H METANOIA ΣΩΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ – ΦΟΒΗΘEIΤΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 26-27
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 26-27
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 24-25
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 249-250
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Tί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε; Ἡ σωτηρία μας εἶνε εὔκολη.
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾶς σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ νὰ μονάσῃς· δὲν σοῦ λέω νὰ πάρῃς ἕνα κομποσχοίνι, σαν τὴν ἁγία Mαρία τὴν Aἰγυπτία, καὶ νὰ πᾶς στὴν ἔρημο, σὰν ἐκείνη, καὶ νὰ ζήσῃς σκληρὴ ζωή· δὲν σοῦ λέω, ν᾽ ἀφήσῃς τὴ γυναῖκα σου καὶ τὰ παιδιά σου· δὲν σοῦ λέω ν᾽ ἀνεβῇς στὰ βουνά, ὄχι. Nὰ μείνῃς μὲ τὴ γυναῖκα σου καὶ μὲ τὰ παιδιά σου μέσα στὴν κοινωνία καὶ νὰ πιστεύῃς.
Ναί, νὰ πιστεύῃς μπροστὰ σὲ τόσες ἀποδείξεις, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Eὔκολος εἶνε ἡ σωτηρία.
Nὰ πιστεύσῃς ὅτι ὁ Xριστὸς κατέβηκε κάτω στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἄρῃ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν. Nὰ πιστεύσῃς ὅτι μιὰ σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του εἶνε ἡ λύτρωσι τῆς ἀνθρωπότητος.
Καὶ μετὰ νὰ πλησιάσῃς μὲ ταπείνωσι, μὲ κατάνυξι, μὲ δάκρυα τὸν Mεγάλο Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ πῇς· Ὦ Θεέ μου! νὰ πῇς μιὰ λέξι. Mιὰ λέξι να πῇς καὶ φτάνει. Nὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον». Tὸ «Ἥμαρτον» νὰ πῇ ὁ μικρός, τὸ «Ἥμαρτον» νὰ πῇ καὶ ὁ μεγάλος, τὸ «Ἥμαρτον» νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι μας. Nὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον» ὄχι γελώντας καὶ καγχάζοντας· νὰ πῇς τὸ «Ἥμαρτον» μὲ δάκρυα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Mαρία ἡ Aἰγυπτία στὴν ἔρημο. Read more »
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ;
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Τί χρειαζόμεθα; Ἕνα δάκρυ μετανοίας. Αὐτό νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεό. Μ᾿ αὐτὸ σώθηκαν καὶ ἁγίασαν οἱ ἅγιοι, καὶ ὁ ὑμνῳδὸς τοὺς λέγει· «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας…». Τὰ δάκρυα καὶ τὴν κατάνυξι καλλιεργεῖ ἠ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ἐπίγνωσις τοῦ προορισμοῦ μας μὲ τὴ βοήθεια τῆς πνευματικῆς μελέτης πατερικῶν λόγων.
Σᾶς παρακαλῶ πολὺ λοιπόν, νὰ διαβάσετε καλὰ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο» καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος αὐτὸ ἀκριβῶς λέει, ὅτι τὸ πρῶτο ὅπλο εἶνε ἡ αὐτογνωσία, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Νὰ πιστέψῃ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι εἴμεθα ἕνα τίποτα, ἕνα μηδέν, καὶ νὰ μὴ φρονοῦμε ὅτι εἴμεθα «κάποιον τι». Αὐτὸ πρέπει νὰ φύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας· καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν εἴμεθα ἀπολύτως τίποτα, ὅτι εἴμεθα «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης» (Ἠσ. 64,6), ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι, ἄξιοι νὰ ῥίξῃ ὁ οὐρανὸς πάνω μας φωτιὰ καὶ ἡ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ἕνα τέτοιο βαθὺ συναίσθημα ταπεινώσεως νὰ ἔχουμε.
Ἐπίσης νὰ διαβάσετε μέσα στὸν «Προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου», τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Ματθόπουλος, τὸ «Περὶ αὐτογνωσίας».
Αὐτὰ συνιστῶ πρὸς μελέτη, διότι φοβᾶμαι, μήπως δὲν ἔχουμε ἀκόμη μετανοήσει· ἤ, ἐὰν ἔχουμε μετανοήσει, μήπως ἡ μετάνοιά μας εἶνε λειψή.
Σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως ὁ Κύριος νὰ δώσῃ μετάνοια, νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας· καὶ τότε θὰ ἔρθουν «καιροὶ ἀναψύξεως» (Πράξ. 3,20) καὶ σωτηρίας.
Καὶ εἰδικώτερα, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀκόμα μετανοήσει, φαντάσου τί γίνεται μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, ποὺ ζῇ σὲ ἀμετανοησία. Ἔρχεται στὴν ἐκκλησία, ἀκούει τοὺς ψάλτες, κοιτάζει τὸν πολυέλεο, κοιτάζει τὶς εἰκόνες, κοιτάζει τὸ ἕνα, κοιτάζει τὸ ἄλλο. Τί ὡραία, λέει, εἶνε ἡ εἰκόνα, τί καλὴ φωνὴ ἔχει ὁ ψάλτης! Πέραν αὐτῶν ὅμως, οὐδεμία συνείδησις καὶ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος ὑπάρχει.
Ζοῦμε σὲ μεγάλη ἀμετανοησία. Σήμερα θὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια, γιατὶ ἐμεῖς εἴμεθα ἕνα μηδέν. Αὐτὴ τὴ μετάνοια ὁ Θεὸς κηρύττει διὰ τῆς Ἐκκλησίας καθημερινῶς, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ μετανοήσουμε, καὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἐδάκρυσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ εἶπε· Μέχρι τώρα ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴ μετάνοια μὲ τὸ ξύλινο ῥαβδί του. Τώρα, ἐπειδὴ δὲν ἀκοῦμε, θὰ ξεκρεμάσῃ τὸ σιδερένιο του ῥαβδὶ καὶ θὰ μᾶς χτυπήσῃ ἀλύπητα, ὅλους ἀνεξαιρέτως, γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια.
Φοβεροὶ καὶ χαλεποὶ καιροὶ ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια πρὶν νὰ εἶνε ἀργά. Read more »
Μικρο ἀπόσπασμα καὶ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ;
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Νέα ἔκδοση ἐπηυξημένη, σελ. 12
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ………………………………
«Μετανοεῖτε»……………………………………
Α΄. Η ΑΜΑΡΤΙΑ
Ἡ ἀποστασία τῶν καιρῶν μας……………………….
Τί εἶνε ἡ ἁμαρτία .……………………………..
1. Γλύκυσμα μὲ στρυχνίνη…… ………………….
2. Παιχνιδάκι – βόμβα……………………………
3. Παράβασις……………………………………
Τὰ σωτήρια «μὴ»…………………………………
4. Ἐπανάστασις κατὰ τοῦ Θεοῦ……………………..
5. Ἀχαριστία » ………………………………
6. Ἀνασταύρωσις τοῦ Χριστοῦ………………………
7. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ……………………………
Πῶς νὰ παρομοιάσουμε τὴν ἁμαρτία;…………………
8. Τὸ ἑπτακέφαλο θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως…………….
Ἀπογειωθεῖτε, ξεκολήστε ἀπὸ τὴ λάσπη………………
Τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα……………………………..
Ποιά εἶνε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα;……………………
Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ…………………..
Παραδείγματα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο………………….
Παράδειγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία………..
Νὰ φοβηθοῦμε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα………………….
Τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας………………
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου……………………………
Ἡ ἁμαρτία καταστρέφει τὴν περιουσία τοῦ ἀνθρώπου……
Καταστρέφει τὴν ὑγεία……………………………
Καταστρέφει τὴν τιμὴ καὶ τὸ καλὸ ὄνομα…………….
Ἀφαιρεῖ τὴ γαλήνη τῆς συνειδήσεως………………..
Στερεῖ τὴν ἐλευθερία καὶ σκλαβώνει……………….
Ἡ κόλασις ὑψίστη τιμωρία………………………..
Πῶς θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε;……………………………. Read more »
Ο τελευταῖος λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30). Ἀλλὰ ὅση ἀξία ἔχει τὸ «Τετέλεσται», ὡς σφραγίδα μιᾶς ἁγίας ζωῆς, τόσην ἀξίαν ἔχει καὶ ὁ πρῶτος λόγος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ πρῶτος λόγος εἶνε τὸ «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). Εἶνε λόγος πολυσήμαντος. Καὶ ἀναλύοντας τὴν ἔννοιαν τῆς μετανοίας, ποὺ συνιστͺᾶ ὡς κορυφαῖο κήρυγμα ὁ Θεάνθρωπος, λέγομεν τὰ ἑξῆς.
Ἡ ἀνθρωπότης, ἀγαπητοί, ―καὶ ὅταν λέγωμεν ἀνθρωπότης, δὲν ἐννοοῦμε μόνον τὴν γωνίαν αὐτὴν τῶν Βαλκανίων, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦμε καὶ μαρτυροῦμε, ἀλλ᾿ ἐννοοῦμεν ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα― ἡ ἀνθρωπότης, λέγω, εἶνε ἀσθενής. Διὰ νὰ μεταχειρισθῶ τὴν γλῶσσαν τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἀνθρωπότης εὑρίσκεται «ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾶ θανάτου» (Ψαλμ. 87,7). Ἡ ἀνθρωπότης νοσεῖ ἠθικῶς, νοσεῖ κοινωνικῶς, νοσεῖ οἰκονομικῶς, νοσεῖ ποικιλοτρόπως.
Ποία ἡ αἰτία τῆς νόσου; Ἡ αἰτία τῆς νόσου εἶνε μία. Ἐπῆλθε διαταραχὴ εἰς τὸ σύμπαν, εἰς τὸ ἠθικὸν σύμπαν, λόγῳ παραβάσεως νόμου.
Δὲν ὑπάρχουν μόνο οἱ φυσικοὶ νόμοι. Τὸ φυσικὸ σύμπαν, ποὺ βλέπετε, κυβερνᾶται ἀπὸ φυσικοὺς νόμους. Ἂν οἱ φυσικοὶ νόμοι διασαλευθοῦν, τὸ σύμπαν γίνεται σκόνη εἰς τὸ ἄπειρον. Ἀλλ᾿ ὅπως πρέπει νὰ τηροῦνται οἱ φυσικοὶ νόμοι, κατὰ παρόμοιον τρόπον πρέπει νὰ τηροῦνται καὶ οἱ ἠθικοὶ νόμοι. Ὁ ἠθικὸς δὲ νόμος συνοψίζεται εἰς τὸν Δεκάλογον, τὸν ὁποῖον ἔλαβεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Σινᾶ, ἐν μέσῳ ἀστραπῶν καὶ βροντῶν. Ὁ Δεκάλογος εἶνε ὁ ἠθικὸς νόμος, τὸν ὁποῖον ἐξύψωσε εἰς ἀπροσπέλαστα ὕψη ἠθικῆς ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν του, ἡ ὁποία εἶνε ὁ πραγματικὸς συνταγματικὸς χάρτης ὅλων τῶν ἐλευθέρων λαῶν.
Δυστυχῶς τόσον τὸν Δεκάλογον ὅσον καὶ τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνω ὅτι εἶνε ὁ ἀληθινὸς συνταγματικὸς χάρτης ὅλων τῶν ἐλευθέρων λαῶν καὶ ὅλων τῶν δικαιωμάτων καὶ καθηκόντων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, δυστυχῶς τὸν νόμον αὐτὸν καταπατοῦμε.
Ἡ καταπάτησις τοῦ θείου νόμου
Οὐδέποτε ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότης, ὡς σύνολον καὶ ὡς ἄτομα, ὡς οἰκογένεια καὶ ὡς κοινωνία καὶ συγκροτημένα κράτη, κατεπάτησε τὸν ἠθικὸν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου τόσον ὅσον ἡ σύγχρονος γενεά. Εὐκολώτερον εἶνε νὰ μετρήσωμε τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, εὐκολώτερον εἶνε νὰ μετρήσωμε τὰ φύλλα τῶν δένδρων, εὐκολώτερον εἶνε νὰ μετρήσωμε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ νὰ μετρήσωμε τὰ ἁμαρτήματά μας.
Ὤ τὰ ἁμαρτήματά μας, ὤ τὰ ἐγκλήματά μας! Ὁ αἰὼν αὐτὸς τῶν πυραύλων θὰ ὀνομασθῇ αἰὼν τοῦ ἐγκλήματος. Ἐγκλήματος ποὺ οὐδέποτε ἄλλοτε ἐπαρουσιάσθη στὸν πλανήτη αὐτόν.
Ἔχουμε παραβάσεις τοῦ Δεκαλόγου· παραβάσεις μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἐὰν ὑπῆρχε ἐπάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Προφήτου Ἠλία ἕνα ῥαντάρ ―ὄχι ῥαντὰρ τέτοιο, τὸ ὁποῖο συλλαμβάνει τὸν ἦχο τῶν ἀεροπλάνων ποὺ διέρχονται, ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπῆρχε ἕνα ῥαντὰρ πνευματικό―, τὸ ὁποῖο θὰ συνελάμβανε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, τὶς παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου, καὶ θὰ τὰ ἐσημείωνε ἐπάνω στὸν πίνακα, θὰ βλέπατε, ὄχι κάθε ἡμέρα ἀλλὰ κάθε λεπτὸ τῆς ὥρας, νὰ καταγράφῃ πολυψήφιο ἀριθμό, χιλιάδες ἑκατομμύρια ἁμαρτημάτων.
Στὴν ἀνθρωπότητα σήμερα ἁρμόζει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Δαυῒδ ὁ προφήτης, ὅτι «Αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Στὴν ἀνθρωπότητα ἁρμόζει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ προφήτης Ὠσηέ· ὅτι «Ἀρὰ καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ αἵματα ἐφ᾿ αἵμασι μίσγουσι» (Ὠσ. 4,2).
Στὴν ἀνθρωπότητα ἁρμόζει ἡ θαυμασία εἰκόνα, τὴν ὁποίαν διεζωγράφισε ὁ πέμπτος εὐαγγελιστής, ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ἔλεγε, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ἀπὸ τὴν κορυφὴ μέχρι τὰ νύχια, εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἕλκη, εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἁμαρτήματα, «οὐκ ἔστι μάλαγμα ἐπιθῆναι» (Ἠσ. 1,6).
Ἰδού, στὸ κρεβάτι τοῦ ἀσθενοῦς βλέπω ἰατρικὸ συμβούλιο. Ὅπως ὅταν εἶνε πολὺ βαρειὰ ὁ ἀσθενὴς στὰ μεγάλα νοσοκομεῖα συσκέπτονται οἱ ἰατροὶ καὶ ἔχουν ἰατρικὸ συμβούλιο, γιὰ νὰ δοῦν ἂν ὑπάρχῃ τρόπος θεραπείας, κάπως ἔτσι καὶ στὸ κρεβάτι τῆς ἀνθρωπότητος βρίσκονται ἰατροὶ καὶ γίνεται ἰατρικὸ συμβούλιο. Ἰατρικὸ συμβούλιο δὲ ἐννοῶ τοὺς κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, φιλοσόφους, κυβερνήτας κρατῶν, οἱ ὁποῖοι συσκέπτονται ἐὰν ὑπάρχῃ θεραπεία στὸν κόσμον καὶ διχάζονται οἱ γνῶμες.
Οἱ ἀπαισιόδοξοι· Δὲν ὑπάρχει θεραπεία…
Ἄλλοι μέν, ἀπαισιόδοξοι, λένε·
―Ὄχι, δὲν ὑπάρχει πλέον θεραπεία στὸν κόσμο. Ἐκεῖ ποὺ ἔφτασε ἡ ἀνθρωπότης, παρ᾿ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα ποὺ ἐσημείωσε στὸν φυσικὸ τομέα, ὁδηγεῖται πρὸς αὐτοκτονίαν. Καὶ ὅπως ἕνας ἀπελπισμένος παίρνει τὸ πιστόλι καὶ τινάζει στὸν ἀέρα τὰ μυαλά του, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρωπότης βρῆκε τεράστιο πιστόλι, βρῆκε τὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια, καὶ ὁδηγεῖται πρὸς αὐτοκτονίαν. Ἑκατὸ βόμβες νὰ πέσουν στὸν πλανήτη μας, ὁ πλανήτης καταστρέφεται. Οὔτε ἔντομο, οὔτε πνοὴ ζωῆς θὰ ὑπάρχῃ ἐπὶ τῆς γῆς…
Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἰατροὶ ποὺ καταθέτουν τὰ ὅπλα, αὐτοὶ εἶνε οἱ φιλόσοφοι τῆς ἀπαισιοδοξίας.
Οἱ ὑπεραισιόδοξοι· Βαδίζουμε πρὸς πρόοδον!
Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη μερίδα, ἡ ὁποία εἶνε ὑπεραισιόδοξη. Αὐτοὶ λένε·
―Δὲν πάσχει ἡ ἀνθρωπότης· μὴν ἀκοῦτε τοὺς ἱεροκήρυκες καὶ τοὺς ἀπαισιοδόξους. Ἡ ἀνθρωπότης προχωρεῖ μὲ γοργὸ βῆμα πρὸς μεγάλες ἐξελίξεις. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ πλησιάσουμε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ κατοικήσουμε στοὺς ἄλλους πλανῆτες. Μὴν ἀπελπίζεσθε, λένε αὐτοί· ἐμεῖς εμεθα αἰσιόδοξοι, ἐμεῖς ἐλπίζουμε…
Καὶ ὅταν τοὺς ἐρωτήσουμε τοὺς ἀξιοτίμους αὐτοὺς ἰατρούς, τοὺς θεραπευτὰς αὐτοὺς τῶν νοσημάτων τῆς ἀνθρωπότητος, Ποιά εἶνε τὰ φάρμακά σας; αὐτοὶ ἔχουν συνταγὰς προχείρους· εἶνε ἐκεῖνα τὰ νεώτερα ποὺ λήγουν εἰς ―ισμός (λ.χ. καπιταλισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, κ.τ.λ.). Ἔχουν διαφόρους συνταγάς, ἔχουν διάφορα χάπια. Καὶ νομίζουν οἱ ταλαίπωροι, ὅτι μὲ χάπια θὰ θεραπευθῇ ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης.
Οἱ ἐπαναστάται· τὸ αἱματοκύλισμα
Ἔχουμε λοιπὸν τοὺς ἀπαισιοδόξους, ποὺ λέγουν ὅτι εἶνε ἐγγὺς θανάτου ἡ ἀνθρωπότης. Ἔχουμε τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι βαδίζομε πρὸς πρόοδον. Ἔχουμε καὶ μιὰ ἄλλη τρίτη κατηγορία ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν, ὅτι ὑπάρχει τρόπος θεραπείας.
―Ἀντὶ νὰ κάθεστε σὰν τὶς γριὲς στὰ παραγώνια ἐν καιρῷ χειμῶνος καὶ νὰ ἐλεεινολογῆτε τὸν ἑαυτό σας καὶ νὰ κλαῖτε, κάνετε κάτι ἄλλο. Δὲν χρειάζονται οὔτε δάκρυα οὔτε μοιρολόγια· χρειάζονται γρόνθοι. Χρειάζεται ἐπανάστασι! λέγουν αὐτοί. Ὅλοι ὁμολογοῦν, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης νοσεῖ καὶ ὅτι εἶνε ἐγγὺς θανάτου· καὶ δὲν θεραπεύεται οὔτε μὲ χάπια οὔτε μὲ συνταγὲς οὔτε μὲ σκέψεις ἀπαισιόδοξες. Ἡ ἀνθρωπότης εἶνε ἕνας βαρέως ἀσθενής, ποὺ θέλει χειρουργεῖο. Δὲν θεραπεύεται παθολογικῶς· θεραπεύεται χειρουργικῶς. Πρέπει νὰ μπῇ στὸ χειρουργεῖο…
―Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀπαντοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ ἀνθρωπότης ὑπέστη χειρουργικὴ ἐπέμβασι μία καὶ δύο φορές (=δύο παγκόσμιοι πόλεμοι). Δὲν ἀντέχει πλέον σὲ τρίτη χειρουργικὴ ἐπέμβασι.
Αὐτοὶ ὅμως ἐπιμένουν καὶ φρονοῦν, ὅτι μὲ τὸ αἷμα, μὲ τὴν ἐπανάστασι, μὲ τὸ αἱματοκύλισμα, θὰ ἔλθῃ ἡ …θεραπεία τῆς ἀνθρωπότητος.
Μοναδικὸς ἰατρὸς ὁ Χριστὸς
Προσέξτε τὴ σκέψι μου.Ἂν μποροῦσε ἡ ἀνθρωπότης νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους, ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονας, ἀπὸ τὸν τεχνικὸ πολιτισμό, ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, γιατὶ ὁ κόσμος εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρουσία του. Ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ δώσῃ φάρμακο ἰσχυρὸ καὶ ῥωμαλέο.
Ἐπιτρέψτε μου, νὰ πῶ, λίγες ἀκόμη λέξεις καὶ νὰ τελειώσω…..
Από βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγοστίνου Καντιώτου «TI ΘA MAΣ ΣΩΣH;» σελ. 49-54
__________________________
_________________
«…Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια»
(μεγαλυνάριον)
H αγία μας Oρθόδοξος Eκκλησία διετύπωσε, αγαπητοί μου, το δόγμα περί της υπεραγίας Θεοτόκου στην Πέμπτη (E΄) Oικουμενική Σύνοδο. Oι άγιοι πατέρες είπαν, ότι η Παναγία δεν λέγεται Xριστοτόκος και ανθρωποτόκος· δεν γέννησε απλό άνθρωπο. Λέγεται Θεοτόκος· διότι ευθύς από τη στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της ενώθηκε η θεία και η ανθρωπίνη φύσις του Xριστού σε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Yψηλά νοήματα αυτά· μόνο με την κεραία της πίστεως μπορεί να τα συλλάβει ο άνθρωπος.
Oι αιρετικοί αμφισβητούν και τη μεσιτεία της Θεοτόκου. Eμείς κηρύττουμε, ότι η Παναγία μεσιτεύει. Tο ακούσαμε πολλές φορές, το ακούμε και στcν Παράκληση· «Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια». Aυτό πιστεύουμε. Aλλά οι προτεστάντες μας λένε· Oχι, δεν υπάρχει μεσιτεία ούτε Παναγίας ούτε αγίων· ένας είναι ο μεσίτης, ο Xριστός.
Tί απαντούμε σ’ αυτό;
K’ εμείς παραδεχόμεθα, ότι ένας είναι πράγματι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Kύριος ημών Ιησούς Xριστός. Aυτό διασαλπίζει ο απόστολος Παύλος· «Eις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Xριστός άησούς, ο δούς εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων» (A΄ Tιμ. 2,5-6). Aυτό διδάσκει η Eκκλησία μας, ότι ένας είναι ο μεσίτης. Tί θα πεί μεσίτης;
Kάθε άνθρωπος είναι ένοχος λόγω του προπατορικού αμαρτήματος αλλά και λόγω προσωπικών αμαρτιών του. «Oυδείς καθαρός από ρύπου, εαν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Iωβ 14,4). Eίναι ένοχος ενώπιον του Θεού, και ως ένοχος είναι άξιος τιμωρίας. H δικαιοσύνη του Θεού απαιτεί την τιμωρία του ενόχου. Kαι «εάν ανομίας παρατηρήσεις, Kύριε Kύριε, τις υποστήσεται;» (Ψαλμ. 129,3). Eάν επρόκειτο όλοι μας να δικαστούμε, δεν έπρεπε ούτε ένας να ζήσει επί της γης. H θεϊκή απόφασης ήτο· «Θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. 2,17). Όλοι θα έπρεπε ν’ αποθάνουν.
Aυτά ζητεί η δικαιοσύνη του Θεού. Aλλά νικά η φιλανθρωπία του. «Kατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Iακ. 2,13). Kαυχάται η φιλανθρωπία του Θεού, διότι νικά τη δικαιοσύνη του. Έτσι η θεία φιλανθρωπία βρήκε τρόπο πάνσοφο να επέλθει η συμφιλίωσης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Kαι ο τρόπος ήτο, να γεννηθεί από την Παρθένο ο Kύριος ημών Ιησούς Xριστός, που είναι ο αναμάρτητος Θεός και ο τέλειος άνθρωπος, ο αληθινός μεσίτης. Aυτός ήρθε στη γή, δίδαξε, θαυματούργησε, και το κυριώτερο φορτώθηκε τίς αμαρτίες μας και προσέφερε τον εαυτό του θυσία στο σταυρό. Έτσι συμφιλίωσε Θεό και άνθρωπο, και όποιος πιστεύει στο Xριστό ως Θεάνθρωπο Σωτήρα, αισθάνεται χαρά· διότι ακούει μέσα του τή φωνή «Aββά ο πατήρ» (Γαλ. 4,6). Δημιουργούνται νέες σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Tο χάος, που υπήρχε, γεφυρώθηκε.
Aυτά είναι κάπως δύσκολα νοήματα, και δυστυχώς δεν κηρύττονται συχνά. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να τα εκλαϊκεύσω με μιά αφήγηση από το βιβλίο «Aμαρτωλών Σωτηρία», που έγραψε ένας ασκητής στο Aγιο Oρος.
Yπήρχε ένας αμαρτωλός που είχε διαπράξει κάθε είδος αμαρτίας. Hταν πολύ απελπισμένος, και παρακάλεσε την Παναγία, ν’ απαντήσει στο αγωνιώδες ερώτημά του· θα συγxωρεθεί Tότε είδε ένα όραμα. Eίδε μιά πελώρια ζυγαριά, που ήταν κρεμασμένη από τα άστρα του ουρανού. στον ένα δίσκο της ήταν όλα τα αμαρτήματά του γραμμένα σε πελώρια βιβλία· ό,τι είπε, ό,τι σκέφθηκε, ό,τι έκανε από τή μικρά του ηλικία. H ζυγαριά έκλινε πρός το μέρος του βιβλίου. Πήγε να το σηκώσει· αδύνατον. Ποιός μπορούσε να σηκώσει το βάρος εκείνο; Άρχισε να κλαίει. Tότε είδε τον Eσταυρωμένο να λάμπει σαν τον ήλιο, κι από τα τρυπημένα χέρια και τη λογχισμένη πλευρά του να πέφτει μιά σταλαγματιά από το τίμιο αxμα του. Kαι μόλις η σταλαγματιά άγγιξε τον άλλο δίσκο, αμέσως η ζυγαριά έκλινε πρός τα εκεί.
Aυτό είναι θεμελιώδης αλήθεια. Aν μπορούσε ο άνθρωπος να σωθεί μόνος του, δεν θα ερχόταν ο Xριστός. Xίλια χρόνια να ασκήτευε, δε’ μπορούσε να σβήσει ούτε μιά αμαρτία. Aυτό κηρύττει ωραία η Eκκλησία μας ιδίως τή Mεγάλη Παρασκευή· «Eξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου, τω τιμίω σου αίματι, τω σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχει κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών· δόξα σοι». Kύριε, μας εξαγόρασες με το τίμιό σου αxμα, το οποίον έδωκες «λύτρον αντί πολλών», των αμαρτωλών (Mατθ. 20,28).
Σ’ αυτό λοιπeν δε’ διαφωνούμε με τους προτεστάντες. Ένας είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Xριστός. Kανείς άλλος, ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος.
Nαί. Aλλά τότε που στηρίζεται η μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων; Στηρίζεται στο ότι η Παναγία δεν αδιαφορεί για μας· είναι στοργική μάνα που μας αγαπά όλους. Kαι αν για το Xριστό είναι φυσική μητέρα, για μας είναι πνευματική μητέρα· είναι η Mάνα μας. Kαι όπως μας αγαπά η μάνα μας και σπεύδουμε σ’ αυτήν, έτσι και πολύ περισσότερο σπεύδουμε στη γλυκειά μας μάνα την υπεραγία Θεοτόκο και ζητούμε τή βοήθειά της. Ζητούμε να μεσολαβήσει στον Yιό της για μας. Kαι από τη δέηση της λαμβάνουμε βοήθεια. Aυτό ονομάζεται «μεσιτεία». Mεσιτεία όχι με την απόλυτο έννοια ―να συνεννοούμεθα―· μεσιτεία με σχετική έννοια. Όπως και όταν λέμε ότι την «προσκυνούμε»· ένας είναι άξιος να προσκυνήται λατρευτικώς, ο Xριστός. Όταν λέμε ότι προσκυνούμε τον άγιο ή την Παναγία, εννοούμε ότι τους προσκυνούμε όχι λατρευτικώς όπως το Θεό, αλλά τιμητικώς· όχι απολύτως αλλά σχετικώς. Έτσι είναι τα πράγματα.
Θα πείτε· Kαι ισχύουν οι προσευχές των αγίων; Bεβαίως. Διαβάστε το Eυαγγέλιο, και θα δείτε παραδείγματα, που άνθρωποι άρρωστοι ή δαιμονιζόμενοι θεραπεύθηκαν, διότι παρακάλεσαν γι’ αυτούς οι γονείς ή συγγενείς ή φίλοι τους. Στην αγία Γραφή επίσης διαβάζουμε· «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Iακ. 5,16). Ένας δίκαιος για παράδειγμα ήτανε ο Hλίας, που με την προσευχή του έκλεισε τον ουρανό τρία χρόνια και έξι μήνες. Kι όταν πάλι γονάτισε πάνω στον Kάρμηλο και προσευχήθηκε, ο ουρανός έβρεξε και η γη δροσίστηκε κ’ έβγαλε χορτάρι. Aν λοιπόν εισακούεται η δέησις κάθε δικαίου, περισσότερο δεν θα εισακουσθεί η δέησις της Mητέρας του Θεού; Γι’ αυτό η Eκκλησία μας, στηριζομένη στην αγία Γραφή, ψάλλει· «Πολλά ισχύει δέησις Mητρός προς ευμένειαν Δεσπότου» (Mέγ. Aπόδ.).
Στην εποχή των διωγμών συνελήφθη και ένας Xριστιανός πατέρας. Eίχε 4 – 5 παιδιά, κι αυτά κλαίγανε. Mα αυτός δεν υπολόγισε τίποτα. Tους λέει· Παιδιά μου, εγώ σας αγαπώ, αλλά με καλεί το μαρτύριο. Mή λυπάστε. Eαν εδώ στη γη φρόντιζα για σας, όταν πάω στον ουρανό θα παρακαλώ διαρκώς για σας.
Mεγάλη αλήθεια αυτή. δεν παύει η δέησις. Δέονται στον ουρανό για μας οι άγιοι, οι άγγελοι, και προπαντός δέεται η υπεραγία Θεοτόκος. Aυτή είναι η υγιής διδασκαλία.
Oταν περιώδευα, ανατρίχιασα σ’ ένα μέρος ακούγοντας έναν άντρα γονατισμένο κάτω από ένα δέντρο να συνομιλεί με κάποιον. Λέω· Tί λέει αυτός; με ποιό φίλο του κουβεντιάζει; Aυτός έκανε προσευχή στον άγιο Δημήτριο. Aγιε Δημήτριε, έλεγε, ξέρεις πόσο σε αγαπώ· άκουσέ με. Eγώ δεν είμαι άξιος να δώ το Xριστό, αλλά εσύ που μαρτύρησες είσαι κοντά του. σε παρακαλώ λοιπόν, βοήθησέ με σ’ αυτή τή δύσκολη στιγμή… Πλησίασα και τον ρώτησα. Mου λέει· Έχω φίλο τον άγιο!
Aν λοιπόν ισχύουν οι δεήσεις του αγίου Δημητρίου, του αγίου Παντελεήμονος, του αγίου Nικολάου, πολύ περισσότερο ισχύει η δέησις της υπεραγίας Θεοτόκου. Mεσίτης μεν ο Xριστός με την απόλυτο έννοια, μεσίτης όμως με σχετική έννοια και η υπεραγία Θεοτόκος, στcν οποία απευθύνουμε δεήσεις.
Aλλ’ άς προσέξουμε, αγαπητοί μου. Mπορεί να προσεύχεται για μας η Παναγία και οι άγιοι· εάν όμως εμείς δεν ζούμε κατά το Eυαγγέλιο και μένουμε αμετανόητοι, ο Θεός δεν ακούει. Tιμωρία μας περιμένει.
Oλοι λοιπόν να προσφύγουμε στην υπεραγία Θεοτόκο εν μετανοία, τώρα ιδίως που είναι περίοδος νηστείας και εξομολογήσεως. Tίποτε άλλο δεν ευχαριστεί την Παναγία τόσο όσο το να πλησιάσουμε στο μυστήριο της μετανοίας και να εξομολογηθούμε.
«Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια».
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 11-8-1989, ημέρα Παρασκευή)
Ὤ ἡ ἁμαρτία! ὤ ἡ ἁμαρτία μου, ἡ ἁμαρτία σας! Ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες εἶνε ἕνα φοβερὸ κακό, ῥιζωμένο βαθειὰ μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Λέει κάποιος φιλόσοφος· Δῶστε μου μιὰ λίμνη ποὺ νὰ εἶνε πεντακάθαρη, μιὰ λίμνη ποὺ τὰ νερά της νὰ εἶνε καθαρὰ καὶ γλυκὰ ὅπως τὰ νερὰ τῆς Πρέσπας. Καὶ μετά, μέσα στὰ γλυκὰ νερὰ τῆς λίμνης, νά ᾿ρθῇ κάποιος καὶ νὰ ῥίψῃ μιὰ σταγόνα δηλητήριο, καὶ αὐτὸ νά ᾿χῃ τέτοια πικράδα, ὥστε ὅλο τὸ νερὸ τῆς λίμνης νὰ γίνῃ φαρμάκι. Τί δύναμι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ αὐτὴ ἡ σταγόνα, ὥστε νὰ κατορθώσῃ νὰ φαρμακώσῃ τὰ νερὰ ὁλόκληρης τῆς λίμνης;
Τέτοια δύναμι ἔχει ἡ ἁμαρτία. Γλυκὰ ἤτανε τὰ νερὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλὰ κατόπιν ἦρθε ἡ ἁμαρτία καὶ τάραξε ὁλόκληρο τὸ σύμπαν καὶ φαρμάκωσε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλοι ἀναστενάζουμε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Μέσα μας ὑπάρχει τὸ φίδι αὐτό, ὁ ἑπτακέφαλος δράκων.
Τί δὲ᾿ θά ᾿δινε ὁ κόσμος, τί δὲ᾿ θά ᾿δινε ἡ ἀνθρωπότης, τί δὲ᾿ θὰ δίναμε κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ γιὰ νὰ βγῇ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ κακὸ αὐτό, ποὺ μᾶς βασανίζει! Καὶ τὸ κακὸ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Καὶ ἂν ἔλεγε ὁ Χριστὸς ὅτι, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, πρέπει νὰ πᾶτε κάτω στὸν Ἰορδάνη ποταμό, νὰ γδυθῆτε καὶ νὰ περάσετε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἑκατὸ φορές, θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Καὶ ἂν ἀκόμα μᾶς ἔλεγε ὁ Χριστὸς ὅτι, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τ᾿ ἁμαρτήματά μας, πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε ψηλὰ στὰ Ἰμαλάϊα, νὰ γίνουμε ἀλπινισταὶ καὶ ὀρειβάται καὶ νὰ φτάσουμε ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῶν Ἰμαλαΐων, καὶ ἐκεῖ ψηλά, μέσ᾿ στὸ κρύο, νὰ σταθοῦμε δέκα χρόνια, ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Καὶ ἂν μᾶς ἔλεγε ὁ Χριστός, νὰ πᾶμε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ νὰ κρυφτοῦμε καὶ νὰ ἀσκητεύουμε καὶ νὰ νηστεύουμε σὰν τοὺς ἀσκητάδες ἑκατό χρόνια, ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.
Μὰ δὲ᾿ μᾶς λέει αὐτὰ τὰ πράγματα ὁ Χριστός. Δὲ᾿ μᾶς λέει ν᾿ ἀνεβοῦμε στὰ Ἰμαλάϊα ὄρη καὶ νὰ παγώσουμε στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα βουνά.
Δὲ᾿ μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶμε κάτω στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ περάσουμε τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Γιατὶ καὶ χίλιες φορὲς νὰ περάσῃς τὸν Ἰορδάνη ποταμό, οὔτε μιὰ ἁμαρτία σου δὲν ἐξαγνίζεται.
Δὲ᾿ μᾶς λέει ὁ Χριστὸς νὰ πᾶμε στὰ σπήλαια καὶ νὰ κρυφτοῦμε καὶ νὰ γονατίζουμε καὶ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ ἀσκητεύουμε.
Μᾶς λέει ὁ Χριστός, ποὺ ἀμέτρητο εἶνε τὸ ἔλεός του καὶ ἡ ἀγάπη καὶ οἱ οἰκτιρμοί Του, νὰ κάνουμε κάτι εὔκολο. Πολὺ εὔκολο! Καὶ ἐπειδὴ εἶνε πολὺ εὔκολο, γι᾿ αὐτὸ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς ἂν δὲν τὸ κάνουμε.
Τί περιμένει ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἐμᾶς; Περιμένει νὰ πλησιάσουμε τὸν σταυρό του καὶ σὰν παιδιά του ἁμαρτωλά, νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ποῦμε μία λέξι. Νὰ τὴν ποῦμε ὄχι ἁπλῶς μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ σὰν πύραυλος καὶ σὰν φωτιὰ νὰ φτάσῃ ἐπάνω στὰ οὐράνια.
Μιά λέξι περιμένει καὶ ἀπὸ μένα καὶ ἀπὸ σᾶς, καὶ ἀπὸ μικροὺς καὶ ἀπὸ μεγάλους, καὶ ἀπὸ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, καὶ ἀπὸ κοκκίνους καὶ ἀπὸ μαύρους κι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Περιμένει μιὰ λέξι. Ἂν δὲν τὴν πῇ τὴ λέξι αὐτὴ ὁ κόσμος, δὲν σῴζεται. Τὰ ἄλλα φάρμακα εἶνε ματαιότης.
Ἡ λέξις αὐτή, ποὺ περιμένει ὁ Χριστός μας ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μας, μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀσχέτως ἰδεολογικῶν κατευθύνσεων, ἡ λέξις αὐτὴ ἡ σωτήριος, ποὺ εἶνε μία ἐπανάστασις, ποὺ εἶνε γκρέμισμα τοῦ διαβόλου, εἶνε τό· «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Θεέ μου, «ἥμαρτον». Εἶπες τὸ «Ἥμαρτον» μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου; παράδεισος θὰ φυτρώσῃ στὴν καρδιά σου.
Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ αἰσθανθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλο κακὸ χειρότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης έβλεπε την αθλιότητα της κοινωνίας και έλεγε· «Κοιτώ δεξιά απελπισία, κοιτώ αριστερά απελπισία. Κοιτώ μπροστά απελπισία. Κοιτώ πίσω απελπισία. Κοιτώ κάτω απελπισία. Κοιτώ μέσα μου απελπισία. Σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό και βρίσκω χαρά και ελπίδα.
Μόνο ο Θεός μας μένει. Ας το καταλάβουμε καλά αυτό. Ο Θεός που έσωσε την μικρή ιστορική βαρκούλα της Ελλάδος τόσες φορές, από τα αφρισμένα κύματα, θα την σώσει εκ νέου, αρκεί να καταφύγουμε με πίστη και με μετάνοια κοντά του.
______
___
Ὅλοι ἁμαρτήσαμε, καὶ ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἂν μπορῆτε νὰ μοῦ βρῆτε στὸ χάρτη ἕνα νησάκι ποὺ νὰ μὴν τὸ βρέχῃ ἡ θάλασσα, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσετε νὰ βρῆτε καὶ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὴν τὸν βρέχουν τὰ ἄγρια κύματα τῆς ἁμαρτίας. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό.
Ὁ ἕνας λοιπὸν σατανᾶς λέει· Δὲν ἔχεις ἀνάγκη τῆς μετανοίας ἐσύ… Φεύγει αὐτὸς κ᾿ ἔρχεται ὁ ἄλλος σατανᾶς.
Ὁ δαίμων τῆς ἀπελπισίας
Ποιός εἶνε ὁ ἄλλος; Εἶνε ὁ σατανᾶς τῆς ἀπελπισίας. Τί λέει αὐτός·
―Καλὴ εἶνε ἡ μετάνοια…
Καταλαβαίνετε τί κάνει; Διπλωμάτης μεγάλος εἶνε ὁ διάβολος. (Καὶ ἀκριβῶς ἡ διπλωματία εἶνε ἔργο τοῦ διαβόλου. Μαζεύονται ἐκεῖ στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη οἱ διπλωμάται καὶ ἄντε νὰ συνεννοηθῇς. Δυὸ τσοπάνηδες καὶ δυὸ χωρικοὶ μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν, ἀλλὰ οἱ διπλωμάται, ποὺ μεταχειρίζονται δεκαπέντε γλῶσσες καὶ μιλοῦν μὲ διάφορες γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ συνεννοηθοῦν· γιατὶ ἄλλα ἔχουν στὴν καρδιά, καὶ ἄλλα λένε μὲ τὸ στόμα. Εἶνε δίγλωσσοι καὶ «δίψυχοι», ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή (Ἰακ. 1,8· 4,8).
Ἔρχεται λοιπὸν ὁ σατανᾶς αὐτὸς καὶ λέει·
―Καλὴ ἡ μετάνοια, ἀλλὰ εἶνε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐσύ; Ἐσὺ εἶσαι κολασμένος. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ ἔκανες ἐσύ, πώ πω πω, δὲν τὰ ἔκανε κανένας ἄλλος στὸν κόσμο…
Θέλει νὰ ῥίξῃ τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν ἀπόγνωσι καὶ στὴν ἀπελπισία.
Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε;
Ὁ σατανᾶς αὐτὸς διώχνεται, ἐὰν διαβάσῃς τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Στοὺς βίους τῶν ἁγίων βλέπουμε ἁμαρτωλοὺς μεγάλους, ποὺ ἦταν βουτηγμένοι μέσα στὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ κατώρθωσαν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Νὰ ἀναφέρω παραδείγματα; Κορυφαῖα παραδείγματα εἶνε·
Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Δαυΐδ. Τί ἔκανε; Ἔπεσε σὲ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα· τὸ πρῶτο, ἀτίμασε τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, καὶ τὸ δεύτερο, τὸν σκότωσε. Ἔτσι ἔπεσε σὲ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἔδωσε τὸ κακὸ παράδειγμα.
Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα μεγαλύτερα ἀπ᾿ αὐτά; Καὶ ὅμως σώθηκε, ἐπειδὴ μετανόησε πραγματικῶς. Τὰ μεσάνυχτα, ἐνῷ κοιμόνταν ὅλοι, καὶ τὰ πουλιὰ κοιμόταν στὰ κλαδιά τους καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές τους καὶ τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας των, ἕνας δὲν κοιμόταν. Ἔβγαινε στὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων του καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔλεγε τὸν πεντηκοστὸ (Ν΄) ψαλμὸ τῆς μετανοίας. Μετανόησε ὁ Δαυΐδ, καὶ ἐσώθη. Κάθε βράδυ μούσκευε τὸ προσκέφαλό του μὲ τὰ δάκρυά του.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Εἶνε ὁ Πέτρος. Τὸν βλέπουμε τὴ Μεγάλη Πέμπτη νὰ ἀρνῆται μὲ ὅρκο τὸ Χριστό· ὄχι μπροστὰ σ᾿ ἕνα βασιλιᾶ, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια. Ἀλλὰ μετανόησε, ἔκλαψε πικρά, καὶ τὸν συνεχώρησε ὁ Χριστός· καὶ ἔμεινε πάλι κορυφαῖος ἀπόστολος.
Θέλετε ἄλλο; Ἰδέστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἦταν διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀλλὰ μετανόησε κι αὐτὸς καὶ εἶπε, «ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Καὶ ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό, ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, ἀλλὰ δὲν μετανόησε. Καὶ λέγει ὁ Χρυσόστομος· Ἐὰν ὁ Ἰούδας πήγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ ἔλεγε στὸ Χριστὸ τὸ «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4), καὶ ὄχι στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, ὁ Χριστὸς θὰ τὸν συγχωροῦσε. Γιατὶ ὁ Ἰούδας αὐτοκτόνησε προτοῦ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς τὸ «τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30). Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πέσῃ στὰ γόνατα κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ν᾿ ἀσπασθῇ τὰ πανάχραντα πόδια του καὶ νὰ πῇ, «Κύριε, ἡμάρτησα· συχώρα με»· καὶ ὁ Χριστὸς θὰ τὸν συγχωροῦσε. Ἀλλὰ ἀπελπίστηκε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶνε ἡ αὐτοκτονία. Δέθηκε μὲ ἕνα σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. «Καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5), λέει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ ἀπελπισία εἶνε ἡ παγίδα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ καὶ γιὰ τὸ μεγαλύτερο ἁμαρτωλὸ ὑπάρχει συγχώρησις, ὑπάρχει ἔλεος. Μάλιστα, ὑπάρχει.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι πῆγε ὁ διάβολος τὰ μεσάνυχτα καὶ χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς κελλιοῦ.
―Ποιός εἶνε; ρώτησε ὁ μοναχός.
―Ἐγὼ εἶμαι, εἶπε τὸ δαιμόνιο καὶ γελοῦσε.
―Τί θέλεις, τὸν ρωτᾷ, καὶ γιατί γελᾷς;
―Κακομοίρη, λέει στὸ μοναχό, ἄδικος ὁ κόπος σου. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Κακῶς ἦρθες στὸ μοναστήρι. Ἔβγα ἔξω στὴν κοινωνία, γλέντησε τὴ ζωή σου, καὶ ἄσ᾿ τα αὐτά. Γιὰ ἄλλους εἶνε τὰ κομποσχοίνια, ὄχι γιὰ σένα…
Ἀνοίγει τὴν πόρτα ὁ μοναχός, παρουσιάζεται μπροστά του τὸ δαιμόνιο καὶ τοῦ ξαναλέει·
―Πῶς; Ἐσὺ ἐδῶ στὸ μοναστήρι; Σοῦ εἶπα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία.
―Γιατί δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα σωτηρία; ἀπαντᾷ ὁ μοναχός.
Βγάζει ὁ διάβολος ἀμέσως τὸ τεφτέρι του.
―Ἐδῶ, τοῦ λέει, εἶνε γραμμένα τ᾿ ἁμαρτήματά σου (κι ἄρχισε ν᾿ ἀραδιάζῃ τὰ χρέη, τὰ ὁποῖα εἶχε δημιουργήσει διὰ τῶν ἁμαρτιῶν του ὁ μοναχός). Δὲν ἔκανες, τοῦ λέει, ἐκείνη κ᾿ ἐκείνη κ᾿ ἐκείνη τὴν ἁμαρτία; Τὶς ἔκανες. Ἔ, λοιπόν, ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ σωθῇς…
Γεμᾶτο ἦταν τὸ τεφτέρι τοῦ διαβόλου ἀπὸ ἁμαρτίες. Κι ὁ μοναχὸς ἔκλαιγε σὰ᾿ μικρὸ παιδί.
Ξαφνικά, ἄστραψε τὸ κελλὶ ἀπὸ φῶς. Ἐμφανίσθηκε ὁ Ἐσταυρωμένος! Καὶ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, τρυπημένα καὶ ματωμένα, ἅρπαξαν τὸ τεφτέρι καὶ τό ᾿καναν χίλια κομμάτια. Κι ἀκούστηκε ἡ φωνή του·
―Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου!
Ἔτσι λύθηκε τὸ δρᾶμα τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ καὶ ὁ διάβολος κατατροπώθηκε.
Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα παραβολικῶς δὲν εἶνε δικό μου. Εἶνε γραμμένο στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, στοὺς Χαιρετισμούς, στὸ γράμμα Χῖ·
«Χάριν δοῦναι θελήσας
ὀφλημάτων ἀρχαίων
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων
ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὑτοῦ χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούϊα».
Χριστέ, λέει, ἦρθες νὰ μᾶς δώσῃς συγχώρεσι γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας, γιὰ ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματα τῶν αἰώνων· καὶ κατέβηκες ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πῆρες τὸ χειρόγραφο, πῆρες τὰ χρέη μας, καὶ τὰ ἔσχισες. Καὶ ἔτσι ἀπ᾿ ὅλα τὰ στόματα ἀκοῦς τὸ «Ἀλληλούϊα», αἰνεῖτε τὸν Θεόν.
Βλέπετε τί μεγάλα πράγματα λέει ἡ Ἐκκλησία μας; Συνεπῶς καμμία ἀπελπισία.
Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴ νικάῃ ὁ Χριστός· ὅπως ἡ θάλασσα, ὅταν παλεύῃ μὲ τὴ φωτιά, τὴ νικάει. Πάρτε ἕνα μεγάλο μαγκάλι μὲ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ῥίξτε το στὴ θάλασσα· ἀμέσως θὰ σβήσῃ. Πάρτε ἕνα βουνὸ ὅπως τὸ Βίτσι καὶ κάντε το ὁλόκληρο κάρβουνα ἀναμμένα, καὶ πάρτε κατόπιν αὐτὸ τὸ ἀναμμένο βουνὸ καὶ ῥίξτε το στὸν ὠκεανό· θὰ σβήσῃ ἀμέσως. Ἡ θάλασσα νικάει τὴ φωτιά. Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ τιμίου αἵματος, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, εἶνε θάλασσα ἀγάπης καὶ οἰκτιρμῶν. Κάρβουνα ἀναμμένα εἶνε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ὁ ἕνας ἔχει ἁμαρτίες ἕνα μαγκάλι, ὁ ἄλλος ἔχει ἕνα καμίνι, κι ὁ ἄλλος ἔχει ἕνα βουνό.
Ῥῖξε, Χριστιανέ μου, τ᾿ ἁμαρτήματά σου, ὅσα καὶ ἂν εἶνε, στὴ θάλασσα. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἔχει μέτρο, θὰ συχωρέσῃ ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ ἀπελπισία;
Ὁ ἕνας διάβολος, τῆς ὑπερηφανείας, λέει· Δὲν ἔχεις ἐσὺ ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια… Ὁ ἄλλος διάβολος, τῆς ἀπελπισίας, λέει· Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει μετάνοια… Ἔρχεται κι ὁ τελευταῖος ὁ διάβολος· φεύγει ἕνας κ᾿ ἔρχεται ἄλλος…..
Ὁἱκετήριος Κανὼν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν
ΠΕΦΤΟΥΜΕ ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΑΣ ΓΟΝΑΤΙΣΟΥΝ …
(ποίημα του Αγίου Θεοκτίστου του Στουδίτου-9ος αι.
Ωδή α΄. Ήχος β΄.
Εν βυθώ κατέστρωσε.
Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού μακρόθυμε, τα της ψυχής μου θεράπευσον τραύματα, Ιησού και γλύκανον, την καρδίαν μου πολυέλεε δέομαι, Ιησού σωτήρ μου, ίνα μεγαλύνω σε σωζόμενος. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού διάνοιξον, της μετανοίας μοι πύλας φιλάνθρωπε, Ιησού και δέξαι με, σοι προσπίπτοντα και θερμώς εξαιτούμενον, Ιησού σωτήρ μου, των πλημμελημάτων την συγχώρησιν. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού εξάρπασον, εκ της χειρός του δολίου Βελίαρ με, Ιησού και ποίησον, δεξιόν καμέ παραστάτην της δόξης σου, Ιησού Χριστέ μου, μοίρας ευωνύμου λυτρωσάμενος.
Θεοτοκίον
Ιησούν γεννήσασα Θεόν, Δέσποινα δυσώπησον, υπέρ αχρείων ικετών πανάχραντε, όπως της κολάσεως, ταις πρεσβείαις σου λυτρωθώμεν αμόλυντε, οι μεμολυσμένοι, δόξης αϊδίου απολαύσαντες.
Ωδή γ΄.
Εν πέτρα με της πίστεως.
Εισάκουσον φιλάνθρωπε Ιησού μου, του δούλου σου βοώντος εν κατανύξι, και ρύσαι Ιησού μου της καταδίκης, και της κολάσεως, μόνε μακρόθυμε, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.Υπόδεξαι τον δούλόν σου Ιησού μου, προσπίπτοντα συν δάκρυσιν Ιησού μου, και σώσον Ιησού μου μετανοούντα, και της γεέννης με, Δέσποτα λύτρωσαι, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε. Τον χρόνον Ιησού μου ον δέδωκάς μοι, εις πάθη εδαπάνησα Ιησού μου, διό με Ιησού μου μη απορρίψης, αλλ’ ανακάλεσαι, δέομαι Δέσποτα, Ιησού γλυκύτατε και διάσωσον.
Θεοτοκίον.
Παρθένε η τεκούσα τον Ιησού μου, ικέτευε ρυσθήναί με της γεέννης, η μόνη προστασία των θλιβομένων, θεοχαρίτωτε, και καταξίωσον, της ζωής πανάμωμε της αγήρω με.
Κάθισμα. Ήχος α΄.
Τον τάφο σου Σωτήρ.
Σωτήρ μου Ιησού, ο τον άσωτον σώσας, σωτήρ μου Ιησού, ο δεξάμενος πόρνην, καμέ νυν ελέησον, Ιησού πολυέλεε. σώσον οίκτειρον, ω Ιησού ευεργέτα, ώσπερ ώκτειρας, τον Μανασσήν Ιησού μου, ως μόνος φιλάνθρωπος.
Ωδή δ΄.
Ελήλυθας εκ παρθένου.
Θεράπευσον, Ιησού μου ψυχής μου τα τραύματα, Ιησού μου δέομαι, και της χειρός με εξάρπασον, Ιησού μου εύσπλαγχνε, του ψυχοφθόρου Βελίαρ και διάσωσον. Ημάρτηκα, Ιησού μου γλυκύτατε εύσπλαγχνε. Ιησού μου σώσόν με, τον προσφυγόντα τη σκέπη σου, Ιησού μακρόθυμε, και βασιλείας της σης με καταξίωσον. Ουχ ήμαρτεν, Ιησού μου ουδείς ώσπερ ήμαρτον, εγώ ο ταλαίπωρος, νυν δε προσπίπτω δεόμενος. Ιησού μου σώσόν με, και την ζωήν Ιησού μου κληροδότησον.
Θεοτοκίον.
Πανύμνητε Ιησούν η γεννήσασα Κύριον, αυτόν καθικέτευε, του λυτρωθήναι κολάσεως, πάντας τους υμνούντάς σε, και Θεοτόκον κυρίως ονομάζοντες.
Ωδή ε΄.
Ο φωτισμός των εν σκότει.
Συ φωτισμός, Ιησού μου νοός μου, συ σωτηρία, της απεγνωσμένης ψυχής μου Σώτερ, συ Ιησού μου της κολάσεως ρύσαι, και γεέννης εμέ κραυγάζοντα, σώσον Ιησού μου, Χριστέ με τον άθλιον. Ολοσχερώς Ιησού μου προς πάθη της ατιμίας, καταβεβλημένος ήδη κραυγάζω. συ Ιησού μου, βοηθείας μοι χείρα, καταπέμψας έκσπασον κράζοντα, σώσον Ιησού μου, Χριστέ με τον άθλιον. Βέβηλον νουν, Ιησού περιφέρων αναβοώ σοι. κάθαρον του ρύπου με των πταισμάτων, και λύτρωσαί με τον εις βάθη κακίας, εξ ανωσίας κατολισθήσαντα, σώτερ Ιησού μου, και σώσόν με δέομαι.
Θεοτοκίον
Τον Ιησούν, η γεννήσασσα Κόρη Θεοκυήτορ, τούτον εκδυσώπει σωθήναι πάντας τους ορθοδόξους, μοναστάς και μιγάδαας, και γεέννης ρυσθήναι κράζοντας? πλην σου προστασίαν, βεβαίαν ουκ έγνωμεν.
Ωδή .
Εν αβύσσω πταισμάτων.
Ιησού μου Χριστέ πολυέλεε, εξομολογούμενον δέξαι με Δέσποτα, ω Ιησού και σώσόν με, και φθοράς Ιησού με εξάρπασον. Ιησού μου ου γέγονεν έτερος, άσωτος ουδείς, ως εγώ ο ταλαίπωρος, ω Ιησού φιλάνθρωπε. αλλά συ Ιησού με διάσωσον.Ιησού μου και πόρνην και άσωτον, και τον Μανασσήν και τελώνην νενίκηκα, ω Ιησού μου πάθεσι, και ληστήν Ιησού Νινευίτας τε.
Θεοτοκίον.
Ιησού τον Χριστόν μου κυήσασα, άχραντε Παρθένε, η μόνη αμόλυντος, μεμολυσμένον όντα με, πρεσβειών σου υσσώπω νυν κάθαρον.
Κοντάκιον.Ήχος δ΄.
Επεφάνης σήμερον.
Ιησού γλυκύτατε, το φως του κόσμου, της ψυχής μου φώτισον, τους οφθαλμούς Υιέ Θεού, τη θεαυγεί σου λαμπρότητι, ίνα υμνώ σε το φως το ανέσπερον.
Ωδή ζ΄.
Εικόνος χρυσής.
Χριστέ Ιησού, ουδείς ήμαρτεν εν γη εκ του αιώνος, ω Ιησού μου ώσπερ ήμαρτον, εγώ ο τάλας και άσωτος. όθεν Ιησού μου βοώ σοι. μελωδούντά με οίκτειρον, ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών. Χριστέ Ιησού, εν τω φόβω σου βοώ καθήλωσόν με, ω Ιησού μου και κυβέρνησον, νυν προς λιμένα τον εύδιον, όπως Ιησού μου οικτίρμον, μελωδώ σοι σωζόμενος. ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών. Χριστέ Ιησού, μυριάκις υπεσχέθην σοι ο τάλας, ω Ιησού μου την μετάνοιαν, αλλ’ εψευσάμην ο άθλιος. Όθεν Ιησού μου βοώ σοι. την αναίσθητον μένουσαν, ψυχήν μου φώτισον Χριστέ, ο των πατέρων Θεός.
Θεοτοκίον.
Χριστόν Ιησούν, η γεννήσασα φρικτώς και υπέρ φύσιν, αυτόν δυσώπει παναμώμητε, τα παρά φύσιν μου πταίσματα, πάντα συγχωρήσαί μοι Κόρη, ίνα κράζω σωζόμενος. ευλογημένη η Θεόν σαρκί κυήσασα.
Ωδή η΄.
Τον εν καμίνω του πυρός.
Σε Ιησού μου δυσωπώ ως την πόρνην Ιησού μου ελυτρώσω, των πολλών εγκλημάτων, ούτω καμέ Ιησού, Χριστέ μου λύτρωσαι και κάθαρον, την ρερυπωμένην ψυχήν μου, Ιησού μου.Καθυποκύψας Ιησού, ταις αλόγοις ηδοναίς άλογος ώφθην, και τοις κτήνεσιν όντως, ω Ιησού μου οικτρώς, ο τάλας Σώτερ αφωμοίωμαι. όθεν Ιησού με της αλογίας ρύσαι. Περιπεσών ω Ιησού, ψυχοφθόροις εν λησταίς απεγυμνώθην, την στολήν Ιησού μου, την θεοΰφαντον νυν, και κείμαι μώλωψι κατάστικτος. έλαιον Χριστέ μου επίχεε και οίνον.
Θεοτοκίον.
Τον Ιησού μου και Θεόν, η βαστάσασα Χριστόν ανερμηνεύτως, Θεοτόκε Μαρία, τούτον δυσώπει αεί, κινδύνων σώζεσθαι τους δούλους σου, και τους υμνητάς σου απείρανδρε Παρθένε.
Ωδή θ΄.
Τον εκ Θεού Θεόν Λόγον.
Τον Μανασσήν Ιησού μου, τον τελώνην την πόρνην, τον άσωτον οικτίρμον Ιησού, και τον ληστήν υπερβέβηκα, Ιησού μου εν έργοις, αισχίστοις και ατόποις Ιησού? αλλά συ Ιησού μου, προφθάσας με διάσωσον. Τους εξ Αδάμ Ιησού μου, αμαρτήσαντας πάντας, προ νόμου και εν νόμω Ιησού, και μετά νόμον ο άθλιος, Ιησού μου και χάριν, νενίκηκα τοις πάθεσιν οικτρώς, αλλά συ Ιησού μου, τοις κρίμασί σου σώσόν με. Μη χωρισθώ Ιησού μου, της αφράστου δόξης, μη τύχω της μερίδος Ιησού, της ευωνύμου γλυκύτατε, Ιησού αλλά συ με, τοις δεξιοίς προβάτοις σου Χριστέ, Ιησού μου συντάξας, ανάπαυσον ως εύσπλαγχνος.
Θεοτοκίον.
Τον Ιησούν Θεοτόκε, ον εβάστασας μόνη, απείρανδρε Παρθένε Μαριάμ, τούτον αγνή εξιλέωσε, ως υιόν σου και κτίστην, ρυσθήναι τους προστρέχοντας εις σε, πειρασμών και κινδύνων, και του πυρός του μέλλοντος.
Στιχηρά προσόμοια.Ήχος πλ. δ΄.
Όλην αποθέμενοι.
Ιησού γλυκύτατε, ψυχής εμής θυμηδία, Ιησού η κάθαρσις, του νοός μου Δέσποτα πολυέλεε, Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου παντοδύναμε, μη καταλίπης με, σώτερ Ιησού με ελέησον, και λύτρωσαι κολάσεως, πάσης Ιησού και αξίωσον, της των σωζομένων, μερίδος Ιησού και τω χορώ, των εκλεκτών σου με σύνταξον, Ιησού φιλάνθρωπε. Ιησού γλυκύτατε, των αποστόλων η δόξα, Ιησού μου καύχημα, των μαρτύρων Δέσποτα παντοδύναμε, Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου ωραιότατε, τον σοι προστρέχοντα, σώτερ Ιησού μου ελέησον, πρεσβείαις της τεκούσης σε, πάντων Ιησού των αγίων σου, προφητών τε πάντων, σωτήρ μου Ιησού και της τρυφής, του παραδείσου αξίωσον, Ιησού πανάγαθε.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Ιησού γλυκύτατε, των μοναζόντων το κλέος, Ιησού μακρόθυμε, ασκητών εντρύφημα και καλλώπισμα. Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου πολυέλεε, χειρός εξάρπασον, σώτερ Ιησού μου του δράκοντος, και τούτου των παγίδων με, σώτερ Ιησού ελευθέρωσον, λάκκου κατωτάτου, σωτήρ μου Ιησού αναγαγών, και δεξιοίς συναρίθμησον, Ιησού προβάτοις με.
Και νυν…
Θεοτοκίον.
Μη καταπιστεύσης με, ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου. θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι, των δαιμόνων τα τοξεύματα. σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ πού προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος, και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου. Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρίδης την δέησιν, το συμφέρον ποίησον.
Ευχή εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Δέσποτα Χριστέ, ο Θεός, ο τοις πάθεσί σου τα πάθη μου θεραπεύσας και τοις τραύμασί σου τα τραύματά μου ιατρεύσας, χάρισαί μοι τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως. συγκέρασόν μου το σώμα από οσμής του ζωοποιού σώματός σου και γλύκανόν μου την ψυχήν τω σω τιμίω αίματι από της πικρίας, ην με ο αντίδικος επότισεν. Ύψωσον τον νουν μου προς σε, κάτω ελκυσθέντα, και ανάγαγέ με από του χάσματος της απωλείας, ότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν, τα επανάγοντα τα τέκνα προς την ιδίαν κληρονομίαν. Εσκότισμαι τον νουν εν τοις βιωτικοίς πάθεσι και ουκ ισχύω ατενίσαι προς σε εν οδύνη. ου δύναμαι θερμανθήναι τοις δάκρυσι της προς σε αγάπης. Αλλά, Δέσποτα Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν σου? χάρισαί μοι την χάριν σου και ανακαίνισον εν εμοί τας μορφάς της σης εικόνος. Κατέλιπόν σε, μη με εγκαταλίπης. έξελθε εις αναζήτησίν μου, επανάγαγέ με προς την νομήν σου, συναρίθμησόν με τοις προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων, πρεσβείαις της πανάγνου Μητρός σου και πάντων των αγίων σου. Αμήν.
(Ποίημα Θεοκτίστου Μοναχού του Στουδίτου)
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ εἶνε ὁ μεγαλύτερος διαφημιστὴς τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποὺ νὰ τὴν διαφημίζῃ τόσο πολύ. Διότι αὐτὸς εἶνε ὁ καταστηματάρχης, αὐτὸς εἶνε ἡ βιομηχανία, αὐτὸς εἶνε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐγέννησε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἑπομένως αὐτὸς ἔχει συμφέρον νὰ τὴν διαφημίζῃ.
Ρεκλαμάρει τὴν ἁμαρτία ὁ σατανᾶς. Τὴν χρωματίζει. Ἀποκρύπτει τὶς καταστροφικές της συνέπειες καὶ τὴν παρουσιάζει μὲ τὰ πλέον ἑλκυστικὰ χρώματα καὶ μὲ τὰ μεγαλύτερα θέλγητρα. Τὴν παρουσιάζει μέσα σ᾿ ἕνα κάνιστρο μὲ ὡραῖα λουλούδια καὶ ἔτσι ἐξαπατᾶ τοὺς ἀνθρώπους.
Τὴν ἀρωματίζει καὶ φωνάζει· «Δεῦτε πρός με…». Ἐλάτε κοντά μου, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσετε τὶς ἡδονές, τὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ θέλγητρα τῆς ζωῆς.
Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία δὲν ξοδεύει μόνο τὰ ἑκατομμύρια καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἀνθρώπων. Κάνει καὶ κάτι ἄλλο χειρότερο. Παραπάνω ἀπὸ τὴν περιουσία εἶνε ἡ ὑγεία. Καὶ ἔχει σχέσι ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἁμαρτία.
Ρωτῆστε ὄχι τοὺς γιατροὺς τῆς πόλεώς σας. Ρωτῆστε τοὺς μεγάλους ἐπιστήμονας Ἀμερικῆς, Εὐρώπης καὶ Ῥωσίας. Καὶ θὰ σᾶς ποῦνε, ὅτι οἱ περισσότερες ἀσθένειες προέρχονται ἀπὸ τὶς καταχρήσεις.
Ἔφτειασε γερὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός. Καὶ μάτια καὶ αὐτιὰ καὶ καρδιὰ καὶ νεῦρα καὶ νεφροὺς καὶ πνευμόνια, ὅλα τὰ ἔκανε ἐν τάξει ὁ Θεός. Τί κάνει ὁ ἄνθρωπος· μὲ τὶς καταχρήσεις του καταστρέφει τὴν ὑγεία του.
Ἂν θέλετε, πηγαίνετε στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, καὶ θὰ τὸ διαπιστώσετε. Χιλιάδες κρεβάτια μὲ νέα παιδιά, ποὺ ἦταν τὸ καμάρι τοῦ σπιτιοῦ τους καὶ μποροῦσαν νὰ πάρουν τὴν πέτρα νὰ τὴ στύψουν στὸ χέρι τους καὶ νὰ βγῇ ζουμί, καὶ μποροῦσαν νὰ σπάσουν χαλίκι στὸ δημόσιο δρόμο, τώρα τὰ βλέπεις πάνω στὸ κρεβάτι ἀνάπηρα. Ὁ ἕνας χωρὶς μάτια, ὁ ἄλλος χωρὶς αὐτιά, ὁ ἄλλος παράλυτος, ὁ ἄλλος χωρὶς μυαλό, σὲ μία ἀθλία κατάστασι.
Αὐτὰ εἶνε τὰ φοβερὰ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Εἶνε φθοροποιὸς καὶ καταστροφικὴ γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία δὲν καταστρέφει μόνο τὸ πορτοφόλι καὶ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Καταστρέφει καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ αὐτά, ἰδίως γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες.
Ποιό εἶνε παραπάνω ἀπὸ τὰ λεφτὰ καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν ὑγεία;
Τὸ ὄνομά μας καὶ ἡ τιμή μας.
«Ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει
καὶ χαρὰ σ᾿ ὅποιον τὴν ἔχει».
Καὶ βλέπεις τὸν ἄνθρωπο, τὸν οἰκογενειάρχη, νὰ εἶνε ἐργατικός, νὰ δουλεύῃ στὸ ἐργοστάσιο, νὰ κοιτάζῃ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, νὰ κάθεται στὸ φτωχὸ σπιτάκι του καὶ τὸν ἀγαπάῃ καὶ νὰ τὸν ὑπολήπτεται ἡ κοινωνία. Καὶ ξαφνικὰ τὸν βλέπεις ν᾿ ἀφήνῃ τὴ γυναῖκα του καὶ νὰ σμίγῃ μὲ ἄλλη. Σηκώνεται καὶ φεύγει μακριά, ἀφήνει τὰ παιδιά του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Καὶ ἀμέσως ἡ πόλις βουΐζει ἐναντίον του.
Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ πλέον. Ἔχασε τὸ ὄνομά του, ἔχασε τὴν ὑπόληψί του, τὰ ἔχασε ὅλα.
Κάτι διάβαζα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἀσκητικὸ βιβλίο σχετικῶς μὲ αὐτό. Θὰ σᾶς τὸ πῶ ἁπλᾶ.
Ὁ διάολος, λέει, ἔχει τρία ἐργαλεῖα. Ἔχει ἕνα σουβλί, ἕνα σεντόνι καὶ μιὰ τρομπέττα. Καὶ τί κάνει. Μὲ τὸ πρῶτο, τὸ σουβλί, σὲ γαργαλάει. Ετε εἶσαι νέος ετε μικρὸς ετε μεγάλος, δὲν σ᾿ ἀφήνει οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Σὲ γαργαλάει νὰ κάνῃς τὴν ἁμαρτία. «Κάν᾿ το», σοῦ λέει, «μὴ διστάζεις». Ἀνθίσταται στὴν ἀρχὴ ἡ συνείδησις. Ἀλλὰ σὲ γαργαλάει καὶ σὲ κεντάει ὁ διάβολος μέχρι νὰ διαπράξῃς τὴν ἁμαρτία. Καὶ ὅταν σὲ πείσῃ νὰ τὴν κάνῃς, σὲ σκεπάζει μὲ τὸ σεντόνι. «Μὴ φοβᾶσαι», σοῦ λέει, «δὲ᾿ σὲ βλέπει κανείς». Ὅταν ὅμως κάνῃς τὴν ἁμαρτία καὶ περάσῃ λίγος καιρός, τότε παίρνει τὴν τρομπέττα, ἀναβαίνει στὰ καμπαναριὰ καὶ φωνάζει γιὰ νὰ σὲ ξεσκεπάσῃ.
Αὐτὰ εἶνε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Κάτω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν τιμή του καὶ τὴν ὑπόληψί του, γίνεται ἕνα ῥάκος μέσα στὴν κοινωνία.
Ν᾿ ἀρχίσωμε;
Μιὰ λέξις. Τί εἶνε μιὰ λέξι; Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ λέμε ὅλοι χιλιάδες λέξεις. Ἂν ἔβγαινε μιὰ φορολογία γιὰ τὶς λέξεις ποὺ λέμε ―μόνο αὐτὴ ἡ φορολογία δὲν βγῆκε―, ποὺ νὰ λέῃ· «Ὅσο περισσότερα θὰ λές, τόσο περισσότερα θὰ πληρώνῃς». Μακάρι νά ᾿βγαινε αὐτὴ ἡ φορολογία. Θὰ πλουτίζαμε, ἐμεῖς τὸ φλύαρο γένος τῶν Ἑλλήνων, θὰ πλουτίζαμε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος. Φορολογία ἐπὶ τῶν λέξεων καὶ ἐπὶ τῶν φράσεων. Κάθε λέξι κ᾿ ἕνα φράγκο. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου», λέει ὁ ψαλμός (Ψαλμ. 140,3).
Θέλετε παράδειγμα γιὰ νὰ δῆτε τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ λέξι, τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ κουβέντα ποὺ πετᾷς;
Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ εἶχε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια. Πέρασαν 5-10 χρόνια μαζί. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα ὁ ἄνδρας θύμωσε, ὠργίστηκε ἀπὸ τὸ τίποτε καὶ πάνω στὸ θυμό του πέταξε μιὰ λέξι πολὺ προσβλητικὴ γιὰ τὴ γυναῖκα του· δὲν τὴν πίστευε, ἀλλὰ ἔτσι πάνω στὸ θυμό του τὴν εἶπε. Καὶ ἡ γυναίκα τί ἔκανε – ἢ μᾶλλον ὁ σατανᾶς, ποὺ περίμενε τόσα χρόνια γιὰ νὰ τοὺς διαλύσῃ; Ἅρπαξε τὴ λέξι αὐτὴ καὶ τὴν κόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικός. Χίλιες καλὲς λέξεις εἶχε πεῖ ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα του, χίλιες ἀποδείξεις εἶχε ἡ γυναίκα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρός· ἀλλὰ κατώρθωσε ὁ διάβολος, αὐτὴ τὴ λέξι ποὺ εἶπε ἐπάνω στὸ θυμό του ὁ ἄντρας νὰ τὴν κολλήσῃ μέσ᾿ στὸ μυαλό της. Ὅπως ὁ μαραγκὸς κολλάει τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος ἐκόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικὸς τὴ λέξι αὐτή.
Ἦρθε καὶ σ᾿ ἐμένα.
―Δὲν ἔπρεπε νὰ μοῦ τὴν πῇ αὐτὴ τὴ λέξι.
Τῆς λέω·
―Μόνο αὐτὴ τὴ λέξι σοῦ εἶπε; Δὲν σοῦ εἶπε ἄλλες λέξεις; Δὲν σοῦ εἶπε «ἄγγελέ μου», δὲν σοῦ εἶπε «χαρά μου», δὲν σοῦ εἶπε «ἀγάπη μου»;
―Μοῦ τὰ εἶπε, λέει. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὰ λαμβάνω αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψι· αὐτὴ τὴ λέξι παίρνω.
―Εἶσαι ἄδικη, τῆς λέω.
―Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾷ· αὐτὴ τὴ λέξι τὴν κρατάω μέσα στὴν καρδιά μου, δὲν τὴν ἀφήνω.
Τὴν εἶπε στὴ γειτονιά. Καὶ ἡ γειτονιά, ἀντὶ νὰ ῥίξῃ νερὸ νὰ σβήσῃ τὴ φωτιά, ἔρριξε πετρέλαιο. Γειτόνισσες, σατανᾶδες ὁλόκληροι, τὴ φούντωσαν τὴ γυναῖκα.
Ἔφτασε στοὺς δικηγόρους – ἄλλη δουλειὰ ποὺ δὲν θέλουν οἱ δικηγόροι.
(Ἔμαθα ἔφτασε ἕνας δικηγόρος νὰ πάρῃ 70.000 δραχμές. Γι᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ λέτε τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανένας παπᾶς πάρῃ κανένα μικρὸ φιλοδώρημα ―εἶμαι ἐναντίον τῶν τυχερῶν―, βουΐζει ὁ κόσμος. Ἕνας δικηγόρος παίρνει τόσα λεπτά, γδύνει κυριολεκτικῶς τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνει νὰ πουλάῃ τὰ γίδια καὶ τὰ βόδια του, δίνει τὰ λεφτά του ὅλα, καὶ τίποτε δὲ᾿ λέει κανείς…).
Πάει λοιπὸν στὸ δικηγόρο ἡ γυναίκα αὐτή, μὲ τὴ μιὰ λέξι. Καὶ πάνω στὴ λέξι αὐτή, τὴν προσβλητική, τὸ δικαστήριο ἔβγαλε διαζύγιο.
Μολονότι τὸν ἄντρα τὸν ἐκάλεσα, ζήτησε συγγνώμη, φίλησε τὸ χέρι της· τίποτε αὐτή, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος.
Πώ πω κακία γυναικός! Νὰ δείξῃ ὁ ἄντρας ὅλη τὴν ἀγάπη του, νὰ τὴν περιβάλῃ μὲ ὅλη τὴ στοργή του, νὰ τὴν ἀνεβάσῃ ὣς τὰ ἄστρα, νὰ τὴν κάνῃ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ, νὰ τῆς πλέξῃ ἐγκώμια, νὰ τῆς δείξῃ μυρίας ἀγάπας· καὶ ὅμως νὰ κολλήσῃ τὸ μυαλό της σὲ μιὰ λέξι.
Μιὰ λέξι, μιὰ μικρὰ ἁμαρτία εἶνε. Καὶ ὅμως, ἀπὸ μία λέξι διαλύεται ἕνα ἀντρόγυνο.
Θέλετε ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία;
Μιὰ ματιά. Ἔ, τί εἶνε μιὰ ματιά;
Βγαίνεις ἔξω, περπατᾷς στοὺς δρόμους καὶ ῥίχνεις δεξιὰ – ἀριστερὰ ματιές. Ἔ, τί εἶνε οἱ ματιὲς αὐτές; Καὶ ὅμως αὐτὲς εἶνε ἐπικίνδυνες. Λέει ἡ Γραφή· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Πρέπει τὰ μάτια σου νὰ βλέπουν ὀρθά.
Μιὰ ματιὰ εἶνε ἱκανὴ ν᾿ ἀνάψῃ μέσα σου φωτιές. Ἕνα πονηρὸ βλέμμα, μιὰ ματιὰ σὲ μιὰ γυναῖκα ἢ σ᾿ ἕναν ἄντρα ἀνάβει μέσα στὴν καρδιά σου ἄγριον ἔρωτα, καὶ ὁ ἄγριος αὐτὸς ἔρωτας δὲ᾿ σβήνει οὔτε μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἀχελώου ποταμοῦ.
Μιὰ λέξι, διαζύγιο. Μιὰ ματιά, ἄγριος ἔρωτας, φόνοι καὶ δολοφονίες.
Πρόσεχε τὰ μάτια σου. Πρόσεχε τὴ γλῶσσα σου.
Θέλεις νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλο;
Μιὰ ἀντιπάθεια. Κάτι μικρὸ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος. Σοῦ εἶπε μιὰ λέξι καὶ μπῆκε στὴν καρδιά σου τὸ μικρόβιο τῆς ἀντιπαθείας. Καὶ τὸ μικρόβιο αὐτὸ δημιουργεῖ γάγγραινα, δημιουργεῖ πληγὴ θανατηφόρο, καὶ καταλήγει σὲ ἐγκλήματα μεγάλα καὶ ἀπαίσια.
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα δὲν εἶνε περιφρονητέα; Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ περιφρονήσουμε, διότι τὰ μικρὰ γεννοῦν τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα;
Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ
Θέλετε ν᾿ ἀναφέρωμε παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή; Σᾶς λέω τρία – τέσσερα.
– Τὰ τροπάρια τῆς Τυρινῆς μιλοῦν περὶ παραδείσου. Ἄχ, λέει, χάσαμε τὸν παράδεισο!
Ἀδάμ, τί ἔκανες καὶ ἔχασες τὸν παράδεισο;
Ὁ Ἀδὰμ ζοῦσε μέσα στὸν παράδεισο. Πόσα χρόνια; Ἄλλοι λένε ὅτι ἔζησε ἑκατὸ χρόνια, ἄλλοι δέκα μῆνες, ἄλλοι μιὰ ἑβδομάδα· καὶ μετὰ ἄγγελος – ἀρχάγγελος μὲ πυρίνη ῥομφαία τὸν ἐξεδίωξε. Γιατί; Τί ἔκανε ὁ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἐξεδίωξε; Σκότωσε, φόνευσε, πόρνευσε, ἔκανε ἐγκλήματα; Ὄχι. Παρέβη μιὰ μικρὰ ἐντολή.
Ἦταν βαρειὰ ἡ ἐντολὴ ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεὸς νὰ τηρήσῃ; Ὄχι, ἦταν μιὰ πολὺ μικρὰ ἐντολή.
Τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Ὅτι ὅλο τὸ δάσος εἶνε δικό σου, ὅλα τὰ καρποφόρα δέντρα εἶνε στὴ διάθεσί σου. Ὅπου θέ᾿ς ἁπλώνεις τὸ χέρι σου καὶ ἁρπάζεις ὅποιον καρπὸ θέλεις καὶ τὸν γεύεσαι. Δικά σου εἶνε τὰ ποτάμια, δικά σου τὰ δέντρα, δικοί σου οἱ καρποί· ἕνα μόνο δέντρο, σὲ παρακαλῶ, μὴν τὸ πειράξῃς.
Ἦταν δύσκολη ἡ ἐντολή; Ὄχι.
Ἂν τοῦ ἔλεγε ὁ Θεός, ὅτι ἀπὸ ἕνα μόνο δέντρο θὰ τρῶς καὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα δὲν θὰ τρῶς, θὰ ἦταν μιὰ δύσκολη ἐντολή. Ἀλλὰ δὲν εἶπε αὐτὸ ὁ Θεός· τοῦ ἔδωσε μιὰ μικρὰ ἐντολὴ καὶ εὔκολη.
Τί κάνει αὐτός; Πλησίασε τὸ δέντρο καὶ πιθανὸν νὰ εἶπε·
―Ἔ, καὶ τί εἶνε νὰ φάω ἕναν καρπό; Εἶνε τίποτα; Δὲ᾿ βαριέσαι, δὲν εἶνε τίποτα.
Κ᾿ ἔτσι ἔκοψε τὸν καρπό, παρέβη τὴν ἐντολή. Καὶ λόγῳ τῆς παραβάσεως, τῆς μικρᾶς καὶ ἀσημάντου ἐντολῆς, ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου. Καὶ κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καὶ ἔκλαυσε πικρῶς.
Μιὰ μικρὰ ἐντολὴ παρέβη ὁ Ἀδάμ καὶ ἔχασε τὸν παράδεισο.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα;
– Εἶνε ὁ Κάϊν.
Τί ἦταν ὁ Κάϊν; Εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἄβελ καὶ ἦταν ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Προσέφεραν θυσία στὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ καὶ δὲν δέχτηκε τὴ δική του θυσία, τὸν κέντησε σκορπιὸς καὶ φίδι. Τὸν κέντησε ἡ κακία καὶ ὁ φθόνος, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶχε μάτια γιὰ νὰ δῇ τὸν ἀδελφό του. Δὲν τὸν κοίταζε καθόλου, δὲν τοῦ ἔδινε καμμιά σημασία. Καὶ μόνο αὐτό; Ἐπὶ πλέον τὸν μισοῦσε.
Τὸ τέλος τὸ ξέρετε. Τὸν πῆρε ἔξω, γιὰ νὰ κάνουν περίπατο στὸν κάμπο· κ᾿ ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσαν, ὁ Κάιν τὸν σκότωσε.
Μιὰ μικρὰ ἀντιπάθεια κατήντησε σὲ φόνο τοῦ ἀδελφοῦ.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα;
– Εἶνε ὁ Δαυΐδ. Τί ἦτο ὁ Δαυΐδ; Ποιητὴς ἐμπνευσμένος, μία ἀπὸ τὰς μεγαλυτέρας προσωπικότητας τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἦτο ἔνδοξος βασιλεύς.
Ἂν πᾷς κάτω στὴν Παλαιστίνη, τὰ περισσότερα παιδιὰ ὀνομάζονται Δαυΐδ. Ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς τὸν ἅγιο Νικόλαο ἢ τὸν ἅγιο Δημήτριο, κάτω ἐκεῖ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων ὀνομάζονται Δαυΐδ. Ὁ Δαυῒδ ἔχει δόξα καὶ τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια. Καὶ ἦτο πράγματι γενναῖος καὶ ὑψηλὸς καὶ ποιητὴς ὁ Δαυΐδ· καὶ ἔφτειασε ἐκεῖνα τὰ ὁλόγλυκα καὶ ἀθάνατα τραγούδια, τὴν ἱερὰ ἀνθοδέσμη τῶν ψαλμῶν. Καὶ ὅμως ἔπεσε.
Πῶς ἔπεσε; Διαβάστε τὴ Γραφὴ γιὰ νὰ δῆτε.
Μιὰ μέρα ἀνέβηκε στὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων του κι ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω ἔρριξε μιὰν ἀπρόσεκτη ματιά, καὶ εἶδε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔκανε λουτρό. Καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πάει, πληγώθηκε, χάθηκε, παρέλυσαν τὰ πάντα. Ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας τὸν ὡδήγησε σὲ δυὸ ἐγκλήματα. Τὸ ἕνα ἔγκλημα ἦταν νὰ σκοτώσῃ τὸν Οὐρία, τὸν γενναῖο ἀξιωματικό, τὸν ὁποῖον διέταξε νὰ τὸν παρατάξουν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, γιὰ νὰ σκοτωθῇ. Καὶ τὸ δεύτερο ἔγκλημα ἦτο ὅτι ἐμοίχευσε μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, τῆς Βηρσαβεέ.
Μιὰ ματιὰ τὸν ὡδήγησε σὲ δυὸ ἐγκλήματα μεγάλα. Κι ἀπὸ τότε τὰ μάτια του ἔγιναν βρύσες· ἔκλαιγε συνεχῶς. Τὴ νύκτα, βασιλιᾶς αὐτός, σηκωνόταν καὶ μούσκευε τὸ μαξιλάρι του καὶ ἔλεγε τὸν πεντηκοστὸ ψαλμό· «Ἐλεήμων, ἐλέησόν με ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,3)(*).
Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔδιωξε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Κάϊν δολοφόνο τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Δαυῒδ πόρνον καὶ μοιχόν.
– Θέλετε ἄλλο παράδειγμα γιὰ νὰ δῆτε τί κάνει ἡ μικρὰ ἁμαρτία;
Ἔχομε τὸν Ἰούδα. Τί ἦτο ὁ Ἰούδας; Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολος. Ἄφησε γονεῖς καὶ τὰ πάντα. Ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἄκουγε τὴ γλυκειά του διδασκαλία, ἔβλεπε τὰ ὡραιότερα θαύματα, ἀπελάμβανε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πῶς κατήντησε νὰ γίνῃ προδότης; Μιὰ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε.
Εἶχε τὸ ταμεῖο τῆς μικρᾶς ἀδελφότητος, εἶχε τὸ ταμεῖο τῶν ἀδελφῶν, καὶ κάποτε – κάποτε ἔκλεβε μικρὰ κέρματα, μικρὰ νομίσματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ ἔκανε τὸ δικό του πουγγί. Καὶ σιγὰ – σιγὰ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία τὸν ἔσπρωξε νὰ διαπράξῃ τὸ μεγάλο ἔγκλημα, νὰ πουλήσῃ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων τὸν προσφιλῆ του διδάσκαλο. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταύτα ἀγχόνῃ χρησάμενον». Βλέπε, ἐσὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὰ λεφτὰ ―καὶ τὸ θεωρεῖς ὅτι εἶνε μικρὰ ἁμαρτία―, αὐτὸν ποὺ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὡδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη.
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ποῦ ὁδηγοῦν τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, ποῦ ὁδηγοῦν οἱ παραβάσεις τῶν μικρῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προσέξουμε ὅλοι.
Καὶ συμβαίνει στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅ,τι συμβαίνει στὸν ὑλικὸ κόσμο.
Τί συμβαίνει, ἀγαπητοί μου;
– Ἕνα τσιγάρο καίει ὁλόκληρο δάσος. Μπαίνεις σ᾿ ἕνα δάσος ὡραιότατο. Εἶδα κάτω στὴν Αἰτωλοακαρνανία ἕνα ὡραιότατο δάσος, μὲ χιλιάδες δέντρα καὶ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν, πρόβατα καὶ ἀρνιὰ νὰ βόσκουν. Ἕνα θαῦμα ἤτανε.
Πέρασα τὸν ἄλλο χρόνο, καὶ ὅλα ἦταν στάχτη καὶ ἐρημιά· δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα δέντρο.
Τί συνέβη; Ἕνας τσομπάνος πέταξε τὸν Ἰούλιο μῆνα ἕνα τσιγάρο, κι ἀπὸ ἕνα τσιγάρο κάηκε ὁλόκληρο τὸ δάσος.
– Μιὰ σπίθα ἀνάβει φωτιές. Κι ἀπὸ μιὰ σπίθα ἀκόμη δημιουργοῦνται μεγάλες καταστροφές. Ὅπως πρόπερσι, καθὼς τὸ τραῖνο περνοῦσε κάτω στὴ Λαμία, ἡ μηχανὴ πετοῦσε σπίθες· καὶ μιὰ σπίθα ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἔπεσαν, ἔκαψε ἕνα δάσος.
Ὅπως λοιπὸν μιὰ σπίθα καίει ὁλόκληρο δάσος, ἔτσι καὶ μιὰ ματιά, μιὰ λέξι, μιὰ κουβέντα δύναται ν᾿ ἀνάψῃ πυρκαϊὰ καὶ νὰ δημιουργήσῃ μεγάλα ζητήματα στὸν κόσμο.
Θέλετε κι ἄλλο παράδειγμα;
– Ἕνα σάπιο σανίδι βουλιάζει τὸ πλοῖο. Διάβαζα κάποτε, ὅτι ἕνα ὑπερωκεάνιο βούλιαξε μέσα στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό. Γιατί βούλιαξε; Δὲν ἔπρεπε νὰ βουλιάξῃ.
Τί ἔγινε; Ὁ ἀσυνείδητος ναυπηγὸς ποὺ τὸ κατασκεύασε ἔβαλε στὴ μία πλευρὰ τοῦ πλοίου σάπια σανίδα, γιὰ νὰ κερδίσῃ περισσότερα. Τὸ πλοῖο πρέπει νὰ κατασκευάζεται μὲ γερὲς σανίδες, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀπὸ πλεονεξία ἔβαλε μιὰ σάπια σανίδα. Περνώντας τὸν ὠκεανό, ἔγινε τρικυμία. Ἕνα κῦμα ἀβυσσαλέο χτύπησε ἐπάνω στὴ σάπια σανίδα, τὴν ἔσπασε, τὸ νερὸ εἰσώρμησε μέσα, καὶ ἔτσι βούλιαξε τὸ πλοῖο.
Ἀπὸ μιὰ σανίδα βούλιαξε τὸ πλοῖο. Ὅλες οἱ σανίδες ἦταν γερές, μιὰ σανίδα ἦταν σάπια, καὶ ἀπὸ ἐκείνη βούλιαξε τὸ πλοῖο.
Καὶ ἂν θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα, θὰ σᾶς συστήσω νὰ διαβάσετε ἕνα βιβλίο ποὺ μοῦ ἀρέσει πολύ. Ἐγὼ ἀπὸ μικρὸς τὸ διάβαζα καὶ τώρα ἀκόμα τὸ διαβάζω. Εἶνε τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία». Σ᾿ αὐτὸ μέσα ὑπάρχει ἕνα παράδειγμα ποὺ δείχνει, πόσο κακὸ κάνουν τὰ λεγόμενα μικρὰ ἁμαρτήματα.
– Ὄχι μόνο ἕνας βράχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἄμμος βουλιάζει τὸ πλοῖο. Ἔχεις, λέει, μιὰ βάρκα. Τὴ βάρκα αὐτὴ μπορεῖς νὰ τὴ βουλιάξῃς, ἂν ῥίξῃς ἐπάνω της μιὰ μεγάλη πέτρα, ἕνα βράχο σὰν αὐτοὺς ποὺ ἔρριχνε ἐναντίον τοῦ Ὀδυσσέως ὁ κύκλωπας. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὴ βουλιάξῃς καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Πῶς; Κάθε μέρα νὰ ῥίχνῃς μιὰ χούφτα ἄμμο. Ἔτσι σιγὰ – σιγὰ αὐξάνεται ἡ ποσότητα τῆς ἄμμου καὶ κάποια στιγμὴ ἡ βάρκα βουλιάζει.
Τὴν πνίγεις λοιπὸν τὴ βάρκα καὶ μὲ βράχο, τὴν πνίγεις καὶ μὲ ἄμμο. Μὲ μόνη διαφορά, ὅτι τὴν πρώτη φορὰ θὰ βουλιάξῃ ἀμέσως, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ θὰ βουλιάξῃ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό.
Μικρὴ ἄμμος εἶνε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Γι᾿ αὐτὸ λέγει τὸ τροπάριο· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Ἂν μπορῇς, λέει, νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμο, ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τ᾿ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα ἔχομε.
Εἶνε ψεῦδος λοιπὸν καὶ αὐταπάτη νὰ λέμε, ὅτι τάχα ἐμεῖς δὲν διαπράξαμε ἁμαρτήματα. Μία βαθυτέρα ἔρευνα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, ἕνα «γνῶθι σαυτόν», θὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι ὅλοι εμεθα ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα τὰ ὁποῖα καθημερινῶς διαπράττομεν.
Ἂς προσέχουμε, ἀδελφοί μου, καὶ ἂς μετανοοῦμε καὶ γιὰ τὰ λεγόμενα μικρὰ ἁμαρτήματα. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὰ κινδυνεύουμε περισσότερο.
Ἂς προσέχουμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὶς λέξεις, ἂς προσέχουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες, ἂς προσέχουμε τ᾿ αὐτιά μας ἀπὸ τὶς κακὲς συζητήσεις, ἂς προσέχουμε τὰ μάτια μας προπαντὸς ἀπὸ τὰ αἰσχρὰ θεάματα.
Δὲν ξέρω τί γίνεται στὸ κράτος· τὸ πορνὸ τῆς Δανίας καὶ Νορβηγίας ἔφτασε μέχρις ἐδῶ.
Βρῆκαν τώρα οἱ κύριοι «δολώματα», καταπληκτικὰ θεάματα. Παρουσιάζουν γυμνές, κατάγυμνες γυναῖκες, παρουσιάζουν αἰσχρὰ θεάματα.
Κανείς, λοιπόν, στοὺς κινηματογράφους! Κρατῆστε τὰ μάτια σας ἁγνά, τὴ γλῶσσα σας καθαρή, τὸ κορμὶ ὁλόκληρο λαμπάδα καιομένη καὶ προσφερομένη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ἐπαναλαμβάνω καὶ τονίζω. Νὰ μετανοοῦμε ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μικρά. Τὰ μικρὰ νὰ φοβηθοῦμε περισσότερο, διότι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὰ μεγάλα ἁμαρτήματα. Καὶ τότε θὰ εμεθα ἀσφαλεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» (Ματθ. 3,2 4, 17). Ἡ μετάνοια σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ὅταν λέμε στὸν α΄ ἢ στὸν β´ νὰ μετανοήσῃ, ἀπαντᾷ
Τί νὰ μετανοήσω; Ἐγὼ δὲ᾿ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα· εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος.
Ὅπως συνέβη κάποτε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Πίνδου. Εἶπα σὲ κάποιον γέροντα βοσκό·
―Μπαρμπα-Κώστα, τώρα ποὺ κ᾿ ἐσὺ ἐγέρασες, ἔγινες 80 χρονῶν, πρέπει νὰ μετανοήσῃς.
Ἐκεῖνος ἔστριβε τὸ τσιγάρο του ―τὰ μουστάκια του εἶχαν κιτρινίσει―, κρατοῦσε τὸ κομπολόι του καὶ μοῦ λέει·
―Ἔ, καὶ τί ἔκανα ἐγώ; Ἔκανα τίποτε; Ἐγὼ δὲν ἐσκότωσα, ἐγὼ δὲν ἐπόρνευσα, ἐγὼ δὲν ἐμοίχευσα, ἐγὼ δὲν ἔκανα κανένα κακό. Ἂς μετανοήσουν οἱ φονιᾶδες, ἂς μετανοήσουν οἱ πόρνοι, οἱ μοιχοί, οἱ ἐγκληματίες καὶ οἱ ἀπατεῶνες. Ἐγὼ γιατί νὰ μετανοήσω; Δὲν ἔχω ἀνάγκη μετανοίας.
Αὐτὴ τὴ νοοτροπία τοῦ βοσκοῦ τὴν ἔχει δυστυχῶς καὶ ὅλος ὁ κόσμος. Ἐγώ, λένε, τί ἔκανα γιὰ νὰ μετανοήσω;…
Ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε μόνο τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα. Ὑπάρχουν καὶ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ θέλω νὰ ὑπενθυμίσω τώρα σ᾿ ἐσᾶς, στὴν ἀγάπη σας· τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, εἰς τὰ ὁποῖα ὑποπίπτομεν ὅλοι. Καὶ αὐτὰ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα εἶνε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μᾶς φοβίσουν. Καὶ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ μετανοήσωμε καὶ νὰ κλαύσωμε ὅλοι μας.
Αὐτοί, βλέπεις, ποὺ λένε ὅτι δὲν πέσανε στὰ μεγάλα ἁμαρτήματα τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τοῦ ἐγκλήματος, τῆς ἀπάτης, τῶν κλοπῶν καὶ τῶν διαρρήξεων ὁμοιάζουν σὰν ἕνα ἄνθρωπο ποὺ γνώρισα στὴν Ἀθήνα καὶ θεωροῦνταν ὑγιής. Ἔτρωγε, ἔπινε, ἔπαιζε χαρτιά, πήγαινε δεξιὰ – ἀριστερά, δραστηριώτατος ἤτανε, ὥσπου κατὰ τύχη, ἔπεσε στὰ χέρια ἑνὸς φίλου του γιατροῦ.
―Γιά νὰ σὲ ἐξετάσω, τοῦ λέει.
―Ἄσε με, τοῦ ἀπαντᾷ, ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε· εἶμαι σιδερένιος.
Τὸν περνᾶ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες καὶ βλέπει ὅτι ἔχει καρκίνο. Ἄρχισε μέσα του νὰ δουλεύῃ ὁ καρκίνος. Ἐπ᾿ ἔξω ῥόδι, ἀπὸ μέσα σάπιος.
Ὅπως, λοιπόν, βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο ὑγιῆ νὰ λάμπῃ καὶ αφνης μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ὑπάρχει τὸ μικρόβιο ποὺ ὑποφώσκει, ὑπάρχουν νοσηραὶ καταστάσεις, ποὺ καλλιεργοῦν τὰς βαρυτέρας ἀσθενείας, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στὴν ψυχή μας· Αὐταπατώμεθα, νομίζουμε ὅτι εμεθα ἅγιοι. Ἐπειδὴ πᾶμε στὴν ἐκκλησιά, ἐπειδὴ κάποτε – κάποτε ἐξομολογούμεθα, κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀνάβομε κανένα κερί, κάνομε τὴν προσευχή μας, κ.τ.λ., λεγόμεθα θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, νομίζομε ὅτι θὰ μᾶς δώσῃ ὁ οὐρανὸς πιστοποιητικὸ ἁγιότητος. Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Είμεθα ὅλοι ἔνοχοι ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ περάσωμε ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες. Ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἁγία Γραφή, ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Ὅταν περάσωμε ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀκτῖνες καὶ διαβάσωμε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ διακρίνωμε μέσα στὰ βάθη μας τὰ μικρόβια. Θὰ διακρίνωμε τὶς κατεργασίες τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν, ποὺ ἔχομε μέσα μας καὶ θὰ φρίξωμε.
Ἔτσι εἶνε, ἀδελφοί μου, τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα.
(Συνεχιζεται)
ΑΡΧΙΖΩ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἁπλὸ κήρυγμα ποὺ μὲ ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνω, μ᾿ ἕνα ἐρώτημα· Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐὰν νιώθαμε τί εἶνε ἁμαρτία, θὰ κτυπούσαμε τὰ ἁμαρτωλά μας στήθη κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας θὰ ἔβγαινε ἡ φωνὴ τῶν μετανοούντων ἁμαρτωλῶν· «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21) καὶ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἐὰν μπορούσαμε νὰ νιώσουμε τὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, τὰ μάτια μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κλαῖνε, τὰ χέρια μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, τὰ γόνατά μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν γονυκλισίες, καὶ θὰ φεύγαμε στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ βουνά, γιὰ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Θὰ ἔπρεπε νὰ βγῇ μέσα ἀπὸ τὴν κόλασι ἕνας ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν φρικτὴ κατάστασι ποὺ ζῇ· θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανόησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ πόνεσαν στὴ ζωή τους, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μυστήριο καὶ τὴν τύφλωσι ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.
Μά, τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;
Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀνοῖξτε τὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι «ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰωάν. 3,4). Εἶνε δηλαδὴ παράβασις νόμου.
Θὰ σᾶς πῶ ὡρισμένα παραδείγματα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε.
Ἡ τροχαία χαράσσει στὸ δρόμο μιὰ λευκὴ κορδέλλα, καὶ αὐτὴ εἶνε σωτήριος. Ἡ ἄσπρη αὐτὴ ταινία στὸ δρόμο σημαίνει, ὅτι ὁ σωφὲρ πρέπει νὰ προσέχῃ. Νὰ μὴν κάνῃ προσπέρασι, νὰ μὴν πατήσῃ τὴ διπλῆ γραμμή, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ συγκρουσθῇ μὲ ἄλλο αὐτοκίνητο.
Προσέχουν λοιπὸν οἱ σωφὲρ νὰ μὴν περάσουν τὴ λευκὴ αὐτὴ κορδέλλα ποὺ ὥρισε ἡ ἀστυνομία.
Καὶ στὴ θάλασσα ἔχουμε τέτοια σήματα. Ἐκεῖ βέβαια, στὸ νερὸ τῆς θαλάσσης, δὲν μποροῦν νὰ χαράξουν τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἔχουν μία νοερὰ γραμμή, ποὺ τὴν γνωρίζουν ὅλοι οἱ καπετάνιοι. Ἡ γραμμὴ αὐτὴ λέγεται γραμμὴ πλεύσεως καὶ εἶνε χαραγμένη σὲ ἕνα χάρτη. Ὁ καπετάνιος κοιτάζει τὴ γραμμὴ αὐτὴ τῆς πλεύσεως καὶ βαδίζει ἐπάνω σ᾿ αὐτήν. Δὲν φεύγει καθόλου, δὲν παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὴ γραμμὴ αὐτή, γιατὶ ἂν παρεκκλίνῃ, ὑπάρχει κίνδυνος τὸ καράβι νὰ πέσῃ ἐπάνω σὲ ὑφάλους, σὲ βράχια, καὶ νὰ γίνῃ κομμάτια. Ὅπως συνέβη πρὸ ἐτῶν σὲ κάποιο καράβι ἀπὸ τὴν Κρήτη. Ὁ καπετάνιος ἤτανε μεθυσμένος, ἔχασε τὴ γραμμὴ πλεύσεως, καὶ τὸ καράβι ἔφυγε στὰ βράχια, στὴ Φαλκονέρα, καὶ θρηνήσαμε τόσα θύματα καὶ νεκρούς.
Τί θέλω νὰ πῶ μ᾿ αὐτά; Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ὅπως ἡ ἀστυνομία χαράζει τὴν ἄσπρη γραμμὴ στὸ δρόμο, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅπως ὁ καπετάνιος ἔχει τὴ γραμμὴ πλεύσεως, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς χάραξε μιὰ γραμμὴ καὶ μᾶς λέει·
Ἄλτ! Μὴν περνᾷς τὴ γραμμὴ αὐτή. Κίνδυνος θάνατος. Καὶ ὅπως εἶνε κακούργημα νὰ σβήσῃ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δημοσίους δρόμους τὰ ἐπίσημα σήματα τῆς ἀστυνομίας, γιατὶ τότε θὰ γίνͺη μεγάλο κακό, ἔτσι κακουργεῖ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σβήσῃ τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Νὰ σβήσῃ τὸ «οὐ κλέψεις», «οὐ φονεύσεις», οὐ πορνεύσεις, «οὐ ψευδομαρτυρήσεις» (Ἔξ. 20,14-16). Ὅλα αὐτὰ τὰ «μὴ» εἶνε σωτήρια καὶ πρέπει νὰ τὰ προσέχῃ καὶ νὰ μὴ τὰ παραβαίνῃ ὁ ἄνθρωπος.
Τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἁμαρτίας, ἡ πρώτη ἀφορμὴ εἶνε τὸ ὑπερήφανο φρόνημα.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Τὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ νεώτερου γυιοῦ, τὸ παλάτι στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὡς πρίγκιπας, τοῦ ἐφάνη στενάχωρο. Ἤθελε νὰ φτειάξͺη τὴ ζωή του μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψι τοῦ οὐρανίου Πατέρα. Ἐνόμιζε ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής – καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη πλάνη τοῦ κόσμου. Νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής, χωρὶς τὸν Θεό. Ἐστενοχωρεῖτο ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς περιορισμούς. Ἀλλὰ ποιός πατέρας ποὺ ἀγαπͺᾶ τὸ παιδί του, δὲν τὸ περιορίζει; Μόνο γονεῖς ἀδιάφοροι τελείως ἀφήνουν τὰ παιδιά τους ἀνεξέλεγκτα. Ἀλλὰ ὁ πατέρας ὁ φιλόστοργος πονεῖ γιὰ τὸ παιδί του. Ποιά μάνα εἶνε ἐκείνη, ποὺ βλέπει τὸ παιδί της νὰ πλησιάζῃ κοντὰ στὸ μαγκάλι μὲ τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ δὲν φωνάζει «Παιδί μου, μὴν πιάνεις τὰ κάρβουνα· θὰ καῇς»; Ποιός φίλος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸν φίλον του νὰ κινδυνεύῃ καὶ δὲν φωνάζει γιὰ νὰ τὸν σώσῃ; Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας φωνάζει. Γι᾿ αὐτὸ ἡ θρησκεία μας ἔχει ἀναμφισβήτητα «μή»· «μὴ κλέψῃς», «μὴ μοιχεύσῃς», «μὴ φονεύσῃς», «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» (Μᾶρκ. 10,19· Λουκ. 18,20). Ἔχει τὰ «μή». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε σωτήρια. Ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε οἱ κόκκινες παντιέρες.
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ σταθμάρχης σηκώνει κόκκινη σημαία καὶ εἰδοποιεῖ ὅτι εἶνε κίνδυνος – θάνατος νὰ περάσῃς πάνω ἀπὸ τὶς γραμμές, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ὑψώνει τέτοια φωτεινὰ σήματα, στὰ ὁποῖα γράφει· Προσοχή, κίνδυνος – θάνατος!
Αὐτὰ τὰ «μή» εἶνε ἐνοχλητικά. Γι᾿ αὐτὸ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ περάσῃ τὶς γραμμὲς αὐτές, νὰ διασπάσῃ τοὺς χαλινούς, καὶ νὰ γίνῃ δῆθεν ἐλεύθερος καὶ εὐτυχής.
Τὸ πρῶτο, λοιπόν, βῆμα τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔφυγε ὁ νεώτερος γυιὸς λόγῳ ὑπερηφανείας ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, γιὰ νὰ ζήσῃ μία ζωὴ ἀνεξέλεγκτη, ἐλεύθερη καὶ ἀσύδοτη.
Ἔφυγε εἰς μακρινὴ χώρα, «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13).
Τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;
Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀνομία. Εἶνε ἀνταρσία καὶ ἐπανάστασις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Μέσα εἰς τὸ σύμπαν, τὸ μόνον ὃν ―ὕστερα ἀπὸ τὸν διάβολο, τὸ ὁποῖο κάνει ἐπανάστασι κατὰ τοῦ Θεοῦ, εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
Ὅλο τὸ σύμπαν ποὺ βλέπουμε ὑπακούει στὸν Θεό.
Ἔχει θέσει νόμους ὁ Θεός, τοὺς φυσικοὺς νόμους. Καὶ ὑπακούουν τὰ ἄστρα, ὑπακούει ἡ σελήνη, ὑπακούει ὁ ἥλιος· «ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20). Βαδίζουν ὅλα ἐπάνω στὴ γραμμὴ ποὺ ἔχει χαράξει ὁ Θεός· γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζεται ἁρμονία στὸ σύμπαν. Ἐν τούτοις μέσ᾿ στὴν ἁρμονία αὐτὴ τοῦ σύμπαντος μιὰ ἀνωμαλία εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, τὸ σκουλήκι αὐτό, σηκώνει τὸ κεφάλι του καὶ λέγει εἰς τὸν Θεό· Δὲν σὲ ἀκούω, θὰ κάνω ὅ,τι θέλω ἐγώ… Γίνεται ἀντάρτης καὶ ἐπαναστάτης ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἁμαρτία ἀκόμα εἶνε ἀχαριστία. Καὶ εἶνε ἀχαριστία ἡ ἁμαρτία, γιατὶ ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης, ποὺ μέρα καὶ νύχτα μᾶς εὐεργετεῖ, εἶνε ὁ καλὸς Θεός.
Νὰ μετρήσῃ κανεὶς τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ;
Αὐτὲς οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ πολὺ μακριὰ κάτω στὴ γῆ καὶ φωτίζουν καὶ θερμαίνουν τὸν κόσμον· αὐτὲς οἱ σταγόνες τοῦ νεροῦ, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνουν τὸν κάμπο νὰ πρασινίζῃ καὶ τ᾿ ἄνθη νὰ ἀνθίζουν καὶ τὰ δέντρα νὰ καρποφοροῦν· αὐτοὶ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς μας, ὁ σφυγμός μας καὶ ὅλα αὐτά, εἶνε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
«Τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» (ἐκκλ. ὕμν.· βλ. Ψαλμ. 115,3).
Ἐμεῖς ὅμως, ἀντὶ νὰ ποῦμε εὐχαριστῶ τὸ Θεό, δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δεικνύωμεν ἀχαριστίαν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες διαπράττομε.
Τί εἶνε ἁμαρτία; Δὲν σᾶς εἶπα τίποτα. Ἁμαρτία εἶνε κάτι ἄλλο. Τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος·
Ἡ ἁμαρτία εἶνε ξανασταύρωμα!
Τὸ λέει καθαρὰ ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταυρώσανε τὸ Χριστὸ στὸ Γολγοθᾶ· ἀλλὰ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, σταυρώνομεν καθημερινῶς τὸ Χριστό.
Ἐκεῖνος λ.χ. ποὺ κλέβει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάνῃ καρφιὰ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ πάει στὸ δικαστήριο καὶ ξαπλώνει τὸ βρωμερό του χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁρκίζεται, κι αὐτὸς δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ καρφώνῃ καὶ νὰ ποτίζῃ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ μας μὲ ὄξος καὶ χολή. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ ἔχει μῖσος μέσ᾿ στὴν καρδιά του, κεντάει σὰν τὸ στρατιώτη μὲ τὴ λόγχη του καὶ πληγώνει τὴν πλευρὰν τοῦ Χριστοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ τρέχει μέσ᾿ στὰ κέντρα τὰ νυκτερινὰ καὶ διασκεδάζει καὶ ὀργιάζει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάζͺη καρφιὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος φτειάνει ἐκ νέου στεφάνι ἀγκάθινο στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶνε ξανασταύρωμα.
Τοιαύτην τραγικότητα ἐπιτελοῦμεν ἁμαρτάνοντες. Σταυρώνομε ἐκ νέου τὸν Χριστό.
Κοντὰ σὲ μιὰ συντροφιὰ νέων, ποὺ διασκέδαζε, βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἀσπρομάλλης γέρος. Τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ διασκεδάζανε ἔθεσε στοὺς νέους ἕνα πρόβλημα. Τοὺς ρώτησε νὰ τοῦ ποῦν·
―Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;
Ὁ ἕνας νέος εἶπε· Τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ φτώχεια. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ πυρκαγιά. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε τὸ ναυάγιο στὸν ὠκεανό. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ὁ σεισμός. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι εἶνε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, καὶ ὁ ἄλλος εἶπε ὁ παγκόσμιος πόλεμος.
Καὶ ὁ γέρος, ποὺ καθότανε ἐκεῖ στὴ γωνιὰ καὶ ἄκουγε, εἶπε·
Παιδιά μου, κακὰ εἶνε αὐτὰ ὅλα. Κακὸ εἶνε καὶ ἡ φτώχεια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ ἀρρώστια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ πυρκαγιά, κακὸ εἶνε καὶ τὸ ναυάγιο στοὺς ὠκεανούς, κακὸ εἶνε καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Κακὰ εἶνε ὅλα αὐτά· ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ ἁμαρτία!
Ὤ ἡ ἁμαρτία! οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες μας!
Ἂν θέλετε νὰ δῆτε κάποια εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας, ν᾿ ἀνοίξετε τὴν Ἀποκάλυψι. Ἀνοῖξτε στὸ 12ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας.
Πῶς εἶνε ἡ ἁμαρτία, πῶς παρουσιάζεται;
Εἶδε ―γράφει στὴ νῆσο Πάτμο ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής―, εἶδε μιὰ σπηλιὰ καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν βγῆκε ἕνα φίδι. Φίδι μεγάλο καὶ πελώριο. Ἦταν κόκκινο καὶ τρομερό. Τὸ φίδι αὐτὸ εἶχε ἑπτὰ κεφάλια, εἶχε δέκα κέρατα καὶ πάνω στὰ κεφάλια του εἶχε χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ ξάπλωνε στὸν κόσμον ὁλόκληρον.
Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ κόκκινο φίδι, ὁ κόκκινος δράκοντας μὲ τὰ ἑφτὰ κεφάλια καὶ μὲ τὰ χρυσᾶ στεφάνια καὶ τὰ δέκα κέρατα; Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ διδάσκαλοι λέγουν, ὅτι τὸ θεριὸ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Μία εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ἔχει διακλαδώσεις.
Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει μιὰ ῥίζα καὶ ἕνα κορμόν, ἀλλὰ διακλαδίζεται εἰς κλάδους καὶ κλαδίσκους καὶ φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία διακλαδίζεται εἰς πολλὰς παραλλαγάς.
Ἑπτὰ εἶνε τὰ μεγάλα πλοκάμια, ἑπτὰ εἶνε τὰ κεφάλια τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἡ Λερναία Ὕδρα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας ἦτο ἕνα φίδι μὲ ἑπτὰ κεφάλια, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία παρουσιάζεται καὶ δρͺᾶ μέσα εἰς τὸν κόσμον ὡς Λερναία Ὕδρα, ὡς ἑπτακέφαλον θηρίον τῆς Ἀποκαλύψεως.
Τὸ πρῶτο κεφάλι, τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ τρομερό, ποιό εἶνε;
Ἡ πορνεία; Ὄχι.
Ἡ μοιχεία; Ὄχι.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε! Τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ ὅλα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ἔρχεται ἡ φιλαργυρία. Τρομερὸν πρᾶγμα ἡ φιλαργυρία. Τὸν Χριστὸ τὸν πούλησαν ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων.
Μετὰ ἀπὸ τὴν φιλαργυρία εἶνε ἡ κενοδοξία, νὰ ζητͺᾶ κανεὶς τὴν δόξα στὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον.
Μετὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία εἶνε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.
Μετὰ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργὴ εἶνε ὁ φθόνος, ποὺ βόσκει μέσ᾿ στὰ στήθη τοῦ ἀνθρώπου.
Μετὰ ἀπὸ τὸ φθόνο εἶνε ἡ λαιμαργία.
Μετὰ τὴ λαιμαργία εἶνε ἡ πορνεία.
Καὶ μετὰ τὴν πορνεία εἶνε ἕνα ἁμάρτημα ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμεθα· εἶνε ἡ ἀμέλεια. Ἄ, σοῦ λέει, ἐγὼ εἶμαι ἀπηλλαγμένος, δὲν κάνω τίποτα ἀπ᾿ αὐτά… Εἶσαι ὅμως ἀμελὴς καὶ ὀκνηρός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ μόνο γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε στὸν κόσμον αὐτὸν καὶ δὲν τὰ κάναμε.
Ἑπτὰ κεφάλια εἶνε. Καθένας πέφτει στὰ δίχτυα μιᾶς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες αὐτές.
Ἀλλὰ σὲ οἱανδήποτε ἁμαρτία καὶ ἂν πέσῃ κανείς, τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε ἕνα. Οἱονδήποτε κεφάλι καὶ ἂν σὲ φάῃ, στὸ διο στομάχι θὰ πᾷς. Γιατὶ λένε μερικοί· Ἄ, ἐγὼ δὲν εἶμαι πόρνος… Ναί, καλά, δὲν εἶσαι πόρνος· ἀλλὰ εἶσαι φιλάργυρος. Κι ἀφοῦ εἶσαι φιλάργυρος, ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φιδιοῦ θὰ σὲ φάῃ καὶ θὰ σὲ πάῃ μέσα εἰς τὸν ᾅδην. Ὁ ἄλλος λέγει· Ἐγὼ δὲν εἶμαι φθονερός… Δὲν εἶσαι φθονερός, ἀλλὰ εἶσαι λαίμαργος! Δὲν εἶσαι λαίμαργος, ἀλλὰ εἶσαι ὑπερήφανος! Δὲν εἶσαι ὑπερήφανος, ἀλλὰ εἶσαι ἀμελής.
Λοιπόν, αὐτὰ εἶνε τὰ ἑπτὰ μεγάλα ἁμαρτήματα.
Μὰ ἐκεῖνα τὰ κέρατα; Λέει, ὅτι τὸ θηρίον αὐτὸ τῆς ἀβύσσου ἔχει δέκα κέρατα. Τί σημαίνουν ἐκεῖνα τὰ δέκα κέρατα;
Τὰ δέκα κέρατα σημαίνουν, ὅτι ὁ σατανᾶς προσπαθεῖ νὰ διαλύσῃ, νὰ κονιορτοποιήσῃ, νὰ καταστρέψῃ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Δεκάλογο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν συνεπλήρωσε εἰς τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία.
Κ᾿ ἐκεῖνα τὰ χρυσᾶ στεφάνια τί σημαίνουν;
Ὅτι τὸ κακὸ πρῶτα γινότανε κρυφά. Πάντοτε ὑπῆρχε τὸ κακό· ἀλλὰ τὰ παλιὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι τὸ κάνανε κρυφά. Εχανε κάποια συστολή, εχανε κάποια ντροπή, ντρεπόντανε νὰ μὴν τὸ μάθῃ ὄχι ἡ ἀστυνομία, ὄχι ὁ εἰσαγγελεύς, ἀλλὰ ὁ γείτονάς των. Προσέχανε τότε οἱ ἄνθρωποι. Ὑποκρισία βέβαια ἦταν αὐτό, ἀλλὰ εχανε κάποια συστολή. Στὰ τελευταῖα ὅμως χρόνια τὸ κακὸ θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ θὰ πάῃ στὸ δρόμο καὶ στὶς πλατεῖες καὶ παντοῦ, καὶ ἡ γυναίκα θὰ παρουσιασθῇ ξετσίπωτη καὶ ὁ ἄντρας ξετσίπωτος, καὶ θὰ κάνουν πράγματα χωρὶς νὰ ντρέπωνται πλέον. Θὰ φύγῃ ἡ ντροπὴ ἀπὸ τὸν κόσμον. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ θὰ κάνουν τὰ αἰσχρὰ πράγματα θὰ στεφανώνωνται κιόλας, θὰ ἔχουν ἐπαίνους καὶ βραβεῖα ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλό.
Αὐτὰ εἶνε τὰ χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ βλέπεις τώρα νὰ στεφανώνεται τὸ κακὸ καὶ νὰ πραγματοποιῆται αὐτὴ ἡ προφητεία. Βλέπεις ἕνα διάσημο γύναιο διεφθαρμένο, μιὰ ντιζέζ, νὰ πηγαίνῃ στὰ κέντρα τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ἐκεῖ πᾶνε, παρακαλῶ, καὶ οἱ μεγάλοι τὴ νύχτα. Δὲν ἔχουν ἄλλη δουλειά· πᾶνε αὐτοί ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν λεπτὰ πολλά, καὶ κάθονται μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ κοιτάζουν μία πόρνη, ποὺ γυμνὴ καὶ μὲ ἀναίδεια βρίσκεται ἀνάμεσά τους καὶ μὲ αὐθάδη καὶ καπηλικὴν καὶ αἰσχρὰν γλῶσσα τραγουδάει καὶ τοὺς μαγεύει, καὶ αὐτοὶ χειροκροτοῦν. Νά, τὰ χρυσᾶ στεφάνια! Καὶ αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλὸ γύναιο, ποὺ ἄλλοτε δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ στὸ δρόμο, τώρα ὄχι μόνο ἐμφανίζεται, ἀλλὰ καὶ ἐπευφημεῖται, καὶ εἰσπράττει τὴ νύχτα ἐκείνη πολλὰ χρήματα, ὅσα δὲν εἰσπράττει μιὰ νοσοκόμος ὅλο τὸ χρόνο…
Επιλογὴ κειμένων, σύνθεσις, ἐπιμέλεια, εκδόσεις: Ἀνδρονίκη Π. Καπλάνογλου
Σμύρνης 10
50100 ΚΟΖΑΝΗ
Κεντρικὴ διάθεσι: Βιβλιοπωλεῖο «Ἔλαφος»
Βασ. Γεωργίου 10
53100 ΦΛΩΡΙΝΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Τὸ βιβλίο ποὺ ἔχετε στὰ χέρια σας εἶνε μία μικρὰ συλλογὴ πρωϊνῶν καὶ ἑσπερινῶν κηρυγμάτων, τὰ ὁποῖα ἔκανα εἰς ναοὺς τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Φλωρίνης, εἰς Ἀθήνας καὶ ἀλλαχοῦ. Κέντρον, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖον στρέφονται, εἶνε ἡ μετάνοια. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀρχιερατείας μου συχνὰ ὡμίλουν περὶ μετανοίας.
Τὰ κηρύγματα αὐτὰ ἀπευθύνονται πρὸς ὅλους εἰς γλῶσσαν κατανοητήν. Δημοσιεύονται ἐδῶ, διὰ ν᾿ ἀποτελέσουν ἀνάγνωσμα τῶν πιστῶν.
Ἡ συλλέξασα τὰ κηρύγματα αὐτὰ δ. Ἀνδρονίκη Καπλάνογλου τὰ εἶχε κρατήσει εἰς ἀνάμνησιν μαγνητοφωνημένα. Τώρα τὰ παραδίδει εἰς τὴν ἱ. Μονὴν τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης, διὰ νὰ ἐκδοθοῦν καὶ κυκλοφορήσουν εἰς κοινὴν ὠφέλειαν.
Φλώρινα 25-2-2001
Κυριακὴ τῆς συγχωρήσεως
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀγαπητοί μου, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά!
Σήμερα εὑρίσκομαι ἐδῶ στὸ χωριό σας, ποὺ εἶνε εἰς τὸ ἄκρον τῆς περιφερείας μας.
Τί πρέπει νὰ κάνωμε;
Νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκτελῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα πηγαίνουν καλά.
Δυστυχῶς ὅμως τὰ τελευταῖα χρόνια ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ παρεξέκλιναν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ συνεπῶς ἦρθε ἡ μεγάλη καταστροφή.
Συμβαίνουν πολλὰ δυστυχήματα εἰς τὸν τόπο μας, καὶ θὰ συμβοῦν ἀκόμη περισσότερα.
Τί χρειάζεται; Μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. «Μετανοεῖτε».
Οἱ ἄνδρες νὰ ζοῦν ἁρμονικὰ μὲ τὶς γυναῖκες των, οἱ γυναῖκες ἁρμονικὰ μὲ τοὺς ἄνδρες των, καὶ ὅλοι νὰ εἶνε ἀφωσιωμένοι στὸν Θεό, ὅλοι νὰ ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
(Λαιμὸς – Πρεσπῶν 25-7-2001)
Θ᾿ ἀκούσωμε τὸν Δημιουργόν, ποὺ μᾶς λέγει ὅτι πρέπει νὰ ταπεινωθῶμεν; Ἐσὺ νὰ τὸ ἐκτελῇς αὐτό. Καθημερινῶς ὁ Κύριος μᾶς φωνάζει νὰ μετανοήσωμε, γιατὶ ὁ καιρὸς εἶνε πολὺ δύσκολος καὶ ἀνώμαλος.
(Φλώρινα 19-2-2002)
«Καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία» (Σ. Σολ. 5,23)
ΟΜΟΙΑΖΟΜΕΝ, ἀγαπητοί μου, μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πιάνει στὰ χέρια του ἕνα ὄμορφο βιβλίο, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ξέρει γράμματα, τὸ ξεφυλλίζει τὸ ξεφυλλίζει, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τί λέει μέσα.
Eἶδα κάποτε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του ἕνα βιβλίο καὶ τὸ κοιτοῦσε.
―Μπαρμπα-Γιῶργο, τοῦ λέω, τί λέει τὸ βιβλίο;
―Ποῦ νὰ ξέρω, παιδάκι μου; μοῦ ἀπαντᾷ· κάτι βλέπω μέσα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνω τίποτα.
Ἀκριβῶς τὸ διο συμβαίνει καὶ μ᾿ ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία μας, οἱ ἀκολουθίες, ὁ ὄρθρος, ὁ ἑσπερινός, ἡ θεία λειτουργία, εἶνε ἕνα βιβλίο, τὸ ὡραιότερο βιβλίο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε. Τί συμβαίνει; Ποιά νά ᾿νε ἡ αἰτία; Μήπως εἶνε ἡ γλῶσσα; Ἔ, κατά τι, συντελεῖ καὶ ἡ γλῶσσα. Δὲν εἶνε ὅμως ἡ γλῶσσα. Γνώρισα στὴ ζωή μου τσοπαναραίους καὶ γεωργοὺς καὶ ἀγραμμάτους ἀνθρώπους, ποὺ ξέρανε ἀπ᾿ ἔξω τὸν ἑξάψαλμο· γνώρισα καὶ δικηγόρους καὶ γιατροὺς καὶ μεγάλους ἐπιστήμονας καὶ καθηγητὰς πανεπιστημίου, ποὺ οὔτε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» δὲν γνωρίζανε.
Ἄρα λοιπὸν δὲν εἶνε τόσο ἡ δυσκολία τῆς γλώσσης· εἶνε ἡ ἔλλειψις ἀγάπης στὸ Θεό. Δὲν ἔχομε αἰσθανθῆ τὸ μεγαλεῖον αὐτὸ τῆς ποιήσεως, τὸ μεγαλεῖον τῶν ἀκολουθιῶν μας· καὶ οἱ σκέψεις μας καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶνε ξένα πρὸς τὰ μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε θὰ θελήσω κ᾿ ἐγώ, ἀπὸ τὰ χίλια χρυσᾶ λόγια τὰ ὁποῖα ἠκούσατε εἰς τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἑσπερινοῦ, συντόμως νὰ δοῦμε ἕνα χρυσοῦν λόγον, ἀνεκτίμητον λόγον, ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους σοφοὺς ―ὄχι ἁπλῶς σοφούς, ἀλλὰ θεοπνεύστους― συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ περίφημος Σολομῶν.
Ὁ Σολομῶν λέγει μιὰ προφητεία, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Λέγει κάτι ποὺ γίνεται σήμερα. Τί λέει;
«Ὅλη ἡ γῆ θὰ ἐρημώσῃ» καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος στὸν κόσμο (βλ. Σ. Σολ. 5,23).
Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς ἐρημώσεως;
Ἀπαντᾶ ὁ προφήτης· Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐρημώσῃ ὁλόκληρον τὴν γῆν εἶνε ἡ ἀνομία.
Μὰ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἀνομία; Σ᾿ αὐτὸ συντόμως θὰ ἀπαντήσωμε.