ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ
Kυριακή ΛB΄ (A΄ Tιμ. 4,9-15)
ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΛΗΘΙΝΗ
«Ἡ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης»
Καὶ πάλιν, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ πάλιν βρίσκομαι ἐδῶ στὸ χωριό σας. Ἦρθα ἐδῶ ὄχι σὰν ἕνας ἐπισκέπτης, σὰν ξένος, ἄλλὰ ἦρθα ἐδῶ ὡς πνευματικὸς πατέρας. Ἦρθα ἐδῶ ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦρθα ὡς ποιμενάρχης. Καὶ ἦρθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ σᾶς φέρω δῶρα. Καὶ δόξα τῷ Θεῷ ὅλοι εἶστε Χριστιανοί, ὅλοι βγήκατε ἀπὸ κολυμβῆθρες. Καὶ ὅλοι ἔχετε ὀνόματα χριστιανικά, καὶ κανείς δὲν εἶνε Ἑβραῖος ἢ Τοῦρκος ἐδῶ μέσα. Ἦρθα λοιπὸν νὰ φέρω δῶρα στὸν καθέναν, ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τὰ δῶρα αὐτὰ εἶνε τρία. Τὸ πρῶτο δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὸ περιγράψῃ, εἶνε ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Εἶνε ἡ θεία κοινωνία, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ δεύτερο εἶνε πολὺ μικρότερο. Εἶνε τὸ ἀντίδωρο, ποὺ μοιράζεται γιὰ ὅσους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ τὸ τρίτο δῶρο εἶνε κι αὐτὸ σπουδαιότατο. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται. Ποιά λόγια, τὰ δικά μας; Τὰ δικά μας δὲν ἔχουν ἀξία. Τὰ λόγια ποὺ ἀκούγονται στὴν ἐκκλησία εἶνε λόγια ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, προφητῶν, πατριαρχῶν, ἀποστόλων, εἶνε λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγια ἀθάνατα καὶ αἰώνια. Εἶνε τὰ λόγια ποὺ ἔχει τὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁ ἀπόστολος.
Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλα; Χρειάζονται μέρες καὶ μῆνες. Ἐγὼ ἕνα μόνο λόγο θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἐδῶ. Παίρνω ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Τιμόθεον μιὰ λέξι, ποὺ εἶνε λίγο πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Ποιά λέξι εἶνε αὐτή; Εἶνε ἡ λέξις «ἐπαγγελία». Ὁμιλεῖ ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος γιὰ τὴν εὐσέβεια, καὶ λέει ὅτι ἡ εὐσέβεια ἔχει «ἐπαγγελίας ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. 4,8).
* * *
Τί θὰ πῇ «ἐπαγγελία»; Μήπως εἶνε καμμιὰ γυναίκα ποὺ λέγεται Ἐπαγγελία; ὅπως κάποια ἄλλη λέγεται Εὐαγγελία; Ὄχι, δὲν εἶνε πρόσωπο· εἶνε κάτι ἄλλο. Τί εἶνε λοιπόν; «Ἐπαγγελία» θὰ πῇ ὑπόσχεσις. Ὑπόσχεσις. Καὶ ἂς δοῦμε τώρα ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις.
Ὑπόσχεσι δίνουν οἱ ἄνθρωποι. Ζοῦμε σ᾿ ἕνα κόσμο ὑποσχέσεων καὶ ὅλοι στηριζόμεθα σὲ ὑποσχέσεις. Λέει λόγου χάριν ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα, προτοῦ νὰ τὴν παντρευτῇ· «Σ᾿ ἀγαπῶ· σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σὲ ἀγαπῶ αἰώνια κι ὅτι κοντά μου θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένη…». Αὐτὰ δὲ᾿ λένε οἱ νέοι; Καὶ δὲν περνάει ἕνας μήνας, δυὸ μῆνες, τρεῖς μῆνες, καὶ ἡ νέα βλέπει ὅτι ἀπατήθηκε. Γιατὶ ὅταν ὑπόσχεσαι κάτι καὶ δὲν τὸ τηρῇς, αὐτὸ λέγεται ἀπάτη κ᾿ ἐσὺ λέγεσαι ἀπατεώνας. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ γλυκόλογα ποὺ λένε οἱ ἐρωτευμένοι, πόσα τηροῦνται; Δὲ᾿ ρωτᾶτε ἐμένα; Βλέπω νὰ ἔρχωνται γυναῖκες κλαμένες καὶ λένε· «Ἄχ τὸν ἄτιμο! μὲ γέλασε· μοῦ ὑποσχέθηκε τόσα, καὶ τώρα τίποτα. Μὲ χτυπάει, μ᾿ ἀφήνει νηστικιά, μὲ βασανίζει. Δὲ᾿ μπορῶ ἄλλο…».
Ποιοί ἄλλοι δίνουν ὑποσχέσεις; Πολλὰ ὑπόσχονται καὶ οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων. Κι ἀπὸ ᾿κεῖνα ποὺ ὑπόσχονται δὲν ἐκτελοῦν τίποτα. Ψευτιές. Οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται κι ὁ λαὸς ἀπογοητεύεται.
Ὑπάρχει ὅμως κάποιος ποὺ δίνει μία ὑπόσχεσι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀληθινή. Ὅ,τι λέει, γίνεται. Ποιά εἶνε ἡ ὑπόσχεσι; Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος. Ἡ ὑπόσχεσις εἶνε ἡ ἑξῆς. Ρωτάει ὁ Χριστός· Θέλεις νὰ εἶσαι εὐτυχής; – καὶ ποιός δὲν θέλει τὴν εὐτυχία του. Εὐτυχισμένος δὲν εἶνε ὅποιος ἔχει λεφτά, σπίτια, κτήματα, μεγαλεῖα καὶ δόξες ἀνθρώπινες, τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις. Εὐτυχισμένος θὰ εἶσαι, λέει ὁ Χριστός, ἂν μ᾿ ἀκούσῃς. Δὲν σὲ βιάζει ὁ Χριστός. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Βάζει μπροστά μας τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιά, καὶ ὅπου θέ᾿ς ἁπλώνεις τὸ χέρι σου (βλ. Σ. Σειρ. 15,16)· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὸ νερό, θὰ δροσιστῇς· ἂν τ᾿ ἁπλώσῃς στὴ φωτιά, θὰ καῇς. Διάλεξε καὶ πάρε. Ἂν θέλῃς λοιπόν, λέει, ἄκουσέ με. Πίστεψε καὶ τήρησε τὶς ἐντολές μου. Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἐντολές; Εἶνε κυρίως ὁ γνωστὸς Δεκάλογος. Καὶ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεὸς εἶνε εὔκολο. Μποροῦμε νὰ τὰ τηρήσουμε ὅλα ἀνεξαιρέτως. Δέκα δάχτυλα ἔχουμε, δέκα εἶνε καὶ οἱ ἐντολές. Καὶ ὅπως δὲν κόβεις κανένα δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς καμμία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές. Καὶ ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν ἄνθρωπος μὲ κομμένα δάχτυλα. Τί ἄσχημο πρᾶγμα! Γιατὶ ὅλες τὶς ἐντολὲς τὶς καταπατοῦμε. Ἀπὸ τὴν πρώτη μέχρι τὴν τελευταία καμμιά ἐντολὴ δὲν τηροῦμε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἔνοχος. Κι ἂν δὲν τὸν πιάνῃ ἡ ἀστυνομία, κι ἂν δὲν τὸν πᾶνε στὸ δικαστήριο καὶ δὲν τὸν δικάζουν, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. Νιώθει ὑπόδικος σ᾿ ἕνα ἄλλο δικαστήριο, τρομερώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δικαστήρια τῆς γῆς, δικαστήριο ποὺ δὲ᾿ μπορεῖ νὰ τὸ γλυτώσῃ κανένας. Καὶ τὸ δικαστήριο αὐτὸ ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ συνείδησις. Αὐτὴ φωνάζει. Ἔκανες τὸ κακό; Μέσα σου ἀκοῦς· «Ἄθλιε καὶ πανάθλιε, τί ἔκανες; βλαστήμησες τὸ Θεό; πῆρες ψεύτικο ὄρκο; σκότωσες; ἔκλεψες τὸν ξένο ἱδρῶτα; τί ἔκανες…;». Κι ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ συνείδησί σου. Ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶνε δυστυχής. Δυστυχὴς σὰν τὸν Κάϊν ποὺ ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ, δυστυχὴς σὰν τὸν Ἰούδα ποὺ ἐπρόδωσε τὸ Χριστό. Δυστυχὴς ὁ πλεονέκτης, δυστυχὴς ὁ οἰνοπότης, δυστυχὴς ὁ πόρνος, δυστυχὴς ὁ μοιχός, δυστυχὴς ὁ φονιᾶς,… δυστυχὴς κάθε ἁμαρτωλός.
Κ᾿ ἐπειδὴ ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, κόκκινοι καὶ ἄσπροι καὶ πράσινοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, δὲν κάνουμε τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ καταπατοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, γι᾿ αὐτὸ φτάσαμε στὸν αἰῶνα τῆς μεγαλύτερης δυστυχίας. Τώρα ὑπάρχουν ὅλα τὰ μέσα καὶ ὅλα τὰ κομφόρ, ἀλλὰ ἡ ἀσεβὴς καὶ κατηραμένη γενεὰ ζῇ στὴν ἀνία καὶ οἱ ἄνθρωποι μέσ᾿ στὰ πλούτη τους αὐτοκτονοῦν. Δὲν ὑπάρχει πλέον χαρά. Ὅλοι, ετε Ῥῶσοι ετε Ἀμερικᾶνοι ετε ἄλλοι…, περπατοῦνε σκυφτοί. Ἔφυγε πλέον τὸ γέλιο. Καὶ τρέμουν, γιατὶ πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια τους βλέπουν νὰ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστὴ ἕνα σπαθὶ κοφτερό. Οὐαὶ κι ἀλλοίμονο! Εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια, οἱ ἀτομικὲς βόμβες. Τρομερὸ πρᾶγμα. Ἄντε, ἄνθρωπε, ποὺ νόμιζες ὅτι θὰ γίνῃς εὐτυχὴς καὶ χτίζεις τὸν πύργο τῶν ἐπιδιώξεών σου! Ἂν πέσουν αὐτὲς οἱ βόμβες, τότε νὰ δοῦμε τί γίνονται τὰ λεφτὰ καὶ τὰ δολλάρια, τί γίνονται τὰ μέγαρα καὶ οἱ οὐρανοξύστες, τί γίνονται οἱ ντισκοτὲκς καὶ τὰ σκυλάδικα!…
Σὲ τέτοια χρόνια κατηραμένα ζοῦμε. Κρῖμα στὰ σχολεῖα καὶ στὰ πανεπιστήμια, κρῖμα στὰ φῶτα καὶ τὶς προόδους, κρῖμα στὸν ψεύτικο καὶ ἀπατεῶνα πολιτισμό. Ἄχ χρόνια εὐλογημένα, τότε ποὺ ζούσανε οἱ παπποῦδες μας! Ἀγράμματοι ἦταν, σχολεῖο δὲν εἶχαν, ἀλφάβητο δὲν ξέρανε, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, μπομπότα καὶ κριθαρένιο ψωμὶ τρώγανε, ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι ἦταν τὸ φαγητό τους ―τὸ κρέας ἦταν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὴ Λαμπρή―, κρεβάτια ἀναπαυτικὰ καὶ πολυτέλειες δὲν ξέρανε ―ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν―, ἠλεκτρικὰ φῶτα δὲν εχανε, μὲ λυχνάρια καὶ δᾳδιὰ φωτίζονταν. Ζοῦσαν φτωχικά. Ἀλλὰ εἶχαν εὐσέβεια, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν εὐτυχισμένοι. Εἶχαν Θεό, ἔμεναν πιστοὶ στὸ Θεό. Κι ὁ Θεός, πιστὸς στὴν «ἐπαγγελία» του, στὴν ὑπόσχεσί του, γέμιζε τὴ ζωή τους εὐλογίες.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Πῶς θὰ ἐπανέλθουμε; Δὲν ξέρω ἂν μὲ καταλάβατε· εὐτυχία εἶνε ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Θεός, καὶ δυστυχία εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, ὅποιος παραβαίνει τὶς ἐντολές του, θὰ γίνῃ στάχτη. Καὶ στάχτη θὰ γίνῃ ὁ κόσμος, γιατὶ πῆγε κόντρα μὲ τὸ Θεὸ καὶ παρέβη τὶς ἐντολές του.
* * *
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Τό επαμε, τὸ ξαναείπαμε, φωνάξαμε, ξαναφωνάξαμε. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Πῶς νὰ μετανοήσουμε; Παράδειγμα ἔχουμε τὸ Ζακχαῖο τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Λουκ. 19,1-10). Κλέφτης ἤτανε, ἅρπαγας, ἀρχιλῃστής, ἔκλεβε καὶ ἔκλεινε σπίτια, καὶ θησαύριζε. Λύκος ἤτανε. Ἀλλὰ ὁ λύκος αὐτὸς ἔγινε ἀρνί. Θεέ μου Θεέ μου, τί μεγάλα μυστήρια! Μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι αὐτή, νὰ παίρνῃ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ τὸν κάνῃ ἅγιο.
Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς, ποὺ τ᾿ ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτά, ἂς μετανοήσουμε. Καὶ νὰ γνωρίζουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος, ὅτι μόνο ἡ «εὐσέβεια», μόνο τὸ νὰ εμεθα κοντὰ στὸ Θεό, μᾶς κάνει εὐτυχεῖς καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Εθε τὰ φτωχὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ σᾶς εἶπα ὁ γέρων ἐπίσκοπος, νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Καὶ ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Καὶ ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες, ἀσπρομάλληδες γέροντες καὶ παιδιά, νὰ τρέξουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε γιὰ νὰ βροῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 26-1-1986)