακρινὰ ποῦ νὰ φτάσῃς! Ἴλιγγος… Θὰ ταξιδεύῃς ἀμέτρητα χρόνια, ἑκατομμύρια χρόνια, μὲ ταχύτητα φωτός ―δὲ᾿ φτάνει ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου―, γιὰ νὰ φτάσῃς στὶς ἐσχατιὲς τοῦ σύμπαντος. Ζαλίζεται τὸ πνεῦμα ὅταν τὰ σκέπτεται αὐτά.
Καὶ τίθεται ἕνα ἐρώτημα· ὅλα αὐτὰ ἔτσι φυτρώσανε; Ἐρωτοῦμε, ἔτσι φυτρώσανε; Τεράστιο τὸ ἐρώτημα. Ἂν μὲ πείσῃς, ὅτι τὸ ροῦχο ποὺ φορᾷς ἔτσι ἔγινε· ἂν μὲ πείσῃς, ὅτι τὸ ρολόι ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου ἔτσι φύτρωσε, ὅτι φύτρωσε στὰ χωράφια· ἂν μοῦ ἀποδείξῃς, ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κατοικεῖς ἔτσι ἔγινε· ἂν μὲ βεβαιώσῃς, ὅτι ὁ ναὸς ποὺ ἐκκλησιάζεσαι ἔτσι κτίσθηκε, τότε θὰ μὲ πείσῃς καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ μεγάλο ὡρολόγιο, τὸ τεράστιο ὡρολόγιο, ποὺ λειτουργεῖ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ ρολόγια «Ζενίθ», αὐτὸ τὸ ὑπέροχο δημιούργημα, αὐτὸ τὸ σπίτι τοῦ σύμπαντος, ἔτσι φύτρωσε. Ἀτράνταχτη εἶνε ἡ λογικὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅταν λέει· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι ἀπὸ κάποιον κατασκευάζεται, ἐκεῖνος δὲ ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4).
Ὡραῖο τὸ πανόραμα ἀπὸ τὴ ῥάχι τῶν βουνῶν, ὡραῖο τὸ πανόραμα πάνω ἀπὸ τὰ ἀεροπλάνα καὶ τοὺς πυραύλους· κι ἀκόμα ὡραιότερο θὰ γίνῃ, ἂν σὲ κάποια γενεὰ ὁ ἄνθρωπος φτάσῃ καὶ σ᾿ ἄλλα ἀστέρια. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε» (Ψαλμ. 103,24). Ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε! (πρβλ. Σ. Σειρ. 11,4). «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια» μόνος (Ψαλμ. 76,14-15).
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ἡ εὐχάριστη ὄψι τῆς εἰκόνος. Ἀλλ᾿ ὅταν δῇς τὴν ἄλλη ὄψι, σὲ πιάνει φόβος καὶ τρόμος. Διότι μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὸ χορταράκι μέχρι τὸ πλατάνι, κι ἀπὸ τὸ κουκκὶ τῆς ἄμμου μέχρι τὸν Ὠρίωνα καὶ τὰ μεγάλα ἀστέρια, κι ἀπὸ τὸ ἔντομο μέχρι τὸν ἀετό, κι ἀπὸ τὸ ἀρνάκι μέχρι τὸ λιοντάρι, μέσα σὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ ὄντα, μέσα σὲ ὅλη τὴν ὑλικὴ δημιουργία ―γιατὶ αὐτὰ εἶνε ὑλικὰ πράγματα, ὑλικὴ δημιουργία―, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ὑλικὴ δημιουργία ὑπάρχει βέβαια μεγαλεῖο καὶ κάλλος, ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ μειώνει τὴν ἀξία τους. Ποιό εἶνε αὐτό; Μία λέξις! Ἂν τὸ ἐκφράσουμε ἐπιστημονικῶς, λέγεται φθορά· ἂν ὅμως τὸ ποῦμε περισσότερο ὠμὰ καὶ ρεαλιστικά, λέγεται θάνατος.
Θάνατος! Καὶ τὸ χορταράκι θὰ ξεραθῇ, καὶ τὸ λουλούδι θὰ μαραθῇ, καὶ τὸ πλατάνι ποὺ ζῇ ἑκατὸ – διακόσα χρόνια κι αὐτὸ θὰ ᾿ρθῇ ἡ ὥρα ποὺ θὰ γίνῃ ξύλα καὶ θὰ καῇ. Καὶ τὸ ἀρνάκι ποὺ βόσκει, καὶ ὁ λύκος ποὺ οὐρλιάζει, καὶ τὸ πουλάκι ποὺ κελαϊδεῖ, καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ζῷα θὰ τερματίσουν τὴ ζωή τους. Καὶ τ᾿ ἀστέρια τὰ μεγάλα θὰ πέσουν, καὶ ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει κι αὐτὸς ἀκόμα θὰ ᾿ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σβήσῃ ὅπως σβήνει τὸ κεράκι κι ὅπως σβήνει τὸ καντήλι. Καὶ αὐτὰ ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῶν ἀστρονόμων.
Τὰ πάντα σβήνουν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὡς φθαρτὸ μέρος τῆς δημιουργίας κατὰ τὸ σῶμα, πεθαίνει κι αὐτός. Καὶ τὸν βλέπεις λοιπὸν νὰ διαλύεται. Τὸ σκουλήκι τῆς φθορᾶς δουλεύει μέσα του. Συνεπῶς καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Τί ἄλλο παρὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅταν κάποιος μεγάλος, ποὺ ἐξουσίαζε τότε στὴν αὐτοκρατορία καὶ τὸν ἔτρεμαν ὅλοι, ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ κυνηγημένος ἔτρεχε νὰ σωθῇ. Εἶνε ὁ ὕπατος Εὐτρόπιος. Τότε ὁ Χρυσόστομος εἶπε· Ποῦ εἶνε τώρα τὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ δόξα; Ὅλα εἶνε σὰν ὄνειρο καὶ σὰν καπνὸς ποὺ διαλύεται. «Πομφόλυγες ἦσαν καὶ διερράγησαν», λέει. Ἔχετε δεῖ κάτι σαπουνόφουσκες χρωματιστές; αὐτὸ θὰ πῇ «πομφόλυγες». Ἔτσι εἶνε καὶ τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅλα τὰ ἐγκόσμια. Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ μέχρι τὰ μικρότερα δημιουργήματα τῆς γῆς, παντοῦ ὁ θάνατος. Ὅλα μέσα στὴ φθορά. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Αὐτὴ εἶνε ἡ πρώτη εἰκόνα, ἡ εἰκόνα τῆς φθορᾶς.

* * *

Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη εἰκόνα σήμερα στὸν ἀπόστολο. «Αὐτοί», λέει (δηλαδὴ οἱ οὐρανοὶ καὶ τὰ σύμπαντα), «αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται», σὰν τὸ ροῦχο θὰ παλιώσουν, «καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται» (Ἑβρ. 1,11-12). Ὁ θάνατος κρατάει ἕνα πριόνι καὶ πριονίζει, καὶ ἡ φθορὰ μὲ τὸ σκουλήκι της τὰ τρώει ὅλα. Ἀλλὰ μέσ᾿ στὴ φθορὰ αὐτὴ ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν πεθαίνει. Ποιό εἶν᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν πεθαίνει, ἀδέρφια μου; Ποιό ζῇ αἰώνια καὶ μένει ἀθάνατο; Μόνο ἡ ψυχή. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν ψυχὴ αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὴν ψυχή· ποιός εἶνε; Τὸ λέει· «Σὺ δὲ διαμένεις». Ὤ τί λόγια εἶνε αὐτά! Δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. «Σὺ διαμένεις». Κι ὅταν τὰ ποτάμια στερέψουν, κι ὅταν οἱ λίμνες ξεραθοῦν, κι ὅταν τ᾿ ἀστέρια πέσουν, κι ὅταν ὁ ἥλιος σβήσῃ, ὅταν τὰ πάντα γίνουν ἄνω – κάτω καὶ τὸ σύμπαν διαλυθῇ, «σὺ διαμένεις». Ποιός «διαμένει»; Ποιός ζῇ, ποιός βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Εἶνε ὁ «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», ποὺ λέει ἡ θεία λειτουργία, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πάντοτε καὶ μένει ἀναλλοίωτος!
«Αὐτοὶ ἀπολοῦνται», λέει, «σὺ δὲ διαμένεις». Μέσα στὴ ῥοὴ τοῦ κόσμου, μέσα στὶς ἀλλαγὲς καὶ τὰ ποικίλα σχήματα, μέσα στὰ συντρίμματα τῶν αἰώνων, σύ, Χριστέ, Βασιλεῦ τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριε τῶν κυριευόντων, «σὺ διαμένεις». Τὸ πιστεύετε, ἀδελφοί μου αὐτό; Ἂν τὸ πιστεύετε, τότε ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τὰ στέμματα καὶ οἱ βασιλεῖς, ποῦ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ μεγιστᾶνες, ποῦ οἱ θεωρίες, ποῦ…, ποῦ…, ποῦ…; Καπνὸς καὶ ὄνειρο εἶνε τὰ πάντα.
Ὦ ἐσταυρωμένε Λυτρωτὰ τοῦ κόσμου, «σὺ διαμένεις». Ὦ Χριστέ, «σὺ διαμένεις».
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ὁμιλία σὲ ναὸ τῆς συνοικίας Κολωνοῦ τῶν Ἀθηνῶν, σως στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, παρόντος μᾶλλον καὶ κάποιου μητροπολίτου, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1963-1967

ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 16th, 2011 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (῾Ρωμ. 13,11 – 14,4)

ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13-14)

ΜΕΘΑΙΣΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, γνωρίζουμε ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, προτοῦ νά ᾽ρθῃ ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ ἄν­θρωποι ἦ­ταν εἰδωλολάτρες.
Τί θὰ πῇ εἰδωλολατρία. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν διάφορα φυσικὰ φαινόμενα καί, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ τους, τὰ φαινόμενα αὐτὰ τὰ θεοποι­οῦσαν. Ἔβλεπαν π.χ. τὸν κεραυνὸ νὰ πέφτῃ καὶ νὰ καίῃ, καὶ εἶπαν· ἡ φωτιὰ εἶνε θεός. Ἔ­βλεπαν τὸν ἥλιο νὰ λάμπῃ, καὶ εἶπαν· ὁ ἥ­λιος εἶνε θεός· καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ ἔχουν θεὸ τὸν ἥλιο ἢ λατρεύουν ὡς θεὸ τὴ φωτιά, εἶνε πυρολάτρες. Ἄλλοι πάλι ἔ­βλεπαν τὸ νερὸ νὰ πλημμυρίζῃ, νὰ πνίγῃ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ νερὸ εἶνε θε­ὸς καὶ θεοποιοῦσαν ποταμούς. Κι ὄχι μόνο φυ­σικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ δύναμί τους τοὺς ὠνόμα­ζαν θεοὺς ἢ ἡμιθέους. Ὑπῆρχαν ἀκόμα λαοὶ ―θὰ σᾶς φα­νῇ παράξενο― ποὺ λάτρευαν ὡς θεοὺς μεγάλα ἢ καὶ μικρὰ ζῷα (τὸ λιοντάρι, τὸ βόδι, τὰ φίδια, τὶς γάτες, τοὺς σκύλους), καὶ ἄλλοι ―ἀκόμα πιὸ παράξενο―, ποὺ ὡς θεὸ λάτρευαν καρπούς· τὰ σκόρδα, τὰ κρεμμύδια, τὰ πράσα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κατάντημα εἶχε φτάσει ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ. Σκοτάδι! Πελεκοῦσαν διάφορα ὑλικὰ καὶ ἔκαναν ὁμοιώματα – εἴδωλα ἀπὸ ξύλο, ἀσήμι ἢ χρυσάφι, τὰ ὠνόμαζαν θεοὺς καὶ τὰ προσκυνοῦσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστι τους.
Ὡς πρὸς τὴ λατρεία, εἶχαν ἑορτὲς σὲ καθωρισμένες ἡμέρες. Τότε λάτρευαν τοὺς θεούς τους. Καὶ πῶς τοὺς λάτρευαν; Σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτῆρα τους – καὶ συγχωρῆστε με γι᾽ αὐτὰ ποὺ θ᾽ ἀ­κούσετε τώρα. Ὑπῆρχε π.χ. μία θεότης ποὺ προστά­τευε – τί; τὰ σαρκι­κὰ πάθη, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία· ἦ­ταν ἡ θεὰ Ἀ­φροδίτη. Πρὸς τιμήν της εἶχαν χτίσει ναὸ στὴν Κόρινθο, τὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης. Ἐ­κεῖ εἶχαν μαζέψει χίλιες δι­εφθαρμένες γυναῖ­κες, ποὺ ἀσκοῦσαν γιὰ τοὺς λάτρεις τῆς θεᾶς τὴν πορνεία, ὡς λατρεία δηλαδὴ τῆς Ἀφροδίτης. Καὶ ἔτσι, ἀπὸ τὶς ἄνομες ἐκεῖνες εἰσ­πράξεις, πλούτιζε ὁ ναός. Ὑπῆρχε ἄλλη θεότης ποὺ προστάτευε – τί; τὴ μέθη, τοὺς μεθύ­σους καὶ ἀσώτους· θεὸς τῆς μέθης ἦταν ὁ Βάκχος. Καὶ πῶς τὸν ἑώρταζαν; Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του ἔπιναν κρασί, μεθοῦσαν καὶ ἔ­καναν ὄρ­για χωρὶς ἴχνος ντροπῆς. Οἱ γυναῖ­κες ἔβγαζαν τὰ γυναικεῖα ροῦχα καὶ ντύνον­ταν ἀν­τρικά, οἱ ἄντρες ἔβγαζαν τὰ ἀντρικὰ καὶ ντύνον­ταν γυναικεῖα. Πολλοὶ φοροῦσαν προβειὲς ἀπὸ τράγους, κρεμοῦσαν στὸ λαιμὸ τρα­γοκούδουνα, ἔβγαιναν στοὺς δρόμους, χόρευαν ἀνήθικους χορούς.
Ἔτσι ἑώρταζαν οἱ ἀρχαῖοι, σύμφωνα μὲ τοὺς θεοὺς ποὺ εἶχαν. Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς κατηγορήσῃς. Τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, τέτοιοι ἦταν κι αὐτοί. Αὐτοὶ μάλιστα, μολον­ότι λάτρευαν ψεύτικους θεούς, κανένας τους δὲν τολμοῦσε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο ἢ τὴν Ἀφροδίτη ἢ ἄλλο θεό. Τοὺς θεούς τους ἐκεῖνοι τοὺς ἐσέβοντο, ἐνῷ ἐμεῖς…

* * *

Στὴν κατάστασι αὐτὴ ζοῦσε ὁ κόσμος χιλιά­δες χρόνια. Ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους ἦρθε τὸ φῶς, ἦρ­θε ἡ ἡμέρα· ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦρθε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἀπεκάλυψε ποιός εἶ­νε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Δίδαξε τὸν κόσμο, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς δὲν εἶνε πεπερασμένος ὅ­πως τὰ ὑλικὰ δημιουργήματα· δὲν εἶνε ὁ ἥ­λιος, τὸ φεγγάρι, τ᾽ ἀστέρια· δὲν εἶνε τὰ ποτά­μια, τὰ νερά, οἱ λίμνες, ἡ θάλασσα· δὲν εἶνε τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκόρδα. Ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας καὶ ἄπειρος· ὁ Θεὸς εἶνε «πνεῦ­μα», «καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶνε ἀνάλογη μὲ τὴ φύσι τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ διασκεδάζουν ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Καὶ ἀκούσαμε σήμε­ρα τί συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὸ ζήτημα αὐ­τό. Μακριά, λέει, ἀπὸ καρναβαλικὲς μεταμ­φιέσεις καὶ μεθύσια, μακριὰ ἀπὸ πορνεῖες καὶ ἀσέλγειες, μακριὰ ἀπὸ ἔριδες κι ἀντιζηλίες· ντυ­θῆτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀφῆ­στε τὴ μέριμνα πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς σαρ­κικὲς ἐ­πι­­θυμίες (βλ. ῾Ρωμ. 13,13-14). Κατὰ τὸν σημε­ρινὸ ἀπόστολο δηλαδή, δὲν πρέπει ἐ­μεῖς νὰ ἑορτάζου­με σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.

* * *

Σήμερα ὅμως, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, τί γίνε­ται; Χιλιάδες αὐτοκίνητα τρέχουν στοὺς δη­μο­σίους δρόμους. Ποῦ πᾶνε; στὴν ἐκκλησιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό; Θεέ μου, πῶς δὲν πέ­φτουν ἀστροπελέκια νὰ κάψουν τὴν ἁ­μαρτωλή μας γῆ! Ἀπὸ χθὲς βράδυ ὅλοι εἶνε μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως. Καὶ τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Μεταμφιέζονται καὶ ὀργιάζουν· οἱ γυναῖ­κες ντύνον­ται ἄν­τρες καὶ οἱ ἄντρες γυναῖκες. Πίνουν, χο­ρεύουν αἰ­σχροὺς χορούς, λένε λόγια καὶ κάνουν πρά­­γματα ποὺ καταδικάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι λοιπὸν ποὺ ἐκδηλώνονται ἔτσι, εἶ­νε Χριστιανοί; Αὐτοὶ εἶ­νε εἰδωλολάτρες, εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν! Ὅπως ὑ­πῆρχαν πρὸ Χριστοῦ χριστιανοί, ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν με­τὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ μιμοῦν­ται τρόπους τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν.
Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δὲν ἔκαναν τέτοια πράγμα­­τα. ῾Ρωτῆστε γέρους, πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὸν Πόντο, τὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη, νὰ δῆτε πῶς ἑώρταζε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τὶς ἅγιες αὐ­τὲς ἡμέρες. Δὲν ἤξεραν τί θὰ πῇ ταβέρνα. Ἐν συγκρίσει μ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι.
Τώρα; Ἄνοιξαν κέντρα ψυχαγωγίας ἢ μᾶλ­λον διαφθορᾶς. Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυ­τρώνουν τὰ μανιτάρια, ἔτσι πάνω στὴν βρωμερὴ κοπριὰ τοῦ μαμωνᾶ φύτρωσαν ἀμέτρητα νυχτερινὰ κέντρα. Καὶ ὅπως στὴν ἀρχαία Κόρινθο οἱ ἱέρειες τῆς ἡδονῆς εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ πλουτίζῃ ὁ ναὸς τῆς Ἀ­φροδίτης, κατὰ παρόμοιο τρόπο στοὺς σημερι­νοὺς αὐτοὺς «ναοὺς» τῆς Ἀφροδίτης ἔρχον­ται ἀπὸ διάφορα μέρη γυναῖ­κες ποὺ θεωροῦν­ται καλλιτέχνιδες, τραγουδοῦν πορνικὰ τραγούδια, χορεύ­ουν, καὶ διαφθείρουν τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ λαοῦ μας. Οἱ «καλλιτέχνιδες» αὐ­τὲς εἶνε ἀντρο­χωρίστρες, διαλύουν οἰκογένειες. Πλουτίζουν ἀπομυζώντας πολὺ χρῆμα, τὸ ὁποῖο κατα­βάλ­λουν οἱ πελάτες τῶν κέντρων, ποὺ παραπονοῦνται κατόπιν πὼς δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν. Καὶ ἡ ἀστυνομία; Δὲν ἐπεμβαίνει. Ἀλλὰ τί φταίει ἡ ἀστυνομία; Τὸ κράτος, μασο­νικὸ καὶ διεφθαρμένο, δὲν θέλει νὰ περι­στεί­λῃ τὸ κακό. Σὲ κανένα γειτονικὸ κράτος, οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ ῾Ρου­μανία, δὲν συμβαίνουν τέτοια αἴσχη. Ἐδῶ δαπανῶνται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων.

* * *

Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἂν εἶχα ἐξουσία, μέσα σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἔ­κλεινα ὅλα τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς. Καὶ αὐτὲς τὶς ταλαίπωρες γυναῖ­κες, ποὺ σὰν νυχτερίδες ῥουφοῦν τὸ αἷμα τοῦ φτωχοῦ καὶ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ ἄφρονος λαοῦ μας, δὲν θέλω νὰ τὶς καταδικάσω. Εἶνε κι αὐτὲς συχνὰ θύματα τοῦ κυκλώματος τῆς ἀνθρωπίνης ἐκμεταλλεύσεως, θύματα τοῦ μα­μωνᾶ τῆς ἀδικίας. Ὅλες τὶς γυναῖκες αὐτὲς θὰ τὶς πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, νὰ πλυθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ καθαριστοῦν, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτιμία, νὰ γίνουν μητέρες καὶ νοικοκυρές, κι ὄχι νὰ ἔχῃ τώρα ἡ Ἑλ­λάδα μας τόσες πόρνες ὅσες δὲν ἔχουν ὅλα τὰ Βαλκάνια μαζί.
Τὰ σκῆπτρα πάντως τῶν εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν κατέχει ἡ Πάτρα. Τί γίνεται ἐκεῖ δὲν περιγράφεται. Μαζεύονται χιλιάδες κόσμος, φοροῦν μάσκες, χορεύουν, μεθοῦν, ὀργιάζουν δημοσίως, κυλιοῦνται στὸ χῶμα… Λὲς καὶ εἶνε ἡ ἐποχὴ τοῦ Βάκχου. Ἑ­ορτάζει ὁ Βάκχος καὶ ὄχι ὁ Χριστός. Μία χρονιὰ ὅμως, τὸ 1978, ἐνῷ ἑώρταζαν τὰ προεόρτια τοῦ Βάκχου τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεων καὶ ἔ­καναν πρόβες στὸν καρνάβαλό τους, τί ἔ­γινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Σεισμός· σείστηκε ἡ Πάτρα καὶ φώναζαν «Παναγιά!» καὶ «Ἅγιε Ἀν­δρέα!».
Ἔτσι φαίνεται πρέπει νὰ συμβῇ, διότι ξεπεράσαμε πλέον κάθε ὅριο· κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε Σόδομα καὶ Γόμορρα! Μὲ ἀστυνομί­ες, μὲ εἰσαγγελεῖς, μὲ νομάρχες, μὲ δεσπο­τά­­δες, μὲ παπᾶδες, κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ ὁλό­κληρη ἡ κοινωνία. Κανείς δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὶς εὐθῦνες γιὰ τὸ κατάντημα αὐτό.
Ταῦτα λέγω, ἀγαπητοί μου, καὶ εὔχομαι ἡ ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ περάσῃ ὅπως θέλει ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ὅπως θέλει ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Βάκχος καὶ οἱ ἄλλοι ψεύτικοι θεοί.
Τὸ βράδυ, ποὺ θὰ γίνῃ ὁ κατανυκτικὸς ἑ­σπερινός, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ δώσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγχώρησι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στο ιερό ναό του Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 12-3-1978)

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 18th, 2008 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Kυριακή ΛB΄ (A΄ Tιμ. 4,9-15)

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ

«Ἡ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης»

PLATYTERAΚαὶ πάλιν, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ πάλιν βρίσκομαι ἐδῶ στὸ χωριό σας. Ἦρθα ἐδῶ ὄχι σὰν ἕνας ἐπισκέπτης, σὰν ξένος, ἄλλὰ ἦρθα ἐδῶ ὡς πνευματικὸς πατέρας. Ἦρθα ἐδῶ ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦρθα ὡς ποιμενάρχης. Καὶ ἦρθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ σᾶς φέρω δῶρα. Καὶ δόξα τῷ Θεῷ ὅλοι εἶστε Χριστιανοί, ὅλοι βγήκατε ἀπὸ κολυμβῆθρες. Καὶ ὅλοι ἔχετε ὀνόματα χριστιανικά, καὶ κανείς δὲν εἶνε Ἑβραῖος ἢ Τοῦρκος ἐδῶ μέσα. Ἦρθα λοιπὸν νὰ φέρω δῶρα στὸν καθέναν, ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τὰ δῶρα αὐτὰ εἶνε τρία. Τὸ πρῶτο δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὸ περιγράψῃ, εἶνε ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Εἶνε ἡ θεία κοινωνία, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ δεύτερο εἶνε πολὺ μικρότερο. Εἶνε τὸ ἀντίδωρο, ποὺ μοιράζεται γιὰ ὅσους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ τὸ τρίτο δῶρο εἶνε κι αὐτὸ σπουδαιότατο. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται. Ποιά λόγια, τὰ δικά μας; Τὰ δικά μας δὲν ἔχουν ἀξία. Τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται στὴν ἐκκλησία εἶνε λόγια ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, προφητῶν, πατριαρχῶν, ἀποστόλων, εἶνε λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγια ἀθάνατα καὶ αἰώνια. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἔχει τὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁ ἀπόστολος.
Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλα; Χρειάζονται μέρες καὶ μῆνες. Ἐγὼ ἕνα μόνο λόγο θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἐδῶ. Παίρνω ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Τιμόθεον μιὰ λέξι, ποὺ εἶνε λίγο πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Ποιά λέξι εἶνε αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις «ἐπαγγελία». Ὁμιλεῖ ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὴν εὐσέβεια, καὶ λέει ὅτι ἡ εὐσέβεια ἔχει «ἐπαγγελίας ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. 4,8).

* * *

Τί θὰ πῇ «ἐπαγγελία»; Μήπως εἶνε καμμιὰ γυναίκα ποὺ λέγεται Ἐπαγγελία; ὅπως κάποια ἄλλη λέγεται Εὐαγγελία; Ὄχι, δὲν εἶνε πρόσωπο· εἶνε κάτι ἄλλο. Τί εἶνε λοιπόν; «Ἐπαγγελία» θὰ πῇ ὑπόσχεσις. Ὑπόσχεσις. Καὶ ἂς δοῦμε τώρα ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις.
Ὑπόσχεσι δίνουν οἱ ἄνθρωποι. Ζοῦμε σ᾿ ἕνα κόσμο ὑποσχέσεων καὶ ὅλοι στηριζόμεθα σὲ ὑποσχέσεις. Λέει λόγου χάριν ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα, προτοῦ νὰ τὴν παντρευτῇ· «Σ᾿ ἀγαπῶ· σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σὲ ἀγαπῶ αἰώνια κι ὅτι κοντά μου θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένη…». Αὐτὰ δὲ᾿ λένε οἱ νέοι; Καὶ δὲν περνάει ἕνας μήνας, δυὸ μῆνες, τρεῖς μῆνες, καὶ ἡ νέα βλέπει ὅτι ἀπατήθηκε. Γιατὶ ὅταν ὑπόσχεσαι κάτι καὶ δὲν τὸ τηρῇς, αὐτὸ λέγεται ἀπάτη κ᾿ ἐσὺ λέγεσαι ἀπατεώνας. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ γλυκόλογα ποὺ λένε οἱ ἐρωτευμένοι, πόσα τηροῦνται; Δὲ᾿ ρωτᾶτε ἐμένα; Βλέπω νὰ ἔρχωνται γυναῖκες κλαμένες καὶ λένε· «Ἄχ τὸν ἄτιμο! μὲ γέλασε· μοῦ ὑποσχέθηκε τόσα, καὶ τώρα τίποτα. Μὲ χτυπάει, μ᾿ ἀφήνει νηστικιά, μὲ βασανίζει. Δὲ᾿ μπορῶ ἄλλο…».
Ποιοί ἄλλοι δίνουν ὑποσχέσεις; Πολλὰ ὑπόσχονται καὶ οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων. Κι ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ ὑπόσχονται δὲν ἐκτελοῦν τίποτα. Ψευτιές. Οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται κι ὁ λαὸς ἀπογοητεύεται.
Ὑπάρχει ὅμως κάποιος ποὺ δίνει μία ὑπόσχεσι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀληθινή. Ὅ,τι λέει, γίνεται. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόσχεσι; Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος. Ἡ ὑπόσχεσις εἶνε ἡ ἑξῆς. Ρωτάει ὁ Χριστός· Θέλεις νὰ εἶσαι εὐτυχής; – καὶ ποιός δὲν θέλει τὴν εὐτυχία του. Εὐτυχισμένος δὲν εἶνε ὅποιος ἔχει λεφτά, σπίτια, κτήματα, μεγαλεῖα καὶ δόξες ἀνθρώπινες, τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις. Εὐτυχισμένος θὰ εἶσαι, λέει ὁ Χριστός, ἂν μ᾿ ἀκούσῃς. Δὲν σὲ βιάζει ὁ Χριστός. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Βάζει μπροστά μας τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιά, καὶ ὅπου θέ᾿ς ἁπλώνεις τὸ χέρι σου (βλ. Σ. Σειρ. 15,16)· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς. Διάλεξε καὶ πάρε. Ἂν θέλῃς λοιπόν, λέει, ἄκουσέ με. Πίστεψε καὶ τήρησε τὶς ἐντολές μου. Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἐντολές; Εἶνε κυρίως ὁ γνωστὸς Δεκάλογος. Καὶ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεὸς εἶνε εὔκολο. Μποροῦμε νὰ τὰ τηρήσουμε ὅλα ἀνεξαιρέτως. Δέκα δάχτυλα ἔχουμε, δέκα εἶνε καὶ οἱ ἐντολές. Καὶ ὅπως δὲν κόβεις κανένα δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς καμμία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές. Καὶ ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν ἄνθρωπος μὲ κομμένα δάχτυλα. Τί ἄσχημο πρᾶγμα! Γιατὶ ὅλες τὶς ἐντολὲς τὶς καταπατοῦμε. Ἀπὸ τὴν πρώτη μέχρι τὴν τελευταία καμμιά ἐντολὴ δὲν τηροῦμε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἔνοχος. Κι ἂν δὲν τὸν πιάνῃ ἡ ἀστυνομία, κι ἂν δὲν τὸν πᾶνε στὸ δικαστήριο καὶ δὲν τὸν δικάζουν, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. Νιώθει ὑπόδικος σ᾿ ἕνα ἄλλο δικαστήριο, τρομερώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δικαστήρια τῆς γῆς, δικαστήριο ποὺ δὲ᾿ μπορεῖ νὰ τὸ γλυτώσῃ κανένας. Καὶ τὸ δικαστήριο αὐτὸ ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ συνείδησις. Αὐτὴ φωνάζει. Ἔκανες τὸ κακό; Μέσα σου ἀκοῦς· «Ἄθλιε καὶ πανάθλιε, τί ἔκανες; βλαστήμησες τὸ Θεό; πῆρες ψεύτικο ὄρκο; σκότωσες; ἔκλεψες τὸν ξένο ἱδρῶτα; τί ἔκανες…;». Κι ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ συνείδησί σου. Ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶνε δυστυχής. Δυστυχὴς σὰν τὸν Κάϊν ποὺ ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ, δυστυχὴς σὰν τὸν Ἰούδα ποὺ ἐπρόδωσε τὸ Χριστό. Δυστυχὴς ὁ πλεονέκτης, δυστυχὴς ὁ οἰνοπότης, δυστυχὴς ὁ πόρνος, δυστυχὴς ὁ μοιχός, δυστυχὴς ὁ φονιᾶς,… δυστυχὴς κάθε ἁμαρτωλός.
Κ᾿ ἐπειδὴ ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, κόκκινοι καὶ ἄσπροι καὶ πράσινοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, δὲν κάνουμε τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ καταπατοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, γι᾿ αὐτὸ φτάσαμε στὸν αἰῶνα τῆς μεγαλύτερης δυστυχίας. Τώρα ὑπάρχουν ὅλα τὰ μέσα καὶ ὅλα τὰ κομφόρ, ἀλλὰ ἡ ἀσεβὴς καὶ κατηραμένη γενεὰ ζῇ στὴν ἀνία καὶ οἱ ἄνθρωποι μέσ᾿ στὰ πλούτη τους αὐτοκτονοῦν. Δὲν ὑπάρχει πλέον χαρά. Ὅλοι, ετε Ῥῶσοι ετε Ἀμερικᾶνοι ετε ἄλλοι…, περπατοῦνε σκυφτοί. Ἔφυγε πλέον τὸ γέλιο. Καὶ τρέμουν, γιατὶ πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια τους βλέπουν νὰ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστὴ ἕνα σπαθὶ κοφτερό. Οὐαὶ κι ἀλλοίμονο! Εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια, οἱ ἀτομικὲς βόμβες. Τρομερὸ πρᾶγμα. Ἄντε, ἄνθρωπε, ποὺ νόμιζες ὅτι θὰ γίνῃς εὐτυχὴς καὶ χτίζεις τὸν πύργο τῶν ἐπιδιώξεών σου! Ἂν πέσουν αὐτὲς οἱ βόμβες, τότε νὰ δοῦμε τί γίνονται τὰ λεφτὰ καὶ τὰ δολλάρια, τί γίνονται τὰ μέγαρα καὶ οἱ οὐρανοξύστες, τί γίνονται οἱ ντισκοτὲκς καὶ τὰ σκυλάδικα!…
Σὲ τέτοια χρόνια κατηραμένα ζοῦμε. Κρῖμα στὰ σχολεῖα καὶ στὰ πανεπιστήμια, κρῖμα στὰ φῶτα καὶ τὶς προόδους, κρῖμα στὸν ψεύτικο καὶ ἀπατεῶνα πολιτισμό. Ἄχ χρόνια εὐλογημένα, τότε ποὺ ζούσανε οἱ παπποῦδες μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σχολεῖο δὲν εἶχαν, ἀλφάβητο δὲν ξέρανε, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, μπομπότα καὶ κριθαρένιο ψωμὶ τρώγανε, ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι ἦταν τὸ φαγητό τους ―τὸ κρέας ἦταν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὴ Λαμπρή―, κρεβάτια ἀναπαυτικὰ καὶ  πολυτέλειες δὲν ξέρανε ―ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν―, ἠλεκτρικὰ φῶτα δὲν εχανε, μὲ λυχνάρια καὶ δᾳδιὰ φωτίζονταν. Ζοῦσαν φτωχικά. Ἀλλὰ εἶχαν εὐσέβεια, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν εὐτυχισμένοι. Εἶχαν Θεό, ἔμεναν πιστοὶ στὸ Θεό. Κι ὁ Θεός, πιστὸς στὴν «ἐπαγγελία» του, στὴν ὑπόσχεσί του, γέμιζε τὴ ζωή τους εὐλογίες.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Πῶς θὰ ἐπανέλθουμε; Δὲν ξέρω ἂν μὲ καταλάβατε· εὐτυχία εἶνε ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Θεός, καὶ δυστυχία εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολές του, θὰ γίνῃ στάχτη. Καὶ στάχτη θὰ γίνῃ ὁ κόσμος, γιατὶ πῆγε κόντρα μὲ τὸ Θεὸ καὶ παρέβη τὶς ἐντολές του.

* * *

Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Τό επαμε, τὸ ξαναείπαμε, φωνάξαμε, ξαναφωνάξαμε. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Πῶς νὰ μετανοήσουμε; Παράδειγμα ἔχουμε τὸ Ζακχαῖο τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Λουκ. 19,1-10). Κλέφτης ἤτανε, ἅρπαγας, ἀρχιλῃστής, ἔκλεβε καὶ ἔκλεινε σπίτια, καὶ θησαύριζε. Λύκος ἤτανε. Ἀλλὰ ὁ λύκος αὐτὸς ἔγινε ἀρνί. Θεέ μου Θεέ μου, τί μεγάλα μυστήρια! Μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι αὐτή, νὰ παίρνῃ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ τὸν κάνῃ ἅγιο.
Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς, ποὺ τ᾿ ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτά, ἂς μετανοήσουμε. Καὶ νὰ γνωρίζουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος, ὅτι μόνο ἡ «εὐσέβεια», μόνο τὸ νὰ εμεθα κοντὰ στὸ Θεό, μᾶς κάνει εὐτυχεῖς καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Εθε τὰ φτωχὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ σᾶς εἶπα ὁ γέρων ἐπίσκοπος, νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Καὶ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Καὶ ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες, ἀσπρομάλληδες γέροντες καὶ παιδιά, νὰ τρέξουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε γιὰ νὰ βροῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 26-1-1986)