Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΣΚΑΝ
Θὰ σᾶς διηγηθῶ, ἀγαπητοί μου, κάτι. Στὴν ἀρχὴ θὰ σᾶς κάνῃ ἴσως νὰ γελάσετε. Ἀλλ᾿ ἐὰν προσέξετε τὴ βαθύτερη ἔννοιά του, τότε τὸ γέλιο σας θὰ μεταβληθῇ σὲ κλάμα.
Ἕνας εἶχε μιὰ μαϊμοῦ καὶ τὴν ἔμαθε νὰ χορεύῃ. Τὴ στόλισε σὰ νύφη καί, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ ἄσχημη ὄψι της, ἔφτειαξε μιὰ ὡραία γυναικεία μάσκα ποὺ σκέπαζε ὅλο τὸ κεφάλι της. Τὴν ἔφερε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως καὶ τὴν ἔβαλε νὰ χορέψῃ. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Ἡ μαϊμοῦ – νύφη χόρευε καὶ τοὺς πιὸ ἰδιότροπους χοροὺς καὶ λυγιζόταν μὲ τόση ἐπιδεξιότητα, ὥστε ὅσοι τὴν ἔβλεπαν τὴ θαύμαζαν καὶ νόμιζαν ὅτι εἶνε ἄνθρωπος. Κάποιος ὅμως, ποὺ ἤξερε ὅτι ἡ χορεύτρια δὲν εἶνε ἄνθρωπος καὶ δὲν ἀνεχόταν νὰ βλέπῃ τὰ πλήθη ν᾿ ἀποθεώνουν ἕνα κτῆνος, ἀποφάσισε ν᾿ ἀποκαλύψῃ τὴν ἀπάτη καὶ ἔκανε τὸ ἑξῆς. Ἐπειδὴ οἱ μαϊμοῦδες ἀγαποῦν πολὺ τὰ μύγδαλα, ἐκεῖ ποὺ ἡ μαϊμοῦ – νύμφη χόρευε κι ὁ κόσμος χειροκροτοῦσε κι ὁ κύριός της χαιρόταν, ὁ φίλος μας ῥίχνει ἐμπρὸς στὰ πόδια της μερικὲς χοῦφτες μύγδαλα. Αὐτὸ ἔφτασε γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἀποκαλυπτήρια. Ἡ χορεύτρια, μόλις εἶδε τὰ μύγδαλα, ἄλλαξε στὴ στιγμή· ξέχασε καὶ τὸν κύριό της καὶ τὸν κόσμο καὶ τὴ δόξα, τὰ πάντα, καὶ ὥρμησε στὰ μύγδαλα. Κ᾽ ἐπειδὴ ἡ μάσκα τὴν ἐμπόδιζε νὰ τὰ φάῃ, τὴν ἔσχισε μὲ τὰ νύχια της, τὴν ἔκανε κομμάτια, τὴν πέταξε μακριά, καὶ τότε φάνηκε τί ἦταν· μαϊμοῦ καὶ ὄχι ἄνθρωπος! Ὅλοι ἄρχισαν νὰ γελοῦν καὶ νὰ καγχάζουν γιὰ τὸ πάθημά της.
Τὸ παράδειγμα αὐτὸ (ποὺ σημειωτέον τὸ ἀναφέρει στὸ τέλος μιᾶς σπουδαίας ὁμιλίας του καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀδελφὸς τοῦ Μ. Βασιλείου) τὸ ἀναφέρω διότι νομίζω ὅτι εἶνε μία ζωηρὰ εἰκόνα τῆς σημερινῆς πραγματικότητος.
* * *
Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν πρωτόγονο. Δὲν ζῇ ὅπως ἐκεῖνος· δὲν κατοικεῖ σὲ σπηλιὲς καὶ δάση, δὲν φοράει δέρματα ζῴων, δὲν κρατάει ῥόπαλα καὶ πέτρινα μαχαίρια. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἐξελίχθηκε. Ἄφησε τὶς σπηλιὲς καὶ τὰ παρθένα δάση στὰ θηρία, κι αὐτός, ἐξημερωμένος τάχα, κατέβηκε σὲ κέντρα πολιτισμοῦ. Κατοικεῖ σὲ μέγαρα, πολυκατοικίες, οὐρανοξύστες μὲ ὅλα τὰ κομφὸρ γιὰ μιὰ ἄνετη ζωή. Φοράει ροῦχα πολυτελῆ, ἐκπαιδεύεται σὲ πλῆθος ἐκπαιδευτήρια, μαθαίνει νὰ γράφῃ, νὰ μιλάῃ διάφορες γλῶσσες, νὰ τραγουδάῃ, νὰ παίζῃ ὄργανα, νὰ χορεύῃ, νὰ πετάῃ στὰ σύννεφα, νὰ κατεβαίνῃ στὰ βάθη τῆς θαλάσσης, νὰ ταξιδεύῃ… Καὶ φαντάστηκε ὁ ταλαίπωρος, ὅτι ἔτσι ἐκπολιτίσθηκε, ὅτι δὲν ἔχει σχέσι πιὰ μὲ τοὺς ἀγρίους ποὺ κατοικοῦν σὰν θηρία στὶς ἔρημες ἐκτάσεις τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀσίας.
Ἀλλὰ ὁ πολιτισμὸς αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο καυχᾶται, δὲν ἦταν ὁ ἀληθινὸς πολιτισμός. Δὲν προχώρησε στὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δὲν ξερρίζωσε τὰ πάθη του, δὲν τὸν ἡμέρωσε, δὲν τοῦ ἐξευγένισε τὴν καρδιά. Ἀρκέσθηκε στὴν ἐπιφάνεια. Τοῦ φόρεσε μία μάσκα, τοῦ ἔδειξε τὸν καθρέφτη καὶ τοῦ εἶπε· «Βλέπεις πόσο σὲ μεταμόρφωσα; Δὲν εἶσαι πιὰ ὁ πρωτόγονος ποὺ τρεφόταν μὲ ῥίζες καὶ φλοῦδες δέντρων. Δὲν τρέμεις πιὰ τὴ φύσι· μὲ τὴ δύναμί μου τὴ δάμασες. Τὰ πανεπιστήμιά μου σὲ φώτισαν. Πέταξες ἀπὸ πάνω σου προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες αἰώνων. Σὲ ἀνέβασα στὸν κολοφῶνα τῆς δόξης. Εἶσαι ἄξιος θαυμασμοῦ. Εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τοῦ συγχρόνου αἰῶνος, ὁ ὑπεράνθρωπος. Λαοὶ καὶ ἔθνη, μιμηθῆτε τον». Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος μὲ μάσκα.
Ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Εἶνε ὅλο ἀπάτη. Κι ὅπως μερικὰ μύγδαλα ἔφτασαν γιὰ νὰ ξεσκεπαστῇ ἡ μαϊμοῦ ποὺ κρυβόταν κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα, ἔτσι καὶ διάφορα γεγονότα τῆς καθημερινῆς ζωῆς φτάνουν γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἀποκαλυπτήρια, νὰ ξεσκεπάσουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ φανερώσουν τὴν πραγματική τους φύσι. Θέλετε παραδείγματα; Ἂς ἀναφέρω δυὸ – τρία.
⃝ Νά ἕνας νέος. Φοίτησε πέντ᾽ – ἕξι χρόνια στὸ πανεπιστήμιο, ἄκουσε παραδόσεις καθηγητῶν, μελέτησε βιβλιοθῆκες, ἔδωσε ἐξετάσεις, πῆρε τὸ δίπλωμα καὶ τώρα ὡς γιατρὸς ἐγκαταστάθηκε σὲ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλι. Σπουδαῖος ἄνθρωπος! θὰ πῆτε. Καὶ ὅμως ἀπατᾶσθε. Κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς ἐπιστήμης κρύβεται μία κοινωνικὴ τίγρις. Αὐτὸς ποὺ ἐξασκεῖ τὸ πιὸ φιλάνθρωπο ἐπάγγελμα, ποὺ ἀποστολὴ ἔχει νὰ προστατεύῃ καὶ ὄχι νὰ θανατώνῃ τὴ ζωή, αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν ἱπποκράτειο ὅρκο ὅτι ποτέ δὲν θὰ μεταχειρισθῇ τὴν ἐπιστήμη του γιὰ νὰ ἐγκληματήσῃ κατὰ τῆς ζωῆς, μεταβάλλεται τώρα σὲ ἐγκληματία. Λίγα «μύγδαλα», λίγες λίρες, ἂν τοῦ ῥίξῃ πλούσιος πελάτης, ξεχνάει τὰ πάντα καὶ κάνει ἔκτρωσι, σκοτώνει παιδί, βάφει τὰ χέρια του στὸ αἷμα. Εἶνε ἱκανὸς νὰ μεταβάλῃ τὴν κλινική του σὲ σφαγεῖο, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πάρῃ τὰ «μύγδαλά» του, τὰ λεφτά! Αὐτὰ τὸν τρελλαίνουν, ἢ μᾶλλον ἡ πλεονεξία, ἡ πονηρή του φύσι, τὴν ὁποία ἡ ἐπιστήμη δὲν μπόρεσε νὰ μεταβάλῃ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔμεινε θηρίο κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς πλέον φιλανθρώπου ἐπιστήμης.
⃝ Βλέπετε τὸν ἄλλο; Κατέχει μεγάλη θέσι, εἶνε ἀνώτατος ὑπάλληλος τοῦ κράτους. Ἀντιπροσωπεύει στὴν ἐπαρχία μιὰ ἔνδοξη Ἑλλάδα. Καὶ θά ᾽πρεπε γι᾽ αὐτὸ νὰ εἶνε παράδειγμα ἀρετῆς, ἠθικὸ μετέωρο. Καὶ ὅμως· ἂν παρουσιαστοῦν «μύγδαλα», ἂν στὸ γραφεῖο του εἰσέλθῃ ἁμαρτωλὸ γύναιο ἱκανὸ νὰ ἠλεκτρίζῃ τὶς κατώτερες ὁρμές, τότε ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς κύριος, ὁ ἀκατάδεκτος, λησμονεῖ τὰ πάντα, τὸν βλέπετε νὰ πέφτῃ χαμηλὰ καὶ γελοῦν μαζί του καὶ μικρὰ παιδιά. Ἔπεσε ἡ μάσκα καὶ φάνηκε ὁ πίθηκος, ἔστω κι ἂν φοράῃ χρυσᾶ διάσημα.
⃝ Ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ πέσουν ὅλες οἱ μάσκες καὶ νὰ ξεσκεπαστῇ ὅλη ἡ ἀγριότης τοῦ σημερινοῦ «πολιτισμοῦ» ἦταν ὁ τελευταῖος παγκόσμιος πόλεμος. Αὐτὸς ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια ὅ,τι κρυβόταν ἐπιμελῶς στὶς καρδιὲς τῶν δῆθεν πολιτισμένων. Ὁ ἑωσφόρος ἔρριξε ἄφθονα τὰ «μύγδαλά» του, ὅλα δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ γαργαλίζουν τὰ ἐγκληματικὰ ἔνστικτα τοῦ κτήνους, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔλεγες ὅτι ἔχουν φθάσει στὴν κορυφὴ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ εἶχαν ἀξίωσι νὰ κυβερνήσουν ὅλο τὸν πλανήτη καὶ νὰ δημιουργήσουν νέα τάξι πραγμάτων, ξαφνικὰ πέταξαν τὶς μάσκες τους καὶ συντεταγμένοι σὲ ἀγέλες θηρίων πλημμύρισαν τὴν Εὐρώπη καὶ διέπραξαν φρικιαστικὰ ἐγκλήματα· τὰ διέπραξαν δημοσίᾳ, μπροστὰ σὲ ὅλους. Καὶ ἦταν οἱ ἐγκληματίες αὐτοὶ ὄχι καννίβαλοι ἀλλὰ Εὐρωπαῖοι, ἀπόφοιτοι πανεπιστημίων καὶ ἀκαδημιῶν. Ὁ πόλεμος τοὺς ξεσκέπασε. Τὸ ὄνομά τους θὰ μείνῃ στὴν ἱστορία ὡς συνώνυμο τῶν ἀγριωτέρων θηρίων τῆς ζούγκλας. Read more »