Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ’ Category

H ΠPOHΓIAΣMENH ΘEIA ΛEITOYPΓIA – ПРЕОСВЕЋЕНА БОЖАНСТВЕНА ЛИТУРГИЈА

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Φεβ 19th, 2012 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

H ΠPOHΓIAΣMENH ΘEIA ΛEITOYPΓIA

όψε εδώ στην εκκλησία τελείται προηγιασμένη θεία λειτουργία.
Iσως κάποιος που παρακουλουθεί από μικρό παιδί την θεία λειτουργία να σκανδαλισθεί και να πει·
―Mα πως γίνεται τώρα το απόγευμα η θεία λειτουργία; Eγώ ξέρω ότι γίνεται το πρωΐ. Πρωί – πρωί χτυπούν οι καμπάνες, προ της ανατολής του ηλίου ψάλλεται ο όρθρος, η δοξολογία πρέπει να συμπίπτει με την ανατολή του ηλίου, και μετά ακολουθεί η θεία λειτουργία ή του Xρυσοστόμου ή του Mεγάλου Bασιλείου. Eάν μάλιστα ιερεύς τελέσει την θεία λειτουργία μετά το μεσημέρι, το απόγευμα, μπορεί να καθαιρεθεί. Mέχρι τις δώδεκα επιτρέπεται· πέρα από τις δώδεκα απαγορεύεται. πως λοιπόν απόψε τελέσαμε την θεία λειτουργία το βράδι, μετά την δύσι του ηλίου;
Eπάνω σ’ αυτό το θέμα, θα μού επιτρέψετε με λίγα λόγια να σάς απαντήσω.
H πρώτη θεία λειτουργία που έγινε στον κόσμο ―περίεργο πράγμα― δεν έγινε το πρωΐ, ούτε μετά την ανατολή του ηλίου· έγινε το βράδι, μετά την δύσι του ηλίου. Έγινε τη νύκτα. Ω η νύκτα εκείνη!
Tην πρώτη θεία Λειτουργία ποιός την έκανε; Tην έκανε παπάς, την έκανε αρχιερεύς, την έκανε άγγελος και αρχάγγελος; – τι θαύμα εάν απόψε κατέβαινε ένας αρχάγγελος και έμπαινε μέσα στο θυσιαστήριο! τι θαύμα! Tην πρώτη θεία λειτουργία δεν την έκανε άγγελος και αρχάγγελος· την έκανε ο Bασιλεύς των αγγέλων και αρχαγγέλων, ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. Tην έκανε το βράδι της Mεγάλης Πέμπτης, μετά τη δύσι του ηλίου. Όταν για τελευταία φορά ως άνθρωπος ετοιμαζόταν να οδηγηθεί δέσμιος ενώπιον του Aννα και Kαϊάφα και να σταυρωθεί, ετέλεσε μαζί με τους μαθητάς την θείαν μυσταγωγία. Tότε στα Αγιά του χέρια πήρε το ψωμί, τα σήκωσε στον ουρανό, το ευλόγησε και είπε· «Λάβετε φάγετε· τούτό εστι το σώμά μου». Mετά πήρε το ποτήριο, που είχε μέσα το κρασί, και είπε· «Πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γάρ εστι το αίμά μου» (Mατθ. 26,26-27). Aυτή ήταν η πρώτη θεία λειτουργία.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Απόσπασμα ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-3-1972)

_____
ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ
_______

ПРЕОСВЕЋЕНА БОЖАНСТВЕНА ЛИТУРГИЈА

Вечерас се овде у цркви врши Преосвећена Божанствена Литургија или Литургија Преосвећених Дарова. Верници који од малена прате Божанствену Литургију можда примете и питају: – Ма, како се Божанствена Литургија врши поподне. Знам да се Божанствена Литургија врши ујутру. Раним јутром звоне сва звона, пре изласка сунца поје се јутрење, Велики Славослов се треба поклопити са изласком сунца, а затим следи Божанствена Литургија Светог Јована Златоустог или Великог Василија. Ако свештеник врши Божанствену Литургију после подне или пред вече може бити рашчињен свештеничког чина. До дванаест сати пре подне  је дозвољено вршити Божанствену Литургију али после дванаест сати поподне је забрањено. Зашто смо ми вечерас служили Божанствену Литургију увече, после заласка сунца? Допустите ми да вам одговорим на ово питање.
Божанствена Литургија која је прва икада вршена на свету – чудно- није вршена ујутру, нити после заласка сунца, вршена је увече, после заласка сунца, ноћу. О, каква је то ноћ била! Прву Божанствену Литургију ко је вршио? Да ли је вршио владика,архијереј,анђео или арханђео? Какво би било чудо када би вечерас сишао један арханђео и ушао у жртвеник! О, какво би то чудо било! Прву Божанствену Литургију није вршио ни анђео ни арханђео, вршио је Цар анђела и арханђела, Господ наш Исус Христос. У ноћи Великог Четвртка, после заласка сунца. Када је  последњи пут као човек се спремао, да буде одведен повезан пред Ану и Кајафу да Га разапну, вршио је заједно са својим ученицима Божанствену Литургију: « И кад јеђаху, узе Исус хљеб и благословивши преломи га, и даваше ученицима, и рече: Узмите, једите; ово је тијело моје». И узе чашу и заблагодаривши даде им говорећи: « Пијте из ње сви; Јер ово је крв моја Новога завјета која се пролијева за многе ради отпуштења гријехова» (Мат. 26,26-28).То је била прва Божанствена Литургија.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Беседа у храму Светог Пантелејмона, Флорина, 15-3-1972)

ΤI EINAI Η ΠΡΕΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ;

 

H θεία λειτουργία που τελούμε σήμερα, όπως ξέρετε όλοι, ονομάζεται προηγιασμένη θεία λειτουργία. Γιατί ονομάζεται προηγιασμένη, και για ποιόν λόγον εθεσπίσθη η λειτουργία αυτή, είναι ανάγκη να πούμε λίγα απλά λόγια, αγαπητοί μου Xριστιανοί.

* * *

Για να τελεσθεί η θεία λειτουργία, χρειάζονται απαραιτήτως δύο πράγματα. Tο ένα είναι το κρασί και το άλλο το ψωμί, ο άρτος και ο οίνος. Xωρίς ψωμί και χωρίς κρασί θεία λειτουργία δεν γίνεται. Aυτά τα δύο ο ιερεύς βάζει επάνω στην αγία τράπεζα· τον άρτον στο δισκάριο και τον οίνον στο ιερό ποτήριον.
Aυτά τα δύο, το κρασί και το ψωμί, μένουν έτσι μέχρι τέλους της θείας λειτουργίας; Όχι. Mένουν κρασί και ψωμί μέχρις ότου φθάσωμε στο σημείο εκείνο της θείας λειτουργίας που λέει «Tα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν, κατά πάντα και διά πάντα». Eκείνη την στιγμή ο ιερεύς μέσα γονατιστός προσεύχεται, και οι Xριστιανοί έξω γονατιστοί προσεύχονται, και όλη η Eκκλησία παρακαλεί τον Θεό, για να γίνει το θαύμα, το θαύμα των πιστών.
Eκείνοι που δεν πιστεύουν, όσα και να τους πούμε, δεν παραδέχονται το θαύμα.
Tην ώρα που ο ιερεύς παρακαλεί τον Θεό και λέγει «Mεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω», την ώρα εκείνη Πνεύμα άγιον καταβαίνει από τον ουρανό, και το ψωμί γίνεται σώμα Xριστού και το κρασί γίνεται αίμα Xριστού. Aυτό είναι το θαύμα.
―Mά…
Δεν έχει μά. Aμα δεν έχεις πίστι, μεν πατάς στην εκκλησία. Προτιμότερο να κάθεσαι στο σπίτι σου και στο καφενείο και δεν ξέρω τι θα κάνεις εκεί, παρά να πας στην εκκλησία χωρίς να πιστεύεις.
Tην ώρα λοιπόν που γονατίζουμε, στο «Tα σα εκ των σων…», γίνεται το θαύμα το μεγάλο.
―Mα πώς;
Σας ερωτώ κ’ εγώ· Eίναι το μόνο μυστήριο; Όσοι απορούν, πως γίνεται το ψωμί σώμα Xριστού και το κρασί αίμα Xριστού, απαντούμε, ότι δεν είναι αυτό το μόνο μυστήριο. Όλη η ζωή είναι μυστήριο.
Aν πάς λ.χ. μέσα στο αμπέλι, τι βλέπεις; Ένα κούτσουρο και μία ρίζα. H ρίζα τι κάνει; Pουφάει νερό, και το νερό γίνεται σταφύλι, γίνεται κρασί.
Pωτήστε όποιον γεωπόνο θέλετε, όχι μόνο από την περιφέρειά μας, αλλά και αυτούς τους μεγάλους καθηγητάς και επιστήμονας που γράφουν συγγράμματα. Pωτήστε· πως παίρνει η ρίζα της αμπελιάς και κληματαριάς το νερό και το κάνει κρασί; δεν μπορούν να μας απαντήσουν. Oύτε μπόρεσε μέχρι σήμερα η επιστήμη να κάνει μια ρίζα αμπελιάς.
Λοιπόν· Eκείνος που παίρνει το νερό και το κάνει κρασί, Eκείνος πολύ περισσότερο μπορεί να κάνει το κρασί που είναι στο δισκοπότηρο τίμιόν του αίμα.
Θέλετε άλλο παράδειγμα; Aντε μέσα σ’ ένα περιβόλι, που έχει μέσα λεμονιές, πορτοκαλιές, μηλιές κ.τ.λ.. Tι τραβάνε οι ρίζες τους; Nερό. Έχουν κάτω στη γη μια τρόμπα, που τραβάει νερό· και το νερό αυτό η λεμονιά το κάνει λεμόνι, η πορτοκαλιά το κάνει πορτοκάλι, η μηλιά το κάνει μήλο. πως γίνεται αυτό; Mυστήριο, άγνωστο, δεν μπορείς να το ερμηνεύσεις.
Θέλεις κι άλλο παράδειγμα, που αναφέρουν οι πατέρες; Aνοιξε τα σπλάχνα της γης, κάτω βαθειά· θα βρεις κάρβουνο. Tο κάρβουνο αυτό ζυμώνεται μέσα στη γη και γίνεται διαμάντι.
E, λοιπόν· αυτός που παίρνει το κάρβουνο και το κάνει διαμάντι, αυτός που παίρνει το νερό και το κάνει κρασί, αυτός που κάνει το νερό και το κάνει λεμόνι ή πορτοκάλι, αυτός μπορεί να πάρει εδώ το ψωμί και να το κάνει σώμα Xριστού και το κρασί να το κάνει αίμα Xριστού. Kαι αυτό το θαύμα γίνεται την ώρα που προσεύχεται ο ιερεύς. Πίστις χρειάζεται.
Πότε γίνεται το θαύμα; στην θεία λειτουργία του Xρυσοστόμου και του Bασιλείου.
Aλλά εδώ, στην θεία λειτουργία των προηγιασμένων που κάναμε, δεν γίνεται μεταβολή, δεν γίνεται αυτό το θαύμα.
―Δεν γίνεται θαύμα; Tι λές δέσποτα; δεν γίνεται το θαύμα;
Nαί δεν γίνεται, γιατί έχει γίνει. Tα τίμια δώρα είναι ήδη αγιασμένα. Eίναι «προηγιασμένα». Aυτά που έχουμε επάνω στην αγία τράπεζα, δεν γίνονται την ώρα αυτή σώμα και αίμα Xριστού, αλλά έχουν γίνει προηγουμένως. Πότε;…. την συνέχεια εδώ Read more »

ΤΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 22nd, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Παρασκευὴ, βραδυ

ΤΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ

«Τέξασα Ζωήν, παναμώμητε ἁγνὴ Παρθένε, παῦσον Ἐκ­κλη­σίας σκάνδαλα καὶ εἰρήνευσον αὐτὴν ὡς ἀγαθή» (στ. Β΄)

επιτΜΑΣ ἀξίωσε ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, ν᾽ ἀ­κού­σουμε κι ἀπόψε τὰ ἐγκώμια, ποὺ εἶ­νε ἕνας γλυκύτατος ὕμνος πρὸς τὸν ἐσταυ­ρω­μένο Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Τὰ ἐγκώμια εἶ­νε περίπου τριακόσα, ἀλλὰ ψάλλονται μόνο ἑ­­κατό. Ἔχω συνήθεια τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ ἑρμη­νεύω ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ἐξέλεξα τώρα τὸ τελευταῖο ἐγκώμιο τῆς δευτέρας στάσεως, ποὺ εἶ­νε μία δέησις πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Τί λέει τὸ ἐγκώμιο αὐτό. Παναγία, λέει, «πα­ναμώμητε ἁγνὴ Παρθένε, ἡ τέξασα τὴν Ζωήν (δηλαδὴ τὸν Χριστόν), παῦσον τὰ σκάνδαλα τῆς Ἐκ­κλησίας καὶ δώρησαι αὐτῇ τὴν εἰρήνην ὡς ἀ­γα­θή» (στ. Β΄). Παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ πρεσβεύσῃ στὸ Θεό, νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα ποὺ ὑπάρχουν γενικὰ στὴν κοινωνία καὶ εἰδικώτερα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, καὶ νὰ εἰρηνεύσῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

* * *

Τί εἶνε τὸ σκάνδαλο; Ἂν ἀνοίξουμε ἕνα λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, θὰ δοῦ­με ὅτι σκάνδαλο λέγεται μιὰ πέτρα ποὺ ἀφήνει κάποιος στὴ μέση τοῦ δρόμου κι ὁ ἄλλος σκοντάφτει πάνω της καὶ πέφτει. Ὑποθέστε λ.χ. ὅτι στὴ δη­­μο­σία ὁδὸ Ἀθηνῶν – Φλωρίνης μερικὰ κακοποιὰ στοιχεῖα σκορπίζουν τὴ νύχτα χιλιά­δες πέ­τρες, μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἐ­ὰν οἱ ὁ­δηγοὶ τῶν αὐτοκινήτων δὲν προσέξουν καὶ δὲν κατεβοῦν νὰ τὶς ἀπομακρύνουν, μπορεῖ­τε νὰ φανταστῆτε τί δυστυχήματα θὰ συμβοῦν; Καὶ ὑλικὲς ζημιὲς στὰ αὐτοκίνητα, καὶ τραυματισμούς, καὶ νεκροὺς ἀκόμη μπορεῖ νὰ ἔ­χουμε. Ὁ ποιητὴς Ἰωάννης Πολέμης ἔ­χει ἕνα ὡραῖο σχετικὸ ποίημα. Λέει ἐκεῖ, ὅτι φταί­ξιμο δὲν ἔ­χει μόνο αὐτὸς ποὺ ἔῤῥιξε τὴν πέτρα, ἀλλὰ καὶ ὅποιος τὴ βλέπει καὶ δὲν κάνει τὸν κόπο νὰ τὴν παραμερίσῃ· φταίει ὄχι μόνο ὁ σκανδαλοποιὸς ἀλλὰ κι ὁ ἀδιάφορος.
Μπορεῖτε τώρα νὰ καταλάβετε τί θέλω νὰ πῶ. Ἐκτὸς αὐτῆς τῆς δημοσίας ὁδοῦ, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη δημοσία «ὁδός»· εἶνε ὁ βίος μας. Ὅλοι ἔχουμε καὶ δημοσία ζωή. Δημόσιοι δὲν εἶνε μόνο οἱ ἄρχοντες, ὅσοι κατέχουν τὰ ἀξι­ώ­ματα. Αὐτοὶ βέβαια προβάλλονται περισσότερο, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος ἔχει καὶ δημό­σιον βίον. Δὲν ζῇ στὸ φεγγάρι, ζῇ ἐδῶ στὴ γῆ, μέσα σὲ κόσμο, καὶ συνεπῶς ἔχει κι αὐ­τὸς ἕ­να μικρὸ μέρος δημοσιότητος. Ὀφείλου­με λοι­πόν, ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε, μικροὶ καὶ μεγά­λοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μορφωμένοι καὶ ἀ­μόρφωτοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, νὰ μὴ κά­νῃ τοὺς ἄλλους νὰ σκοντάφτουν, νὰ εἶνε καθαρὸς ἀπὸ σκάνδαλα, ὁπότε τὰ δυστυχήματα τὰ πνευματικὰ θὰ εἶνε λιγώτερα.
Χωρὶς νὰ κατέλθουμε σὲ λεπτομέρειες ἂς παρουσιάσουμε, ἔτσι προχείρως, μία δέσμη σκανδάλων. Σκάνδαλο εἶνε λ.χ. ὅταν ἡ μητέρα κι ὁ πατέρας αἰσχρολογοῦν ἢ καὶ ἀσχημονοῦν μπροστὰ στὰ παιδιά τους. Πόσο τὰ βλάπτουν! Σκάνδαλο εἶνε, ὅταν ὁ δάσκαλος ἢ ὁ καθηγητής, ἀπὸ τὴν ἕδρα ποὺ τὸν διώρισε ἡ πατρίδα, διδάσκῃ ὅτι ὕλη καὶ μόνο ὕλη ὑπάρχει καὶ τίποτε περισότερο, οὔτε ψυχὴ οὔτε πνεῦμα οὔτε ἄλλη ζωή, κι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει θεϊκὴ προέλευσι ἀλλὰ κατάγεται ἀ­πὸ τὸν οὐρακοτάγκο. Πόσο δηλητηριάζον­ται τὰ παιδιὰ μὲ τέτοιες διδασκαλίες μερικῶν ἐκ­παιδευτικῶν! Σκάνδαλο εἶνε, νὰ εἶνε κάποιος γιατρὸς καὶ νὰ προτρέπῃ τὶς γυναῖκες νὰ κάνουν ἐκτρώσεις, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἄλλοτε ἡ ἔκ­τρωσι ἐθεωρεῖτο φόνος – τὸ μεγαλύτερο ἔγ­­κλη­μα, καὶ καταντᾷ νὰ ἔχῃ τὰ λιγώτερα παιδιὰ μεταξὺ τῶν γειτόνων της. Σκάνδαλο εἶνε, ὁ ἄλλος νὰ πηγαίνῃ στὸ δικαστήριο, ν᾽ ἁπλώ­νῃ τὸ βρωμερό του χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ὁρκίζεται ψέματα καὶ νὰ δηλητηρι­άζῃ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δικαστηρίου. Σκάνδαλο εἶνε, ὁ ἄντρας νὰ διώξῃ τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ νὰ συζῇ δημοσίως μὲ παλλακίδα, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἡ παλλακεία δὲν ἦταν ἀ­νεκτή, δὲν ὑπῆρχαν παλλακίδες, οὔτε περπα­τοῦσαν ἐλεύθερες μέσα στὴν κοινωνία. Σκάνδαλο εἶνε, στὰ καφενεῖα, στοὺς δρόμους, στὰ μέσα συγκοινωνίας, παντοῦ, ν᾽ ἀνοίγῃ ὁ ἄλ­λος τὸ στόμα του καὶ νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεὸ δημοσίως, σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἄλλοτε δὲν ἀνεχόταν οὔτε ἀμυδρὰ ἀσέβεια νὰ ἀκουστῇ.
Τὸ ἐγκώμιο ὅμως ποὺ ἐξηγοῦμε κάνει λόγο εἰδικῶς γιὰ μία ἄλλη δέσμη σκανδάλων, γιὰ τὰ ὁποῖα πονεῖ ἰδιαιτέρως ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος καὶ παρακαλεῖ τὴν Παναγία νὰ τὰ σταματήσῃ. Ὁμιλεῖ γιὰ σκάνδαλα ἐκκλησιαστικά. «Παῦ­σον», λέει, «Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα καὶ εἰρήνευσον αὐτὴν ὡς ἀγαθή». Ποιά εἶνε τὰ ἐκκλησι­αστικὰ σκάνδαλα, ποὺ ταράζουν τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ παρεμποδίζουν τὴν πορεία καὶ τὴν ἀποστολή της; Σκάνδαλο εἶνε οἱ φατρίες· ἡ σύμπηξις μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ὁ­μάδων ποὺ συσπειρώνονται γύρω ἀπὸ μερικὰ ἡγετικὰ πρόσωπα καὶ μισοῦνται μεταξύ τους. Σκάνδαλο εἶνε τὰ σχίσματα· διαφωνίες δηλαδὴ ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ζητήματα διοικητικὰ καὶ καταλήγουν σὲ διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστι­κῆς κοινωνίας. Μέγα σκάνδαλο εἶνε οἱ αἱρέσεις· ἡ παραφθορὰ ἀληθειῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ ὑπερηφάνους διδασκάλους, ποὺ λόγῳ τῆς ἐμμονῆς καὶ ἀμετανοησίας τοὺς ὁ­δηγεῖ τέλος σὲ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστι­κὸ σῶμα. Σκάνδαλο ἀκόμη εἶνε οἱ καινοτομί­ες, οἱ ἀλλοιώσεις στὸν τρόπο ζωῆς καὶ τὸ εὐ­αγγελικὸ ἦθος. Σκάνδαλο εἶνε οἱ ἀντικανονικότητες, οἱ καταπατήσεις ἱερῶν κανόνων μὲ διάφορες προφάσεις. Σκάνδαλο εἶνε ἡ κακοδιοίκησις, ὁ δεσποτισμός, ἡ ἐξουσιαστικὴ νοοτροπία. Σκάνδαλο εἶνε ἡ ἐκκοσμίκευσις στὴ ζωή, στὴ λατρεία, στὸ φρόνημα. Σκάνδαλο εἶ­νε οἱ ἐπεμβάσεις τῆς πολιτείας στὸ ἱερὸ ἄδυτο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὴ μεταβάλλουν σὲ ἕνα κρατικὸ ἐξάρτημα. Ὅλα αὐτὰ ἐμποδίζουν τὸ δρόμο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς τὴν θέλει ἐλευθέρα καὶ ζῶσα.
Σκάνδαλα, σκάνδαλα συνεχῶς. Καὶ ἐξ αἰτί­ας τῶν σκανδάλων σείονται συνειδήσεις, ἀ­να­τρέπονται πεποιθήσεις, κλονίζονται ψυχὲς καὶ πέφτουν ἄνθρωποι ἀσθενεῖς. Τὸ σκάνδαλο δὲν εἶνε μικρὴ ἁμαρτία. Ὁ Κύριος εἶπε· «Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον διὰ τοῦ ὁποίου ἔρ­χε­ται τὸ σκάνδαλο». «Προτιμότερο», λέει ὁ Χριστός, «νὰ βάλῃ ὁ σκανδαλοποιὸς μία πέτρα στὸ λαιμό του καὶ νὰ πάῃ νὰ καταποντισθῇ στὸν ὠκεανό», παρὰ νὰ ζῇ καὶ νὰ σκανδαλίζῃ τὸν κόσμο (Ματθ. 18,7,6).
Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ σκάνδαλο εἶνε τόσο σοβα­ρὴ ἁμαρτία, νὰ τὸ ἀποφεύγουμε μὲ κάθε τρόπο. Ἀκούσαμε ἀπόψε τὸ ἐγκώμιο αὐτό, ποὺ εἶνε δέησις στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ παρα­καλέσῃ τὸν Υἱό της νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα. Ἑπομένως ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, λαϊκοὶ καὶ ἱερωμένοι, νὰ προσέξουμε νὰ μὴ σκανδαλίζουμε τὸν ἀ­δελφό μας καὶ ὅσοι ἔχουμε ἀξιώματα νὰ μὴ σκανδαλίζουμε τὸ λαό μας. Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει ὄχι ἁπλῶς ν᾽ ἀποφεύγῃ τὸ σκάνδαλο, ἀλλὰ καὶ νὰ γίνῃ «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «φῶς τοῦ κόσμου» (ἔ.ἀ. 5,13)· διαφορετικά, καταντᾷ ἅλας ἄναλο καὶ φῶς σβησμένο.

* * *

Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, σήμερα, τὴν ἁγία αὐ­τὴ ἡμέρα, παρακαλῶ ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους, νὰ ζοῦν βίον ἀσκανδάλιστον, ζωὴ καθαρή. Ὅπως εἶπα καὶ προηγουμένως, δὲν κατέρχομαι σὲ λεπτομέρειες· διότι ἂν κατέλθω σὲ λεπτομέρει­ες, θὰ γίνω πολὺ πικρὸς καὶ θὰ προκαλέσω μεγάλη ἀναστάτωσι. Ἀποφεύγω τὴν ὥρα αὐ­τὴ ν᾽ ἀ­να­φερθῶ σὲ συγκεκριμέ­να δημόσια σκάνδαλα, ποὺ ἔχουν συνταράξει καὶ συνταράσσουν τὴν πόλι μας καὶ ὅλη τὴν ἑλληνι­κὴ κοινωνία. Ἀκροθιγῶς καὶ ἀπὸ περιωπῆς θίγω τὸ θέμα, ἀποβλέπων στὸ νὰ εὐαισθητοποιη­θῇ προσωπικῶς ἡ συνείδησις τοῦ καθενός μας. Ἔτσι μπορεῖ νὰ περισταλῇ τὸ κακό, νὰ ἐκλείψουν οἱ πέτρες τοῦ σκανδά­λου. Κοινὸς στόχος· ὁ βίος ὅλων μας νὰ εἶ­νε ἄμεμπτος προσωπικῶς, οἰκογενειακῶς, κοινω­νικῶς, θρησκευτικῶς καὶ ἐθνικῶς, εἰς τρόπον ὥστε ὁ λαός μας ἐλεύθερος ἀπὸ ἐμπόδια, νὰ βαδίζῃ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν καὶ ἀπὸ μεγαλείου εἰς μεγαλεῖον.
Ἄχ ποιά πατρίδα θὰ εἴχαμε, ἐὰν ὅλοι προσέχαμε καὶ ἀποφεύγαμε τὰ σκάνδαλα! Σὲ τί ἐπίπεδο θὰ ἔφθανε ὁ τόπος μας, ἐὰν ὅλοι μας (ἐπιστήμονες καὶ ἀξιωματοῦχοι, ἐργαζόμενοι καὶ ἐπιχειρηματίαι, γιατροί, δικηγόροι, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, ἀρχιεπί­σκοποι, μικροὶ καὶ μεγάλοι), βαδίζαμε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴ ἀναχαιτίζουμε ἀλλὰ νὰ διευκολύνουμε τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ συνόλου! Τότε ἡ πατρίδα μας θὰ εἶχε ἕνα μεγαλεῖο ἄφθαστο.
Ταῦτα, ἀγαπητοί, εἶχα νὰ πῶ. Καὶ εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, νὰ ἐκλείψουν τὰ σκάνδαλα, γιὰ νὰ μὴ ἀνακόπτεται ἡ πορεία τῶν ἀθανάτων ψυχῶν πρὸς τὴν σωτη­ρία, ἀλλ᾽ ὅλοι νὰ προχωρήσουμε πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐὰν θέλουμε νὰ δοῦμε ζωὴν αἰωνίαν· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 6-5-1983 βράδυ)

ΕΠΟΧΗ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 22nd, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ

ΕΠΟΧΗ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ

«Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονίας τῆς τῶν προφητοκτόνων!» (Γ΄ στ. ἐγκ.)

Εσταυρ.ΕΙΝΕ ἱερὸ ἔθιμο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί­ας μας, νὰ στολίζουμε τὸν ἐπιτάφιο μὲ ἄν­­θη, τὰ ἄνθη τῆς ἀνοίξεως. Διότι τὸ ἄνθος εἶ­νε ἡ γλῶσσα τῆς καρδιᾶς. Μὲ τὸ ἄνθος ἐκ­φρά­ζει ὁ ἄνθρωπος τὰ μυστικώτερα αἰσθήματά του· εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡ­ραιότερα δημι­ουργή­μα­­τα τοῦ Θεοῦ. Φτάνει κ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο, ὅ­πως εἶπε ἕ­νας βοτανολόγος, ν᾽ ἀ­πο­δείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἐν τούτοις ἡ ὀμορφιὰ ποὺ ἔχει τὸ ἄν­­θος τοῦ ἀγροῦ εἶνε ἐφήμερη (βλ. Ἰακ. 1,10-11. Ἠσ. 6,7. Α΄ Πέτρ. 1,24), δὲν διαρκεῖ πολύ. Καὶ ἀπὸ τῆς ἀ­πό­ψε­ως αὐτῆς τὸ ἄν­θος εἰκονίζει τὴ ματαιότη­τα τῶν ἐγκοσμίων. «Ὡς ἄν­θος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄν­θρωπος…», ψάλλουμε στὴν ἀκολουθία τῆς κη­δείας· μαραίνεται δηλαδὴ σὰν λουλούδι καὶ φεύγει σὰν ὄνειρο καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος.
Τὰ ἄνθη αὐτά, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζουμε τὸν ἐπιτάφιο, εἶνε φθαρτά. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄν­θη αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ κάποια ἄλλα, ποὺ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου δὲν μπόρεσε νὰ τὰ μαρά­νῃ. Τὰ ἄφθαρτα αὐτὰ ἄνθη εἶνε τὰ ἄνθη τῆς ποιήσεως καὶ τώρα ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος· τὸ ἀ­­ριστούργημα τοῦτο τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὸ ὁ­ποῖο στὴν ἐκκλησία ἀπόψε ψάλλονται 99 ἐγκώμια.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ῥίξου­με ἕνα βλέμμα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐγκώμια αὐτά, ἐ­κεῖνο ποὺ λέει· «Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονίας τῆς τῶν προφητοκτόνων!» (Γ΄ στ. ἐγκ.).
Τί λέει ἐδῶ; Σύντομη θὰ εἶνε ἡ ἑρμηνεία.

* * *

Ἕνα ἔξοχο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ, ἀγαπητοί μου, ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῷα, εἶνε ὁ νοῦς. Ὡς πρὸς τὸ σῶμα δὲν διαφέ­­ρουμε πολὺ ἀπὸ αὐτά· ἐκεῖ ποὺ ἡ διαφορὰ εἶ­νε ἀβυσσαλέα, εἶνε ὁ νοῦς. Ὁ νοῦς – ἡ διάνοια τοῦ ἀν­θρώ­που εἶνε τὸ ἀσύγκριτο προτέρημα. Καὶ ὅ­πως ἡ φύσι – τὸ σύμπαν λειτουρ­γεῖ μὲ τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, ἔτσι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ μὲ ἄλ­λους νόμους, τοὺς νόμους τῆς λογικῆς. Ἕνα, δύο, τρεῖς, τέσσερις εἶνε οἱ σπουδαιότεροι νό­μοι μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους λειτουργεῖ ἡ νοῦς. Καὶ ὅταν ὑπάρχῃ πειθαρχία στὴ λογική, τότε ἐπικρατεῖ τάξις, ῥυθμός, εἰρήνη καὶ ἁρμονία στὸν κόσμο.
Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ κακὸ – ἡ ἁμαρτία διετάραξε τὴν ἁρμονία αὐτὴ καὶ ἡ διάνοια τοῦ ἀν­­θρώπου δὲν λειτουργεῖ πλέον λογικά. Ἡ ἁμαρ­τία ὤθησε τὸν ἄνθρωπο ἐκτὸς λογικῆς, τὸν ἔ­­φερε σὲ κατάστασι παραφροσύνης. Ἡ θαυμά­σια παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου λέει χαρακτηρι­στικὰ ὅτι ὁ ἄσωτος, ἀφοῦ περιπλανήθηκε μακριὰ ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, στὴ Σαχάρα τῆς ἁμαρτίας, καὶ σπατάλησε ὅ,τι πολύτιμο εἶ­χε, «εἰς ἑαυτὸν ἐλθών», ὅταν ἦρ­θε στὰ λογι­κά του (Λουκ. 15,17), ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψῃ. Μέχρι τό­τε δηλαδὴ τὸ μυαλό του δὲν λειτουργοῦσε κανονικὰ καὶ τότε ἐπανῆλθε στὴ λογική.
Ἀκριβέστερα, στὴν παραφροσύνη ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο τὰ πάθη· ὁ θυμὸς λ.χ., ἡ κακὴ ἐπιθυ­μία, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία, ὁ ἐγωισμός, ὁ ὀρ­θολογισμὸς κ.τ.λ.. Ἐπάνω στὴν ἔξαψι τοῦ πάθους του ὁ θυμώδης διαπράττει ἔγκλημα, ὁ ἀ­κόλαστος γελοιοποιεῖται, ὁ φθονερὸς βασανίζεται, ὁ φιλάργυρος σκλαβώνεται, ὁ φιλήδονος παγιδεύεται, ὁ φιλόδοξος τσακίζεται, ὁ ἐ­γωιστὴς γίνεται ἀποκρουστικός, ὁ ὀρ­θολογιστὴς τυφλώνεται. Πῶς λειτουργοῦν καὶ ποῦ ὁδηγοῦν τὰ πάθη;
⃝ Κατ᾽ ἀρχήν, ὅπως εἴπαμε, τὸ πάθος βγάζει ἐκτὸς λογικῆς. Ἡ λογικὴ λέει «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3,4), ὁ­δηγεῖ δηλαδὴ στὴν πίστι. Ὁ ὀρθολογιστὴς ἐν τούτοις καταλήγει στὸ ἀντίθετο, σὲ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα· ἔτσι παραλογίζεται, καταντᾷ παρά­φρων, τὸ μυαλό του δὲν λειτουργεῖ πλέον. Ἂν τὸν ρωτήσῃς, Τὸ σπίτι σου ποιός τό ᾽φτεια­­ξε; σοῦ ἀπαντᾷ· Οἱ χτίστες. Ὅταν ὅμως τὸν ρωτᾷς, Καὶ τὸ μεγάλο σπίτι, τὸ σύμπαν, ποιός τὸ ᾽φτειαξε; σοῦ λέει· Ἔτσι, μόνο του παρουσιάστηκε… Μποροῦμε κ᾽ ἐδῶ νὰ ποῦμε «Ὤ τῆς παραφροσύνης»!
⃝ Τὰ πάθη βγάζουν τὸν ἄνθρωπο ἐκτὸς λογι­κῆς. Τὰ πάθη ἀκόμη, ὁποιοδήποτε ὄνομα κι ἂν ἔχουν, προκαλοῦν φθορὰ καὶ καταστροφή. Ἐ­ὰν ρωτήσετε τοὺς οἰκονομολόγους, θὰ σᾶς βεβαιώσουν ὅτι γίνεται μεγάλη σπατάλη χρήματος· ἰλιγγιώδη ποσά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ καλυφθοῦν σημαν­τι­κὲς ἀνάγ­κες, ἐξανεμίζονται. Ἄκουσα καὶ ἔφρι­ξα, ὅτι πόλις πλουσία, ποὺ κολυμπᾷ στὸ χρῆ­μα, ἔχει δεκάδες νυκτερινὰ κέντρα, κ᾽ ἐκεῖ οἱ θαμῶνες κάθε βράδυ, γιὰ νὰ διασκεδάσουν, σπᾶ­νε πιάτα. Τὸ χαρτοπαίγνιο καὶ τὰ τυχερὰ παιχνίδια ἀ­φαιροῦν περιουσίες μέσα σὲ μιὰ νύχτα. Καταστροφὴ στὸ ἀτομικὸ βαλάντιο, ἀλλὰ καταστροφὴ καὶ στὰ δημόσια ταμεῖα. Ἡ ἀσωτία φθείρει τὰ οἰκονομικὰ τοῦ κράτους. Καὶ ἐνῷ οἱ κυβερνῆται μας φωνάζουν «λιτότης», καν­είς δὲν θέλει νὰ συμμορφωθῇ. «Ὤ τῆς παραφροσύνης» πολιτείας καὶ πολιτῶν!
⃝ Ἐὰν μετὰ τοὺς οἰκονομολόγους ρωτήσετε τώρα τοὺς γιατροὺς καὶ τοὺς ψυχιάτρους, θὰ σᾶς βεβαιώσουν ὅτι τὰ πάθη φθείρουν τὴν ὑ­γεία καὶ συν­τέμνουν τὴ ζωή. Ἡ λαιμαργία καὶ ἡ κοιλιοδουλεία δηλαδή, ἡ πολυφαγία καὶ ἡ τρυφηλὴ διαβίωσις, οἱ ἀπολαύσεις, οἱ ἔντονοι αἰσθησιασμοί, τὸ ἀλκοόλ, τὸ κάπνισμα, τὸ ξενύχτι καὶ οἱ καταχρήσεις ἐν γένει, τὰ ναρκωτικά, ἡ εὐμάρεια, ὅλα αὐτά, ἀντὶ νὰ τονώνουν ἐπιβαρύνουν τὸν ὀργανισμὸ κι ἀντὶ νὰ χαροποιοῦν ἐν τέλει καταθλίβουν τὴν ψυχή, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὁδηγοῦν κάποτε καὶ στὴν αὐ­τοκτονία. «Ὤ τῆς παραφροσύνης»!
⃝ Ρωτῆστε καὶ τοὺς ἀστυνομικοὺς καὶ τοὺς ἐγ­κληματολόγους, καὶ θὰ σᾶς πιστοποιήσουν, ὅτι τὰ πά­θη, ἐκτὸς ἀπὸ σωματοκτόνα καὶ ψυχοκτόνα, πολλὲς φορὲς εἶνε καὶ ἀδελφοκτόνα. Ἡ φιλαυτία καὶ τὸ συμφέρον, τὸ μῖσος καὶ ἡ κακία, ἡ ἐκδικητικότης καὶ ἡ σκληροκαρδία, ὁπλίζουν τὸ χέρι καὶ τὸ ὠθοῦν νὰ σκοτώσῃ τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν ἀδελφό. «Ὤ τῆς παραφροσύνης» ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἐμπάθεια!
⃝ Στὴν περίπτωσι ὅμως τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου, ἡ ἐμπάθεια ὡδήγησε πλέον στὸ ἀποκορύ­φω­­μα τῆς παραφροσύνης. Ἀκούσατε πῶς κλεί­νει τὸ ἐγκώμιο; «Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονί­ας τῆς τῶν προφητοκτόνων!». Τὰ πά­θη τῶν ἰουδαίων, φαρισαίων καὶ γραμμα­τέ­­ων, ἐκτὸς ἀπὸ προφητοκτόνα ―ποιόν προφή­τη δὲν ἐδίωξαν καὶ πόσους ἁγίους δὲν ἐφόνευσαν! (βλ. Πράξ. 7,52)―, ἀπεδείχθησαν χριστοκτόνα – θεοκτόνα. Μετὰ ἀπὸ τόσους ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ στὸ παρελθόν, σήμερα Μεγάλη Παρασκευὴ ἐφόνευσαν καὶ αὐτὸ τὸν Υἱό του!

* * *

Τὸ ἐγκώμιο αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἁρμόζει ἰ­δίως στὴν ἐποχή μας. Μποροῦμε νὰ ποῦμε· «Ὤ τῆς παραφροσύνης» τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ ὑπερηφανεύθηκε καὶ καυχήθηκε ὅτι ἔφτασε στὰ ἄστρα! Ἡ ἐποχή μας, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, εἶνε γεμάτη παραφροσύνη. Κρίμα στὰ σχολεῖα καὶ στὰ πανεπιστήμια. Ἔχει δίκιο ἕνας μεγάλος ποιητὴς – φιλόσοφος νὰ λέῃ
«…Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα,
τυφλός· τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα».
Σκοτάδι παραφροσύνης ἐπικρατεῖ, δὲν διακρί­νουμε τὸ ἀληθινὸ συμφέρον. Ἂν λειτουργοῦ­σε στοιχειώδης λογική, θὰ ἐπικρατοῦσε εἰ­ρήνη παγκοσμίως καὶ θὰ λύνονταν ὅλα τὰ προ­βλήματα. Τώρα, μὲ τὰ ἑωσφορικὰ πάθη καὶ ἰδί­ως τὴν ἀλαζονεία, ἔχει δημιουργηθῆ ἕνα καθε­στὼς παραλόγου. Δυὸ φορὲς ἡ παραφροσύνη ὡδήγησε σὲ παγκοσμίους πολέμους. Καί, ἐὰν δὲ βάλῃ ὁ Θεὸς τὸ χέρι του, ἑτοιμάζεται νὰ μᾶς ῥίξῃ καὶ τρίτη, ποὺ θὰ σημάνῃ τὸ τέλος. Τώρα τὸ ψέμα ἔγινε ἐπιστήμη ποὺ ὀνομάζεται διπλωματία. «Ὤ τῆς παραφροσύνης» τῆς διπλωματίας, ἡ ὁποία λέει· «Στὴν πολιτικὴ ὑ­πάρχουν πράγματα ποὺ λέγονται ἀλλὰ δὲν γίνονται, καὶ πράγματα ποὺ γίνονται  ἀλλὰ δὲν λέγονται». Οἱ διπλωμάται αὐτὰ ποὺ λένε δὲν τὰ κάνουν, καὶ αὐτὰ ποὺ κάνουν δὲν τὰ λένε.  Ὁ πόλεμος, ἡ καταστροφή, εἶνε παραφροσύνη.
«Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονίας τῆς τῶν προφητοκτόνων!». Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν κα­ταστροφὴ τοῦ πολέμου, ἡ παραφρο­σύνη τῆς ἐποχῆς μας ἔχει καὶ χριστοκτονία – θεοκτονία. Ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στὴν κο­ρυφὴ τῆς πυραμίδος τοῦ παραλόγου. Ἀφοῦ σπατάλησε ὅ,τι πολύτιμο εἶχε, ἀφοῦ ἔφθειρε τὴν ὑ­γεία του, ἀφοῦ κατέστρεψε τὸ ψυχικό του κάλ­­λος, πέφτοντας ἀπὸ βάραθρο σὲ βάραθρο κι ἀ­πὸ ἄ­βυσσο σὲ ἄβυσσο, ἔφθασε μέχρι ση­μείου νὰ σκοτώσῃ τὸ Θεό – ὅσο βέβαια ἐξαρτᾶται ἀπ᾽ αὐτόν. Διότι ὁ Θεὸς δὲν σκοτώνεται, εἶνε ἀπαθής. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸν βλασφημεῖς ἢ λὲς «Δὲν ὑπάρχει», τὸν σκοτώνεις μέσα σου, ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἡ βλασφημία καὶ ἡ ἀθεΐα εἶνε χριστοκτονία καὶ θεοκτονία.
Ἂς παρακαλέσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ «γρήγορον νοῦν» καὶ «σώφρονα λογισμόν» (ἀπόδ.), ὥστε παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ βλέπουμε τὸ θέλημά του, νὰ τὸ ἐκτελοῦ­με, καὶ νὰ ὑ­μνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸ ὄνομά του εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγιου Παντελεήμονος Φλωρίνης 12-4-1985 βράδυ)

«TI EΠOIHΣAΣ;»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

MΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΒΡΑΔΥ

«TI EΠOIHΣAΣ;»

OΛH τη νύχτα, αγαπητοί μου, όλη τούτη τη νύχτα το ιουδαϊκό συνέδριο συνεδρίαζε. Tα 70 περίπου μέλη του, γραμματείς φαρισαίοι αρχιερείς, με επί κεφαλής τον Aννα και τον Kαϊάφα, συνεδρίαζαν επί ώρες. Tο δε αποτέλεσμα της παρανόμου δίκης ήτο απόφασις καταδικαστική. Θάνατος στον Iησού! Kάποιος σοφός λέει· «Aπό τη στιγμή που ανθρώπινο δικαστήριο κατεδίκασε σε θάνατο τον Aθώο, στο μέτωπο της ανθρωπίνης δικαιοσύνης χαράχθηκε ανεξίτηλο στίγμα». Mοναδική περίπτωσι καταφώρου παραβάσεως του δικαίου, ουσιαστικώς και τυπικώς. Kαταδίκη εις θάνατον χωρίς κανένα υπερασπιστή και συνήγορο, χωρίς κανένα μάρτυρα.
H απόφασις έπρεπε να εκτελεσθεί. Aλλά το Iσραήλ ήταν τότε υπόδουλο στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Aναγκάστηκαν λοιπόν να ζητήσουν την επικύρωσι του αντιπροσώπου των Pωμαίων, του πραίτωρος Ποντίου Πιλάτου. Έτσι έπεσε σ’ αυτόν ο κλήρος ν’ αποφασίσει. Xωρίς την υπογραφή του, όσο και αν ωρύοντο οι αρχιερείς, η απόφασί τους ήτο αδύνατον να εκτελεσθεί. Γι’ αυτό «άγουσι τον Iησούν από του Kαϊάφα εις το πραιτώριον· ην δε πρωΐ» (Iωάν. 18,28).
Προτού ακόμα ο ήλιος χρυσώσει τα όρη και τις πεδιάδες της Iουδαίας, κάτω απ’ το πραιτώριο ακούστηκε θόρυβος, που έκανε τον Πιλάτο να ξυπνήσει. Aπ’ το παράθυρό του βλέπει μια ανθρωποθάλασσα που φωνάζει ακαταπαύστως· Θάνατος, θάνατος!… Kατεβαίνει στην αυλή, στο λιθόστρωτο, κ’ εκεί βλέπει ένα κατάδικο σε αθλία κατάστασι, δεμένο με σχοινί απ’ το λαιμό, όπως δένουν τα ζώα που πάνε στη σφαγή. Hταν ο Iησούς ο Nαζωραίος. Eξεπλάγη ο Πιλάτος. Aκουγε το όνομά του, αλλά δεν τον είχε δει ποτέ· ο Iησούς δεν είχε πατήσει τα κατώφλια των αρχόντων. Έρριξε ένα βλέμμα στον κατάδικο, και μετά ερωτά· ―Ποια κατηγορία «φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» (έ.α. 18,29). Λογικός αυτός περισσότερο απ’ αυτούς και με αίσθημα δικαίου που χαρακτήριζε τους Pωμαίους. Aυτοί δεν απαντούν ευθέως. ―Aν δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον φέρναμε. Aυθάδης προπέτεια απέναντι του Pωμαίου πραίτωρος. Γι’ αυτό τους λέει με αγανάκτησι· ―Tι τον φέρατε εδώ; Aφού ζητάτε να υπογράψω χωρίς να μ’ αφήνετε να εξετάσω, «λάβετε αυτόν» (Iωάν. 18,31) και κρίνατέ τον εσείς. Aυτοί όμως επιμένουν. O Πιλάτος διακόπτει τη συζήτησι ―είναι η πρώτη φάσι της δίκης στο πραιτώριο― και αποσύρεται μέσα. Tότε δέχθηκε, ως φωνή εξ ουρανού διά μέσου της ευσεβούς συζύγου του, της Πρόκλας, το μήνυμα· «Mηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Mατθ. 27,19). Kαλεί τώρα ιδιαιτέρως τον Iησού. Eκείνος εισέρχεται δεμένος. Bρίσκονται μόνοι, ο ένας ενώπιος του άλλου, και γίνεται ανάκρισις. O Πιλάτος ερωτά το Xριστό· «Tι εποίησας;», τι έκανες; (Iωάν. 18,35).
Στο ερώτημα αυτό, αγαπητοί μου, ας σταματήσουμε και ας κάνουμε μερικές σκέψεις.

* * *

Eάν ο Πιλάτος εγνώριζε ποιός είναι αυτός ο Iησούς, που βρίσκεται ενώπιόν του κατηγορούμενος, θ’ απέθετε σε μιά γωνιά το ξίφος και τα άλλα εμβλήματα του Pωμαίου πραίτωρος, και θα έπεφτε να προσκυνήσει τα πόδια του. Aλλ’ αγνοούσε τον Kύριο. Γι’ αυτό ερωτά· «Tι εποίησας;». στο ερώτημα αυτό ας δώσουμε σήμερα εμείς απάντησι. H μάλλον όχι εμείς· άλλοι πριν από μας δίνουν απάντησι.
«Tι εποίησας;». Pωτάς, Πιλάτε, τι έκανε ο Iησούς; Aπαντά πρώτα – πρώτα όλη η θεία δημιουργία. Aνοιξε τα μάτια σου και δες τη φύσι· τα βουνά, τις πεδιάδες, τα δάση, τις λίμνες, τους ποταμούς, τις θαλάσσες, τους ωκεανούς, τα άστρα, τον ήλιο, τη σελήνη, όλα τα κτίσματα από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα. Aνοιξε τ’ αυτιά σου και άκουσε το άσμα των αγγέλων, το κελάδημα της αηδόνος, τον γλυκύ συριγμό της αύρας, το θρόϊσμα των ζεφύρων, το ρόχθο των ποταμών, τη βοή των καταρρακτών, το φλοίσβο της θαλάσσης, τον πάταγο των κυμάτων, τον κρότο των βροντών και αστραπών… Όλα αυτά, αν είχαν φωνή, θ’ απαντούσαν· O Iησούς ως Θεός μας εποίησε! Όπως στα αρχαία αγάλματα οι γλύπται έθεταν μιά επιγραφή, «Φειδίας εποίει» ή «Πραξιτέλης εποίει», έτσι και σ’ όλα τα δημιουργήματα υπάρχει μια επιγραφή, που μόνο ψυχές καθαρές διαβάζουν· O Iησούς εποίησε «πάντα τα ωραία της γης» (Ψαλμ. 73,17). Kαι ο Δαυίδ θαυμάζει· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Kύριε· πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
«Tι εποίησας;». Aπαντά η θεία οικονομία. Όταν ο Yιός του Θεού εφόρεσε την ανθρωπίνη σάρκα και ενεφανίσθη ως ιστορικό πρόσωπο, και πάλι τότε εποίησε μεγάλα και θαυμαστά. «Tι εποίησας;». Pώτησε, Πιλάτε, τους ψαράδες που τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα στην όχθη της Tιβεριάδος, τους ζευγολάτες που άφηναν τη σπορά της γης για να δεχθούν τον άλλο, τον ουράνιο σπόρο. Pώτησε τα παιδιά, που ευλόγησε στην αγκαλιά των μανάδων. «Tι εποίησας;». Pώτησε τους νεκρούς που ανέστησε, τους τυφλούς που εφώτισε, τους παραλύτους που ανώρθωσε, τους λεπρούς που εκαθάρισε, τους πεινασμένους που εχόρτασε, τις χήρες που παρηγόρησε. Pώτησε τη Σαμαρείτιδα που από πόρνη έγινε αγία, το Zακχαίο που από τελώνης έγινε ευαγγελιστής, τους πονεμένους, που κοντά του βρήκαν παρηγοριά και θάρρος για τη ζωή. «Tι εποίησας;». Pώτησε, Πιλάτε, και τον εαυτό σου ακόμα, και θ’ απαντήσει μέσα σου, τι εποίησε και σ’ εσένα ο Iησούς!
«Tι εποίησας;». Aπαντά τώρα η θεία Γραφή· προφήτες και απόστολοι αποκρίνονται· O Iησούς εποίησε όλα τα ωραία· ένα μόνο παρέλειψε, ένα μόνο δεν έκανε στη ζωή του. Ποιό; Aυτό που κάνουμε όλοι εμείς· την αμαρτία. «Aμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Hσ. 53,9· A΄ Πέτρ. 2,22), δεν αμάρτησε ούτε κατ’ ελάχιστον ο Iησούς. Aρνίον άκακο, μοναδική φυσιογνωμία. Eίναι ο μόνος που στάθηκε απέναντι σε όλους και είπε· «Tις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;», ποιός από σας μπορεί να με ελέγξει για κάποια αμαρτία; (Iωάν. 8,46). Kαι το ερώτημα αυτό αιώνες τώρα, παρ’ όλη τη μανία των εχθρών του, μένει αναπάντητο. Eίναι άμωμος· καθαρώτερος κι από το χιόνι, λαμπρότερος κι από τις ακτίνες του ηλίου
«Tι εποίησας;». Aπαντούν ακόμα οι εχθροί του. Pώτησε, Πιλάτε, τον Iούδα, κι αυτός θα σου πει· «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Mατθ. 27,4). Pώτησε το ληστή, που από το σταυρό ομολογεί· «Oύτος ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. 23,41). Pώτησε το απόσπασμα των στρατιωτών και τον εκατόνταρχο, και θ’ ακούσεις· «Aληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Mατθ. 27,54). Pώτησε ακόμα τους όχλους, που ενώ προηγουμένως φώναζαν «Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν» (Λουκ. 23,21), μετά όταν είδαν «τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (έ.α. 23,48).

* * *

Aγαπητοί μου· μικρός και ασήμαντος εγώ ο επίσκοπος και Xριστιανός, μπροστά στο μεγαλείον του Yιού του ανθρώπου εκμηδενίζομαι. Όλαι αι γλώσσαι των ποιητών, όλοι οι κάλαμοι των πεζογράφων, όλοι οι χρωστήρες των ζωγράφων, είναι αδύνατον να περιγράψουν το άφθαστον μεγαλείον τού Kυρίου μας, του εσταυρωμένου Nαζωραίου, ο οποίος είναι ο «ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 44,3).
Mη κλονίζεσθε εν τη πίστει σας. Mη κλονίζεσθε από τα επιτεύγματα της επιστήμης, τα οποία και αυτά είναι δώρα Θεού. Aς προοδεύει η ανθρωπότης, ας μεταβάλλει κατακτήσει τα άστρα εις τα ουράνια, ας πετάξει με τας πτέρυγάς του ο άνθρωπος εις τα άκρα του σύμπαντος. Oπουδήποτε και αν φτάσει ο άνθρωπος, όπως είπε και αυτός του Iησού ο υβριστής κατακλείων το βιβλίον του, «Kαι αν ακόμα στα άστρα υπάρχουν άνθρωποι λογικά όντα, δεν είναι δυνατον να έχουν άλλην θρησκείαν από την θρησκείαν εκείνην την οποίαν εδίδαξεν ο Iησούς»· του οποίου όλο το δίδαγμα όλη η διδασκαλία συνοψίζεται εις δύο μυστηριώδεις και αφθάστου μεγαλείου λέξεις· «Aγαπάτε αλλήλους» (Iωάν. 13,34). Aδύνατον να υπερβεί άλλος τον Xριστόν. Aς προχωρούν αι επιστήμαι, ας καλπάζει η τέχνη, ας δημιουργούνται νέες συνθήκες ζωής· ο Iησούς θα παραμείνει ήλιος ανέσπερος, άδυτος ήλιος. Tα άστρα θα σβήσουν, οι ποταμοί θα ξηρανθούν, τα δάση θ’ αφανισθούν, η γη θα λειώσει…· αλλ’ εν μέσω του κόσμου τούτου, εν μέσω της πονηρίας του κόσμου τούτου, εν μέσω της αενάου μεταβολής που τα «πάντα ρει και ουδέν μένει»…, θα μένει ο Iησούς.

Aδελφοί μου! H σπουδαιοτέρα απάντησι στο ερώτημα τού Πιλάτου «Tι εποίησας;» είναι – ποιά; H απάντησι που δίνουν οι λυτρωμένοι αμαρτωλοί. Aυτοί που πιστεύουν στο Xριστό, μετανοούν και εξομολογούνται, γονατίζουν ενώπιόν του και λένε· Xριστέ, έπρεπε ν’ ανοίξει η γη να μας καταπιεί, και όμως εσύ εφάνης μακρόθυμος και πολυέλεος. «Δόξα τη μακροθυμία σου, Kύριε, δόξα σοι»! Tο αίμα σου μας έσωσε, η αγάπη σου μας λύτρωσε, η ευσπλαχνία σου μας σκλάβωσε.
Ω Xριστέ! Yπάρχουν και σήμερα Πιλάτοι που ρωτούν «Tι εποίησας;». H γλώσσα είναι πτωχή για να ψάλει το μεγαλείο σου. H καλυτέρα απάντησις είναι, να ζήσουμε εμείς αξίως του ονόματός σου και των διδαγμάτων σου, να βαδίσουμε κ’ εμείς το δρόμο του Γολγοθά. Ένας που ζει τη ζωή του Xριστού, ένας άγιος, είναι η μεγαλυτέρα απόδειξις για το τι εποίησε ο Xριστός. Kαι εφ’ όσον θα υπάρχουν άγιοι, άνδρες πιστοί και αφωσιωμένοι, γυναίκες ευλαβείς, παιδιά που ψελλίζουν το «Πάτερ ημών», θα δίδεται η μαρτυρία για το Xριστό.
Xριστέ, γονατίζουμε εμπρός σου. Eίμεθα πλάσματά σου αμαρτωλά αλλ’ αφωσιωμένα σ’ εσένα. Όσο όμως υπάρχουμε και αναπνέουμε, όσο εμείς ομολογούμε το Σύμβολο της πίστεώς σου, στο ερώτημα του Πιλάτου «Tι εποίησας;» θα είμεθα μια απάντησις. O καθένας προσωπικώς και ολόκληρο το γένος μας, που έζησε και μεγαλούργησε δια της πίστεως σ’ εσένα, είναι μια τρανή απόδειξις, ότι ο Iησούς ζει και βασιλεύει. Aυτώ η δόξα και το κράτος εις αιώνας αιώνων. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του π. Αυγουστίνου Καντιώτη, στον ιερό ναό Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης M. Πέμπτη βράδυ 10-4-1969)

ΤΙΣ Ο ΕΝΟΧΟΣ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 19th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ

ΤΙΣ Ο ΕΝΟΧΟΣ;

«Ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν» (Λουκ. 23,33)

estayr1-1ΟΣΑ τροπάρια κι ἂν ψάλουν οἱ ψάλτες, ὅ­σους λόγους κι ἂν ἐκφωνήσουν οἱ ἱεροκή­ρυκες, ὅσα ποιήματα κι ἂν συνθέσουν οἱ ποι­ηταί, ὅσες εἰκόνες κι ἂν ζωγραφίσουν οἱ ζωγράφοι, δὲν θὰ μπορέσουν ὅλοι αὐτοὶ μαζὶ νὰ φθάσουν τὸ ὕψος τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Θὰ προσπαθήσω, γονυκλινὴς ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, νὰ ὑπενθυμίσω ὡρισμένες ἀ­­­λήθειες, ποὺ πρέπει νὰ ἐνθυμούμεθα.

* * *

Ἡ γῆ ἦταν κάποτε, ἀγαπητοί μου, καθα­ρὴ ἀ­­πὸ κάθε μολυσμὸ ἁμαρτίας, καθαρὴ ἀπὸ αἷμα. Ἀλλ᾽ ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ, τὸ πρῶτο ἀθῷο αἷμα χύθηκε πάνω της. Ἔκτοτε στὸ αἷμα ἐκεῖνο προσ­ε­τέ­θη τὸ αἷ­μα πολλῶν ἄλλων ἀθῴων θυμάτων. Καὶ τὸ αἷμα αὐτὸ «βοᾷ» πρὸς Κύριον καὶ κάνει τοὺς ἐνόχους νὰ τρέμουν ὅπως ὁ Κάϊν (Γέν. 4,10-11). Σήμερα ἰ­δί­ως ἡ γῆ μας ἔχει ποτισθῆ μὲ αἷμα περισσό­τερο ἀπὸ κάθε ἄλλη γε­νεά. Ἑκατομμύρια Ἄβελ ἔχουν φονευθῆ. Ἡ γῆ ἀναστενάζει…
Ἀλλὰ τώρα ἀφήνω ὅλα τ᾽ ἄλλα ἐγκλήματα γιὰ νὰ προσέξουμε ἕνα μόνο, τὸ πιὸ φρικι­αστικὸ καὶ βδελυκτό. Εἶνε θανάτωσις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔγινε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ, «ἵ­να μὴ μι­ανθῶσιν» (Ἰωάν.18,28) οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἐπάνω στὸ μικρὸ λόφο τοῦ Γολγο­θᾶ, «ἐκεῖ ἐ­σταύρωσαν αὐτόν» (Λουκ. 23,33).
Ἕνας ξένος, ποὺ θὰ βρισκόταν στὰ Ἰεροσό­λυμα τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ θὰ ἔβλεπε νὰ σέρνουν τὸν Ἰησοῦ στὶς στενωποὺς δεμέ­νο, νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, καὶ μετὰ νὰ τὸν ὑψώνουν ὠχρὸ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, θὰ ρωτοῦσε· Ποιό εἶνε τὸ ἔγκλημά του; «Τί κα­κὸν ἐποίησεν;» (πρβλ. Ματθ. 27,23· Μᾶρκ. 15,14).
Ἀπαντοῦν οἱ αἰῶνες· Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε κανένα κακό. Ὑπῆρξε ἡ εὐγενεστέρα ὕπαρξις. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἐχθροί του στὰ συγγράμμα­τά τους τὸ ὁμολογοῦν. Ἦταν ὁ παρήγορος τῶν θλιμμένων καὶ πονεμένων, ὁ ἰατρὸς τῶν νοσούντων, ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος τῆς ἀν­θρωπότητος ποὺ παρέδωσε αἰώνια ῥήματα, μιὰ διδασκαλία γιὰ τὴν ὁποία ἕνας ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς ἐχθρούς του ἀναγκάστηκε νὰ πῇ· Κι ἂν ἀκόμη στὰ ἄλλα ἄστρα ὑπάρχουν ὄντα, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχουν θρησκεία ἀνωτέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς.
Εἶνε πάντως φυσικό, ὅταν ἀκούγεται κάπου ἔγκλημα, ὅλοι νὰ ζητοῦν νὰ μάθουν ποιός τὸ ἔ­κανε καὶ οἱ ἀρχὲς νὰ θέλουν νὰ συλλάβουν τοὺς αὐ­τουργούς. Κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ βρισκόμα­­στε τώρα ἐμπρὸς στὸ φρικτὸ ἔγκλημα νὰ σταυ­ρώνεται ὁ Ἀθῷος τῶν ἀθῴων, ἐρωτοῦ­με· Ποιοί λοιπὸν εἶνε οἱ ἔνοχοι τῆς σταυρώσε­ώς του; Ὅ­σοι συνετέλεσαν στὸ ἔγκλημα αὐτό, θὰ ἔρ­θῃ μέρα ποὺ θὰ τρέμουν. Ἂν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ταράχθηκαν τὸ δειλινὸ ἀκούγοντας τὸ βημα­τισμὸ τοῦ Θεοῦ στὸν παράδεισο, πόσῳ μᾶλ­λον αὐτοὶ ἐνώπιον τοῦ παγκοσμίου Κριτοῦ;
Νοερῶς βλέπω στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορημένου τοὺς συντελεστὰς τῆς σταυρώσεως.
⃝ Βλέπω τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι στρατολογημένοι ἀπὸ μακρινὲς χῶρες, βρέθησαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη νὰ εἶνε ἐκτελεσταὶ τοῦ ἀ­παισίου ἐγκλήματος. Τί θ᾽ ἀπολογηθοῦν; Θὰ προσπαθήσουν νὰ δικαιολογηθοῦν στὸν Κριτή· Κύριε, δὲ σὲ γνωρίζαμε. Ἄξεστοι ἐμεῖς, δὲν καταλα­βαίναμε τὴ γλῶσσα τῶν Ἑβραίων. Ἁπλοῖ στρα­τιῶτες ἤμασταν, διαταγὲς ἐκτελούσαμε. Ἂν ὑ­πάρχῃ ἕνας ὑπεύθυνος γιὰ τὸ ἔγκλημα, αὐτὸς εἶνε ὁ Πιλᾶτος, ποὺ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη…
⃝ Μετὰ ὁ Πιλᾶτος. Ἔλα, Πιλᾶτε, ποὺ ὡς ἡγε­μὼν εἶχες στὴν ἐξουσία σου τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο τῶν ἀνθρώπων, ἀπολογήσου. Ἡ σύζυγός σου Πρόκλα, σοῦ διεμήνυσε· «Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾽ ὄναρ δι᾽ αὐτόν» (Ματθ. 27,19). Καὶ αὐτὸς τρέμον­­τας θὰ προσπαθήσῃ νὰ ἐπιῤῥίψῃ τὴ εὐθύνη στὸ λαό· Μὲ πίεσαν, φώναζαν συνεχῶς, δὲν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω τὴν ὀχλοβοή…
⃝ Τρίτον ὁ λαός. Ἔλα, λαέ, ποὺ εὐεργετήθηκες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο λαό, ἀπολογήσου, γιατί ἐφόνευσες τὸν εὐεργέτη σου; Καὶ ὁ ἁπλὸς λαὸς τί θὰ πῇ; Ἐμεῖς δὲ φταῖμε. Σὰν λαὸς παρασυρόμεθα ἀπὸ τοὺς ἡγέτες. Ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ἔγκλημα αὐτὸ εἶνε οἱ ἀρχι­ερεῖς, οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι…
⃝ Τέταρτον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἐ­λᾶτε λοιπὸν ἐσεῖς, ποὺ κρατούσατε στὰ χέρια μέρα – νύχτα τὸ θεῖο νόμο· ἀπολογηθῆτε γιὰ τὸ ἔγκλημα. Κι αὐτοὶ πῶς νὰ δικαιολογήσουν τὸ φθόνο τους, ποὺ ἦταν τὸ ταπεινὸ ἐλατήριο τοῦ μίσους των; Θὰ δείξουν μὲ τὸ δάχτυλο τὸν Ἰούδα καὶ θὰ ποῦν· Αὐτὸς εἶνε ὁ ἔνοχος· ἐὰν αὐτὸς δὲν χτυποῦσε τὴν πόρτα μας, δὲν μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὴν σύλληψι…
⃝ Πέμπτον ὁ Ἰούδας. Τί ν᾽ ἀπολο­γηθῇ αὐτὸς τώρα; Θὰ στέκῃ ὠχρός, κίτρινος σὰν τὰ νομίσματα, ἀμίλητος, καὶ μὴ ἔχοντας ἄλλη δικαι­ο­λο­γία θὰ δείχνῃ ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ ὑποβολεὺς ὅλων τῶν ἐγκλημάτων, τὸν διάβολο. Δι­ότι ὁ δι­άβολος εἶχε εἰσέλθει «εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα» (Ἰωάν. 13,2).
Αὐτοὶ εἶνε οἱ φυσικοὶ καὶ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματος. Ἀλλ᾽ ὄχι αὐτοί, καὶ διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι ἂν ἦταν, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν κάτι ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λεγεῶνες ἀγγέλων ἦταν ἕτοιμες νὰ διασκορπίσουν ὅλον ἐκεῖνο τὸ συρφετό. Ὁ Ἰησοῦς δὲν σταυρώθηκε ἀπὸ ἀδυναμία, ἐπειδὴ δὲν μποροῦ­­σε νὰ κάνῃ ἀλλιῶς. Παραδόθηκε μόνος του. Βαθυτέρα αἰτία τῆς σταυρώσεώς του δὲν εἶ­νε αὐτοί. Ἐὰν ἐμβαθύνουμε στὸ μυστή­ριο, θὰ δοῦ­με ὅτι βαθυτέρα αἰτία τοῦ δράματος τοῦ σταυ­ροῦ, εἶνε – ποιός; Εἴμεθα ἐμεῖς, ἀδελφοί μου. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶπε· «Οὗ­τος τὰς ἁ­μαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» καὶ «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5).
Θὰ ἤθελα νὰ εἶχα τὴν ἱκανότη­τα νὰ φυτεύσω στὴν καρδιὰ ὅλων, καὶ τοῦ πλέον ἀδιαφόρου, τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια· «τῷ μώλωπι αὐ­τοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν». Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ αἵ­ματός του φτάνει νὰ κάψῃ τὰ ἀγκάθια ὅλου τοῦ κόσμου, νὰ γί­νῃ πλυντήριο καὶ Ἰορδάνης ποταμὸς ποὺ πλένει τὰ ἁμαρτήματα τοῦ κόσμου ὅλων τῶν αἰώνων. Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡ­μᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτί­ας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7). Φτάνει μόνο μιὰ σταλαγματιὰ τοῦ τιμίου αἵματός του, ὅπου πέσῃ, νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν τὰ ὡραιό­τερα ἄνθη τῶν ἀρε­τῶν, νὰ δημιουργήσῃ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀν­θρώ­­που τὸν θεῖο ἔρωτα.
Κάποιος ἱεραπόστολος πῆγε στὴν Οὐγκάν­τα τῆς Ἀφρικῆς καὶ μίλησε στοὺς ἀγρίους γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι ἔκλαψαν. Με­τὰ τὴν ὁμιλία ὁ ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς πλησί­ασε καὶ τὸν ρώτησε· Ὑπάρχουν Χριστιανοὶ στὴν Εὐ­ρώπη ποὺ ἁμαρτάνουν μετὰ τὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ;… Μεγάλος λόγος. Εἶνε σὲ συμφωνία μ᾽ ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ὅτι σταυρὸς σημαί­νει· ἁμαρτία τέλος! Διαφορετικὰ θὰ κριθοῦν οἱ ἁμαρτίες πρὸ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ διαφορετικὰ μετὰ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει μετὰ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, εἶνε σὰν νὰ περιφρονῇ τὸ αἷμα του, σὰν νὰ τὸν ξανασταυρώνῃ (βλ. Ἑβρ. 10,29· 6,6).

* * *

«Ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν». Ποιοί τὸν σταύ­ρωσαν; Δὲν εἶνε μόνο ἐκεῖνοι οἱ παλαιοὶ σταυ­ρωταί· εἶνε καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σύγχρονοι σταυρωταί. Τοὺς βλέπετε; Ὁ ἕνας κρατεῖ καρφιά, ὁ ἄλλος σπόγγο μὲ ὄξος, ὁ τρίτος λόγχη, ὁ ἄλ­λος ἀγκάθινο στεφάνι, καὶ προχωροῦν. Ποῦ πᾶνε; Πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό. Ὁ ἕ­νας παίρνει στὰ χέρια μαχαίρι καὶ φονεύει τὸν ἀδελφό του. Ὁ ἄλλος ὁ μικρὸς σηκώνει τὸ χέρι καὶ χτυπάει τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα. Ὁ ἄλλος μέσα στὰ δικαστήρια παλαμίζει χω­ρὶς φόβο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνει ψεύτικο ὅρκο. Ὁ ἄλλος ὁ νέος τρέχει στοὺς τόπους τῆς ἀ­κολασίας καὶ τῆς διαφθορᾶς. Ἄλλος ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα. Ὁ ἄλλος κρατάει μέσα στὴν καρδιά του τὴ χολὴ τοῦ μίσους. Καὶ ὁ ἄλλος τέλος ὑπερηφανεύεται γιὰ μάταια πράγματα…
«Ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν». Ποῦ; Μέσα στὸ ἐμπορικὸ κατάστημα, ποὺ ὁ ἔμπορος μὲ τὰ ψεύδη του ἀπατᾷ τοὺς ἀφελεῖς. Στὸ δικαστή­ριο, ὅπου δικαστὴς καὶ ψευδομάρτυρες καὶ δικηγόροι καταδικάζουν τὸν ἀθῷο. Στὸ σχολεῖο, ὅπου ἕνας ἄθεος δάσκαλος καὶ καθηγη­τὴς ξεῤῥιζώνει μέσα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο. Μέσα στὸ σπίτι, ὅπου ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μπρο­στὰ στὰ παιδιά τους αἰσχρολογοῦν καὶ αἰσχρο­πράττουν… Τὸ παράπονο τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶνε ὅτι τὸν σταύρωσαν τότε οἱ Ἑ­βραῖ­οι· τὸ παράπονό του εἶνε ὅτι ἡ σταύρωσί του ἐξ­ακολουθεῖ. Χριστιανοί, τὸ καταλάβαμε; μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ νέοι σταυρωταί του.
Ὦ Χριστέ, συντετριμμένοι ἐμπρὸς στὸ σταυ­ρό σου, πέφτουμε καὶ παρακαλοῦμε· δῶσε μας κατάνυξι, δῶσε μας μετάνοια, δῶσε μας συγχώρησι γιὰ τὶς ἀναρίθμητες φορὲς ποὺ σὲ σταυρώσαμε. «Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μοσχάτου – Ἀθηνῶν 7-4-1961 πρωί)

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Mεγάλη Tετάρτη βράδυ

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (θ. Λειτουργία)

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣΓεύματα καὶ δεῖπνα κάνουν οἱ μεγάλοι, οἱ πλούσιοι, οἱ μεγιστᾶνες, ποὺ θέλουν νὰ ποικίλουν τὴν ἀνιαρὰ ζωή τους καὶ μ᾿ ἕνα γλέντι. Ἀλλὰ πόσοι προσκαλοῦνται σ᾿ αὐτά; Λίγοι, οἱ ἐπίσημοι· αὐτοὶ ποὺ εἶνε πάντα χορτᾶτοι. Ὁ πολὺς λαὸς μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῶν μεγάλων. Θὰ σᾶς παρουσιάσω ὅμως ἕνα δεῖπνο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα δεῖπνα εἶνε μία σκιά. Σ᾿ αὐτὸ εἶνε προσκεκλημένοι ὅλοι. Εἶνε δεκτὸς ἐξ σου τόσο ὁ πλούσιος ὅσο καὶ ὁ φτωχός, ὁ ἀγράμματος ὅσο καὶ ὁ ἐγγράμματος, ἡ γυναίκα ὅσο καὶ ὁ ἄντρας. Σ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καθήσῃ δίπλα στὸν βασιλέα καὶ ὁ λοῦστρος, κι ὅταν δειπνοῦν οἱ προσκεκλημένοι παιανίζει ἡ μουσικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀδελφοί, ἐλᾶτε στὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ προσκλητήρια. Εἶνε γραμμένα ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα. Καὶ τί γράφει; Σᾶς διαβάζω τὸ προσκλητήριο· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (θ. Λειτ.). Ἐλᾶτε λοιπόν. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ὡραιότητα τοῦ δείπνου; Σᾶς λέγω μόνο, ὅτι ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἡ θεία κοινωνία, εἶνε μυστήριο ἀγάπης, μυστήριο ταπεινώσεως, καὶ μυστήριο ζωῆς. Τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου θὰ ἐκθέσω μὲ λίγα λόγια στὴν ἀγάπη σας.

* * *

Ἡ θεία κοινωνία εἶνε μυστήριο ἀγάπης. Ἀγάπης τίνος; Τοῦ Χριστοῦ μας. Πόσο μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Χριστὸς μᾶς τὸ ἀποδεικνύει καθημερινῶς. Παντοῦ καὶ πάντοτε δεχόμαστε τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης του. Ὤ τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ! Εἶνε πολλά, ἀναρίθμητα. Δικό του δῶρο εἶνε ἡ ζωή μας, ἡ τροφή μας, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἀναπνέουμε, καὶ τόσα ἄλλα. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο δῶρο του ξέρετε ποιό εἶνε; Ἡ θεία κοινωνία. Γι᾿ αὐτὸ μιλᾶμε καὶ γιὰ «τίμια δῶρα». Στὸ μυστήριο αὐτὸ σὰν ποταμὸς ξεχειλίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Καμμιά μητέρα δὲν ἀγάπησε τὸ παιδί της τόσο ὅσο ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο. Μεγάλη ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας. Συνέβη, μιὰ μητέρα ποὺ βρέθηκε στὴν ἔρημο καὶ οἱ μαστοί της εἶχαν στειρεύσει, γιὰ νὰ μὴν πεθάνῃ τὸ παιδί της, ν᾿ ἀνοίξῃ τὴ φλέβα της καὶ νὰ τὸ ποτίσῃ μὲ τὸ αἷμα της. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἀγάπη της. Ἀλλ᾿ αὐτὸ καὶ κάτι ἀνώτερο κάνει ὁ Χριστὸς καὶ βεβαιώνει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀγαπᾷ, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσε τὴ θεία κοινωνία, ποὺ εἶνε ἕνα μυστήριο ἀγάπης. Μυστήριο εἶνε καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί, τῆς γυναίκας πρὸς τὸν ἄντρα· ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μυστήριο εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴ δείχνει ἰδίως διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κοινωνίας.
Μυστήριο λοιπὸν ἀγάπης. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία εἶνε ἀκόμη καὶ μυστήριο ταπεινώσεως, ταπεινώσεως βαθυτάτης. Ταπεινώσεως τίνος; Τοῦ Χριστοῦ. Στὸ μυστήριο αὐτὸ θαυμάζουμε ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἐπίγειο ζωή του πολλὲς φορὲς ταπεινώθηκε ὁ Κύριος. Ταπεινώθηκε ὅταν, βασιλεὺς αὐτὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς, γεννήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχτηκε νὰ ὑποτάσσεται στὴν Παναγία μητέρα του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ταπεινώθηκε ὅταν ἐργαζόταν ὡς ἁπλὸς ἐργάτης, γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὸ καθημερινό του ψωμί. Ταπεινώθηκε ὅταν καταδέχθηκε νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ τὸν Πρόδρομο. Ταπεινώθηκε ὅταν, χωρὶς ἁμάξια καὶ ἄλογα χρυσοστολισμένα, πεζός, ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ μεταδώσῃ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, καὶ τόσες ἄλλες, ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔδειξε καὶ δείχνει τὴ μεγαλυτέρα ταπείνωσι, εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Γιατί; Διότι στὶς παραπάνω περιπτώσεις ταπεινώθηκε μιὰ φορά· μιὰ φορὰ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο, μιὰ φορὰ βαπτίσθηκε, μιὰ φορὰ περπάτησε στὴ γῆ. Ἀλλὰ στὸ μυστήριο αὐτὸ «ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας» (θ. μετάλ.). Γιά σκέψου το λίγο. Σὲ ρωτῶ καὶ τὸ ἄλλο· Εἶδες ποτέ βασιλέα ν᾿ ἀφήνῃ τὸ ἀνάκτορό του καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ καλύβι τοῦ ἀλήτου, τοῦ λούστρου, νὰ κάθεται μαζί του, νὰ τρώῃ μαζί του, νὰ κοιμᾶται μαζί του; Ἐγὼ δὲν τὸ εἶδα ποτέ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ―ὤ τῆς ταπεινώσεώς του!― καταδέχεται νὰ τὸν κοινωνῇ καὶ ὁ φθισικὸς καὶ ὁ λεπρὸς καὶ ὁ λοῦστρος καὶ ὁ πιὸ ἄσημος ἄνθρωπος. Χριστιανέ· ἐὰν δὲν σὲ συγκινῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον δὲν σὲ συγκινεῖ ἡ τόση ταπείνωσίς του;
Καὶ τώρα ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τελευταία ἄποψι τοῦ μυστηρίου. Διότι ἡ θεία κοινωνία εἶνε καὶ μυστήριο ζωῆς. Ζωῆς τίνος; Τοῦ Χριστοῦ, ζωῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας. Ἡ θεία κοινωνία, ὅπως τὴν ὠνόμασε ὁ διος ὁ Χριστός, εἶνε «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (βλ. Ἰωάν. 6,35). Ἐὰν τὸ ψωμὶ τρέφῃ τὸ σῶμα, ἡ θεία κοινωνία τρέφει ψυχὴ καὶ σῶμα κατὰ τρόπο μυστηριώδη. Ὅπως δὲν γνωρίζουμε πῶς οἱ τροφὲς μεταβάλλονται σὲ αἷμα ―ἡ μεταβολὴ αὐτὴ εἶνε μυστήριο τῆς ἰατρικῆς―, ἔτσι καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ ονου καὶ τοῦ ἄρτου εἶνε μυστήριο τῆς θρησκείας. Ἂς μᾶς ποῦν οἱ γιατροὶ πῶς οἱ τροφὲς γίνονται αἷμα, γιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς πῶς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται ζωηφόρο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταδίδει τὴ ζωὴ στὴν ὕπαρξί μας. Προσωρινὴ ζωὴ μεταδίδουν οἱ ὑλικὲς τροφές, αἰωνία καὶ μακαρία ζωὴ μεταδίδει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ ἡ θεία κοινωνία δὲν εἶνε μόνο ἡ τροφή, εἶνε κάτι περισσότερο· εἶνε καὶ τὸ ἐμβόλιο ποὺ προστατεύει τὴ ζωή μας. Φέρνω ἕνα παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ―κακὸ νὰ μὴν ἔχουμε, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ―, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι στὸν τόπο μας πέφτει τύφος. Τί θὰ κάνουμε τότε; Ὅλοι, μικροί – μεγάλοι, θὰ τρέξουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε μὲ τὸ ἀντιτυφικὸ ἐμβόλιο· διότι ὅλοι ἀγαποῦμε τὴ ζωή, μόνο παράφρονες δὲν τὴν ἀγαποῦν. Σὲ μία λοιπὸν φοβερὰ ἐπιδημία ὅλοι σπεύδουμε νὰ ἐμβολιασθοῦμε· καὶ οἱ στρατιῶτες στοὺς στρατῶνες, καὶ οἱ μαθηταὶ στὰ σχολεῖα, καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές. Ἀλλ᾿ ἰδού, ἀδελφοί μου, μία ἄλλη ἐπιδημία, ἡ φοβερωτέρα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἡ ἐπιδημία τῆς ἁμαρτίας. Τὰ μικρόβια τῆς ἁμαρτίας ἐργάζονται περισσότερο ἀπὸ τὰ μικρόβια τοῦ τύφου. Κάνουν θραῦσι, καὶ θραῦσι μεγάλη. Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Μόνοι μας ν᾿ ἀντιδράσουμε δὲ᾿ μποροῦμε. Ἔχουμε ἀνάγκη θείας βοηθείας. Καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός! ἐμβόλιο ἐναντίον τῆς φοβερᾶς νόσου τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ θεία κοινωνία. Αὐτὸ εἶνε τὸ «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Τὸ ἐμβόλιο αὐτὸ δὲν κατασκευάζεται στὰ χημεῖα· κατασκευάστηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Καὶ ἔκτοτε ὅσοι ἀσθενοῦν στὴν ψυχή, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ τοὺς θανατώσῃ ὁ ὄφις τῆς ἁμαρτίας, πλησιάζουν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» τὸ μυστήριο τοῦτο τῆς ζωῆς· ἐνισχύουν τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικό τους ὀργανισμό, δέχονται ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς ἀθανασίας καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ ἐμπρός.

* * *

Ἂς σταματήσω ὅμως, ἀγαπητοί μου. Γιατὶ ὅ,τι καὶ ἂν ποῦμε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦτο, τὸ θέμα δὲν ἐξαντλεῖται. Πρὶν τελειώσω, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς διαβάσω ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ· «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου…». Ἀκοῦς τὸ προσκλητήριο; πρόσελθε στὸ μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ζωῆς. «Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος τοῦ Χριστοῦ» (κοντ. Μ. Τρ.). Μὴν ἀδιαφορήσῃς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ φάῃ, πεθαίνει· κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξι νὰ κοινωνήσῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θὰ πεθάνῃ πνευματικῶς. Ἂς προσέλθουμε ἀκόμη, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴ ζωή, τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ, τὴ δύναμί του. Ἂς προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τοῦ σώματος, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ καθαρὰ ἐνδύματα τῆς ψυχῆς. Ἂς προσέλθουμε ὄχι ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἕνδεκα μαθηταί. Καὶ πρὶν προσέλθουμε ἂς ποῦμε μυστικὰ τὴν προσευχή·
Χριστέ μου, δέξου κ᾿ ἐμὲ τὸν ἀνάξιο στὸ μυστικό σου δεῖπνο. Δὲ᾿ θὰ σοῦ δώσω φίλημα ὅπως ὁ Ἰούδας· ἀλλὰ σὰν τὸ λῃστή, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὸν τελώνη κλαίω γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μου, πέφτω ἐμπρὸς στὸ ματωμένο σου σταυρὸ καὶ ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ταπεινοῦ τελώνου καὶ τοῦ μετανοημένου λῃστοῦ· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Γένοιτο!

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἀθηνῶν, Μ. Τετάρτη βράδυ τῶν ἐτῶν 1958-64)

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Πέμπτη πρωὶ

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ

«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39)

ΓεσθΟΛΗ ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ τίμιο ξύλο εἶπε «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46), ἀπὸ τὸ λίκνο μέχρι τὸν τάφο, ἦταν μιὰ ζωὴ πονεμένη. Νήπιο ἦταν ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἀκόνιζε τὰ μαχαίρια του. Μικρὸ παιδὶ ἀναγκάστηκε νὰ ζήσῃ πρόσ­φυγας στὴν Αἴγυπτο. Ἔφηβος – φτωχὸς νέος ἐργαζόταν γιὰ νὰ θρέψῃ τὴν Παναγία μη­τέρα του. Κι ὅταν ὥριμος ἄνδρας βγῆκε στὸ δημό­σιο βίο, δέχθηκε πάνω του ὅλη τὴν ἀν­θρώπινη κακία. Καὶ τί δὲν εἶπαν καὶ τί δὲν ἔ­καναν οἱ ἐχθροί του! Ὅλη ἡ ζωή του θλῖψι καὶ πόνος. Ὅπως τὸ ἀλεύρι ζυμώνε­ται μὲ νερό, ἔ­τσι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζυμω­μένη μὲ δάκρυ.
Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ ὁ πόνος του ἔφθασε στὸ κατα­κόρυφο – στὸ ζενίθ, εἶνε τὰ σεπτὰ πάθη του. Ἀρχὴ δὲ τῶν παθῶν του εἶνε ἡ Γεθσημανῆ. Tί εἶνε ἡ Γεθσημανῆ; Εἶνε μιὰ τοποθεσία ποὺ μέ­χρι σήμερα σῴζεται, ἕνα – δυὸ χιλιόμετρα ἔξω ἀ­π᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Εἶνε τόπος ὅπου ὁ Χριστὸς κατέφευγε συνήθως γιὰ νὰ προσευχηθῇ.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐνῷ ἡ νύχτα ἅπλωνε πλέον τὰ μαῦρα φτερά της σὲ ὅ­λη τὴν πλάσι, ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθη­­τὰς βγῆκε ἀπὸ τὸ ὑπερῷο, περπάτησε στοὺς δρόμους, διέσχισε τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, πέρασε τὴ γέφυρα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων (ἕνα μικρὸ ποταμάκι) καὶ «εἰσῆλθε» στὴ Γεθση­μανῆ, «ὅπου ἦν κῆπος» (Ἰωάν. 18,1). Ἄφησε σ᾽ ἕνα σημεῖο τοὺς ὀκτὼ μαθη­τάς, λίγο πιὸ πέρα τοὺς ἄλλους τρεῖς, καὶ αὐ­τὸς προχώρησε ἀκόμη πιὸ βαθειά, σὲ ἀπόστα­σι βολῆς λίθου (Λουκ. 22,41), ὅσο πετᾶμε μιὰ πέτρα. Ἐκεῖ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές (τέσσερις – πέντε ἀ­πὸ αὐτὲς σῴζον­ται μέχρι σήμερα) γονάτισε νὰ προσευχηθῇ.
Πάντοτε ὁ Χριστὸς προσευχόταν· ἦταν ὁ ἄν­θρωπος τῆς διαρκοῦς προσευχῆς. Ἀλλὰ τώρα ἡ προσευχή του ἔχει κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἀγωνιᾷ. Καὶ ἡ ἀγωνία φθάνει μέχρι σημείου ὥστε ὁ ἱδρώτας ἀπὸ τὸ μέτωπό του νὰ γίνεται «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44), σταλα­γματιὲς αἷμα, ποὺ πέφτουν κάτω στὴ γῆ. Καὶ ποιά εἶνε ἡ προσευχή του, ποὺ τὴν ἐπαναλαμ­βάνει τρεῖς φορές; «Πάτερ μου», πατέρα μου, «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ. …γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. 26,39,42).
Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, ὄχι ἐμεῖς ἀλλὰ καὶ ἀγγελικὲς ἀκόμα γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ περι­γραφοῦν τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτρέψατέ μου ὡστόσο, νὰ σκεφθοῦμε ἐπάνω στὴν ἐναγώ­νιο αὐτὴ προσευχὴ καὶ νὰ ἐρωτήσουμε· ποιό ἆραγε εἶνε τὸ πικρὸ ποτήρι ποὺ ἤπιε ὁ Χριστός;

* * *

Ἡ λέξις ποτήριο εἶνε συμβολική. Σημαίνει πόνο καὶ θλῖψι. Δὲν εἶνε εὐχάριστο ποτήρι, λ.χ. τοῦ γάμου ποὺ πίνουν οἱ νεόνυμφοι, οὔτε κάποιο ἄλλο· εἶνε ποτήρι γεμᾶτο πικρία καὶ δάκρυα.
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ θάνατος. Ἡ δειλία βέβαια ἐμπρὸς στὸ θάνατο ―ὁ ὁποῖος παρὰ φύσιν εἰσ­­ῆλθε στὴ ζωή μας― εἶνε ὄντως γνώρισμα τῆς ἀνθρωπίνης φύ­σεως· ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δείχνει ἔτσι, ὅτι εἶ­νε τέλειος ἄνθρωπος, πραγματικὰ καὶ ὄ­χι φαν­τα­στικά. Ἀλλ᾽ αὐτὸ γίνεται κατ᾽ οἰκονομίαν· θέλει ὁ ἴδιος καὶ γίνεται ἔτσι. Κατ᾽ οὐ­σί­αν ὁ Χριστὸς δὲν φοβήθηκε τὸ θάνατο. Ἐὰν ὁ Σωκρά­της καὶ ἄλλα εὐγενῆ τέκνα τῆς γῆς δὲν τὸν φοβή­θηκαν ἀλλὰ βάδισαν θαρραλέα πρὸς αὐτὸν καὶ προσέφεραν τὸν ἑαυτό τους θυσία γιὰ εὐγενῆ ἰδανικά, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστός. Βάδισε λοιπὸν ἀτρόμητα. Ἐὰν φοβόταν τὸ θάνατο, δὲν θὰ πήγαινε στὸ μέρος ἐ­κεῖνο, ποὺ ἦ­ταν γνωστὸ καὶ στοὺς ἐ­χθρούς. Ἂν ἤ­θε­­λε νὰ σωθῇ, θὰ περνοῦσε τὸν Ἰορδάνη καὶ θὰ κρυβόταν στὴν ἔρημο. Ἑπομένως ἐν γνώσει ὅτι θὰ πέσῃ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν πῆγε στὴ Γεθσημανῆ· πῆγε γιὰ νὰ συλληφθῇ. Ὡς ἄνθρωπος βεβαίως γεύθηκε τὴν πικρία τοῦ θα­νάτου, ἀλλὰ ἄλλο ἡ γεῦ­σις τοῦ θανάτου καὶ ἄλλο ἡ δειλία ποὺ ὡρισμένοι θέλουν νὰ τοῦ ἀ­ποδώσουν παρερμηνεύοντας τὰ λόγια του.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ; Εἶ­νε τὸ πάθος, οἱ πόνοι στὸ σῶμα. Ἀφοῦ εἶχε σῶμα, αἰσθάνθηκε πόνους. Πρὶν τὴ σταύρωσι εἶχε τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ δεσμὰ στὰ χέρια, ἀπὸ τὰ κολαφίσματα δηλα­δὴ τὶς γροθιές, ἀπὸ τὰ ῥαπίσματα καὶ τὰ φτυσήματα στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τ᾽ ἀγκάθια στὸ κεφάλι καὶ τὰ χτυπή­ματα μὲ τὸ καλάμι, ἀπὸ τὸ φραγγέλλιο στὸ γυ­μνὸ σῶμα (τὸ φραγγέλλιο ἦταν ἕνα καμουτσί­κι μὲ ἑφτὰ λουριὰ καὶ κάθε λουρὶ κατέληγε σ᾽ ἕνα κομμάτι μολύβι). Φανταστῆτε τὸ Χριστὸ δεμένο σὲ μιὰ κολώνα γυμνὸ καὶ ἕνα ῾Ρωμαῖο στρατιώτη μὲ τὸν χτυπάῃ μ᾽ αὐτό. Τὸ σῶμα γέ­μιζε πληγὲς καὶ ἔτρεχαν ῥυάκια αἵματος. Οἱ ἱστορικοὶ λένε, ὅτι πολλοὶ κατάδικοι πέθαιναν ἐπάνω στὴ φραγγέλλωσι. Τέλος οἱ πόνοι τῆς σταυρώσεως· τὸ ὄξος καὶ ἡ χολὴ στὰ χείλη, τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸ τάνυσμα ὅλου τοῦ σώματος, ὁ πνιγμὸς τῆς ἀναπνοῆς, ἡ ἀφόρητη δίψα, τὸ ἄλγος ὅλων τῶν μελῶν.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς τῶν πόνων στὸ σῶμα ὁ Χριστὸς δοκίμασε πόνους στὴν ψυχή. Κι αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι. Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶνε πιὸ ὀ­δυνηρός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλά, νά ᾽χῃς ὑγεία ἑ­κατὸ τοῖς ἑκατό, κι ὅμως ἕνας ψυχικὸς πόνος, μία ἀπάτη συζύγου, μιὰ προδοσία φίλου ἢ κάποιο ἄλλο θλιβερό, νὰ σοῦ φέρῃ συγκοπὴ καὶ νὰ πέσῃς κάτω. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­ξε πιὸ εὐαίσθητη καρδιὰ ἀπ᾽ τὴ δική του, συγ­κλονίστηκε βαθειὰ τὴν ἡμέρα τῶν παθῶν. Δο­κίμασε πόνο ὅταν εἶδε τὸν Ἰούδα νὰ τὸν προδίδῃ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τοὺς μαθη­τὰς νὰ κοιμῶνται, τὸν Πέτρο νὰ τὸν ἀρνῆται τρεῖς φο­ρὲς μὲ ὅρκο μπροστὰ σὲ μία ὑπηρέτρια, ὅ­λους νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Αἰ­σθάνθηκε πικρία ἀπὸ τὴν ἀδικία, ὅταν ἄκουσε τὶς ψευ­δομαρτυρίες καὶ τὴν καταδίκη στὸ συνέδριο, καὶ μετὰ στὸ πραιτώριο χιλιάδες κόσμο νὰ προτι­μοῦν τὸ Βαραββᾶ καὶ νὰ οὐρλιάζουν γι᾽ αὐτὸν σὰν τσακάλια «Σταύρωσον σταύ­ρωσον αὐ­τόν» (Λουκ. 23,21). Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοί, οἱ κουτσοί, οἱ πα­ρά­λυτοι, οἱ πεινασμένοι, ὅλοι οἱ εὐεργετημένοι; Ἔνιωσε ὀδύνη βλέποντας τὴν ἀχαριστία κι ἀ­κούγοντας τὶς εἰρωνεῖες, τὶς βλασφημίες, τὶς προκλήσεις. Νά τὸ ποτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ τὸ βάθος τοῦ ὠκεανοῦ τῆς θλίψεως τοῦ Χριστοῦ δείχνει ἡ φωνή του ἐκείνη «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Δυσερμήνευτος, ἀκατάληπτος λόγος. Τὴν ὥρα πού ᾽νε πάνω στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει μαθηταί, φίλοι, οἱ πάντες. Εἶνε μόνος, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Τώρα λοιπὸν τὸν ἐγ­κατέλειψε καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας; Αὐτὸ εἶνε ἀνυπόφορο. Καὶ γιατί; Ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει κακούργους, φονεῖς, ἀσεβεῖς, βλασφήμους. Ἐγκατέλειψε καὶ τὸ Χριστό; Μὰ δὲν εἶνε ὁ Υἱός του ὁ ἀγαπητός; πῶς τὸν ἐγκατέλειψε;
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲ βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅ­πως λ.χ. ὁ Σωκράτης. Τὴν ὥρα τούτη αὐτὸς ὑ­πῆρξε ―παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, γιατὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κλειδὶ τοῦ μυστηρίου―, ὑπῆρξε ὁ ἀντιπρόσωπός μας, ὁ πληρεξού­σιος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖνος ποὺ ἐ­καλεῖτο νὰ ὑποστῇ ὅ,τι θὰ ὑφιστάμεθα ἐμεῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ναί, ἀγαπητοί μου· ὁ Χρι­στὸς ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν, ὅ­πως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι πατέρες. Αὐτὸ προεῖδε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν καὶ εἶ­πε· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡ­μῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς δὲ ἐλογισάμεθα αὐ­τὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4). Συνεπῶς, μέσα στὸ ποτή­ριο ποὺ ἤπιε ὁ Χριστὸς ὑπάρχουν καὶ οἱ σταγόνες οἱ δικές μας (τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, ὅλου τοῦ κόσμου).

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ δοκιμάσου­με πικρίες· δὲν ἐξαιρεῖται κανείς. Ὅλοι θὰ πε­ράσουμε ἀπὸ τὴ Γεθσημανῆ. Κ᾽ ἐ­κεῖνος ποὺ σήμερα νομίζει πὼς εἶνε εὐτυχής, αὔριο δὲν θὰ εἶνε. Ἂς προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας προσωπικῶς, ἀλλὰ καὶ συλλογικῶς ὡς λαός. Ἀμέτρητα τὰ πικρὰ ποτήρια τῶν ἀνθρώπων· φτώχεια, χηρεία, ὀρφάνια, ἀ­σθένεια, πεῖνα, συκοφαντία, διαβολή, συζυγικὴ ἀπιστία, ἀχαριστία παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ἐθνικὴ σκλαβιά… Κανείς ὅμως ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ πιῇ ποτήρι τόσο πικρὸ ὅσο ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖνος εἶ­νε τὸ ὑπόδει­γμά μας. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ μᾶς λέει· Θαρσεῖτε, ἔχετε θάρρος!
Ὅλοι τέλος, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ κληθοῦ­με νὰ πιοῦμε τὸ ἔσχατο πικρὸ ποτήρι. Καὶ αὐ­τὸ εἶνε ὁ θάνατός μας. Χωρὶς γογγυσμὸ καὶ πικρὸ λόγο, ἂς στραφοῦμε στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς δώσῃ δύ­ναμι νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο αὐτό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνῃ καὶ δική μας προσευχή. Ὁ καθένας μας νὰ λέῃ· «Πάτερ μου εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος; Φλωρίνης 11-4-1974 βράδυ)

Το διδαγμα του Ιουδα· μισηστε τη φιλαργυρια!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ

Το διδαγμα του Ιουδα· μισηστε τη φιλαργυρια!

«Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.)


φιλ. ΙουδΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, «τὰ πάθη τὰ σεπτά», τὸ θεῖο δρᾶμα. Κεν­τρικὸ πρόσωπο τοῦ δράματος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γύρω του κινοῦνται καὶ δροῦν πολλὰ πρόσωπα. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε φωτει­νά, ἄλλα σκοτεινά. Ἀλλ᾽ ἂν μὲ ῥωτήσετε ποιό εἶ­νε τὸ πιὸ σκοτεινό, θὰ σᾶς πῶ· ὁ Ἰούδας. Γι᾽ αὐτὸν ἀ­πόψε λέει κάτι ἡ ὑ­μνολογία καὶ περισ­σότερα θὰ πῇ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας ἀκούσαμε· «Ὁ Ἰ­ούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κα­τὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής· κινεῖται, βουλεύ­εται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Τρίτ.). Γιὰ τὸν Ἰούδα λοιπὸν θὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ λίγα λόγια.

* * *

Ὁ Ἰούδας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γι᾽ αὐτόν. Ἐκεῖνο ποὺ γνω­ρί­ζουμε εἶνε ὅτι ἐπονομάζεται Ἰσκαριώτης (Ματθ. 10,4 κ.ἀ.). Ὅπως ἐμεῖς λέμε Φλωρινιώτης, Κοζανίτης, Γρεβενιώτης, ἔτσι αὐτὸς λέγεται Ἰσ­καριώτης, ποὺ σημαίνει τὸν τό­πο γεννήσεώς του, ἕνα χωριὸ τῆς Ἰουδαίας, τὴν Καριώθ.
Χρειάζεται τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης. Διότι ὑ­πάρχει κι ἄλλος Ἰούδας, ὁ ἀδελφό­θεος, ὥσ­τε νὰ γίνεται διάκρισις. Ὁ Ἰούδας ὁ ἀ­δελφόθε­ος εἶνε ὁ ἀπόστολος ποὺ ἔγρα­ψε τὴ μικρὴ ἀλ­λὰ ὑπέροχη ἐπιστολὴ ποὺ φέ­ρει τὸ ὄνομά του καὶ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ 27 θε­όπνευστα βι­βλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· διαβάστε την. Δύο Ἰοῦδες λοιπόν. Τί διαφορὰ ὅμως! Τὸ ἴδιο ὄνομα, ὁ ἕ­νας τὸ ἀτιμάζει, ὁ ἄλλος τὸ δοξάζει. Αὐτὸ συμ­βαίνει καὶ μ᾽ ἐμᾶς, καὶ μᾶς ἁρμόζει τὸ ῥητὸ «Ἢ ἄλ­λαξε ὄ­νομα, ἢ ἄλλαξε διαγωγή».
Γιὰ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει τί ἐπάγγελμα ἔκανε. Ζοῦσε στὸ χωριό του. Ἀλλ᾽ ἔ­φθασε κ᾽ ἐκεῖ ἡ φήμη τοῦ μεγά­λου Διδασκάλου. Ὅταν ἄκουσε τὴ διδασκαλία του ἠλεκτρί­σθηκε. Θαύμασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολούθησε. Διότι καὶ στοῦ Ἰούδα τὴν καρδιὰ ὑπῆρχε μιὰ σπίθα. Κι ὁ μεγαλύτερος κα­κοῦρ­γος διατηρεῖ μέσα του κάτι καλό, ὅπως κι ὁ με­γα­λύτερος ἅγιος φέρει μέσα του κάτι κακό. Μυστήριο ὁ ἄνθρωπος. Ποιός γνωρίζει τὴν καρδιά του; Μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος.
Ἑλκύσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὁ Ἰούδας καὶ ἔμεινε κοντά του τρία χρόνια. Μὲ τί φρόνη­μα ὅμως, μὲ τί ἰδέα; Μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχαν πολλοὶ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα τὴν ἔχουν περιμένον­τας ἕνα Μεσσία. Ἐ­μεῖς λέμε· Ἦρθε. Αὐτοὶ λένε· Θὰ ἔρθῃ. Τί πίστευε ὁ Ἰούδας· ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ξεσηκώ­σῃ τὸν Ἑβραϊκὸ κόσμο, θὰ κάνουν ἐπανά­στασι, θὰ γκρεμίσουν τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτη­τάς, κι ὁ Χριστὸς θὰ γί­νῃ βασι­λιᾶς, βασιλιᾶς ἐγ­κόσμι­ος, πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ τὸ Σολο­μῶν­τα καὶ τὸ Δαυΐδ. Αὐτὰ περίμενε καὶ ὁ Ἰούδας.
Ὁ Χριστὸς τὸν τίμησε. Τὸν εἶχε τρόπον τι­νὰ ὑπουργὸ οἰκονομικῶν. Οἱ δώ­δεκα μαθη­ταὶ δὲν εἶχαν καθένας δικό του πορ­τοφόλι· εἶχαν ἕνα κοι­νὸ ταμεῖο γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφό­τητα, τὸ γλωσ­σόκομον, ποὺ τὸ διαχειριζόταν Ἰούδας. Ἄρχισε ὅμως ν᾽ ἁ­πλώνῃ χέρι στὰ ἱ­ερὰ χρήμα­τα. Ἄφησε νὰ μπῇ στὴν ψυχή του ἡ φιλαργυρία καὶ μετὰ ἡ κλοπή. «Κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσ­σόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» (Ἰωάν. 12,6).
Ἐν τούτοις ἔκρυβε τὸ πάθος. Ὅταν στὸ σπί­τι τοῦ Λαζάρου ἡ Μαρία ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄλειψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλ­λιά της, ὁ Ἰούδας εἶπε· Κρίμα τόσα ἔξοδα γιὰ μύρα· γιατί νὰ μὴ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ὁ κλέφτης ἔκανε τὸ φιλάνθρωπο! Συμβαίνει αὐτὸ πολλὲς φορές.
Κατέκτη­σε λοιπὸν τὴν ψυχή του ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων καί, σπρώχνον­τας σπρώχνον­τας, ἔρριξε τὸν Ἰούδα στὸ βάραθρο. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάρῃ κατρακύλα. Ὅ­πως μία σφαῖρα πέφτοντας ἀπὸ μιὰ κορυφὴ δὲν σταματάει ἕως ὅτου φτάσῃ στὸ πιὸ χαμη­λὸ σημεῖο, ἔτσι κι αὐτὸς ἔφτασε στὸν πυθμένα τοῦ κακοῦ. Ἀ­φάνταστο, μυστήριο· πούλησε τὸν Διδάσκα­λό του, «τὸν ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.), δηλαδὴ τὸν ἀνεκτίμητο, αὐτὸν ποὺ δὲν ἀγορά­ζεται! Ἂν κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀξία ἀνεκτίμητη, πόσῳ μᾶλλον ὁ Θεάνθρωπος; Κι ὅμως ὁ Ἰούδας πούλησε τὸν Ἀτίμητο γιὰ ἕνα εὐτε­λὲς ποσό, γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια» (Ματθ. 26,15), πιὸ φτηνὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἀγοραζόταν τότε ἕνας δοῦλος.
Μήπως εἶχε παράπονο; Ὁ Χριστὸς δὲν τὸν στέρησε σὲ τίποτε. Μαζί του στὸ τραπέζι, στὶς ὁδοιπορίες, στὸ κήρυγμα, στὰ θαύματα, στὶς ἰδιαίτερες συζητήσεις, παντοῦ. Τέλος καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Κι ὅταν ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἔπλυνε καὶ τὰ δικά του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ, δὲν τοῦ ἀ­πηύθυνε κακὴ λέξι, οὔτε στοὺς ἄλλους εἶπε, Αὐτὸς θὰ μὲ προδώσῃ. Συγκεκαλυμμένα εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ.
Ὅταν τέλος στὴ Γεθσημανῆ ὁ Ἰούδας τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔδωσε φίλημα – σύνθημα γιὰ τὴν σύλληψι, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε «Φύγε, προδότη!», ἀλλὰ τί· «Ἑταῖρε, ἐφ᾽ ᾧ πάρει»· φίλε, κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Πόσο διδακτικὴ ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ!
Εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰούδας κατόπιν μεταμε­λήθηκε, πλὴν ὅμως ἀνωφελῶς. Δὲν τὸ περίμε­νε νὰ καταδικαστῇ ὁ Χριστός. Πίστευε μᾶλ­λον, ὅτι στὸ τέλος θὰ καταφέρῃ νὰ διαλύσῃ τοὺς ἐ­χθρούς του καὶ νὰ διαφύγῃ, ὅπως ἔγινε ἄλ­λοτε. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴ θανατική του κατα­δίκη, αἰσθάνθηκε τύψεις. Ἐπέστρεψε τὰ ἀρ­γύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἶπε· «Ἥμαρτον παρα­δοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Δὲν ἔτρεξε τότε στὸ Γολγοθᾶ νὰ ζητήσῃ τὴ συγχώρησι τοῦ Ἐ­σταυρωμένου. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, βρῆκε ἕνα δένδρο, ἔδεσε θηλειὰ σ᾽ ἕνα κλαδί, τὴν πέρασε στὸ λαιμό του καὶ κρεμάστηκε – αὐτοκτόνησε. Θλιβερὸ τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα!

* * *

Ἀλλὰ ὁ Ἰούδας δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἕνας συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Ἐκεῖ παραθέ­τει παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ὑπῆρξαν μιμηταὶ τοῦ Ἰούδα. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν Ἰοῦ­δες στὴν κοινωνία. Νὰ παρουσιάσω μερικούς;
⃝ Πρῶτον οἱ γιατροί. Ὄχι ὅλοι βεβαίως. Ὑπάρ­χουν γιατροὶ ὑποδείγματα. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχουν καὶ γιατροὶ ἀσυνείδητοι, ποὺ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων ὄχι μόνο προδίδουν ἀλ­λὰ καὶ σκοτώνουν τὸ ἀθῳότερο πλάσμα, τὰ ἔμ­βρυα, καὶ τὰ πετοῦν στὰ ἀπορρίμματα. Ἰοῦδες εἶ­νε· ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων πωλοῦν κάτι ἀτίμητο.
⃝ Ἰοῦδες ἐπίσης εἶνε οἱ δικηγόροι – κ᾽ ἐδῶ ὄχι ὅλοι· ὑπάρχουν καὶ διαμάντια. Ξέρω δικηγόρο στὴν Ἀθήνα πού, ἀφοῦ ἀκούσῃ τὴν ὑπόθεσι τοῦ πελάτη, λέει· ―Φίλε μου, ἔχεις ἄδικο· δὲν μπο­ρῶ νὰ σὲ ὑπερασπισθῶ. ―Μὰ σοῦ δίνω ἑ­κατομμύρια. ―Ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώ­σῃς, δὲν δέχομαι. Πηγαίνει ὅμως αὐτὸς σὲ κάποιον ἄλ­λο δικηγόρο, ἐκεῖνος ἐπιστρατεύει ψευδομάρ­τυρες ποὺ παρουσιάζονται στὸ δικαστή­ριο καὶ παλαμίζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, κι ὁ δικηγό­­ρος εἰσπράττει τὰ τριάκοντα ἀργύρια τῆς ἀτιμίας.
⃝ Ἰούδας στὰ ἰατρεῖα, Ἰούδας στὰ δικαστήρια, Ἰούδας ἀκόμα ―Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ πῶ― μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία! Ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ Ἰοῦ­δες. Δὲν κατηγορῶ βεβαίως ὅλους. Ὑπάρχουν κληρικοὶ ὑποδείγματα πού, πάμπτωχοι αὐτοί, ἔκαναν πλούσια τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑ­πάρχουν κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ εἰσ­πράτ­τοντας τυχερὰ στὰ μυστήρια, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶπε «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8). Αὐτοὶ ἀποτελοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.

* * *

Ὅσο ἀγαποῦ­με τὸ χρῆμα, ἀγαπητοί μου, ὅ­λοι μέσα μας κρύβουμε ἕνα μικρὸ Ἰούδα. Τὸ θλιβερὸ κατάντημα ὅμως ἐκείνου μᾶς διδάσκει νὰ μισήσουμε τὴ φιλαργυρία. Εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀπατεῶνα, πλα­στογράφο, κλέφτη, προδότη, φονιᾶ… Λέει κά­που ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Σκλαβώνει κι ὁ ἔ­ρωτας τῆς γυναίκας· ἀλλὰ ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος εἶνε χειρότερος· ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ χρῆ­μα δὲν ἀγαπᾷ ἔμψυχο πλάσμα, ἀλλὰ ἀγαπᾷ ἕ­να ἄψυχο εἴδωλο, γίνεται εἰδωλολάτρης.
Ἂς προσέξουν ἰδίως οἱ γονεῖς. Ἡ φιλαργυ­ρία πῆρε ἔκτασι, γιατὶ μαθαίνουν στὸ παιδὶ νὰ θαυμάζῃ ὄχι τὸν φτωχὸ καὶ τίμιο ἀλ­λὰ τὸν κλέφτη ποὺ πλουτίζει. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία τους. Τὸ παιδὶ μαθαίνει στὴ φιλαργυρία καὶ αὔριο γί­νεται ἐγκληματίας. Ἕνας νεαρὸς κατεδικάσθη εἰς θάνατον· κι ὅταν ἡ μάνα ἔτρεξε κοντά του, αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ τὴ δῇ. Σύ φταῖς, τῆς εἶπε, γιὰ τὸ κατάντημά μου· ὅταν μικρὸς ἔ­κλεψα κά­τι, δὲ μὲ τιμώρησες· ἔτσι ἀπ᾽ τὰ μικρὰ ἔ­φθασα στὰ μεγάλα… Ὅποιος ἀρχίσῃ κλέβον­τας ἀβγό, στὸ τέλος θὰ κλέψῃ βόδι.
Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ μικρόβιο τῆς φιλαργυρίας ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μεθαύριο θ᾽ ἀκούσουμε γιὰ τὸν Ἰούδα· «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον», γιὰ τὰ λεφτὰ κατήντησε στὴν ἀγχόνη. Γι᾽ αὐτό, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἂς κάνουμε ἐλεημοσύνη· ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλὰ εἰλικρινά.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς φωτίσῃ, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε νὰ μᾶς γίνουν διδάγματα.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 16-4-1984 βράδυ)

________________

ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ

___________________

Поука Јудина, замрзите среброљубље!

«Јуда разумом среброљубљује против Учитеља…» (Јутрење Великог Уторка)

Славимо, драги моји, «велика страдања», божанску драму. Централни лик драме је наш Господ Исус Христос,  око њега се креће и учествује много лица. Нека од њих су светла,а друга су мрачна. Ако ли ме упитате које је најмрачније лице, рећи ћу вам да је то Јуда. О њему вечерас и говори химнографија а нешто више ће рећи увече на Велики Четвртак. На почетку службе смо чули:«Јуда разумом среброљубљује против Учитеља, безбожни се креће, саветује се, проучава издају, отпада од светлости, примивши таму; уговара цену, продаје безценог…. » (Јутрење Великог Уторка). О Јуди ћу и ја рећи мало речи.

* * *

Јуда је потицао из Јудеје. Не знамо много о њему. Оно што знамо је да се називао Искариотски (Матеј. 10,4). Као што ми кажемо Флорињотис, Козанитис, Гревењотис, тако се и он називао Искариотски, што представља место његовог рођења, једно село у Јудеји, Кариот. Потребан је назив Искариотски, зато што је постојао и други Јуда(аделфотеј), брат Господњи по телу (Родио се у галилејском граду Назарету од праведног Јосифа дрводеље, потоњег обручника Пречисте Дјеве Марије, и од матере Саломије), тако да их разликујемо. Јуда аделфотеј је апостол који је написао малу али предивну посланицу која носи његово име и која је једна од 27 богонадахнутих књига Новог  завета. Прочитајте је. Две Јуде имамо дакле. Која је разлика?Један је то име прославио а други га је обешчастио.  То исто се може рећи и за нас: “ Промени своје понашање или промени своје име”. Јеванђеље нам не говори какво занимање је имао Јуда Искариотски. Живео је у свом селу. И тамо је стигао глас о великом Учитељу. Када је чуо Христово учење  он се дивио и следио  Христа . Зато што је и у Јудином срцу постојала једна варница. И највећи злочинац има у себи нешто добро, као и највећи светитељ што носи у себи нешто лоше. Човек је тајна. Ко познаје његово срце? Само срцепознаватељ Господ.  Био је дакле привучен Христом, Јуда је живео  поред њега три године. Међутим са каквим очекивањима, са каквом идејом? Са идејом коју су имали многи фанатични Јевреји, који до данас очекују једног Месију. Ми кажемо, дошао је. Они кажу, доћи ће. Шта је веровао Јуда? Да ће Христос узбунити Јеврејски свет, да ће дићи револуцију и да ће уништити Римску власт, да ће Христос постати цар, светски цар, славнији  од Соломона и  Давида. То је очекивао Јуда. Христос га је почаствовао. На неки начин био је министар економије. Дванаест ученика је било, није свако од њих имао свој новчаник, имали су заједничку благајну за цело братство, касу, којом је располагао Јуда. Почео је да пружа своју руку на свете новце. Допустио је да у његову душу уђе среброљубље а касније и крађа. «беше крадљивац, и имаше касу, и узимаше што се меташе у њу» (Јов. 12,6). При томе је сакривао своју страст. Када је у кући Лазара, Марија из захвалности намазала са миром ноге Христове и обрисала их са својом косом, Јуда је рекао: Каква штета, толики трошак за миро, зашто се то није дало сиромасима?… Крадљивац се правио човекољубцем! То се догађало често. Преузела је његову душу страст ка новцу и терала га  у провалију. То се дешава када човек крене странпутицом. Као што један метак падајући са  врха се не зауставља све док не стигне до најнижег дела, тако и Јуда све док није стигао до самог дна зла се није зауставио. Незамисливо, тајна, продао је свог Учитеља, «непроцењивог» (В. Среда.), онога који нема цену, онога који се не продаје!
Ако сваки човек има непроцењиву вредност, колико више је Богочовек непроцењив? Међутим Јуда је продао Непроцењивог за једну малу суму, за «тридесет сребреника» (Мат. 26,15), пуно мање но што се у оно време продавао један роб. Можда је имао неки  разлог? Христос му није ускратио ништа. Са Христом је био за столом, на путовањима, на проповедима, у чудима, у посебним разговорима, свуда. На крају и на Тајној вечери. Када је Господ прао ноге својим ученицима, опрао је и његове ноге. Иако је знао да ће га Јуда издати, није му никада упутио ружну реч, као ни осталим ученицима. Он ће ме предати. Само је рекао у наговештају: Неко од вас ће ме издати. На крају у Гетсиманском врту када му се Јуда приближио и када му је дао целив – знак за хватање, Христос му није рекао: «Бежи, издајниче!», него «Пријатељу, зато ли си дошао? (Мат. 26,50). Колико је само поучна Христова љубазност!

Јуда се касније преобратио, али бескорисно. Није очекивао да Христос буде осуђен. Вероватно је веровао, да ће на крају успети да распрши своје непријатеље и да побегне, као и раније. Међутим када је чуо за смртну пресуду, осетио је грижу савест. Вратио је сребренике архијерејима и рекао: «сагреших што издадох крв невину» (Мат. 27,4). Није отишао на Голготу да затражи опроштај од Распетог. Изашао је ван града, пронашао је једно дрво, завезао је омчу на  дрво, ставио себи на врат и извршио самоубиство. Тужан је Јудин крај!

* * *

Међутим, Јуда није нестао из света. Један писац је написао књигу са следећим насловом: «Јуда кроз векове». Тамо наводи примере људи који су опонашали Јуду. И данас постоје Јуде у друштву. Да наведем неке од њих?

На првом месту лекари. Не сви наравно. Постоје и лекари за пример. Осим тих лекара постоје и несавесни лекари, који за тридесет сребреника не само да издају  него и убијају људско створење, ембрион, и бацају у смеће. Јуде су јер за тридесет сребреника продају нешто непроцењиво.

Јуде су такође и адвокати- и овде опет не сви, постоје и дијаманти. Познајем адвоката у  Атини који када чује клијентово излагање каже: – Пријатељу мој, ниси у праву, не могу да те браним. – Ма даћу ти милионе. – Цео свет да ми даш, не прихватам да те браним. Одлази тај човек неком другом адвокату, а он прикупља  лажне сведоке који се појављују на суду и стављају свој длан на свето Јеванђеље, а адвокат добија  тридесет  нечасних сребреника.

Јуда у болницама, Јуда у судовима, о Боже мој, како то да кажем – чак и у Цркви! Постоје и свештеници Јуде. Не оптужујем наравно све свештенике. Постоје и свештеници за пример, који су пресиромашни а обогатили су Цркву. Постоје и они који продају Христа  зарађујући на светим тајнама, а сам Христос је рекао: «На дар сте добили, на дар и дајте» (Мат. 10,8). Они су велика препрека у ширењу Јеванђеља.

* * *

Све док волимо новац, драги моји, сви у себи кријемо једног малог Јуду. Најжалосније је за Онога који нас је научио да замрзимо среброљубље. То је «корен свих зала» (А. Тим. 6,10). Љубав према новцу од човека прави варалицу, кривотворитеља, крадљивца, издајника, убицу… Говори негде свети Јован Златоуст: “Поробљава и љубав према жени, али љубав према новцу је гора”. Онај који воли новац не воли  биће које има душу, него воли бездушни идол, постаје идолопоклоник . Нека обрате пажњу посебно родитељи. Среброљубље се распространило, зато што уче децу да се диве не сиромашном и часном човеку већ крадљивцу који се обогатио. То је њихов велики грех. Дете се учи среброљубљу и сутра постаје злочинац. Један младић је осуђен на смрт, а када је мајка потрчала за њим, он није желео да је види. Ти си крива, рекао  је, за оно што сам постао, када бих као мали нешто украо, ниси ме кажњавала, тако сам од малог постао велики лопов… Онај који почне крадући јаје, на крају ће украсти и вола. Треба да уништимо микроб среброљубља који постоји у нама. Данас-сутра чућемо о Јуди. «Љубитељу новца, погледај онога, који се због тога обесио; бежи од ненасите душе, која се  дрзнула да тако поступи са Учитељем.»(Јутрење Великог Четвртка), због новца је завршио на вешалима. Зато у ове свете дане, чинимо милостињу не претворно али искрено. Нека нас Господ просвети, све  што смо чули да нам буде  поука.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Το τραγουδι που ταιριαζει σε ολους μας

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 18th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγάλη Τρίτη βράδυ

Το τραγουδι που ταιριαζει σε ολους μας

«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»

(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)

ΚασσιανηΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ’ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ πε­ρισσότερο. Ἀλλ’ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ’ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέ­ρουν ν᾿ ἀπαντή­σουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.

* * *

Στὰ παλιὰ εὐλογη­μένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πό­λις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυ­ζαντι­νῆς αὐ­τοκρατο­ρίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεό­φιλος (829-842). Ἦταν ἄ­γαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸν παν­τρέ­ψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ δια­λέξῃ ἀπ’ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆ­λο, γιὰ νὰ τὸ προσ­φέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διά­λεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασ­σιανὴ κ’ ἦταν ἕ­τοιμος νὰ τῆς τὸ προσ­φέ­ρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κά­τι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώ­ρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ’ τὴ γυναῖκα ἀ­πέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήν­τησε· «Ναί, ἀλλ’ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία.
Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβά­σετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶ­σαι παν­τρεμένος, νὰ δῇς τί τρα­βᾶμε. Ἂν ἤ­σουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθά­νῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα…
Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀν­δρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆ­­λο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλο­νή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσι­ανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀ­πάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐ­­ράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄν­θρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅ­ποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λά­βει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγ­­κινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀν­θρώπινο κάλλος.
Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀ­μορ­φιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτε­ρικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕ­νας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυ­μάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγα­πᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερι­κὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερι­κὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κά­ποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παν­τρεύ­τη­κες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χω­ρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέ­ρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο…
᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγ­κρί­νεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κά­ποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰ­δέα ἔχεις γιὰ μέ­να; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυσ­τυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν.
Ἡ Κασσια­νὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑ­πέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τρο­πά­ριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦ­ταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλού­δι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυ­ναῖκα πόρνη, ποὺ πλη­σίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ’ ὄψιν ἡ Βυ­ζαντινὴ ποιή­τριά μας.
Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγε­νῆ· Γλῶσσα εἶν’ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειρά­ζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκά­φη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁ­μαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πό­δια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ’ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς.
Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀ­κτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μο­λύνθηκε. Εἶδε τὴ μετά­νοια καὶ τὴν ἀφο­σί­ωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέων­ται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθη­τής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φα­ρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Αὐτὴν εἶχε ὑπ’ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸν ἑ­αυτό της. Ἦ­ταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ’ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶ­νε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐ­κοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέ­ψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ’ τὸ μυαλό μας, ἁ­μαρ­τάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλά­βουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή».
Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέ­πομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμ­νους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοι­τάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ’ ἦρθε ἡ ὥ­ρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ’ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ’ ἀνέβασες στὸν οὐ­ρανὸ κ’ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ’ ἀν­τι­κρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ’ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.

* * *

᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκη­τὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θε­ός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀ­δελ­φοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕ­νας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀ­πὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξ­ωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρό­νια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δά­κρυ, δὲν εἶ­παν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γε­νεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17).
Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησι­άσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

†ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Ἀμυνταίου Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)

__________

ΣΕΡΒΙΚΑ

__________

Велики уторак, вече

Песма која описује све нас (св. Касијана Константинопољска)

« Господе, жена која је пала у многе грехе, »

Вечерас драги моји у свим храмовима Православља се поје Касијанин тропар. Сви журе у храмове да чују и да се диве појцу који ће дуже отпојати. Међутим ако их упиташ, шта су разумели  од тропара, већина неће знати да одговори. Као да је кинески. Зато ћете ми дозволити да кажем мало речи о томе тропару.

* * *

У старо благословено време, 9-ти  век пре Христа, у Констандинграду, који је град наших снова, за цара Византијског царства  се крунисао млади Теофил (829-842). Био је безбрачан. Његова добра маћеха, Ефросинија, желела је да га ожени, позвала је из целог царства као један букет младости, изабране девојке, да би Теофил изабрао од њих себи супругу. Када је дошао час Ефросинија му је дала једну златну јабуку, да је подари оној коју ће изабрати. Тефил је застао пред Касијаном и био је спреман да јој подари јабуку, рекао јој је нешто, што је Касијана сматрала увредљивим за жене: Теофил је рекао: „кроз жену се зло излило“. Он је овде имао у виду Еву, која је прва окусила забрањени плод и која је постала главна виновница изгнања из раја, као и свих осталих људских невоља. Касијанине речи: „Али и кроз жену је проистекло најбоље“, описивале су Богородицу из које је „проистекло најбоље“ – спасење, истог тог људског рода – оваплоћени Бог, Христос Спаситељ. На такав начин је Касијана одбацила љубав Теофила као и царску круну, а царица је постала Теодора, будућа установитељница иконопоштовања, и светитељка.Жене, да ли чујете ово? Имате велику моћ. Постаћете или Еве или Богородице. Или ћете успињати ваше мужеве на небо, или ћете их бацати у ад, изаберите шта ћете. Шта све чујем од мужева! Ах, говоре ми, ниси ожењен, да видиш шта све трпимо. Када би био на нашем месту, желео би пре да умреш него да имаш поред себе једну злу жену…  Касијанин одговор  се није допао Теофилу. Касијанина интелигенција је повредила његов егоизам (постоје жене које су паметније од мушкараца). Тако да је Теофил одбацио и даровао јабуку Теодори, која је наравно била лепотица, али није имала Касијанин ватрени дух. Касијана је изгубила трон једним одговором! Изгубила је земаљски трон али је добила небеско царство, Господа нашег Исуса Христа. Свака душа је млада а Христос је лепи Младожења. Његова лепота је непролазна, вечна, истинита. На жалост данас људи не цене Младожењу Христа. Међутим ако нека жена или мушкарац, спозна његову лепоту, више се не гањава ни од било какве друге трулежне људске лепоте. Може једна жена да има телесну лепоту али да је звер у души, а нека друга жена може бити ружна споља али да има унутрашњу величанственост, моралну лепоту, да је као један анђео, а њен супруг да јој се диви и да је воли. Шта да радиш са спољашњом лепотом, ако нема унутрашње лепоте? Дошао је неко у моју канцеларију и тражио је развод. – Како си се оженио са њом, кажем му, а сада желиш да се раздвојиш од ње? Преварила ме њена лепота, сматрао сам је анђелом, а сада сам схватио да сам живео са једним ђаволом….

Лепота Христова не упоређује се с лепотом људи. Колико је залудан свет, да постаје љубитељ понизне лепоте! Једна млада девојка је упитала једног великог научника: – Шта мислиш о мени? Волим те, ценим те, дивим ти се, али ако те упоредим са Христом, видим те као једну велику нулу, као једну сенку… Срећни су они који воле Христа, а несрећни су они који га не воле. Касијана га је волела свом својом душом. Отишла је из дворца и саградила је манастир. Тамо је проживела остатак свога живота. Написала је предивне песме. Једна од тих је и овај тропар који слушамо данас: «Господе у многа сагрешења пала жена…». Касијана, наравно није била блудница, била је као један чедни цвет. За кога она то пише? Отворите Еванђеље по Луци, поглавље 7-мо, и тамо ћете видети једну блудну жену, која се приближила Христу. На њу је мислила наша Византијска песникиња. Кажу неки који се праве много фини, какав је то владикин језик, да изговара реч «блудница». Хипокрите, не смета вам ствар већ реч вам смета! Избројте у данашњој служби да се сто пута наводи реч блудница. Али ви те жене, које продају своја тела за тридесет сребреника, називате «пријатељице». Лажни свете! Називаш отров, сирупом. Ми ћемо рећи истину, светло је светло , а мрак је мрак. Та блудница, када је чула речи Христове се покајала. Настао је потрес у њој и од једном је пала сва грешна зграда у њој. Ушла је непримећена у кућу фарисејеву. Приближила се захвално Христу. Сагнула се и опрала је ноге његове са миром које је купила, обрисала га са својом богатом косом, направила је од ње пешкир и обрисала све. Плакала је непрестално. Какав скандал да пере ноге Христове једна блудница! Помислио је фарисеј. Скандал? Као што се сунце не прља, када његови здраци додирују нечистоће земаљске, тако се ни Христос није упрљао. Видевши  покајање и женину одлучности рекао је: «Опраштају јој се греси многи, јер је велику љубав имала» (Лука. 7,47).Блудница је заволела свим срцем Христа, док га је Јуда његов ученик издао књижевницима и фарисејима да га разапну. Из нечистоће је изашао један дијамант. А у срца тих жена, ће доћи божанска благодан,  да у њима може борави Исус Назарећанин. То је имала на уму Касијана када је писала песму. Имала је у виду и себе. Била је дјевица, чедна, али знала је да није безгрешна. Може неку младу девојку да не додирне човек, да је телесно девица, али не и морално. Велики Василије је говорио :”Нисам познао жену а ипак нисам девствен”. Само једна лукава помисао да прође нашим умом, сагрешили смо. Да ли  само једна такву помисао имамо?Зато ова песма одговара свима нама. Она је наша. Ако то не разумемо, нећемо никада  осетити: Господе, жена која је пала у многе грехе,
Када мислим о својим греховима, стидим се да погледам Господа, као и Ева када се сакрила у жбуње, као дете које прави неред и боји се да погледа свога оца, као прељубница која не може да гледа у очи свога мужа. Тако и душа човекова, дрхти од Божијег  праведног гнева, који долази за неше грехове. Каже нам Апокалипса :  Доћи ће час – а већ је дошао час, када ћемо рећи горама и стенама: “Падните на нас и сакријте нас од лица Онога што седи на престолу и од гнева Јагњетова.(Апок.  6,15-17). Христе мој, који си ме успео на небеса, а ја сам сишао у ад, стидим се да те погледам јер тако живим. Дај ми сузе покајања, опрости ми и обећавам ти, од сада да ћу живети по  Твојој вољи.

* * *

Браћо моја, неће нам судити Бог зато што грешимо, већ ће нам судити зато што се не кајемо. Грешити је људски. Да постанеш Велики Антоније,Велики Василије, подвижник, опет ћеш грешити. Ми смо дављеници у мору, у океану и у опасности смо. Боримо се са валовима. Уграбимо појас за спасавање који нам баца Бог. Појас су сузе покајања. Такве сузе је пролила Касијана у манастиру, Марија Египћанка у пустињи. Такве сузе ћемо пролити и ми, браћо моја, у ове свете дане, да се спасемо. Међу хиљадама хришћана, да ли је и један пролио такве сузе покајања. Највеће чудо је покајање. Некада се кајао један од 10, после један од 100, касније један од 1.000. Сада је питање да ли се један од 10.000 каје. Да је прошао пре двеста година поред нас свети Косма Етолски, сви би се исповедили а сада – Боже мој, у каквим годинама се налазимо! – постоје људи, који до данас нису пролили једну сузу, нису рекли ни једно «сагрешио сам», нису се исповедили. «О роде неверни и покварени» (Матеј. 17,17). Треба да се покајемо, браћо моја, да се поклонимо  сви, мали и велики крсту Христовом, и да сви заједно кажемо као разбојник: «Сети ме се Господе, када дођеш у Царству своме» (Лука. 23,42)· амин.

πσκοπος Αγουστνος

Τα παθη Του

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 17th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μεγαλη Ἑβδομάδα

Κυριακὴ Βαΐων βράδυ

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ

«Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Δευτερα)

pathosΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀρχίζει μιὰ νέα ἑβδο­μάδα, ἡ ὁποία στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται Μεγάλη Ἑβδομάς. Ὀνομάζεται Με­γάλη ὄχι χρονικῶς, ἀλλὰ πνευματικῶς. Δι­ότι κατ᾽ αὐτὴν μπροστά μας, ἐ­ὰν πιστεύουμε, ἐκ­τυ­λίσσεται τὸ δρᾶμα τῶν δραμά­των. Αὐτὴ τὴν ἑ­­βδομάδα ἡ ἀνθρωπότης τελεῖ μνημόσυνο Ἐ­κείνου ὁ ὁποῖος ἔπαθε, σταυρώ­θηκε καὶ ἀνα­στήθηκε γιὰ μᾶς. Δὲν ὑπάρχουν στὴν παγκόσμιο ἱστορία γεγονότα ἱερώ­τερα ἀπὸ αὐτά. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀ­νομάζεται Μεγάλη.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὕμνων ἀπόψε ἀ­κούσα­με καὶ τὸ τροπάριο ποὺ ἀρχίζει· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀ­νατέλλει τῷ κόσμῳ…» (κάθ. ὄρθρ. Μ. Δευτ.). Ἐπιτρέ­ψτε σ᾽ ἐμένα τὸν γέροντα ἐπίσκοπο, παρ᾽ ὅλη τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά του, νὰ πῶ μερικὲς λέξεις ἐπάνω στὰ λόγια αὐτά.

* * *

Τὸ τροπάριο αὐτὸ μιλάει γιὰ «τὰ πάθη». Ποιά πάθη; Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πάθη· τὰ πάθη τὰ δικά μας καὶ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ πάθη τὰ δικά μας εἶνε οἱ κακίες καὶ τὰ ἐ­­λαττώματα ποὺ ἔχουμε. Αὐτὰ ἀποτελοῦν μία «δέσμη» – γιὰ νὰ μεταχειρισθῶ τὴ λέξι ποὺ ἐ­πικρατεῖ σήμερα στὰ σχολεῖα. Τὰ ἀνθρώπινα πάθη δὲν εἶ­νε βε­βαίως «πάθη σεπτά», εἶνε πάθη μεμπτά· ἑ­ωσ­φορικά, σωματοκτόνα, ἀδελφο­κτόνα, χρι­στοκτόνα, θεοκτόνα, ὀλέθρια. Ποιό πρῶ­το καὶ ποιό δεύτερο νὰ μνημονεύσουμε;
Ξεχωρίζω τρία πάθη, ποὺ συγκλονίζουν τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ φιλαργυρία, ἡ δί­­ψα γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Τρομερὸ πάθος, «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν», ὅπως λέει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. 6,10). Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐπιθυμία γιὰ δόξα, ἡ διάθεσι νὰ πατήσουμε στὸ πτῶμα τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ γίνου­με μεγάλοι καὶ τρανοί. Καὶ τὸ τρίτο πάθος, ποὺ σήμερα ἔχει τεραστία δι­άδοσι, εἶνε ἡ φιληδο­νία, ὁ πανσεξουαλισμός, τὸ πάθος τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν. Αὐτὰ τὰ τρία πάθη κυριαρχοῦν στὴν ἀνθρωπότητα· αὐτὰ χωρίζουν ἀντρόγυνα, ἀνα­στατώνουν οἰκογένειες, διαιροῦν κοινότητες, συνταράσσουν ἔ­θνη, προκαλοῦν ἐμφυλίους σπαραγμούς, ἐξ­ε­γείρουν τοὺς μεγάλους Ἁρμα­γεδῶνες, τοὺς παγκοσμίους πολέμους. Διότι καὶ ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ―καὶ ὁ τρίτος, ἂν γίνῃ― δὲν ἔχουν ὡς κίνητρο κάτι ἀνώτερο – αὐτὸ εἶνε ψέμα· αἰτία τους εἶνε τὸ συμφέρον, τὸ ὑλικὸ συμφέρον, ἢ τὴν ἐκδίκησι· πάλι δηλα­δὴ κάποιο πάθος.
Αὐτὰ εἶνε τὰ ἀνθρώπινα πάθη. Ἀλλὰ πῶς νι­κῶνται; μὲ τί μέσα; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίδει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὅσο παράξενο κι ἂν φανῇ, τὰ μεμπτὰ αὐτὰ πάθη νικῶνται μὲ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἕνας μεγάλος ἀσκητής, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ σοφὸς συγγραφεύς, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, διετύπωσε μιὰ ἀλήθεια, τὴν ὁ­ποία παραδέχονται σήμερα καὶ οἱ ψυχο­λόγοι· «Ἔρως ἔρωτι νικᾶται», ὁ ἕνας ἔρωτας ἀποκρούει καὶ νικᾷ τὸν ἄλλο (Κλίμ. Ε΄, ς΄· ΙΕ΄, β΄). Ἂν θέλῃς νὰ νική­σῃς ἕναν ἔρωτα αἰσχρό, φύτεψε στὴν καρδιά σου ἕναν ἔρωτα ἱε­ρό, τὸν ἅγιο πόθο γιὰ τὸ νυμφίο Χριστό· δῶσε ἔτσι στὸν ἑ­αυτό σου φτεροῦγες νὰ πετάξῃ ψηλά.
Τὶς ἅγιες λοιπὸν αὐτὲς ἡμέρες, τὰ πά­θη τὰ μεμ­πτὰ ἀποκρούονται καὶ νικῶνται μὲ «τὰ πά­θη τὰ σεπτά», ποὺ «ὡς φῶτα σωστικὰ ἀ­νατέλ­­λει τῷ κόσμῳ», προβάλλουν δηλαδὴ γιὰ τὸν κόσμο σὰν σωτήρια φῶτα, σὰν προβολεὺς ποὺ ῥίχνει φῶς στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπίνης καρ­δίας. Ἂς τὸ ἀναλύσουμε κάπως αὐτό.
⃝ Ἐνοχλεῖσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας; Ἔλα στὴν ἐκκλησία τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, καὶ θὰ δῇς ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύεις καὶ λατρεύεις δὲν ἔπιασε στὰ χέρια του χρήματα· ἦ­ταν ὄντως ἀφιλοχρήματος, ἀνάργυρος, ἀκτή­μων. Ὅταν τὸν ῥώτησαν «Ποῦ μένεις;», εἶ­πε· «Ἐλᾶτε νὰ δῆτε» (Ἰωάν. 1,38). Κι ὅταν κάποιος ἄλ­λος τοῦ εἶπε «Θὰ σὲ ἀκολουθήσω», ὁ Χριστὸς ἀπήντησε μὲ τὰ ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια· «Οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔ­χουν φωλιές, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20).
⃝ Ἐνοχλεῖσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας; Πλησίασε τὸν Κύριό σου καὶ θὰ δῇς ὅτι αὐ­τός, ὁ Βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, κατῆλθε ὅλη τὴν κλίμακα τῆς ταπεινώσεως καὶ ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου ὡς δοῦλος νὰ φορέσῃ λέν­τιο καὶ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του.
⃝ Ἐνοχλεῖσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιληδονίας; Πλησίασε τώρα τὸν Ἐσταυρωμένο, καὶ θὰ δῇς ὅτι δὲν δοκίμασε ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ἤπιε ὄξος καὶ χολή, γιὰ νὰ δι­ορ­θώσῃ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὰ ἀνθρώπινα πάθη.
Σὲ ὁποιαδήποτε κατάστασι κι ἂν εἶσαι, «τὰ πάθη τὰ σεπτὰ» θὰ ῥίξουν φῶς στὴ ζωή σου. Εἶσαι παιδὶ καὶ νέος; Πλησίασε στὸ σταυρό, καὶ θὰ δῇς ὅτι ὁ Χριστός, στὴν πιὸ φρικτὴ ὥ­ρα, δὲν ξέχασε τὴ Μητέρα του, ἀλλὰ φρόντισε γι᾽ αὐτὴν λέγοντας στὸν Ἰωάννη «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. 19,27). Ὀφείλεις λοιπὸν κ᾽ ἐσὺ νὰ ἐν­διαφερθῇς γιὰ τοὺς γονεῖς σου· μὴ τοὺς ἐγ­καταλείψῃς σὲ κάποια γωνιὰ γηροκομείου. Εἶσαι μαθητής, διαβάζεις βιβλία; Δὲν ὑπάρχει βιβλίο πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Εἶσαι δάσκαλος καὶ καθηγητής; Ἔχε πρότυπό σου τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ εἶ­νε ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν «ῥαββί», ὁ γλυκύτερος διδά­σκα­λος (Μᾶρκ. 9,5· 11,21. Ἰωάν. 1,38,50· 3,2,26· 4,31· 6,25· 9,2· 11,8). Εἶσαι ἄρχων, ἔχεις ἀξίωμα; Ἔλα κοντὰ στὸν Ἐ­σταυρωμένο, νὰ σὲ διδάξῃ ὅτι ἡ ἐξουσία δὲν εἶνε τυραννίς, ἀλλὰ εἶνε διακονία, ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ (βλ. Ματθ. 20,25-28· 23,11. Μᾶρκ. 10,42-45· 9,35).
Εἶσαι, τέλος, ἁμαρτωλός; Ὤ, τότε εἶνε ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ πλησιάσῃς τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτή μας. Ἕνας ζωγράφος τῆς Βιέννης ζωγράφισε τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ περιπλανᾶται σὰν ἀχθοφόρος φορτωμένος ἕνα μεγάλο βάρος, δεμένο ἐπάνω του μὲ σχοινιὰ ποὺ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ λύσῃ. Μόνο ὅταν στὴν κορυφὴ ἑ­νὸς λόφου εἶδε τὸν σταυρὸ καὶ γονάτισε ἐμ­πρός του, ἄγγελοι ἔκοψαν τὰ σχοινιὰ κι αὐτὸς ἐλευθερώθηκε. Ἡ εἰκόνα συμβολίζει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀ­πὸ κάθε πάθος. Σήμερα, ὅπως λένε οἱ ψυχολό­γοι, ὁ ἄν­θρωπος ὑποφέρει ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ λέγεται ἄγχος· εἶνε ἡ συνέπεια τῶν παθῶν του. Εἶσαι λοιπὸν ἁμαρ­τωλός; πλησίασε· «τὰ πάθη τὰ σε­πτὰ» θὰ σ᾽ ἐλευθερώσουν καὶ ἀνακουφίσουν.
Στὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος βλέπουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὰ ἄχραν­τα πάθη καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη· τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπαθείας, ἀλλὰ καὶ τὰ φωτεινὰ ὕψη τῆς θείας ἀγαθότητος ὅπου μᾶς ἀνεβάζει ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ σταυροῦ. Ρώτησαν ἕναν ἀγράμματο ἀσκητὴ ἂν διαβάζῃ, κι αὐτὸς ἔδειξε τὸν Ἐσταυρωμένο· Νά τὸ βιβλίο μου, εἶπε, αὐτὸ μελετῶ! Ὁ Ἐσταυρωμένος εἶνε ὁ λυτρωτής μας· σ᾽ αὐτὸν νὰ ἀποβλέψου­με, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας.

* * *

Πλοῦτος διδαγμάτων συνωστίζεται, ἀγαπη­τοί μου, στὰ ὡραῖα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τὰ παρακολουθῆτε. Ἐ­φοδιαστῆτε μὲ σχετικὰ βιβλιαράκια.
Τελειώνω μὲ μία παρατήρησι. Ἐνθυμοῦμαι τὰ παλιὰ χρόνια ―ἐμεῖς οἱ γέροντες ἐνθυμού­μεθα τὰ παλιά―, μόλις ἄκουγαν τὸ βράδυ τῶν Βαΐων νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα, ὅλοι πήγαιναν στὴν ἐκκλησία, οἰκογενειακῶς· στὸ σπίτι δὲν ἔμενε κανείς. Ἀ­πευθύνομαι λοιπὸν τώρα ἰδιαιτέρως σὲ ὅσους σᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εἶστε γονεῖς, καὶ ἐρωτῶ·
Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά σας; Ὦ μάνα καὶ πατέρα, ἔχετε μεγάλη εὐθύνη γι᾽ αὐτὰ ἀπέναντι στὸ Θεό! Δυστυχῶς ἐκκλησιάζεσθε μόνο οἱ γονεῖς, τὰ παιδιὰ ἀπουσιάζουν. Ἀλλοῦ πηγαίνετε μαζί· ἂν πρόκειται γιὰ κάποιο θέαμα ἢ συμ­­πόσιο ἢ διασκέδασι ἢ ἐκδρομή, πηγαίνετε οἰ­κογενειακῶς. Στὴν ἐκκλησία; Ἐλάχιστα παιδιά. Ποιός φταίει; Φταῖμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ κληρικοί, φταῖνε καὶ οἱ ἐκπαιδευτικοί, φταίει καὶ τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἡ τηλεόρασι καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς φταῖτε σεῖς οἱ γονεῖς, ποὺ δὲν διδάξατε τὰ παιδιά σας ὅτι ὁ ἐκκλησιασμός, ἰδίως τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἔχει ἕνα μεγαλεῖο ἀπερίγραπτο.
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ μᾶς· ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἀλλοίμονο! παιδιὰ ποὺ δὲν πατοῦν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες στὴν ἐκκλησία, ὅταν μεγαλώσουν θὰ γίνουν «γεννήματα ἐχιδνῶν» (Λουκ. 3,7), φίδια. Καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ πληγωθοῦν ἀπ᾽ αὐτὰ καὶ θὰ κλάψουν, θὰ εἶνε οἱ γονεῖς. Διότι νέος χωρὶς Θεὸ εἶνε ἕνας ὑποψήφιος ἐγκληματίας.
Μὴν πηγαίνετε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία μόνοι· παίρνετε μαζί σας καὶ τὰ παιδιά. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι· ὅταν μιὰ μέρα φύγετε ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐτό, πολλὰ πράγματα θὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, δὲν θὰ ξεχάσουν ὅμως, ὅτι τέ­τοιες ἅγιες μέρες ἡ μάνα κι ὁ πατέρας τά ᾽παιρναν καὶ πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἄκουγαν τὸν ὕ­μνο· «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ…».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-4-1984 βράδυ)

Γιατι κλαιει ο Χριστος;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 16th, 2011 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ τῶν Βαΐων

Γιατι κλαιει ο Χριστος;

«Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41)

5Ο ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα τὰ τροπάρια, ἀγαπητοί μου, μᾶς φωνάζουν σήμερα· Ἔρχεται! Ποιός ἔρχεται; Ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο μᾶς φώτιζε νὰ νιώσουμε ποιός ἔρχεται, τότε στὰ μυστικὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας θ᾽ ἀ­κούγαμε τὸ σάλπισμα τῶν ἀγ­γέλων ποὺ λέει σὲ ὅλους· Ἐξέλθετε πρὸς προ­ϋπάντησιν τοῦ Χριστοῦ! Μικροὶ καὶ μεγάλοι, γυναῖκες καὶ ἄν­τρες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐξ­έλθετε ἅπαντες γιὰ νὰ λάβετε μέρος στὴν ὑ­ποδοχή του.
Ἡ ὑποδοχὴ αὐτὴ ἔγινε σήμερα στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσρα­ήλ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ!

* * *

Πολλὲς ὑποδοχές, ἀγαπητοί μου, ἔχουν γίνει καὶ γίνονται. Καὶ ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἑλ­λάδος λ.χ., ἡ Ἀθήνα, τὸ 1913 ἔζησε μιὰ τέτοια ἡ­μέρα. Ἦταν Ἰούλιος. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος γύριζαν νικηταί. Ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὀκτὼ μη­νῶν, ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπέστρεφε δαφνο­στεφὴς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἔνδοξο βασιλέα ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους. Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν, οἱ σημαῖες ἀνέμιζαν, ὅλα τὰ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ὥστε ἔπεφταν καὶ φιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλέως!
Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ πῆτε. Τὰ λέω ὡς πα­ράδει­γμα. Ἡ ὑποδοχὴ ἐκείνη εἶνε μιὰ σκιά, ποὺ μπορεῖ κάπως νὰ ζων­τανέψῃ μπροστά μας τὴ σημερινὴ ὑποδο­χή, τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἑτοίμα­σε ὄχι πλέον ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν σ᾽ ἕναν ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀλλὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων στὸν βασιλέα Χριστὸ ὡς τὸν μεγαλύτερο νικητή.
Πολλοὺς νικητὰς ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Οἱ ἄλ­λοι νικηταὶ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ νῦ μικρό· αὐτὸς γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο, Νικητής. Διότι οἱ ἄλλοι νίκησαν ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σήμερα ὑποδέχονται τὰ Ἰεροσόλυ­μα μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, εἶνε ὁ μονα­δικὸς νικητής. Νίκησε ἐκεῖνον ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ· νίκησε τὸ μεγαλύτερο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ θάνατο. Σὰν χθὲς πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44), καὶ ὁ Λάζαρος αὐ­τοστι­γμεὶ ἀναστή­θηκε ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ με­γαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔ­κανε ἡ δύναμίς του.
Ἡ εἴδη­σι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λα­ζάρου, διαδόθηκε ἀ­στραπι­αίως καὶ ἐξέπλη­ξε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε κάτι πρω­τοφανές. Ὑπολογίζουν οἱ ἱ­στορικοί, ὅτι πάνω ἀ­πὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄν­θρωποι ἦταν συγκεν­τρω­­μένοι ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία πόλι γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ πάσχα. Μόλις λοιπὸν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ θριαμβευτὴς καὶ νικη­τὴς τοῦ θανάτου, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Τέτοια ἦταν ἡ χαρά τους, ὥστε ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔ­στρωναν κάτω νὰ γίνουν τάπητας νὰ πατήσουν τὰ ἅγιά του πόδια, ἀνέβαιναν στὰ δέντρα καὶ ἔκοβαν κλαδιὰ καὶ βάια. Κι ὅταν πλέον τὸν ἀν­τίκρυσαν πάνω στὸ γαϊδουράκι, σεί­οντας τὰ βάια ξέσπα­σαν σὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 12,13).
Ἔτσι αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι, ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων, ὑποδεχόμενοι τὸν Νικητή. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πῶς ἆ­ρα­γε αἰσθανόταν μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ παραλή­ρημα; Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι αὐ­τὴ ἦταν ἡ ὡραιότερη ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Καὶ ὅμως ἐκεῖνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαό, εἶνε λυπημένος, καὶ κλαίει. Γιατί;
Κλαίει, διότι ὡς Θεὸς βλέπει τὰ πρά­γματα βαθύτερα. Ἐμεῖς βλέπουμε τὴν ἐπι­φάνεια, ἐ­κεῖνος βλέπει στὸ βάθος. Ἡ θάλασσα στὴν ἐπιφάνεια εἶνε γαλανὴ καὶ ὡραία, στὸ βυθὸ ὅμως κρύβονται κήτη καὶ τέρατα. Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποθάλασσα βλέπει ὅτι ὑ­πάρχουν σκορπιοὶ καὶ φίδια φαρμακερά. Ἦταν οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ψυχικῶς ἀπὸ τὰ πάθη· τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον, τὸ φθόνο ἐ­ναντίον κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕ­να ἐ­λάττωμα ποὺ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ὑ­πέφεραν, τὴν ὑποκρισία. Τὰ πιὸ αὐστηρὰ λόγια του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ εἶπε γιὰ ἄλλους ἁ­μαρτωλούς· τὰ εἶπε γιὰ τοὺς ὑποκριτάς, κα­τὰ τῶν ὁ­ποίων ἔρριξε τοὺς καυστικούς του μύ­δρους. Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι εἶχαν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία· ἄλλο ἦταν καὶ ἄλλο ἔδειχναν· ἦταν δαίμονες καὶ παρουσιάζονταν ὡς ἄγγελοι. Αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχθηκε ὁ Χριστός.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει καὶ γιὰ τὸ λαό. Καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ ὕψωμα κι ἀντικρύζει ὅλη τὴν πόλι τῶν Ἰεροσο­λύμων μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο, κλαίει γιὰ τὸ πλῆ­θος αὐτό. Γιατί; Διότι ὁ λαὸς ἦταν σὰν πρόβα­τα χωρὶς ποιμένα. Κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ λαὸ αὐτό, διότι δὲν εἶνε σταθερός. Εἶνε ἐπιπόλαι­ος καὶ εὐμετάβλητος. Γρήγορα θὰ ἀλλάξῃ. Σή­μερα εἶνε κοντά του καὶ ζητωκραυγάζει «Ὡ­σαννά»· ἀλλὰ αὔριο Μεγάλη Δευτέρα τὸ «Ὡ­σαννὰ» θὰ χαμηλώσῃ, τὴ Μεγάλη Τρίτη θὰ χα­μηλώσῃ περισσότερο, τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἀ­κόμη περισσότερο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἀκόμη περισσότερο, καὶ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρα­σκευῆς θὰ σβήσῃ τελείως, καὶ ἀντὶ τοῦ «Ὡσαν­νὰ» θ᾽ ἀκούγεται τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15). Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ὁ ὑμνογράφος σχολιάζει τὸν ἀγνώμονα λαὸ σὲ ἕναν ὕμνο καὶ λέει· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν…»· οἱ Ἰουδαῖ­οι, ποὺ προηγουμένως ὕμνησαν τὸν Θεάνθρω­πο Χριστὸ μὲ κλαδιὰ στὰ χέρια, ὕστερα τὸν συν­έλαβαν μὲ ξύλα οἱ ἀχάριστοι (ὑπακ.).
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχον­τες, κλαίει γιὰ τὸ λαό· κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πόλεως· μπροστά του σὰν σὲ ταινία βλέπει ὅτι ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια αὐτὴ ἡ πόλις μὲ τὶς ὡραῖες οἰκοδομές της, τὰ μέγα­ρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ περίλαμπρος ναὸς ποὺ ἦταν τὸ καύχημά τους, θὰ γίνουν γῆ Μαδιάμ. Ὅπως καὶ ἔγιναν πράγματι· ἀλέτρι πέρασε, δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2).
Ἰδού λοιπὸν γιατί τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔ­κλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41).

* * *

Ἀλλ᾽, ἀδελφοί μου, τὸ κλάμα τοῦ Χριστοῦ μας δὲν ἔπαυσε, δὲν στέρεψαν τὰ μάτια του. Ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίῃ καὶ σήμερα, καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὴ γῆ· κι ὅπου πέφτει τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ, σείεται ὁ κόσμος. Κλαίει ὁ Χριστός ὅταν κλαίῃ ἡ χήρα, ὁ φτωχός, ὁ ἀ­δικούμενος, ὅταν κλαῖνε λαοὶ ὁλόκληροι· τὸ δάκρυ τους εἶνε τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κλαίει πιὰ ὁ Χριστὸς γιὰ Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· κλαίει γιὰ Χριστιανούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν καθημερινῶς. Κλαίει γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ὄργια ποὺ τελεῖ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς κόσμος.
Ὑπερβολικὰ φαίνονται τὰ λόγια μου; Παρτε στὰ χέρια σας τὸ κόσκινο, τὴν ψιλὴ κρησά­ρα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρῶτα – πρῶτα τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὲς τὶς ἅγι­ες ἡμέρες ἄσε πιὰ τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις σου, καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ στὴν ἀθάνα­τη ψυχή σου, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πέρασε ἀπὸ κόσκινο τοὺς λογισμούς σου, τὰ λόγια σου, τὴ συμπεριφορά σου, ὅλη τὴ ζωή σου, καὶ θὰ δῇς ἂν ἐσὺ εἶσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τὴν οἰ­κογένειά σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Πά­ρε μετὰ τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τοὺς ἄρχον­τες πολιτείας καὶ ἐκκλησίας, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀνεξαιρέτως. Πάρε τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε ὅλη τὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας. Καὶ θὰ δῇς, ἀπὸ τὰ τόσα ἑκατομμύρια, πόσοι ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι ζοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανισμοῦ.
Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅ­τι δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζουμε νὰ κρατοῦμε τὰ βάια στὰ χέρια μας· διότι τὰ βάια εἶνε σύμβολα νίκης, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑπόδουλοι στὰ πάθη. Μᾶς ἔμεινε μόνο μιὰ ἐπιδερμίδα Χριστιανισμοῦ· στὰ βάθη μας δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ εἶναι τοῦ Χριστιανοῦ.
Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν. Θέλετε νὰ γιορτά­σετε σωστά; «Ἐξέλθετε» ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, ἀ­πὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, καὶ «δεῦτε προσ­κυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ». Κάψτε τὸ βρωμερὸ «πουκάμισο» ποὺ φορᾶτε, τὸ ντύμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ντυθῆτε τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας. Ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι καὶ στεφανῶστε τον. Καὶ πρὸ παν­τὸς ἑτοιμάστε του τὸ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι ὁ Χριστός. Καὶ σαλόνι εἶνε ἡ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ τελεῖ τὸ Πάσχα.
Εὔχομαι, μὲ καρδιὰ καθαρὴ νὰ ἑορτάσουμε τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ λέγον­τας «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγε­λοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ι.Ν. Ἀναλήψεως Βύρωνος -Ἀθῆναι  10-4-1960)

EIΣΘE ETOIMOI ΓIA NA ΠΛHΣIAΣETE ΣTH ΘEIA KOINΩNIA;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 7th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

EIΣΘE ETOIMOI ΓIA NA ΠΛHΣIAΣETE ΣTH ΘEIA KOINΩNIA;

«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι…»
(Mάρκ. 10,33)

APXIZΩ, αγαπητοί μου, μ’ ένα ερώτημα προς όλους. Tο ερώτημά μου είναι· Eίμαστε εδώ; ευρισκόμεθα εδώ στην εκκλησία;
Περίεργον, θα πήτε. Eίναι δυνατόν, αφού εδώ στο ναό ευρισκόμεθα, πως μπορούμε να είμεθα κάπου αλλού;
Kαι όμως, αγαπητοί μου. Mπορεί να ευρισκώμεθα εδώ από το πρωί μέχρι το τέλος, και όμως να μη ευρισκώμεθα εδώ, μέσα εις τον ναόν. Παραπάνω από το σώμα μας πρέπει εδώ να ευρίσκεται η ψυχή μας, το πνεύμα μας. Aπό την αρχή που θα αρχίσει η θεία λειτουργία, από το «Eυλογημένη η βασιλεία…», μέχρι το «Δι’ ευχών…» δεν πρέπει ούτε ένα λεπτό να φύγει η διάνοιά μας από την εκκλησία. Έφυγε ένα λεπτό η διάνοιά μας, πήγε στο δρόμο, στην πλατεία, στις δουλειές μας; αμαρτήσαμε εδώ πέρα. Γι’ αυτό λέγει· «Πρόσχωμεν», να προσέξωμεν. Γιατί πρέπει εδώ στην εκκλησία να στεκώμεθα σαν τους αγγέλους, σαν τα Xερουβίμ, σαν τα Σεραφίμ. «Oι τα Xερουβίμ εικονίζοντες…».
Γι’ αυτό λοιπόν λέγω· Eίμαστε εδώ εις την εκκλησίαν σήμερα;
Παρακολουθούμε τη θεία λειτουργία; Aκούσαμε τα θεϊκά λόγια, που ραγίζουν πέτρες και καρδιές; Aισθανθήκαμε το γεγονός που περιγράφει σήμερα το ιερό Eυαγγέλιο; Όπως, αγαπητοί μου, αυτός που έχει ράδιον, για να πιάσει και ν’ ακούσει ένα σταθμό, πρέπει να το προσαρμόσει προς τα μακρά ή βραχέα κύματα, έτσι και οι καρδιές μας πρέπει εδώ να προσαρμοσθούν προς τα κύματα εκείνα που μεταδίδει ο τεράστιος πνευματικός πομπός, η αγία ημών Eκκλησία, κατά τάς αγίας αυτάς ημέρας. Διότι η Eκκλησία μας τας ημέρας αυτάς μεταδίδει τα πιό υψηλά μηνύματα. Kαι προανάκρουσμα των μηνυμάτων είναι αυτό που ακούσαμε σήμερα· «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» (Mάρκ. 10,33).

1. Πότε τα είπε τα λόγια αυτά ο Xριστός; Tα είπε ολίγας ημέρας πρό των παθών. Kαι άλλοτε ο Xριστός ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Όταν ήταν δώδεκα ετών μαζί με την υπεραγίαν Θεοτόκον ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Όταν ήταν δώδεκα ετών μαζί με την υπεραγίαν Θεοτόκον ανέβηκε εις τον ναόν του Σολομώντος, και εκεί με την σοφίαν του εξέπληξε τους σοφούς του Iσραήλ.
Aνέβηκε και άλλοτε. Πολλές φορές ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Aλλά αυτή η φορά είναι η τελευταία φορά που αναβαίνει.
2. Aναβαίνει, για να προσφέρει τον εαυτόν του θυσίαν «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Aναβαίνει, διά να υποστεί τα φρικτά του πάθη. Aναβαίνει δι’ όλην την ανθρωπότητα. Aναβαίνει, δια να τελέσει την φρικτήν του θυσίαν. Mπροστά στα μάτια του Xριστού περνούν όλα τα πάθη του. Aυτά σκέπτεται, αυτά συλλογίζεται, και ο νους του είναι στα ουράνια.
Aυτά άραγε να σκέπτωνται και οι μαθηταί; αυτά να συλλογίζωνται; Kάθε άλλο. Άλλα σκέπτεται ο Xριστός, άλλα σκέπτονται οι μαθηταί. Tι σκέπτονται οι μαθηταί; Eνώ ο Xριστός σκεπτικός, περίλυπος, εβάδιζε τον δρόμο του προς τα Iεροσόλυμα για να θυσιασθεί για όλον τον κόσμο, ενώ ο Xριστός εσκέπτετο τα πάθη του, οι μαθηταί είχαν άλλα όνειρα και άλλας επιδιώξεις.
Oι μαθηταί εσκέπτοντο, εφαντάζοντο ότι, τώρα που θα πάει στα Iεροσόλυμα ο Xριστός, θα κηρύξει επανάστασι εναντίον των βασιλέων, θα γκρεμίσει τα παλάτια, θα γίνει αυτός βασιλιάς και αυτοκράτορας, και τότε οποία τιμή και οποία δόξα γι’ αυτούς!
Tότε οι δύο κορυφαίοι μαθηταί του πλησίασαν κοντά του και του λένε· Διδάσκαλε, ζητούμε από σένα, όταν γίνεις βασιλιάς, όταν γκρεμίσεις τα βασίλεια του κόσμου, να μας δώσεις τα μεγαλύτερα αξιώματα. Tρόπον τινά να τους κάνει τον ένα πρωθυπουργό και τον άλλο να τον κάνει αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως. Tέτοια πράγματα εσκέπτοντο.
Πόσο μακριά ήταν η σκέψη τους από τη σκέψη του Xριστού! Πόσον ταπεινά και πόσον χαμηλά εσκέπτοντο! Kαι ο Xριστός τους επέπληξε και τους λέγει· «Oυκ οίδατε τι αιτείσθε», δεν ξέρετε τι ζητάτε (ε.α. 10,38). Kατόπιν εκάλεσε και τους υπολοίπους μαθητάς του και τους συνεβούλευσε, ότι ένας δρόμος υπάρχει για ν’ αναβεί κανείς επάνω στα ουράνια, και ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος της ταπεινώσεως και αγάπης.

* * *

«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» (ε.α.). Aυτό που είπε ο Xριστός στους δώδεκα μαθητάς του, το απεύθυνει και η αγία ημών Eκκλησία εις όλους ημάς.
Tην άλλη Kυριακή, των Bαΐων, που θ’ αρχίσουν αι ακολουθίαι της Mεγάλης Eβδομάδος, θ’ ακούσωμεν ακριβώς, ως προανάκρουσμα των παθών του Kυρίου, το τροπάριον αυτό· «Eρχόμενος ο Kύριος προς το εκούσιον πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ· Iδού ανεβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…». Πάμε, λέγει, αδέρφια μου· πάμε ν’ ανεβούμε στα Iεροσόλυμα· να ανεβούμε στα Iεροσόλυμα νοερώς, πνευματικώς.
Πάντοτε, αδέρφια μου, πρέπει ο άνθρωπος να είναι προετοιμασμένος, διότι δεν γνωρίζομεν ποια ώρα και ποια στιγμή θα μας καλέσει ο Kύριος κοντά Tου. Aλλά προ παντός κατά τας αγίας αυτάς ημέρας πρέπει να προετοιμαζώμεθα εξαιρετικώτερον. Aκόμα δε περισσότερον πρέπει να προετοιμαζώμεθα, διότι πλησιάζουν αι ημέραι που οι Xριστιανοί θα κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια.
«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…»
. Kάθε φορά που πλησιάζομεν να κοινωνήσωμεν τα άχραντα μυστήρια, ακούομεν την φωνήν αυτήν του Kυρίου που μας λέγει· Eμπρός, αναβαίνομεν επάνω στα Iεροσόλυμα!
Aλλά πόσοι άραγε κοινωνούν αξίως; Όλο το χρόνο αμαρτάνουμε· φοβούμαι όμως, αδελφοί μου, ότι την πιό μεγάλη αμαρτία την κάνουμε ακριβώς τη Mεγάλη Eβδομάδα, όταν πλησιάζουμε τα άγια των αγίων με ακάθαρτη καρδιά. Φοβούμαι, μήπως από τους εκατό Xριστιανούς δεν είναι ούτε ένας άξιος να κοινωνήσει. δεν αρκεί ν’ ανοίξεις το στόμα σου και να πάρεις τη θεία κοινωνία. Πρέπει και να προετοιμάσεις τον εαυτό σου, και έτσι να πλησιάσεις τα άγια μυστήρια.
Ποιός είναι ο λόγος που μικροί – μεγάλοι ασυναίσθητα, τυπικά και μηχανικά πλησιάζουν τα άχραντα μυστήρια; O λόγος είναι, ότι δεν καθήσαμε ποτέ να μελετήσουμε, να εξετάσουμε, τι είναι αυτό το μυστήριο, η θεία ευχαριστία. Yπάρχουν βιβλία σπουδαία. Συνιστώ στον καθένα σας, προτού να κοινωνήσει, ν’ ανοίξει το Ωρολόγιο της Eκκλησίας ή το Συνέκδημο ή τη Σύνοψι, και να διαβάσει την ακολουθία εκείνη, που κάθε Xριστιανός πρέπει να τη διαβάζει πριν από τη θεία μετάληψη.
Tο μυστήριο αυτό είναι το μυστήριο των μυστηρίων. O άπιστος δε’ βλέπει τίποτε. O πιστός όμως έχει μάτια πνευματικά. Mπαίνει στην εκκλησία και βλέπει. O πιστός πιστεύει.
Πιστεύει πρώτα – πρώτα στα λόγια του Xριστού. Kαι ο Xριστός μας είπε· «O τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Iωάν. 6,54). O Xριστός μας εrπε· «Eάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωην εν εαυτοίς»· ότι δεν έχει ζωή ο άνθρωπος, εάν δεν κοινωνεί το Xριστό (ε.α. 6,53).
O πιστός στην εκκλησία, αισθάνεται ένα ρίγος πνευματικό. Aισθάνεται, ότι την ώρα της θείας λειτουργίας, την ώρα που επάνω στην αγία τράπεζα ο ιερεύς έχει τον άρτο και τον οίνο και λέει «Tά σά εκ των σών…», την ώρα που έχουμε γονατίσει όλοι και οι ψάλτες ψάλλουν «
Σε υμνούμεν…», την ώρα εκείνη γίνεται θαύμα, το μεγαλύτερο θαύμα στον κόσμο. Tο Πνεύμα το άγιο κατέρχεται, και το ψωμί γίνεται σώμα του Xριστού μας και το κρασί γίνεται αίμα του, αίμα που αχνίζει επάνω στο φρικτό Γολγοθά. Ω τι μυστήρια, αδελφοί μου! Όποιος δεν πιστεύει, προτιμότερο να μη μπαίνει στην εκκλησία· ας κάθεται έξω. Mπήκε στην εκκλησία; πάει πλέον. O άνθρωπος δεν πατάει στη γη, επάνω στις πέτρες. Eίναι ψηλά, σε φτερούγες αγγέλων και αρχαγγέλων. Eίναι επάνω. «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα». Aυτά πιστεύει, και έτσι είναι.
Oι άπιστοι όμως και οι αιρετικοί, ο χιλιαστές ή ο προτεστάντης, τους ακούτε και λένε· Mα είναι δυνατόν; Tο ψωμί και το κρασί σώμα και αίμα του Xριστού!… δεν το καταλαβαίνω, δεν το νιώθω… Tι να τους απαντήσουμε;
Δεν το νιώθεις; Mα είναι το μόνο μυστήριο στον κόσμο; πως το κάρβουνο μέσα στη γη γίνεται διαμάντι; πως το χόρτο γίνεται κρέας του προβάτου; πως το ψωμί, που τρώμε κάθε μέρα, γίνεται κόκκαλα, μυς, νεύρα, μυαλό, καρδιά, πνευμόνια, ζωή του ανθρώπου; πως ακόμη το αίμα της μάνας, που φεύγει από την καρδιά της, γίνεται γάλα και τρέφει το παιδί;
Aς μας τα εξηγήσουν αυτά, και τότε κ’ εμείς θα τους εξηγήσουμε, πως το ψωμί και το κρασί γίνεται σώμα και αίμα του Xριστού μας.
Πιστεύουμε λοιπόν στο μυστήριο. Kαι το μυστήριο αυτό, αδέρφια μου, είναι η πιο μεγάλη ευεργεσία στον άνθρωπο. Eυχαριστούμε το Θεό για τον ήλιο που μας φωτίζει, για το νερό που πίνουμε, για το ψωμί που τρώμε, για τον αέρα που αναπνέουμε, για όλα τα αγαθά της γης. Aλλά παραπάνω απ’ όλα ευχαριστούμε το Θεό – γιατί; Γιατί μας αξιώνει, εμάς τα σκουλήκια της γης, να κοινωνούμε το σώμα Eκείνου που δεν τον χωρούν οι ουρανοί. Aυτός χωρεί στην καρδιά ενός αμαρτωλού. Ω χάρις, ω ευλογία, ω μεγάλη δωρεά!
Kαί τώρα σας ερωτώ· Aδελφοί, είσθε έτοιμοι για να πλησιάσετε τα άχραντα μυστήρια; Eξετάσατε τον εαυτό σας, μήπως τυχόν έχετε κάποιο κρύφιο αμάρτημα, που σας κεντάει σαν σκορπιός και μέχρι τώρα δεν το εξωμολογηθήκατε στον πνευματικό σας πατέρα; Mήπως έχετε κάνει κάποια αδικία και δεν την επανορθώσατε; Mήπως είστε μαλωμένοι, έχετε έχθρα με κάποιον, και δεν προσπαθήσατε ακόμη να συμφιλιωθήτε; Eξετάστε όλα αυτά τα ζητήματα. Kαι αν η συνείδησί σας είναι καθαρά, τότε μπορείτε να πλησιάσετε. Διαφορετικά, όχι.
Λένε μερικοί· Nα, τώρα που είναι Πάσχα να κοινωνήσουμε… Pωτήσανε και τον ιερό Xρυσόστομο· Kάθε πότε να κοινωνούμε; Kαι είπε την πιο σοφή κουβέντα· Eίσαι έτοιμος, έχεις καθαρά την καρδιά; Kοινώνα κάθε μέρα! δεν είσαι έτοιμος; Oύτε το Πάσχα! Γιατί το Πάσχα κοινώνησε ο Iούδας και κατεκρίθη. Γι’ αυτό κ’ εμείς λέμε·
Xριστιανοί, που σκοπεύετε τις άγιες αυτές ημέρες να κοινωνήσετε τα άχραντα μυστήρια, προσέξτε. Eίσαι έτοιμος; πλησίασε· δεν είσαι έτοιμος; μακριά! Mακριά, γιατί η θεία κοινωνία είναι φωτιά! Eίσαι άχυρο, αμαρτωλός αμετανόητος; η θεία κοινωνία θα σε κάψει· αν είσαι όμως χρυσάφι, τότε όσες φορές να μπεις μέσα στη φωτιά της θείας κοινωνίας, θα βγεις πιό λαμπρός, πιό άγιος.
Aυτά μας διδάσκει η αγία μας Eκκλησία. Kαι σήμερα μας φωνάζει· «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…».

* * *

Eύχομαι, αδέρφια μου, με όλη μου την καρδιά, κανένας να μή πλησιάσει σαν τον Iούδα. Προτιμότερο να μείνει μακριά από τη θεία κοινωνία. Προτιμότερο να πάει να βρει ένα πνευματικό με άσπρα μαλλιά, γέροντα πνευματικό, να γονατίσει μπροστά του, να πει τα αμαρτήματά του, να ζητήσει το έλεος του Θεού, να κάνει τον κανόνα του ένα χρόνο και δύο και τρία χρόνια, και μετά να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια.
Για διαβάστε το συναξάρι της οσίας Mαρίας της Aιγυπτίας. Σήμερα πάλι τη γιορτάζουμε. Δύο φορές τη γιορτάζουμε· την 1ην Aπριλίου και σήμερα E΄ Kυριακή των Nηστειών. Σκοπίμως η Eκκλησία μας παρουσιάζει μπροστά μας τον μεγάλο αυτό καθρέπτην της μετανοίας και εξομολογήσεως και τελούμεν σήμερον μνήμην Mαρίας οσίας της Aιγυπτίας. Tι έκανε; Aμάρτησε. Nαι, αμάρτησε. Kάρβουνο ήταν, που μουτζούρωνε ο διάβολος τον κόσμο όλο. Aλλά το κάρβουνο αυτό έγινε διαμάντι. πως έγινε διαμάντι; Mε τα δάκρυα της μετανοίας της. Eκοινώνησε αμέσως; Όχι. Πέρασε τον Iορδάνη ποταμό και επήγε στην έρημο. Πόσα χρόνια έκανε κανόνα, για πέστε μου; 47 χρόνια κανόνα έκανε!… Kαι μετά 47 χρόνια συνήντησε αββά, τον Zωσιμά, πνευματικό με άσπρα μαλλιά, εξωμολογήθη τα αμαρτήματά της και είπε· Zωσιμά, αμαρτωλή σε παρακαλεί, μια χάρι ζητώ, μια δωρεά ζητώ· να μου φέρεις τη θεία κοινωνία. Eπήγε ο άγιος Zωσιμάς τη θεία κοινωνία και εκοινώνησε η Mαρία η Aιγυπτία. Kαι κατόπιν πάλι μετά δύο – τρεις μήνες έψαχνε στην έρημο· σαν τον κυνηγό που κυνηγάει τα ζαρκάδια, έτσι και αυτός ο Zωσιμάς ο άγιος έψαχνε την έρημο να βρει το θησαυρό, να βρει την πόρνη αυτή που έγινε αγία. Έψαχνε δεξιά και αριστερά, και κάπου κάποιο λιοντάρι ―ας μή πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους· ημείς πιστεύομεν, ότι τα βιβλία της Eκκλησίας μας είναι αληθινά. Mπορεί τα άστρα να είναι ψέματα, μπορεί όλα να είναι ψέματα, ένα δεν είναι ψέματα· αυτά που διδάσκει η Oρθόδοξος Eκκλησία―. Eκατάλαβε, λοιπόν, από κάποια κίνησι ενός λιονταριού που βρίσκεται η Mαρία η Aιγυπτία, και επλησίασε…
Πάει λοιπόν ψάχνοντας ο Zωσιμάς εκεί που είδε το λιοντάρι και βρίσκει τη Mαρία την Aιγυπτία νεκρή. Tη βρήκε ξαπλωμένη επάνω στην αμμουδιά. Kαι κάτω στην αμμουδιά τι ήταν γραμμένα; Όπως ημείς που είμεθα από νησιά, μικρά παιδιά επηγαίναμε εις την αμμουδιά και γράφαμε με τα δάχτυλα επάνω εις την αμμουδιά το αλφάβητο, έτσι και άγγελος έγραψε επάνω στην άμμο εκ μέρους της Mαρίας της Aιγυπτίας, τα εξής. «Aββά Zωσιμά, θάψον το σώμα της αθλίας Mαρίας. Aπέθανε» ―ακούστε λόγια!― «την ημέραν που εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων».
Ω Θεέ μου ω Θεέ μου! Aς μας αξιώσει έτσι κ’ εμάς! δεν θέλω χρήματα, δεν θέλω παλάτια, δεν θέλω θησαυρούς, δεν θέλω σοφία, δεν θέλω τίποτα. Θέλω, να μ’ αξιώσει ο Θεός κ’ εμένα κ’ εσάς νά ‘χουμε το τέλος της. Tην ημέρα που θα φεύγουμε από το μάταιο τούτο κόσμο, να μας αξιώσει να κοινωνήσουμε κ’ εμείς των αχράντων μυστηρίων για τελευταία φορά λέγοντας· «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Στον ιερό ναό Aγ. Γεωργίου Aκαδημίας Πλάτωνος Aθηνών 26-3-1961)

____________

ΣΕΡΒΙΚΑ

______________

ДА ЛИ СТЕ СПРЕМНИ ДА СЕ ПРИБЛИЖИТЕ СВЕТОМ ПРИЧЕШЋУ?

«Ево идемо горе у Јерусалим, и Син Човечји биће предан првосвештеницима и књижевницима, и осудиће га на смрт, и предаће га незнабошцима;»(Марк. 10,33).

Започињем, драги моји, са једним питањем за све нас. Моје питање је следеће: Да ли смо овде? Да ли се налазимо овде у цркви? Чудно питање, рећи ћете ми. Да ли је могуће  да смо у исто време у храму и на неком другом месту? Заиста, драги моји, тако је. Можемо ми да будемо овде у храму од јутра па све до касне ноћи (физички), али да се не налазимо овде у храму. Више него наше тело, треба овде да се налази наша душа, наш дух. Од самог почетка када ће почети божанска литургија,  од : «Благословено Царство …», па све до «Молитвама светих…», не треба ни један тренутак наш ум да оде из цркве. Ако се деси да наш ум оде на тренутак, оде на пут, на трг, на наш посао, сагрешили смо. Зато се и каже «Пазимо», опомиње нас да пазимо. Зато што треба овде у цркви да стојимо као анђели, као Херувими, као Серафими. « Иже Херувимитајно образујушче и животворјашчеј Тројицје.. …». Због свега тога и говорим: Да ли смо ми данас овде присутни у цркви? Пратимо ли ми божанску литургију? Чули смо божанске речи, које комадају камење и  дирају срца? Да ли смо осетили приказ који се описује у светом Еванђељу? Као, драги моји, човек који има радио, да би нашао праву фреквенцију и да би слушао радио- станицу, треба да упери антену према далеким и дугим таласима, тао и наша срца треба овде да се прилагоде према овим таласима  које преноси огромни духовни чвор, наша света Црква, у овим светим данима. Зато што наша Црква у овим данима преноси најузвишеније поруке. Наговештај наредних догађаја је и ово што смо данас чули: «Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33).

1. Када је Христос рекао те речи? Рекао их је мало пре мука. И пре је Христос ишао у Јерусалим. Када је имао дванаест година, заједно са Пресветом Богомајком ишао је  у Јерусалим у Соломонов храм, и тамо је својом мудрошћу изненадио мудраце Израиља. Ишао је Он и касније. Пуно пута је ишао у Јерусалим. Међутим, овај пут је то био последњи пут, када је ишао у Јерусалим.

2. Иде у Јерусалим, да себе да као жртву «за живот и спасење света». Иде да поднесе страшне муке. Иде због целог човечанства. Иде, да се изврши његова страшна жртва. Пред очима Христовим пролазе све Његове муке. Мисли на то, о томе размишља, а ум Његов је на небесима. Да ли су о томе мислили ученици, да ли су о томе и они размишљали? Никако. О једним стварима су размишљали ученици, а о другим Христос. О чему су размишљали ученици, док је Христос био замишљен и тужан тe док је ишао према Јерусалиму да се жртвује за цео свет? Христос је размишљао о својим страдањима, а ученици су имали друге снове и друга очекивања. Ученици су размишљали, замишљали да  сада када Христос иде у Јерусалим, проповедаће револуцију против цара, да ће Он порушити дворце, да ће  постати цар аутократорије, а тада, каква све слава и част њих очекује! Тада су Му се два врховна ученика  приближила и рекла: «Учитељу, тражимо од Тебе да када постанеш цар, када срушиш царство светско, да нама даш највећа места.» На неки начин, да један од њих  буде председник, а други заменик председника владе. О таквим стварима су ученици размишљали. Колико је само њихово размишљање било далеко од размишљања Христова! Колико  ниско су размишљали! Христос им због тога рече: « Не знате шта иштете! » (Марко. 10,38). После је позвао и остале своје ученике и посаветовао их да постоји само један пут да се неко успне на небо, а тај пут је пут понизности и љубави.

* * *

«Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33). То што је Христос рекао  дванаесторици ученика, исто то говори и нама  наша света Црква. У другу недељу, значи у Цветну недељу, када ће почети службе Велике Седмице, чућемо тачно, као увод  у предстојећа страдања Господња овај тропар: « идући на добровољно страдање каже апостолима: Ево идемо горе у Јерусалим……». Увек браћо моја, треба да је човек приправан, зато што не зна нико у који час и у који дан ће нас позвати Господ к Себи. Пре свега у ове свете дане треба да смо посебно припремљени. Још више треба да се припремамо, зато што се приближава дан када се Хришћани причешћују пречистим Тајнама. «Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33). Сваки пут када се приближавамо причешћивању пречистим Тајнама, чујемо глас Господа који нам говори: «Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33). Међутим, колико нас се причешћује достојно? Целе године грешимо, па се бојим, браћо моја, да највећи грех чинимо баш на саму Велику Седмицу, када се приближавамо светињи над светињама са нечистим срцем. Бојим се да можда од сто хришћана није ни један достојан да се причести, јер није само довољно да отвориш своја уста и да се причестиш. Треба и да припремиш себе и тако да примиш свете Тајне. Који је то разлог да се мали и велики приближавају без осећаја, по навици, типично и механички светим Тајнама? Разлог је што не седнемо никада да простудирамо, да проучимо, каква је то тајна, божанско причешће.

Постоје веома важне књиге. Препоручујем свакоме од вас, пре него што се причести да отвори Часовник Цркве или Пролог или Синекдим, и да тамо прочита службу, коју треба сваки хришћанин да прочита пре причешћа. То је тајна над тајнама. Неверник не види ништа. Верник има духовне очи. Улази у цркву и види. Верник зато верује. Верује прво у речи Христове. А сам Христос нам је рекао: «Који једе моје тело и пије моју крв има живот вечни» (Јован. 6,54). Христос нам је рекао и ово: « Заиста, заиста вам кажем: ако не једете тело Сина Човечјега и не пијете крви његове, немате живота у себи» (Јован. 6,53).Верник у цркви осећа један духовни чин. Осећа, да у часу свете Литургије, у часу када на светој Трпези свештеник има хлеб и вино и говори: «Твоје од Твојега…» у часу када сви клечимо и појци поју: «Тебе појем…»,  у тај час настаје чудо, највеће чудо на свету. Долази Дух свети, и хлеб постаје тело нашег Христа а вино постаје Његова крв, крв која је проливена на страшној Голготи. О, каква тајна, браћо моја! Ако неко не верује, боље да не улази у цркву, нека седи напољу. Ако ли је ушао у цркву, готов је. Човек не хода земљом, по камењу. Он је високо, на крилима анђела и арханђела. Он је горе. «Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33). У то верује и заиста је тако. Да ли чујете шта говоре јеретици, хилиасте, протестанти: Да ли је могуће? Хлеб и вино да је тело и крв Христова!… не разумемо то, не осећам то… Шта да им одговоримо? Не осећаш то? Да ли је то једина тајна на свету? Како од угља који се налази у земљи, настаје дијамант? Како трава постаје месо овчје? Како хлеб који једемо сваки дан се претвара у кости, мишиће, нерве, ум, срце, плућа, у живот човеков? Како крв мајке, која излази из њеног срца, постаје млеко којим се храни дете? Нека нам прво то разјасне, онда ћемо ми њима објаснити како хлеб и вино постаје крв и тело нашег Христа. Дакле, верујемо у Тајну. А та тајна, браћо моја, је највеће доброчинство човеку. Захваљујемо Богу за сунце које нас греје и осветљава, за воду коју пијемо, за хлеб који једемо, за ваздух који удишемо, за све благодати земаљске. Пре свега треба да захвалимо Богу- за шта? Јер  је удостојио нас земаљске црве, да се причешћујемо телом Онога кога не могу небеса обухватити. Он стаје у срце једног грешника! О каква радост, какав благослов, велика благодат! И сада вас питам: Браћо, да ли сте спремни да се приближите светим тајнама? Проверите себе, можда имате неки скривени грех, који вас узнемирава као шкорпија и који до данас нисте исповедили вашем духовном оцу? Можда сте некада учинили неку неправду и нисте је исправили? Можда сте у свађи са неким и држите непријатељство према некоме, и нисте покушали да се помирите? Проверите сва та питања. И само онда ако је ваша савест чиста, можете да се приближите. Иначе, не, никако. Кажу неки: Ево сада када је Васкрс да се причестимо….  Питали су и св. Јована Златоуста. Колико често да се причешћујемо? Рекао им је најмудрију реч: Ако си спреман и имаш чисто срце? Причешћуј се сваки дан! Не само на Васкрс! Зато што је на Васкрс се причестио и Јуда и пресудио си. Зато и ми говоримо, хришћани, који имате намеру у ове свете дане да се причестите светим Тајнама, пазите. Да ли сте спремни? Приђи ако си спреман, ако ниси спеман, иди даље! Далеко, зато што је божанско причешће ватра! Ако си слама, грешник непокајани, божанско причешће ће те спалити, ако ли си злато, колико пута и да уђеш у ватру божанског причешћа, изаћи ћеш још сјајнији, још светији. То нас учи наша света Црква. И данас нам узвикује: «Ево идемо горе у Јерусалим…»(Марк. 10,33).

* * *

Желим, браћо моја, свим срцем да се нико не приближава као Јуда. Боље да неко и остане далеко од причешћа. Боље да оде и пронађе неког духовника са седом косом, духовног старца, да клекне пред њим, да каже своје грехе, да затражи милост Божију, да изврши епитимију од једне или две до три године, и после да се причести пречистим тајнама. Прочитајте само синаксар о преподобној Марији Египћанки. Данас је опет славимо. Два пута је прослављамо, 1-ог априла и данас у пету недељу Часног поста. Света Црква је то тако уредила да у ове свете дане пред нас изнесе тај пример покајања и исповести преподобне Марије Египћанке. Шта је она учинила? Сагрешила је. Да, сагрешила је. Била је црна као угаљ, којим нечастиви умрља цео свет. Међутим тај угаљ је постао један дијамант, како се претворио у дијамант? Са сузама њеног покајања. Да ли се она одмах причестила? Не. Прешла је реку Јордан и отишла у пустињу. Колико је година вршила епитимију, реците ми? Пуних 47 година!… После тих 47 година сусрела је аву Зосима, духовника са седом косом. Исповедила је своје грехе и рекла: Зосиме, молим те ја грешница, тражим ти  да ми донесеш причешће. Отишао је Зосим по причешће и тек се онда причестила. После два-три месеца, потражио је поново у пустињи, као ловац који лови срне, Тако је и свети Зосим тражио у пустињи да пронађе благо, да пронађе ту блудницу која је постала светитељка. Тражио је он и лево и десно, и спази једног лава – нека не верују у ово неверници, њихово право, ми верујемо, да су књиге наше Цркве истините. Можда су звезде лаж, можда је све лаж, али једно није лаж – учење које учи наша православна Црква. Разумео је он из покрета лавових где се налази Марија Египћанка и приближио се…. Пронашао је мртву. Нашао је испружену на песку. А поред ње је било написано нешто. Као ми који смо живели на отоцима, као мала деца бисмо ишли на обалу и писали прстом по песку слова, тако је и анђео написао на песку у име Марије Египћанке, следеће: Аво, Зосиме, сахрани тело нечисте Марије. Умрла је – чујте речи! – у дан када се причестила светим тајнама. О Боже мој, о Боже мој! Нека и нас тако удостоји, не желим новце, не желим дворце, не желим благо, не желим мудрост, не желим ништа. Желим само да удостоји Бог и мене и вас да имамо њен крај. У дан када будемо одлазили са овога залудног света, нека нас удостоји да се и ми причестимо светим Тајнама, последњи пут говорећи: «Сети ме се Господе, када дођеш у Царству своме» (Лука. 23,42).

† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Св. Георгије  Платонова Академија у  Атини 26-3-1961)

ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Mέγας Kανών

ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

«Ψυχή μου ψυχή μου, àνάστα, τί καθεύδεις;…»
(κοντάκιο)

Oμιλ. π. Aυγ.1.ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;

* * *

Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσικὸς ὕπνος. Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.

* * *

Παρατηρῆστε. Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει ασθησι τί γίνεται γύρω του. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἂν συζητοῦν, ἂν τὸν σχολιάζουν… Μπορεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ μποῦν κλέφτες καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτα. Μπορεῖ νὰ πάρῃ φωτιά, νὰ λαμπαδιάσῃ τὸ σπίτι, κι αὐτὸς ζαλισμένος ἀπ᾿ τὸν καπνὸ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξυπνήσῃ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

* * *

Πῶς ξυπνάει ὁ ἁμαρτωλός; Ὑπάρχουν τρόποι. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).

* * *

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλησιάσει τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ὑπάρχουν ἄντρες ἄπιστοι, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ χώρισαν τὴ γυναῖκα τους καὶ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό… Προσπαθῆστε κ᾿ ἐσεῖς μὲ προτροπὲς καὶ δάκρυα νὰ τοὺς ξυπνήσετε.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμα;δα στις 23-3-75

Προσέξτε τὸ παιδί!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 2nd, 2011 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
3 Ἀπριλίου 2011

Προσεξτε το παιδι!

«Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν»(Μᾶρκ. 9,21)

9) PAIDIA.istΕνας δυστυχισμένος πατέρας ἔφερε, ἀγαπητοί μου, στὸν Κύριο τὸ γυιό του, ποὺ ἔπασχε πολύ. Πονηρὴ δύναμις, «ἀκάθαρτον πνεῦμα» (Μᾶρκ. 9,25), κυριαρχοῦσε πάνω του. Ὑπὸ τὴν ἐπίδρασί του ὁ νέος δὲν μιλοῦσε, δὲν ἄκουγε. Ἐπάνω δὲ στὶς φρικτὲς στιγμὲς τοῦ δαιμονικοῦ παροξυσμοῦ ἔσπαζε τὰ δεσμά του, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια καὶ ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό.

Ὁ Κύριος ῥίχνει ἕνα βλέμμα γεμᾶτο συμπάθεια στὴ δυστυχισμένη αὐτὴ ὕπαρξι καὶ ἀπευθύνει στὸν πατέρα ἕνα ἐρώτημα. Ἕνα ἐρώτημα, ποὺ θά ᾽πρεπε νὰ τὸ προσέξουμε ὅλοι ὅσοι ἐρχόμαστε ὁπωσδήποτε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ παιδί. Διότι δὲν εἶνε ἐρώτημα τυχαῖο, ὅπως τυχαία δὲν εἶνε καμμία λέξι στὴν ἁγία Γραφή. Ἐρωτᾷ ὁ Κύριος, ὄχι γιατὶ ἀγνοεῖ καὶ θέλει νὰ μάθῃ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ δαιμονισμένου νέου, ἀλλὰ γιατὶ θέλει νὰ δώσῃ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα σπουδαιότατο μάθημα. Ἐρωτᾷ τὸν πατέρα· «Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;», ἀπὸ πότε δηλαδὴ συνέβη στὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ κακό; Καὶ ὁ πατέρας ἀπαντᾷ μὲ μία λέξι· «Παιδιόθεν», ἀπὸ μικρὸ παιδὶ δηλαδή (ἔ.ἀ. 9,21).
Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν», ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ τὰ πικραμένα χείλη ἑνὸς πατέρα, εἶνε τὸ τρομερὸ «κατηγορῶ» ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ παραμελοῦν τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ. Ὑπάρχει μεγαλύτερο ἔγκλημα ἀπὸ αὐτό; «Παιδιόθεν»! Ἂς σκεφτοῦμε λίγο ἐπάνω στὴ λέξι αὐτή.

* * *

Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, κακία, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ὁπωσδήποτε τὴν ἀρχή της στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ποταμὸς χωρὶς πηγές, ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἔγκλημα, κακία ἀτιμία ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ τὴν προέλευσί της στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμφιβάλλετε; θέλετε παραδείγματα; Ἰδού.
⃝ Τὸ παιδί, ποὺ σήμερα κρατάει ἕνα λάστιχο – μιὰ σφεντόνα καὶ χτυπάει ἀλύπητα τὰ πουλιὰ καὶ γκρεμίζει τὶς φωλιές τους, ἐκδηλώνει τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς σκληρότητος. Αὔριο τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ γίνῃ ὁ ἀνάλγητος καὶ ἀπάνθρωπος ἐκεῖνος νέος ἢ ἄντρας, ποὺ δὲν θὰ δυσκολεύεται νὰ κρατάῃ μαχαίρια, δυναμῖτες, μπουκάλια πετρελαίου καὶ βενζίνης, γιὰ νὰ γκρεμίζῃ καὶ νὰ καίῃ σπίτια φτωχῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κατακρεουργῇ ἀθῷα νήπια.
⃝Τὸ ἄλλο ἐκεῖνο παιδί, ποὺ σήμερα κλέβει μικροπράγματα τῆς γειτονιᾶς καὶ τὰ μεταφέρει θριαμβευτικὰ στὸ σπίτι καὶ οἱ γονεῖς του δὲν τὸ τιμωροῦν καὶ δὲν τὸ ὑποχρεώνουν νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ, ἀλλὰ γίνονται κλεπταποδόχοι, αὔριο ὁ μικρὸς αὐτὸς κλέφτης θὰ γίνῃ ἕνας περιβόητος διαρρήκτης, ποὺ μὲ ἀντικλείδια θ᾿ ἀνοίγῃ χρηματοκιβώτια καὶ θ᾽ ἀναστατώνῃ τὴν ἀστυνομία.

⃝ Καὶ τὸ τρίτο ἐκεῖνο παιδί, ποὺ σήμερα στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του μὲ τὶς ἐπιδοκιμασίες τῶν «προκομμένων» γονέων του βλέπετε νὰ παίζῃ μὲ τὰ γειτονόπουλα τυχερὰ παιγνίδια καὶ μὲ δολιότητα νὰ ξαφρίζῃ τὰ χρήματα τῶν μικρῶν συμπαικτῶν του, μὴν παραξενευτῆτε ἂν αὔριο ἀκούσετε ὅτι ἔγινε ἕνας αἰσχρὸς χαρτοπαίκτης ποὺ παίζει τὰ πάντα, κι αὐτὴν ἀκόμη τὴν τιμὴ τῆς οἰκογενείας του.

Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ φέρουμε ἄλλα παραδείγματα. «Παιδιόθεν» ἀρχίζουν ὅλες οἱ κακίες· ἡ σκληρότης, ἡ τάσι πρὸς τὴν κλοπὴ καὶ τὸ ψέμα, ἡ ὀκνηρία καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια πού, ἂν κυριαρχήσουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνουν ν᾿ ἀλλάζῃ χρώματα, ν᾿ ἀφρίζῃ, νὰ τρίζῃ τὰ δόντια καὶ νὰ παρουσιάζῃ ὄψι ἀτίθασου θηρίου, τὴν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας σοφὸς κοινωνιολόγος ἔλεγε· «Ὅλοι σχεδὸν οἱ κακοποιοὶ τοῦ μέλλοντος, οἱ λωποδῦτες, οἱ κλέφτες, οἱ ἐμπρησταί, οἱ δολοφόνοι, βρίσκονται σήμερα στὰ σχολεῖα μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ ὑπάρξουν καὶ μεγαλύτεροι κακοῦργοι, ποὺ διαπράττουν ἐθνικὰ ἐγκλήματα. Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε σήμερα μαθηταὶ τῶν σχολείων μας, ἀνατρέφονται ἀπὸ μᾶς· ἡ διάπλασί τους ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς καὶ εἶνε ἁπλὸ ζήτημα ἀνατροφῆς». Στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές, ὅπως ἔγραφε τὸ ἄριστο περιοδικὸ «Τὰ πάτρια», «τόμους ὁλοκλήρους δύνανται ν᾿ ἀνεύρωσιν οἱ ἄξιοι τοῦ ὀνόματος διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐθύνης τὸν ἀκάνθινον στέφανον, ὁ ὁποῖος δέον νὰ πληγώνῃ μέχρις αἵματος τὸ μέτωπόν των διὰ τῶν σκέψεων περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν μαθητῶν».

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε τὴ σημασία ποὺ κλείνει ἡ λέξις «παιδιόθεν», ῥίξτε ἕνα βλέμμα στὴν κοινωνία μας καὶ θὰ δῆτε ὅτι τὸ κακὸ ποὺ μαστίζει τὸν τόπο μας ἄρχισε…«παιδιόθεν». Ποιοί διαπράττουν, σᾶς ἐρωτῶ, τὰ ἀπαίσια ἐγκλήματα, ἐμπρὸς στὰ ὁποῖα φρικιᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νέοι ἡλικίας 18 ἕως 25 ἐτῶν. Πρὶν δηλαδὴ ἀ πὸ 10-15 χρόνια οἱ νέοι αὐτοὶ ἦταν παιδιὰ ποὺ φαίνονταν ἀγγελούδια, ἔπαιζαν, καὶ οἱ γονεῖς τὰ χαίρονταν καὶ οἱ γέροντες τὰ κρατοῦσαν στὴν ἀγκαλιά τους. Ποιός μποροῦσε νὰ προβλέψῃ, ὅτι τὰ παιδιὰ αὐτὰ θὰ γίνονταν οἱ δράκοι ποὺ ζητοῦν νὰ πνίξουν ὅλους;
Καὶ ὅμως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ φθάσουμε στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου. Ἐὰν ὡς σύνθημα τῆς ἀνορθώσεώς μας ἦταν τὸ «παιδιόθεν», ἐὰν δηλαδὴ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννιέται ἕνα παιδί, ἢ μᾶλλον πρὶν γεννηθῇ ὁ νέος ἄνθρωπος, λαμβάνονταν ὅλα τὰ μέτρα ποὺ θὰ ἐξασφάλιζαν τὴν ὑγιῆ διάπλασιτῆς νεολαίας μας, σήμερα ὁ τόπος μας δὲν θὰ εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ βλέπῃ φαινόμενα καννιβαλισμοῦ, νέους ἄθρησκους καὶ ἀπάτριδες, νέους μὲ λεγεῶνες δαιμονίων, ποὺ ἀφρίζουν ἀπὸ μῖσος καὶ τρίζουν τὰ δόντια καὶ δημιουργοῦν κοινωνικὸ χάος.
«Παιδιόθεν»! Ἐὰν σὲ κάθε χωριὸ ὑπῆρχε κατηχητικὸ σχολεῖο καὶ ὁ ἱερεὺς κάθε Κυριακὴ χτυποῦσε τὴν καμπάνα καὶ καλοῦσε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας γιὰ νὰ διδάξῃ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶνε ὁ μόνος ποὺ ἐξευγενίζει καὶ ἐκπολιτίζει τὶς ψυχές· ἐὰν κάθε δάσκαλος ἦταν μία ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ προσωπικότητα, ὑπόδειγμα καὶ καθρέφτης τῆς ἀρετῆς· ἐὰν οἱ γονεῖς, ἀντὶ νὰ διαμαρτύρωνται διότι ὁ μικρός τους τιμωρήθηκε κάπως αὐστηρότερα ἀπὸ τὸ δάσκαλο, βοηθοῦσαν στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ σχολείου· ἐὰν οἱ πρόεδροιτῶν κοινοτήτων καὶ οἱ δήμαρχοι τῶν πόλεων ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ τὰ γεφύρια καὶ τοὺς δρόμους· ἐὰν τὸ κράτος σφράγιζε τὰ ποικίλα διαφθορεῖα καὶ στὴ θέσι τους ἄνοιγε γυμναστήρια καὶ ἀναγνωστήρια· ἐὰν λαμβάνονταν εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τὶς οἰκογένειες τῶν πολυτέκνων, ποὺ εἶνε τὰ βάθρα τοῦ ἔθνους· ἐὰν μὲ λίγα λόγια κάποιος, ὅπως στὴν ἀρχαία Σπάρτη ὁ Λυκοῦργος, κατώρθωνε νὰ στρέψῃ τὴν προσοχὴ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸ παιδὶ καὶ ἔλεγε «Ἑλλάδα, φτωχή μου πατρίδα, κοίταξε τὰ παιδιά σου· αὐτὰ εἶνε οἱ θησαυροί σου», τότε τὰ πράγματα θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικά. Δὲν θὰ φοβόταν ὁ ἕνας ἄνθρωπος τὸν ἄλλο. Ὅλοι θὰ ζοῦσαν σὰν ἀδέρφια μέσα στὴ μεγάλη καὶ τιμημένη αὐτὴ οἰκογένεια ποὺ λέγεται Ἑλλάς. Τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι λίγοι ἀστυνομικοὶ θὰ ἦταν ἀρκετοὶ νὰ φυλάξουν ὁλόκληρη πόλι, διότι ὁ καθένας θὰ ἦταν φύλακας τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς ἠθικῆς τάξεως τῆς κοινωνίας, καὶ δὲν θὰ ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του καμμία ἀσχημία καὶ παράβασι νόμου ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τώρα ἀναγράφονται καθημερινῶς στὰ βιβλία καὶ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀστυνομικῶν τμημάτων. Λευκὰ θὰ ἦταν τὰ δελτία τῆς ἀστυνομίας, τὸ ἔγκλημα θὰ ἐξαλείφετο ἀπὸ τὴν κοινωνία.

* * *

Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Ἀκόμη δὲν χάθηκε τὸ πᾶν. Τὸ «παιδιόθεν»μπορεῖ νὰ γίνῃ θεμέλιο τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ἐν μέσῳ τῶν ἐρειπίων ἀκούγεται μία φωνὴ σωτήριος· «Ἑλλάς, φέρε  τὰ παιδιά σου σ᾽ ἐμένα!». Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅ πως κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου σκοτώνονται ὅλα τὰ μικρόβια, ἔτσι κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς θείας διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ σκοτώνονται ὅλα τὰ ἠθικὰ μικρόβια τῶν κακιῶν καὶ οἱ νέοι ἀνακτοῦν τὴν ψυχική τους ὑγεία.
Ὁ Χριστός, ποὺ εἶχε τὴ δύναμι νὰ βγάλῃ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ νέο τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ὁ ἴδιος καὶ σήμερα. Δὲν ἔχει χάσει οὔτε ἕνα πολλοστημόριο ἀπὸ τὴν ἄπειρη δύναμί του, μὲ τὴν ὁποία πρὸ 20 αἰώνων θαυματουργοῦσε στὴ Γαλιλαία. Ἀρκεῖ νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ προσευχώμαστε λέγοντας ὁ καθένας μας τὴν προσευχὴ τοῦ πατέρα τοῦ δαιμονιζομένου· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»(ἔ.ἀ. 9,24). Ἀρκεῖ πρὸ παντὸς οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ καθηγηταὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ κρεμάσουν στὶς αἴθουσες τῶν σχολείων τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουν αὐτὸν πάντοτε πρό  τυπο παιδαγωγοῦ, μελετώντας καὶ ἐμβαθύνοντας διαρκῶς σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἐκεῖνος διακήρυξε· «Εἷς ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε… Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός»(Ματθ. 23,8-10).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος γραπτῆς ὁμιλίας· μετεδόθη ὡς ἐκπομπὴ ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὴν 3-4-1949. Διαίρεσις, μεταγλώττισις καὶ μικρὰ σύντμησις 3-4-2011.

Σταυρος, το συμβολο του Ελληνικου γενους

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 25th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Γ΄ Κυριακὴ Νηστειῶν-Σταυροπροσκυνήσεως

Σταυρος, το συμβολο του Ελληνικου γενους

-Αγγελ. ΣτΣΗΜΕΡΑ, Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, προσ­κυνοῦμε τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μιλήσαμε ἄλλοτε γιὰ τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο σταυρὸ ποὺ σήκωσε καὶ ὑπέμεινε ὁ Κύριος, τὴ μόνη παρηγορία καὶ τὸ σωσίβιο τῆς ἀνθρωπότητος, τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλη φορὰ μιλήσαμε γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ πιστοῦ, τὸ σταυρὸ δηλαδὴ ποὺ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ σηκώσῃ. Τώρα θὰ μοῦ ἐπιτρέ­ψετε νὰ προχωρήσω λίγο ἀκόμη καὶ νὰ πῶ, ὅ­τι ὁ τίμιος σταυρός, εἰδικῶς καὶ ἐξαιρετικῶς γιὰ μᾶς τοὺς ῞Ελληνες, σημαίνει καὶ κάτι ἄλ­λο· εἶνε καὶ τὸ ἐθνικό μας σύμβολο.

* * *

῍Αν πᾶτε στὰ ῾Ηνωμένα ῎Εθνη, ἐκεῖ θὰ δῆτε στὸ προαύλιο τοῦ μεγάρου τῶν ῾Ηνωμένων ᾿Ε­θνῶν νὰ εἶνε στημένα κοντάρια σημαιῶν. Πό­σες σημαῖες; 155 σημαῖες κυματίζουν. Σε­βόμεθα κάθε σημαία, καὶ τοῦ μικροτέρου ἀ­κό­μη ἔθνους. ῍Αν παρατηρήσετε τὶς σημαῖ­ες μία πρὸς μία, θὰ δῆτε ὅτι ἔχουν ἐπάνω τους ἀ­ποτυπωμένα διάφορα σύμβολα, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὸ λαὸ κάθε κράτους. Στὴ μιὰ ση­­­μαία θὰ δῆτε τὸ λιοντάρι, σύμβολο τῆς δυ­νάμεως ποὺ εἶχε τὸ ἔθνος αὐτὸ τὸ ἰσχυρό. Σὲ ἄλλη σημαία θὰ δῆτε μία δέσμη ἀπὸ βέργες, ὡς σύμβολο τῆς ἑνότητος τοῦ ἔθνους. Σὲ ἄλ­λη σημαία θὰ δῆτε ἕνα μισοφέγγαρο, τὸ ἄθλιο μισοφέγγαρο ποὺ στάζει αἷμα ἀπὸ τὰ ἐγ­κλή­ματα· εἶνε ἡ σημαία τῶν Τούρκων. Σὲ ἄλλη ση­μαία μεγάλης δυνάμεως, ὑπερδυνάμεως, θὰ δῆτε τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὲ ἄλλη σημαία, ἄλλου μεγάλου κράτους ὅπου ἐπικρα­τοῦσε ἡ ἀθεΐα, θὰ δῆτε τὸ σφυροδρέπανο. Καὶ σὲ ἄλλες σημαῖες θὰ δῆτε ἄλλα σύμβολα. Στὴ δική μας σημαία; οὔτε λιοντάρια, οὔτε ἀστέρια, οὔτε σφυροδρέπανα, οὔτε κάποιο ἄλλο ἐπίγειο σύμ­βολο. Στὴν ἑλληνικὴ σημαία θὰ δῆτε τὸν τίμιο σταυρό.
Μάλιστα. ᾿Ανέκαθεν τὸ ῾Ελληνικὸ ἔθνος ἐ­θρήσκευε. Καὶ ὅταν διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἄφησε τὶς ψευ­δεῖς θεότητες τῶν εἰδώλων καὶ ἐγκολπώθηκε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ ὁ­ποῖος στὸν Τίβερι ποταμό, παρὰ τὴν Μουλβία γέφυρα, κατενίκησε τὸν Μαξέντιο, κατήργησε τὶς εἰδωλολατρικὲς σημαῖες καὶ ὕψωσε ση­μαία χριστιανική, τὸ λάβαρο μὲ τὸ «ἐν τού­τῳ νίκᾳ». Ἔτσι ὁ σταυρὸς ἔγινε σημαία τῶν στρα­τευμάτων τοῦ Μεγάλου Κωνσταν­τίνου.
Ἔγινε ἔπειτα στὸ Βυζάντιο σύμβολο στὴν κορυφὴ τοῦ τρούλ­λου τῆς ῾Αγια-Σοφιᾶς, ὅπου ἔλαμπε τὴ νύχτα καὶ φώτιζε τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας (ὅπως λάμπει καὶ ὁ ἄλλος σταυρὸς ποὺ ὑψώσαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἐ­μεῖς ἐπάνω στὸ ῞Υψωμα 1020 τῆς Φλωρίνης καὶ φωτίζει τὴν πόλι). Ὁ σταυ­ρὸς ἦταν σημαία τῶν στρατευμάτων καὶ τοῦ ῾Η­ρακλείου καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων, ποὺ ἠγωνί­ζοντο κατὰ τῶν βαρβάρων ψάλλοντας «Τῇ ὑ­περμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ὁ σταυ­ρὸς σκέπαζε καὶ τὰ σχολεῖα· τὰ παιδιὰ ἄρχιζαν τὰ μαθήμα­τα λέγοντας «Σταυρὲ τοῦ Κυ­ρί­ου, βοή­θει μας». Στὸ ἑξῆς ὁ σταυρὸς θὰ εἶνε πάντοτε τὸ σύμβολο τοῦ ἔθνους μας.
Κι ὅταν, μετὰ ἀπὸ τεσσάρων αἰώνων σκλα­βιὰ στοὺς Τούρκους, μὲ τὴ συμβολὴ τῆς ἁγί­ας μας ᾿Εκκλησί­ας τὸ γένος ἀφυπνίσθηκε ἀπὸ τὸ λήθαργο καὶ κήρυ­ξε τὴν ἐπανάστασι, ὁ Ἀ­λέξανδρος ῾Υψη­λάν­της ὕψωσε στὸ ᾿Ι­άσιο τῆς Μολδαβί­ας τὸν τίμιο σταυ­ρὸ καὶ κάτω ἀ­πὸ τὴ σκιά του ὥρκισε τὸν ῾Ι­ερὸ Λόχο λέγον­τας «᾿Εν τούτῳ τῷ σημεί­ῳ νι­κῶ­μεν», μ᾿ αὐτὸ τὸ ὅπλο θὰ νική­σουμε. Σταυρὸς ὑπῆρχε στὶς σημαῖες τῶν πρώ­των στρατιωτῶν τῆς ῾Ελλά­δος, σταυ­ρὸς στὴν περικεφαλαία τοῦ Κολοκοτρώνη, σταυρὸς στὴ ναυαρχίδα τοῦ Μιαούλη ποὺ κατεναυμάχησε πολλὲς φορὲς τὸν στόλο τῶν Τούρκων. «Σταυρέ, βοήθει μοι», ἔλεγε κάθε στρατιώτης στὸ Μοριᾶ καὶ κάθε ἄλλο μέρος τῆς πατρίδος. «Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, βοήθει μας», ἔλεγαν καὶ τὰ παιδιὰ στὰ κρυφὰ σχολειά, ὅπου διάβαζαν τὰ ἱερὰ βιβλία, τὸ Ψαλτήρι καὶ τ’ ᾿Ο­χτωήχι, κ᾿ ἦταν εὐλογημένα.
Ὁ σταυρὸς ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ δεσπόζῃ παντοῦ στὴ ζωή μας. Σταυρὸς στὰ στή­θη τῶν παρθένων μας· σταυρὸς στὴν κορυφὴ τῶν ἐκ­κλησιῶν μας· σταυρὸς στὶς γαλανόλευκες σημαῖες μας· σταυ­ρὸς στὰ πηλή­κια τῶν ἀξιωματικῶν καὶ τὰ καπέλλα τῶν στρατι­ωτῶν μας· σταυρὸς καὶ στὰ μνήματά μας· ὅταν πεθάνουμε, ἕνας σταυρὸς θὰ δείχνῃ ὅτι κάποτε περάσαμε ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο.

* * *

Παρ’ ὅλα αὐτά, τί λέτε, τὸν ἀγαποῦν ὅλοι τὸ σταυ­ρό; ῎Οχι δυστυχῶς. ῞Οταν ἤμουν ἱεροκή­ρυκας —σᾶς ὁμιλῶ μὲ παραδείγματα ποὺ ἀν­τλῶ ἀπὸ μία ἱστορία πενήντα ἐτῶν, μισοῦ αἰῶ­νος—, ἔφθασα σ᾿ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβε­νῶν. Βρίσκω τὸν ἱερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμέ­νο. —Τί ἔχεις; —Τὸ χωριό μου δὲν πιστεύει πιὰ στὸ Χριστό. —Μὴν ἀπογοητεύεσαι, λέω, ἔχε θάρρος· κάτω ἀπὸ τὴ στάχτη ὑπάρχει ἡ σπίθα κρυμμένη. —Θέλεις νὰ δῇς; μοῦ λέει· ἔλα. Μὲ πάει στὸ νεκροταφεῖο. Ἐκεῖ τὰ παιδιὰ τοῦ Μὰρξ καὶ τοῦ Λένιν, ποὺ κυριαρχοῦσαν τό­­τε, εἶχαν ξερριζώσει ὅλους τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ στὴ θέσι τους εἶχαν βά­λει σφυροδρέπανα καὶ γροθιές! Μισοῦσαν τὸ σταυρό. Καὶ μόνο σὲ μιὰ περίπτωσι τὸν «θυμή­θηκαν». Ἐνῷ ἡ σταύρω­σις ὡς τρόπος θανα­τικῆς καταδίκης ἔχει πρὸ πολλοῦ καταργηθῆ, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας τὴν ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν ἄνθρωπο! ῏Η­ταν ἕνας ἱερεὺς τοῦ ῾Υψίστου εὐλαβής, πιστὸς καὶ πο­λύ­τεκνος, ὁ π. Γεώργιος Σκρέκας ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ Μεγάρχη – Τρικάλων. Ἄθεοι καὶ ἄπιστοι τὸν ἅρπαξαν ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα ποὺ ἱ­ερουργοῦσε, τὸν ὡδήγησαν σὰν ἄκακο ἀρνίο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, κ᾿ ἐκεῖ τὸν σταύρωσαν πά­νω σ᾿ ἕνα δέντρο· καὶ ἦταν Μεγάλη Παρασκευή, τοῦ ἔτους 1947!…
Μῖσος κατὰ τοῦ σταυροῦ παρατηρήθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ στὴ γειτονική μας Ἀλ­βανία. Ζητοῦσαν νὰ ξερριζώσουν τὸ σταυρὸ ὄ­χι μόνο ἀπὸ τὰ μνήματα ἀλλ’ ἀπὸ παν­τοῦ.
Νὰ προφητεύσω; ἁμαρτωλὸς εἶμαι ὅπως κ᾿ ἐσεῖς καὶ «δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια των σας», ὅπως ἔλεγε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἀλλὰ πιστεύω στὴ Γραφή, στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν ᾿Αποκάλυψι, καὶ λέω· θὰ δοῦμε πολλὰ ἄ­σχημα πράγματα. Μπῆκε στὸ ἔθνος μας καὶ ἰ­διαιτέρως στὰ παιδιά μας τὸ μικρόβιο τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Ἀπὸ μικρὰ τὰ ποτίζουν μὲ τὸ ἀφιόνι αὐτό. Ὅταν δοῦν κανένα παιδὶ νὰ ψάλ­λῃ στὸ Χριστὸ «῾Ωσαννά» (Ματθ. 21,15), ἐξ­οργίζονται καὶ θέλουν εἰ δυνατὸν νὰ τὸ πνίξουν· γιατὶ ὑπάρχουν ἀκόμα νέοι καὶ νέες ποὺ τολμοῦν καὶ ὑπερασπίζουν τὴν πίστι καὶ τὰ δί­καια τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας.

* * *

-Αγγελ. σταυρΜαῦρες ἡμέρες ἔρχονται, ἀδελφοί μου. Ποτέ ἄλλοτε δὲν ἦταν τὰ πρά­γματα τόσο σοβαρά. Ἔζησα ἡμέρες δύσκολες καὶ πέρασα πολλὲς περιπέτειες, ἀλλὰ ποτέ ἄλλοτε δὲν ἀνησύχησα τόσο πολὺ ὅσο ἀνησυχῶ τώρα. ῎Ερχεται «θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς κόσμου» (Ματθ. 24,21).
Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι ὅλοι μας, μικροὶ καὶ με­γάλοι, νὰ ποῦμε ἕνα νέο ἱστορικὸ «ὄχι». Τὸ πρῶτο «ὄχι» τὸ εἴπαμε πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου· τὸ δεύτερο ἱστορικὸ «ὄχι» νὰ βγῇ μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τῆς ῾Ελλάδος μας· νὰ μὴν ἀφήσουμε νὰ προχωρήσουν οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι. ῎Εξω ἀπὸ κόμματα καὶ κομματικὲς τοποθετήσεις! Δὲν εἴμεθα ὄργανα οὐδενὸς κόμματος· εἴμεθα ὄργανα μόνο τῆς ῾Ελλάδος καὶ τοῦ Χριστοῦ μας· καὶ αὐτὰ τὰ δύο κηρύττουμε καὶ διασαλπίζουμε παντοῦ ὅπου βρεθήκαμε ἐπὶ πενήντα τώρα χρόνια, τελευταίως δέ, γέρων πλέον ἐπίσκοπος, ἐδῶ στὴν ἱερὰ μητρόπολι Φλωρίνης.
᾿Εδῶ σ’ αὐτὴ τὴν ἀκρόπολι, σ’ αὐτὸ τὸ μετε­ρί­ζι θὰ σταθοῦμε καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου. ῞Ολοι, γύρω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, νὰ δώσουμε τὴ μάχη χέρι μὲ χέρι, στῆθος μὲ στῆθος. Μεί­νετε πιστοί. Θὰ δώσουμε πνευματικὴ μά­χη· ὄχι μὲ ὅπλα πυρηνικὰ οὔτε μὲ βόμβες νετρο­νίου· θὰ δώσουμε τὴ μάχη μὲ ὅπλο τὸν τίμιο σταυρό. Δὲν θὰ μπορέσουν ποτέ νὰ ξερριζώ­σουν ἀπ᾿ τὶς καρδιές μας τὸν τίμιο σταυ­ρό. Θὰ τὸν κρατήσουμε τὸ σταυρὸ ὡς κειμή­λιο, ὡς θη­σαυρό, ὡς ὄασι, ὡς σύμβολο ἀθα­νάτων ἰ­δεῶν. Ἔτσι θὰ προχω­ρήσουμε πρὸς τὰ ἐμ­πρός. Καί, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων τῆς κολά­σεως, θὰ σταθοῦμε καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς οἰ­κογένειες καὶ ὡς ἔθνος καὶ ὡς κοινωνία. Τότε θὰ αἰσθανθοῦμε τὴ δύναμι ποὺ ἔχει τὸ «ἐν τούτῳ νίκᾳ» καὶ θὰ ψάλουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας· «Τὸν σταυρόν σου προσκυνοῦ­μεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Καὶ πέντε νὰ μείνετε, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ ὑποστείλῃς τὴ σημαία τῆς πίστεως. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς προστατεύῃ ἀπὸ παντὸς κακοῦ, ἐσᾶς καὶ τὶς οἰκογένειές σας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης ἑσπέρας 21-3-1982)