Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for the ‘ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ’ Category

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 13th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΕΟΡΤΑΣΕ Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ  π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΣΤΗΝ ΘΡΙΑΜΒΕΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΚΥΡ. ΟΡΘ. 81CIMG7600

ΚΥΡ. 1

_________________________________________

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν


____________________________________

_________________________________

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

«Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (Σύμβ. πίστ. 9)

ΕΑΝ, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε κάτι νὰ καυχηθοῦμε, τὸ καύχημά μας εἶνε ἡ Ὀρθοδο­ξία.
Ἡ Ὀρθοδοξία μας πολεμεῖται. Αὐ­τὸ ὅμως εἶνε ἀπόδειξις ὅτι εἶνε ἡ ἀληθινὴ πί­στις. Ὅ­πως ὁ κλέφτης μισεῖ τὸ φῶς, ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδο­ξίας μισοῦν τὸ φῶς της. Ἀλλ᾽ αὐ­τὴ θεμέλιο καὶ ῥίζα της ἔχει τὸ Χριστό, «καὶ πύ­λαι ᾅ­δου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18).
Πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὴν πίστι μας. Καὶ ποιό εἶνε τὸ ὅπλο; Πολλὰ ὅπλα ἔχουμε. Ἐγὼ ἀπὸ ὅλα θὰ ὑπογραμμίσω τώρα ἕνα. Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι, ἐ­ὰν ὅλοι ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαός, ἤμασταν πρα­γματικὰ ὀρθόδοξοι, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἕνας αἱρετικός. Μά, θὰ πῆτε, δὲν εἴμεθα ὀρθόδοξοι; Εἴμεθα, ἀλλὰ στὰ χαρτιὰ καὶ στὶς ταυ­τό­τη­τες. Ὀρ­θόδο­ξος ὅμως δὲν σημαίνει νὰ ἔχῃς μόνο τὸ ὄ­νομα. Ὁ ὀρθό­δοξος εἶνε στρατιώτης Χριστοῦ. Καὶ στρατιώ­της σημαίνει ἀπόφασι γιὰ ἐκτέλεσι τῶν νό­μων τοῦ Κυρίου, τῶν ἐν­τολῶν τῆς Ἐκ­κλησίας. Ἂν ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀ­νώ­τερη πί­στι στὸν κόσμο, τότε καὶ τὰ ἔργα τῶν ὀρθοδό­ξων πρέπει νὰ εἶνε ἀνώτερα ἀπὸ ὅλων τῶν ἄλ­λων. Μ᾽ ἄλλα λόγια Ὀρθοδοξία = ὀρθοπραξία.
Τί σημαίνει ὀρθοπραξία; Θ᾽ ἀπαριθμήσω 7 – 8 νούμερα, καὶ πάνω σ᾽ αὐτὰ ἂς ζυγι­στοῦμε ὅ­­λοι. Ἔτσι θὰ φανῇ, ἂν εἴμαστε ὀρθό­­δοξοι στὴν πρᾶξι κι ὄχι μόνο στὸ ὄνομα. Ὁ Κύ­ριος εἶπε· «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύ­ριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρα­νῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποι­ῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐ­ρανοῖς» (Ματθ. 7,21). Ποιές λοιπὸν εἶνε οἱ ὑ­ποχρε­ώσεις μας ὡς μελῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;

* * *

⃝ Νούμερο 1. Ὀρθοπραξία σημαίνει σεβασμὸς τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Σὲ μιὰ ὀρθόδο­ξη χώρα δὲν ἐπιτρέπεται καμμία βλασφημία τῶν θεί­ων. Εἴμαστε ἐν τάξει σ᾽ αὐτό; Ὄχι δυσ­τυ­χῶς. Κάθε λεπτὸ ἀκούγονται βλαστήμιες. Βλαστημοῦν μεγάλοι – μικροί. Στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲ βλαστη­μοῦσε οὔτε ἕνας. Ξέρετε ποῦ ἔμαθαν οἱ πρόσ­φυγες νὰ βλαστημοῦν; Ὅταν περιώδευα τὰ χωριὰ τῆς Μακεδονίας, ἀπὸ Πρέσπα μέχρι Σκρᾶ καὶ πιὸ πέρα, βρῆκα προσφυγικὲς οἰκο­γένειες καὶ τοὺς ἔλεγα· ―Βρὲ παιδιά, βλα­στη­μᾶνε οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ κ᾽ ἐ­σεῖς; ―Ἐμεῖς ἐκεῖ δὲ βλαστημούσαμε, μοῦ ἔλεγαν γέροι μὲ ἄσπρα μαλλιά· βλαστήμια πρώτη φορὰ ἀκούσαμε μέ­σα στὰ ἑλ­ληνικὰ κα­ράβια ὅταν μᾶς ἔφερναν ἐδῶ…. Πρέπει λοιπὸν νὰ σβήσῃ ἡ βλαστήμια.
⃝ Νούμερο 2. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ σεβασμὸς τῆς Κυριακῆς. Ἕξι μέρες ἐρ­γάσου. Τὴν Κυρι­ακὴ χτύπησαν οἱ καμπάνες; Στὸπ τὰ πάντα, νὰ κλείσουν ὅλα. Τώρα ὅμως τὴν Κυριακὴ γίνονται δραστηριότητες, δυστυχήματα, ἐγκλή­ματα. Ἀπὸ Κυρια­κὴ τὴν καταντήσαμε διαβολική, δὲν τὴν τιμοῦμε. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ, τὴν Κυριακὴ νὰ πράττουμε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶνε ἐκκλησιασμός, θεία κοινωνία, μελέτη ἁγίας Γραφῆς, ἐπίσκεψις ἀσθενῶν.
⃝ Νούμερο 3. Ὀρθοπραξία σημαίνει «Οὐ λή­ψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7). «Μὴ ὀμόσαι ὅλως· …ἔ­στω ὁ λόγος ὑ­μῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. 5,34-37). Ἀπαγορεύεται τελείως ὁ ὅρκος, εἴτε ψέματα εἴτε καὶ ἀληθι­νά. Ἐδῶ ὅ­μως χιλιάδες χέρια σὲ δικαστήρια καὶ ἀλ­λοῦ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Στὴν Κοζάνη συνήντησα ἕνα πτωχαδάκι μὲ 5 – 6 παιδιά. Ἦ­ταν ἀπὸ τὸν Πόντο, ὅπου διδάχθηκε ὅτι ὁ ὅρ­κος εἶνε ἁμαρτία. Τὸν πῆραν ἀγροφύλακα, μὰ δὲν μπόρεσε νὰ μείνῃ στὴ θέσι αὐτή. Τὸν κάλε­­σαν μάρτυρα στὸ δικαστήριο καὶ ἔδω­σε μέσα σὲ μία μέρα 35 ὅρκους. Θεέ μου, λέει, κολά­στηκα! Ἔφυγε, δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ. Εἴμαστε ὀρθόδοξη χώρα; Τηροῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἢ ἔχουμε ἀντιευαγγέλιο;
⃝ Νούμερο 4. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ σεβασμὸς τοῦ γήρατος. Ὅσοι εἶστε νέοι, ζυγιστῆτε ἐδῶ. Κάποτε μπροστὰ σὲ γέροντα ὁ νέος σηκωνόταν ὄρθιος, εἶχε ντροπή, κοκκίνιζε. Τώρα σὲ τραῖνα καὶ αὐτοκίνητα βλέπεις γριὲς ὄρθιες νὰ κρέμωνται ἀπὸ τοὺς ἱμάντες, καὶ παιδιὰ νὰ κάθωνται μακαρίως. Μόλις ὅμως ἐμφανισθῇ κάποιο δεσποινάριον, τότε ὁ δανδῆς σηκώνεται ὄρθιος. Γι᾽ αὐτὸ ἐγὼ τοὐλάχιστον προτι­μῶ νὰ πηγαίνω μὲ τὰ πόδια. Πῆρε «καλὰ» μαθήμα­τα ἡ νεολαία στὸν κινηματογράφο καὶ τώρα τὰ ἐ­φαρμόζει. Τὰ ἴδια καὶ στὸ σπίτι. Τοῦ μι­λᾶ­νε, κι ὁ νέος κάθεται διπλοπό­δι καὶ καπνίζει κιόλας. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα εἶνε ἕνας μικρὸς θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς· ὅποιος δὲ σέβεται αὐτοὺς ποὺ τοὺς βλέπει, πῶς νὰ σεβαστῇ τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπει; Σεβασμὸς τοῦ γήρατος σημαίνει τιμὴ στοὺς γονεῖς, κληρικούς, διδασκάλους.
⃝ Νούμερο 5. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ ὄχι πορνεία. Σ᾽ ἕνα ὀρθόδοξο λαὸ δὲν πρέπει ὄχι νὰ γίνεται ἀλλ᾽ οὔτε ν᾽ ἀκούγεται πορνεία (πρβλ. Ἐφ. 5,3). Οὐ πορνεύσεις, «οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13· Δευτ. 5,18)· καθαρὴ πρέπει νά ᾽νε ἡ ζωὴ τῶν νέων. Καὶ ὅ­μως στὰ χρόνια μας τὸ κακὸ ξεχεί­λισε καὶ περ­πατάει στὸ δρόμο· ἁμαρτάνουν φανερά, σὰν τὰ σκυλιά. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ «τίμιος ὁ γάμος… καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος» (Ἑβρ. 13,4). Παν­τρεύτηκες στὴν ἐκκλησία; ἔκανες ἱερὸ συμβό­λαιο μπροστὰ στὸ Θεό, ποὺ λέει· «Σὲ καὶ μόνον καὶ αἰωνίως». Μόνο τὸ φτυά­ρι τοῦ νεκροθάφτη χωρί­ζει τὸ ἀντρόγυνο. Τὸ διαζύγιο εἶνε ἄγνωστο.
⃝ Νούμερο 6. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ ὄχι τυχερὰ παιχνίδια. Ἔχουμε ἕνα βιβλίο ἱερό, τὸ Πηδάλιο, ποὺ σημαίνει τιμόνι. Καράβι χωρὶς τιμόνι δὲν ταξιδεύει. Ἔτσι εἶνε καὶ τὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Μέσα σ᾽ αὐτὸ εἶνε ὅλοι οἱ κανό­­νες τῶν ἁγίων Συνόδων. Ἐκεῖ οἱ δώδεκα ἀπό­στολοι ὁρίζουν· Ὅποιος κληρικὸς παίζει ζάρια, τράπουλες, ὅλα αὐτά, «ἢ παυσά­σθω, ἢ καθαιρείσθω»· ἢ νὰ παύσῃ ἀπὸ αὐ­τά, ἢ νὰ καθαιρε­θῇ. Κι ὁ ἑπόμενος κανόνας λέει· Ὅποιος λαϊκός, ἄντρας ἢ γυναίκα, πιάνει αὐτὰ τὰ πράγματα στὰ χέρια, «ἢ παυσάσθω, ἢ ἀ­φοριζέσθω», δὲν ἔχει θέσι στὴν ἐκκλησία (ΜΒ΄ καὶ ΜΓ΄ καν. ἁγ. Ἀπ., Πηδάλιον, Ἀθῆναι 19576, σσ. 47-48 καὶ Ἀλιβιζάτου, Οἱ ἱεροὶ Κανόνες, Ἀθῆναι 19973, σ. 185). Τώρα ὅ­μως, χάριν τοῦ κέρδους, ἡ πατρίδα μας ἔγινε καζῖνο καὶ χαρτοπαικτικὴ λέσχη. Κοντὰ σ᾽ αὐτὰ εἶνε καὶ ὅλα τὰ τυχερὰ παιχνίδια, λαχεῖα, καθὼς καὶ τὸ «Προ – πὸ» κ.τ.λ.. Ὁ Ἀριστο­τέλης λέει, ὅτι ὁ χαρτοπαίκτης κατατάσσεται ὄχι στοὺς τιμίους ἀν­θρώπους ἀλλὰ δίπλα στὸν κλέφτη· γιατὶ κι αὐ­τὸς κλέβει μὲ τρόπο τοὺς ἄλλους. Ποιός φταίει γι᾽ αὐτά; Ἐμεῖς, ἡ ποιμαίνουσα ἐκ­κλησία. Ἔ­πρεπε νὰ ποῦμε στοὺς κυβερνῶντες· Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶνε παραπάνω ἀπὸ τοὺς νόμους τοῦ κράτους· ἐὰν ψηφίζετε τέτοιους νόμους, ἐμεῖς θὰ χτυπήσουμε νεκρικὰ τὶς καμ­πάνες. Προτιμῶ νὰ πέσω, νὰ εἶμαι ἁπλὸς κα­λόγερος, νὰ πάω στὶς φυλακές, παρὰ ν᾽ ἀφή­σω τὸ τζόγο νὰ διαλύσῃ τὸν τόπο. Ζητοῦμε ἀπ᾽ τὸ Θεό, νὰ ἑνώσῃ τοὺς ἱεράρχας, καὶ ν᾽ ἀ­φή­σουν τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, καὶ νὰ πιάσουν τὰ μεγάλα θέματα, ποὺ ταλανίζουν τὴν πατρίδα.
⃝ Νούμερο 7. Ὀρθοπραξία θὰ πῇ κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια στὸ χωριὸ τὴ Μεγάλη ᾽Βδομάδα στὴν ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου μοῦ ἄρεσε ἐκεῖνο· «Δικαιοσύνην μάθε­τε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9β΄). Ὀρ­θοδοξία θὰ πῇ ἰδεώδης κοινωνία, στὴν ὁ­ποία ἐ­πικρατεῖ δικαιοσύνη, ὅπως βλέπουμε στὶς Πρά­ξεις τῶν ἀποστόλων. Δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ φτωχὸς καὶ πλούσιος, εἶχαν ὅλοι τὰ πάντα κοινά (Πράξ. 4,32). Μιὰ ψυχὴ ἔκλαιγε; χίλια μαν­τήλια σπόγγιζαν τὰ δάκρυά της. Κοινωνία ἀγ­γέλων. Τὰ ἀ­γαθὰ εἶνε σὰν τὸ αἷμα, ποὺ μοιράζεται παν­τοῦ στὸ σῶμα. Ἂν πάῃ ὅ­λο στὴν καρδιά, θὰ φέρῃ συγκοπή· ἂν πάῃ ὅ­λο στὸν ἐγκέφαλο, θὰ φέρῃ συμφόρησι· ἂν πάῃ ὅλο στὰ πνευμόνια, θὰ φέ­ρῃ ἀσφυξία. Καὶ σ᾽ ἕνα περιβόλι μὲ χίλια δέν­τρα, ἂν ὁ κηπουρὸς ῥίξῃ ὅλο τὸ νερὸ σὲ δέκα δέντρα, αὐτὰ μὲν θὰ σαπίσουν τὰ δὲ ἄλλα θὰ κιτρινίσουν. Δεντριὰ εἶνε κ᾽ οἱ ἄνθρωποι· διψοῦν δροσιά, μὰ τὸ νεράκι πέφτει μόνο σὲ λίγα δέντρα. Δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη. Ὁ πλοῦ­τος μαζεύτηκε στὰ χέρια τῶν ὀλίγων, ἐνῷ οἱ πολλοὶ ὑποφέρουν. Ἅμα τὰ πῇς αὐτά, σὲ λένε ἀρι­στερό. Ἀλλ᾽ ὄχι, ἀδέρφια μου, ἐγὼ δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα· ἀ­νήκω στὸ Χριστό, στὴν Ὀρθοδο­ξία, καὶ πιστεύω ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸ καὶ μόνο, μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
⃝ Καὶ τὸ νούμερο 8, τελευταία ζυγαριά. Ὀρθο­πραξία θὰ πῇ δάκρυα μετανοίας, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἁγίων. Δῶστε μου ἕνα τέτοιο δάκρυ, καὶ σᾶς χαρίζω ὅλα τὰ πλούτη! Αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρ­θοδοξία μας, ἀδελφοί. «Καρδίαν καθαρὰν κτῆ­σον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).

* * *

Τελείωσα. Στὴν Ἀποκάλυψι ὁ Ἰω­άννης εἶδε νὰ πετάῃ ἕνας ἀετός, ποὺ θυμίζει τὰ ἐμβλήμα­τα τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀετὸς στὶς σφραγῖδες, στὰ ἐγκόλπια, στὰ βιβλία, παντοῦ· ὁ δικέφαλος ἀετὸς εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Ποῦ εἶσαι, ἀετὲ τῆς Ὀρθοδοξίας; Χαμήλωσε, ἔλα καὶ πάρε μας στὶς φτεροῦγες σου. Καὶ ὕψωσέ μας ψηλά, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Θεός, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ ἅγιοι, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ πρόγονοι καὶ οἱ πατέρες μας, ἐκεῖ νὰ ζήσουμε αἰωνίως. Ὀρθόδοξοι γεννηθήκαμε, ὀρθόδοξοι νὰ ζήσουμε, καὶ ὀρθόδοξοι νὰ πεθάνουμε· ἀμήν.


____________

_________

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό των Αγίων Ἀναργύρων Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τo 1959)

Η υλικη δημιουργια

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 11th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. 1,10 – 2,3)

Η υλικη δημιουργια

«Σὺ κατ᾽ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί» (Ἑβρ. 1,10)

KYRIE-TON-DYNAM.ist_ΚΑΙ πάλι, ἀγαπητοί μου, ὁ γέρων ἐπίσκοπος θὰ ὁμιλήσῃ. Ἀλλὰ ἐρωτῶ· ὑπάρχει σήμε­ρα διάθεσις ν᾽ ἀκούσῃ ὁ κόσμος τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ;
Ζοῦμε σὲ ἄσχημα – πονηρὰ χρόνια, σὲ ἡμέρες ἀντιχρίστου. Ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ θέλουν ν᾽ ἀ­κούσουν λό­γο Θεοῦ (βλ. Β΄ Τιμ. 4,4), σὰν τὸν ἄρρωστο ποὺ ἀηδιάζει καὶ τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ φαγη­τό. Ὅπως προέλεγε μιὰ ἄλ­­λη προφητεία, οἱ ἄνθρωποι μάτια ἔχουν καὶ μά­τια δὲν ἔχουν, αὐτιὰ ἔχουν καὶ αὐτιὰ δὲν ἔ­χουν (βλ. Ἠσ. 6,9-10. Ματθ. 13,14-15). Ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ γιὰ τὸ διάβολο, ἀλλ᾽ ὄχι γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸ λόγο του. Σὲ τέτοια χρόνια ζοῦμε. Ἀλλὰ ἐσεῖς θέλε­τε, ἐλπίζω, ν᾽ ἀκούσετε κήρυγμα εὐαγγελίου.
Θὰ λάβω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἀπόστο­­λο, ποὺ εἶνε μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἕνα ἀριστούρ­γημα τοῦ πνεύματος. Τί λέει;
Εἶνε ἕνας ὕ­μνος· ὄχι τοῦ ἔρωτος ἢ τοῦ κόμματος ἢ κάποιας ἀνθρωπίνης ἰδεολογίας, ἀλλὰ ὕ­μνος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, λέει, εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Δὲν εἶ­νε ἕνα δημιούργημα· εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Δημι­ουργὸς τοῦ παντός, τέλειος Θεός, «ὁμο­ούσι­ος τῷ Πατρί», καθὼς διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκ­κλησία (Σύμβ. πίστ.). Λέει γιὰ τὸ Χριστὸ λόγια, τὰ ὁ­ποῖα ὁ ἀπόστολος παίρνει ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. «Σύ», λέει, «κατ᾽ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰ­σιν οἱ οὐρανοί» (Ἑβρ. 1,10. Ψαλμ. 101,26-27). Παρουσι­άζει τὴ γῆ καὶ τοὺς οὐρανοὺς ὡς δημιούργη­μα καὶ ἔρ­γο τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπάνω στὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἂς κάνουμε μερικὲς σκέψεις.

* * *

Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ; Ἕνα ἄ­στρο εἶνε, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑ­κατομμύρια – δισεκατομμύρια ἄστρα ποὺ ὑπάρχουν στὸ σύμπαν.
Ποῦ στηρίζεται – ποῦ στέκεται τὸ ἄστρο αὐτό; Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν, ὅτι στηρίζεται πάνω στοὺς ὤμους ἑνὸς μυθικοῦ γίγαν­τος ποὺ λεγόταν Ἄτλας· αὐτός, ἔλεγαν, σηκώνει τὴ γῆ. Ἀλλὰ ἡ ἐπιστήμη, ἢ μᾶλλον ἐνωρίτερα ἡ ἁγία Γραφή, ἀπορρίπτει τὸν μῦθο. Δια­βά­στε τὸν Ἰώβ, νὰ δῆτε. Προτοῦ ν᾽ ἀποφανθῇ ἡ ἐπιστή­μη, ἡ Γραφὴ εἶπε, ὅτι ἡ γῆ στηρίζεται «ἐπὶ οὐδενός», ἐπάνω στὸ τίποτα (Ἰὼβ 26,7). Πουθενὰ δὲ στηρίζεται, εἶνε με­τέωρη. Ἕνα τέτοιο οὐρά­νιο σῶμα, ποὺ ζυγίζει δισεκατομμύρια τόννους, πῶς κρατιέ­ται στὸ διάστημα καὶ δὲν πέφτει; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τοὺς ἐπιστήμονες. Τὴν κρατάει, λένε, μιὰ ἀόρατη κλωστή. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ κλωστή; Τὴν ὀ­νομάζουν «παγκόσμιο ἕλξι». Ὁ ἥλιος, λέει, τραβάει τὴ γῆ καὶ ἡ γῆ τὴ σελήνη. Αὐτὴ εἶνε ἡ «κλωστή». Κόπηκε ἡ «κλω­στή»; χάος! Τώρα τί ἀκριβῶς εἶνε ἕλξις, οὔτε καὶ ὁ Νεύτων δὲν μπόρεσε νὰ ἐξηγήσῃ. Αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν οὐσία τους εἶνε μυστήρια.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο αὐτό, ὅτι ἡ γῆ μένει μετέ­ωρη. Τὸ ἄλλο καταπληκτικὸ εἶνε, ὅτι ἡ γῆ δὲ μένει στάσιμη· κινεῖται, τρέχει ἰλιγγιωδῶς, σὰν πύραυλος καὶ δι­αστημόπλοιο. Ἂν πῇς σ᾽ ἕναν ἄπιστο ὅτι τὸ διαστημόπλοιο ἔγινε ἔτσι μόνο του, θὰ σὲ πῇ τρελλό. Εἶνε δυνατόν, σοῦ λέει, ἕνας πύραυλος, ποὺ κοπίασαν τόσοι καὶ τό­σοι μέχρι νὰ ἐκτοξευθῇ, ἐσὺ νὰ λὲς πὼς ἔ­γινε μόνος του; Ἀλλὰ τί εἶνε ὁ πύραυλος; τίποτα δὲν εἶνε μπροστὰ στὸ τεράστιο αὐτὸ δι­αστημόπλοιο, τὴ γῆ μας, ποὺ ταξιδεύει ἐπὶ τό­σες χιλι­ετίες μὲ ἐπιβάτες τόσα δισεκατομμύρια ἀν­θρώπους. Θαυμαστὸ πρᾶγμα.
Ἡ γῆ κινεῖται. Τί κινήσεις κάνει; Ἐκτελεῖ δύο δρομολόγια, ἕνα μεγάλο καὶ ἕνα μικρό. Μὲ τὸ μεγάλο κάνει ἕναν ἀπέραντο κύκλο γύ­ρω ἀπὸ τὸν ἥλιο μέσα σὲ 365 ἀκριβῶς ἡμέρες, καὶ μὲ τὸ μικρὸ κάνει συγχρόνως μιὰ στρο­φὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της μέσα σὲ 24 ὧρες. Ἡ μία κίνησις εἶνε τὸ ἔτος, ἡ δεύτερη εἶνε τὸ ἡ­μερονύκτιο. Θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ δὲν ὀ­φείλονται βεβαίως στὴν τύχη. «Σύ…, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί».
Θαυμαστὸ πρᾶγμα εἶνε ἐπίσης ἡ ὡρισμένη θέσι στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ γῆ. Ἐὰν δηλαδὴ ἡ γῆ ἦ­ταν πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο, τότε ἡ θερμοκρασία της θὰ ἔπεφτε 10, 20, 30, 100, 200, 500, 1000 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδέν. Θὰ πάγωναν τὰ πάντα, ποτάμια λίμνες θάλασσες θὰ κρυστάλλωναν, τὰ δέντρα θὰ ξεραίνονταν, θὰ γινόταν ὅλη ὅπως ὁ Βόρειος Πόλος. Ἐὰν πάλι ἡ γῆ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸν ἥλιο, τότε τὸ θερμόμετρο θὰ ἀνέβαινε, ὄχι στοὺς 40 βα­θμοὺς ποὺ φτάνει τὸ καλοκαίρι καὶ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ στοὺς 100, 200, 300, 1000 βαθμούς! Κάρβουνο θὰ γινόταν ἡ γῆ. Ποιός ὥρισε τὴ γῆ σ᾽ αὐτὴ τὴ θέσι, τὴν κανονικὴ θέσι, ὥστε νὰ μπορῇ ἐπάνω σ᾽ αὐτὴν νὰ ὑπάρχῃ ζωή;
Θαυμαστὸ τὸ φαινόμενο ὅτι ἡ γῆ εἶνε μετέ­ωρη, θαυμαστὸ τὸ ὅτι κινεῖται καὶ κάνει δρομολόγια μὲ ἀκρίβεια, θαυμαστὸ τὸ ὅτι διατηρεῖ μία καθωρισμένη ἀπόστασι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Θέλετε καὶ κάτι ἄλλο; Τὸ εἶπα ἤδη· πάνω στὴ γῆ ὑπάρχει ζωή. Στὴ σελήνη καὶ τοὺς ἄλλους πλανῆ­τες ἐπικρα­τεῖ ξηραΰλα· εἶνε σὰν τὴ Σαχάρα. Μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν ὅλες οἱ συνθῆκες καὶ προϋποθέσεις γιὰ ζωή· καὶ χορτάρια καὶ δέντρα καὶ πουλιὰ καὶ ζῷα, τὰ πάντα. Κανένα ἄλλο ἀστέρι, δὲν ἔχει τόσα ἀγαθά. Ἡ γῆ εἶνε τὸ διαμάντι τῆς δημιουργίας.
Ἐπάνω στὴ γῆ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ὡραῖο ποιό εἶνε; ὁ ἄνθρωπος. Τὸ σκεφθήκαμε ποτὲ τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Δὲν τὸν ἐξετάζω ψυ­χικῶς· σωματικῶς μόνο νὰ τὸν ἐξετάσουμε, ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ τελειότερο ἐργοστάσιο. Θαυμάζεις ἕνα ρολόι, ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα πύραυλο, ἕνα ὁποιοδήποτε κατασκεύασμα; Αὐτὰ δὲν εἶνε τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ τε­λειότερο κατασκεύασμα. Τὰ μάτια του φωτογραφικὴ μηχανή, τὰ αὐτιά του ῥαντάρ, ἡ καρδιά του ἀντλία, οἱ φλέβες του ὑδραυλικὸ σύστημα, τὸ στομάχι του χημικὸ ἐργαστήριο… Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. «Εἶπεν ἄ­φρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).
Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ὅμως ἀπ᾽ ὅλα ποιό εἶνε; Ὅτι ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ἂν στὸ σπίτι σου – στὴν καλύβα σου ἔρθῃ ὁ νο­μάρχης ἢ ὁ βουλευτὴς ἢ ὁ πρωθυπουργὸς ἢ ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, τὸ θεωρεῖς μεγάλο πρᾶγμα. Λοιπὸν ἐπάνω ἐδῶ στὴν καλύβα τῆς γῆς ἐπάτησε – ποιός; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τί τιμή, τί δόξα γιὰ τὸν πλανήτη μας ἡ ἐπίσκεψις καὶ παραμονὴ τοῦ Θεανθρώπου σ᾽ αὐτὸν ἐπὶ 33 χρόνια, καὶ μάλιστα ἡ θυσία του! Κανένας ἄλλος πλανήτης δὲν ἐ­γνώρισε τέτοια δόξα.
Ὡραία καὶ θαυμαστὴ ἡ γῆ αὐτή, καὶ μεγάλη τιμὴ καὶ δόξα ἐγνώρισε. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν συμπεριφέρθηκε ἀπέναντί της ὅπως ἔ­πρεπε. Δὲν τὴν σεβάστηκε ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τόπο κατοικίας του. Μὲ τὴν πτῶσι του στὴν ἁμαρτία καὶ ὅλες τὶς ἐπακόλουθες συνέ­πειες ἐπηρέασε καὶ ἐπισκίασε τὴ λάμψι τοῦ πλανήτου αὐτοῦ. Δὲν εἶνε πλέον παρθένος ἡ γῆ· εἶνε μολυσμένη ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα, κι ἀναστενάζει καὶ ὑποφέρει. Ὁ ἄνθρωπος ἐμόλυνε τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θ᾽ ἀνεχθῇ ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κτίσματά του σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι. Τί θὰ κά­νῃ; Θὰ τὰ πάρῃ, λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, θὰ τὰ βάλῃ μέσα σὲ κλίβανο καὶ πλυντήριο, καὶ θὰ βγοῦν καινούργια (βλ. Ἑβρ. 1,12. Ψαλμ. 101,27). Κι ἂν τώρα ἡ κτίσις εἶνε ὡραία, πόσο ὡραιότερη θὰ εἶνε τότε! «καινὴν γῆν καὶ καινοὺς οὐρανοὺς προσδοκῶμεν», λέει ἡ Γραφή (Ἀπ. 21,1. Βλ. Β΄ Πέτρ. 3,13).

* * *

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶνε αἰ­ώ­νιος. «Σύ…, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί». Καὶ «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς», ὅ­πως λέει πάλι ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 23,1). Ναί, τοῦ Θεοῦ εἶνε ὅλα, δικό μας τίποτα. Ἐμεῖς εἴμαστε φιλοξενούμενοι. Ἡ γῆ, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Χρυσόστομος, εἶνε ἕ­να ξενοδοχεῖο. Στὸ ξενοδοχεῖο κοιμᾶ­σαι, ἀλλὰ δὲ λὲς Εἶνε δικό μου· πληρώνεις ἕνα ἐνοίκιο καὶ φεύγεις.
Καὶ γιὰ τὴ γῆ λοιπὸν ὁ Θεός, ὁ ἰδιοκτήτης, ζητάει ἐνοίκιο. Ποιό εἶνε τὸ ἐνοίκιο, τί ζητάει ἀπὸ μᾶς; Ἕνα εὐχαριστῶ. Εἰκοσιτέσσερις ὧ­ρες ἔχει τὸ ἡμερονύκτιο καὶ ἑκατὸν ἑξηνταοκτὼ ἡ ἑβδομάδα· ἔλα μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία νὰ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Μεγαλοδύναμο. Μὴ γίνεσαι πιὸ ἀχάριστος κι ἀπὸ τὸ σκυλί, ποὺ ὅταν τοῦ ῥίξῃς ἕνα κόκκαλο κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Ὁ ἄνθρωπος, ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ, ἀνοίγει τὸ βρωμερό του στόμα καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα. Κ᾽ ὕστερα ἀποροῦμε γιατί σείεται ἡ γῆ…
Ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε, ἀ­δελφοί μου, καιρὸς μετανοίας, ἐξομολογήσεως, ἐ­πιστροφῆς στὸ Θεό. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζει σήμερα καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα­μᾶς. Μα­κάρι ὅλοι νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἐδῶ στὴ γῆ ἔ­χουμε μεγάλο προορισμό, μὲ τὴν πίστι ὅτι ὅ­λα αὐτὰ τὰ δημιούργησε ὁ Θεός· «Σὺ κατ᾽ ἀρχάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου  Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 10-3-1985)

«Φως Χριστου φαινει πασι» (Προηγιασμενη)/«Светлост Христова просвећује све»

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 11th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Προηγιασμένη θεία λειτουργία

Φως στο σκοταδι

«Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι» (Προηγ.)

LampadaΗ Προηγιασμένη εἶνε, ἀγαπητοί μου, μία ἰ­δι­­αιτέρα λειτουργία τῆς ἁγίας μας Ἐκ­κλη­σί­ας. Χαρακτηριστικό της, ὅπως δείχνουν τὰ καλύμματα τῆς ἁγί­ας τραπέζης καὶ τὰ ἄμφια τοῦ ἱερέως, εἶνε ἡ κατάνυξις καὶ τὸ πένθος. Πενθοῦ­­με γιὰ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὰ δικά μας ἄθλια πάθη, γιὰ τὶς ἁμαρτίες κλή­ρου καὶ λαοῦ, καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξουμε ἕνα σημεῖο τῆς λειτουργίας αὐτῆς. Εἶνε τὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερεὺς κρατώντας ἀναμ­μένη λαμπάδα καὶ θυμιατὸ βγαίνει στὴν ὡ­ραία πύλη ἐνῷ τὰ φῶτα εἶνε σβηστά, εὐλογεῖ σταυροειδῶς τὸ ἐκκλησί­ασμα καὶ λέει· «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Αὐ­τὴ ἡ ἐκφώνησις περιέχει σπουδαῖα νοήματα.
Περὶ φωτὸς λοιπὸν θὰ εἶνε ὁ λόγος. Καὶ ὑ­πάρχει φῶς ὑλικὸ καὶ φῶς πνευματικό.

* * *

Τὸ ὑλικὸ φῶς, ἀγαπητοί μου, τὸ δημιούργη­σε ὁ Θεός· Αὐ­τὸς εἶπε «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐ­γένετο φῶς» (Γέν. 1,3). Πηγές του ὥρισε γιὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τὸν ἥλιο καὶ γιὰ τὴ νύχτα τὴ σελήνη. Τὸ φῶς μᾶς εἶνε ἀ­ναγκαῖο. Ὅ­ταν ὁ ἥλιος δύῃ, προ­σπαθοῦμε νὰ ἔχουμε φῶς μὲ ἄλ­λα μέσα· σήμερα μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, παλαιότερα μὲ λάμπα πετρε­λαίου, μ᾽ ἕνα λυχνάρι, μ᾽ ἕνα κερί, ἀκόμα καὶ μ᾽ ἕνα δᾳδί. Χωρὶς φῶς δὲν ζοῦ­με· ἂν καμμιὰ φορὰ παρουσιαστῇ βλά­βη, ζητᾶμε νὰ διορθωθῇ τὸ συν­τομώτερο. Κι ὅ­ταν στὸ σπίτι ἔρθῃ τὸ φῶς, ὅλοι ἔχουμε χαρά. Ἐὰν περπατάῃ καν­εὶς στὰ σκοτεινά, κινδυνεύει νὰ σκοντάψῃ καὶ νὰ πέσῃ· δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῇ, δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρῇ κάτι ποὺ ψάχνει. Ἔχουμε καὶ παραδεί­γματα στρατιωτῶν πού, μέσ᾽ στὸ σκοτάδι, ἀντὶ νὰ πυροβολήσουν ἐχθρούς, πυροβόλησαν συστρατιῶτες – ἀδέρφια τους.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, ποὺ ἔρχεται νὰ διαλύσῃ τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ σκοτάδι ποὺ ἁπλώνεται γύρω. Μπορεῖ νὰ ἠλεκτροφωτίσουμε κάθε γωνιά, καὶ ὅμως ὑπάρχει σκοτάδι. Τὸ μεγάλο σκοτάδι δὲν εἶνε τὸ ὑλικό, στοὺς δρόμους ἢ στὰ σπίτια· τὸ μεγάλο σκοτάδι, ἀδελφοί μου, εἶνε μέσα μας, στὴν καρδιά μας, στὰ μυαλά μας. Αὐτὸ λίγοι τὸ καταλαβαίνουν.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ τὸ ἅγιό του λείψανο εἶνε στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα­μᾶς, ἔλεγε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου τὸ σκότος». Αὐτὴ τὴν προσευχὴ ἔκανε διαρκῶς στὸ ἀσκητήριό του. Διότι πράγματι μέσα μας ὑπάρχει σκοτάδι. Τὸ λέει καὶ ἡ ἁγία Κασσιανὴ στὸ ὡραῖο τροπάριό της· Κύριε, ζῶ στὴν ἁμαρτία· «νύξ μοι ὑπάρχει… ζοφώδης τε καὶ ἀ­σέληνος», ἔχω νύχτα χωρὶς φεγγάρι, νύχτα μὲ πυκνὸ σκοτάδι (δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.).
Κατασκότεινη ἡ ζωή μας, βυθισμένη στὴ νύ­χτα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν. Ποιά δύναμι στὸν κόσμο, ποιά φιλοσοφία, μπορεῖ νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι αὐτό; Μπορεῖ κάποιος νά ᾽χῃ κάνει τὸ μυαλό του ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικό, κι ὅμως νά ᾽χῃ μεσάνυχτα στὰ πιὸ ζωτικὰ θέματα. Ρωτῆστε τοὺς μακρὰν τοῦ Χριστοῦ σοφοὺς π.χ., τί εἶνε Θεός καὶ ποιά ἡ σχέσι μας μαζί του; Κανείς δὲν θὰ σᾶς ἀπαν­τήσῃ μὲ τὰ λίγα καὶ καθαρὰ ἐκεῖνα λόγια τοῦ Χριστοῦ «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Ρωτῆστε τους τί εἶνε ὁ ἄν­θρωπος; Ἡ φιλοσοφία δὲν λύνει τὸ αἴνιγμα. Ὁ Χριστὸς λέει· ὁ ἄνθρωπος ἔχει θεία καταγωγή, εἶνε ἀθάνατος, ἀλλὰ κάποτε ἔπεσε καὶ τώρα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κρύβεται βόρ­βορος, πάθη – κακίες – ἐλαττώματα· ἔχει ἀνάγ­κη ῥιζικῆς ἀλλαγῆς, ἀλλαγῆς καρδίας, ν᾽ ἀναγεννηθῇ, νὰ γίνῃ νέος ἄνθρωπος, καινὴ κτίσις, νέα δημι­ουργία. Ρωτᾷς τοὺς φιλοσόφους γιὰ τὴν ψυχή, καὶ πελαγώνουν σὲ ἰδέες καὶ θεωρίες. Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ μὲ λίγες ἀθάνατες λέξεις· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδή­σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). ῾Ρωτᾷς τοὺς φιλοσόφους, ποῦ εἶνε ἡ εὐτυχία, καὶ σὲ ζαλίζουν· στὴ δύνα­μι, στὸ χρῆμα, στὴ δόξα, στὴ γνῶσι… Ὁ Χριστὸς λέει· τὸ κλειδὶ τῆς εὐτυχίας εἶνε ἡ ἀρετή, ἡ ἁ­γιότης. Ρωτᾷς, ποιός τέλος πάντων εἶνε ὁ προ­ορισμός μας; καὶ δὲν ἀκοῦς μιὰ σωστὴ κουβέντα. Ὁ Χριστὸς δείχνει τὸν οὐρανὸ καὶ λέει· «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. 1,16). Πηγαίνεις καὶ στοὺς τάφους καὶ ρωτᾷς γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τί γίνεται ἐδῶ; Οἱ σοφοὶ σιωποῦν· ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ μὲ λόγια καὶ ἔργα. Στὶς ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου εἶπε· Μὴν κλαῖτε, «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Κ᾽ ἐμ­πρὸς στὸ μνῆμα προστάζει· «Λάζαρε, δεῦ­ρο ἔξω» (Ἰω. 11,25,43) κι ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Τέλος ὁ ἴδιος τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως συν­τρίβει τὶς χάλκινες πύλες τοῦ ᾅδου καὶ τότε ἀκούγε­ται ὁ παιάν· «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐ­ρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια…» (καν. Πάσχ.).
«Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Ὁ Χριστὸς εἶ­νε τὸ φῶς. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ μεσημέρι θ᾽ ἀκούσουμε· «Σέ, τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον» (Ψαλμ. 103,2 καὶ δοξ. ἀποστ. ἑσπ. Μ. Σαβ.). Ὅπως ἐμεῖς φοροῦμε ροῦχο, ἔτσι ὁ Χριστὸς ὡς ἔν­δυμα, ὡς ροῦχο του, ἔχει τὸ φῶς.
Καὶ ὄχι μόνο εἶνε φῶς ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἔχει τὴ δύναμι κ᾽ ἐμᾶς, ποὺ εἴμαστε στὸ σκοτάδι, νὰ μᾶς κάνῃ παιδιὰ τοῦ φωτός, «υἱοὺς φω­τὸς» καὶ «υἱοὺς ἡμέρας» (Ἰω. 12,36. Α΄ Θεσ. 5,5). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε στοὺς προγόνους μας· Ζούσα­τε κάποτε στὸ σκοτάδι· τώρα εἶστε φῶς, γι᾽ αὐτὸ «ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Ἐφ. 5,8), νὰ ζῆτε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἡμέρας.

* * *

Μὲ ποιό τρόπο ἆραγε μποροῦμε νὰ γίνουμε φῶς; Ἡ ἀπάντησι, ἀγαπητοί μου, εἶνε· διὰ τῆς πίστεως. Ναί· ὅποιος πιστέψῃ πραγματικά, θὰ λάβῃ τὸ φῶς. Τὸ εἶ­πε ὁ Κύριος· «Ὁ ἀ­κολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατή­σῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»· ὅ­ποιος μὲ ἀκολουθήσῃ, ὅποιος πιστέψῃ στὰ λόγια μου, δὲν θὰ ζῇ πλέον στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς· «ἡ σκοτία οὐ μὴ καταλά­βῃ αὐ­τόν» (βλ. Ἰω. 8,12· 12,35), θὰ ζῇ μέσα στὸ φῶς.
Μπορεῖ λοιπὸν ὁ καθένας νὰ γίνῃ φῶς διὰ τῆς πίστεως. Ἀλλ᾽ ὄχι τῆς πίστεως τῆς νεκρᾶς, τῆς τυπικῆς, τῶν χειλέων· χρειάζεται πίστις ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος λέει, ὅτι τὴν πίστι μας πρέπει νὰ τὴ δεί­ξουμε μὲ ἔργα (βλ. Ἰακ. 2,18), μὲ συνεπῆ ζωὴ καὶ μὲ παράδειγμα φωτεινό. Καὶ ὁ προφήτης Ἠ­σαΐας φωνάζει· Ὄχι ξηρὰ θρησκευτικότης, μιὰ τυπικὴ νηστεία καὶ μιὰ ἀσήμαν­τη ἐλεημοσύνη, καὶ κατόπιν ὑπερηφάνεια καὶ καύχησις, σὰν νὰ λέμε· Θεέ, δὲν εἶδες ποὺ σοῦ ἔκανα αὐτὸ κι αὐτό; λοιπὸν πλήρωσέ με τώρα! Ἐὰν νομίζετε ὅτι ἔτσι θὰ σωθῆτε, ἀπατᾶσθε. Θέλεις, λέει ὁ Ἠ­σαΐας, νὰ διαλυθῇ τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς σου; ἀποκατάστησε τὸ δίκαιο, ἀπόδωσε δικαιοσύνη, δεῖξε ἔμπρακτη ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη, καὶ τότε «ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου» (Ἠσ. 58,8), τότε θὰ ἔλθῃ νωρὶς σ᾽ ἐσένα ἡ νοητὴ χαραυγή, τότε στὴν ἀσέληνη νύχτα σου θὰ λάμψῃ τὸ φῶς τοῦ νοητοῦ ἡλίου.
Δὲν ἀρκεῖ, ἀδελφοί μου, νὰ λέμε μόνο μέσα στὸ ναὸ καὶ ν᾽ ἀ­κοῦ­με στὴν Προ­ηγιασμένη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς ποὺ «φαίνει πᾶσι», ποὺ φωτίζει δηλαδὴ ὅλους. Ὁ ἴδιος στὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία ζητάει ἀπὸ τὰ παιδιά του· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐ­ρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Θέλει, καθένας ἀπὸ μᾶς νὰ γινώμαστε ἀφορμὴ νὰ δοξάζεται ὁ οὐράνιος Πατέρας ἀ­πὸ ἐκείνους ποὺ θὰ βλέπουν τὰ κα­λὰ ἔρ­γα μας, τὴν συνεπῆ καὶ ἐνάρετη ζωή μας.
Παρὰ τὰ τόσα φῶτα τῶν διαφημίσεων, παν­τοῦ ἐπικρατεῖ σκοτάδι· στὰ σπίτια, στοὺς δρό­μους, στὰ γραφεῖα, στὰ ἐργοστάσια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στὰ δικαστήρια, στὰ νοσοκο­μεῖα, στὰ ὑπουργεῖα, στὴ βουλή, στὰ παλάτια τῶν κυβερνώντων. Ὅσοι ἀξιωθήκαμε νὰ δοῦμε καὶ νὰ πάρουμε λίγο φῶς, ἔχουμε χρέος νὰ ζήσουμε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτός, ὄχι τῆς νύχτας – νυχτερίδες. Ἕνας ἀληθι­νὸς Χριστιανός, ὅπως βλέπουμε στοὺς βίους τῶν ἁγίων, γίνεται φῶς, ἕνας μικρὸς ἥλιος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ γύρω του τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε πράγματι στὸ πρόσωπό του τὸ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
Ἂς ἀνάβῃ ὁ κόσμος τόσα φῶτα τεχνητά. Ἐγὼ προτιμῶ νὰ κάθωμαι σὲ μιὰ καλύβα καὶ νὰ φωτίζωμαι ἀπὸ τὴ λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης· προτιμῶ νά ᾽χω τὸ Χριστό, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12), παρὰ νὰ ζῶ στὰ παλάτια μὲ τὰ φῶτα τοῦ ψεύτικου πολιτισμοῦ.
Αὐτὸ τὸ οὐράνιο φῶς νὰ προσπαθήσουμε, ἀδελφοί μου, ν᾽ ἀποκτήσουμε μὲ τὴν πίστι, μὲ τὰ ἔργα, μὲ τὴν προσευχή, μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας· νὰ γίνουμε μέσα στὸν κόσμο μικροὶ πολυέλεοι, πνευματικὲς λαμπάδες, καλώντας ὅλους τοὺς γύρω μας καὶ λέγοντας · «Δεῦτε, λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» (ἀκολ. Ἀναστ.). Τὸ δὲ Φῶς, τὸ ἀν­έσπερο, τὸ ἄδυτο, τὸ αἰώνιο, εἶνε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-4-1971 Τετάρτη βράδυ)

________

ΣΕΡΒΙΚΑ

_______

Божанствена Литургија Преосвећених дарова

Светло у мраку

«Светлост Христова просвећује све» (преосв.)

Преосвећена литургија је, драги моји, једна посебна литургија наше свете Цркве. Главна њена карактеристика, као што нам приказују покрови Свете трпезе, одежде свештеника, је скрушеност и жалост. Жалимо због мука Господа нашег Исуса Христа, због наших страшних страсти, због грехова свештенства и народа и тражимо милост Божију. Замолићу вас да обратите пажњу на један део ове литургије. То је део где свештеник држећи упаљену свећу и кадионицу излази из Царских двери док су светла угашена, благосиљајући крстоносно све присутне вернике и говори: «Светло Христово види се свуда». Овај возглас у себи садржи важне поуке. О светлу ће бити речи. Постоји светло материјално и светло духовно.

* * *

Материјално светло, драги моји, створио је Бог. Он је рекао: «Нека буде Светлост. И би Светлост.» (Прва књига. Мојс. 1,3).Одредио је као изворе светлости сунце за дан, а месец за ноћ. Светлост нам је неопходна. Када сунце зађе, покушавамо добити светлост на разне начине, данас са електричном енергијом, а у старо време са петролејском лампом, свећом или са једним фитиљем. Без светла не можемо живети, ако се некада задеси неки квар тражимо да се поправи што је пре могуће. А када у кућу дође светлост, сви смо радосни. Ако неко хода по мраку, може се негде спотакнути и пасти, не може радити, не може наћи шта тражи. Имамо и примере када су војници у мраку, уместо да погоде непријатеља, често погађали своју сабраћу. Међутим, осим материјалног светла постоји и духовно светло, које долази да распрши морални и духовни мрак који се шири около. Можемо ми осветлити сваки ћошак, али опет ће бити мрак. Велики мрак није материјални на путевима и у кућама, велики мрак, браћо моја, је у нама, у нашем срцу и у нашем уму. Ово мало нас разуме. Један од већих светитеља Цркве, чије свете мошти се налазе у Солуну, свети Григорије Палама је говорио: «Господе Исусе Христе, осветли мој мрак». Молио се непрестано овом молитвом у својој келији, зато што заиста у нама влада мрак. Ово нам говори и света Касијана у њеном лепом тропару: « ,Авај мени!’ говорећи: ,…јер ноћ ми је распаљивање блуда незадрживог, а мрачна и без зрака је жеља греха!’ ». Наш живот је премрачан, утопљен у мраку греха и срасти. Која сила на свету, која филозофија може да распрши тај мрак? Може неко у свом уму да има енциклопедијски лексикон и да опет не зна најважније животне ствари. Упитајте философе који живе далеко од Христа нпр: шта је Бог и која је наша веза с Њим? Нико вам неће на ово одговорити са мало речи Христових: «Бог је дух, и који Му се клањају, у духу и истини треба да се клањају.» (Јован. 4,24). Упитајте их шта је човек? Философија не решава мистерије. Христос каже да човек има божанско порекло, да је бесмртан, али некада је пао и сада у дубини његовог срца се крију понор, страст, злоћа, мане, има потребу промене из корена, промене у срцу, да се поново роди и да постане нови човек, ново биће, нова твар. Упиташ ли философе о души, они се утапају у идејама и теоријама. А Христос одговара са мало бесмртних речи: «Јер каква је корист човеку ако задобије сав свет, а души својој науди?» (Марк. 8,36). Упитај философе где је срећа, они ће ти рећи: у моћи, у новцу, у слави, у знањуХристос нам говори да је кључ среће у врлини, у светости. ПиташКоји је на крају крајева наш циљ?, и не можеш чути неку праву реч о томе. Христос показује небо и говори нам: «Јер каква је корист човеку ако задобије сав свет, а души својој науди?» (Марк. 8,36). Одеш ли на гробље и упиташ ли о тајни смрти, шта се тамо дешава? Мудраци ћуте, а Христос одговара са речима и делима. Сестрама Лазаровим је рекао: «Ја сам васкрсење и живот» (Јов. 11,25). А пред гробом наређује: «Лазаре, изађи напоље!» (Јов. 11,43) и Лазар васкрсава. Исте те ноћи васкрсења уништава челичне капије Ада и чује се следеће: «Данас се све и сва испуни светлошћу: и небо, и земља, и подземни свет». (Васкршњи канон). «Светлост Христова просвећује све». Христос је Светло. На Велики Петак увече ћемо чути: «Обукао си светлост као хаљину, разапео небо као шатор» (Псалм 104,2). Као што и ми носимо одећу, тако и Христос као своју одећу има светлост. Христос није само светлост, него има снагу и нас који смо у мраку да учини децом светлости, «синовима светлости» и «синовима дана» (Јован 12,36 и 1. Солуњ. 5,5). Апостол Павле је писао нашим прецима: «Јер некада бејасте тама, а сада сте светлост у Господу: владајте се као деца светлости» (Ефес. 5,8).

* * *

Како све можемо постати светлост? Одговор је, драги моји, кроз веру. Да, ко верује заиста, примиће светлост. То је рекао Господ : «Ја сам светлост свету; ко иде за мном неће ходити у тами, него ће имати светлост живота» и «Још је мало времена светлост са вама; идите док светлост имате да вас тама не обузме; а ко иде по тами не зна куда иде» (Јов . 8.12 и 12,35). Свако може постати светло кроз веру. Међутим не кроз мртву веру, типичу веру, само изречену, потребна је вера која је попраћена делима. Апостол Јаков нам каже: нашу веру морамо показати са делима (в. Јак. 2,18), са примерним и доследним животом. И пророк Исаија нам узвикује: Не само сува побожност и типични пост и понека милостиња, а после тога гордост и бусање у прса, као да говоримо: Видиш ли Боже да сам учинио то и то, а сада ме исплати! Ако мислите да ћете се тако спасити, варате се. «Желиш ли«, каже Исаија, «да се распрши мрак у твојој души, отпусти потлачене, дај свој хлеб гладноме, покажи своју љубав на делу и тада ће синути видело твоје као зора, и здравље ће твоје брзо процветати, и пред тобом ће ићи правда твоја, слава Господња биће ти задња стража» (Исаиј. 58,8). Није довољно, браћо моја, само у храму да чујемо и говоримо на Преосвећеној литургији да је Христос светло које «просветљава све». Сам Христос у Беседи на гори тражи од своје деце: «Тако да се светли светлост ваша пред људима, да виде ваша добра дела и прославе Оца вашега који је на небесима» (Мат. 5,16). Жели свако од нас да буде повод да се прославља небески Отац од оних који ће видети наша добра дела, наш доследан и врлински живот.

Унаточ толиким светлећим рекламама свуда влада мрак: у кућама, на путевима, у канцеларијама, у индустријама, у школама, у војсци, у судовима, у болницама, у министарствима, у влади, у дворовима владарским. Сви ми који смо били удостојени да видимо и узмемо бар мало светла, дужни смо да живимо као деца светлости, а не као деца ноћиноћне птице. Један истинити хришћанин, као што видимо у животописима светитеља, је једно мало сунце, који шири око себе светло Христово. И само онда на његовом лицу : «Светлост Христова просвећује све». Нека свет пали толико вештачког светла. Ја бирам да седим у једној колиби и осветљавам се са једном свећом Преосвећене литургије, бирам Христа, «светлост света» (Јов. 8,12) него да живим у дворовима са светлом лажне културе.

Ово небеско светло ћемо, браћо моја, задобити уз помоћ вере, са делима, са молитвом, са свим средствима које нам нуди наша Црква, да бисмо у свету постали мали полијелеји, духовне свеће, позивајући све око нас и говорећи: «Приђите, узмите светлост од незалазне Светлости» (Васкр. канон). А Светлост, незалазна, вечна, је Господ наш Исус Христос, кога деца славе и хвале у све векове. Амин.

πσκοπος Αγουστνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Пантелејмона у Флорини  7-4-1971 среда увече)

ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 5th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ «ΔΥΝΑΜΕΩΣ»

«Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» (Μέγα ἀπόδειπνο)

KYRIE TON DYNAM.istΜΙΑ, ἀγαπητοί μου, μία σύντομη καὶ χαρακτηριστικὴ προσευχὴ τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶνε ὁ ὕμνος τοῦ Μεγά­λου ἀποδείπνου «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοη­θὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνά­μεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἐδῶ δύο πράγματα ὁμολογοῦμε· τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀδύνατος. Ἀλλὰ τί λένε τώρα μερικοί·
―Δὲ ντρέπεστε στὸν αἰῶνα μας νὰ καλλι­εργῆτε τέτοιες ἰδέες; Ἀδύνατος εἶνε σήμερα ὁ ἄνθρωπος; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια μπορεῖ νὰ ἦταν. Σπίτια τότε δὲν εἶχε, μέσα σὲ καλαμιὲς καὶ πάνω στὰ δέντρα ζοῦσε, ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα δὲν ὑπῆρχε, τὴ νύχτα φωτιζόταν μὲ δᾳδιά, ῥοῦχα δὲν εἶχε νὰ φορέσῃ καὶ κρύωνε, δέρ­ματα ζῴων φοροῦσε. Τώρα ὅμως εἶνε δυνατός, σχεδὸν παντοδύναμος! Δὲ βλέπετε τί ἔ­φτειασε καὶ ποῦ ἔφτασε· ἀεροπλάνα καὶ πυραύλους καὶ διαστημόπλοια, καὶ ταξιδεύει ψηλά, ἄγγιξε τὴ σελήνη. Τί ἄλλο θέλετε;…
Ὥστε λοιπὸν παντοδύναμος; Τὸ μεγαλύ­τε­­ρο ἁμάρτημα εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀλαζονεία. Ἂς χαμηλώσουν ὅμως τὸ ὕφος των, ἂς προσγειωθοῦν καὶ ἂς ταπεινωθοῦν.

* * *

Παρ’ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἀδύνατος. Ἔχει ἀδυναμία. Ποῦ εἶνε ἡ ἀδυναμία του.
Δὲ διαβάσατε; Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1985 ἕνα ἀεροπλά­νο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Μαδρίτη. Ὑ­πολόγιζαν σὲ μισὴ ὥρα νὰ φτάσῃ στὸν προορισμό του. Ἔ­φτασε; Δὲν ἔφτασε. Ἐκεῖ ποὺ τα­ξίδευε, κάτι συνέβη, ἔπεσε, συνετρίβη πάνω σ’ ἕνα βουνό, καὶ δὲ σώθηκε οὔτε ἕνας· 142 ἄτομα ἦταν μέσα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕ­νας ὑπουργός. Κομμά­τια τοὺς περισυνέλεγαν, ἀλλοῦ τὰ κεφάλια ἀλλοῦ τὰ κορμιά… Νάτη ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου.
Προωδεύσαμε, παύσαμε νὰ περπατοῦμε μὲ τὰ πόδια καὶ μὲ τ’ ἀθῷα γαϊδουράκια. Τώρα ταξιδεύουμε μὲ ἀεροπλάνα καὶ αὐτοκίνητα. Γέμισε ὁ τόπος αὐ­το­κίνητα. Ὅταν ἦρθα στὴ Φλώρινα ὡς ἐπίσκοπος, λίγα αὐτοκίνητα ὑπῆρχαν· τώρα δὲν ἔχουμε δρόμους νὰ στα­θμεύσουν. Κανένα δὲν κατηγορῶ· οὔτε ἀπαγορεύεται νὰ ἔχῃ καθένας τὸ αὐτοκίνητό του. Ἀλλὰ ποιά ἡ ἀσφάλεια; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀ­γοράζεις τροχοφόρο – τί κάνεις· κινδυνεύ­εις. Ρωτῆστε αὐτοὺς ποὺ ξέρουν ἀπὸ αὐτοκίνητο. Ξέρετε ποιοί φοβοῦνται περισσότερο; Αὐ­τοὶ ποὺ ὁδηγοῦν· γιατὶ ξέρουν τὸ μηχανισμό. Ἀπὸ μία βίδα ―ἂν λασκάρῃ―, πάει τὸ αὐ­το­κί­νητο· ἔχασε ὁ σωφὲρ τὸν ἔλεγχο, ἐκτροχι­άζεται, καταστρέφεται. Κ’ ἔπειτα σοῦ λένε δυνατός. Ἄ, σπουδαία δύναμις ὁ ἄνθρωπος!
Θέ’ς κάτι ἄλλο; Λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ὑγι­ής —ἀπὸ μιὰ τρίχα ἐξ­αρτᾶται ἡ ζωή μας—, πάει μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέ­φαλο καὶ παθαίνεις ἐγκεφαλικὸ ἐ­πεισόδιο. Ἄντε στὸ νοσο­κομεῖο νὰ τοὺς δῇς· οὔτε μι­λᾶνε, οὔ­τε κινοῦνται, οὔτε τίποτα. Σὰ νεκροί, σὰν φυτὰ εἶ­νε. Ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, ἐκεῖ ποὺ διαβάζεις, ἐκεῖ ποὺ μελετᾷς, ἐκεῖ ποὺ τρῶς, ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶ­σαι, ἐκεῖ ποὺ περπατᾷς, μιὰ σταγόνα αἷμα καὶ τέλος. Τί λές, εἶνε δυνατὸς ὁ ἄνθρωπος;
Ρώτησε τοὺς γιατρούς· Μιὰ στα­γόνα αἵματος προκαλεῖ θρόμβωσι στὴν καρδιά, ἔμφρα­γμα, καὶ πάει ὁ ἄνθρωπος; Τί λές, εἶνε δυνατός;
Προσπαθοῦν οἱ ἐπιστήμονες, στύβουν τὸ μυαλό τους Ἀμερικανοί, Γάλλοι, Ἄγγλοι, ῾Ρῶ­σοι, νὰ βροῦν – τί; Κυνηγοῦν ὅ­πως ὁ κυνη­γὸς στὸ δάσος. Τί κυνηγοῦν; καμμιὰ τί­γρι, κανένα λιοντάρι; Κάτι ἀγριώτερο. Διότι κανένα λιον­τά­ρι καὶ καμ­μιά τίγρις δὲν ἔκανε τόση καταστρο­φή. Πῶς λέ­γεται τὸ θηρίο ποὺ κυνηγοῦν; Καρ­κίνος! Δὲ μποροῦν νὰ τὸ πιάσουν. Μικρόβιο εἶνε; τί εἶ­νε; Προσπαθοῦν, μὰ τίποτα. Πάει, τελείωσε ὁ ἄνθρωπος. Νά ἡ δύναμίς του!

* * *

Ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος σωματικῶς, ἀπὸ στι­γμὴ σὲ στιγμὴ κινδυνεύει. Μὰ πρὸ παντὸς ἀ­δύ­νατος ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς. Μέσα του ἔχει τὸ κακό, φωλιάζει στὴν καρδιά του σὰν λερναία ὕδρα μὲ ἑφτὰ κεφάλια.
Δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθάνονται ὅλοι. Ὅποιος τὸ αἰσθάνε­ται ἀναστενάζει κι ἀγωνίζεται νὰ τὸ ξεῤῥιζώ­σῃ. Πόσες φορὲς ἀκοῦς «Θέλω, μὰ δὲν μπο­ρῶ»! Βλέπει ὁ ταλαίπωρος, ὅτι τὸ κακό, ὅποιο ὄνομα κι ἂν φέρῃ, εἶνε συμφορὰ – θάνατος, κι ὅμως δὲν τ’ ἀποφεύγει. Καταλαβαίνει λ.χ. αὐ­τὸς ποὺ καπνί­ζει, ὅτι τὸ κά­πνισμα βλάπτει. Προσπαθεῖ, μὰ πάλι τὸν βλέ­πεις μὲ τὸ τσιγάρο· δὲν μπορεῖ νὰ τὸ νικήσῃ. Νιώθει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ ἀλκο­ὸλ τοῦ σάπισε τὰ σπλάχνα, θὰ τὸν πεθάνῃ. Ἕνα διάστημα τὸ κό­βει· μὰ πάλι νάτον στὴν ταβέρνα. Βλέπει ὁ ἄλλος, ὅτι τὸ χαρτο­παίγνιο εἶνε παγίδα. Σταματάει γιὰ λίγο, καὶ πάλι νικιέται καὶ παίζει… Εἶνε αἰχμάλωτος τοῦ κακοῦ.
Τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔνιωθε ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος, ποὺ ἔλεγε «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄν­θρωπος…» (῾Ρωμ. 7, 24). Ξέρω τὸ καλό, μὰ κάνω τὸ κακό. Τί ἀδυναμία εἶν’ αὐτή! κι ἂς φαίνεται φιλόσοφος κι ἂς ἔχῃ στέμμα. Ὁ Μέγας Ἀ­λέ­ξανδρος κατέκτησε τὸν κόσμο, ἔγινε κυρί­αρχος τῆς οἰκουμένης, ἐν τούτοις δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του· ἔγινε οἰ­νοπό­της στὰ τελευταῖα, καὶ πάνω στὴ μέθη σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο. Ὁ νικητὴς τῶν λα­ῶν νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος! Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, ὅτι «τὸ νικᾶν ἑαυτόν», τὸ νὰ νικᾶμε τὸν ἑαυτό μας, εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη νίκη.
Θυμᾶμαι ἕναν ἀείμνηστο πνευματικὸ πα­τέρα στὴν Καλαμάτα, τὸν Ἰωὴλ Γιαννακόπου­λο, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θε­ὸς νὰ ἑρμηνεύσῃ ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἦταν σπουδαῖος ἄνθρω­πος καὶ ἀσκητὴς μεγάλος. Τὸν ῥώτησαν κά­πο­­­τε· —Πάτερ Ἰωήλ, τί ἐπιθυμεῖς νὰ γίνῃς; —Ζη­τῶ μεγάλα πράγματα. —Τί, θέλεις νὰ γίνῃς δεσπότης; —Μικρὸ εἶν’ αὐτό. —Τί θέλεις, νὰ γί­­νῃς ἀρχιεπίσκοπος; —Μικρὸ εἶνε κι αὐτό. ―Ἔ, θέλεις νὰ γίνῃς πατριάρχης; —Μικρὸ κι αὐτό. —Δὲ σὲ καταλαβαίνω· τί θέ’ς νὰ γίνῃς, αὐτοκράτορας; —Ναὶ αὐτοκράτορας, ἀλλὰ μὲ δασεῖα. Κόψανε τώρα τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Ἔχει σημασία αὐτὸ ποὺ εἶπε. Αὐ­τοκρά­τωρ μὲ ψιλὴ εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ἕνα κράτος, αὑ­τοκράτωρ μὲ δασεῖα εἶνε αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του. Νά ἡ σημασία. Αὐτό, λέει, προσπαθῶ νὰ κατορθώσω. Τί νὰ τὸ κάνῃς ν’ ἀνεβῇς στὰ ὕψιστα ἀξιώματα, ἂν δὲν μπορῇς νὰ κυβερνήσῃς τὸν ἑαυτό σου;
Ἀδύνατος, πολὺ ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Νεκρώσιμος ἀκολουθία λέει· «Ἐμνήσθην τοῦ προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σπο­δός». Τί εἶμαι; λέει· δὲν εἶμαι τίποτα, μία χούφτα χῶμα καὶ στάχτη. Ποιός εἶνε ὁ προφήτης ποὺ τὸ εἶπε αὐτό; Ὁ Ἀβραάμ (Γέν. 18,27).
Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀδυναμία μας, τότε ἀναγκαζόμεθα νὰ ζητήσουμε καταφύγιο στὸ Θεό. Ὅλοι! Ἔρχονται στιγμές, ποὺ καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος βλέπει τὴν ἀ­δυναμία του. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἄπιστοι ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χαρίλαος Φλωράκης, ἀρχηγὸς τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος, ρωτήθηκε ἀπὸ ἕνα δημοσιογράφο· —Πιστεύεις στὸ Θεό; —Ὄχι, εἶπε· ἐμεῖς εἴμεθα ἄθεοι. Ἀλλὰ μετὰ σταμάτησε, σκέφτηκε, καὶ συνέχισε· Τί νὰ σοῦ πῶ· μιὰ φορὰ στὸ βου­νό, ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἀντάρτης στὸν Ὄλυμπο, καθὼς τὸ πρωΐ σηκώθηκα, ἀκούω ἕνα σφύρι­γμα· ἕνα πελώριο φίδι ἐρχόταν πάνω μου. Τό­τε θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου, ποὺ καθὼς μὲ εἶ­χε στὰ γόνατα μοῦ ᾿λεγε νὰ κάνω τὴν προσ­ευχή μου ὅταν κινδυνεύω, καὶ φώναξα· Παναγιά, βοήθα με!…
Βοήθεια ζητάει κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος, κι ὁ μικρὸς κι ὁ μεγάλος. Βοήθεια ζητάει ὁ ἄρ­­ρωστος στὸ κρεβάτι. Βοήθεια! φωνάζει ὁ ναύ­της μέσ᾿ στὰ ἄγρια κύματα τοῦ πελάγους. Βο­ήθεια ζητάει ἡ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό. Ὅλοι φω­νάζουν βοήθεια, μὰ κυρίως γιὰ τὰ μικρά, τὰ ὑ­λικὰ καὶ σωματικά. Ἕνα δὲ λέμε· Βοήθα με, Θεέ μου, ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ πάθος μου, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Βλέ­πω σὰν κῦμα τὸν κακὸ λογισμό, νιώθω ὅτι κινδυνεύω, βοήθα με νὰ μὴν τὸν δεχτῶ καὶ βρεθῶ στὴν ἄβυσσο! Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη δὲν τὴν αἰσθάνονται πολλοί. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ στα­θῶ στὰ πόδια μου, νὰ μὴν ὑποχωρήσω, νὰ μὴ γίνω θῦμα. Δὲ λέμε, Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ παλέψω μὲ τὸ διά­βολο, ὅπως πάλεψες ἐσὺ καὶ τὸν νίκησες.
Ἂν ποῦμε, «Κύριε τῶν δυνάμεων», βοήθη­σέ με· βλέπω τὴν ἀσθένειά μου, ὅτι εἶμαι ἕνα μηδέν, καὶ ζητῶ τὴ βοήθειά σου, τότε ὁ Κύριος θ’ ἀπαντήσῃ «Ἐν τούτω νίκᾳ»!

* * *

Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, καὶ αὔριο καὶ μέ­χρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ ἄνθρωπος θὰ αἰσθάνεται πάντοτε τὴν ἀδυναμία του. Γι’ αὐ­τὸ ἂς γονατίζῃ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂς τὸν παρακαλῇ καὶ ἂς κράζῃ· «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοη­θὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνά­μεων, ἐλέησον ἡμᾶς».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-2-1985, Καθαρὰ Δευτέρα ἑσπέρας)

ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΠΕΙΣ ΣΥΓΧΩΡΩ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 4th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΩΣ

  • «Είπεν ο Κύριος· εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών। Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οί υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοίς άνθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών। Συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπον σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, άλλα τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ। Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουοιν, όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και ή καρδία υμών».

Eιναι δυσκολο να πεις συγχωρω;

«Eάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος»
(Mατθ. 6,14)

NAOΣ χωρίς κήρυγμα, αγαπητοί μου, είναι στρατός χωρίς σάλπιγγα. Tο κήρυγμα είναι η σάλπιγξ του Kυρίου, το ξυπνητήρι που ξυπνάει τους αμαρτωλούς, το γάργαρο νερό που δροσίζει και αναπαύει τίς ψυχές.
Eλπίζω εσείς να έχετε διάθεση ν’ ακούσετε το λόγο του Θεού. Aλλ’ εγώ διστάζω να μιλήσω. Γιατί πολλά είναι τα θέματα που έχουμε σήμερα μπροστά μας· ποιό απ’ όλα να πάρω;
‘Oπως γνωρίζετε, συνηθίζω να ασκώ έλεγχο. Kαι σήμερα, της Tυρινής, αρμόζει να ελέγξουμε. Διότι αυτά που λέγονται και γίνονται αυτές τις μέρες, ασφαλώς δεν είναι σύμφωνα με την παράδοσή μας. Xοροί, πορνικά τραγούδια, μάσκες, καρναβάλια, ξενύχτια, όργια… Σάς ερωτώ· τι σχέση έχουν αυτά με την Oρθοδοξία μας; Γι’ αυτό λέω, ότι το κράτος μας δεν είναι ορθόδοξο.
Λοιπόν, να κάνω έλεγχο; Aλλοι ιεροκήρυκες μου συνιστούν, να παύσω να ελέγχω, γιατί η κοινωνία δεν ανέχεται το φραγγέλλιο του Xριστού και τη γλώσσα την αποστολική.  Aς κάνω κ’ εγώ σήμερα ένα  κήρυγμα εποικοδομητικό, όπως το λένε.
Tι όμως να κηρύξω; Nα σας πω, ότι από αύριο αρχίζει η νηστεία; κι ότι όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι, γέροντες και γυναίκες, όλοι εκτός των αρρώστων, είμεθα υποχρεωμένοι να νηστεύσουμε, όπως νήστευσε ο Kύριος, όπως νήστευσε η υπεραγία Θεοτόκος, όπως νήστευσαν όλοι οι άγιοι; Ή να σας πω κάτι άλλο αυστηρότερο, που είδα να γίνεται στη Mακεδονία, που νηστεύουν τριήμερο (αυριο Kαθαρά Δευτέρα, Tρίτη και Tετάρτη) και κοινωνούν στη λειτουργία των προηγιασμένων; Ή θέλετε να σας πω, ότι τις άγιες αυτές ημέρες πρέπει να παρακολουθούμε τον κατανυκτικό εσπερινό με τα γλυκύτατα εκείνα τραγούδια της Eκκλησίας μας, που ωραιότερα δεν υπάρχουν στον κόσμο; να παρακολουθούμε τον Aκάθιστο Ύμνο, και κάθε βράδυ να ερχόμεθα στο Mέγα Aπόδειπνο, όπως οι πρόγονοί μας, και ν’ ακούμε το «Kύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…»; Ή να σας πω, ότι πρέπει κάθε βράδυ να κάνουμε μετάνοιες, εκατό ή πενήντα, λέγοντας την προσευχή μας; Ή να πω κάτι άλλο, που κάνουν μερικοί Xριστιανοί, που βάζουν το ξυπνητήρι και ξυπνούν τα μεσάνυχτα και προσεύχονται, λένε τον 50ο ψαλμό και κάνουν μετάνοιες; Ή να σας κηρύξω, ότι το καθήκον μας αυτές τις άγιες ημέρες είναι προ παντός η ελεημοσύνη, ότι πρέπει ν’ αδειάσουν τα πορτοφόλια και να γίνουμε φτωχοί, όπως ήταν οι απόστολοι και όλοι οι άγιοι της Eκκλησίας μας;…
Ποιό απ’ όλα να κηρύξω; Aλλά δυστυχώς το καθένα από αυτά σήμερα συναντά αντίρρηση. Για τη νηστεία θ’ ακούσω· «Eγώ είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να ζήσω ούτε μια μέρα χωρίς το λάδι». Για την αγρυπνία θα μου πήτε· «Eίμαστε εργατικοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να ξενυχτάμε· πρωϊ – πρωϊ θα πάμε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, και πρέπει να έχουμε δύναμη για την εργασία μας». Για τις μετάνοιες θα μου πείτε· «Δεν αντέχουμε». Για την ελεημοσύνη θα πείτε· «Eίμαστε οικογενειάρχες, έχουμε κορίτσια να παντρέψουμε, αγόρια να σπουδάσουμε· γεράσαμε, δεν μπορούμε να δίνουμε χρήματα· ας δώσουν αυτοί που έχουν». O σημερινός άνθρωπος έχει αντιρρήσεις και προφάσεις. Oύτε νηστεία, ούτε προσευχή, ούτε εξομολόγηση, ούτε αγρυπνία, ούτε κομποσχοίνι, ούτε παρακλήσεις, ούτε εσπερινούς· τίποτε απ’ αυτά δεν θέλει.
Λοιπόν τι να πούμε; Ευρίσκομαι σε απορία. Mέσα όμως στην αμηχανία μου ακούω σήμερα το ευαγγέλιο και αισθάνομαι ανακούφιση. Σαν τον αρχαίο φιλόσοφο, λέω κ’ εγώ· «Eύρηκα!». Ευρηκα για σας, βρήκα για μένα, βρήκα για μικρούς, μεγάλους, αδυνάτους, ισχυρούς, αμαρτωλούς, αγίους, για όλους, βρήκα ένα  δρόμο πολύ εύκολο και σύντομο. Aν μ’ ακούσετε, αν ακούσετε τη φωνή του ευαγγελίου, θα πάρετε φτερά αγγελικά και θα πετάξετε στα ύψη, θα φθάσετε κοντά στο Θεό. Δεν χρειάζεται ούτε κόπος ούτε χρήματα. Mόνο να μας δώσει ο Θεός τη χάρη του και το Πνεύμα του το άγιο ν’ ανοίξει την καρδιά μας. Nα πάρει ένα  σφυρί και να σπάσει την πέτρινη καρδιά μας, και μέσα από το βράχο να βγει το νερό, να βγει μια φωνή, μια λέξη!
Aν μπορούσαμε να την πούμε σήμερα στα σπίτια και στην κοινωνία μας, εγώ σας λέω ότι ο κόσμος θα άλλαζε. Xίλια περιστέρια θα πετούσανε, κάθε πόλεμος θα έσβηνε, κι από θηρία που είμαστε θα γινόμασταν άγγελοι, άξιοι να φωνάζουμε το Θεό πατέρα. H λέξη που πρέπει να βγει από την καρδιά μας σήμερα, η λέξη που δεν στοιχίζει τίποτα, που πρέπει να την πούμε – αλλιώς δεν είμαστε Xριστιανοί, η λέξη αυτή, αδελφοί μου, είναι συγχωρώ.

* * *

Συγχωρώ! Mπορούμε να την πούμε τη λέξη αυτή; Mπορούμε να συγχωρήσουμε όλους τους εχθρούς μας; Aυτό λέει το Ευαγγέλιο· «Eαν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Mατθ. 6,14). Συγχωρείς; θα συγχωρηθείς. Δέ’ συγχωρείς; δέ’ συγχωρείσαι. Eίναι νόμος του Θεού αυτό και πρέπει να το εφαρμόσουμε. δεν είναι το ευκολότερο απ’ όλα; Φαίνεται δύσκολο κι αυτό; Έ, μα τότε τι να σου κάνω, Xριστιανέ; Σου λέω το ένα, δεν το δέχεσαι· σου λέω το άλλο, δεν το δέχεσαι.
Θα μου πείτε· Eγώ νηστεύω, πάω κάθε βράδυ στην εκκλησία, ακούω τον εσπερινό, ανάβω κεριά, πάω κ’ εξομολογούμαι στον καλύτερο πνευματικό, πάω στις αγρυπνίες… Όλα να τα κάνεις, αδερφέ μου, εάν στην καρδιά σου έχεις το μίσος, όλα είναι μάταια. Διότι παραπάνω απ’ όλα είναι η αγάπη. Kι όταν δεν έχουμε την αγάπη, όλα αυτά δεν αποδίδουν. Eίναι σα’ να ετοιμάζεις ένα  ωραίο φαγητό με όλη την τέχνη και ξαφνικά να πάει κάποιος και να ρίξει μέσα μερικές σταγόνες φαρμάκι. Ποιος το αγγίζει; Έτσι κ’ εδώ. Φτάνει μέσα στα καλά μας έργα να πέσουν μερικές σταγόνες μίσος και έχθρα, για να γίνουν όλα άχρηστα. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, παραπάνω απ’ όλα είναι η συγγνώμη. Aυτό τονίζει σήμερα το ευαγγέλιο.
Δεν ζούμε σε κόσμο αγγελικό. Mακάρι οι άνθρωποι να ήταν άγγελοι. δεν ζούμε σε τέτοιο κόσμο. Oύτε εμείς ούτε οι γείτονές μας είναι άγγελοι. Mέσα στον κόσμο αυτόν, όλοι μας, ο ένας πειράζει τον άλλο. Kαι τα πιο προσφιλή μας πρόσωπα μας έχουν πειράξει. Kι ο πατέρας πειράζει το παιδί και το παιδί τον πατέρα, και η γυναίκα τον άντρα κι ο άντρας τη γυναίκα, και οι μικροί και οι μεγάλοι. Έτσι έχουμε και εχθρούς, που μας έχουν κάνει μεγάλο κακό. Mας συκοφάντησαν, μας διέβαλαν, μας αδίκησαν… Για όλους αυτούς, που μας έχουν πειράξει, μας έχουν κάνει να κλάψουμε, ας σταθούμε στο ύψος, αδέρφια μου! Aν είμαστε Xριστιανοί, αν πιστεύουμε στο Eυαγγέλιο, σήμερα, ημέρα της Tυρινής, ας ανοίξουμε τις καρδιές μας και μέσα από τα βάθη μας ας φύγει η μεγάλη λέξη· Συγχωρώ!
Aς συγχωρήσουμε όλους. Oι μεγάλοι τους μικρούς, οι μικροί τους μεγάλους. Kαι τότε μόνο ας πλησιάσουμε τον Eσταυρωμένο, να τον δούμε επάνω στο σταυρό με τα χέρια απλωμένα όλο αγάπη και καλωσύνη να βγαίνουν από την καρδιά του τα ουράνια εκείνα λόγια· «Πάτερ, άφες αυτοίς…» (Λουκ. 23,34). Mια τέτοια καρδιά, καρδιά του Xριστού, ν’ αποκτήσουμε κ’ εμείς. Tότε θα εορτάσουμε τις ημέρες που έρχονται.

* * *

Aγαπητοί μου! Ένας που ζει σ’ ένα κλειστό δωμάτιο με μολυσμένο και ακάθαρτο αέρα, ή ενας που ζει μέσα σ’ ένα σπήλαιο σκοτεινό και απαίσιο, ζαλίζεται, λιποθυμεί και προσπαθεί ν’ ανοίξει παράθυρο, για ν’ αναπνεύσει αέρα καθαρό. K’ εμείς ζούμε σε μια κοινωνία μολυσμένη από το φαρμακερό αέρα του μίσους. Aσφυξία κοντεύει να μας πιάση. Aσφυξία στο σπίτι, στην κοινωνία, στον κόσμο, γιατί λείπει η αγάπη του Xριστού.
Tο ευαγγέλιο σήμερα φωνάζει· Aνοίξτε παράθυρο! Kαι το παράθυρο, απ’ όπου θα δούμε τον ουρανό, είναι η συγγνώμη του Xριστού μας. Aς ανοίξουμε αυτό το παράθυρο, να πνεύσει αεράκι καθαρό, αεράκι από τα ουράνια κι από το Γολγοθά. Mε τη συγγνώμη οι καρδιές μας θα αισθανθούν ανακούφιση. Kαι με τα αεράκι αυτό του αγίου Πνεύματος θα διαπλεύσουμε το πέλαγος των σαράντα ημερών που αρχίζει από αύριο, θα διέλθουμε όλη την τεσσαρακοστή με αγάπη και ειρήνη, και θα μας αξιώσει ο Θεός να προσκυνήσουμε τα σεπτά πάθη και να εορτάσουμε την ένδοξο ανάσταση του Σωτήρος μας. Aμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Aναλήψεως Bύρωνος – Aθηνών – μετοχίου ι. μονής Σιμωνόπετρας του Aγίου Όρους 11-3-1962)

ΣΧΟΛΙΟ

  • From: Σ… <m…..@yahoo.gr>
  • Subject: Συγχώρεση
  • Σήμερα, Kαθαρά Δευτέρα 7-3-2011, ώρα 11:58

Message Body:
p. a. paidΠατερ Κaλημερα!
Διαβασα τον λόγο σας για την συγχώρεση και λυπάμαι που δεν τον είχα διαβάσει πιο νωρίς ωστε να βρεθω αυτην την ημερα με καποιους ανθρώπους που με πλήγωσαν -εναν συγκεκριμένα, την δάσκαλα μου του πιάνου- να την συγχωρέσω και να συνεχίσω την ζωή μου. Και μια φωνη μου ελεγε μεσα μου να το κάνω χτες αλλά δεν την ακουσα και εφυγα μακριά απο την Αθηνα που είναι ο τοπος διαμονης μου και της δασκάλας μου. Θα γυρίσω σημερα ομως μάλλον. Μπορει αυτη η συγχώρεση να γίνει και αλλη ημερα και να έχει την ευλογία του Θεου?
Επειδη βρισκομαι εκτος σπιτιου δεν εχω και ευκολη πρόσβαση στο Ινετρνετ δεν μπορω να σας γραψω περισσότερα αν και θα το ηθελα.
θα ηθελα ομως να σας ρωτησω αν μπορω να επικοινωνησω μαζί σας τηλεφωνικώς, αν μπορείτε να με συμβουλεύετε απο μακριά τηλεφωνικώς ή  αν ξερετε να μου συστησετε εναν καλό πνευματικό οπως εσεις στην Αθήνα?

Ευχαριστω

Την ευλογία σας

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Αγαπητή αδελφη… ο άγιος γέροντας π. Αυγουστίνος, που σου έδωσε την συμβουλή και σε βοήθησε να πάρεις μεγάλες αποφάσεις, βρίσκεται εδώ και 6 μήνες στον ουρανό. Μη λυπηθείς γι’ αυτό. Όποια συμβουλή θέλεις, θα την έχεις, αρκεί να μας γράψεις.
Θα ψάξουμε από τα 100 βιβλία του και από τις χιλιάδες ομιλίες που έκανε σε μεγάλους, σε μαθητάς και σε μικρά παιδιά για να πάρεις από τον ίδιο απάντηση στο πρόβλημά σου.
Όσο για την ευλογία που ζητάς να είσαι σίγουρη ότι θα την έχεις, εφ’ όσον θέλεις να είσαι παιδί του Θεού και προσπαθείς να κάνεις το άγιο θέλημά του.

Περισσότερα θα σου γράψουμε μέσω e-mail.
Καλον αγώνα.

__________________

ΣΕΡΒΙΚΑ

_________________

Митрополит Августинос Кандиотис: Опраштам! Да ли можемо рећи ту реч?

НЕДЕЉА ОПРАШТАЊА- СИРОПУСНА

« Јер ако  опростите  људима сагрешења њихова, опростиће и вама Отац ваш небески. Ако ли не опростите  људима сагрешења њихова, ни Отац ваш неће опростити вама сагрешења ваша. А кад постите, не будите суморни као лицемери, јер они натмуре лица своја да се покажу људима како посте. Заиста вам кажем: примили су плату своју. А ти када постиш, намажи главу своју и лице своје умиј. Да те не виде људи где постиш, него Отац твој који је у тајности;  и Отац твој који види тајно, узвратиће теби јавно. Не сабирајте себи блага на земљи, где мољац и рђа  квари, и где лопови поткопавају и краду: Него сабирајте себи блага на небу, где ни мољац ни рђа не квари, и где лопови не поткопавају и не краду. Јер где је благо ваше, онде ће бити и срце ваше» (Матеј 6, 14-21). Да ли је тешко  праштати ?

Драги моји, храм без проповеди је као војска без трубе. Проповед је труба Господња, будилник који буди грешнике, свежа вода која освежава и одмара душе. Надам се да сте ви расположени да чујете реч Божију. Међутим  ја оклевам да говорим. Зато што је пред нама данас много тема, коју од свих да узмем? Као што вам је познато, имам обичај да опомињем. И данас у сиропусној Недељи, приличи да опомињемо. Зато што све што се дешава ових дана није сагласно са нашим предањем. Разни плесови, некултурне песме, маске, карневали, ноћно лумповање и оргије. Питам вас, какве везе имају они  са нашим Православљем? Због тога и кажем да наша држава није православна. Да ли да вас опомињем? Други проповедници ми препоручују да престанем опомињати, јер друштво више не трпи праведну казну Христову и језик апостолски. Хајде да и ја данас вама кажем једну допадљиву проповед, како је називају.

Међутим, шта да проповедам? Да вам кажем да сутра почиње пост, да сви без изузетка, било велики или мали, старци или жене, сви осим болесника смо дужни да постимо, као што је постио Господ, као што је постила пресвета Богородица, као што су постили сви свети? Можда бисте хтели да вам кажем нешто строжије, нешто што сам видео у Македонији, где посте три дана (сутра у Чисти Понедељак, Уторак и Среду) и причешћују се на преосвећеној литургији? Можда желите да вам кажем да у ове свете дане треба да присуствујемо предивним вечерњим службама са прелепим песмама наше Цркве,  од којих нема лепших на свету, да пратимо Акатист Богородици, и свако вече да долазимо на Велику Молитву, као што су чинили наши преци, и да чујемо το «Господе сила, са нама буди…»; Можда да вам кажем да свако вече треба да се поклањамо, сто или педесет пута, говорећи нашу молитву? Да ли да вам кажем нешто друго што чине неки Хришћани, који навијају часовник и устају у поноћ и моле се, изговарају педесет први псалм и поклањају се. Да вам проповедам, да је у ове свете дане наша дужност  чинити милостињу, да треба да се испразне наши новчаници и да постанемо сиромашни, као што су били апостоли и светитељи наше Цркве?…  Шта од свега да вам проповедам? На жалост, све то данас је одмах негативно дочекано. За пост често чујемо: «Ја сам болестан, не могу да живим ни један дан без уља». За бдење ћете ми рећи:  «Има нас доста који радимо и не можемо да останемо будни касно, раним јутром идемо у нашу фабрику или канцеларију, и морамо имати снаге за наш рад». За поклоне ћете ми рећи: «Не можемо издржати». За милостињу ћете ми рећи:  «Ми смо породични људи, имамо девојке за удају, имамо синове на факултетима, остарили смо, не можемо да дајемо новац нека дају милостињу они који имају више новаца». Данашњи човек је пун супротстављања и изговора. Ни пост, ни молитву, ни исповед, ни бдење, ни бројаницу, ни молитвене каноне, ни вечерње, ништа од овога не желите. Шта онда да кажемо? Налазим се у чуду? Међутим у тој пометњи, чујем данашње еванђеље и осећам олакшање. Као стари филозоф, и ја говорим: «Пронашао сам!».Пронашао сам нешто за вас, пронашао сам за мене, пронашао сам за мале, за велике, за слабе, за јаке, за грешне, за свете, за све сам пронашао један веома лак и кратак пут. Ако ме послушате, ако послушате глас еванђеља, добићете крила анђела и полетећете високо, стићи ћете до Бога. За то вам није потребан ни труд а ни новац. Само да нам подари Бог своју благодат и његов Дух  нек отвори наше срце. Да узме један чекић и да разбије наше окамењено срце, а из стене нека потече вода, да изађе један глас, једна реч!

Када бисмо је могли изговорити у нашим кућама и у нашем друштву, ја вам кажем свет би се променио. На хиљаде голубова би полетело, сваки рат би се угасио, а од звери што смо постали бисмо анђели, достојни да Бога називамо оцем. Реч која треба да изађе из нашег срца данас, реч која ништа не кошта, коју треба да кажемо – иначе нисмо Хришћани, та реч је браћо моја, реч опраштам.

* * *

Опраштам! Да ли можемо рећи ту реч? Да ли можемо да опростимо свима нашим непријатељима? То нам говори Еванђеље : «Јер ако опростите људима сагрешења њихова, опростиће и вама Отац ваш небески» (Матеј. 6,14). Да ли опрашташ? Опростиће ти се. Не опрашташ? Неће се ни теби опростити. То је закон Божији и треба да га испунимо. Није ли то најлакше од свега? И то вам се чини тешко? Е, онда не знам више шта да ти кажем хришћанине? Кажем ти једно, не прихваташ, кажем ти друго опет не прихваташ. Рећи ћете ми: Ја постим, идем свако вече у цркву, слушам вечерње, палим свеће, исповедам се најбољем духовнику, идем на бдења… Све то да чиниш мој брате, ако у своме срцу имаш мржњу, све је узалудно. Зато што је изнад свега љубав. А када немамо љубави, све ово не даје плода. То је као да припремаш једно лепо јело,  са свим својим умећем и изненада да неко у то јело сипа неколико капи отрова. Ко ће га пробати? Тако је и овде. Довољно је да у наша добра дела падну капљице мржње и непријатељства да све постане узалудно. Зато, браћо моја изнад свега је опроштај. То нам данас наглашава Еванђеље. Не живимо у анђелском свету. Најбоље би било да су сви људи анђели, али не живимо у таквом свету. Нити смо ми а нити су наше комшије анђели. У овоме свету, сви ми,  један другога ометамо. И наши најближи су нас увредили. И отац увреди дете и дете увреди оца, и жена мужа и муж жену увреди, и мали и велики. Тако сви ми имамо и непријатеље који су нам причинили велико зло. Оговарали су нас, увредили су нас, учинили су нам неправду…. Због свега што су нам учинили, кренуле су нам и сузе, останимо на висини браћо моја! Останимо Хришћани, ако верујемо у Еванђеље, данас у  Недељу сиропусну, отворимо наша срца и из дубине наших срца нека изађе та велика реч: Опраштам!Опростимо свима. Велики нека опросте малима, а мали нека опросте великим. Само ћемо онда се приближити Разапетом, да га видимо на крсту са испруженим рукама пуног љубави и доброте да  из његовог срца излазе оне небеске речи:  «Оче, опрости им…» (Лука. 23,34).Када сви добијемо једно срце, као срце Христово само онда ћемо прославити дане који долазе.

* * *

Драги моји! Ако неко живи у једној затвореној соби са загађеним и нечистим ваздухом, или ако неко живи у једној мрачној и грозној спиљи, замара се, пада у несвест и покушава да отвори прозор, да удахне свеж ваздух. И сви ми живимо у једном  друштву загађеном  ваздухом мржње. У опасности смо да се угушимо. Гушимо се у кући, у друштву, у свету, јер недостаје љубав Христова.

Данашње Еванђеље нам данас узвикује: Отворите прозоре! А прозор са којега ћемо видети небо, је опроштај нашег Христа. Ако отворимо тај прозор, проћи ће ветрић чист, ветрић са неба и Голготе. Са опроштајем, наша срца ће осетити олакшање. А са тим ваздухом светога Духа ћемо прећи океан од четрдесет дана који почиње сутра, сви ћемо провести Четрдесетницу у љубави и миру, и удостојиће нас Бог да се поклонимо његовим светим мукама и да прославимо славно васкрсење нашега Спаситеља. Амин.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Вазнесења у Вирону- Атина- метох св. Манастира Симонопетре са Свете горе, 11-3-1962)

ΤO «KΛΙΜΑ» ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Μαρ 4th, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Καθαρὰ Δευτέρα βράδυ

ΤO «KΛΙΜΑ» ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

M. Πεμπ. ΙΣΤΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη ­μέρα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὀνομάζεται Κα­θαρὰ Δευτέρα καὶ μᾶς εἰσάγει στὸ πνευματικὸ κλίμα τῆς πνευματικῆς αὐ­τῆς περιόδου. Ποιά εἶνε τὰ χαρακτηριστι­κὰ γνωρίσματα τοῦ «κλίματος» αὐτοῦ;

* * *

Εἶνε πρῶτα – πρῶτα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθύμισε σήμερα πολλὲς φορὲς ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ μάλιστα μὲ τὸ κοντάκιο τοῦ Μεγάλου Κανόνος «Ψυχή μου ψυχή μου, …τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλ­λεις θορυβεῖ­σθαι». Τὸ τέλος πλησιάζει. Δυσάρεστο πρᾶ­γμα. Ἂν ὑπάρχῃ κά­τι ποὺ τρο­μάζει τὸν ἄνθρωπο, αὐ­τὸ εἶνε ὁ θάνατος, ἡ ὥ­ρα τοῦ θανάτου. Ὅλοι προσπαθοῦμε νὰ τὸ διώχνουμε ἀπὸ τὴ σκέψι μας. Εἶ­νε ὅμως γεγονός. Μήπως ἆραγε καὶ ἡ ἁγία αὐ­­τὴ καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε ἡ τελευ­ταία τοῦ βίου μας; Καὶ οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «ὅρος φιλοσοφί­ας μνήμη θα­νά­του»· ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ σὲ ἀνώτε­ρες σκέψεις. Ὁ δὲ εἰδωλολάτρης βασιλεὺς Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀ­λεξάν­δρου, εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη νὰ παρουσιάζεται κάθε πρωῒ μπροστά του καὶ νὰ τοῦ ὑ­πενθυμίζῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνη­τὸς εἶ»· Φίλιππε, νὰ θυμᾶσαι ὅτι εἶσαι θνητός. Ἂν λοι­πὸν αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐκεῖνος, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Αὐ­τὸ λέει καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ Με­­γάλου Κανό­νος, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή; Εἶνε μνήμη τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου. Ὅπως ξέ­ρουμε, ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ βάπτισί του πέρασε τὸν Ἰορδάνη ποταμό, πῆγε στὴν ἔρημο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνος σαράντα μέρες καὶ πά­λεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ διάβολο. Πῶς τώρα τόλμησε ὁ διάβολος νὰ πειράξῃ τὸ Χριστό; Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ὁ διάβολος ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὅτι μέσα του κρύβεται ἡ θεότης. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στόμου, ποὺ θ’ ἀκούσουμε τὸ Πάσχα· Ὁ ᾅ­δης «ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη· …ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέ­τυχεν»· πῆρε ἕνα σῶ­μα καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ εἶνε ἡ θε­ότης. Εἶνε ὅπως τὸ ψάρι, ποὺ βλέπει τὸ δόλω­μα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτὸ ὁ ψαρᾶς ἔ­χει τὸ ἀγ­κίστρι. Δόλωμα ἦταν τὸ ἀν­θρώπινο σῶμα, ποὺ εἶχε ὁ Χριστός, καὶ ἀγκί­στρι ἡ θεότης. Ἔ­τσι νίκησε ὁ Χριστὸς στὴν ἔ­ρημο. Ὁ σατα­νᾶς ἔφυγε, ἀλλὰ «ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. 4,13). Ἐ­πανῆλ­θε πάλι καὶ ἔκανε τὴν τελευταία ἔφοδό του γιὰ νὰ κλονίσῃ τὸ Χριστὸ – πότε; Τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀφοῦ λοι­πὸν ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστό, θὰ πειρά­ξῃ κ’ ἐμᾶς. Ἀλλὰ μὴ πτοηθοῦμε. Ἔχουμε τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ δείξουμε ὑπομο­νὴ καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε μὲ τὰ πνευματι­κὰ ὅ­πλα, ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τὴ νηστεία δηλαδὴ καὶ τὴν προσευχή, γιὰ τὰ ὁ­ποῖα θὰ ποῦμε ἐν συνεχείᾳ.
Ἕως ἐδῶ εἴπαμε· τὴ Μεγάλη Σαρακο­στὴ χαρακτηρίζει ἡ μνήμη θανάτου, ἡ ὑπομονὴ κι ὁ ἀγώνας στοὺς πειρασμούς. Προχωροῦμε τώρα. Ἡ Μεγάλη Σαρακο­στὴ ἔχει βέβαια καὶ νηστεία. Εἶνε μνήμη καὶ μίμησις τῆς νηστείας τοῦ Χριστοῦ. Σα­ράντα μέρες νήστεψε ἐκεῖνος στὴν ἔρημο. Καὶ νή­στε­ψε αὐστη­­­ρά, οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤ­πιε. Καλούμεθα λοιπὸν κ’ ἐμεῖς τώρα νὰ τὸν μιμηθοῦ­με. Εἶνε ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅ­λους ἡ νηστεία; Γιὰ τὸν κόσμο ὄχι, προαιρετικὴ εἶνε· γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ναί, ἐκείνους βέβαια ποὺ εἶνε ὑγιεῖς. Οἱ κα­νόνες τῆς Ἐκκλη­σίας λένε, ὅτι ἐξαιροῦν­ται ἀπὸ τὴ νηστεία οἱ ἄρρωστοι, αὐτοὶ ποὺ εἶ­νε στὸ κρεβάτι· διότι ἡ τροφὴ γι’ αὐτοὺς εἶνε ἕ­να εἶδος φαρμάκου. Μακάρι νὰ ἦταν ὑγιεῖς καὶ νὰ νηστεύουν. Ἐξ­αι­ροῦνται ἐπίσης οἱ γέ­ροντες, οἱ πολὺ γέρον­τες, ποὺ λόγῳ τῆς ἡλι­κίας τους εἶνε κι αὐτοὶ ἀσθενεῖς· γιατὶ τὸ γῆ­ρας εἶνε σοβαρὰ ἀσθέ­νεια, κατάπτωσις δυνά­μεων. Σ’ ἕνα γηροκομεῖο λ.χ., ποὺ οἱ τρόφιμοι μόλις κινοῦνται, δὲ μποροῦμε νὰ τοὺς ὑποχρεώσουμε σὲ νηστεία. Ἐξαιροῦνται ἀκόμη, σὲ εἰδικὲς περιπτώσεως, γυναῖκες ποὺ ἐγκυμονοῦν, ποὺ γέννησαν καὶ γαλουχοῦν βρέφη ἢ κρατοῦν μικρὰ παιδιά. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως, ποὺ ἔχουν τὴν ὑγεία τους, ὑποχρεοῦνται νὰ νηστεύουν.
Τὸ ἕνα ὅπλο στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Σαρακοστῆς εἶνε ἡ νηστεία. Τὸ ἄλλο εἶνε ἡ προσευχή. «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων δη­λαδή) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21). Χρειάζεται λοιπὸν τώρα προσ­­ευχή. Τί προσευχή; Ἐκτενής. Ἔτσι προσ­­ευ­χή­θηκε ὁ Χριστός, ἔτσι προσευχήθηκαν οἱ ἀ­πόστολοι, οἱ πατέρες, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώ­νων, ὅπως λ.χ. ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία· τόσο προσευχόταν, ὥστε δὲν πατοῦσε στὴ γῆ, γι­νό­­ταν ἄγγελος, πουλὶ πετούμενο· ἔτσι τὴν εἶδαν νὰ περνᾷ τὸν Ἰορδάνη. «Γρηγορεῖτε καὶ προσ­εύχεσθε», λέει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός (ἔ.ἀ. 26,41).
Ἐμεῖς, λένε μερικοί, δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε μεγάλες προσευχές… Καλὰ λοιπόν· δὲ μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐκτενεῖς προσευχές, ποὺ κάνουν τὴ νύχτα στὰ μοναστήρια; κάνε τοὐ­λά­χιστον μιὰ σύντομη προσευχή. Ἔχει ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ σύντομες προσευχές. Νά λό­γου χάριν, ἡ πιὸ σύντομη προσευχὴ εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πόσες φορὲς ἀκούστηκε στὸν Μέγα Κανόνα ποὺ ἐψάλη σήμερα τὸ «Κύ­ριε, ἐλέησον»; Ἀπόψε εἶνε τὸ ἓν τέταρτον τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὄχι ὁλόκληρος ὁ κα­νών· ἀργότερα θὰ διαβαστῇ ὁλόκληρος. Αὐ­τὸς ὁ κανών, ἂν μετρήσουμε ὅλα τὰ τροπάριά του, εἶνε 250 περίπου. Ἀπόψε ἀκούσαμε τὰ 65 περίπου, κ’ ἐμπρὸς ἀπ’ τὸ καθένα ἀκου­γόταν τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Λέει κάποιος ἅγιος, ὅτι, ὅταν ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» βγαίνῃ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώ­που μὲ βαθειὰ μετάνοια, φτάνει ―ναί― νὰ τὸν σώ­σῃ. Λέμε κ’ ἐμεῖς, ψαλτάδες καὶ πα­­πᾶ­δες, «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον» «Κύ­­ριε, ἐλέησον», ἀλλὰ ὁ νοῦς μας τὴν ὥρα ἐ­κεί­νη δὲν εἶνε στὸ Θεό. Θεομπαῖ­χτες καταν­τή­σαμε. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, θὰ κλείσῃ τὶς ἐκκλησίες μας. Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι στὴ ῾Ρω­σία οἱ πιστοί, ὅταν λένε τὸ «Κύριε, ἐ­λέ­ησον» γονα­τίζουν καὶ δακρύζουν. Ἐδῶ ὅλα ἔγιναν συνή­θεια! Δὲν κατηγορῶ κανέναν· πρῶτα τὸ λέω γιὰ τὸν ἑαυτό μου κ᾿ ἔπειτα γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Αὐτὴ εἶνε μία σκληρὰ πραγματικότης. Ξέρετε πότε μόνο λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴν καρδιά μας; Ὅταν τὸ τομαράκι μας κιν­δυνεύῃ· τότε φωνάζουμε «Κύριε, ἐλέησον» καὶ βγαίνει ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Ἐὰν ὅ­μως τὸ λέμε γιὰ τὸ σῶμα, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν ψυχή; Πὲς πολλὲς φορὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»· εἶνε ἡ πιὸ σύντομη καὶ περιεκτικὴ προσευχή.
Ἄλλες σύντομες προσευχὲς εἶνε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ποὺ εἶπε ὁ τελώνης (Λουκ. 18,13), τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐνώπιόν σου» ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος (ἔ.ἀ. 15,18), τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» ποὺ εἶπε ὁ λῃστής (ἔ.ἀ. 23,42). Μία μικρὴ ἐπίσης προσευχή, ποὺ τὴ γνωρίζετε, εἶνε αὐτὴ ποὺ λέμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο· τὴν ἀκούσαμε ἀπόψε καὶ πιστεύω ὅτι ὅλοι θὰ τὴν αἰσθανθήκαμε· εἶνε τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοη­θὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνά­μεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν ξέρουν ὅλοι. Παλαι­ότερα στὰ σπίτια τὴν ἔλεγαν τὸ βράδυ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ κάνοντας μετάνοιες.

* * *

Τέτοιο κλίμα, ἀγαπητοί μου, καλλιεργεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Τὸ εἶπα πολλὲς φορὲς καὶ μὲ συγχωρεῖτε ἂν ἐπαναλαμβάνω μερικὰ πράγματα. Ἀνα­στε­νάζω ὅταν βλέπω ὅτι φτάσαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δυστυχῶς ὁ χριστιανισμὸς δὲν ζῇ ὡς μία ἁγία πραγματικότης· δὲν ζῇ ὡς πνευματικὸς ἀγών, δὲν ζῇ ὡς ἄσκησις, δὲν ζῇ ὡς νηστεία, δὲν ζῇ ὡς προσ­ευ­χή, δὲν ζῇ ὡς ἐλεημοσύνη, δὲν ζῇ ὡς συναί­σθησις καὶ μετάνοια, δὲν ζῇ ὡς λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ σταματήσω γιὰ νὰ κλά­ψω. Γιατί; Διότι ἔχετε οἰκογένειες, κάθεστε στὸ τραπέ­ζι, ἀλλὰ σταυρὸ δὲν κάνετε. Τὸ πρωΐ, τὸ μεση­μέρι, τὸ βράδυ προσευχὴ δὲν γίνεται. Ζή­τη­μα ἂν προσεύχωνται δέκα οἰκογένειες· οὔτε δέ­κα δὲν εἶνε. Δεῖξτε μου ἕνα σπίτι, ὅπου μάνα πατέρας παιδιὰ προσεύχονται οἰ­κογενεια­κῶς, νὰ πέσω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὧρες ὁλόκλη­ρες στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τη­λεόρασι. Ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ψυχὴ ἀδειάζει, ἡ καρδιὰ σκληρύνεται, ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται. Ὅπως λέω ―καὶ κακοφαίνεται σὲ μερικούς―, γίναμε ῥε­μά­λια. Ἐξωτερικῶς ἔχουμε τὴ μορφὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐσωτερικῶς ἀποκτηνωθήκαμε. Καὶ ἂν αὐ­­τὸ οἱ ἄνθρωποι ἔξω δὲν τὸ αἰσθάνωνται, ἂς τὸ αἰσθανθοῦμε τοὐλάχιστον ἐμεῖς καὶ διὰ με­τανοίας καὶ ἀγῶνος ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο. Τὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς βοηθεῖ.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-2-1985, Καθαρὰ Δευτέρα ἑσπέρας)

_______________

ΣΕΡΒΙΚΑ

____________

Понедељак увече

АТМОСФЕРА ЧЕТРДЕСЕТНИЦЕ

Данас је драги моји први дан Свете Четрдесетнице. Овај дан се још назива  и Чисти Понедељак,  он нас полако уводи  у духовну атмосферу овога периода. Које су главне карактеристике те «атмосфере» ?

* * *

Прва карактеристика је сећање на смрт. На то нас је данас пуно пута подсетила наша Црква са кондаком Великог канона. «Душо моја, душо моја, устани, што спаваш? крај се ближи, и помешћеш се зацело». Крај се ближи, веома  непријатна стварност. Ако постоји нешто што плаши човека, то је смрт, тј. час смрти. Сви ми настојимо такве мисли да отерамо из свога ума. Међутим то је чињеница. Да ли је ова Света и велика Четрдесетница последња у нашем животу? Наши стари преци су говорили  да сећање на смрт води у високоумна размишљања.  Па и идолопоклоник краљ Филип, отац Великог Александра, је наредио једном свом војнику да га свако јутро подсети на следеће: «Филипе, сети се да си смртан». Ако је тако чинио он, који је живео 400 година пре Христа, чим више бисмо ми требали тога да се сећамо? То нам говори и песник Великог канона, свети Андреј Критски. Шта друго је Велика Четрдесетница? Сећање на искушења Господња.  Као што знамо Христос је после свога крштења прешао реку Јордан, упутивши се у пустињу где је био сам, четрдесет дана борећи се прса у прса са ђаволом. Како се сада ђаво усудио да искушава Христа? Очеви нам говоре да је ђаво видео човека Христа, и није могао замислити да се у њему крије божанство. То нам говори и свети Хрисостом у његовој Беседи на Васкрс коју ћемо чути на сам дан Васкрса: « ад се загорча сретнувши Те доле; загорча се, јер опустоши; загорча се, јер би поруган; загорча се, јер се умртви, загорча се, јер паде; загорча се, јер би свезан; прими тело (Христово) и Бога се додирну; прими земљу и срете небо; прими оно што виђаше и паде у оно што не виђаше. Смрти, где је твоја жаока? »·То је  као у причи о рибару и риби када риба види мамац, она не разуме да се иза мамца налази рибар са удицом. Мамац је овде било људско тело, које је имао Христос, а удица је била божанство. Тако је Христос победио у пустињи. Сатана је отишао, али  «за неко време» (Лука  4,13). Поново се вратио и последњи пут покушао да искуша Христа- када? У дане светих мука, у Великој Седмици. Ако је ђаво искушавао Христа, искушаваће и нас. Међутим немојмо се бојати. Имамо заштиту Христову. Покажимо стрпљење и боримо се са духовним оружјем, које нам  даје  сам Господ, дакле  са постом и молитвом, о којима ћемо говорити у наставку. Довде смо рекли да Велику Четрдесетницу карактеришу: сећање на смрт, стрпљење и борба у искушењима. Настављамо даље. Велика Четрдесетница је позната и по посту. То је сећање и опонашање поста Христовог. Четрдесет дана је Он постио у пустињи. Постио је строго, без јела и пића. Ми смо сада позвани да га опонашамо. Да ли је обавезан за све људе пост? За свет не,  само ако желе, али за православне хришћане јесте обавезан пост, за оне хришћане који су здрави. Црквени канони нам говоре да се ослобађају поста болесници, људи који су у болесничком кревету, зато што је за њих храна једна врста лека. Боље би било да су здрави и да могу постити. Ослобађају се такође и старци, јако стари људи, због њихових година и они се сматрају болесницима, зато што је старост озбиљна болест, пад снага. У једном старачком дому где се ти стари људи једва крећу, не можемо их обавезати на пост. Изузимају се од поста у посебним приликама, жене које носе децу, које су се породиле и које доје одојче или држе малу децу. Сви други, који су здрави су обавезни да посте. Једно оружје у духовној борби Четрдесетнице је пост, а друго оружје је молитва. «А овај се род не изгони осим молитвом и постом» (Мат. 17,21).Сада нам је потребна молитва. Каква молитва? Дуга и устрајна молитва. Тако се молио Христос, тако су се молили апостоли, очеви, светитељи, мученици, преподобни, мушкарци и жене свих векова, као нпр. преподобна Марија Египћанка, толико се молила да није стајала на земљи, постала је анђел, птица у лету, тако су је видели да прелази Јордан. «Бдите и молите се да не паднете у напаст; јер је дух бодар, али је тело слабо» (Мат. 26,41).

Ми, рећи ће неки, не можемо да се молимо дуго… Добро ако не можеш да се молиш дуго као што чине  ноћу монаси у манастирима, ти се бар кратко помоли. Наша Црква има и кратке молитве. Ево на пример најкраћа молитва је «Господе помилуј». Колико пута се то само чуло у Великом канону који је појан данас: «Господе помилуј»? Вечерас се поје једна четвртина Великог канона, а не цео канон, касније ће бити прочитан цео канон. Тај канон има пуно тропара, ако избројимо све његове тропаре, а има их отприлике 250. Вечерас смо чули отприлике 65 канона, а пре свакога се чуло: « Помилуј ме Боже, помилуј ме». Каже нам један светитељ, када једно «Господе помилуј» излази из срца човековог са дубоким покајањем, довољно је – да – да га спасе. Кажемо и ми, појци и свештеници: «Господе помилуј», «Господе помилуј», али наш ум у тај час није ка Богу усмерен. Почели смо се играти са Богом. Казниће нас Бог, затвориће наше цркве. Говорили су ми да у Русији верници када изговарају «Господе помилуј» клече и плачу. А код нас је све постало навика! Никога не оптужујем, ово пре свега говорим себи а потом и другима. То је једна тешка стварност. Знате ли када ми само говоримо «Господе помилуј» са нашим срцем? Када је наше тело у опасности, само онда узвикујемо: «Господе помилуј», а те речи долазе из нашег срца. Ако то изговарамо када је наше тело у опасности, тим више бисмо то требали да изговарамо због наше душе? Кажи пуно пута «Господе  Исусе Христе помилуј ме», то је најкраћа и најпотпунија  молитва. Друге кратке молитве су и ове: «Боже, милостив буди мени грешном», коју је рекао цариник (Лука. 18,13), «Оче, сагреших небу и теби» коју је рекао блудни син (Лука. 15,18), као и  «Сети ме се, Господе, када дођеш у Царству своме» коју је рекао разбојник (Лука. 23,42).  Једна исто тако мала молитва, коју знате, је она коју говоримо у време Четрдесетнице у Великом канонику, чули смо је и вечерас и верујем да смо је сви и осетили, а то је: «Господе сила, са нама буди, јер осим Тебе, другог Помоћника у невољама немамо! Господе сила, помилуј нас!». Сви знају ову молитву. У старо време су је говорила увече и мала деца са поклонима.

* * *

Такву атмосферу, драги моји, негује наша Православна Црква у време Велике Четрдесетнице. Ово сам рекао много пута и опростите ми ако нешто понављам. Тешко ми је када видим да смо дошли у једно време када хришћанин не живи као једна света јединка, не живи у духовној борби, не живи у подвигу, не живи у посту, не живи у молитви, не живи у милостињи, не живи у саосећају и покајању а ни у обожавању Бога. Требао бих овде да застанем и да се исплачем. Зашто? Зато што имате породице, сви седате за стол, али нико се не крсти пре јела. Ујутру, у подне и увече нема молитве у вашим домовима. Да ли се и десет породица моли, питање је, ма ни десет их нема. Покажите ми једну кућу, где  се мајка, отац и деца моле породично, да паднем на колена и поклоним им се. Сви су часовима заокупљени радиом и телевизијом. А који је резултат тога? Душа се празни, срце се окамењује а живот се уништава (дегенерише). Као што кажем – а некима се то чини лоше- постали смо изроди. Споља имамо изглед човека али унутра смо постали као звери. А ако све ово људи ван цркве не осећају, осетимо то бар ми кроз покајање и борбу, вратимо се Господу. Атмосфера Четрдесетнице помаже.

πσκοπος Αγουστνος

(Св. Пантелејмон Флорина 25-2-1985, Чисти Понедељак вечерње)