ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
για τις αντορθοδοξες ενεργειες και αιρετικες θεσεις
του Μεσσηνιας κ. Χρυσοστομου
που δεν συγκινουν και δεν εξεγειρουν τους Ιεραρχες
ΑΝΑΞΙΟΣ
Ιερωμένοι και λαϊκά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλο και πιο συχνά, σχεδόν καθημερινά, θλίβονται, πονούν και ντρέπονται για ενέργειες και αποφάσεις των Ποιμένων τους σε ζωτικά θέματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας. Και όταν ομιλούν για τα κακώς κείμενα, ζητώντας τη θεραπεία τους, τότε λόγιοι και μη λόγιοι Μητροπολίτες –περί πολλών ευκαίρως ακαίρως λαλίστατοι– κλείνουν ερμητικά τα μάτια τους και τα αυτιά τους προς τα κακώς πραττόμενα και λεγόμενα από συν-Επισκόπους τους και «φιλαδέλφως» εφαπλώνουν το ράσο τους για να τους σκεπάσουν, επιτρέποντας στο κακό να κυριαρχεί και να πολλαπλασιάζεται μέσα στην Εκκλησία μας. Έτσι, όμως, στην πράξη έρχονται σε αντίθεση με αυτά που περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και εντιμότητος στον χώρο της Εκκλησίας θεωρητικώς διδάσκουν∙ και μάλιστα καθίσταται μεγαλύτερη και εκκωφαντικότερη αυτή η αντίφασή τους, αφού για να κατοχυρώσουν τη θεωρητική διδασκαλία τους καταφεύγουν στα κείμενα Αγίων Πατέρων και Επισκόπων του παρελθόντος, λησμονώντας μια «μικρή» λεπτομέρεια: ότι οι Άγιοι, όσα έλεγαν τα έπρατταν κιόλας.
Και δεν αρκούνται μόνον σ’ αυτό, αλλά κατακεραυνώνουν τους πιστούς που ζητούν το αυτονόητο: να σταματήσουν οι Επίσκοποι να εκθέτουν την Εκκλησία, είτε ως σκανδαλοποιοί είτε ως των σκανδάλων ανεκτικοί. Έτσι, αντί να δώσουν το καλό παράδειγμα εφαρμόζοντες τους Ιερούς Κανόνες και να αφαιρέσουν από μεν τους εκκλησιομάχους την ευκαιρία του διασυρμού της Εκκλησίας του Χριστού, από δε τους πιστούς την υποχρέωση της διαμαρτυρίας και του ελέγχου των παρανομιών των Επισκόπων σε θέματα Πίστεως(1), κατηγορούν τους πιστούς που διαμαρτύρονται ως «εγωϊστές», «ανυπάκοους» και «ζηλωτές». Και ακόμη επισείουν εναντίον τους εκκλησιαστικές ποινές ή τους τιμωρούν με αφορισμούς, ώστε να τους αποτρέψουν από τον έλεγχο των Επισκοπικών ατοπημάτων που έχουν σχέση με παράβαση Ι. Κανόνων και παραβάσεις σε θέματα Πίστεως, τα οποία, μάλιστα, ατοπή-ματα δεν είναι μεμονωμένα και ανώνυμα, αλλά παγκοίνως γνωστά· μερικά δε έχουν σχέση με αποφά-σεις της ιδίας της Ιεραρχίας ή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου(2). Συμβαίνει, δηλαδή, εδώ ό,τι κατηγορούσε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος έλεγε (το χωρίο εν παραφράσει): «Επίσκοποι οι νομοθετούντες και κατά κατωτέρων κληρικών και λαϊκών κυρίως εφαρμόζοντες την νομοθεσία».
Και όμως, δυσανάλογα μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιερών Κανόνων που νομοθετούν κατά των παρανομούντων Επισκόπων, ώστε να απορεί κανείς και να σκέπτεται: «Τί χρειάζονταν τόσοι πολλοί Ιεροί Κανόνες, που να ρυθμίζουν τις ποινές των παρανομούντων Επισκόπων;». Εκ της εκκλησιαστι-κής ιστορίας, βέβαια, δικαιολογείται η δημιουργία όλων αυτών των Κανόνων, αφού το μεγαλύτερο κακό στην Εκκλησία –τότε και τώρα– δεν το κάνουν οι ανώνυμοι πιστοί και οι απλοί κληρικοί, αλλά οι επώνυμοι και «περιώνυμοι» Επίσκοποι και Πατριάρχες, οι οποίοι όσο πλησιάζουμε προς τα έσχατα θα προκαλούν όλο και μεγαλύτερο κακό στην Εκκλησία, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στην Αγία Γραφή και στις προφητείες αγίων ανδρών.
Και είναι τόσο το κακό που κάνουν, ώστε ο ιερός Χρυσόστομος να πει τον φοβερό εκείνο λόγο: «Ουδένα γαρ δέδοικα ως τους Επισκόπους, πλην ολίγων»(3). Και ο Μ. Βασίλειος: «Ουκ οίδα επίσκο-πον μηδέ αριθμήσαιμι εν ιερεύσι Χριστού τον παρά των βεβήλων χειρών επί καταλύσει της πίστεως εις προστασίαν προβεβλημένον… Υμείς δε ει τινα έχετε μεθ’ ημών μερίδα, ταυτά ημίν φρονήσετε δηλονότι· ει δε εφ’ εαυτών βουλεύεσθε, της ιδίας γνώμης έκαστός εστι κύριος, ημείς αθώοι από του αίματος τούτου»(4). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (για να αρκεστούμε σ’ αυτούς τους τρεις) είπε: Να φυλά-γεσαι από ένα, τους κακούς Επισκόπους, χωρίς να φοβηθείς μήπως χάσεις το θρόνο σου. Το ύψος είναι για όλους, όμως δεν είναι για όλους η χάρη. Παραμέρισε τα άμφια που ως προβιά είναι ντυμένος ο Επίσκοπος και κοίταξε τον λύκο που πίσω της κρύβεται. Μη θέλεις να με πείσεις με τα λόγια αλλά με έργα. Μισώ τη διδασκαλία που είναι αντίθετη στο βίο(5).
Και όταν υπενθυμίζονται αυτά, οι ακατηγόρητοι Επίσκοποι, έχουν έτοιμοι την απάντηση∙ επαναλαμβάνουν ως ρεφρέν το: «έχουσι γνωσιν οι φύλακες», εννοώντας ότι είναι σε επιφυλακή και θα επιληφθούν αυτοί –όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός– τη λύση των προβλημάτων, μη δεχόμενοι καμίαν ανάμειξη των πιστών, ωσάν αυτοί να μην έχουν ουδένα λόγο εις τα της Εκκλησίας.
Όμως η υπομονή, η υπακοή και η ανοχή, όταν τα εξακολουθητικώς υπό των Επισκόπων πραττόμενα έρχονται σε αντίθεση με τους Ιερούς κανόνες της Εκκλησίας και εκθεμελιώνουν την Πίστη, δεν αποτελούν αρετές και δεν δείχνουν ταπείνωση, αλλά, όπως έγινε πλέον συνείδηση των πιστών, αποτελούν υπεκφυγή, διότι δεν θέλουν οι Επίσκοποι να βάλουν τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων». Η απραξία αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως αδιαφορία ή άρνηση να αναλάβουμε το κόστος των ευθυνών μας, ή δειλία και φόβος για την απομόνωσή μας, ή άρνηση μήπως χαθούν κάποια οφέλη (υλικά και εγκοσμιοκρατικά), απορρέουν δε από την πρόσδεσή μας και υπακοή μας στους εκκλησιαστικά ισχυρούς και όχι στον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και το θέλημά Του. Άρα μόνον καταστροφικά αποτελέσματα φέρνουν στην Εκκλησία οι εκ της δογματικής αυθεντικότητας και εκ της εκκλησιολογικής τάξεως εκτρεπόμενοι Επίσκοποι.
Ερχόμαστε, ως εκ τούτων και έχοντας συνειδητοποιήσει το κακό που γίνεται στην Εκκλησία από ενέργειες και λόγους των Επισκόπων που δεν συνάδουν με την Αγία Ὀρθοδοξία μας, να παρου-σιάσουμε και να επισημάνουμε συγκεκριμένη περίπτωση ζημίας των πιστών μελών της Εκκλησίας από τις κακόδοξες θέσεις Επισκόπου, του Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου και όσων τον στηρίζουν, αφού ο Μεσσηνίας δημοσίως προέβη σε αντικανονικές πράξεις και διετύπωσε αιρετικές απόψεις και μάλιστα μέσα στην Ιερά Σύνοδο και στο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος!
1. Ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, παρεχώρησε Ορθόδοξο Ιερό Ναό σε αιρετικούς Παπικούς της Καλαμάτας, παρά την απαγόρευση από τους Ιερούς Κανόνες —και ενώ ήταν σε γνώση του, παρόμοια ενέργεια του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου, ο οποίος, ένεκα του σάλου που δημιουργήθηκε και της εντόνου αντιδράσεως των πιστών, δεν πραγματοποίησε τελικά την παρα-χώρηση. Αντίθετα ο κ. Χρυσόστομος το διέπραξε, χωρίς επιπροσθέτως να λάβει υπόψιν του και τον σκανδαλισμό των πιστών, τις αντιδράσεις και τις υπογραφές που συγκεντρώθηκαν κ.λπ., ωσάν να μην υπήρχε Πάπας και Βατικανό για να συνδράμει τους πιστούς του Παπισμού, ώστε να αποκτήσουν ναό, ωσάν αυτός να εκπροσωπούσε τον Πάπα στην Καλαμάτα και είχε αναλάβει εργολαβικά αυτήν την υποχρέωση. Στην μηνυτήρια αναφορά μας παραθέτουμε λεπτομερώς Ιερούς Κανόνες και στοιχεία από την Ιερά Παράδοση, δια των οποίων αποδεικνύεται η απαγόρευση παραχώρησης Ιερού Ναού σε ετερόδοξους, επί ποινή μάλιστα καθαιρέσεως του Επισκόπου που θα το τολμήσει.
2. Ο κ. Χρυσόστομος επιπλέον διδάσκει –εισάγοντας νέα ήθη στην ορθόδοξη Εκκλησία– ότι όχι μόνο στους Παπικούς, αλλά και σε όλους τους αιρετικούς, ακόμα και τους Μωαμεθανούς, «είμαστε υποχρεωμένοι να τους εξυπηρετήσουμε στις θρησκευτικές τους ανάγκες… Εγώ (συνεχίζει ο Μεσσηνίας) δεν μπορώ να χτίσω τζαμί, μου δίνει όμως το δικαίωμα το κανονικό δίκαιο να προσφέρω ένα ναό» στους Μουσουλμάνους!
3. Ο κ. Χρυσόστομος τιμώρησε το 2009 τις μοναχές της Ιεράς Μονής των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλαμάτας με το επιτίμιον της ακοινωνησίας, χωρίς δίκη και απολογία, απαγορεύοντας την τέλεση Θ. Λειτουργίας στην Ιερά Μονή, καταδικάζοντας έτσι, όχι μόνο τις μονα-χές που κατά την άποψή του έσφαλαν, αλλά και τις μεγάλης ηλικίας μοναχές, που ουδεμία ανάμειξη είχαν στις ανυπόστατες κατηγορίες που απέδωσε σ’ αυτές.
4. Ο κ. Χρυσόστομος τον Οκτώβριο 2009 στην Κύπρο, ως μέλος της Μικτής Επιτροπής του θε-ολογικού Διαλόγου με τους Παπικούς και παρά την ρητή Εντολή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας να κινηθεί μέσα «στα κανονικά και εκκλησιολογικά πλαίσια», τουτέστιν να αποφύγει τις συμπροσευχές, αγνόησε τους Ιερούς κανόνες που το απαγορεύουν, αλλά και τις Οδηγίες της Ιεραρχίας και συμπροσευχήθηκε με αιρετικούς.
Επίσης, προ διετίας λειτούργησε στην Παναγία της Τήνου, όπου συμπροσευχήθησαν μαζί του και παπικοί κληρικοί και λαϊκοί, την δε 8 Μαΐου 2007 στο Μπάρι της Ιταλίας, από κοινού με τον Παπικό αρχιεπίσκοπο κ. Francesco Cacucci, συμπροσευχήθηκε και παρευρέθηκε στον αγιασμό της θαλάσσης, ρίχνοντας αγίασμα με μύρο από τον τάφο του Αγίου Νικολάου.
5. Τέλος, διετύπωσε την εξωφρενική αιρετική θέση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν είναι η Μία Εκκλησία, αλλά ανήκει στην Μία Εκκλησία! Δηλαδή, ενώ ο Χριστός δίδαξε ότι ίδρυσε ΜΙΑ Εκκλη-σία και οι Ορθόδοξοι ομολογούμε στο «Σύμβολο της Πίστεως» ότι αποτελούμε αυτή την ΜΙΑ, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ο κ. Χρυσόστομος διδάσκει ότι υπάρχει κάποια άλλη Εκκλησία μεγαλύτερη και περιεκτικότερη της Ορθόδοξης, εντός της οποίας –ως ένα κλάδο ή ένα τμήμα– υπάρ-χει και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η τοποθέτησή του αυτή είναι ανατρεπτική της Πίστεώς μας και της ορθόδοξης εκκλησιολογίας και αποτελεί υιοθέτηση της αιρετικής θεωρίας των «αδελφών Εκκλησιών» ή της «θεωρίας των κλάδων», στην οποία πιστεύουν και προσπαθούν υπομονετικά να μας επιβάλλουν οι Οικουμενιστές.
Τις ίδιες θέσεις δεν δίστασε να διατυπώσει και μέσα στην Ιερά Συνόδο! Και παρόλο που εν τω μεταξύ του έγιναν συστάσεις από τον Πειραιώς κ. Σεραφείμ, από τον καθηγητή Δογματικής του πανε-πιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Τσελεγγίδη, από άλλους φορείς και πιστούς, ώστε να συνειδητοποιήσει το ολίσθημα και να ανασκευάσει αυτές τις θέσεις που έρχονται σε αντίθεση με το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως και ουσιαστικά το διαγράφουν, αυτός επιμένει στις απόψεις του.
Και ως γνωστόν, η επιμονή σε κακόδοξη διδασκαλία καθιστά και αυτόν που με επιμονή την διδάσκει αιρετικό.
Το παράδοξο είναι, πώς οι υπεύθυνοι Επίσκοποι —που μας διαβεβαιώνουν ότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες»— στο διαρρεύσαν διάστημα από την στιγμή της διατυπώσεως και της εμμονής του Μεσσηνίας στις κακόδοξες απόψεις του, —και παρόλο που είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν δημοσίως (αφού δημοσίως και εγγράφως συνέβη η προσβολή στο Σύμβολο της Πίστεώς μας), αλλά και να λάβουν τα δέοντα μέτρα— ούτε μίλησαν (εκτός του προαναφερθέντος Μητροπολίτου Πειραιώς) ούτε έδειξαν ότι έχουν τη βούληση να τον επαναφέρουν στην τάξη.
Συνέβη κι εδώ, ό,τι συνέβη και σε πρόσφατες παρόμοιες αντικανονικές πράξεις Επισκόπων. Κουκουλώθηκαν και πάλι τα κακώς γενόμενα και λεγόμενα. Εδώ, όμως, συνέβη κάτι φοβερότερο. Αντί να επαναφέρουν στην τάξη τον κακοδοξούντα Μητροπολίτη Μεσσηνίας, του εμπιστεύθηκαν την… εκπροσώπηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στον Θεολογικό Διάλογο με τους αιρετικούς Πα-πικούς! Σε ποιον; Σε αυτόν που εξέφρασε ενώπιόν τους –εν συνεδριάσει της Ιεραρχίας– αιρετικές θέ-σεις, αυτές ακριβώς που λυσσωδώς προσπαθούν να μας επιβάλλουν οι «διαλεγόμενοι» μαζί μας Παπικοί και οι λοιποί Οικουμενιστές!
«Δια ταύτα», και:
α. βλέποντας πως πέρασαν κατά περίπτωση πάνω από έξη μήνες έως και δύο χρόνια από την στιγμή που άρχισε να διδάσκει τις καινοφανείς διδασκαλίες του ο κ. Χρυσόστομος, και κανείς αρμοδιώτερός μας και επαΐων δεν ενεργεί τα δέοντα και επιβαλλόμενα, ενώ η ακεραιότητα και η αυθεντικότητα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας βάλλονται συνεχώς και αμφισβητούνται ποικιλοτρόπως και ακό-μα αλλοιώνεται η ορθόδοξη συνείδηση του λαού μας·
β. βλέποντας πως δεν αναλαμβάνεται καμία νομοθετημένη από τους Ιερούς Κανόνες διαδικασία από τα θεσμικά όργανα της Εκκλησίας για την ανασκευή των ημαρτημένων από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, με αποτέλεσμα η πληγή να μένει αθεράπευτη, να κακοφορμίζει και να μολύνει τις συνειδήσεις·
γ. έχοντες ως μέλη της του Χριστού Εκκλησίας «έννομο συμφέρον» για τη διατήρηση ανοθεύτου της Ορθοδόξου Πίστεώς μας και της Ιεράς Παραδόσεώς μας·
δ. παρά την μικρότητά μας καὶ τὰ πάθη μας(6), και διακινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί η ε-νέργειά μας εγωϊστική, αφού μπορεί να μας ερωτήσουν: «Τόσοι άγιοι γεροντάδες και πνευματικοί σιωπούν, ποιοι είστε εσείς που τολμάτε να κατηγορήσετε ποιμένα της Εκκλησίας;»·
ε. διακινδυνεύοντας, λοιπόν, να επιτιμηθούμε από ανθρώπους που πιστεύουν στην αυθεντία των Επισκόπων·
Καταγγέλλουμε δημόσια στα ενδιαφερόμενα πιστά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας την εγκληματική συμπεριφορά των περισσοτέρων «Ποιμένων» μας, οι οποίοι κι αυτή την τεράστια κακο-ποίηση-παραμόρφωση που καταφέρει κατά της ορθοδόξου εκκλησιολογίας μας ο κ. Χρυσόστομος Σαββάτος, την παραβλέπουν και την αντιπαρέρχονται ως συμβάν μηδαμινό και ελάχιστο, ενώ ο Χριστός πρώτος, οι Απόστολοι έπειτα και οι Άγιοι Πατέρες στη συνέχεια, από κοινού διδάσκουν, ότι α-παγορεύεται και η παραμικρή αλλοίωση στα θέματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, μας προτρέπουν δε να ελέγχουμε τους επιχειρούντες τι, ακόμη και το ελάχιστο, και να διαμαρτυρόμαστε· και μάλιστα εντέλλονται: οι συντελούντες στην αλλοίωση της Πίστεως να απομακρύνονται πάραυτα και αυθωρεί από τη θέση τους.
Φυσικά και δεν αγνοούμε ότι στον Επίσκοπο έχει δοθεί «πλήρης εξουσία να μαρτυρή περί της καθολικής εμπειρίας του σώματος της Εκκλησίας», αλλά και δεν αγνοούμε ότι ο «επίσκοπος περιορίζεται από αυτήν την εμπειρίαν και επομένως εις θέματα πίστεως ο Λαός (σ.σ. κληρικοί και λαϊκοί) πρέπει να κρίνη σχετικώς με την διδασκαλίαν του. Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο επίσκοπος παρεκκλίνη από τον καθολικόν κανόνα και ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση…»(7).
Γνωρίζουμε επίσης τις συμβουλές των Αγίων Πατέρων να μη υπακούουμε σε Συνόδους και Ε-πισκόπους που αλλοιώνουν την Πίστη. Συμβουλεύει ὁ Μ. Βασίλειος: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις· μνημονεύοντας του Κυρίου λέγοντος· Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν· …Εξ ων παιδευόμεθα, ότι, καν πολύ γνήσιός τις η (=είναι), καν υπερβαλλόντως ένδοξος ο κωλύων το υπό του Κυρίου προστεταγμένον, ή προτρέπων ποιείν το υπ’ αυτού κεκωλυμένον, φευκτός ή και βδελυκτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κυριον»(8).
Ενθυμούμεθα και τα λόγια του αγίου Γρηγορίου που γράφει: Υπάρχουν και «αυτοί που φανερά ελέγχουν τους ιερείς, έχοντες εφόδιο την ευσέβεια για να πείθουν· και όσοι μεν το πράττουν αυτό για την πίστη και για τα κύρια και σημαντικότατα θέματα ούτε κι εγώ τους κατακρίνω, αλλ’ αντιθέτως… τους συγχαίρω. Και θα ευχόμουν να είμαι ένας απ’ αυτούς, οι οποίοι αγωνίζονται υπέρ της αληθείας και γίνονται γι’ αυτό μισητοί… Διότι ο πόλεμος που οδηγεί στην αρετή είναι καλύτερος από την ειρήνη που χωρίζει από το Θεό»(9).
Και πάλι του Μ. Βασιλείου: «Ότι δει των ακροατών τους πεπαιδευμένους τας Γραφάς, δοκιμά-ζειν τα παρά των διδασκάλων λεγόμενα· και τα μεν σύμφωνα ταις Γραφαίς δέχεσθαι, τα δε αλλότρια αποβάλλειν· και τους τοιούτοις διδάγμασιν επιμένοντας αποστρέφεσθαι σφοδρότερον»(10).
Τη δημόσια αυτή καταγγελία κατά του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, καταθέτουμε επίσημα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (κοινοποιουμένη ταυτοχρόνως όπου δει) και ζητάμε: Μιμούμενοι οι Επίσκοποι τους Αγίους Πατέρες και μη ενεργούντες με πολιτικά εγκόσμια κριτήρια και εξισορροπιστικές λογικές, αλλά σύμφωνα με την αγιοπνευματική-θεραπευτική πράξη της Εκκλησίας που απορρέει από τους Αγίους Πατέρες(11) και τους Ιερούς Κανό-νες, να καλέσουν τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας να απορρίψει τις αιρετικές του θέσεις, να διακηρύξει την Ορθόδοξη Πίστη εξ ολοκλήρου και ιδιαιτέρως ως προς το ένατο Άρθρο του Συμβόλου της Πί-στεώς μας, και να τον βοηθήσουν έτσι να κατανοήσει ότι είναι κακόδοξη η διδασκαλία του (και οι συγκεκριμένες πράξεις του), αφού με αυτή αλλοιώνεται ουσιωδώς η Ορθόδοξη Πίστη μας σε ένα βα-σικότατο-θεμελιακό εκκλησιολογικό θέμα. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που η διδασκαλία του αυτή ταυτίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις διδασκαλίες και τις σκοποθεσίες της παναιρέσεως του Οικουμενισμού(12).
Αν ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος δεχθεί τις παραινέσεις «χαρά εν τω ουρανώ και εν τη γη». Αν αρνηθεί, τότε είναι αναγκαίο να απαιτήσουν τη συμμόρφωσή του, διαφορετικά και σύμφωνα πάλι με τους Ιερούς Κανόνες, πρέπει να απομακρυνθεί: (α) από την Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλό-γου, (β) από την Επισκοπή που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία με εντολή να ορθοτομεί και διδάσκει την Ορθόδοξη Πίστη αυθεντική, ανόθευτη και ακεραία, (γ) όπως και από κάθε άλλο ιερατικό αξίωμα· ώστε ελεύθερος πλέον να διδάσκει τις προσωπικές του απόψεις σε άλλα θεολογικά περιβάλλοντα, σ’ εκείνα που τις υποβάλλουν και τις καλλιεργούν και που ασμένως και μετά χαράς θα αποδέχονταν τις κακοδοξίες του και τον ίδιο.
Η καταγγελία μας αυτή –εκτός των άλλων– κατατίθεται, διότι ο ίδιος ο Μεσσηνίας Χρυσόστο-μος, παρά τις επί μέρους ανεπίσημες καταγγελίες των πιστών, όχι μόνο δεν διορθώνει τα εσφαλμένα κηρύγματά του (όπως μόλις αναφέραμε), αλλά και προκαλεί και παραπλανά και περιφρονεί τον πιστό λαό του Θεού, δηλώνοντας πως μόνο στην Ιερά Σύνοδο απολογείται· ασφαλώς γιατί έχει τη γνώμη και τη βεβαιότητα, ότι οι συνάδελφοί του στην Ιερά Σύνοδο δεν θα διανοηθούν να τον καλέσουν σε απολογία, ή κι αν τον καλέσουν η υπόθεσή του θα παραπεμφθεί τελικά «εις τας καλένδας». Οι δηλώσεις του κ. Χρυσοστόμου, δια των οποίων διατυπώνεται η παραπάνω πεποίθησή του έχουν ως εξής:
«Εάν λοιπόν οι κύριοι αυτοί (σ.σ. που κατηγορούν) πιστεύουν ότι όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι, οι 30 εκπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών που συμμετέχουν στο διάλογο είναι τόσο ενδοτικοί απέναντι στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ότι πλέον έχουν πουλήσει την πίστη τους και έχουν εισέλθει στην αίρεση ας απευθυνθούν προς την Ιερά Σύνοδο και ας μας καλέσει η Ιερά Σύνοδος να απολογηθούμε. Πάντως η τελευταία απόφαση της Ιεραρχίας, του Οκτωβρίου, μάλλον επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη προς το διά-λογο και μάλλον επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη προς τους εκπροσώπους στο διάλογο αυτό και δεν εξέφρασε καμία αμφισβήτηση και καμία επιφύλαξη»(13).
Εκτός από την παραπάνω αχαρακτήριστη δήλωση-προτροπή του Μητροπολίτου Μεσσηνίας, μας ενθαρρύνει να προβούμε σ’ αυτή την μηνυτήριο αναφορά και η προτροπή της Ιεράς Συνόδου, η οποία στο Δελτίον Τύπου της 26/6/2002 έγραφε: «Η Διαρκής Ιερά Συνοδος καλεί ευθαρσώς και δημόσια όποιον έχει στοιχεία εναντίον κληρικών οιουδήποτε βαθμού…, να υποβάλη ενυπόγραφη μήνυση στις υπηρεσίες της… και να είναι όλοι οι πιστοί βέβαιοι ότι κάθε ηθική παρεκτροπή στην Εκκλησία θα παταχθή με βάση τούς Ιερούς Κανόνες».
Τέλος, ας ενθυμηθούν οι Ιεράρχες προς τους οποίους καταθέτουμε την καταγγελία αυτή και τη χθεσινή δήλωση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου από την Καλαμάτα. Είπε, πως «όσον υψηλότερα ιστάμεθα, τόσον προσεκτικώτερον και με άκραν συνέπειαν “νομοφυλακείν οφείλομεν”, δηλαδή οφείλομεν να τηρούμεν τους Νόμους… και τους υπό του Θεού τεθέντας και υπό της Εκκλησίας του» (Καλαμάτα, 2/2/2010).
Είναι καιρός να αποδείξουν οι Άγιοι Αρχιερείς ότι υπάρχει Ιεραρχία κινούμενη από το Άγιον Πνεύμα και εφαρμόζουσα τους Ι. Κανόνες που αυτό ενέπνευσε, ώστε να αποκτήσουν και πάλι την εμπιστοσύνη του λαού του Θεού και να ξεχάσουν (οι πιστοί) δηλώσεις Επισκόπων της περιόδου των σκανδάλων του 2005, όπως νέου Μητροπολίτου, που έκπληκτος για την ποιότητα των Ιεραρχών της συγκεκριμένης περιόδου είπε, ότι «δεν είναι Ιεραρχία αυτή. Ντρέπομαι που είμαι μητροπολίτης. Δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα εδώ μέσα»∙ και κάποιου άλλου, που εγγράφως διαβεβαίωσε ότι τα μέτρα της Ιεραρχίας για αυτοκάθαρση δεν ήταν παρά «επικοινωνιακό τρικ και ενέργεια λαϊκισμού»! και ενός τρίτου, που μιλώντας στην Ιεραρχία είπε: «Δεν λειτουργεί καλά το συνοδικό σύστημα».
Αυτές τις γενικές εισαγωγικές τοποθετήσεις περί των αντικανονικών θέσεων του Μητροπολίτου Μεσσηνίας δίδουμε στην δημοσιότητα προς ενημέρωση και των ενδιαφερομένων πιστών αδελφών μας, οι οποίοι ίσως δεν έχουν τον χρόνο να διαβάσουν τη μακροσκελή ανάλυση της ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ μας με την λεπτομερή κατοχύρωση της που κατ’ αυτάς κατατίθεται στα αρμόδια όργανα της Ιεράς Συνόδου.
Για την «Φιλορθόδοξο Ένωσι “Κοσµάς Φλαµιάτος”»
Ο Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Ο Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Γιατί τα της κρυφής προσωπικής τους ζωής αποφεύγουμε να θίξουμε, καθώς εν τω αυτώ κρίματι είμαστε και γι’ αυτά άλλος είναι ο Κριτής.
(2) Υπάρχουν πολλές λανθασμένες Συνοδικές αποφάσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες κουκουλώθηκαν και για τις οποίες δεν εζητήθη συγγνώμη, από εκείνους που μας διδάσκουν να ζητάμε συγγνώμη και να μετανοούμε. Θα δίναμε μεγάλο μάκρος στην Καταγγελία αυτή, αν περιλαμβάναμε εκείνες τις υποθέσεις, κατά τις οποίες η Ιερά Σύνοδος δεν έπραξε το καθήκον της. Αρκούμαστε σε 3, και αν μας ζητηθεί θα επανέλθουμε και σε άλλες.
α. Το 1974 η Σύνοδος της Ιεραρχίας εξεθρόνισε και απομάκρυνε αντικανονικώς και αδίκως, άνευ δίκης, δώδεκα Επισκό-πους. 35 χρόνια από τότε —και ενώ εδόθη υπόσχεση παλαιότερα από τον πρώην Αθηνών Χριστόδουλο και πρόσφατα από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για αποκατάστασή του ενός επιζώντος ακόμη Επισκόπου, του Μητροπολίτη Νικόδημου, ώστε στο πρόσωπό του να αποκατασταθούν και οι άλλοι αδικηθέντες Επίσκοποι και να κλείσει αυτή η πληγή της πρόσφατης εκ-κλησιαστικής ιστορίας— ακόμα δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σ’ αυτήν την αποκατάσταση. «Κύριος οίδεν» ποιες σκοπι-μότητες κρύβονται πίσω από αυτή την ιστορία!!!
β. Η Ιερά Σύνοδος έσφαλε, όταν το νομικό της τμήμα υπέβαλε αίτηση στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προκειμένου να μη θεωρείται η ομοφυλοφιλία των Επισκόπων εμπόδιο στην άσκηση του δημόσιου λειτουργήματος των Μητροπολιτών (επιβεβαιώνοντας και προσπαθώντας να συγκαλύψει την ύπαρξή τους στο Σώμα της Ιεραρχίας)· αλλά και μετά την κατακραυγή που ξέσπασε δεν «εθεράπευσε» το θέμα.
γ. Μία ακόμη σειρά λανθασμένων αποφάσεων μελών της Ιεράς Συνόδου, η υπόθεση του πρώην Αττικής κ. Μπεζενίτη. Ενώ το περιεχόμενο κασετών με αισχρές συνδιαλέξεις του Μητροπολίτου επιβεβαιώθηκε από το 2003, η Ιερά Σύνοδος δεν κα-θαίρεσε τον σκανδαλοποιό Επίσκοπο, με την δικαιολογία, πως το αποδεικτικό στοιχείο (οι κασέτες) ήταν μεν αληθινό, αλλά προϊόν υποκλοπών, κι έτσι αυτές τις όζουσες καταγγελίες έθεσε στο αρχείο! Μετά το 2005 (όταν πλέον η πολιτεία ενέκλεισε στην φυλακή τον πρώην Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα) και εκλήθη να πάρει απόφαση η Σύνοδος, τότε με την ψήφο των επτά εκ των δώδεκα μελών της ΔΙΣ, ετέθη η υπόθεση του φυλακισμένου Επισκόπου στο αρχείο! Στη συνέχεια κάποιοι Μητροπολίτες, πάλι υπό την κατακραυγή της κοινής γνώμης, παραδέχτηκαν το σφάλμα και ένας ανακάλεσε την υπογραφή του! Αν και αργότερα η Ιερά Σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεση του, ωστόσο δεν ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή της!! Τώρα δε το θέμα επανέρχεται μετά τις μεθοδεύσεις που ως τώρα έχουν γίνει και τις νέες προσφυγές του!!!
(3) Βλ. Ζήση Θεοδώρου, όπ. παρ., σελ. 39.
(4) Μ. Βασίλειου, επιστ. σμ΄, Νικοπολίταις πρεσβυτέροις, κεφ. γ΄, 7-13.
(5) «Έν εκτρέπου μοι, τους κακούς επισκόπους, μηδέν φοβηθείς του θρόνου την αξίαν. Πάντων το ύψος, ουχί πάντων δ’ η χάρις. Το κώδιον πάρελθε, τον λύκον βλέπε. Μη τοις λόγοις με πείθε, τοις δε πράγμασι. Μισώ διδάγμαθ’, οις εναντίος βίος» (Γρηγορίου Θεολόγου, Βίβλος Βʹ. Έπη Ιστορικά, Τομ. Αʹ. Περι εαυτού, ΙΒʹ. Εις εαυτόν και περι επισκόπων).
(6) Είναι πολλά τα χωρία που προτρέπουν τους πιστούς σε καιρό αιρέσεως (όταν αθετούνται οι Νόμοι του Θεού) να διαμαρτύρονται και να καταγγέλλουν την αίρεση και τους αιρετίζοντες Επισκόπους, ιερωμένους κ.λπ., ενώ για τον έλεγχο προσωπικών παθών των Επισκόπων συνιστούν προσοχή. Αναφέρουμε μερικά: Μ. Αθανάσιος: «Εάν ουν τινα ίδης, αδελφέ, ότι έχει σχήμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ότι ενδέδυται κώδιον προβάτου, ότι όνομα έχει πρεσβυτέρου, η επισκόπου…, αλλά τας πράξεις αυτού περιέργασαι∙ ει έστι σώφρων… ή υπομονητικός. Ει δε έχει… τον φάρυγγα άδην, νοσών χρήματα, και καπηλεύων την θεοσέβειαν, άφες αυτόν∙ ου γαρ εστι Ποιμήν… αλλά λύκος αρπακτικός… Εάν ίδης συνετόν, κατά την συμ-βουλεύουσαν σοφίαν, όρθριζε προς αυτόν», διότι «πίστις τελεία και απερίεργος… εισάγουσιν εις την βασιλείαν των ουρα-νών» (Περί Ψευδοπροφητῶν, ΒΕΠΕΣ, 33, 197, εις Ζήση Θεόδ., Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 26, 27). Διονυσιάτης Θεόκλητος, μοναχός: «Δια να κάμη κανείς έλεγχον σωτήριον πρέπει να είναι ελεύθερος παθών μεμπτών. Να έχη αγάπην και διάνοιαν φωτεινήν. Και ακόμη πρέπει να είναι θεολόγος… καθαρός τη καρδία… Διότι όταν δεν συνέρχωνται τα στοιχεία αυτά, τότε ο ελέγχων δεν ελέγχει, αλλά πυρπολεί την Εκκλησίαν. Εξαίρεσιν αποτελεί η περίπτωσις κινδύνου αιρέσεως. Τότε σοφοί και άσοφοι, ακάθαρτοι και καθαροί τη καρδία πρέπει να εξεγείρωνται, και να ελέγχουν» (περιοδ. “Αγιορειτική Βιβλιοθήκη”, 1964). Αθανάσιος ο Πάριος: «Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον εις ανθρώπους ευσεβείς παντάπασιν να σιωπούν, όταν τους νόμους του Θεού αθετούσιν…· όπου δε Θεός το κινδυνευόμενον… τίς ευσεβής δύναται να σιγά;» (Ι. Μ. Οσ. Γρη-γορίου, Οι αγώνες των μοναχών…, σελ. 233). Ιωσήφ Βρυέννιος: «Πάς ο δυνάμενος λέγων την αλήθειαν και μη λέγων κατα-κριθήσεται υπο του θεού. Και ταύτα ένθα πίστις εστί το κινδυνευόμενον και της όλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων η κρηπίς. Το γάρ εφησυχάζειν εν τοις τοιούτοις αρνήσεως ίδιον, το δε λέγειν, ομολογίας ειλικρινούς» (Τα Ευρεθέντα Έργα αυτού, τόμος Β΄, Θεσ/νίκη 1990, σελ. 18). Ιωάννης Χρυσόστομος: «Τι ποιείς άνθρωπε; Παρεβάθη ο νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύ-νη, πλημμελήματα τοσαύτα ετολμήθη παρά τινος των ιερωμένων, τα άνω κάτω γέγονε και ου φρίττεις;… ουκ αλγείς; ουκ επιτιμά…, αλλά κοινωνείς;» (Ρ.G. 55, 252). Και σε άλλο έργο του: «Αξίωμα προσώπου ου προσίεται, όταν περί αληθείας ο λόγος η» (Ρ.G. 61, 625), δηλαδή, «όταν πρόκειται για προσπάθεια που αφορά εις την διασφάλιση της εν Χριστω αποκαλυ-φθείσης Αληθείας από κάθε νοθεία ή αλλοίωση, τότε ουδεμία έχει σημασία το αξίωμα». Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Εν τω καιρώ τούτω, εν ω ο Χριστός διώκεται δια της εικόνος αυτού, ου μόνον ει βαθμώ τις και γνώσει προέχων εστίν οφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλών και διδάσκων τον της ορθοδοξίας λόγον, αλλά γαρ και ει μαθητού τάξιν επέχων είη, χρεωστεί παρρη-σιάζεσθαι την αλήθειαν και ελευθεροστομείν. ουκ εμός ο λόγος του αμαρτωλού, αλλά του θείου Χρυσοστόμου, επεί και άλλων πατέρων» (Μτφρ.: Σε περίοδο που η παραχάραξη της αλήθειας είναι φανερή «χρέος να αγωνίζεται, να ομιλή και να διδάσκη τον λόγον της Ορθοδοξίας έχει όχι μόνο αυτός που υπερέχει σε βαθμό και γνώσι, αλλά αντιθέτως, ακόμη και αυτός που κατέχει την θέσι του μαθητού οφείλει να διακηρύττη την αλήθεια και να ομιλή ελεύθερα» (Ζήση Θεόδ., πρωτοπρ., Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 57). Και αλλού: «Εντολή Κυρίου είναι να μη σιωπάμε σε περιόδους που η πίστις κινδυνεύ-ει… Ώστε, όταν ο λόγος είναι περί πίστεως, δεν μπορούμε να πούμε: Εγώ ποιος είμαι;… πτωχός… Δεν μου πέφτει λόγος… για το προκείμενο ζήτημα. Αλλοίμονο, οι λίθοι θα κραυγάσουν και εσύ θα μείνης σιωπηλός και αμέριμνος;… Ώστε και αυ-τός ο πτωχός… επειδή τώρα δεν ομιλεί, (είναι) άξιος κατακρίσεως και μόνο γι’ αυτό το λόγο… Ακόμη και αυτός που κατέ-χει την θέσι του μαθητού οφείλει να διακηρύττη την αλήθεια και να ομιλή ελεύθερα». Και αλλού: Καὶ μόνο η σιωπή, λοι-πόν, είναι μέρος της συγκατάθεσης, αφού εξ άλλου «αυτό επιδιώκουν οι αιρετικοί, να παύσει να ακούγεται ο λόγος της αλη-θείας και να επικρατήσει (έτσι) η πλάνη». Και, «Παραγγελίαν έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προ-στάσση ποιείν ημάς, παρ’ ο παρελάβαμεν, παρ’ ο οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων καθολικών και τοπικών ορίζουσιν, απαράδεκτον εαυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων» (Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 988). Ζήσης Θεόδω-ρος: «Δεν έχουν άλλωστε ευθύνη για την Εκκλησία μόνον οι Επίσκοποι∙ η Εκκλησία δεν είναι ιδιοκτησία κανενός… Δεν χρειάζεται να υπομνήσω ότι πολλές φορές, όταν πλανήθηκαν πατριάρχες και επίσκοποι, την Εκκλησία εφύλαξαν απλοί πα-πάδες και μοναχοί, ότι φύλαξ της Ορθοδοξίας αποδείχτηκε ο πιστός λαός. Υπακοή στην Εκκλησία δεν σημαίνει υπακοή σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να πλανώνται, αλλά υπακοή στην αλήθεια της Εκκλησίας, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το Ευαγγέλιο και την διαχρονική παράδοση των Αγίων Πατέρων». Και ακόμη: «Άριστο σχολιασμό περί του ότι και τα πρόβατα, οι πιστοί δηλαδή, έχουν ευθύνη για το αν θα ακολουθήσουν τους κακούς ποιμένες, ότι η υπακοή δεν είναι αδιάκριτη, αλλά διακριτική, μας προσφέρει το κείμενο των Αποστολικών Διαταγών… Κατακλείεται δε αυτή η ανάλυση, με τη σύσταση: “Διο φευκτέον από των φθορέων ποιμένων” (Ζήση Θ., πρωτοπρ. Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 16 και 23).
(7) Φλωρόφσκυ Γεώργιος, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, σελ. 75.
(8) Μ. Βασιλείου, Όροι κατ’ Επιτομήν, Ερώτησις 114, ΕΠΕ 9, 144-146, εις Ζήση Θεόδ., ό.παρ., σελ. 337-38.
(9) Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177: «αλλ’ ούτοί γε και φανερώς πολεμούσι τοις ιερεύσιν, εφόδιον έχοντες εις πειθώ την ευσέβειαν∙ και όσοι μεν περί πίστεως τούτο πασχόντων, και των ανωτάτω ζητημάτων και πρώτων, ουδ’ εγώ μέμφομαι, αλλ’ ει δει ταληθές ειπείν, και προσεπαινώ και συνήδομαι. Και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγω-νιζομένων και των απεχθανομένων∙ μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού».
(10) Μ. Βασιλείου, Ηθικά, Όρος ΟΒʹ. Μτφρ.: Πρέπει οι ακροατές που είναι εκπαιδευμένοι στην κατανόηση των Γραφών να εξετάζουν (με βάση την Γραφή), όσα λέγουν οι Διδάσκαλοι (του θείου λόγου)∙ και όσα μεν είναι σύμφωνα με τις Γραφές να τα δέχονται, όσα όμως δεν συμφωνούν να τα αποβάλλουν. Και εκείνους τους διδασκάλους που επιμένουν με πείσμα στις κακοδοξίες τους να τους αποστρέφονται με φανερό και έντονο τρόπο».
(11) Ο Απόστολος Παύλος για την κάθαρση γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου, τα βαρυσήμαντα: «Τους αμαρτάνοντας (εννοεί τους δημόσια σκανδαλίζοντες το πλήρωμα της Εκκλησίας) ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον έχωσι» (Α΄ Τιμ. 5, 20). Για το ίδιο θέμα ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος παραγγέλλει στους χωρεπισκόπους τα αξιολογότατα: «Επικαθαρίσατε την Εκκλησία, τους αναξίους αυτής απελαύνοντας, και του λοιπού εξετάζετε μεν τους αξίους και παραδέχεστε» (P.G. 32, 401 και ΕΠΕ 2, 184).
(12) Οι διακινήσαντες την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ», έχοντες πλήρη γνώση του περιεχομένου της δυναμικώς –αλλά με συνεσκιασμένη και ασαφή διδασκαλία– διακινούμενης και εξαπλούμενης ραγδαίως παναιρέσεως του Οικουμενισμού, διατύπωναν την θέση ότι «η αίρεση του Οικουμενισμού… προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολι-κής και Αποστολικής Εκκλησίας… Επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας… Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας… Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκο-ποι… Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του».
(13) www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1205 και «Ορθόδοξος Τύπος, 1.1.2010, σελ. 1η.