Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙ τον ΠΑΠΙΣΜΟ ΩΣ ΑΙΡΕΣΗ
ΣΥΝΟΔΙΚΑ και ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ,
και ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ την ΣΥΝΟΔΟ του 879-880 ως ΟΓΔΟΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ
(Παρέμβαση μὲ ἀφορμὴ διάλογο Τελεβάντου–Ἀνδρεόπουλου)
Ὁ κ. Ἀνδρεόπουλος φαίνεται πὼς δὲν ἀποδέχεται ὅτι ὁ Παπισμός ἔχει ἀποκοπὴ μὲ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς αἵρεση ἀπὸ τὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία. Αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ σχόλιό του σὲ κείμενο τοῦ κ. Π. Τελεβάντου στὸ μπόγκ religiousnet.blogspot.com/2009/12/blog-post_22.html#comments. Ἐπικαλούμενος «Σημειώσεις» τοῦ καθηγητὴ Δ. Τσελεγγίδη (ποὺ βρῆκα ὅτι ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸ 1988), γράφει ὁ κ. Ἀνδρεόπουλος:
«…Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρήθηκε από τοπικές ορθόδοξες Συνόδους, ως ετερόδοξη και αιρετική, αποκεκομμένη δηλαδή από τη Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία … Ο καθηγητής Δογματικής, πάντως, κ. Δημ. Τσελεγγίδης («Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, Σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Εκδ. υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, σελ. 38) για το θέμα αυτό επισημαίνει ότι «η απόφανση αυτή (ότι η Ρ/Κ Εκκλησία είναι αιρετική) δεν είναι οριστική και τελεσίδικη. Αφού δεν θεσπίσθηκε από Οικουμενική Σύνοδο (…) Μέχρι αποφάνσεως οικουμενικής συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι σκόπιμο να περιβάλλουμε τους πιστούς της Ρ/Κ Εκκλησίας με αγάπη και να περιμένουμε την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Μ’ απλά λόγια: αναμφίβολα υπάρχουν δοξασίες της Ρ/Κ Εκκλησίας (π.χ. για το Filioque, το πρωτείο του Πάπα, κ.α.) οι οποίες είναι προδήλως αιρετικές, ΔΕΝ υπάρχει, όμως, απόφαση, που να χαρακτηρίζει ως «αιρετική» την Ρ/Κ Εκκλησία».
Ἐπειδὴ ἀσχολήθηκα μὲ τὸ θέμα πρόσφατα, ἀποφάσισα νὰ παρέμβω καὶ νὰ παραθέσω τὰ στοιχεῖα ποὺ συνέλεξα, διὰ τῶν ὁποίων φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκλησία ἔχει καταδικάσει οὐσιαστικὰ καὶ διὰ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοὺς Παπικούς.
Ὡς πρὸς τὶς θέσεις τοῦ κ. Τσελεγγίδη ἁρμόδιος εἶναι νὰ ἀπαντήση ὁ ἴδιος, ἂν τὸ ἀπόσπασμα ἀποδίδει τὴν ὁριστική του τοποθέτηση στὸ θέμα ἢ μὲ τὰ δεδομένα τοῦ 1988 (ἂν ἀποδίδονται στὴν ὁλότητά τους). Σὲ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα, ὅμως, ποὺ ἔκανα σὲ πρόσφατες δημοσιεύσεις του (2009 καὶ ὄχι σὲ δημοσιεύσεις τοῦ 1988), δὲν ἀποκόμισα τὴν ἴδια ἐντύπωση. Γράφει π.χ. Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὸν «Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν»:
«Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων που σαφώς προκύπτει από τα Πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εμπειρικώς από την επί μία χιλιετία διακοπή της μεταξύ μας διαμυστηριακής κοινωνίας… Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου (δηλαδή του Πάπα) εντός Εκκλησίας, ενόσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας.
Καὶ σὲ ἄρθρο του στὸ περιοδ. «Ἐν Συνειδήσει» μὲ τίτλο «Είναι οι Ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας;» (Ι. Μ. Μ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009), γράφει ὁ κ. Τσελεγγίδης: «Και όπως τα κλαδιά της αμπέλου δεν μπορούν να ζήσουν και να καρποφορήσουν, αν αποκοπούν από την άμπελο, έτσι και ο αποκομμένος από την Εκκλησία πιστός η και ολόκληρες κοινότητες πιστών- ανεξάρτητα από το αριθμητικό τους πλήθος- δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν εν Χριστώ ούτε να συστήσουν άλλη Εκκλησία.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν εκπέσει από την Εκκλησία επισήμως τον 11ο αιώνα… Είναι λοιπόν προφανές ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί –κατ’ επέκταση και οι Προτεστάντες που υιοθέτησαν το Filioque- έχουν εκπέσει από την αποστολική πίστη της Εκκλησίας…».
Αὐτὰ γιὰ τὴν ἀφορμή. Στὴ συνέχεια παραθέτω τὶς θέσεις τῶν Πατέρων, γιὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενική καὶ τὴν καταδίκη τῶν Παπικῶν ἀπὸ αὐτήν καὶ ἄλλες Συνόδους. Προέρχονται ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Παπισμός, Αἵρεση ἤ σχίσμα;» (Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»).
«Ἰσχυρίζονται κάποιοι, πὼς ναὶ μὲν εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός καὶ τὸ Filioque, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ ἢ Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἂς γνωρίσουν, λοιπόν, ὅσοι ἀκόμα τὸ ἀγνοοῦν, ὅτι ὑπάρχουν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπίσημες πρῶτες ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους (κατά τὸν Ρωμανίδη αὐτές ἐξέφραζαν τὴν βούληση τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ καὶ τὶς συγκαλοῦσε, ἦσαν δηλαδὴ οὐσιαστικὰ αὐτοκρατορικὲς Σύνοδοι), ὑπάρχουν καὶ πολλές ἄλλες, ποὺ ρυθμίζουν ἀπὸ αἰώνων τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωή, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ πρῶτες ἑπτά, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ τοὺς πιστούς, ἄσχετα ἂν λέγονται τοπικές, γενικὲς ἢ Οἰκουμενικές.
Εἰδικά, ἡ ὑπὸ τὸν Μέγα Φώτιο Σύνοδος τοῦ 879-880 ἀποκαλεῖται Η΄ (ὀγδόη) Οἰκουμενικὴ ἀπὸ πολλοὺς Ἅγιους καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σύγχρονους Ἐπίσκοπους καὶ θεολόγους, ἀφοῦ πληροῖ ὅλες τὶς προϋποθέσεις καὶ ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα ποὺ εἶχαν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἑπτά. («Κριτήριον ἐξωτερικὸν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς ὑπὸ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας» (Ἀνδροῦτσος Χρ., Δογματική…, σελ. 252). Κατὰ τὸν καθηγητὴ Βλ. Φειδᾶ: «Ἡ μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδον λειτουργία τῆς Ἐνδημούσης συνόδου παρουσιάζει διττὴν μορφήν, ὅτε μὲν συγκροτουμένη ἐν στενωτέρᾳ ἐννοίᾳ, ὁπότε ἐταυτίζετο πρὸς τὴν Πατριαρχικήν, ὅτε δὲ ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, ὁπότε προσελάμβανε τὸν χαρακτῆρα γενικῆς συνόδου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440).
Ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπισήμως ἀνακηρυχθεῖ ὡς Οἰκουμενική, διότι δὲν ὑπῆρξε ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος –μετὰ ἀπὸ αὐτὴ– γιὰ νὰ τὴν ἀνακηρύξη, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους «οἰκονομίας» τῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια. Στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων, ὅμως, ἔχει πολιτογραφηθεῖ ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, διότι συνεκλήθη κανονικὰ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου καὶ σὲ αὐτὴ ἔλαβεν μέρος ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης διὰ τοῦ καρδινάλιου Πέτρου ὡς ἐκπροσώπου «τοῦ ἁγιωτάτου πάπα Ἰωάννου τοῦ ἀδελφοῦ καὶ πνευματικοῦ πατρὸς ἡμῶν», ὅπως εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκαλεῖται (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…, τόμ. Β΄, σελ. 138).
Ὅμως, στὴ συνέχεια οἱ Δυτικοί, καὶ σήμερα οἱ Λατινόφρονες, ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δεχτοῦν ὡς Οἰκουμενική, ἀφοῦ ἀποδοκίμασε τὶς πλάνες τους, γι’ αὐτὸ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἔλεγε στοὺς χαρακτηρίζοντας τὴν Σύνοδον τοῦ 879 ὄχι Οἰκουμενική, ἀλλὰ “μερικήν”: «Ἡ ἔλλειψις τῶν σχισματικῶν (Λατίνων) οὐχ ὑφαίρεσιν ποιεῖται τοῦ οἰκουμενικοῦ» τῆς Συνόδου ( Μπιλάλη Σπ., Ἡ Αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. 1ος, σελ. 280). Ἡ Σύνοδος αὐτὴ «ἀναθεματίζει τὴν προσθήκην τοῦ Filioque στὸ Σύμβολον τῆς πίστεως, καὶ ὅσους εἶχαν τὸ θράσος “τὴν ἀρχαιότητα τοῦ ἱεροῦ τούτου καὶ σεβασμίου ὅρου (Συμβόλου) κατακιβδηλεῦσαι” (=νὰ νοθεύσουν).
«Ἡ σύνοδος ὠνόμασεν ἑαυτὴν “οἰκουμενικὴν” πολλαχοῦ ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ μάλιστα ἐν τοῖς κανόσιν αὐτῆς…πρὸς τούτοις ὁ Θεόδ. Βαλσαμών (12ος αἰ.), καὶ ἄλλοι…ὠνόμασαν «αὐτὴν “ὀγδόην Οἰκουμενική”» (Στεφανίδη Β., ὅπ. παρ., σ. 364). Ὅμως ὡς «Η΄ Οἰκουμενικὴ» τὴν μνημονεύει καὶ ἡ Σύνοδος τεσσάρων Πατριαρχῶν τοῦ 1484 μὲ εἴκοσι παρόντες Μητροπολίτες» (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 115).
Γιὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ ἔχουμε καὶ τὶς μαρτυρίες Ἁγίων, ὅπως:
α) τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσ/νίκης ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ, ὅτι: «Ἑτέρα μετὰ τὴν ἑβδόμην οἰκουμενικὴ οὐ γέγονε σύνοδος, εἰ μὴ ἡ ὀγδόη λεγομένη». Ἡ «Σύνοδος αὕτη τοὺς ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ θεῖον Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι τολμῶντας λέγειν ἀναθέματι καθυπέβαλε. Τηρεῖν τε τὰ τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου ἀμείωτα παντὶ τρόπῳ παραδέδωκεν. Ἀλλ’ οὐκ οἶδ’ ὅπως οἱ Λατῖνοι ταῦτα παρεῖδον… Ταῦτα οὖν καὶ τῇ τῶν λατίνων Ἐκκλησίᾳ μεγίστου πτώματος ὑπῆρξεν αἰτία» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 135-136).
β) τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ὁ ὁποῖος γράφει: ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ «κατεδίκασε διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως τὴν προσθήκην τοῦ Filioque, ἣν οὗτοι ἐποιήσαντο ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως καὶ ἔθηκεν ὑπὸ ἀφορισμὸν τοὺς δράστας· τούτου ἕνεκα συναισθάνονται ἑαυτοὺς βεβαρημένους ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα τῆς Συνόδου ταύτης, ἧς τὸ κῦρος μάτην ἀγωνίζονται νὰ καταρρίψωσιν…Ἐὰν ὁ Φώτιος δὲν συνεκρότει τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἅπασα ἡ Ἀνατολὴ θὰ ὑπετάσσετο τῷ Πάπᾳ» (Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Τίνες λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου, περ. «Θεοδρομία», τ. 20, 2001, σελ. 29-32).
Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου «Ὀρθόδ. Ἱ. Κατήχησις», (κεφ. Περὶ τῶν ἱ. Συνόδων) ἡ ἑξῆς σημείωση: «Εἰς ταύτας προσθετέα καὶ ἡ ἐν ἔτει 879 μ.Χ. ἐπὶ Φωτίου, πατριάρχου Κων/λεως, συγκροτηθεῖσα ὀγδόη Σύνοδος, συμμετέχοντος διὰ τοποτηρητῶν καὶ συναινοῦντος καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η’, ἔχουσα μὲν οἰκουμενικὸν τὸ κύρος, ἀλλ’ οὐχὶ ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα, πρὶν ἀνακηρύξη αὐτὴν ὡς τοιαύτην, κατὰ τὸ ἐπικρατῆσαν ἔθος, ἄλλη διάδοχος οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἴδ. Νείλ. Περὶ τῶν ἁγ. Συνόδων ἐν τῷ Συντάγματι τῶν κανόνων, ἐκδ. Ράλλη καὶ Ποτλῆ, τόμ. α’. σελ. 392. «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἔχουν ἐπανειλημμένως σχολιάσει πὼς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν συγκαλέσει -καὶ μάλιστα πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν συγκαλέσει- ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους πέραν τῆς Ἑβδόμης, μετὰ ἀπὸ τὸν χωρισμό τους ἀπὸ τὴν Ἕδρα τῆς Ρώμης τὸ 1054. Αὐτὸ τὸ σχόλιο εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητο καὶ παραπλανητικό. Ἡ ἔλλειψη ἀρίθμησης δὲν συνεπάγεται καὶ ἔλλειψη πραγματοποίησης. Ἡ Ὀρθόδοξη ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν Συνόδων, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ συνοδικὰ ἔγγραφα, ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα τὴν ὕπαρξη ὁρισμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μετὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες Ἑπτὰ Συνόδους…» (π. Γεωργίου Δραγᾶ, Ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος …καὶ ἡ Καταδίκη τῆς Προσθήκης καὶ τοῦ Δόγματος τοῦ «Filioque»). Καὶ δυστυχῶς, αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν Δυτικῶν τὴν ἐνισχύουν καὶ ἡμέτεροι «Ὀρθόδοξοι» Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι!
Μαρτυρία γιὰ τὴν συναρίθμηση τῆς Ὀγδόης Συνόδου στὶς Οἰκουμενικές δίδουν οἱ: Νικ. Καβάσιλας καὶ τὸν τότε Μητρ. Ρόδου Νεῖλος, Συμεὼν Θεσ/νίκης, Νεῖλος Θεσ/νίκης, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Μακάριος Ἀγκύρας, Ζωναρᾶς, Βαλσαμών, Ἀριστηνός, Μᾶρκος Εὐγενικός, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Κων/νος Οἰκονόμου, Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος (Ἀρχιμ.), Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), Σπυρ. Μπιλάλης (Ἀρχιμ.) κ.ἄ. Ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἐπισκόπους, Καθηγητὲς Δογματικῆς καὶ θεολόγους ἀναφέρω: Ἰω. Καρμίρη, π. Ἰω. Ρωμανίδη, Νικ. Ματσούκα, Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεο, π. Θεόδ. Ζήση, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Ἐμμαν. Καλύβα, τὴν καθηγήτρια Α.Π.Θ. Δέσποινα Κοντοστεργίου κ.ἄ.
Ἂν ἀπαιτεῖται ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς ἢ Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε ὅτι κάποιος εἶναι αἱρετικός, τότε: ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλήθεια, ἀποφάσισε ὅτι οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ οἱ διάφορες Προτεσταντικὲς παραφυάδες εἶναι αἱρετικοί; Ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὴν Ἀντιαιρετικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ χαρακτηρίσει ἑκατοντάδες καὶ πλέον ὁμάδες ὡς αἱρετικές; Ἐπίσης: ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἀποφάσισε γιὰ τὸ ἂν εἶναι κτιστὲς ἢ ἄκτιστες οἱ θεῖες ἐνέργειες: Ἰσχύουν οἱ ἀποφάσεις της ἢ θὰ περιμένουμε κάποια μελλοντικὴ Πανορθόδοξο Σύνοδο γιὰ νὰ τὶς ἐπικυρώσει; Στὸ ἐν λειτουργικῇ χρήσει «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» καταδικάζονται καὶ ἀναθεματίζονται οἱ παπικὲς διδασκαλίες τοῦ Βαρλαὰμ ὡς αἱρετικές: Ποιά Πανορθόδοξος Σύνοδος τὸ ἀποφάσισε;
Νεκρώθηκε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ 787, χρόνο τῆς συγκλήσεως καὶ τῶν ἐργασιῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Δὲν ἔχουν ἰσχὺ ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι ἀπὸ τὸ 787 ὣς τὶς μέρες μας, ποὺ ἀποφάσισαν γιὰ πλῆθος θεμάτων καὶ καθόρισαν τὸ πρακτέο γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας; Μάταια οἱ ἅγιοι βασανίστηκαν ἀγωνιζόμενοι ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν λατίνων, ἀλλὰ καὶ τῶν λατινοφρόνων; Γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν μιὰ θεολογούμενη ἄποψη θυσιάστηκαν οἱ ἅγιοι ἢ τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως; Καὶ ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, χωρὶς νὰ περιμένει τὴν ἔγκριση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου, μήπως πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἠθικὴ αὐτουργὸς τῶν εἰς μάτην θυσιασθέντων;
Ὅλες αὐτὲς οἱ Σύνοδοι, ἐφ’ ὅσον ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ρυθμίζουν ἐπὶ αἰῶνες τὴ ζωή της καὶ δὲν χρειάζονται ἄλλη ἐπικύρωση ἀπὸ μιὰ Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμ. Συνόδων «ὑπόκεινται εἰς τὸν ἔλεγχον τῆς “Ἐκκλησιαστικῆς Συνειδήσεως”, τῆς ὁμοθύμου δηλ. κοινῆς γνώμης κλήρου καὶ λαοῦ, ἡ ὁποία…ἀποτελεῖ τὴν ὑψίστην δύναμιν ὑπὲρ τὰς Οἰκουμ. Συνόδους, ὁ τελικὸς χαρακτηρισμὸς τῶν ὁποίων ὡς Οἰκουμενικῶν δὲν ἐξαρτᾶται τόσον ἐκ τῆς συγκλήσεως αὐτῶν ὡς τοιούτων, ὅσων ἐκ τῆς ἀναγνωρίσεως αὐτῶν ὡς Οἰκουμενικῶν ὑπὸ τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας» (Μουρατίδου Κ., Καν. Δίκαιον, τ. Β΄, σ. 303). Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος:
«Κατά τινας Δυτικοὺς θεολόγους ἡ καταχώρησις (εἰς μίαν Σύνοδον Κειμένων προηγουμένων Συνόδων) γίνεται διὰ νὰ δηλωθῇ ὅτι διατηροῦνται ἐν ἰσχύι καὶ διὰ νὰ προσδοθῇ εἰς αὐτὰ κῦρος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴν ἄποψιν αὐτὴν βλάσφημον διὰ δύο λόγους: α) διότι εἰς οὐδεμιᾶς Συνόδου τὸ Πρακτικὸν εὑρίσκει ἔρεισμα ἡ ἄποψις αὐτή, καὶ β) διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ὡς ἅγιαι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ διασκεψάμεναι, δὲν ὑπόκεινται εἰς ἀναθεώρησιν. Τὰ κείμενά τους εἶναι ἀσάλευτα» (Μελετίου, Μητροπ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 436).
Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον Φωτίου πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» διαβάζουμε γιὰ τὸ Filioque καὶ γιὰ τὴν καταδίκη τῶν Φράγκων (καὶ ὅσων ἀκολούθησαν τὶς κακοδοξίες τους): «Τίς ὅλως ἀνάσχοιτο τῶν ἐν χριστιανοῖς τελούντων ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δύο εἰσάγει αἴτια, Υἱοῦ μὲν καὶ Πνεύματος τὸν Πατέρα, τοῦ Πνεύματος δὲ πάλιν τὸν Υἱόν…; Ταύτην τὴν ἀσέβειαν οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι…ἐνέσπειραν, …τούτους τοὺς ἀπατεῶνας συνοδικῇ …κατεκρίναμεν ψήφῳ· οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων καὶ Ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην ὑπεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες πάλιν ἐπίδηλον» (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς…, ὅπ. παρ., σ. 145-149). Δηλαδή, «ὁ Μ. Φώτιος λέγει ὅτι τοὺς παπικούς, ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦν, τοὺς κατεδίκασαν. Ἐφήρμοσαν δι’ αὐτοὺς τὴν διαχρονικὴν Συνοδικὴν καταδίκην, ”συνοδικῇ καὶ θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ… ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων“ καὶ τοὺς ἀπεκόψαμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν» (Καλύβα Ἐμμ., ἀρχιμ., ὅπ. παρ., σελ. 5).
Καὶ σὲ ἄλλο βιβλίο του γράφει ὁ Ρωμανίδης: «Σημειωτέον ὅτι ἡ Η’ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀναθεματίζει 1) τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ’ Οἰκουμ. Σύνοδον καὶ 2) τοὺς προσθέσαντας ἢ ἀφαιρέσαντάς τι εἰς τὸ Σύμβολον, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζωνται οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοί, πράγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ ὅροις Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται μόνον βάσει τῆς ἀνωτέρω περιγραφείσης γενικῆς καταστάσεως τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ τῆς ἰσχύος τοῦ Πάπα μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Εὐρώπης. Φαίνεται ὅτι πράγματι ὑπῆρχεν, ἢ ὁ Ἰωάννης ἐνόμιζεν ὅτι ὑπῆρχε, δυνατότης ἀφαιρέσεως τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῶν Φράγκων καὶ τῶν Λογγοβάρδων» (Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Α΄, σελ. 372-373.).
Ἡ Οἰκουμενικῆς σημασίας ἀξία τῆς Συνόδου τοῦ 879-880 εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ καθηγητὴς Φειδᾶς ἔχει προτείνει τὴν ἀναγνώρισή της ὡς Οἰκουμενικῆς καὶ ἀπὸ τοὺς Παπικούς, θεωρώντας ὅτι τοῦτο θὰ ἐπιτάχυνε θεαματικὰ τὴν ἕνωση Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Γράφει συγκεκριμένα: «…ἀνυπολογίστου ἐκκλησιαστικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καὶ θεολογικῆς σημασίας καὶ σπουδαιότητος πρωτοβουλία θὰ ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ἡ ὑπὸ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κοινὴ ἀναγνώρισις τῆς ἐν Κων/πόλει συνόδου (879-880) ὡς Οἰκουμενικῆς» διότι διὰ τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο δεκταὶ τότε καὶ ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ παπικοῦ θρόνου, ἤρθησαν οἱ ὀξύταται ἀντιθέσεις αὐτῶν καὶ ἐθεμελιώθησαν ὀρθαὶ θεολογικαὶ καὶ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος. Ἡ κοινὴ ἀνακήρυξις τῆς συνόδου αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῆς θὰ ἀπετέλει …τὴν μεγίστην προσφορὰν διὰ τὴν κατ’ οὐσίαν ἐπιτυχίαν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ταχύτατην ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας» (Φειδᾶ Βλ., Θεολογικὸς Διάλογος Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας…, σελ. 62).
Καὶ κάποιες ἄλλες τοποθετήσεις Πατέρων στὸ θέμα: Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, «ἀποκρούει τὸ ἐπιχείρημα τῶν ἑνωτικῶν», οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἔχουμε δὰ καὶ μεγάλες διαφορὲς μὲ τοὺς Λατίνους, «ὅτι ἡ ἕνωσις ἐγένετο ἁπλῶς μετὰ σχισματικῶν καὶ οὐχὶ μεθ’ αἱρετικῶν», καὶ διακηρύττει «ὅτι οἱ λατῖνοι εἶναι αἱρετικοὶ ὡς νοθεύσαντες τὸ Τριαδικὸν δόγμα, διὸ καὶ ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας μετὰ τῶν ἑνωτικῶν».
Ἐπίσης, «ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συνόδου» γράφει: «ἐπεὶ γὰρ ἐρώτησις προέβη ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς εἰπεῖν ἐν ποίᾳ τάξει ἔχομεν τοὺς Ἰταλούς», στὴν τάξη «τῶν αἱρετικῶν», στὴν τάξη «τῶν σχισματικῶν» ἢ «ἐν τῇ τῶν παρασυναγωγὰς ποιούντων» ἀπαντᾶ: «Οἴδαμεν γὰρ τοῦτο καὶ προδιαγγέλλομεν ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ τάξει (τῶν αἱρετικῶν)» τοποθετοῦμε τοὺς Παπικούς».
Καὶ ὁ ὅσιος Μακάριος ἔγραφε: «Ἀπὸ τὰς τόσας Συνόδους τοπικὰς καὶ Οἰκουμενικὰς ἀφωρίσθησαν καὶ ἀναθεματίσθησαν οἱ Λατῖνοι, καὶ ἀκόμη ἀμφιβάλλεις…, ἀκόμη δὲν τὸ πιστεύεις πῶς εἶναι αἱρετικοί;… Αὐτοὶ «ἔλυσαν σχεδὸν τὰς περισσοτέρας ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ», ἀνάστησαν «τὴν εἰδωλολατρείαν τοῦ Πάπα».
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ θέση ὅλων τῶν Ἁγίων, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει, οἱ Παπικοὶ ὡς αἱρετικοί, δὲν ἔχουν μυστήρια καὶ ὁ Πάπας ἱερωσύνη (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, σελ. 91,92).
Αὐτὸ ἀποδεικνύει πόσο ἐπικίνδυνη καὶ ὑπηρετικὴ τῶν Παπικῶν σχεδίων γιὰ τὴν ἀπορρόφηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸν Πάπα, εἶναι ἡ θέση ἐκείνων τῶν Ὀρθοδόξων -κυρίως τῶν Ἱεραρχῶν-, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ὀνομάσουν τοὺς Παπικοὺς αἱρετικούς. Ἐπικίνδυνη καὶ γιὰ ὅσους τὸ κάνουν σκόπιμα καὶ συνειδητά, προδοτικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπαντώντας στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄ ἡ Σύνοδος καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ μᾶς παραδίδουν τὶς τοποθετήσεις γιὰ τὸ θέμα τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (1273 μ.Χ.): «Ὅλοι σχεδὸν οἱ Πατέρες… συνιστοῦν τὴν παντελῆ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ἄρα καὶ τῶν Λατίνων, καὶ τὴν πνευματική τους ἀπομόνωση, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τους. Στὴν περίπτωση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης οἱ Πατέρες καὶ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία “προοικονομήσαντες μετὰ τοῦ Πνεύματος ἐχαρίσαντο, ἀποδιαστάντες αὐτῶν ὡς λοιμῶν, οὐχ ὑποβάλλοντες δὲ τούτους τῷ ἀναθέματι καὶ μετριάσαντες μὲν τὴν τιμωρίαν αὐτοῖς δι’ οἰκονομίαν, ἑαυτοῖς δὲ τὸ ἀσφαλὲς ἐκ τούτων διὰ τῆς ἀποβολῆς περιποιησάμενοι”» (Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιρρητικὴ Γραμματεία τὸν 13ο αἰῶνα, τ. Β΄, σελ. 202).
Ἡ “Οἰκονομία” λοιπὸν τῆς «Ἐκκλησίας στὴν περίπτωση τῶν λατίνων, κατὰ τὴν Σύνοδο καὶ τὸν Πατριάρχη, ἀσκεῖται ἐδῶ καὶ αἰῶνες μὲ τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. “Πρὸς πρόσωπον γὰρ τοῦτον τὸν ἀναθεματισμὸ οὐκ ἐκφωνῶ, τῇ οἰκονομίᾳ τῶν πατέρων ἀρκούμενος… Καὶ τὸ τῶν Ἰταλῶν γένος οὔτε ἀναθεματισθῆναι ὡρισμένως μὴ μεθιέμενον τῆς σφετέρας κακοδοξίας παρ’ ἐμοί γε κριθείη διαιτητῇ, δι’ ἅπερ εἴρηται, εἰ καὶ ἀναθεματίζεσθαι ἄξιον”». Στὸν ἐπίλογο καθορίζεται ἡ πρὸς τοὺς λατίνους στάση τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας: «Μὴ μέντοι ὡς ἐχθροὺς αὐτοὺς ἡγητέον, μηδὲ μισητέον, εἰ καὶ αὐτοὶ καθ’ ἡμῶν ἀεὶ λυσσῶσι καὶ μαίνονται» (Ἀραμπατζῆ Χρ., ὅπ. παρ., σελ. 202-203).
Ἀργότερα παρόμοια στάση κράτησε καὶ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός. Δέχεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο Φερράρας, καὶ μιλάει κολακευτικὰ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν Πάπα, ὅταν ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀμετανόητο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν αἵρεση, συνιστᾶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. Ἔλεγαν στὸν ἅγιο Μᾶρκο: «Οὐκ ἔστιν αἵρεσις (ὁ Παπισμός) οὐδὲ δύνασαι εἰπεῖν αὐτὴν αἵρεσιν· οὐδὲ γάρ τινες τῶν πρὸ σοῦ ἐλλογίμων καὶ ἁγίων ἀνδρῶν ἐκάλεσαν αὐτὴν αἵρεσιν. Ἔφη οὖν ὁ Ἐφέσου, ὅτι· Αἵρεσίς ἐστι καὶ οὕτω εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν (=δημοσιεύειν) τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι» (=ἀναμένοντες).
Καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος γράφει: «Οἱ Ἀνατολικοί οἰκονομικῶς, σεσιγήκασιν ἐπὶ πολὺν καιρόν, οἰόμενοι τοὺς Ἰταλοὺς πρὸς τὰ κρείττω μετακινῆσαι τὰς καινοτομίας αὐτῶν, μείναντας δὲ ἐν τῇ οἰκείᾳ πεισμονή, ἀπέβαλον αὐτοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. στ΄, κεφ. ζ΄).
Τέλος θὰ ἀναφέρω καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: Δέχεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος «ὅτι καλῶς οἱ πρὸ ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καὶ ἀποδέχθησαν μὲ Θεῖο Μῦρο τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ παπισμός τότε ἤκμαζε καὶ κατεῖχε ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τὸ δὲ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὴ ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ ἐξεγείρη ὁ πάπας τὰ λατινικὰ γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νὰ αἰχμαλωτίζουν καὶ νὰ φονεύουν καὶ μύρια ἄλλα κακὰ καὶ δεινὰ νὰ πράττουν. Τώρα ὅμως (συνεχίζει) ποὺ ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἰσχύει καὶ ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺν τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστη. Ὥστε τώρα “τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καὶ οἱ ἀποστολικοὶ κανόνες πρέπει νὰ ἔχωσιν τὸν τόπον τους”» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς 46ον Ἀποστολικὸν κανόνα).
Μετὰ λοιπὸν τόσους αἰῶνες «ποὺ στὸν παπισμὸ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καὶ σατανικὴ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση» (ἡ μετάφρ. ἀπὸ τὸν π. Μάξιμο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Διονυσίου) εἶναι ἄμεση καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ προβληθεῖ ἡ «ἀκρίβεια», τώρα μάλιστα ποὺ ὁλοκάθαρα φαίνεται, ὅτι ὄχι μόνο καλό δὲν ἀπέφερε ἡ ὅποια οἰκονομία, ἀλλὰ αὔξησε τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁδήγησε στὴν παναίρεση ποὺ λέγεται Οἰκουμενισμός: Ἅπαξ καὶ εἰσαχθεῖ στὰ τῆς πίστεως κάποια καινοτομία, γεννᾶ συνεχῶς νέες αἱρεσεις καὶ δὲ σταματᾶ πουθενά, ὅπως διδάσκει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ αἵρεση εἶναι μεταδοτικὴ ἀσθένεια καὶ οἱ συνειδητὰ αἱρετικοὶ ἀδιόρθωτοι: «Ὅταν γάρ τι καινὸν ἐπεισενεχθῇ, ἀεὶ καινοτομίας τίκτει· καὶ ἄπειρος ἡ πλάνη τοῦ ἐξελθόντος τὸν λιμένα τὸν εὔδιον, καὶ οὐδαμοῦ στήσεται. Ἐπὶ πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, φησί, καὶ ὁ λόγος αὐτῶν, ὡς γάγγραινα, νομὴν ἕξει. Ἀκάθεκτον κακόν, οὐκέτι ἰατρείᾳ κατασχεθῆναι δυνάμενον, ἀλλὰ τὸ πᾶν λυμαίνεται. Δείκνυσιν ὅτι νόσος ἐστὶν ἡ καινοφωνία, μᾶλλον δὲ νόσου χαλεπωτέρα. Ἐνταῦθα τὸ ἀδιόρθωτον αὐτῶν δηλοῖ, καὶ ὅτι οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἑκόντες ἀπεπλανήθησαν· ὅθεν καὶ μάλιστα οὗτοί εἰσιν ἀδιόρθωτοι».
Παναγιώτη Σημάτη