ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ – ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Τὴν 12ην Ἰανουαρίου 2011, ἡμέρα Τετάρτη καὶ ὥρα 18.00
εἰς τὸ Ἀμφιθέατρον τοῦ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (*)
θὰ γίνῃ ἡ τελετὴ κοπῆς τῆς Βασιλόπιττας, καθὼς καὶ σπουδαία ἐκπολιτιστικὴ ἐκδήλωσις τῶν:
α) Διορθοδόξου Συνδέσμου «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ»
β) Ἱδρύματος Προασπίσεως Ἠθικῶν & Πνευματικῶν Ἀξιῶν
γ) Σωματείου «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΤΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
καθὼς καὶ
δ) περιοδικοῦ μας «ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ».
Ἐφέτος θὰ βραβεύσωμε:
1) Τὸν ἀείμνηστον Πρόεδρον τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας Τάσσον Παπαδόπουλον, ποὺ εἶχε τὸ σθένος νὰ μὴ ὑποκύψῃ εἰς τὶς παντοειδεῖς πιέσεις καὶ ἐβροντοφώνησε τὸ σωτήριον ΟΧΙ ἐναντίον τοῦ ἰταμοῦ ἀνθελληνικοῦ σχεδίου ΑΝΑΝ.
2) Τὴν ἡρωίδα ἑλληνίδα δασκάλα Ἑλένην Φωκᾶ, πού, ἐγκλωβισμένη ἐπὶ 23 ὁλόκληρα ἔτη εἰς τὰ κατεχόμενα τῆς Κύπρου, ἐξακουλουθοῦσε νὰ διδάσκῃ τὰ ἑλληνόπουλα.
3) Τὴν ἐπίτιμον Γενικὴ Γραμματέα τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου τῆς Ἑλλάδος, ἐκπαιδευτικὸν τέχνης, κυρία Ρένα Ἠλία-Ἀνούση.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ
Τὸ πρόγραμμα θὰ περιλαμβάνῃ :
1) Σύντομον προσευχή, ἀπολυτίκια τῶν προστατῶν ἁγίων τῶν ὀργανώσεών μας καὶ βυζαντινοὺς ὕμνους τοῦ Δωδεκαημέρου.
2) Περιληπτικὴν ἐνημερωτικὴν ἀναφορὰ ἐπὶ τῶν πεπραγμένων μας.
3) Παραδοσιακὰ δημοτικὰ τραγούδια μὲ τὸ ὀργανικὸν συγκρότημα τοῦ κ. Γεωργίου Δαλιάνη «Πανελλήνιος σύλλογος φίλων γνήσιου δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τοῦ χοροῦ καὶ τῆς παραδόσεως Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ» μὲ τὴν συνοδεία τοῦ συγκροτήματος «Αὐλός».
Συμμετέχει τιμητικῶς ὁ Πρωτοπρεσβύτερος πατὴρ Χρῖστος Κυριακόπουλος.
4) Ἡ σύγχρονος «Μπουμπουλίνα», ἡ ἡρωικὴ δασκάλα τῶν Πομακοχωρίων τῆς Θράκης μας, κυρία Χαρὰ Νικοπούλου, γνωστὴ ἡρωίδα εἰς τοὺς λάτρεις τῶν αἰωνίων ἀρχῶν τῆς φυλῆς μας, Θρησκεία, Πατρίς, Οἰκογένεια, θὰ μᾶς ἐμψυχώσῃ μὲ θερμὴν ἐπίκαιρη ὁμιλία της καὶ θὰ μᾶς κατασυγκινήσῃ μὲ τὸ ἀκορντεόν της καὶ τὰ τραγούδια της.
5) Βραβεύσεις ἡρώων ἤθους, ἀρετῆς, ἀκεραίου χαρακτῆρος, εὐσυνειδησίας, συνεπείας, εὐπρεπείας καὶ εὐποιΐας, ὡς ἔχομε ἀπὸ ἐτῶν καθιερώσει, γιὰ νὰ μὴ ἐπιπλέουν καὶ βασιλεύουν μόνον «φελλοί», «παλλακίδες», «ἀνώμαλοι», «ἀετονύχηδες» καὶ «πατριάρχες τῆς διαπλοκῆς».
Θὰ ἦτο ἀνέκφραστος χαρὰ γιὰ τὶς πολλὲς χιλιάδες μελῶν, συνεργατῶν, φίλων καὶ θαυμαστῶν τῶν φορέων μας, ἐὰν εἴχαμε τὴν τιμὴ νὰ ἀνταποκριθῆτε εἰς τὴν πρόσκλησίν μας καὶ νὰ παρευρεθῆτε εἰς τὴν ποικίλη καὶ μεστὴ πνευματικῆς ἀνατάσεως ἐκπολιτιστικὴ βραδιά.
Ἡ ἠθικὴ κρίσις, ποὺ μᾶς καλλιεργοῦν συστηματικῶς ἰθύνοντες τὴν τελευταία 50ετίαν, ἐπέφερε τὴν οἰκονομικὴ κρίσιν καὶ οἱ παντοειδεῖς ἐν γένει κρίσεις μᾶς ἔφεραν εἰς τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου…
Ἐλᾶτε νὰ συμπνευματισθῶμεν καὶ νὰ συμπτύξωμεν ἕνα ἀδιάρρηκτον πυρῆνα ἐναντίον τοῦ πολυωνύμου ὠργανωμένου κακοῦ, γιὰ νὰ ἀναγεννηθῶμε πνευματικά, νὰ ἀνορθωθῶμε ἐθνικὰ καὶ οἰκονομικὰ καὶ νὰ ἐπανέλθωμε εἰς τὶς ρίζες μας.
Λεπτομέρειες δύνασθε νὰ δῆτε καὶ εἰς τὴν δυναμικὴ ἱστοσελίδα μας:
www.fotgrammi.gr.
51ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Εθνικη φυσιογνωμια και Ορθοδοξη
Οἰκουμενικότητα στή σημερινή Ἑλλάδα
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΔΙΑΚΟΝΙΑ)
4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
TΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ἀπὸ βιβλίο τοῦ ὁμότ. καθηγητὴ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
κ. Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου
Eἶναι νωπὰ ἀκόμα τὰ γεγονότα, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τὸ ὁποῖο οἱ κατευθυνόμενοι ἡμέτεροι οἰκουμενιστές, ἔδειξαν ὅτι ἔχουν ἀποδεχθεῖ καὶ προσπάθησαν —τὰ τελευταῖα χρόνια— νὰ τὸ υἱοθετήσουν, δραστηριοποιούμενοι ὡς μέλη τοῦ ψευδεπίγραφου «Θεολογικοῦ Διαλόγου», (ἀφοῦ οὔτε θεολογικὸς εἶναι, οὔτε διάλογος) καὶ ἐνεργοῦντες ὡς ὁ «δούρειος ἵππος» τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ παπισμοῦ ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς Μίας, Ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ἡ λεγόμενη Μικτὴ Ἐπιτροπὴ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων, συνέταξε τὸ «Κείμενο τῆς Ραβέννας», ἕνα κείμενο διάτρητο θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά, ὅπως ἀπέδειξαν ἁγιορεῖτες πατέρες (ἰδίως ὁ π. Γεώργιος Καψάνης) καὶ Καθηγητὲς τῆς θεολογίας (μὲ αἰχμὴ τὸν καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη).
Τὸ ἀπαράδεκτο αὐτὸ «Κείμενο», ὅμως, δυστυχῶς ὑπερασπίστηκαν καὶ προσπάθησαν ἀνεπιτυχῶς νὰ τὸ ἐπιβάλουν οἱ οἰκουμενιστὲς θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι, μὲ πρωτεργάτες τὸν Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα καὶ τὸ μέλος τοῦ Διαλόγου τῆς Μ.Θ.Ε. Μητροπολίτη Μεσσηνίας καὶ καθηγητὴ θεολογίας κ. Χρυσόστομο Σαββᾶτο.
Ὅμως, μετὰ τὴν ἀποτυχία τους καὶ τὴν ἔκδηλη ἀδυναμία τους νὰ τὸ ἐπιβάλουν μὲ τὶς συναντήσεις τῆς Μ.Ε.Θ. στὴν Πάφο καὶ τὴν Βιέννη («ἄλλαι γὰρ βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει»), δὲν σημαίνει ὅτι ἐγκατέλειψαν ἢ ματαίωσαν τὰ σχέδιά τους. Ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει πώς, οἱ πρῶτοι διδάξαντες τὴν «προπαγάνδα» παπικοί, γνωρίζουν καλὰ τὴν τέχνη νὰ προσπαθοῦν, νὰ ἐπιμένουν, νὰ παραπλανοῦν, νὰ ἐκφοβίζουν, νὰ ἐκβιάζουν, νὰ διαστρέφουν καὶ νὰ ἐπανέρχονται δριμύτεροι, δοκιμάζοντες σὲ ἄλλες χρονικὲς στιγμὲς καὶ μὲ ἄλλους τρόπους τὴν ἅλωση τοῦ κάστρου τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἐγρήγορση, συνεχὴς ἐπιφυλακὴ καὶ λήψη ὅποιων ἄλλων μέτρων ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μᾶς ἔχει διδάξει.
Τὸ κείμενο ποὺ ἁλιεύσαμε εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητὴ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ» (κεφ. 9ο, σελ. 339-360). Σ’ αὐτὸ ὁ καθηγητὴς ἀποδεικνύει, ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἐπικρατοῦσε πρωτεῖο ἀληθείας καὶ ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως αὐτὸ φαίνεται στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀντήλλαξαν ὁ Πάπας Ρώμης Κελεστίνος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη δράση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ἐπίσης, στὸ κείμενο ποὺ παραθέτουμε ὁ κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, ἐξηγώντας, γιατὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔπαιξε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν ἄμεση καὶ ἀποτελεσματικὴ καταπολέμηση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, θίγει ἕνα σπουδαιότατο θέμα, ποὺ ἀπασχολεῖ καὶ δημιουργεῖ ἀμηχανία σὲ πολλοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι σήμερα διερωτῶνται: γιατί οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι δὲν ἀντιδροῦν ἀπέναντι στὴν λαίλαπα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Παραθέτουμε τὸ κείμενο γιὰ γνώση, σύγκριση καὶ προβληματισμό.
Η «Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”»
ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ «ΙΣΟΤΙΜΩΝ» ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
(Ἀπουσία πρωτείου ἐξουσίας στὸν Ρώμης Κελεστίνο)
Ὁ Κύριλλος εἶχε τὴν κύρια εὐθύνη τῆς θεολογικῆς ἀπαντήσεως στὸν Νεστόριο —εἶχε πρωτεῖο ἀληθείας
Παρακολουθώντας ὁ ἐρευνητὴς τὰ θεολογικὰ δρώμενα τῆς περιόδου 428-444, ἐπισημαίνει εὔκολα τὸν ἀπόλυτα πρωταγωνιστικὸ ρόλο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἀρχίζουν ὅλα ἀπὸ τὸν Κύριλλο, ἐξελίσσονται μὲ τὸν ἴδιο νὰ κρατάει τὸν πρῶτο ρόλο καὶ τελειώνουν μὲ τὴν εὐθύνη του. Κι ἐνῶ ἡ ἐνάρξη τῶν θεολογικῶν —ἀκριβέστερα, τῶν χριστολογικῶν— συζητήσεων ἀνήκει στὸν Κύριλλο (ὅπως ἀνήκει καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς σχετικῆς θεολογίας), δείχνοντας εὐελιξία στὴν γλωσσικὴ διατύπωση ἔπεισε καὶ τοὺς Δυτικοὺς καὶ τοὺς Ἀνατολικοὺς γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς Χριστολογίας του. Ἔτσι τὸν ἀκολούθησαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, πλὴν ἐκπροσώπων ἀκραίων τάσεων, αὐτῶν ποὺ ἔρρεπαν πρὸς τὸν μονοφυσιτισμὸ καὶ αὐτῶν ποὺ ὁδηγήθηκαν στὸν νεστοριανικὸ διοφυσιτισμό.
Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ἀνέδειξε τὸν Κύριλλο φορέα πρωτείου ἀληθείας. Ὅ,τι δημιούργησε στην θεολογία καὶ ὅ,τι προσέφερε στὴν Ἐκκλησία ὀφείλεται ὄχι σὲ πρωτεῖο ἐξουσίας, τὸ ὁποῖο δεν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, οὔτε σὲ πρωτεῖο τιμῆ, στὸ ὁποῖο προηγοῦνταν οἱ ἐπίσκοποι Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπολεως· ὀφείλεται στὸ ἱερὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἔγινε τὸ ἐκλεκτὸ ἐκεῖνο σκεῦος, τὸ ὁποῖο κατεξοχὴν καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ ἀναλύσει εὐρύτερα καὶ ἀκριβέστερα τὴν ἀλήθεια τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώθηκαν «καθ’ ὑπόστασιν» ἀδιαίρετα, χωρὶς τροπὴ καὶ χωρὶς σύγχυση, σ’ ἕνα πρόσωπο.
Τὸ ἔργο του ἐπιτέλεσε ὁ Κύριλλος μὲ πάμπολλες δυσκολίες, ἀφ’ ἑνὸς ἕνεκα τῆς μικρῆς ἕως ἀνύπαρκτης τότε θεολογικῆς ἑτοιμότητας τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ἀφ’ ἑτέρου ἕνεκα τῶν ἰσχυρῶν κακόδοξων τάσεων, ποὺ εἴχανε ἀναπτυχθεῖ στοὺς κόλπους τῶν ἀντιοχειανῶν θεολογικῶν κύκλων καὶ στοὺς ἐπηρεαζόμενους ἀπὸ τὶς ἀπολλιναριστικὲς κακοδοξίες.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς 3ης δεκαετίας τοῦ Ε’ αἰῶνα καὶ ἀκριβεστερα τὸ Πάσχα τοῦ 428 ἐμφανίσθηκε δυναμικὰ ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ αἵρεση, ποὺ εἶχε ὡς αἰχμὴ τὴν ἄρνηση τῆς ἀληθείας ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος, ἀποτελοῦσε τὴν κορύφωση σχετικῶν ἀντιλήψεων ποὺ ἐκκολάφθηκαν στοὺς κόλπους τῆς ἱστορικογραμματικῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Δ’ αἰῶνα. Ἀρχικὸς προβολέας σχετικῶν ἀντιλήψεων ὑπῆρξε ὁ πολὺς Διόδωρος Ταρσοῦ (†392) καὶ θεμελιωτὴς ὁ μαθητής του Θεόδωρος Μοψουεστίας (†428). Ὁ τελευταῖος προσπαθοῦσε, φαίνεται, νὰ μὴν προκαλεῖ καί, δρῶντας στὴν μακρινὴ συριακὴ πολίχνη Μοψουεστία, δὲν ἔγινε γρήγορα γνωστὴ ἡ χριστολογική του παρέκκλιση.
Τώρα ὅμως, μὲ τὸν Νεστόριο, τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Ὅλα ἐκτυλίχθηκαν στὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους μὲ πολὺ θόρυβο καὶ μάλιστα μὲ ἀναθεματισμὸ ὅσων ὁμολογούσανε Θεοτόκο τὴν Παρθένο Μαρία. Τὸ γεγονὸς ἔγινε γνωστὸ εὐρύτατα καὶ ὅταν ὁ Κύριλλος ἀπέκτησε σαφῆ πληροφόρηση τὸ θεώρησε «σκάνδαλον οἰκουμενικὸν» (PG77, 41Β).
Ἡ ἄρνηση τοῦ ὅρου Θεοτόκος ἀποτελοῦσε κακοδοξία, διότι ἀναφερότανε στὴν ἴδια τὴν θεία ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ ἀφοροῦσε στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν καὶ ἄρα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, στὴν οἰκουμένη. Καὶ ἄλλοι γνώριζαν ὅ,τι γνωρίζε ὁ Κύριλλος, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ φυσικὰ οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς. Ἐντούτοις ὁ Κύριλλος μόνο εἶχε τὶς προϋποθέσεις νὰ συλλάβει τὶς πραγματικὲς διαστάσεις καὶ τὶς ριζικὰ ἀνατρεπτικὲς συνέπειες τῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ὁ Κύριλλος μόνον ἀνέλαβε πρωτοβουλία ἀντιμετωπίσεως τῆς κακοδοξίας, χωρὶς μάλιστα θεολογικὴ βοήθεια ἀπὸ ἄλλο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ρώμης Κελεστίνος γνώριζε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Νεστόριο καὶ ἀπὸ κείμενα ἐκείνου πολὺ καλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ τήρησε σιωπὴ καὶ κατόπιν ζήτησε σχετικὰ τὴν γνώμη τοῦ Κυρίλλου (PG 77, 41. Charles Pietri, Roma Christiana, II, σ. 1350). Ὁ Κελεστίνος μὲ τοὺς περὶ αὐτὸν καὶ τὴν σύνοδό του ἀδυνατοῦσε ν’ ἀντιμετωπίσει τὸ θεολογικὸ πρόβλημα, μολονότι αἰσθανότανε βαριὰ τὴν εὐθύνη του ὡς φορέα τῶν πρεσβειῶν τιμῆς, ὡς πρωτοθρόνου ἐπισκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Κύριλλος τότε ἔπραξε ὅ,τι παλαιότερα ἔπραξαν οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (†107/117), Διονύσιος Κορίνθου (†160/180;), Εἰρηναῖος τῆς Λυῶν (†202;), Μ. Ἀθανάσιος (†373), Μ. Βασίλειος (†379) ἢ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος (†390), ποὺ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως oἱ ἴδιοι ὑπογραμμίζουν, ἀντιμετώπισαν αὐτοὶ κατεξοχὴν ὡς πρωτοπόροι τὶς κακοδοξίες, ἀναλύοντας βαθύτερα τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ὅλη τακτική, τὴν ὁποία ὁ Κύριλλος ἀκολούθησε στὴν προσπάθειά του ν’ ἀνατρέψει τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου καὶ ν’ ἀντιμετωπίσει τὸν ἴδιο, προϋποθέτει: βεβαιότητα ἐσωτερικὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βίωνε καὶ δίδασκε καὶ συνείδηση αὐξημένης εὐθύνης γιὰ τὴν φανέρωση καὶ τὴν στήριξη τῆς ἀληθείας τῶν δύο φύσεων στὸν ἕνα Χριστό. Ἡ ἐσωτερική του βεβαιότητα ὀφειλότανε στὴν συνειδητὴ παραδοσιακότητά του, στὴν κατανόηση καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀποδοχὴ τῆς θεολογίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ἀλλὰ καὶ στὴν κατὰ σημαντικὸ μέρος γνώση καὶ ἀποδοχὴ τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων.
Ἔτσι ἀνέλαβε, ἀπολύτως ἐνσυνείδητα, τὶς θεολογικὲς πρωτοβουλίες καὶ ὡς καλὸς ποιμένας φρόντισε πρώτιστα νὰ ἐξηγήσει ἀναλυτικὰ καὶ θεολογικὰ στοὺς κληρικούς, στοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ γιατὶ ὅσα γιὰ τὴν Θεοτόκο καὶ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ δίδασκε ὁ Νεστόριος εἶναι κακόδοξα (Ἐπιστ. I: PG 77, 9-40). Στὴν συνέχεια, περὶ τὸν Ἰανουάριο ἢ Φεβρουάριο τοῦ 429, ἔγραψε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Νεστόριο (PG11, 40-41), ἐλπίζοντας στὴν μεταμέλειά του. Ἀντὶ αὐτῆς ἦλθε ὑπεροπτικὴ ἀπαντήση τοῦ Νεστορίου, γεγονὸς ποὺ σήμαινε ὅτι ὁ Κύριλλος ὄφειλε μόνος καὶ χωρὶς θεολογικὴ βοήθεια νὰ προβεῖ σὲ θεμελιώδη θεολογικὴ ἀνάλυση τοῦ χριστολογικοῦ ζητήματος.
Ἔγραψε, λοιπόν, τὴν Β’ Ἐπιστολή του πρὸς τὸν Νεστόριο, ἕνα κείμενο μεγάλης θεολογικῆς ἀξίας, θεμέλιο τῆς χριστολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Θεμελίωσε δηλαδὴ (Ἰανουάριο-Φεβρουάριο τοῦ 430) τὴν λύση τοῦ χριστολογικοῦ τότε ζητήματος, χωρὶς τὴν συνεννόηση γιὰ τὶς θέσεις ποὺ θὰ ὑποστήριζε καὶ χωρὶς τὴν ἐξουσιοδότηση ἄλλων ἀρχιεπισκόπων ἢ ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων. Τὰ σχετικὰ ἔργα τοῦ Κυρίλλου, τὰ μεταγενέστερα, συνιστοῦν περαιτέρω ἀνάπτυξη κι ἐμβάθυνση ὅσων διατύπωσε στὴν ἐπιστολὴ αὐτή.
Ἀφοῦ πλέον εἶχε διατυπώσει βασικὰ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ χριστολογικὸ ζήτημα, μὲ τὸν πολυσήμαντο μάλιστα ὅρο «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τότε μόνο πληροφόρησε (Ἀπρίλιο-Ἰούνιο τοῦ 430) τὸν πρωτόθρονο ἐπίσκοπο Ρώμης (PG 77, 80-89) καὶ ἄλλους γιὰ τὴν χριστολογική του διδασκαλία. Ὁ Κελεστίνος εἶχε ἤδη γράψει σχετικὰ πρὸς τὸν Κύριλλο, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ θεολογήσει καὶ νὰ βοηθήσει. Ἐνδεικτικὸ τῆς θεολογικῆς αὐτῆς ἀδυναμίας εἶναι ὅτι ὁ Κελεστίνος, γράφοντας πρὸς Κύριλλο, χαρακτηρίζει τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς γενικὰ καὶ ἀόριστα ὡς θέμα ποὺ ἀφορᾶ στὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ (PG 77, 92C). Ἀκόμη ἐνδεικτικότερο τῆς ἀδυναμίας αὐτῆς εἶναι ὅτι στὴν Ἐπιστολή του ὁ Κελεστίνος πρὸς Νεστόριο τὸν ἐπιπλήττει, ἀλλὰ δὲν ἐκθέτει καὶ τὸ τί ἀκριβῶς ὀφείλει νὰ πιστεύει (Mansi IV 1025. ACO 1,11, σ. 77). Πόσο μόνος στὸ θεολογικὸ ἔργο ἤτανε τότε ὁ Κύριλλος καὶ πόσο ἀμέτοχες οἱ ἄλλες κορυφὲς τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καὶ ἀπὸ δύο Ἐπιστολὲς τοῦ ἰδίου.
Πρὸς τὸν Κελεστίνο γράφει: «γέγραφα (=τῷ Νεστορίῳ) τὴν ἔκθεσιν ὡς ἐν συντόμῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔχουσαν» (PG 77, 84Α). Μόνος καὶ χωρὶς ἀνάμειξη τοῦ Κελεστίνου ἐκθέτει τὴν πίστη καὶ ἁπλῶς τὸν πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἐκτεθεῖσα πίστη εἶναι «ὀρθή». Ἡ «ἔκθεσις» τῆς πίστεως εἶναι αὐτὴ ποὺ περιλαμβάνεται στὴν Β’ Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο. Ἀκόμα καὶ ἀργότερα, ὅταν τὰ πνεύματα εἴχανε ὀξυνθεῖ καὶ λίγο-πολὺ ὅλοι, σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, γνώριζαν καὶ παρακολουθούσανε τὶς θεολογικὲς συζητήσεις, ὁ Κύριλλος διατύπωσε τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμούς: Ὀκτώβριος 430), τὰ ὁποῖα ὄφειλε ὁ Νεστόριος ὑποχρεωτικὰ νὰ δεχθεῖ καὶ ν’ ἀναθεματίσει ὅσους πίστευαν διαφορετικά, χωρὶς νὰ γνωρίσει τὸ περιεχόμενό τους στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ στοὺς Ἀνατολικούς. Ἐνήργησε συνειδητὰ ὡς φορέας πρωτείου ἀληθείας.
Ὁ Ρώμης γνώριζε ὅτι ὁ Κύριλλος θὰ προβεῖ στὴν ἐνέργεια αὐτή, ἀλλὰ δὲν γνώριζε τὸ περιεχόμενο τῆς ἐνεργείας. Οἱ Ἀνατολικοὶ θ’ ἀντιδράσουν στὸ περιεχόμενο γιὰ λόγους κυρίως γοήτρου, ἀλλὰ τὴν οὐσία τῶν 12 Κεφαλαίων θὰ τὴν δεχθοῦνε τελικά. Ὁ Ρώμης οὔτε στὴν κορυφαία θεολογικὰ στιγμὴ αὐτὴ εἶχε πρωτοβουλία καὶ ἀκριβὴ γνώση αὐτοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀπαντοῦσε στὸν Νεστόριο, ἀγνοοῦσε τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ μὲ τὸ ἐμπνευσμένο στόμα τοῦ Κυρίλλου ἀνέτρεπαν τὴν αἵρεση τοῦ νεστοριανισμοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ὁ Κελεστίνος ἤτανε νὰ ἐξουσιοδοτήσει συνοδικὰ (11 Αὐγούστου 430) καὶ ἐν λευκῷ τὸν Κύριλλο γιὰ ὅ,τι αὐτὸς ἔκρινε ὀρθὸ σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση.
Στὸν Ἀντιοχείας Ἰωάννη ἐπίσης ἔγραψε ὁ Κύριλλος ὅτι «συνεβούλευσε» τὸν Νεστόριο ν’ ἀπόσχει «τῶν σκαιῶν καὶ ἐξεστραμμένων (=διεστραμμένων) ζητημάτων (=διδασκαλιῶν)», ἀλλὰ μάταια (Ἐπιστ. ΙΓ’: PG77, 96Α). Ζητάει ὁ Κύριλλος ἐπιτακτικὰ ἀπὸ τὸν Νεστόριο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κακοδοξία, κάτι ποὺ δυνατὸ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς διάθεση ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς ἢ ὡς προβολὴ πρωτείου ἐξουσίας. Τέτοια διάθεση ἀποκλείεται, διότι, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Νεστόριο ἀπαιτεῖ μὲ αὐθεντία, πρὸς τοὺς ἄλλους ἀρχιεπισκόπους κι ἐπισκόπους συμπεριφέρεται μὲ τιμὲς καὶ βαθύτατο σεβασμό. Ζητάει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν Νεστόριο ἐπειδὴ αὐτὸς δίδασκε κακόδοξα.
Αὐτὸ ποὺ παρέχει στὸν Κύριλλο δύναμη καὶ σθένος ν’ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Νεστόριο εἶναι ἢ ἐσωτερική του βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἐκφράζει. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας, ποὺ στὴν συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ γιὰ τὸ χριστολογικὸ ζήτημα εἶχε ὁ Κύριλλος, ἀφοῦ αὐτὸς τότε κατεξοχὴν χαριτώθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ διευρύνει αὐθεντικὰ τὴν διδασκαλία περὶ τῆς ἀληθείας γιὰ τὶς φύσεις καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριλλος ὀργανωτὴς καὶ συντονιστὴς τοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ Νεστορίου
Οἱ πρωτόβουλες κινήσεις τοῦ Κυρίλλου πρὸς ἀνατροπὴ τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας, τοῦ ὁποίου ἔγινε φορέας, φαίνονται νὰ περιορίζονται ἀπὸ κάποιες φράσεις του. Εἶναι μάλιστα φράσεις, ποὺ προβλήθηκαν ἀπὸ ρωμαιοκαθολικοὺς ἐρευνητες ὡς ἀποδεικτικὲς τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Πρόκειται γιὰ χωρία τῆς Α’ Ἐπιστολῆς τοῦ Κυρίλλου πρὸς Κελεστίνο (Ἀπρίλιος τοῦ 430). Ἐδῶ, λοιπόν, ἐνημερώνει τὸν Κελεστίνο γιὰ τὶς ἐνέργειές του νὰ ἐκθέσει τὴν ὀρθὴ διδασκαλία πρὸς τὸν Νεστόριο, νὰ ἐλέγξει αὐτὸν ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνημερώσει ἐκ τῶν ὑστέρων γραπτὰ καὶ ἄλλους ἐπισκόπους καὶ μάλιστα τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀμοιβαία ἐνημέρωση μεταξὺ τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελοῦσε ἱερὸ καὶ ἀναγκαῖο ἔθος, πολὺ περισσότερο ποὺ τώρα ἡ κακοδοξία τοῦ Νεστορίου ἤτανε καὶ χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριλλο «σκάνδαλον οἰκουμενικόν». Ἡ σχετικὴ φράση:
«Ἐπειδὴ δὲ καὶ Θεὸς ἀπαιτεῖ τὸ νηφάλιον ἐν τούτοις (=στὰ πράγματα αὐτὰ) καὶ τὰ μακρὰ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔθη πείθουσιν ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι…» (PG 77, 80Β).
Ἡ διατύπωση «πείθουσι» τὰ «ἔθη» (=οἱ συνήθειες) τῆς Ἐκκλησίας «ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ (=τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) ὁσιότητι» ἐκτιμήθηκε ὡς δηλωτικὴ τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ Κυρίλλου καὶ κάθε ἄλλου ἐπισκόπου ν’ «ἀπευθύνεται στὸν ἔχοντα πρωτεῖο ἐξουσίας, ὥστε νὰ ἔχει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδεια γιὰ ὁποιαδήποτε ἐνέργειά του. Πρόκειται ὅμως γιὰ ἱερὸ ἔθος πού, ὅπως καὶ σημειώσαμε, ἰσχύει γενικά, γιὰ ὅλες τὶς κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι, βάσει τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, δῆθεν «ἐπισήμαναν» ὅτι ὁ Κύριλλος προϋποθέτει πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Ρώμης, μποροῦνε νὰ διαπιστώσουν τὴν γενικότητα τοῦ ἔθους αὐτοῦ, διαβάζοντας π.χ. Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου πρὸς τὸν Ροῦφο Θεσσαλονίκης. Ἐδῶ δηλώνεται ἡ τακτικὴ τῆς ἀμοιβαίας ἐνημερώσεως τῶν ἐπίσκοπων, μὲ ἀνάλογες λέξεις γιὰ τὸ ἴδιο μάλιστα θέμα, τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου:
«Ἀκόλουθον ἅπαντα τὰ ταῖς Ἐκκλησίαις χρήσιμα καὶ τὰ ἀνακύπτοντα καθ’ ἡμέραν, ὡς ἔθος εἰπεῖν, ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι…» (Ἐπιστολὴ MB’: PG 77, 221Β).
Ἄλλωστε, στὴν ἴδια πρὸς Κελεστίνο Ἐπιστολή του ὁ Κύριλλος ἐπισημαίνει τὸ γενικὸ αὐτὸ «ἔθος» ἐνημερώσεως, λέγοντάς του ὅτι, πρὶν νὰ βεβαιωθεῖ (ὁ Κύριλλος) γιὰ τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου, δὲν ἔγραφε οὔτε πρὸς τὸν Κελεστίνο οὔτε πρὸς ἄλλους ἐπισκόπους («συλλειτουργούς»).
«Ἐσίγων μὲν οὖν παρωχηκότα (=τὸν περασμένο) καιρόν. Καὶ οὐδὲν ὅλως οὔτε πρὸς τὴν σὴν θεοσέβειαν γέγραφα… οὔτε μὴν πρὸς ἕτερον τῶν συλλειτουργῶν…» (PG 77, 80C).
Στὴν ἴδια πάντα Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου ἐπισημαίνεται ὁ σκοπός της, ποὺ τελικὰ εἶναι ἡ διαδικασία τῆς ἐπιβολῆς «ἀκοινωνησίας» στὸν Νεστόριο καὶ ὄχι τὸ νὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τὸν Κελεστίνο ἡ γνώμη του γιὰ τὴν κακοδοξότητα ἢ μὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου. Ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀκοινωνησία εἶχε ληφθεῖ καὶ συνοδικὰ μὲ πρωτοβουλία τοῦ Κυρίλλου.
«Ἐγὼ δὲ (=ὁ Κύριλλος), καίτοι βουληθεὶς συνοδικῷ γράμματι φανερὸν αὐτῷ καταστήσας, ὅτε ταῦτα λέγοντι (=τοῦ Νεστορίου) καὶ φρονοῦντι κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα. Τοῦτο μὲν οὐ πεποίηκα… Λογισάμενος δὲ ὅτι χρὴ τοῖς ὀλισθήσασι χεῖρα διδόναι… παρῄνεσα διὰ γραμμάτων ἀποσχέσθαι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἀλλ’ ὠνήσαμεν οὐδὲν» (Ἐπιστ. ΙΑ’, Πρὸς Κελεστίνον. PG 77, 81 Α).
Τὴν τιμωρία τῆς ἀκοινωνησίας, γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματική, ἔπρεπε νὰ στηρίξουν οἱ κορυφαῖες κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Νεστόριος, ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, κατεῖχε πρεσβεῖα τιμῆς (μετὰ τὸν Ρώμης), ἐνῶ ὁ Κύριλλος εἶχε πρεσβεῖα ὡς τρίτος τῇ τάξει. Ἀκόμα, ἡ τιμωρία τοῦ Νεστορίου μὲ ἀκοινωνησία γινότανε δυσκολότερη, διότι αὐτὸς διέθετε —καὶ τὸ διακήρυττε— τὴν εὔνοια τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τοῦ ἰδίου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ πρόβαλλε ἀπειλητικὰ τὸ κῦρος τοῦ «θρόνου» του, ὡς θρόνου τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Κύριλλος ἀνακοινώνει στὸν Κελεστίνο τὴν ἀπόφαση γιὰ ἀκοινωνησία ποὺ εἶχε ληφθεῖ «μετὰ παρρησίας» καὶ τοῦ λέγει ὅτι πρέπει («χρή») νὰ εἰπεῖ τὴν γνώμη του («τυπῶσαι τὸ δοκοῦν») γιὰ τὸ πῶς θ’ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ θέμα τῆς ἀκοινωνησίας, ἂν δηλαδὴ ἐφαρμοσθεῖ ἐπιεικέστερα («πότερον πότε χρὴ κοινωνεῖν αὐτῷ [=τῷ Νεστορίω] ἢ λοιπὸν ἀπειπεῖν μετὰ παρρησίας, ὅτι τοιαῦτα φρονοῦντι καὶ διδάσκοντι οὐδεὶς κοινωνεῖ») (PG 77, 84D). Συγχρόνως ὁ Κύριλλος ὑπαγορεύει στὸν Κελεστίνο τὶς ἐνέργειες, στις ὁποῖες καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ προβεῖ γιὰ τὸ θέμα:
«Τὸν δὲ ἐπὶ τούτοις σκοπὸν τῆς σῆς θεοσεβείας χρὴ γενέσθαι διὰ γραμμάτων καταφανῆ καὶ τοῖς εὐσεβεστάτοις τοῖς κατὰ Μακεδονίαν καὶ ἅπασι τοῖς κατὰ τὴν Ἀνατολήν. Ἐπιθυμοῦσι γὰρ αὐτοῖς, δώσομεν ἀφορμὰς τοῦ πάντας μία ψυχὴ καὶ μία γνώμη στῆναι καὶ ἐπαγωνίσασθαι τῇ ὀρθῇ πίστει πολεμουμένῃ» (PG 77, 84D-85A).
Οἱ ἐπίσκοποι Μακεδονίας καὶ Ἀνατολῆς ἤτανε ἤδη ἐνημερωμένοι ἀπὸ τὸν Κύριλλο, ἀλλὰ «ἐπιθυμοῦσαν», ζητούσανε, νὰ ἔχουν βεβαίωση ὅτι ὅλοι (σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση) ὁμόφωνα θ’ ἀντιμετωπίσουνε τὴν κακοδοξία.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Κύριλλος, ἐνεργώντας ὅ,τι ἐνήργησε πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστορίου καὶ τῆς διδασκαλίας του, εἶχε τὴν συνείδηση ὅτι ἐνεργεῖ καὶ ὡς αὐθεντικὸς φορέας τῆς ἀληθείας καὶ ὡς διοργανωτὴς καὶ συντονιστὴς τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῆς κακοδοξίας. Ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Κελεστίνου ὑπῆρξε ρόλος καθοδηγουμένου καὶ ὄχι καθοδηγητή, ἀποδέκτη ἀποφάσεων, ὑποδείξεων καὶ ἀπόψεων τοῦ Κυρίλλου καὶ ὄχι ρόλος κέντρου ἀποφάσεων ἢ προβολῆς ἀπόψεων.
Στὸν Κελεστίνο Ρώμης ὁ Κύριλλος ἔδειχνε ἀδελφικὸ σεβασμὸ καὶ ἴσως κάτι περισσότερο (διότι, φυσικά, τὸν ἀναγνωρίζε ὡς πρωτόθρονο), ἀλλὰ μόνο τὸν ἐνημέρωνε καὶ δὲν τοῦ ζήτησε ὁδηγίες στὸ κυρίως ἔργο του. Τὸν βεβαιώνει μόνο ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὴν θεολογικὴ τοποθέτηση τοῦ (Κυρίλλου) οἱ Ἀνατολικοὶ ὅλοι καὶ τὸν προτρέπει μόνο, καθὼς εἴδαμε (PG 77, 84Α-85Α), νὰ γράψει καὶ αὐτὸς πρὸς διάφορες Ἐκκλησίες, ὥστε νὰ γίνει καταφανὴς ἡ συμφωνία ὅλων. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ποινὴ τῆς ἀκοινωνησίας, ποὺ τὸν ρωτάει πῶς καὶ πότε αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν Νεστόριο, τοῦ δήλωσε ὅτι ὁ ἴδιος (ὁ Κύριλλος) τὴν εἶχε ἀποφασίσει, ἀλλὰ ζητάει νὰ πράξει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Κελεστίνος, ἀφενὸς γιὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα εὐρύτερης ἐκκλησιαστικῆς συμφωνίας καὶ ἀφετέρου διότι ὁ Ρώμης εἶχε τὰ πρεσβεῖα τιμῆς καὶ διέθετε γι’ αὐτὸ ἰδιαίτερο κῦρος.
Σχετικά, πρέπει νὰ ὑπομνήσουμε ὅτι, ὅπως ὁ Κύριλλος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρώμης νὰ γράψει πρὸς ἐπισκόπους, προκειμένου νὰ πεισθοῦν ὅλοι ἀπ’ ὅλους ὅτι εἶναι ὁμόγνωμοι, ἔτσι ἀργότερα ζήτησε μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τὸν Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως νὰ γράψει πρὸς ἐπισκόπους, γιὰ νὰ δεχθοῦν (ὅπως πρότεινε ὁ Κύριλλος) ἄσκηση οἰκονομίας στὸ θέμα Θεοδώρου Μοψουεστίας (Ἐπιστολὴ 72: PG11, 345ΑΒ).
Τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὸ θεολογικοεκκλησιαστικὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς τὸν πρῶτο καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο κρατοῦσε ὁ Κύριλλος καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ διάβημά του νὰ συντάξει τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμούς). Τὸ κείμενο τοῦτο, στὸ ὁποῖο προσέδιδε ὁ Κύριλλος ὁμολογιακό, οἰκουμενικὸ καὶ ὑποχρεωτικὸ χαρακτῆρα, περιεῖχε θεολογικὰ στοιχεῖα πέρα ἐκείνων, πού, ἐξ ὑστέρων ἔστω, γνώριζε ὁ Κελεστίνος ἀπὸ τὴν Β’ πρὸς Νεστόριο Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου. Μὲ τὴν ἀπαίτηση μάλιστα γιὰ ἀναθεματισμοὺς ὑπερακόντιζε τὴν συμφωνία τοῦ Κελεστίνου, ποὺ εἶχε συμφωνήσει μόνο γιὰ ἀκοινωνησία. Τώρα δηλαδὴ ὁ Κύριλλος πραγματοποιοῦσε ριζικότερα βήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Κελεστίνος δὲν εἶχε ἰδέα καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως οὐδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Ἀντίθετα, μὲ τὴν στάση του στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431) ἔδειξε ὅτι ἀκολουθεῖ καὶ ἀποδέχεται ὅ,τι ὑποστήριξε θεολογικὰ καὶ ὅ,τι ἔπραξε πρωτόβουλα ὁ Κύριλλος.
Στὴν Γ’ Ἐπιστολὴ πρὸς Νεστόριο, ὅπου τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμοί), ὁ Κύριλλος παρουσιάζει τὴν ὅλη Ἐκκλησία («κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν Ἑώαν»), φυσικὰ καὶ τῆς Ρώμης, συμφωνοῦσαν μὲ ὅσα ὁ ἴδιος γιὰ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ διατύπωσε, διατυπώνει καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Νεστόριο, μολονότι δὲν ζήτησε τὴν γνώμη τους γιὰ τὰ νέα τουλάχιστον στοιχεῖα καὶ τοὺς ἀναθέματισμοὺς τῆς Γ’ Ἐπιστολῆς.
«Συνέθετο δὲ καὶ ἡ κατὰ τὴν Ρώμην ἁγία σύνοδος καὶ ἡμεῖς ἅπαντες (=ἀλεξανδρινοὶ καὶ ἀντιοχειανοὶ ἀνατολικοὶ)» (PG 77, 108D).
Τὸ βάρος, μάλιστα, τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Κυρίλλου στὴν δυτικὴ Ἐκκλησία πέφτει στὴν σύνοδο τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι προσωπικὰ στὸν Ρώμης Κελεστίνο, ποὺ ἀναφέρεται ἁπλὰ ὡς πρόεδρος μόνο τῆς συνόδου αὐτῆς (PG 77, 108Α).
Ὁ πρωταγωνιστικὸς ρόλος τοῦ Κυρίλλου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὅπως καὶ ἡ διάθεση τοῦ Κελεστίνου Ρώμης ν’ ἀποδέχεται καὶ ν’ ἀκολουθεῖ καθ’ ὅλα καὶ πιστὰ τὸν Κύριλλο, καταφαίνονται στὴν κύρια Ἐπιστολὴ τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν Κύριλλο, μόλις ἔλαβε τὴν Β’ Ἐπιστολὴ (τὴν δογματικὴ) τοῦ τελευταίου πρὸς Νεστόριο. Τὴν Β’ Ἐπιστολὴ αὐτὴ μετέφερε στὴν Ρώμη ὁ διάκονος Ποσειδώνιος μ’ ἐντολὴ νὰ ἐξηγήσει λεπτομερέστερα τὴν θεολογικὴ τοποθέτηση τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν σύνοδος συμφώνησαν ἀπόλυτα μὲ ὅσα ὁ Κύριλλος διατύπωνε καὶ τὸν ἐγκωμίασαν. Εἰδικότερα ὁ Κελεστίνος, διαβάζοντας καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὴν θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστορίου, ἐντυπωσιάσθηκε, χαρακτήρισε τὸν ἑαυτό του στυγνὸ («τῇ ἡμετέρᾳ στυγνότητι») (προφανῶς μὲ τὴν ἔννοια τῆς θεολογικῆς ἀδυναμίας), ὁμολόγησε ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Κυρίλλου εἶναι ἄριστο φάρμακο γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς κακοδοξίας καὶ ὁδηγὸς πρὸς κατανόηση τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ δήλωσε ὅτι τὰ αὐτὰ φρονεῖ καὶ ὁ ἴδιος.
Προχώρησε ὅμως ἀκόμα περισσότερο. Ἐπήνεσε τὸν Κύριλλο γιὰ τὴν «ἐγρήγορση», τὴν ἐπαγρύπνηση, ποὺ ἐπέδειξε πρὸς ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι καὶ ὁ Κελεστίνος στὴν Ρώμη γνώριζε τὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ δὲν διέθετε τὴν ἀναγκαία ἑτοιμότητα, τὴν «ἐγρήγορση» τοῦ Κυρίλλου, τὸν ὁποῖο γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συγκρίνει γενναιόψυχα μὲ τοὺς προκατόχους του (βλ. Μ. Ἀθανάσιο, Διονύσιο παλαιοτέρα), τοὺς ὁποίους, μάλιστα, ὑπερέβη («νενικηκέναι»). Ὅπως oἱ προκάτοχοι ἀναδείχθηκαν «ἔκδικοι», ὑπερασπιστές, τοῦ «ὀρθοδόξου δόγματος», ἔτσι καὶ ὁ Κύριλλος ἔγινε «ἔκδικος ἰσχυρότατος» τῆς πίστεως.
Ὁ Κελεστίνος συμφωνεῖ τόσο πολὺ μὲ τὰ τοῦ Κυρίλλου, ὥστε δὲν κρίνει φρόνιμο νὰ προσθέσει κάτι («προσθεῖναι δέ τινα καὶ ἡμεῖς ἐμέλλομεν, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, εἰ μὴ ἑωρῶμέν σε τὰ αὐτὰ φρονοῦντα πάντα, ἅπερ φρονοῦμεν καὶ ἐν τῇ βεβαιώσει τῆς πίστεως δοκιμάζομέν σε ἔκδικον ἰσχυρότατον»: PG77, 92Α). Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι χαρακτηρίζει τὸ δογματικὸ πρόβλημα ποὺ δημιούργησε ὁ Νεστόριος ὡς πρόβλημα τῆς «γεννήσεως» τοῦ Χριστοῦ (PG 77, 92C καὶ 93Β), σημαίνει ὅτι δὲν εἶχε κατανοήσει ἀκριβῶς τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ ἄρα συνετὰ ἔπραξε, ποὺ δὲν θέλησε νὰ προσθέσει κάτι θεολογικὸ σὲ ὅσα ὁ Κύριλλος διατύπωσε. Ἄλλωστε, σὲ καμία Ἐπιστολή του ὁ Κελεστίνος, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔγραψε σχετικὰ μὲ τὸν Νεστόριο καὶ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οὔτε ἀναπτύσσει οὔτε ἐκθέτει τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἐπιχειρήματα κατὰ τοῦ Νεστορίου. Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, γίνεται φανερὸ κι ἔμμεσα ὅτι ὁ Κελεστίνος μὲ τὸν δικό του τρόπο ἀναγνωρίζει πρωτεῖο ἀληθείας στὸν Κύριλλο, κάτι ποὺ δὲν εἶχε ὁ ἴδιος. Γιὰ νὰ μὴ χάσει ὅμως τὸ δικό του κῦρος ὡς πρωτοθρόνου στὴν Ἐκκλησία, δηλώνει ὅτι «φρονοῦμεν» τὰ αὐτὰ καὶ ὅτι «ἐδοκιμάζομέν σε ἔκδικον ἰσχυρότατον», σὲ κρίνουμε, δηλαδή, ἐμεῖς, ἰσχυρότατο ὑπερασπιστὴ τῆς πίστεως.
«Ὡς δὲ τὴν ἡμετέραν διάνοιαν εἰς τὰ παρὰ τῆς ἀδελφότητος γραφέντα μετεστήσαμεν, ὤφθη ἡμῖν εὐθὺς ἑτοιμοτάτη θεραπεία, δι’ ἧς ἡ νόσος ὑγιεινῷ φαρμάκῳ ἀπελαθείη· φημὶ δὴ τὴν τῆς καθαρᾶς πηγῆς ἔκροιαν, τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου τῆς σῆς ἀγάπης ἐκρέουσαν… καὶ πᾶσιν ἀνοίγεται ὁ τρόπος τῆς δεούσης περὶ τὴν ἡμετέραν πίστιν ἐννοίας… ἓν καὶ τὸ αὐτὸ περὶ τοῦ Δεσπότου φρονοῦμεν… Καὶ χαίρομεν τοσαύτην ἐνεῖναι ὁρῶντας τῇ σῇ εὐλαβείᾳ ἐγρήγορσιν, ὡς ἤδη σὲ νενικηκέναι τὰ ὑποδείγματα τῶν σοῦ προηγησαμένων, γενομένων ἀεὶ καὶ αὐτῶν ἐκδίκων τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος…» (Κελεστίνου, Ἐπιστολὴ πρὸς Κύριλλον: PG 77, 89Β- 92Α).
Στὴν τελευταία παραγραφο τῆς Ἐπιστολῆς του ὁ Κελεστίνος πληροφορεῖ ὅτι συνάπτει («συναφθείσης») τὸ κῦρος-ἐξουσία («αὐθεντία») τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης καὶ φυσικὰ τῆς ἐκεῖ συνόδου (ἀφοῦ ἡ ἀπόφαση λήφθηκε ἀπὸ σύνοδο προεδρεύοντος τοῦ Κελεστίνου) πρὸς τὴν αὐθεντία τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Κύριλλος θὰ μπορεῖ ἔκτοτε νὰ ἐνεργεῖ χρησιμοποιώντας καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Ρώμης («τῇ ἡμετέρᾳ διαδοχῇ χρησάμενος»: διαδοχὴ ὀνομαζότανε ἡ διαδοχὴ ἢ ἡ ἀνάληψη θέσεως καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀρχηγία φιλοσοφικῆς σχολῆς). Ὁ Κύριλλος, τρόπον τινά, θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ καὶ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Ρώμης, ἄλλα ὄχι μόνο μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Ρώμης.
Ὁ Κελεστίνος ἐδῶ δὲν διακρίνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Ἀρχιεπισκόπους καὶ δὲν προβάλλει προσωπικὴ ἐξουσία, δηλαδὴ πρωτεῖο ἐξουσίας. Ἁπλῶς «συνάπτει», ἑνώνει, προσθέτει, ὡς πρωτόθρονος βέβαια, τὴν φωνή του στὴν φωνὴ ἐκείνου, ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὄχι μόνο τὸ θεολογικὸ ἔργο, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη συντονισμοῦ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ νεστοριανισμοῦ. Ἄλλωστε, γι’ αὐτὸ ὁ Κελεστίνος δὲν ζητάει ἀπὸ τὸν Νεστόριο νὰ ὁμολογεῖ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία Ρωμαίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ ὅ,τι «πᾶσα ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία κατέχει, ὡς καὶ ἡ ἁγία ἡ κατὰ τὴν μεγάλην Κωνσταντινούπολιν Ἐκκλησία» (Mansi IV 1036· 1048. ACO I, I 1 σ. 83, 89-90).
«Συναφθείσης σοι τοίνυν τῆς αὐθεντίας τοῦ ἡμετέρου θρόνου, τῇ ἡμέτερᾳ διαδοχῇ χρησάμενος, ταύτην ἐκβιβάσας ἀκριβεῖ στερρότητι τὴν ἀπόφασιν, ἵνα ἢ ἐντὸς δέκα ἡμερῶν … τὰ κακὰ κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ ἀθετήσῃ καὶ ἑαυτὸν διαβεβαιώσηται ταύτην κατέχειν τὴν πίστιν περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἣν καὶ ἡ Ρωμαίων καὶ ἡ τῆς σῆς ἁγιότητος Ἐκκλησία καὶ ἡ καθόλου καθοσίωσις (= Ἐκκλησία)· ἢ ἐὰν μὴ ταῦτα ποιήσει εὐθὺς ἡ σῇ ἁγιότης ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας προνοησαμένη μάθῃ αὐτὸν (=τὸν Νεστόριον) παντὶ τρόπῳ ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου σωματίου ἀποκινητέον» (Κελεστίνου, Πρὸς Κύριλλον: PG 77, 93ΑΒ).
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται περίεργο, πῶς καὶ γιατί ὁ Ρώμης δὲν προσπάθησε ὡς πρωτόθρονος νὰ ἔχει τὸν πρῶτο λόγο στὸ ζήτημα τοῦ νεστοριανισμοῦ. Κατανοεῖται ἴσως ἡ ἀπροθυμία καὶ ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐπωμισθεῖ τὴν θεολογικὴ εὐθύνη, τὴν ἄσκηση πρωτογενοῦς θεολογίας, ποὺ θ’ ἀνέτρεπε τὴν κακοδοξία, ἐπειδὴ στὸ περιβάλλον του δὲν ὑπῆρχαν τόσο σπουδαῖοι θεολόγοι. Γιὰ πολλοὺς φαίνεται δυσνόητη ἡ ἀπροθυμία του νὰ διαδραματίσει ρόλο συντονιστικό, ποὺ καὶ αὐτὸς ἀφέθηκε πρόθυμα στὸν Κύριλλο. Ἐὰν ὁ Κελεστίνος πίστευε ὅτι διέθετε πρωτεῖο ἐξουσίας, θὰ θεωροῦσε τὴν ἀπόφασή του (ἐν συνόδῳ) κατὰ τοῦ Νεστορίου ὁριστικὴ καὶ δὲν θὰ ἔθετε στὴν κρίση τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν ἀπόφασή του αὐτή. Στὴν οὐσία θεωροῦσε, πολὺ σωστά, τὴν Γενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπεράνω καὶ τῆς δικῆς του κρίσεως. Γιὰ τὸ φρόνημα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅταν παρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς μικρότητες ἡ αἴσθηση τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικότητας κυριαρχοῦσε, ὅλοι συνειδητοποιούσανε καὶ θεωροῦσαν αὐτονόητο ν’ ἀκολουθοῦν ἐκείνους, τοὺς ὁποίους χαρίτωσε καὶ φώτισε κατεξοχὴν τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νὰ ἐμβαθύνουν καὶ νὰ ἐξηγοῦν βαθύτερα καὶ πειστικότερα τὴν ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ παρεξηγεῖται καὶ προσβάλλεται βάναυσα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Νεστορίου.
Δὲν εἶναι, σχετικά, τυχαῖο ὅτι καὶ στὴν διάρκεια τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Κελεστίνος δὲν εἶχε καθόλου καθοριστικὸ ρόλο, ἀφοῦ α) ἡ θεολογικὴ ἀποφάση λήφθηκε πρὶν φθάσουν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Δύσεως στὴν Ἔφεσο καὶ αὐτοὶ δὲν διαμαρτυρήθηκαν γι’ αὐτό· β) οἱ θεολογικὲς ἀποφάσεις καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέτρα ἦσαν εὐρύτερα καὶ ριζικότερα ἀπὸ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ σύνοδός του ἐξουσιοδότησαν τὸν Κύριλλο μὲ τὴν πρὸς αὐτὸν Ἐπιστολή· καὶ γ) στὶς θεολογικὲς προσπάθειες καὶ συντονιστικὲς ἐνέργειες (ἀπὸ τὴν λήξη τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου ὣς τὸ 433), ποὺ ὁδήγησαν μὲ τόσες δυσκολίες στὴν θεολογικὴ συμφωνία, ὅπως καταγράφηκε στὴν περίφημη «Ἔκθεσιν πίστεως τῶν διαλλαγῶν», ὁ Ρώμης καὶ ἡ σύνοδος τῶν δυτικῶν δὲν εἴχανε οὐσιαστικὴ ἀνάμιξη. Τὴν σημασία τοῦ γεγονότος ἀντιλαμβάνεται κανείς, ἂν σκεφθεῖ ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ τῶν «Διαλλαγῶν» ἀποτέλεσε τελικὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Γ’ Οἰκ. Συνόδου, τὸν δογματικό της Ὅρο.
Πρέπει ὅμως νὰ σημειώσουμε ὅτι, ὅταν καθυστερημένα οἱ δυτικοὶ ἐκπρόσωποι φθάσανε στὴν Ἔφεσο, προκειμένου νὰ τονίσουνε τὸ κῦρος τῆς Ρώμης, ζητήσανε νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ ληφθεῖσες ἀποφάσεις, ὥστε νὰ ἐλέγξουν ἐὰν συμφωνοῦν μὲ ὅσα ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ σύνοδός τους φρονοῦσαν. Εὐτυχῶς, συμφωνούσανε μέχρι κεραίας. Ἐπίσης, τὸ αἴσθημα ὑπεροχῆς τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρωτοθρόνου ὑπογραμμίζει καὶ ἡ ἀποστολὴ προσωπικοῦ του ἀπεσταλμένου στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, πέρα τῶν ἐκπροσώπων τῆς συνόδου τῶν δυτικῶν (βέβαια καὶ ὁ Καρθαγένης Καπρέολος ἔστειλε δικό του ἐκπρόσωπο στὴν Σύνοδο, χωρὶς διαμαρτυρία τοῦ Ρώμης). Πρόκειται γιὰ τὸν ἔμπιστο τοῦ Κελεστίνου πρεσβύτερο Φίλιππο, πού, ὅταν μίλησε στὴν Σύνοδο, μεταξὺ ἄλλων εἶπε ὅτι «κεφαλὴ ὅλης τῆς πίστεως ἢ καὶ τῶν ἀποστόλων ὁ μακάριος Πέτρος ὁ ἀπόστολος» (ACO I, I 3 σ. 5826). Τέτοιες ἰδέες τότε δὲν ἤσανε στὴν Ρώμη τελείως ἄγνωστες. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, ὥστε ν’ ἀποφευχθοῦν προεκτάσεις τῆς ἰδέας αὐτῆς στοὺς ἐπισκόπους Ρώμης, εἶναι ἡ στάση τῶν ἐπισκόπων, μελῶν τῆς Συνόδου, ποὺ ἀποτελούσανε τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ συνοδικοί, λοιπόν, ἐπευφήμησαν ἔντονα τὸ γράμμα τοῦ Κελεστίνου, καθόσον ἐμφανίστηκε μὲ αὐτὸ ὁμόψυχος πρὸς τὴν Σύνοδο. Οἱ συνοδικοὶ ἔτσι τοποθέτησαν μὲ τὸν τρόπο τους στὸ ἴδιο ἐπίπεδο τὸν Κελεστίνο καὶ τὸν Κύριλλο, χαρακτηρίζοντας Παῦλο τὸν ἕναν, Παῦλο καὶ τὸν ἄλλον, ἕναν καί ἕναν, ὅ,τι ὁ ἕνας αὐτὸ καὶ ὁ ἄλλος, μολονότι τὰ λεχθέντα ὑπὲρ τοῦ Κελεστίνου ὑπῆρξαν ἁπλῶς φιλοφρονήσεις, ἐφόσον δὲν συνετέλεσε στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου παρὰ μόνον μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν προαποφασισθέντων.
«Πάντες οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἅμα εἶπον· αὕτη δικαία κρίσις. Νέῳ Παύλῳ Κελεστίνῳ, νέῳ Παύλῳ Κυρίλλω. Κελεστίνῳ τῷ φύλακι τῆς πίστεως, Κελεστίνω ὁμοψύχῳ τῆς συνόδου… εἷς Κελεστίνος, εἷς Κύριλλος, μία πίστις τῆς Συνόδου, μία πίστις τῆς οἰκουμένης» (ACO I, I 3, σ. 5724-27).
Οἱ συνοδικοί, ὅσο καὶ ἂν τιμούσανε τὸν πρωτόθρονο ἐπίσκοπο Ρώμης, δὲν τοποθετοῦσαν αὐτὸν στὴν κορυφὴ ὡς κάτοχο πρωτείου ἐξουσίας ἢ ὡς ἱστάμενο ὑπεράνω τῆς Συνόδου.
Τὴν ὅλη αὐτὴ κατάσταση καὶ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ποὺ φυσικὰ ἐνδιαφερότανε γιὰ τὸ κῦρος του ὡς πρωτοθρόνου ἐπισκόπου, ἀλλὰ ποὺ δὲν πρόβαλλε πρωτεῖο ἐξουσίας, κατανοεῖ ὁ ἐρευνητὴς καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ρώμης δὲν διαδραμάτισε θεολογικὸ καὶ συντονιστικὸ ρόλο οὔτε στὶς προηγούμενες Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Τοῦ ἀναγνωρίζεται πρωτεῖο ἀληθείας. «Καθολικὸς διδάσκαλος»
Τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου, ποὺ καὶ πρωτόβουλο καὶ αὐθεντικὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ ὑπῆρξε, ἀναγνωρίσθηκε ἀμέσως ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς καὶ μὲ διακυμάνσεις ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικούς. Ἐὰν ἐξαιρέσουμε τοὺς ἀκραίους ἀλεξανδρινούς, ποὺ ἔρρεπαν σὲ μονοφυσιτισμό, καὶ τοὺς ἀκραίους ἀντιοχειανούς, ποὺ ἔρρεπαν σὲ νεστοριανισμό, ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη ἀναγνώρισε στὸν Κύριλλο, τουλάχιστον ἔμμεσα, πρωτεῖο ἀληθείας, ἐφόσον θεωροῦσε ὅτι ὁ Κύριλλος τότε ὑπῆρξε τὸ κύριο ὄργανο τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρὸς ἀντίκρουση τῆς κακοδοξίας μέσῳ τῆς θεολογικῆς ἐμβαθύνσεως στὸ μυστήριο τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτος διαπίστωσε πρωτεῖο ἀληθείας στὸν Κύριλλο ὁ Ρώμης Κελεστίνος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν χαρακτήρισε «ἔκδικον ἰσχυρότατον» τῆς πίστεως (ὑπερασπιστὴ τῆς πίστεως), ὁ ὁποῖος μάλιστα ὑπερέβη τοὺς προκατόχους του (PG 77, 92Α). Ὁ Κελεστίνος, στὸ γράμμα ποὺ ἔστειλε πρὸς τοὺς συνοδικοὺς τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπονέμει ἀκόμα σπουδαιότερο τίτλο στὸν Κύριλλο, ὀνομάζοντάς τον «καθολικὸν διδάσκαλον», κάτι ποὺ σπάνια συνέβαινε. Ἀμέσως μετά, σημειώνει ὅτι ὁ Κύριλλος ἀνέλαβε νὰ ἐξηγήσει στὸν Νεστόριο θεολογικὰ τὸ λάθος του καὶ νὰ διορθωθεῖ.
Ἐπειδὴ μνήμης πάντων ἄξιά ἐστι, τὰ τοῦ τῆς Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας ἱερέως Κυρίλλου, τουτέστι τοῦ καθολικοῦ διδασκάλου πρὸς τοῦτον (=τὸν Νεστόριο) γράμματα, οἷς αὐτῷ οὗτος ἀπέστειλεν, ὥστε θέλειν ἐσπούδασεν αὐτὸν εἶναι διορθούμενον» (ACO I, I 7, σ. 1335-8).
Τὸν Κελεστίνο διαδέχθηκε ὁ Σίξτος Γ’ (432-440), ποὺ ἐπίσης ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίλλου τὸν πρωτεργάτη καὶ συντονιστὴ τοῦ θεολογικοεκκλησιαστικοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ νεστοριανισμοῦ. Γράφει, λοιπόν, ὁ Σίξτος ὅτι ἡ παγκόσμια («κοσμικὴ») Ἐκκλησία ὀφείλει τὰ μέγιστα στὸν Κύριλλο, δεδομένου ὅτι «πάντες» οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἔγιναν «ὑποχείριοι» τοῦ Κυρίλλου, δηλαδὴ ὑπέκυψαν καὶ δέχθηκαν τὴν θεολογία του. Στὸ ἔργο κατὰ τῆς κακοδοξίας ὑπερέβη ὁ Κυριλλος ὅλους.
«Τοσοῦτον γάρ σοι ὀφείλει ἡ κοσμικὴ (=ἡ παγκόσμια-οἰκουμενικὴ) Ἐκκλησία, ὅσον σοι πάντες εἰσὶν ὑποχείριοι, ὅς γε πανταχοῦ πάντας νενίκηκας» (ACO I, I 7, σ. 14334-35).
Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ διάδοχος τοῦ Νεστορίου Μαξιμιανὸς (431-434) εἶχε τὴν ἴδια ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἔργο γενικὰ καὶ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας εἰδικὰ τοῦ Κυρίλλου. Ἀναγνώριζε ὅτι κατὰ τὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχὴ «μόνος ἄξιος» κρίθηκε ὁ Κύριλλος νὰ πάθει καὶ νὰ βαστάσει τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δεχθεῖ τὸν στέφανο γιὰ τοὺς «ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας», τῆς θεολογίας, ἀγῶνες. Ἡ θεολογικὴ προσφορά του ἀποτελεῖ «ἄρτον», ὁ ὁποῖος κατῆλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ («ἐκ τοῦ οὐρανοῦ»), δίνοντας ζωὴ πνευματικὴ στοὺς ἀνθρώπους.
«Μόνος ἄξιος ἐκρίθης τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων, καταξιωθεὶς τὰ στίγματα αὐτοῦ… Ἀνεδήσω τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας στεφάνους… Ἔσχες τὸν ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατελθόντα καὶ ζωὴν δεδωκότα τότε ἀνθρώποις τὴν ἄνωθεν» (Μαξιμιανοῦ, Πρὸς Κύριλλον: PG11, 149Α).
Ἐξαίρεση στὴν ἀναγνώριση τῆς θεολογικῆς αὐθεντίας τοῦ Κυρίλλου δὲν ἀποτέλεσε οὔτε ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τόσο αὐστηρὰ τὸν ἔκρινε παλαιότερα. Στὴν μακρὰ Ἐπιστολή του 83 πρὸς τὸν Διόσκορο (444-451), τὸν διάδοχο τοῦ Κυρίλλου στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, βεβαιώνει τὸν παραλήπτη ὅτι ὄχι μόνο χρησιμοποιεῖ-μελετάει ἔργα τοῦ Κυρίλλου (καὶ τοῦ Θεοφίλου), ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπερασπίζεται, ἀποστομώνει («ἐπιστομίζομεν») ὅσους ἀντιλέγουν σ’ αὐτὰ (PG 83, 1272C). Ἐπίσης, πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριλλος πολλὲς φορὲς τοῦ ἔστειλε ἔργα του (τὸ Κατὰ Ἰουλιανοῦ κ.α.), τὰ ὁποῖα διάβασε καὶ θαύμασε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔγραψε σχετικὰ στὸν «μακαρίας μνήμης» Κύριλλο.
«Ὅτι δὲ καὶ ὁ τῆς μακαρίας μνήμης Κύριλλος πολλάκις ἡμῖν ἀπέστειλεν, οἶμαι καὶ τὴν σὴν σαφῶς εἰδέναι τελειότητα… ἐκπέπομφεν ἡμῖν (=ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης) τὰς βίβλους καὶ ἀναγνόντες ἐθαυμάσαμεν καὶ ἀπεστείλαμεν (= ἐγράψαμε) τῷ τῆς μακαρίας μνήμης Κυρίλλῳ» (PG 83, 1273Α).
Ἐνδεικτικότερο γιὰ τὴν γνώμη, ποὺ μεταγενέστερα ὁ Θεοδώρητος εἶχε γιὰ τὸν Κύριλλο, εἶναι ἡ χρησιμοποίηση χωρίων τοῦ τελευταίου πρὸς ἀντίκρουση τῶν μονοφυσιτῶν. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀλλαγῆς στάσεως τοῦ Θεοδωρήτου εἶναι προπαντὸς ὅτι προβάλλει (στὸ ἔργο Ἐρανιστής, τοῦ ἔτους 447) τὸν θεμελιώδη τοῦ Κυρίλλου χριστολογικὸ ὅρο «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση, χωρὶς ἡ ἕνωση νὰ συνεπάγεται σύγχυση τῶν φύσεων. Καὶ τὸν ὅρο καὶ τὴν ἐπεξήγηση παλαιότερα τὰ ἀπέρριπτε ὡς αἱρετικά.
«Κἂν εἰ λέγοιτο τυχὸν ἡνῶσθαι σαρκὶ καθ’ ὑπόστασιν ὁ Μονογενὴς τοῦ Θεοῦ Λόγος, οὒκ ἀνάχυσίν τινα εἰς ἀλλήλοις τῶν φύσεων πεπρᾶχθαί φαμεν…» (Ἐρανιστὴς Β’: PG 83, 212CD).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος εἶχε καὶ αὐτὸς βαθιὰ συνείδηση τῆς θεολογικῆς του εὐσταθείας καὶ τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε, νὰ ἐμβαθύνει δηλαδὴ περαιτέρω στὸ μυστήριο τοῦ ἑνὸς προσώπου καὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸ ἔργο του καὶ δὲν ἀπαιτεῖ εὔσημα καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ δὲν δυσκολεύεται νὰ πληροφορήσει μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀντικειμενικὰ τὸν τότε αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, ὅτι τὴν δική του («τῇ ἐμῇ πίστει») διδασκαλία καὶ θεολογία δεχθήκανε ὡς ὀρθὴ ὄχι μόνο ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἡ Σύνοδος στὴν Ἔφεσο, ἡ Ἐκκλησία ὁλοκλήρη. Εἶναι πεπεισμένος ὁ Κύριλλος ὅτι δὲν ἐξῆλθε τῆς εὐαγγελικῆς παραδόσεως καὶ ὅτι ἀκολουθεῖ τὸν ὀρθὸ δρόμο τῶν ἱερῶν δογμάτων, κάτι ποὺ ὁμολόγησαν γραπτῶς καὶ oἱ Πατέρες τῆς Γ’ Οἰκουμ. Συνόδου.
«…τῇ γὰρ ἐμῇ πίστει μεμαρτύρηκε τὴν ὀρθότητα καὶ ἡ Ρωμαίων Ἐκκλησία καὶ μὴν καὶ ἡ ἁγία Σύνοδος ἡ ἐξ ἁπάσης, ὡς ἔπος εἰπεῖν, τῆς ὑπ’ οὐρανὸν συναγηγερμένη. Ὅτι γὰρ κατ’ οὐδένα τρόπον ἔξω γεγονῶς, ἀλλοίην ἂν τῆς τε ἀποστολικῆς καὶ εὐαγγελικῆς παραδόσεως, ὀρθήν τε καὶ ἀδιάστροφον τῶν ἱερῶν δογμάτων διελαύνων τρῖβον, παμψηφεὶ διωμολογήκασι καὶ τοῦτο ἔγγράφως ἐπὶ πίστεως ὑπομνημάτων…» (Ἀπολογητικὸς πρὸς Θεοδόσιον: PG 76, 481ΑΒ).
Γράφοντας ἐπίσης πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας (ἀρχὲς 431) τὸν βεβαιώνει ὅτι ἤλεγξε τὶς ἀπόψεις τοῦ Θεοδωρήτου μὲ τὴν συνεργεία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
«Ἐγὼ τοίνυν… τῷ φωτὶ τοῦ παναγίου Πνεύματος συνεργῶ πρὸς τὴν ἔρευναν τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας χρησάμενος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς δοθείσης μοι δυνάμεως, διήλεγξα ταῦτα ὡς οἷόν τε ἦν». (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Ἀντιοχείας. PG 76, 389C. Συνοδευτικὴ Πρὸς τὴν τοῦ Θεοδωρητοῦ ἀντίρρησιν).
Ἀπ’ ὅλα τὰ γεγονότα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, προκύπτει ὅτι κεντρικὸ πρόσωπο τότε ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Κύριλλος. Οἱ παραδοσιακότεροι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς στρέφονταν πρὸς τὸν Κύριλλον, ἀναμένοντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ δείξει τί καὶ πῶς πρέπει νὰ πιστεύουν γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Οἱ νεστοριανοὶ καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀντιοχειανοὶ τὸν καταπολεμήσανε σκληρά. Οἱ ἤπιοι Ἀντιοχειανοὶ συζητούσανε (ἐνίοτε πολεμικὰ) καὶ τελικὰ συνεννοήθηκαν μαζί του. Οἱ ἀπολλιναρίζοντες καὶ μονοφυσιτίζοντες ἀκραῖοι ἀλεξανδρινοί, τελικά, τὸν παρερμήνευσαν καὶ τὸν ἀπέρριψαν. Κανεὶς ἀπὸ τὸ 428 ἕως τὸ 451 δὲν εἶχε οὐδέτερη στάση ἔναντι τοῦ Κυρίλλου, κανεὶς δὲν ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν θεολογία του. Θετικὰ ἢ ἀρνητικά, ὅλοι ὀφείλανε νὰ λάβουν θέση ἔναντι τοῦ Κυρίλλου, διότι αὐτὸς ὕψωσε τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας τῆς Ἐκκλησίας.
Στυλιανὸς Παπαδόπουλος
_________________
(*) Τὸ κεφάλαιο ὁλοκληρώνεται στὶς ὑπόλοιπες σελίδες (360-377) μὲ τὰ ἑξῆς μέρη:
«Σημασία καὶ εὖρος τῶν προσφωνήσεων “πατὴρ” καὶ ”κύριος”»·
«Θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας στὸν Χριστὸ καὶ ἐποικοδόμηση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν στὴν Ἐκκλησία»·
«Πέτρος σημαίνει βράχος καὶ πέτρα εἶναι ἡ πίστη (Ἰω. 1,42) ὡς θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας»·
«Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἡ πτώση του αἰτία τῆς ὀνομαστικῆ ὑποσχέσεως τῶν “κλειδῶν” καὶ τοῦ ”ποίμαινε τὰ πρόβατά μου” (Ἀποκατάσταση τοῦ Πέτρου)».