KOZANH – IANOYAΡIOS 1949 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 90
_________________________________________
XΡΙΣTIANIKH ΣΠΙΘΑ
_______________________________
Συντάκτης: Αρχιμ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ Ιεροκήρυξ
________________________________________________________
ΣΗΜΕΙΟΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
«Καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ
πόνου, καὶ ΕΒΛΑΣΦΗΜΗΣΑΝ τὸν Θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ ἐκ
τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καὶ οὐ μετενόησαν
ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν»
Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
Ζῶμεν ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, ζῶμεν εἰς ἡμέρας ἀφαντάστως πονηράς. Τὸ Φῶς καὶ τὸ Σκότος παλαίουν. Ὁ ἀγὼν εἰσέρχεται εἰς κρισιμωτέρας φάσεις. Ποῖος θὰ νικήση; Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη καμμία ἀμφιβολία, ὅτι τελικῶς τὸ Φως θὰ νικήση τὸ Σκότος, ὁ Χριστὸς τὸν Σατανᾶν, ἡ γῆ θὰ πλημμυρίση καὶ πάλιν ἀπὸ κύματα φωτὸς καὶ λαοὶ καὶ ἔθνη θʼ ἀλαλάζουν ἀπὸ τὴν χαρὰν ψάλλοντες: «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν». Ἀλλʼ ἕως ὅτου φθάση εἰς τὴν λαμπρὰν ἐκείνην ἡμέραν, θὰ διέλθη διὰ πολλῶν σταδίων, διὰ πολλῶν σκοτεινῶν περιόδων. Καὶ διʼ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς σκοτεινὰς καταραχώδεις ἡμέρας, πρέπει νὰ κρατοῦν τὰς λυχνίας των πάντοτε ἀναμμένας, νὰ προσεύχωνται, νἀ μελετοῦν τὴν Ἀγίαν Γραφὴν, τὰ Προφητικὰ αὐτῆς βιβλία καὶ μάλιστα τὴν Ἱερὰν Ἀποκάλυψιν καὶ οὕτω ἐνῶ οἱ ἄπιστοι θὰ κυλίωνται εἰς τὰ σκότη, οἱ πιστοὶ θὰ προσανατολίζωνται σταθερῶς πρὸς τὸν ΑΣΤΕΡΑ ὅστις ἐφάνη ὑπεράνω τῆς Βηθλεέμ.
Σκοτειναὶ ταραχώδεις, πονηραὶ ἡμέραι! Ποῖος ἀμφιβάλλει; Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ τρομερὰ σκιὰ τοῦ Ἀντιχρίστου περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλοῦν αἱ Γραφαί, πλανᾶται τώρα ἐπὶ τῆς γῆς. Πολλὰ τὰ σημεῖα ποὺ προειδοποιοῦν τὸν Χριστιανικὸν κόσμον, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἀπὸ ἡμέραν εἰς ἡμέραν κάμνει ἀπαισιωτέραν τὴν ἐμφάνισίν του εἰς τὸν πλανήτη μας. Τὸ κακόν, ἡ ὑπὸ ἀτόμων δηλαδὴ, κοινωνιῶν, ἐθνῶν μικρῶν καὶ μεγάλων φανερὰ ἀσύστολος καὶ ἀναιδὴς παράβασις τῶν ἀναλοιώτων Νόμων τοῦ Ἠθικοῦ Σύμπαντος, λαμβάνει ὁσημέραι καὶ μεγαλυτέρας διαστάσεις.
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΑ
Ὁ Ἀντίχριστος μαίνεται καὶ ὁ πλανήτης σείεται. Ὥς ἕνα ἀπὸ τὰ πρώτα σημεῖα τῆς ἐμφανίσεως καὶ τῆς καταστροφικῆς μανίας τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἀνοίγει πλατὺ καὶ δημόσια τὸ στόμα του εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν, κρημνίζει τὸν σεβασμὸν πρὸς τὸν Δημιουργὸν τοῦ Παντός, καὶ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους νὰ βλασφημοῦν «τὸ ὄνομα Αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν Αὐτοῦ καὶ τοὺς ἐν οὐρανῶ κατοικούντας». Καὶ οὕτω μὲ τὰς ἐνεργείας τῶν ὀργάνων του ἡ βλασφημία ηὐξήθη ἐσχάτως καταπληκτικῶς. Νομίζεις ὅτι, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας πραγματοποιεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ τρομακτικώτερα ὁράματα τῆς Ἀποκαλύψεως. Ποῖον τὸ ὄραμα; Εἰς τὴν Πάτμον, τὴν Ἑλληνικὴν νῆσον τῶν Δωδεκανήσων, ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶδε τὸ τρομακτικὸν ὄραμα. Εἶδεν ἀνθρώπους νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ πρωτοφανεῖς ἀλεπαλλήλους συμφορὰς ποὺ ἐπροκάλεσαν οἱ ἴδιοι μὲ τὴν ἀποστασίαν των ἀπὸ τὸν Θεόν. Εἶδε τοὺς ἀποστάτας τούτους υἱοὺς ὄχι μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς Ἐδὲμ ποὺ ἐδημιούργησε διὰ τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός, ἀλλὰ μέσα εἰς μίαν φύσιν ἐξαγριωμένην, ἀνάστατον, ἡ ὁποία λὲς καὶ ἠγέρθη διὰ νὰ τιμωρήση τὰ φρικώδη ἐγκλήματα τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶδε τὸ ἔδαφος τῆς γῆς νὰ σείεται, τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς θάλασσας νὰ κοκκινίζουν ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν ἀλληλοσφαγῶν, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ πίπτουν, τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου νὰ αὐξάνουν ἀποτόμως τὴν θερμότητά των, νὰ σχηματίζουν ἐπιγείους καμίνους καὶ μὲ τὰς φλόγας των νὰ καίουν, νὰ λυώνουν καὶ τὰ σκληρότερα τῶν μετάλλων. Εἶδε… Ὕστερα ἀπὸ τὰ ὁδηνηρὰ αὐτὰ παγκόσμια πλήγματα θὰ ἔπρεπε ἡ ἄνθρωπότης νʼ ἀνανήψη, θὰ ἔπρεπε οἱ κάτοικοι τῆς γῆς νʼ ἀνοίξουν τὰ μάτια των, νὰ φιλοσοφήσουν, νὰ ἴδουν τὴν βαθυτέραν αἰτίαν τῶν συμφορῶν καὶ νὰ κάμνουν στροφὴν 180° πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὀποίους εἶδε τὸ προφητικόν ὅμα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ἐσκοτίζοντο περισσότερον καὶ μέχρι τοιούτου πνευματικοῦ σκοτισμοῦ ἔφθασαν, ὥστε ἀντὶ νὰ στραφοῦν κατὰ τοὺ ἑαυτοῦ των, τῆς κακὴς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὡς τῆς ρίζης καὶ τῆς πηγῆς τοῦ κακοῦ, ἀντὶ νὰ κτυπήσουν τὰ ἀμαρτωλά των στήθη, νὰ ἀναστενάξουν καὶ νὰ εἴπουν: «Ἡμάρτομεν καὶ ἄξια ὦν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν», αὐτοὶ – ὤ τῆς ἀφροσύνης τοῦ ἀνθρώπου – ἐστράφησαν κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ Πανσόφου καὶ Παναγάθου Θεοῦ, ὡς καὶ αἰτίου τῶν συμφορῶν. Οἱ δυστυχεῖς! Ἐπόνουν τρομερά, ἐδάγκανον τὰς γλώσσας των διὰ νὰ μετριάσουν τὸν πόνον των καὶ ἐβλασφήμουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ μέχρι τέλους παρέμειναν ἀμετανόητοι ἀποθνήσκοντες μὲ τοὺς ἀφροὺς τῆς βλασφημίας ὡς λυσσῶντες κύνες! Αὐτὴ εἶναι ἡ παραστατικὴ εἰκὼν τῶν βλασφήμων κατὰ τὴν Ἀποκάλυψιν. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν φρικώδη περίοδον τῆς ἀνθρωπότητος φαίνεται ὅτι ἔχομεν εἰσέλθει. Διότι ποῦ θὰ στραφῶμεν καὶ δὲν θὰ ἀκούσωμεν τὴν φρικτὴν βλασφημίαν;
ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ
Βλασφημοῦν τὸν Δημιουργὸν οἱ ἄνθρωποι τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Καὶ διὰ νὰ περιορίσωμεν τὸ θέμα ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Πατρίδος λέγωμεν ὅτι βλασφημοῦν ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Οἱ Ἕλληνες; Ἀλλʼ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ ἀρχαιωτάτων χρόνων ἐσέβοντο τὸ Θεῖον καὶ ἐθεωροῦντο ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐλαβέστερους λαοὺς τῆς Οἰκουμένης. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅστις πρὸ 1900 ἑτῶν ἐστάθη ἐπὶ τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως διὰ νὰ κηρύξη τὴν νέαν πίστιν ποὺ θὰ μετεμόρφωνε τὴν Ἑλλάδα ἤρχισε τὴν περίφημον ὁμιλίαν μὲ τὸν ἔπαινον τῆς εὐσεβείας τῶν ἀρχαίων προγόνων μας: «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους (=εὐλαβεστέρους) ὑμᾶς θεωρῶ» (Πράξ. 17, 22).
Καὶ ὅμως οἱ Ἕλληνες σήμερον βλασφημοῦν. Ἐὰν ἧτο δυνατὸν νὰ κρατηθῆ ἐπὶ ἕνα ἔτος λεπτομερὴς στατιστικὴ τῶν βλασφημιῶν ποὺ ἀκούονται θὰ ἐβλέπαμεν, ὅτι καμμία ἡμέρα, τὶ λέγω; καμία ὥρα, κανὲν πρώτον καὶ δεύτερον λεπτὸν τοῦ ἡμερονυκτίου θὰ ἔμενεν ἐν Ἑλλάδι λευκὸν ἀπὸ τὴν βλασφημίαν. Καὶ ὁ ἐκφωνητὴς τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ Ἀθηνῶν θὰ μετέδιδε καθʼ ἐκάστην τὴν θλιβερωτέραν ἐξ ὅλων τῶν εἰδήσεων εἴδησιν τῆς ἡμέρας. Τὸ δελτίον τοῦ Ρ. Σταθμοῦ Ἀθηνῶν θἀ ἐσημείωνε: Σήμερον Κυριακὴν 23 Ἰανουαρίου 1949 ἡ ὁποία εἰς τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῆς Ἑλλάδος ἤρχισε μὲ δοξολογίαν καὶ μὲ τὸ Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ἔκλεισε μὲ … βλασφημίας. Καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν βλασφήμων ποὺ θὰ ἐσημειώνετο εἰς τὸ δελτίον μιᾶς καὶ μόνον ἡμέρας τῆς Ἑλλάδος θὰ ἧτο τοιοῦτος ποὺ θὰ ἐπροκάλει τὸν ἴλιγγον!
Ἐκπλήττεσθε; Ἀλλὰ τότε παρακαλῶ περιοδεύσατε τὴν Πατρίδα μας καὶ θὰ ἀκούσετε παντοῦ τὴν βλασφημίαν. Τὰ στόματα τῶν βλασφήμων ἐκπέμπουν τὸν βόρβορον καὶ μολύνουν τὸν Ἑλληνικὸν ἀέρα. Βλασφημοῦν οἱ άναλφάβητοι ἀλλὰ καὶ οἱ εγγράμματοι, οἱ σπουδασμένοι, οἱ «ἐπιστήμονες» ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη ὅτι μία εἶναι ἡ ΑΛΗΘΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ τὸ ΦΟΒΕΙΣΘΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ. Βλασφημοῦν οἱ ἀπλοῖ ἰδιῶται, ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι ἀξιωματοῦχοι ποὺ ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των ἐν μέσω τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, θὰ ἔπρεπε πρῶτοι αὐτοὶ νὰ δίδουν τὸ παράδειγμα τῆς εὐλάβειας πρὸς τὰ θεῖα. Βλασφημοῦν ἀσπρομάλληδες γέροντες, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τὰ ἀκούουν «οἱ προοδευμένοι» γονεῖς των καὶ τὰ καμαρώνουν διὰ τὰ εὐφυῆ … ἀστεϊά των, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ὡς χριστιανοὶ γονεῖς νὰ τὰ διδάξουν, νὰ τὰ ἐπιπλήξουν, καὶ ἐν ὑποτροπῆ νὰ τὰ τιμωρήσουν καὶ «βάλουν πιπέρι εἰς τὸ στόμα των» διὰ νὰ τὸ ἐνθυμῆται εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν ὁ μικρός. Βλασφημοῦν ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα μικροὶ καὶ μεγάλοι. Βλασφημοῦν οἱ ναυτικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ οἱ βοσκοί. Παντοῦ βλασφημοῦν. Εἰς τὰ μέγαρα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς καλύβας. Εἰς τὰς πόλεις, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ χωριά. Εἰς τὰς φυλακὰς ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς διαδρόμους τῶν δικαστηρίων καὶ εἰς τὰς αὐλὰς τῶν σχολείων μας καὶ εἰς τὰ προαύλια τῶν ἐκκλησιῶν ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῶν Ἐκκλησιῶν! Ναί! Ἐντὸς τῶν Ἐκκλησιῶν. Τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ὁ Ναὸς γίνεται κέντρον ἐκλογικὸν καὶ προσέρχονται οἱ ψηφοφόροι καὶ διαπληκτίζονται γύρω ἀπὸ τᾶς κάλπας οἱ ὑποψήφιοι, τότε ἀκούονται φρικταὶ βλασφημίαι καὶ ὁ ἱερὸς χῶρος τῶν ἐκκλησιῶν μολύνεται.
Θεέ μου! Ποῦ τῆς Ἑλληνικῆς γῆς νὰ σταθώμεν καὶ νὰ ἀκούσωμεν τὸ ἅγιόν Σου ὄνομα νὰ μὴ βλασφημῆται; Ἀλλʼ ἀδελφοί! Χαίρετε! Ἀνεκάλυψα μέρος ἀπυρόβλητον ἀπὸ τὰ βλήματα τῶν αἰσχρῶν βλασφημιῶν. Εἶναι τὸ Μέτωπον. Εἶναι τᾶ ὑψόμετρα τῶν Ἑλληνικῶν ὁρέων. Ἐκεῖ δὲν ἀκούεται βλασφημία. Ἐκεῖ οἱ στρατιῶται μας ἐκθέτοντες τὴν ζωήν των κάθε δευτερόλεπτο ὑπὲρ τῆς Πατρίδος ἐξαγνίζονται, μεταρσιώνονται πρὸς τὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς, αἰσθάνονται τὸν Θεὸν πλησιέστερον καὶ ἔχουν σβύσει ἀπὸ τὸ λεξιλόγιόν των τὴν βλασφημίαν. Δὲν βλασφημοῦν, οἱ ἀκρίται μας. Καὶ ὄχι μόνον δὲν βλασφημοῦν, ἀλλὰ καὶ λυποῦνται καὶ ἀγανακτοῦν αἱ ψυχαὶ των ὅταν ἀκούουν ὅτι κάτω εἰς τὰς πόλεις ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ ἄμεσος κίνδυνος ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι ποὺ βλασφημοῦν.
Ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτῶν ἔρχεται φωνὴ διαμαρτυρίας: «Ἕλληνες! Ἐὰν θέλετε τὸ συντομώτερον νὰ λήξουν τὰ δεινὰ τῆς Πατρίδος, ἐὰν θέλετε ἡ Ἑλλὰς νὰ νικήση καὶ νὰ θριαμβεύση καὶ εἰρηνεύση ἡ χώρα μας, παύσετε αὐτοστιγμεί τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Θεότητος, παύσατε τὰς φρικτὰς σας βλασφημίας. Δὲν γνωρίζετε πόσον βλάπτει τὸν ἀγῶνα μας καὶ μία αἰσχρὰ βλασφημία τῶν μετόπισθεν».
Διότι ἡ βλασφημία δὲν εἶναι ἀθῶον παίγνιον μὲ τὸ ὁποῖον εἰμπορεῖ νὰ παίξη τις, εἶναι πῦρ, καταστροφή, ὄλεθρος. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸ ἐννοήση. Ἡ βλασφημία εἶναι ὄχι ἀπλῶς ἁμαρτία, ἀλλὰ μεγάλη, ἡ μέγιστη τῶν ἁμαρτιῶν. Καὶ εἶναι ἡ μέγιστη, διότι ἐνῶ αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι εἶναι προσβολαὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ βλασφημία εἶναι ἄμεσως προσβολὴ κατὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θείου Νομοθέτου. Δὲν τὸ λέγομεν ἡμεῖς ἀλλὰ τὸ κηρύττει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὀ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος, ὅστις ἱστάμενος εἰς τὸ κατώφλιον τοῦ ἔτους 1949 κηρύττει τοὺς ἐξῆς ἀθάνατους λόγους: «ὁ μὲν ἀμαρτάνων παραβαίνει νόμον, Ο ΔΕ ΒΛΑΣΦΗΜΩΝ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ ΑΣΕΒΕΙ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ».
Καὶ ἐνῶ ἡ βλασφημία εἶναι ἡ μέγιστη ἁμαρτία, ἐντούτοις ἡμεῖς ἀδιαφοροῦμεν, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ παρονυχίδος. Οἱ ταλαίπωροι! Ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα πρέπει νὰ ἔλθη ἕνας νεώτερος Ἱερεμίας καὶ νὰ κλαύση διὰ τὴν ἀναισθησίαν τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι τοῦ ἁμαρτήματος τούτου. Ὁ Ἕλλην ἀκούει γύρω του ἕνα κόσμον νὰ βλασφημῆ καὶ δὲν σηκώνεται ἀπὸ τὸ κάθισμά του καὶ δὲν ἐξοργίζεται ἡ ψυχή του καὶ δὲν διαμαρτύρεται ἡ γλῶσσα του. «Δὲν τοῦ καίγεται καρφί». Τόλμησε ὅμως νὰ τῶ εἴπης κάποιαν προσβλητικὴν λέξιν διὰ τὸ ἄτομόν του, τὴν Α. Μεγαλειότητα, τὸ Ἐγώ του ἤ διὰ τὸ ὄνομα ἑνὸς μέλους τῆς οἰκογένειάς του, διὰ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του, τῆς γυναικός, τῆς ἀδελφῆς του, ὤ! τότε θὰ τὸν ἴδης θάλασσαν ἀγριεμένην. Θὰ ζητᾶ τὸν λόγον ἀπὸ τὸν ὑβριστὴν καὶ θὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ φθάση εἰς τὰ ἔσχατα τῶν διαβημάτων. «Ἄθλιε! Διὰ νὰ ἀναφέρης τὸ ὄνομά μου πρέπει νὰ πλύνης τὸ στόμα σου», τὸν ἀκούεις νὰ λέγη εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἐξεφράσθη ὑβριστικῶς ἐναντίον του ἤ ἐναντίον ἑνὸς προσφιλοῦς μέλους τῆς οἰκογενείας του. Πόσον εὔθικτος εἶναι διὰ τὴν τιμὴν τοῦ ὁνόματός του!
Ἀλλʼ ὦ ἄνθρωπε! Ὧ Χριστιανέ! Τὸ ὄνομά σου τὸ θεωρεῖς τόσον καθαρόν, ὥστε ἔχεις τὴν ἀξίωσιν ὁ ἄλλος νὰ πλύνη μὲ ροδόσταγμα τὸ στόμα του διὰ νὰ τὸ προφέρη. Ἀλλʼ ἰδοὺ ἕνα ἄλλο ὄνομα, ὄνομα ἀπείρως τιμιώτερον ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου, ὄνομα τὸ ὁποῖον ψάλλουν ἀκαταπαύστως αἱ συναυλίαι τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγέλλων, ὄνομα τὸ ὁποῖον ἀκούουν αἱ σκοτειναὶ δυνάμεις τοῦ Ἅδου καὶ τρέμουν καὶ φεύγουν πανικόβλητοι, αὐτὸ τὸ ὄνομα ὑπὲρ τοῦ ὁποίου ἔχυσαν ποταμοὺς αἱμάτων οἱ μάρτυρες, τώρα ὑβρίζονται ὄσον οὐδὲν ἄλλο ὄνομα, καὶ σὺ δὲν πονεῖς. Ὦ ἐὰν ἐπονοῦσες τὶ δὲν θὰ ἔκανες διὰ νὰ ἐξαλειφθῆ ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς Ἑλλάδος ἡ βλασφημία. Ὁ ἰσαπόστολος καὶ Ἱερομάρτυς Ἅγιος Κοσμᾶς ὅστις ἐμαρτύρησε εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Βερατίου καὶ ἐρρίφθη τὸ λείψανόν του εἰς τὸν Ἀῶον ποταμόν, ἐκήρυττε κατὰ τῆς βλασφημίας τὰ ἐξῆς: «Τὸ νὰ μοῦ κάμης τὸ μεγαλύτερον κακὸν πρέπει νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀλλὰ νὰ μοῦ βλασφημήσης τὸν Θεόν μου, τὸν Χριστὀν μου, τὴν Παναγίαν Μητέρα του, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ κυττάξω».
* * *
Φίλοι ἀναγνῶσται! Εἶναι τόσον τρομερὰ ἡ βλασφημία, ὥστε καὶ ὲἀν ἕνας Ἕλλην ἧτο βλάσφημος, θὰ ἔπρεπε ὅλη ἡ ΕΛΛΑΣ νὰ ἀνησυχήση, νὰ φοβηθῆ μήπως διὰ τὴν βλασφημίαν τοῦ ἑνὸς ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ βρέξουν φωτιὰ καὶ σίδηρο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὄχι ἔνας, ὄχι δύο, ἀλλὰ δεκάδες, ἑκατοντάδες, χιλιάδες ἑκατοντάδες χιλιάδων Ἑλλήνων συμπατριωτῶν μας βλασφημοῦν ἀσυστόλως τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς πίστεώς μας.
Διὰ τὴν φρικώδην αὐτὴν κατάστασιν τῆς βλασφημίας ποὺ ὑπενθυμίζει τὸ περί βλασφήμων ὅραμα τῆς Ἀποκαλύψεως, εἴμεθα δυστυχῶς ὅλοι ὑπεύθυνοι. Ὑπεύθυνον τὸ Κράτος ποὺ ἐνῶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ὑβρίζεται ὁ ἀνώτατος ἄρχων τῆς Πολιτείας, ἀνέχεται ὅμως νὰ ὑβρίζεται τὸ ὄνομα Ἐκείνου ὅστις εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων. Ὑπεύθυνος ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ ὑψώση τὴν φωνήν της, νὰ ἐλέγξη, νὰ καυτηριάση, νʼ ἀφορίση ἐν τέλει τοὺς ἀμετανοήτους βλασφημοῦντας, ὅσον ὑψηλὰ ἀξιώματα καὶ ἐὰν κατέχουν οὖτοι. Ὑπεύθυνοι οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ γονεῖς. Ὑπεύθυνοι ὅλοι οἱ ἀκούοντες τοὺς βλασφήμους καὶ μὴ ὑψώνοντες ἔντονον φωνὴν διαμαρτυρίας. Καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἀδρανείας καὶ ἀδιαφορίας ὅλων μας εἶναι ὅτι ἡ βλασφημία, ὡς σημεῖον τοῦ Ἀντιχρίστου, ὡς τεράστιον κῦμα τῆς κολάσεως ἐπλημμύρησε τὴν πατρίδα μας καὶ ἐνῶ ἄλλοτε εἰς ὀλόκληρα διαμερίσματα τῆς πατρίδος μας, ὅπως εἰς τὴν Θεσσαλίαν π.χ., δὲν ἠκούετο οὔτε μία βλασφημία, σήμερον καὶ τὰ νήπια μαζὺ μὲ τὸ γάλα ποὺ βυζαίνουν μαθαίνουν καὶ τῆν βλασφημίαν καὶ αἱ πρῶται λέξεις ποὺ ψελίζουν εἶναι λέξεις βλασφημίας. Τὰ ἀκούει ὁ πιστὸς Χριστιανὸς καὶ ραγίζεται ἡ καρδιά του καὶ θὰ ηὔχετο νὰ μὴ ἔχη αὐτιὰ διὰ νὰ μὴ ἀκούη τὰς φρικτὰς βλασφημίας.
̶ Ἑλλάς! Τὶ κακὸν ἔκαμνε ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας καὶ τὰ τέκνα σου τόσον πολὺ δημοσία τὸν βλασφημοῦν; Ὁ ἄγγελος ποὺ φυλάσσει τὴν χώραν ταύτην ἀναστενάζει διαρκῶς καὶ φωνάζει: Χριστιανοὶ Ἕλληνες! Δόστε μου καὶ πάλιν μίαν Ἑλλάδα, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ περνοῦν ὧραι, ἡμέραι, ἑβδομάδες, μῆνες, καὶ ἔτη, χωρὶς νʼ ἀκούεται οὔτε μία βλασφημία, ἀλλὰ μόνον ὕμνοι καὶ δοξολογίαι πρὸς τὸν Θεόν. Δόστε μου μίαν τέτοιαν Ἑλλάδα καὶ τότε θὰ ἔχετε ἐξησφαλισμένην τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Σύμμαχός σου εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας σου θὰ εἶναι ὁ Θεός. Καὶ εἰ ὁ Θεὸς μεθʼ ἡμῶν οὐδεὶς καθʼ ἡμῶν. Ἄλλως…
Δὲν ἀντέχω νὰ συνεχίσω τὸ ἄρθρον. Δάκρυα μοῦ ἔρχονται εἰς τὰ μάτια μου. Κλείνω τὸ ἄρθρον μὲ μίαν θερμὴν προτροπὴν, ὅπως κάθε Ἕλλην ποὺ δὲν βλασφημεῖ νὰ διαφωτίση 1, 2, 3, 5, 10, 100, βλασφημοῦντας. Μόνον ἐὰν μὲ πάθος ἀναλάβωμεν μίαν σταυροφορίαν κατὰ τῆς βλασφημίας ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ ἴδωμεν τὴν Ἑλλάδα ἀπηλλαγμένην ἀπὸ τὸ στίγμα αὐτὸ τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὸ σημεῖον αὐτὸ τοῦ Ἀντιχρίστου.