«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», φυλ. 209-210
(Οκτώβριος Νοέμβριος 1958)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
«Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς»
(Ἡσαΐου 26, 9)
Ἐκκλησιαστικὰ
Ἀκούων τὴν Ἐπίσημον Ἐκκλησίαν ἀμέσως φαντάζεται ὅτι τὰ κατʼ αὐτὴν διʼ ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ, Συνοδικῶν ἀποφάσεων καὶ Β. Διαταγμάτων θὰ ἕχουν ὀργανωθῆ κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε εἰς πᾶσαν πτυχὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἐὰν ἤθελε παρατηρήσει, θὰ ἔβλεπε νὰ βασιλεύη ἡ τάξις, ἡ εὐπρέπεια καὶ ἡ δικαιοσύνη. Καὶ ὅμως ἐὰν ὑπάρχη ἐν Ἑλληνικῆ Πατρίδι ὀργανισμός, ἐν τῶ ὁποίω ἡ Δικαιοσύνη ἔχει ὑποστῆ ἔκλειψιν καὶ πενιχρὸν καὶ ἀμυδρὸν ἐπιχέει τὸ παρήγορον αὐτῆς φῶς καὶ τείνει ὁ δίσκος αὐτῆς νὰ εἰσέλθη εἰς ὁλικὴν ἔκλειψιν, εἶνε δυστυχῶς ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία. Ποῦ, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία νὰ στραφῶμεν καὶ νὰ μὴ ἴδωμεν τὴν ἀδικίαν καὶ νὰ μὴ ἀκούσωμεν τοὺς ἀναστεναγμοὺς τῶν ἀδικουμένων; Ὑπάρχουν, διὰ νʼ ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὴν βάσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς πυραμίδος, ὑπάρχουν ἐφημέριοι τῆς ὑπαίθρου, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ δύο καὶ πλέον δεκαετηρίδας καὶ ἐν ἡμέραις χαλεπαῖς ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Ἔθνος καὶ ἐστάθησαν ὡς βράχοι, ἐν μέσω μαινομένης θαλάσσης καὶ τώρα ζητοῦν μίαν μετάθεσιν εἰς ἐνορίαν πόλεως ὄχι διὰ νὰ πλουτήσουν καὶ νὰ θησαυρίσουν, ἀλλὰ νὰ δυνηθοῦν καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἀναπτυχθείσαν οἰκογένειάν των, διὰ νὰ παρακολουθήσουν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας των, ποὺ ἐργάζονται ἤ σπουδάζουν εἰς σχολὰς καὶ ὅμως οὐδεμίαν παρὰ τοῖς ἀρμοδίοις κατανόησιν εὑρίσκουν. Αἱ ἑνορίαι τῶν πόλεων εἶνε διʼ αὐτοὺς ἀπρόσιτοι. Διατί; Δὲν ἔχουν τὰ τυπικὰ προσόντα.
Ἀλλʼ ἰδοῦ! Ἡ πλούσια ένορία καταλαμβάνεται αἴφνης ὑπὸ νεαροῦ τινος, ὅστις κατώρθωσε νὰ τελέση γάμον μετά τινος νεάνιδος συγγενοῦς τοῦ ἐπισκόπου ἤ ἀξιωματούχου τινος τῆς μητροπολιτικῆς αὐλῆς. Καὶ ὁ νεαρὸς αὐτός, ἐνῶ δὲν παρῆλθεν οὔτε ἔτος, ὡς ἡ ἀρχαία τάξις ἐπιβάλλει, ἀπὸ τὴν τέλεσιν τοῦ γάμου, ένῶ διανύει ἀκόμη τὸν μῆνα τοῦ μέλιτος, ἐγκαθίσταται εἰς τὴν πλουσίαν ἐνορίαν, καθʼ ὅν χρόνον ἑκατοντάδες τιμίων οἰκογενειαρχῶν πολυτέκνων παραμένουν καθηλωμένοι εἰς μικρὰς καὶ πτωχὰς ἐνορίας. Δὲν ἧσαν καὶ αὐτοὶ «τυχεροὶ» ὡς οἱ 4 ἐπίσκοποι τῆς προηγουμένης παραγράφου. Ὁ νεαρὸς ἔλαβεν ὡς προῖκα τὴν πλουσίαν ἐνορίαν, καὶ δὲν εἶνε τοῦτο, παρακαλῶ, νέον εἶδος σιμωνίας; Ἔχομεν περίπτωσιν νεαροῦ, ὁ ὁποῖος ἐρασθεὶς ἐμμανῶς πλουσίας ἐνορίας ἐδέχθη νὰ ἀθετήση ὑπόσχεσιν, νὰ διαλύση συνοικέσιον καὶ νὰ τελέση γάμον μετὰ γεροντοκόρης, συγγενοῦς γραμματέως καὶ Πρωτοσυγκέλλου.
Τὰ βλέπει αὐτὰ ὁ λαός, ἀναστενάζει ὁ κλῆρος τῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ ποῦ ἐκκλησιαστικὴ δικαιοσύνη; Ἐὰν ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία ἐθεσπίζετο ὁ θεσμός τοῦ ἐξάρχου περιοδεύοντος καὶ ἐλέγχοντος λεπτομερῶς τὰ τῆς διοικήσεως ἑνὸς ἑκάστου Μητροπολίτου, θὰ ἤρχοντο εἰς τὸ φῶς ὄχι μία ἤ δύο περιπτώσεις ἅς ἡμεῖς ἔχομεν ὑπʼ ὅψιν, ἀλλὰ πολλαί, ποὺ φανερώνουν ὅτι κατὰ τὸν πλέον αὐθαίρετον καὶ χαριστικὸν τρόπον οἱ πλουσιώτεραι ἐνορίαι καταλαμβάνονται ὑπὸ τῶν ἐπιτηδείων, οἱ ὁποῖοι καὶ δὲν αἰσχύνονται εἰς τὰς συζητήσεις των νὰ καυχῶνται ὁποῖα ἰσχυρὰ μέσα μετεχειρίσθησαν διὰ νὰ μεταπηδήσουν ἀπὸ πτωχὴν ἐνορίαν εἰς τὴν πλουσίαν. Κακίζομεν τὰς μεταθέσεις τῶν ἐπισκόπων ἀπὸ τὰς μικροτέρας ἐπισκοπὰς εἰς τὰς μεγαλυτέρας, ἀλλὰ διατὶ δὲν κακίζομεν καὶ τὸν φοβερὸν χορὸν τῶν μεταθέσεων τῶν ἐφημεριῶν, μεταθέσεων τὰς ὁποίας καμμία ἀρχὴ δικαιοσύνης καὶ ἐκκλησιαστικοῦ συμφέροντος δὲν διέπει;
Ἔχει δίκαιον ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ἀργολίδος κ. Χρυσόστομος νὰ διαμαρτύρεται διότι, ἐνῶ πολλὴ μελάνη ἐχύθη διὰ νὰ γραφοῦν ἄρθρα κατὰ τῶν μεταθέσεων τῶν ἐπισκόπων, ἐξ ἄλλου περὶ τῆς μεταθέσεως ἐφημερίων οὐδὲν ἐγγράφη. Ἀλλʼ ἰδοὺ τώρα, Ἅγιε Ἀργολίδος, σᾶς δίδεται ἡ ἀφορμὴ διὰ νὰ θέσητε ἐπὶ τάπητος ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας καὶ τὸ θέμα τοῦτο τῶν ἀθρόων μεταθέσεων ἐφημερίων. Ἐὰν διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἄλλοτε ἀνεπτύξαμεν (Ἴδε τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 198/1957 φύλλον τῆς «Σπίθας»), τὸ μεταθετὸν τῶν ἐπισκόπων πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ καταργηθῆ, τὸ μεταθετὸν τῶν ἐφημερίων ἄν δὲν δύναται νὰ καταργηθῆ καὶ νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐποχὴν καθʼ ἥν ὁ ἐκλεγόμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐφημέριος ἔζη καὶ ἀπέθνησκεν ἐν τῆ ἐνορία αὐτοῦ, πρέπει τουλάχιστον νὰ περιορισθῆ, οἱ δὲ 300 περίπου μεγάλαι καὶ πλούσιαι ἐνορίαι τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος δέον νὰ καταλαμβάνωνται οὐχὶ ὑπὸ τοῦ διατεθέντος τὰ μέσα ἀλλʼ ὑπʼ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ μακρὰν ἔτη ἐν ταῖς ἐπαρχίαις εύδοκίμως ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔχουν ἐκτάκτους οἰκογενειακὰς ἀνάγκας. Ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία, ἐὰν θέλη νὰ εἶνε δικαία, ἄς ἐρωτήση τὴν Διεύθυνσιν τῆς Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας διὰ νὰ πληροφορηθῆ παρʼ αὐτῆς κατὰ ποῖον τρόπον κατʼ ἔτος συντάσσεται ὁ πίναξ τῶν εἰς Ἀθήνας, Πειραιᾶ καὶ Θεσσαλονίκην μετατιθεμένων λειτουργῶν τῆς Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως.
Ἀλλὰ μόνον ἐκ τῶν ἐφημερίων ἀκούονται φωναὶ διαμαρτυρίας διὰ τὴν ἔλλειψιν δικαιοσύνης ἐν τῆ Έπισήμω Ἐκκλησία; Δὲν εἶνε πολὺς χρόνος ἀφʼ ὅτου δεκάδες θεολόγων ἀρχιμανδριτῶν οἱ ὁποῖοι ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησίαν εἶδον αἴφνης τὰ ὀνόματά των διαγραφόμενα ἐκ τῶν καταλόγων τῶν ὑποψηφίων ἐπισκόπων ἐπὶ τῶ λόγω ὅτι παρῆλθε τὸ ὅριον ἡλικίας των ὡς συμπληρωσάντων τὸ 55 ἔτος. Σοφωτέρα τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία ἄνδρας μεστοὺς πείρας εἰς ἡλικίαν ἄνω τῶν 55 ἐτῶν προάγει εἰς ἐφέτας, ἀρεοπαγίτας καὶ στρατηγούς. Ἐν τῆ Ἐπισήμω ὅμως Ἐκκλησία παραγκωνίζεται ὁ τὴν πείραν καὶ τὴν σοφίαν ἔχων καὶ ἀνέρχεται εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τῆς Ἱεροσύνης νεαρὸς ἀρριβίστας, ὅστις ἀκόμη, κατὰ Γρηγόριον Θεολόγον, δὲν ἔμαθε νὰ κωπηλατῆ καὶ νὰ οἰακίζη, καὶ ἔπειτα ἀποροῦμεν πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐπλήσθη ναυαγίων πολλῶν. Εἰς τὸ Συμβούλιον Ἐπικρατείας κατέφυγον οἱ ἀδικούμενοι, ὡς νὰ μὴ εἶχε τὴν δύναμιν ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία νʼ ἀγνοήση ἀντικανονικὰς διατάξεις κρατικῶν Νόμων καὶ νὰ πράξη τὸ καθῆκον της. Ἀλλʼ ἀσχέτως πρὸς τὴν περίπτωσιν ταύτην,\μήπως ὑπάρχει ἐν τῆ Ἱ. Συνόδω ἐπετηρὶς ἀγάμων θεολόγων κληρικῶν, εἰς τὴν ὁποίαν μὲ πᾶσαν ἀντικειμενικότητα νὰ σημειώνεται ἡ ἀληθὴς δρᾶσις ἑνὸς ἑκάστου ὑποψηφίου διὰ τὴν ἐπισκοπήν; Δυστυχῶς εἶνε τοῖς πάσι γνωστὸν ὅτι οὐχὶ ἀντικειμενικὰ κριτήρια, ἀλλʼ ὑποκειμενικὰ κριτήρια ποὺ δημιουργοῦν συμπάθειαν ἤ ἀντιπάθειαν εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λαμβάνονται ὑπʼ ὅψιν διὰ τὰς προαγωγάς. Ἀδελφοὶ καὶ ἀνεψιοὶ καὶ συγγενεῖς μητροπολιτῶν ἐγγράφονται ταχύτατα, ἐντὸς μιᾶς νυκτός, εἰς τοὺς καταλόγους καὶ προάγονται, ἐνῶ ἄλλοι πολὺ ἀνώτεροι τούτων ἀποκλείονται, καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία δικαιοσύνη! Ὁ ἀναγινώσκων τὰς γραμμὰς αὐτὰς ἄς μὴ τὰς ἐκλάβη ὡς ἔκφρασιν παραφόρου τοῦ ὑποφαινομένου διὰ τυχὸν παραγνώρισιν αὐτοῦ ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία. Ὄχι. Ἡμεῖς διὰ τῆς ἐν τῶ ὑπʼ ἀριθμ. 193/1957 φύλλω τῆς «Σπίθας» δημοσιευθείσης δηλώσεώς μας διαφωνοῦντες ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς σημερινῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων οὐδεμίαν διάθεσιν δεικνύομεν πρὸς ἐγγραφὴν εἰς καταλόγους ὑποψηφίους. Παραμένοντες δὲ ἐν τῆ θέσει τοῦ ἱερομονάχου καὶ διʼ ὅσων λέγομεν καὶ γράφομεν ἐκφράζομεν τὸ βαθὺ παράπονον κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κατῆλθον εἰς τὸν τάφον μὲ τὴν πικρίαν παραγκωνισμοῦ ὑπὸ ταγῶν τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας, ἀδίκων κριτῶν.
Διʼ ἔλλειψιν δικαιοσύνης παράπονα ἐκ μέρους έφημερίων, παράπονα ἐκ μέρους Ἱερομονάχων, ἀλλὰ διʼ ἔλλειψιν δικαιοσύνης παράπονα ἀκούονται καὶ ἐκ τῆς κορυφῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πυραμίδος τ. ἔ. μέρους τῶν μητροπολιτῶν. Διότι ὑπάρχουν μητροπόλεις τῶν ὁποίων τὰ ὅρια δὲν ὑπερβαίνουν τὰ ὅρια μιᾶς ἐπαρχίας, καὶ ὑπάρχουν μητροπόλεις τῶν ὁποίων τὰ ὅρια ἐπεκτείνονται καὶ εἰς δύο καὶ εἰς τρεῖς νομούς. Ὑπάρχουν μητροπόλεις μὲ 30 ἐνορίας καὶ μητροπόλεις ποὺ ὑπερβαίνουν τὰς 300 ἐνορίας. Ὑπάρχουν πτωχοὶ θρόνοι καὶ πλούσιοι θρόνοι, ξύλινοι καὶ χρυσοῖ. Παραπονούνται οἱ πρῶτοι, ζητοῦν δικαίαν διαίρεσιν τῶν μητροπολιτικῶν περιφερειῶν, ἀλλʼ οἱ δεύτεροι δὲν ἐννοοῦν νὰ παραχωρήσουν οὔτε μίαν μικρὴν ἐνορίαν. Ἔχομεν ὑπʼ ὅψιν περίπτωσιν μητροπολίτου, ὅστις διεκδικῶν μετὰ τοῦ γείτονος μητροπολίτου ἐνορίαν συνοικισμοῦ βλαχοποιμένων κατέφυγεν εἰς τὸ Συμβ. Επικρατείας!…
Καὶ δὲν εἶνε τὰ ἀνωτέρω μόνον σημεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἰς τὰ ὁποῖα ἐκδήλως παρουσιάζεται η ἀδικία. Ἐάν τις λάβη τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Νόμους οἱ ὁποῖοι συναινούσης ἤ ἀνεχομένης τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἐξεδόθησαν κατὰ τὰ τελευταῖα μόνον 25 ἔτη καὶ γνωρίζη καλῶς πρόσωπα καὶ πράγματα δὲν θὰ δυσκολευθῆ νὰ διακρίνη τὰς σκανδαλώδεις χαριστικὰς ἐκείνας διατάξεις, αἱ ὁποῖαι παρεισέφρησαν εἰς τοὺς Νόμους διὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν ἄτομα τῆς αἰσχρᾶς εὐνοιοκρατίας. Ἐκ τῶν Νόμων τούτων μόνον αἱ φωτογραφίαι τῶν ὑπʼ αὐτῶν ἐυνοουμένων ἐλλείπουν…
Μὴ ὑπαρχούσης δικαιοσύνης ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία πῶς θέλετε νὰ ὑπάρχη εἰρήνη καὶ ὁμόνοια μεταξὺ τῶν στελεχῶν αὐτῆς; Μὴ ὑπαρχούσης δὲ εἰρήνης καὶ ὁμονοίας πῶς θέλετε ἡ Έπίσημος Ἐκκλησία νὰ ἔχη ἐνότητα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν ἀπόδειξιν τῆς θείας Αὐτῆς προελεύσεως; Διὰ τοῦτο ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἐπικρατήσουν ἐπὶ τέλους ἀρχαὶ δικαιοσύνης ὁποῖαι τουλάχιστον ἐπικρατοῦν ἐν δημοσίαις ὑπηρεσίαις. Τὸ ἀσύδοτον καὶ ἀνεξέλεγκτον ἐν τῆ διαχειρίσει τῆς ἐπισκοπικῆς καὶ συνοδικῆς ἐξουσίας πρέπει νὰ παύση. Ἡ Ἱεραρχία ἔχει τὸν λόγον. Ἄς ἀτενίση τὸν ἀρχιστράτηγον Μιχαὴλ κρατοῦντα τὸν ζυγὸν τῆς δικαιοσύνης εἰς τὸν ὁποῖον μέλλει νὰ ζυγισθοῦν ὅλοι καὶ ὅλα καὶ εἴθε διὰ κανένα ἐξ αὐτῶν νὰ μὴ ἀκουσθῆ τὸ τρομερὸν ἐκεῖνο˙ μανή, θεκέλ, φάρες. Δὲν ἐπιτρέπεται ὁ Καῖσαρ νὰ ἐμφανίζεται δικαιότερος τοῦ Ἱεράρχου, ζώσης εἰκόνος τοῦ Δικαίου Ἰησοῦ.