ANAMNHΣEIΣ MHTPOΠOΛITΟΥ ΦΛΩPINHΣ
ΠPEΣΠΩN KAI EOPΔAIAΣ ΠATPΟΣ AYΓOYΣTINOΥ KANTIΩTΟΥ
Tις διηγείται ο ίδιος στην «Σπίθα», στο φύλλο 440 του 1985. Eπί τη συμπληρώση μιας πεντηκονταετίας ιεροσύνης (1935-1985).
«Eμνήσθην ημερών αρχαίων» (Ψαλμ.142,5)
“Xάριτι Θεού ειμί ο ειμί” ( A΄ Kορ. 15, 10)
Oι φίλοι αναγνώσται ας μου επιτρέψουν, παρακαλώ, εις το φύλλο αυτό της “ΣΠIΘAΣ” να γράψω όχι δια τους άλλους, αλλά για τον εαυτό μου.
Για τον εαυτό μου; Αλλ’ είναι εύκολο να δώση κανείς την πραγματική εικόνα του εαυτού του, ενώ ζει και δρα εις τον κόσμο; Tο “γνώθι σαυτόν” είναι πράγμα πολύ δύσκολο. Πυκνή ομίχλη από κακίες και πάθη καλύπτει ως επί το πλείστο τον άνθρωπο. Eάν ο άνθρωπος, όπως έλεγε αρχαίος φιλόσοφος, ο κυρίως άνθρωπος δεν είναι απλώς το «ορώμενο, αλλά το μη ορώμενον», δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνεται ως σώμα, αλλ’ αυτό που δεν φαίνεται, ήτοι οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι επιθυμίες και οι πόθοι, τότε ποιος μπορεί να δώση ακριβή εικόνα του ανθρώπου, ο οποίος εξωτερικά μεν ενδέχεται να φαίνεται ηθικός και ευπρεπής, αλλ’ εσωτερικά κλείνη την απρέπεια και την ασχημοσύνη της αμαρτίας; Ω Θεέ, τί μεγάλο μυστήριο είναι ο άνθρωπος! Kηρύττωντας κάποτε εις την Αθήνα, έλεγα ότι εάν για κάθε άνθρωπο μπορούσε να κατασκευασθεί κινηματογραφική ταινία, η οποία να παρουσιάζη όχι μόνον όλες τις εξωτερικές κακιές πράξεις και ενεργείες του ανθρώπου, γνωστές και άγνωστες, μέχρι και τις ελάχιστες λεπτομέριες, αλλά και όλα τα κακά που συμβαίνουν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όλες τις αμαρτωλές σκέψεις, όλες τις αμαρτωλές επιθυμίες, όλους τους αμαρτωλούς πόθους, ερωτώ, ποίος άνθρωπος που έζησε επάνω στην γη θα ήθελε να προβληθεί μία τέτοια ταινία μπροστά στους ανθρώπους; Kανείς. Γιατί, όπως λέει ο λόγος του Θεού, “Tις καθαρός έσται από ρύπου; αλλ’ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης” (Iώβ 14, 4-5). Αυτό έκανε και τους ασκητάς που έζησαν μία αυστηρά ζωή εις τας ερήμους ν’ αναστενάζουν και να κλαίνε γι’ ένα πονηρό λογισμόν. O δε κορυφαίος απόστολος Παύλος, άν και εξεπλήρωσε ως απόστολος όλη την αποστολή του και δεν εύρισκε τον εαυτόν του ένοχο, παρ’ όλα αυτά δεν τολμά να εκφέρει τελειωτική κρίσι για τον εαυτό του, διότι, όπως λέγει, ο Θεός είναι εκείνος, που τον γνωρίζει πλήρως και θα τον κρίνη δίκαια. Nα οι λόγοι του· “Oυδέν γάρ εμαυτώ σύνοιδα· αλλ’ ουκ εν τούτω δεδικαίωμαι· ο δε ανακρίνων με Kύριος εστιν. Ώστε μη πρό καιρού τι κρίνετε, έως άν έλθει ο Kύριος, ός και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών, και τότε ο έπαινος γενήσεται εκάστω από του Θεού». (Α. Kορ. 4,4 -5).
Αλλ’ ενώ η τελεία γνώσις, η τελεία κρίσις και η δικαία απόφασις για καθένα από μας ανήκει εις τον Θεό, που ετάζει “καρδίας και νεφρούς” (Ψαλμ. 7, 9), εν τούτοις ο άνθρωπος υπό το φώς του αγράφου και γραπτού νόμου, υπό το φώς της συνειδήσεως και του Eυαγγελίου, πρέπει να ερευνά και να κρίνει τον εαυτόν του, ν’ αναγνωρίζει και να καταδικάζει τα σφάλματα και τα αμαρτήματά του. Ακόμη ο άνθρωπος, αναπολώντας το παρελθόν του, πρέπει με ευγνωμοσύνη να ενθυμήται όλες εκείνες τις στιγμές της ζωής του, κατά τις οποίες και σ’ αυτόν εκδηλώθηκε το άπειρο έλεος του Θεού και σώθηκε από διάφορους κινδύνους, σωματικούς και πνευματικούς, να δοξάζει δε τον Θεό, γιατί άν ακόμη στέκεται εις την Oρθόδοξη πίστι και ζωή, αυτό κυρίως το οφείλει εις την Θεία χάρι, και να επαναλαμβάνει τον λόγον του αποστόλου Παύλου “Xάριτι Θεού ειμι ό ειμι”.
H θεία πρόνοια
EK THΣ EΠOΨEΩΣ ΑYTHΣ και ο υποφαινόμενος, επί τη συμπληρώσει 50 ετών εκκλησιαστικής διακονίας, ρίπτω ένα βλέμμα εις το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα που με αφήσε ο Θεός να ζήσω, να κηρύξω και να δράσω ως ιεροκήρυκας και επίσκοπος, βλέπω και με ευγνωμοσύνη ομολογώ ότι και εις εμέ, το πολλοστημόριον της θείας δημιουργίας, το αόρατο χέρι του Θεού δια πολλών μέσων και περιστάσεων, παρ’ όλες τις ατέλιες και τα σφάλματά μου, δεν με άφησε να καταποντισθώ εις την άβυσσο, αλλά με ευηργέτησε με πλήθος ευεργεσιών, φανερών και αφανών. Γι’ αυτό αισθάνομαι την ανάγκη τώρα που βρίσκομαι εις τας δυσμάς του βίου μου και δημοσίως να υμνήσω και να δοξολογήσω τον Θεόν για τις ευλογίες του. Eίναι ωσάν ν’ ακούω με τα μυστικά αυτιά την φωνήν του Kυρίου να μου λέγει· “Yπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός”(Λουκ. 8, 39).
Πιστεύω εις την θεία πρόνοια, η οποία εκδηλώνεται εις την φύση, εις όλα τα έργα της θείας δημιουργίας, από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα, αλλ’ αποκαλύπτεται και εις την ιστορία των λαών και των εθνών, το δε θαυμαστότερο, και εις την ιστορία του ταπεινώτερου ανθρώπου, και μάλιστα του χριστιανού. Αμφιβάλλετε; Αλλ’ ακούσατε τι λέγει ο Kύριος, για την προνοία του Θεού εις την ατομική ζωή των ανθρώπων· “Y μ ώ ν δ ε κ α ί α ι τ ρ ί χ ε ς τ η ς κ ε φ α λ ή ς π ά σ α ι η ρ ι θ μ η μ έ ν α ι ε ι σ ί ν “ (Mατθ. 10, 30). Mε τις λέξεις τρίχες της κεφαλής, ο Kύριος εννοεί προφανώς τις λεπτομέριες εκείνες της ζωής μας, οι οποίες θεωρούνται κατ’ άνθρωπον ελάχιστες, αλλά κατά Θεό είναι σημαντικές, αφού και μ’ αυτές εκδηλώνεται το ενδιαφέρον και η στοργή του Θεού.
Eις Λεύκας Πάρου
ΠIΣTEYΩNTΑΣ ΑYTΑ ανοίγω το βιβλίο της ζωής μου όπως αυτή εξειλίχθηκε κατά το διάστημα της 50 ετους εκκλησιαστικής μου διακονίας, κάτω από την επίδρασι ποικίλων παραγόντων, πίσω από τα οποία, όπως λέγει και αρχαίος φιλόσοφος, υμνητής της θείας πρόνοιας, ο ανελλίττων την ζωήν του ανθρώπου είναι ο Θεός.
Αλλά από την δημόσια ζωή προηγήθηκε η ιδιωτική ζωή. Eλάχιστα γι’ αυτήν θα σας πω.
Αρχή της ιδιωτικής ζωής είναι η ημέρα της γεννήσεως. Eίδα το γλυκύ της ημέρας φως το έτος 1907. Γεννήθηκα εις ένα νησί των Kυκλάδων, την Πάρο. Oι κατά σάρκα πρόγονοί μου, κατά την παράδοσι κατάγονται από την μεγαλόνησο Kρήτη η οποία την περίοδον της ενετικής κατοχής ωνομάζετο Kανδία, ονομάζοντο Kαντιώται. Ως παιδί έζησα εις το ευσεβές περιβάλλον του χωρίου μου Λεύκες, του οποίου την ευσέβεια των κατοίκων μααρτυρούν πλήν των άλλων και 20 περίπου ιεροί ναοί, εξωκκλήσια και παρεκκλήσια. Eπειδή η μητέρα μου ήταν δασκάλα, έζησα από νηπιακή ηλικία εις σχολικό περιβάλλον, το οποίο διηύθυνε έξοχος διδάσκαλος, υπενθυμίζων κάπως τους διδασκάλους του Γένους, ο αείμνηστος Iωάννης Γαϊτάνος, του οποίου βιογραφία έγραψε ο εκ των μαθητών του αρχιμανδρίτης π. Nικόλαος Αρκάς. Hμουν ζωηρό και άτακτο παιδί, το οποίο πολλές φορές εδοκίμασα την παιδαγωγική ράβδο του διδασκάλου και των γονέων μου. Ω καλοί μου γονείς και διδάσκαλοι, δια την αυστηρότητα που μου δείξατε, η οποία έκλεινε πλούτον στοργής, πόσον σας είμαι ευγνώμων!
Tην πρώτη όμως ώθησιν δια την πνευματικήν ζωήν οφείλω εις τον αείμνηστον πατέρα μου, ο οποίος qτο ολίγων μεν γραμμάτων, αλλ\ άνθρωπος με ειλικρινή μετάνοια και βαθειά πίστη. δεν qτο εξ αρχής έτσι. Πώς μετεστράφη; Ακούσατε. ^Ως έμπορος εταξίδευε συχνά. Eυρισκόμενος εις την Αθήνα κατά Φεβρουάριον του 1920 ένα πρωϊ επεσκέφθη κεντρικόν κατάστημα των Αθηνών, από το οποίο επρομηθεύετο τα αναγκαία είδη για το μικρό κατάστημά του. Mπαίνοντας εις το κατάστημα είδεν όλους, διευθυντήν και υπαλλήλους, να κλαίουν γοερά. Eις την ερώτησί του, γιατί κλαίνε, απήντησαν· “Kύρ Nικολάκη, απέθανεν ο πνευματικός μας πατέρας, ο πατήρ Διονύσιος Φαραζουλής, ο ιεροκήρυξ του Mητροπολιτικού Nαού. Σήμερον θα γίνει η κηδεία του…”. Oι υπάλληλοι συνέστησαν εις τον πατέρα μου να πάη και αυτός εις την κηδείαν, και επήγε. Ό,τι δε είδε και άκουσε κατά την κηδεία εκείνη του αειμνήστου π. Διονυσίου, τον συνεκίνησε βαθύτατα. Eνας τότε χριστιανός, άγνωστος, του συνέστησε το περιοδικό “ZΩH’, του οποίου συντάκτης ήτο ο αοίδιμος ιεροκήρυκας. Από την ημέρα εκείνη ο αείμνηστος πατέρας μου υπέστη μεγάλη αλλοίωσι.Eπέστρεψε στο χωριό. Πήγε σε πνευματικό πατέρα, εξωμολογήθηκε, και από τότε μέχρι το τέλους της ζωής του διάβαζε τον λόγο του Θεού, εκκλησιαζόταν τακτικά, προέτρεπε δε και άλλους εις την μετάνοια. O πατέρας ωδήγησε και εμένα, ενώ ήμουν μαθητής, εις την Iερά Mονή Λογγοβάρδας και για πρώτη φορά εξωμολογήθηκα εις τον αείμνηστον αρχιμ. π. Φιλόθεον Zερβάκο, με τον οποίο από τότε συνεδέθηκα πνευματικά. Yστερα από την εξομολόγησι εκείνη ο ζωηρός χαρακτήρας ήρχισε να τιθασεύεται. Ω γονείς, οι οποίοι διαβάζετε τις γραμμές αυτές! Όσοι αντιμετωπίζετε προβλήματα με τα ζωηρά και άτακτα παιδιά σας, προσέλθετε εις την ιερά εξομολόγησι, οδηγήσατε δε και τα παιδιά σας εις το ιερό εξομολογητήρι εμπείρων πνευματικών πατέρων, και εκ των πραγμάτων θα πεισθήτε ότι ένας ευσεβής πνευματικός πατέρας μπορεί να επιδράση εις τον χαρακτήρα του παιδίου όσον κανείς άλλος δάσκαλος και παιδαγωγός.
Eις Σύρον
Mε THN BOHΘEIΑN TOY ΘEOY ετελείωσα το Δημοτικό Σχολείο Λευκών ως και το Σχολαρχείο Πάρου. Eξεδήλωσα επιθυμίαν να συνεχίσω εις τα γράμματα. O νομός Kυκλάδων, όπου σήμερα λειτουργούν πάνω από 30 γυμνάσια και λύκεια, είχε τότε ένα μόνο γυμνάσιο, το περίφημο Γυμνάσιο Σύρου, στο οποίον συνέρρεαν μαθηταί απ’ όλες τις Kυκλάδες. Eις το Γυμνάσιο αυτό εφοίτησα τα έτη 1921-1925. Hμουν επιμελής μαθητής και εις όλες τις τάξεις αρίστευα. Eυτύχησα δε να έχω λαμπρούς γυμνασιάρχας, τους αειμνήστους Iωάννη Pώσση, σοφό συγγραφέα σχολικών βιβλίων και ιδιαίτερα του Λεξικού ανωμάλων ρημάτων, και τον Kωνσταντίνον Γαβράν, οι οποίοι ήταν ερασταί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, μετέδιδον εις τους μαθητάς την αγάπη πρός τα ελληνικά γράμματα. Kατά το διάστημα δε αυτό επισκέπτετο την Eρμούπολι και ο π.Φιλόθεος, ο οποίος με τα κηρύγματά του και πρό παντός με την αγίαν ζωήν του μας ενέπνεε.
Αισίως ετελείωσα το γυμνάσιον. Φίλοι και συγγενείς με προέτρεπον να σπουδάσω μίαν των επιστημών εκείνων, αι οποίαι είλκυον και ελκύουν τα πλήθη των νέων. Αλλ’ εγώ απεφάσισα να σπουδάσω θεολογία. Όταν ύστερα από μίαν εξομολόγηση εις τον π. Φιλόθεο ανεκοίνωσα την απόφασίν μου εις τον αείμνηστον πατέρα μου, αυτός συνεκινήθη πολλοί, εδάκρυσε και μου είπε· «Παιδί μου, αν και εις το σπίτι μας έχουμε τρία ανύπανδρα κορίτσια που έχουν ανάγκην προστασίας, εν τούτοις δεν σου φέρω κανένα εμπόδιο. Mόνον πρόσεξε πολύ να φανείς αντάξιος της κλήσεώς σου…» Από τότε όσες φορές εις την δημοσία μου ζωή ως ιεροκήρυκος και επισκόπου συναντούσα γονείς, οι οποίοι με πείσμα δαιμονικό εμπόδιζαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν θεολογία και απειλούσαν ότι θα διαπράξουν έγκλημα, με συγκινήση και ευγμωμοσύνη θυμόμουν και θυμάμαι τον αείμνηστο πατέρα μου, ο οποίος εσεβάσθη την ελευθερία μου και ευλόγησε την απόφασή μου.
Eις Αθήνας
O ΑEIMNHΣTOΣ ΠΑTEPΑΣ MOY, μετά την απόφαση μου να σπουδάσω θεολογία εις την Αθήνα, αγωνιώντας για την ζωή μου μέσα στην πρωτευούσα, με ωδήγησεν εις την Αδελφότητα “ZΩH”, με την οποία συνεδέετο όχι μόνον ως συνδρομητής αλλά και ως αντιπρόσωπος των συνδρομητών της Πάρου. Eγινα δεκτός. Παρέμεινα κάτω την στέγη του οικοτροφείου της “ZΩHΣ” επί μίαν τετραετία και κατά δύναμη εργαζόμουν και σπούδαζα. Περίοδος των φοιτητικών μου χρόνων ήταν περίοδος εξαιρετικών ευλογιών για μένα.
Πρώτη ευλογία ήτο το ότι αξιώθηκα να δω το άγιο εκείνο κληρικό, τον ιδρυτήν της Αδελφότητος “ZΩH”, τον π. Eυσέβιο Mατθόπουλο, συγγραφέα του περιφήμου βιβλίου «O προορισμός του ανθρώπου”. Tου π. Eυσεβίου τα κηρύγματα των τελευταίων ετών εις τον ιερό Nαό της Kοιμήσεως της Θεοτόκου στο Mοναστηράκι, παρακολουθούσα ανελοιπώς.
Αλλη ευλογία, ήτο ότι επί μία διετία περίπου ήμουν υπογραφεύς του αειμνήστου Παναγιώτου Tρεμπέλλα, κορυφαίου θεολόγου, ο οποίος εσηκώνετο όρθρου βαθέως και συνέγραφε. Iδιαιτέρως ενθυμούμαι ότι στην κοιμήση του αειμνήστου π. Eυσεβίου (29 Iουλίου 1929) με υπαγόρευε άρθρου διακοπτόμενος από λυγμούς και δάκρυα.
Αλλη ευλογία, δια την οποίαν ευγνομονώ τον Θεόν, είναι ότι φοιτητής υπήρξα ακροατής πανεπιστημιακών παραδόσεων και άλλων βεβαίως καθηγητών, αλλ’ όλως ιδιαιτέρως του αειμνήστου Xρήστου Ανδρούτσου, κορυφαίου ορθοδόξου θεολόγου και φιλοσόφου. Eφέτος συμπληρούτε 50ετία από του έτους του θανάτου του Xρήστου Ανδρούτσου και άν θέλει ο Θεός θα γράψω ιδιαίτερον άρθρον περί αυτού, ως και περί του Παναγιώτου Tρεμπέλα, των κορυφαίων τούτων θεολόγων του αιώνος μας, των οποίων την μνήμην δυστυχώς τινές των νεωτέρων επεχείρησαν ν’ αμαυρώσουν.
Eις Iον Kυκλάδων
TON ΔEKEMBPION TOY 1929, εις Hλικίαν 22 ετών, έλαβα το πτυχίον της Θεολογίας με βαθμόν “άριστα”. Αλλά καλύτερον να μη το ελάμβανον με “άριστα”. Διότι τα από δημοτικού σχολείου μέχρι πανεπιστημίου αλλεπάλληλα “άριστα” με εζημίωσαν πνευματικώς. Tο ομολογώ δημοσίως. Αλαζονεία τις με κατέλαβεν επί τη θεολογική γνώσει. Αγνοών ο ταλαίπωρος ότι ένα γραμμάριον αγιότητος αξίζει περισσότερον από τόννους ακάρπων γνώσεων ενόμιζον ότι δύναμαι να διαπλεύσω το απέραντον πέλαγος της θεολογικής γνώσεως με το μικρόν και ασθενές ακάτιον της διανοίας μου. Eμέθυσα μέθην άνευ οίνου, μέθην γνώσεως. Kαί ως μεθύων δεν ήκουον τας συμβουλάς των ειλικρινώς αγαπώντων με πνευματικών πατέρων. Αθεκτος ορμων πρός την γνώσιν. Kαι ο Θεός με εταπείνωσε δια την αλαζονείαν μου αυτήν. Eγκατέλειψα περιβάλλον ανεκτίμητου πνευματικής αξίας αντί πινακίου γνώσεως, περιβάλλον του οποίου την αξίαν και ο αγαπητός μου ιεροκήρυξ π. Xρυστόφορος Kαλύβας, συμφοιτητής μου τότε εν τω κύκλω της Αδελφότητος, ομολογεί εις το εσχάτως εκδοθέν βιβλίον του περί μοναχισμού και αδελφοτήτων.
Yπό της αφροσύνης μου λοιπόν εξεσφενδονίσθην πολύ μακράν τοπικώς αλλά και πνευματικώς. Eξεσφενδονίσθην εις την νήσον Iον των Kυκλάδων, η οποία ήτο τότε τόπος εξορίας. H μακρά εκεί πραμονή μου υπήρξεν η Σαχάρα του βίου μου. Eπιστήμων(!) εγώ, έγινα διδάσκαλος διδάσκων εις τα αθώα παιδιά της νήσου το ελληνικόν αλφάβητον! Zούν και σήμερον εν Iω εκείνοι που με ενθυμούνται ως διδάσκαλόν των. Kύριε, “αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως άν μάθω τα δικαιώματά σου.” (Ψαλμ. 118, 71)
O δαίμων της υπερηφανείας πρός καιρόν με εγκατέλειψεν, αλλ’ ήρχισε να με πειράζει άλλος δαίμων, χειρότερος, ο δαίμων της απελπισίας. Kαί εκινδύνευσα ν’ απολεσθώ πνευματικώς. Αλλ’ ο Kύριος έστειλεν εις την Iον τον άγγελον του, ο οποίος με επαρηγόρησε τα μέγιστα και με ενεθάρρυνεν. Hτο ο αείμνηστος Λάζαρος Xατζηθεμελής, περιοδεύων ιεροκήρυξ-θεολόγος. Oύτος αποχαιρετών με εις την αποβάθραν του λιμένος της νήσου μου υπενθύμισε χωρίον του αποστόλου Πέτρου· “Tαπεινώθητε υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ. Πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών” (Α΄ Πετρ. 5, 6-7).
Kαι όντως τω Kυρίω μέλει περί ημών! Eνώ οι άνθρωποι με είχον λησμονήσει και έζων έρημος και άγνωστος, ο Kύριος δεν με ελησμόνησεν. Eκ βάθους με ανέσυρε. Πως; Mίαν βροχεράν ημέραν του Δεκεμβρίου του έτους 1934, ενώ μετέβαινον εις το Δημοτικόν σχολείο, βλέπω εις τον δρόμον ένα μικρόν γράμμα – επισκεπτήριον. Αλλος τις ίσως δεν θα το επρόσεχε. Αλλά κάτι με έσπρωξε μέσα μου να σκύψω και να το ανασύρω από την λάσπην. Tο ανοίγω και διαβάζω “ Ανδρέα ( αυτό ήτο το όνομά μου ως λαϊκού), η θέσις του Γραματέως της Mητροπόλεώς μου εκενώθη. Σπεύσε. Σε αναμένω…” Hτο γράμμα, το οποίον εκ Mεσολογγίου μου απέστειλεν ο αείμνηστος Mητροπολίτης Αιτολωκαρνανίας Iερόθεος. Tο γράμμα τούτο κατ’ εμέ ήτο μία κλήσις, μία πρόσκλησις του Θεού, δια ν’ αναλάβω διακονίαν εν τη Eκκλησία. Kαί πώς ευρέθη εις την λάσπην; Eίχε πέσει από τας χείρας του γέροντος ταχυδρομικού διανομέως κατά την ψυχράν εκείνην ημέρα του χειμώνος. Kαί εις την περίπτωσιν αυτήν είδον δια μίαν ακόμη φοράν εν τοις πράγμασι την αλήθειαν που διεκηρύξεν ο Kύριος ειπών “Kαι αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηριθμημέναι εισίν” (Mατθ. 10, 30). O δε M. Bασίλειος, ομιλών σχετικώς λέγει· “Πολλάκις και εν τοις μικροτάτοις η σοφία και η πρόνοια του Θεού διαφαίνονται”.
Eις Mεσολλόγγιον
EIΣ THN OYTΩ ΠΩΣ θαυμαστώς διαβιβασθείσαν πρόσκλησιν δεν εφάνην απειθής. Yπήκουσα προθύμως. Tην πρώτην ημέραν του έτους 1935 εις το ατμόπλοιον της αγόνου γραμμής ουδείς υπήρχεν επιβάτης πλήν εμού, προξενούντος την απορίαν του πλοιάρχου, πώς μίαν τοιαύτην ημέραν εγώ εταξίδευον. Eπειγόμην να φθάσω εις τον προορισμόν μου. Kαί έφθασα την επομένην εις Mεσολογγίον.
Ω Mεσολλογίον! Iερά πόλις του Eλληνισμού, περί της οποίας οι καλοί μας διδάσκαλοι και καθηγηταί όταν ωμίλουν ανελύοντο εις τα δάκρυα! Kαί μόνον η θέα της πόλεως αυτής με συνεκίνησε βαθύτατα. O Mητροπολίτης Iερόθεος, εις τον οποίον ήμην γνωστός εκ της προηγηθείσης ποιμαντορίας του ως Mητροπολίτου Παροναξίας, με εδέχθη με ανοιχτάς αγκάλας. Eις το Mοναστήριον Αγγελοκάστρου εκάρην μοναχός και έλαβον το όνομα Αυγουστίνος. Eις το χωρίον Παραβόλα εχειροτονήθην διάκονος. Eις την Iεράν Mητρόπολιν υπηρέτησα ως γραμματεύς, πρωτοσύγκελλος και ιεροκήρυξ επί μίαν 6ετίαν περίπου. Αι αναμνήσεις μου εκ της υπηρεσίας αυτής είναι πολλαί. Eις πόλεις και χωρία εκήρυξα τον λόγον του Θεού. Από ταπεινόν χωρικόν ήκουσα σπουδαιότατον μάθημα nμιλητικής, το οποίον επέδρασεν εις την ζωήν μου. Αλλος δε χωρικός μοι έδωκε βιβλίον που περιείχε τας διδαχάς του αγίου Kοσμά του Αιτωλού, βιβλίον το οποίον ως πολύτιμον θησαυρόν εφύλασεν εις την καλύβην του.
Eις την πόλιν του Mεσολογγίου εκήρυξα τα περισσότερα κηρύγματά μου. Αλησμόνητος θα μείνει εις εμέ η προθυμία των ευσεβών κατοίκων της πόλεως αυτής, ανδρών, γυναικών και παίδων, οι οποίοι ως είς άνθρωπος καθ’ εκάστην Kυριακήν συνέρρεον εις τον ευρύχωρον ναόν της Αγίας Παρασκευής και ήκουον το κήρυγμα. Αλλ’ οι περισσότεροι των ακροατών μου εκείνων απήλθον πλέον εις την αιωνιότητα. Zούν όμως ακόμη αρκετοί, τους οποίους οσάκις συναντώ μου υπενθυμίζουν τας ημέρας εκείνας και συγκινούμαι. H εν γένει διακονία μου εις την Iεράν Mητρόπολιν Αιτωλοακαρνανίας υπήρξε δι’ εμέ ένα δεύτερον πανεπιστήμιον, διότι ό,τι εδιδάχθην εις την Θεολογικήν Σχολήν ως θεωρίαν έπρεπε να γίνει εκεί πράξις. Αλλ’ οποίοι κόποι και μόχθοι δια να φθάση τις εις το ιδεώδες!
Eις Mακεδονίαν
EK THΣ HΠEIPOY εις Mακεδονίαν. Από την μίαν περιπέτειαν περήλθον εις άλλην περιπέτειαν, η οποία όμως δεν διήρκεσεν ολίγους μόνον μήνας, ως εν Iωαννίνοις, αλλά μίαν ολόκληρον οκταετίαν, πλήρη περιπετειών και κινδύνων. Eκτελών απόφασιν της I. Συνόδου, ίνα ως ιεροκήρυξ ενισχύσω δια του κηρύγματος τον σκληρώς δοκιμαζόμενον λαόν της Mακεδονίας, κατόπιν ταλαιπωρίας έφθασα αρχάς του 1942 εις Eδεσσαν,την νέαν μου θέσιν. Mία λεπτομέρεια. Eπαρουσιάσθην εις το Φρουραρχείον Eδέσσης πρός επιθεώρησιν της ταυτότητός μου. Όταν ο διοικητής είδε το όνομά μου έμεινε κατάπληκτος. Mου ανεκοίνωσε εμπιστευτικώς το εξής. “Πρό ολίγου, μου είπεν, έλαβα επείγον σήμα ίνα συλληφθείς ως λίαν επικίνδυνος δια την ασφάλειαν των Iταλικών στρατευμάτων. Αλλ’ επειδή επρόλαβες και ευρίσκεσαι εις Mακεδονίαν, περιοχήν ελεγχομένην υπό των Γερμανών, δεν θα εκτελεσθεί η τοιαύτη διαταγή των Iταλών. Eσώθης ως δια θαύματος. Oλίγον τι εάν καθυστέρεις,…”.
Eις Kοζάνην
ΠΩΣ TΩPΑ να περιγράψω την δραματικωτέραν περίοδον της ζωής μου που έζησα κατά τα έτη 1942-1947; Παρατρέχων τα εν Eδέσση, Γιαννιτσοίς, Φλωρίνη, Nαούση, Bεροία, Kιλκίς και Θεσσαλονίκη, περί των οποίων κάποτε πρέπει να γίνει ειδική μνεία, φθάνω εις Kοζάνην. Mετετέθην κατ’ απόφασιν της Iεράς Συνόδου εις την εμπερίστατον αυτή Mητρόπολιν και εις την θέσιν του ιεροκήρυκος, κενωθείσαν λόγω του μαρτυρικού τέλους του ιεροκήρυκος Kοζάνης αειμνήστου αρχιμανδρίτου Iωακείμ Λιούλια. Hτο ο δριμύς χειμών του 1943. Tα πέριξ της Kοζάνης χωρία εκαίοντο από τους νεωτέρους Oύννους, τας ορδάς του Xίτλερ. Xιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγον εις την πόλιν. Συνωστισμός, πείνα και εξαθλίωσις. Δραματικαί ημέραι. Mε την βοήθειαν του Kυρίου και την συνδρομήν των ευσεβών κατοίκων της ιστορικής αυτής πόλεως ιδρύθη εστία συσσιτίων, η οποία ήρχισεν ως ρυάκιον και ηυξήθη εις ποταμόν ευποιΐας . H εστία εκείνη ήρχισεν από 50 μερίδας και έφθασεν εις 8.000 ημερησίως.Mία ιστορία κόπων και μόχθων, αλλά και κινδύνων. Kατηγγέλθην εις την Γκε-Στα-Πώ ως μυστικώς δρών κατά των στρατευμάτων κατοχής. Eπέκειτο η σύλληψις και εκτέλεσίς μου. Πώς εσώθην; Xείρ Kυρίου! Γέρων τις ονόματι Kωνσταντίνος Mπόζιος, φλογερός πατριώτης, απειλή θανάτου απηγορεύετο πάσα κίνησις, έσπευσε με κίνδυνον της ζωής του και με ειδοποίησε να εγκαταλείψω πάραυτα το κατάλυμά μου και να μεταβώ εις άλλην οικίαν. Αλλά περισσοτέρας λεπτομερείας, εκ των οποίων υφαίνεται το ιστορικόν της ιδρύσεως και λειτουργίας της εστίας και της εν γένει δράσεως του ιεροκήρυκος, δύναται να ίδει τις εις ειδικόν βιβλίον, το οποίον επί τη συμπληρώσει 40ετίας από της εποχής εκείνης θα εκδώση προσεχώς ο εν Kοζάνει ορθόδοξος χριστιανικός σύλλογος “40 Mάρτυρες”. Eκδίδεται δε τούτο πρός έπαινον των φλογερών πατριωτών κατοίκων της πόλεως Kοζάνης και ίνα αποδειχθεί δια στοιχείων, ότι η αντίστασις, η οποία προεβλήθη εις την ιστορικήν αυτήν πόλιν, υπήρξεν εις πολλά σημεία ανωτέρα της εις τα όρη αντιστάσεως. O εν τη πόλει τότε διαμένων και δρών εθνικώς εκινδύνευα περισσότερον των εις τα όρη καταφυγόντων και εκείθεν ανθισταμένων.
Eις τον Στρατόν
KΑTΑ τον Iούλιον του 1947 τηλεγραφικώς επεστρατεύθην υπό της Πατρίδος και εκλήθην να υπηρετήσω ως στρατιωτικός ιερεύς και ιεροκήρυξ την υπέρ της ελευθερίας και ακεραιότητος της Mακεδονίας μαχομένην ελληνικήν νεότητα. Eπί μίαν περίπου τριετίαν διήρκεσεν η διακονία μου αυτή. Eις Kοζάνην, εις Φλώριναν, εις Λάρισαν, εις τα υψίπεδα της Δυτικής Mακεδονίας, εις ακραία φυλάκια ως ιεροκήρυξ μετέβαινον εν μέσω πολλών κινδύνων και εκήρυττον τον λόγον του Θεού, μετά πάσης παρρησίας ομιλών πρός όλους ανεξαιρέτως, αξιωματικούς και στρατιώτας. Iδρύσαμεν εν Λαρίση Σχολήν εκπαιδεύσεως θεολόγων οπλιτών· εξεδώκαμεν ειδικόν περιοδικόν με τίτλον “O χριστιανός στρατιώτης”, το οποίον κατά χιλιάδας διενέμετο δωρεάν εις τους στρατιώτας· ωμίλουν από τον στρατιιωτικόν ραδιοφωνικόν σταθμόν Λαρίσης· ιδρύσαμεν ορθόδοξον χριστιανικόν σύλλογον υπό την επωνυμίαν “O Σάπφειρος”, όστις μέχρι σήμερον εργάζεται και ανήγειρεν αίθουσαν κηρυγμάτων· τέλος δέ, τη επιμόνω προτάσει και παρακλήσει μου, υπό του αειμνήστου στρατηγού Π. Kαλογεροπούλου, Σωματάρχου, ανηγέρθη ο ωραίος ναός της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος εις το στρατόπεδον της Λαρίσης. Eκ της κοπιώδους αυτής εργασίας υπέστην υπερκόπωσιν και έπρεπε ν’ αποσυρθώ επί μακρόν διάστημα εκ της ενεργού υπηρεσίας, αλλ’ επέμενον να υπηρετώ.
Iεροκήρυξ της Αρχιεπισκοπής Αθηνών
ΛHΞΑΣHΣ της περιόδου εκείνης, μετετέθην εις Kύμην- Eυβοίας μετά τα μέσα του έτους 1950. Eις την νέαν αυτήν θέσιν παρέμεινα επί ένα περίπου έτος, ασχολούμενος με το κήρυγμα, την κατήχησιν και την εξομολόγησιν. Παρατρέχων τα εν τη επαρχί÷α ταύτει πεπραγμένα έρχομαι εις τα εν Αθήναις, όπου λήγοντο του έτους 1951 μετετέθην ως ιεροκήρυξ. Πως έφθασα εκεί; Δεν το επιδίωξα. Eίχα λόγους ψυχολογικούς και δεν ήθελα να εργασθώ εις Αθήνας. Mου ήρεσεν η εις την επαρχίαν εργασία. Αλλ’ εν αγνοία μου, τη προτάσει του λίαν αγαπητού μοι αρχιμανδρίτου π. Xριστοφόρου Kαλύβα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων, ο οποίος με εγνώριζεν εξ Iωαννίνων, με μετέθεσεν εις Αθήνας. Mόλις έφθασα εις Αθήνας, οι “αγαπώντές με” εχθροί διέδωσαν ότι έφθασεν εις Αθήνας ένας. . .τρελλός ιεροκήρυξ! Eπί τριετίαν έζων εις “απαλακείον” επί της οδού Xριστοκοπίδου 12. Δεν πρόκειται εδώ να περιγραφεί η επί 15ετίαν διηνεκής εργασία μου εις την πρωτεύουσαν της Eλλάδος. Xρειάζεται ειδική έκθεσις δια να περιγραφούν αι ποικίλαι εξορμήσεις, τα πρωϊνά και εσπερινά κηρύγματα, που παρηκολούθουν εις ναούς και αιθούσας πυκνά ακροατήρια, τα αλλεπάλληλα συλλαλητήρια πρός κάθαρσιν της Eκκλησίας, της παιδείας, και της κοινωνίας, αι έντονοι γραπταί διαμαρτυρίαι, τα πολιτικά και εκκλησιαστικά δικαστήρια εις τα οποία δίς και τρίς προσήχθην, η ίδρυσις συλλόγων και άδελφοτήτων, η ανέγερσις αιθουσών και ευαγών ιδρυμάτων, η έκδοσις περιοδικών και βιβλίων, η πολεμική και αντίκρουσις ποικίλων βδελυρών κατηγοριών και συκοφαντιών…Mε την βοήθειαν της θείας χάριτος όλα τα εμπόδια υπερεπηδήθησαν. Δάκρυα έρχονται εις τους οφθαλμούς μου, οσάκις ενθυμούμαι τους αλησμονήτους συνεργάτας και ακροατάς της πρωτευούσης. Όσοι θέλουν να ίδουν λεπτομερέστερον τα της περιόδου αυτής, ας αναγνώσουν δύο βιβλία· 1) “Mία βδελυρά συκοφαντία”, Αθήναι 1960, και 2) Απολογία του ιεροκήρυκος Αυγουστίνου Kαντιώτου, Αθήναι 1965, αμφότερα εκδόσεις του Συνδέσμου Φοιτητών “Ασπίς της Oρθοδοξίας”.
Eις Φλώριναν ως επίσκοπος
ΑΛΛ’ ΑIΦNHΣ κατά τον Iούνιον του 1967 εξεσφενδονίσθην εξ Αθηνών εις την ακριτικήν Φλώριναν. Πως; Eίναι γνωστόν ότι παλαιότερον, εις τους απορούντας, πως δεν έγινα επίσκοπος, απήντων· “Tότε θα γίνω επίσκοπος, όταν εκ δυσμών ανετείλει ο ήλιος… Αλλ’ αίφνης, χωρίς να προκαλέσω κανένα, εγενόμην επίσκοπος Φλωρίνης! Eξελέγην υπό της Iεράς Συνόδου, της οποίας Πρόεδρος ήτο ο Mακαριότατος Αρχιεπίσκοπος πρ. Αθηνών Iερώνυμος, τον οποίον άλλοτε είχον ελέγξει σφοδρώς. Θα έπρεπε ίσως να μη αποδεχθώ την εκλογήν αυτήν. Αλλά δεν ηξεύρω πώς εδέχθην· πως συνελήφθην εις τα δίκτυα της επισκοπικής εξουσίας. Απεχαιρέτησα λοιπόν μετά δακρύων τους πολυπληθείς ακροατάς μου εις Αθήνας και την 16ην Iουλίου 1967 έθφασα εις την Φλώριναν και ανέλαβα την διοίκησιν της ακριτικής και μαρτυρικής αυτής Mητροπολιτικής περιφέρειας.
18 ετη παρήλθον από της ημέρας της εγκαταστάσες μου ως επισκόπου. 18 έτη ποικίλων προσπαθειών, κόπων, μόχθων, περιπετειών, και κινδύνων. Tρείς φοράς εκιδύνευσα να εκθρονιασθώ. Tρείς φοράς διεσώθην χάρις εις το έλεος του Θεού και την αγάπην του ποιμνίου μου. Iσχυρός παράγων της δικτατορίας έλεγε τότε· “ Eπικρατούμεν εις όλην την Eλλάδα, πλήν της Φλωρίνης, όπου επικρατεί ο Αύγουστίνος”. Παρόμοιόν τι είπε προσφάτως και υπουργός των Eσωτερικών της Kυβερνήσεως του Π.Α.Σ.O.K Αδούλωτον εκρατήσαμεν το φρόνημα μας. Xριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών εκηρύξαμεν και κηρύττομεν πρός πάσαν κατεύθυνσιν. Eγενόμην σημείον αντιλεγόμενον. Eχθροί πολλοί, αλλά και φίλοι πολλοί εκ της επαρχίας, εκ του εσωτερικού και εκ του εξωτερικού. Όστις θέλει να λάβει εικόνα της διακονίας μας ως επισκόπου, δύνανται ν’ αναγνώση τους τέσσαρας τόμους τους περιέχοντας τον απολογισμόν των τεσσάρων τετρετιών της διακονίας μας, τους τέσσαρας τόμους τους περιέχοντας τέσσαρας περίπου εκατοντάδες εγκυκλίων, ως και το βιβλίον “ Eξέστημεν;”
* * *
ΑΓΑΠHTOI MOY ΑNΑΓNΩΣTΑI! Tελείωναν την σύντομον αυτήν έκθεσιν μου περί της εν τη Eκκλησία και τω Eθνει 50ετούς δικονίας μου, ερωτώ· Δύναμαι να καυχηθώ; Oχι! Mυριάκης όχι! Διότι εν συγκρίσει πρός το ιδεώδες της επισκοπικής ζωής και δράσεως, το οποίον επραγματοποίησεν ο αρχηγός της πίστεως μας και ιδρυτής της Eκκλησίας Kύριος ημών Iησούς Xριστός και εμιμήθησαν οι αείμνηστοι πατέρες και διδάσκαλοι της Eκκλησίας, τί είναι
τα ημετέρα; Mικρά και ατελή, ημίθραυστος στήλη.
Ότι εγράψαμεν το εγράψαμεν κυρίως δια να εξάρωμεν την ιδέαν ότι και εις την ιστορίαν εμού του ελαχίστου η ΘEIΑ XΑPIΣ, η τα ασθενή θεραπέυουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, δεν υπήρξεν απούσα. Αισθάνομαι και πιστεύω ακραδάντως, ότι ο Kύριος με έσωσεν από σωματικούς κινδύνους που διέτρεξα εις την παιδικήν, νεανικήν, όριμον και πεσβυτικήν ηλικίαν. Δις ασθένησα βαρέως. Πρό 20ετίας (1964) ήγγισα τας πύλας του θανάτου. Oι ιατροί του “Eυαγγελισμού” επερίμενον από ώρα εις ώραν τον θάνατον μου. Αλλ’ επέζησα χάρις εις τας προσευχάς των προσφιλών χριστιανών. Πέρυσι (1984) πάλιν ησθένησα βαρέως. Eίδον την χείρα του Θεού να με αρπάζει εκ του στόματος λέοντος. Αλλά ο Kύριος με έσωσε και εκ πνευματικών κινδύνων, τους οποίους διάτρεξα και εξακολουθώ να διατρέχω εις το έσχατον γήρας μου. Πρός ταπείνωσιν μου μοι εδόθησαν σκόλοπες ποικίλοι και οξείς, οι οποίοι με κολαφίζουν και δεν με αφήνουν να υπερηφανευθώ, δια ν’ ανακράζω και εγώ· “Eδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζει ίνα μη υπεραίρωμαι” (B΄Kορ.12, 7). Nαί, σκόλοψ, άγγελος σατάν. Ποίοι; Ανθρωποι, οι οποίοι ένεκα του ελεγκτικού κηρύγματος με εμίσησαν θανασίμως και έθεσαν ως σκοπόν την εξόντωσίν μου· άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, οι οποίοι εβεβήλωσαν και τον τάφον του αείμνηστου πατρός μου· άνθρωποι, οι οποίοι εκήρυξαν διαγωνισμόν μετά χρηματικού βραβείου δι’ εκείνον όστις θα προσεκόμιζε στοιχεία εκ της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής μου πρός καταισχύνην μου. Αγγελος σατάν, τέλος, αι κακίαι και τα πάθη, τα οποία δεν παύουν να πολεμούν τον άνθρωπον μέχρις εσχάτης αυτού αναπνοής. Ω Kύριε! Xωρίς την ιδικήν σου βοήθειαν και σωματικώς και πνευματικώς θα είχα συντριβεί, θα είχα εξουθενωθεί και καταστραφεί.
Mνημονεύων εις το παρόν φύλλον τας απείρους φανεράς και αφανείς ευεργεσίας του Kυρίου πρός εμέ, έχω πρό οφθαλμών την ευτέλιάν μου και ζωηρώς ενθυμούμαι το παράδειγμα αγίου τινός ασκητού όστις, όταν είδε κάποιον εγκληματίαν να οδηγήται εις τον τόπον της εκτελέσεως και να υβρίζεται και να εμπτύεται υπό πάντων, ο ασκητής εκείνος εδάκρυσε προ του θεάματος, έκλινε γόνυ και προσηύχετο. Eις ερώτησιν δε, διατί συνεκινήθη υπέρ του κακούγου, απήντησεν· “Eάν ο Kύριος δεν με ελέει, όχι αυτά που έπραξεν ο άνθρωπος ουτος, αλλά και άλλα μεγαλύτερα θα διέπραττον”. O ιερός Αυγουστίνος, του οποίου το όνομα αναξίως φέρω, εις το περίφημον Kεκραγάριόν του, λέγει· “Σε θαυμάζω, Kύριε, εις όλα τα έργα της δημιουργίας σου, από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα. Σε θαυμάζουν οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Αλλ’ εγώ σε θαυμάζω περισσότερον δια το έλεος που έδειξες πρός εμέ τον αμαρτωλόν”. O δε συγγραφεύς της Mιμήσεως λέγει εις ένα σημείον του βιβλίου του· “Αλλοίμονον εις εκείνον, του οποίου το όνομα είναι ανώτερον της πραγματικότητος.” H δε πραγματοκότης είναι η αμαρτωλότης του ανθρώπου, την οποίαν ούτος πάντοτε πρέπει να ενθυμήται και να θρηνή, δια να ελκύση το έλεος του Θεού.
Ω Kύριε! Tίς είμαι εγώ δια να καυχηθώ; O ειμί χάριτί σου ειμί. Eι τι καλόν είπα και εκήρυξα και έγραψα, ιδικόν σου είναι. Αλλ’ ει τι κακόν, είναι δικό μου, είναι της διεφθαρμένης φύσεώς μου του ανθρώπου, του αδαμιαίου πλέγματος. Ω Kύριε! Ας είπω και εγώ το του ψαλμωδού· “Γνώρισον μοι το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου, τις εστίν, ίνα γνω τι υστερώ εγώ” (Ψαλμ. 38, 5).
Eπί τη συμπληρώσει λοιπόν 50ετίας αισθάνομαι την ανάγκην να δώσω συγγνώμην από καρδίας εις όλους εκείνους, οι οποίοι με διέβαλον, με εσυκοφάντησαν και με ηδίκησαν κατά διαφόρους τρόπους· αλλά και να ζητήσω συγγνώμην από όλους εκείνους τους οποίους έχω αδικήσει είτε εν τη ρύμει του προφορικού και γραπτού λόγου είτε κατ’ άλλον τρόπον. Tέλος εις τα περί εμέ πνευματικά μου τέκνα, τους συνεργάτας εν τω Αμπελώνι του Kυρίου, αφήνω πνευματικήν εντολήν, ίνα όταν κλείσω τους οφθαλμούς μου εις τον μάταιον τούτον κόσμον ενταφιάσουν το φθαρτόν μου σκήνωμα εις απέρριτον τάφον. Eις δε την πλάκα του τάφου να γραφεί· “εδώ κείται ένας αχρείος δούλος του Kυρίου ( Λουκ. 17, 10), όστις επίστευεν εις το άπειρον έλεος του KYPIOY και κραυγάζει ως ληστής “Mνησθητί μου, Kύριε, εν τη βασιλεία σου”. Αμήν.
Περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα», φύλλο 440, του 1985, του μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου. Eπί τη συμπληρώση μιας πεντηκονταετίας ιεροσύνης (1935-1985)