Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for Απρίλιος, 2011

ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 6th, 2011 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Mέγας Kανών

ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

«Ψυχή μου ψυχή μου, àνάστα, τί καθεύδεις;…»
(κοντάκιο)

Oμιλ. π. Aυγ.1.ΤΑ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὡραίους ὕμνους, καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶνε ἕνα ἐγερτήριο. Μᾶς καλεῖ νὰ ξυπνήσουμε. Ἀπὸ ποιόν ὕπνο;

* * *

Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσικὸς ὕπνος. Κανείς δὲν εἶνε ἀπηλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη. Ἄυπνος εἶνε μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἄυπνοι μένουν οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι, ποὺ νύχτα – μέρα ἐποπτεύουν στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶνε ἀναγκαῖος καὶ ἀκατηγόρητος. Εἶνε δῶρο Θεοῦ. Τονώνει τὸν ὀργανισμό. Ἡ δὲ ἀϋπνία εἶνε μαρτύριο, τιμωρία, μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. ―Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, παίρνω χάπια… Φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζεται μεταπολεμικῶς σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο! Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου λέμε· Δός μας «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει πάλι τὸ ἀπόδειπνο· «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶνε ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας.

* * *

Παρατηρῆστε. Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει ασθησι τί γίνεται γύρω του. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἂν συζητοῦν, ἂν τὸν σχολιάζουν… Μπορεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ μποῦν κλέφτες καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτα. Μπορεῖ νὰ πάρῃ φωτιά, νὰ λαμπαδιάσῃ τὸ σπίτι, κι αὐτὸς ζαλισμένος ἀπ᾿ τὸν καπνὸ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ξυπνήσῃ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔχει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἀδιάφορος, ασθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφορεῖ, κοιμᾶται. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος κοιμᾶται, κάποιος ἄλλος, ὁ σατανᾶς, δὲν κοιμᾶται. Αὐτός, τότε, κάνει τὴν «κλοπή», ἁρπάζῃ τὰ πολύτιμα τῆς ψυχῆς μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ὅταν μὲν κινδυνεύῃ τὸ σῶμα, τὸ σκεπτόμεθα· ὅταν ὅμως κινδυνεύῃ ἡ ψυχή, κανείς δὲν τὸ ὑπολογίζει. Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασι τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας.
Ἀκόμα, αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα. Τί ὄνειρα; Εἶνε πεινασμένος; βλέπει τραπέζι γεμᾶτο φαγητά. Εἶνε γυμνός; φαντάζεται ὅτι εἶνε ντυμένος μὲ πορφύρα βασιλική. Εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος; φαντάζεται ὅτι εἶνε βασιλιᾶς. Εἶνε στρατιώτης; νομίζει ὅτι εἶνε στρατηγός… Φαντασιώδη πράγματα. Κι ὅταν ξυπνάῃ, διαπιστώνει ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπατηλό.
Ὄνειρο, ἀδελφοί, εἶνε ἡ παροῦσα ζωή. Ὅσο διαρκεῖ ἕνα ὄνειρο, τόσο κι αὐτή. «…Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
Ὀνειρώδης κατάστασι ἡ ζωή. Καὶ ὁ κίνδυνος παραμονεύει. Ἕνας γέροντας, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. ―Μιὰ νύχτα, κουρασμένος ἀπὸ τὴν πορεία, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Τὸ πρωῒ ξυπνῶ καὶ τί νὰ δῶ· ποῦ κοιμόμουν, σὲ μέρος ἀσφαλές; Ἐκεῖ στὰ σκοτεινά, ἔπεσα καὶ κοιμόμουν στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου· κι ἀπὸ κάτω γκρεμός… Λίγο νὰ μετεκινεῖτο, θὰ ἔπεφτε στὸ χάος.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατάστασί μας. Κοιμούμεθα στὴν ἄκρη βράχου. Λίγο νὰ γείρουμε, μιὰ μεταστροφὴ νὰ γίνῃ, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν αἰωνία κόλασι.
Ποιός λοιπὸν θὰ αἰσθανθῇ τὴν δεινὴ αὐτὴ κατάστασι; Ποιός θὰ ξυπνήσῃ; Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

* * *

Πῶς ξυπνάει ὁ ἁμαρτωλός; Ὑπάρχουν τρόποι. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα παραδείγματα πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
Πρῶτον ὁ Πέτρος. Τί ἔκανε ὁ Πέτρος; Διέπραξε μεγάλη ἁμαρτία· ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ μὲ ὅρκο ἐνώπιον μιᾶς ὑπηρετρίας. Ἀλλ᾿ ἐνῷ παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Τότε ἐξῆλθε «ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Βλέπετε; Ἀκόμα καὶ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ μπορεῖ νὰ ξυπνήσῃ τὴ συνείδησι.
Ἔπειτα ὁ Παῦλος. Ἁμαρτωλὸς ἦτο κι αὐτός, διώκτης. Ἔπιανε τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Ἤθελε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε στὴ Δαμασκό, τὸν ἐτύφλωσε μιὰ ἀστραπὴ καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 9,5· 22,7· 26,14), εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ξύπνησε.
Ἕνας ἄλλος, ἔνδοξος βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, ἔπεσε σὲ μοιχεία (χώρισε ἀντρόγυνο), καὶ σκότωσε ἄνθρωπο. Καὶ ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος. Τέλος ξύπνησε. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν, ποὺ ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἔρριξε τὸ κεραυνό του. Ἔτσι ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε, διωρθώθηκε.
Ξύπνησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ λάλημα ἑνὸς πετεινοῦ· ξύπνησε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· ξύπνησε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Πῶς ξύπνησε; Μιὰ μέρα ἄκουσε φωνή· «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει τὴ Γραφὴ στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴ καὶ βρίσκει τὸ χωρίο «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός…» (Ῥωμ. 13,12). Μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Φτάνει καὶ ἕνα χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ μύρια μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ὅταν δὲν ξυπνᾶμε οὔτε μὲ τὰ πουλιά, οὔτε μὲ τὶς ἀστραπές, οὔτε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα, οὔτε μὲ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Στὸ νοσοκομεῖο, ὅταν κάνῃ κάποιος ἐγχείρησι καὶ μετὰ δὲν ξυπνάῃ, τοῦ δίνουν μπάτσους· γιατὶ ἂν κοιμηθῇ περισσότερο, θὰ πεθάνῃ. Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας· ἀφοῦ χρησιμοποιήσῃ τὰ ἤπια μέσα, μετὰ πλέον χρησιμοποιεῖ ῥάβδο. Τί εἶνε π.χ. οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις γενικῶς; Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).

* * *

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοὶ ἀμετανόητοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλησιάσει τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ὑπάρχουν ἄντρες ἄπιστοι, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ χώρισαν τὴ γυναῖκα τους καὶ ζοῦν παρανόμως, ὑπάρχουν νέοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό… Προσπαθῆστε κ᾿ ἐσεῖς μὲ προτροπὲς καὶ δάκρυα νὰ τοὺς ξυπνήσετε.
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται. Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον. Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ ἡ τεσσαρακοστὴ αὐτὴ νὰ εἶνε τεσσαρακοστὴ ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Πτολεμα;δα στις 23-3-75

ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 4th, 2011 | filed Filed under: Eпископ Артемије

Επίσκοπος Ράσκας-Πριζρένης και το Κόσοβο-Μετόχια G.G. Др АРТЕМИЈА

ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ


1. PROSKL. SOC ISTΟ αγώνας του oρθοδόξου επισκόπου Αρτεμίου στην Σερβία είναι μεγάλος και η απειλή συνεχής. Πλήθος κληρικών και μοναχών δίνουν την μάχη μαζί του και είναι αποφασισμένοι να πέσουν στον αγώνα, παρά να προδώσουν τα όπλα τα ιερά της Ορθοδόξου Πίστεως.
Όλοι αυτοί που περιβάλλουν τον επίσκοπο Αρτέμιο δεν είναι άϋλα πνεύματα, αλλά είναι άνθρωποι και έχουν ανάγκη από κάποια πράγματα αναγκαία, γι’ αυτά θα πρέπει να φροντίζουν οι πιστοί.

Ο επίσκοπος Αρτέμιος και το πλήθος των μοναχών, μοναζουσών, που διώκονται, για του Χριστού την Πίστη την αγία, δεν είναι ξένοι, είναι αδελφοί μας και θα πρέπει κοντά στις προσευχές μας, να βοηθήσουμε και οικονομικά, -όσοι μπορούμε- άλλος από το  υστέρημα του και άλλος από το περίσσευμά του. Και το δίλεπτο της χήρας θα πιάσει τόπο στην επισκοπή Ράσκας-Πριζρένης, Κόσοβο-Μετόχια, στην εξορία. Να βοηθήσουμε τους αγωνιστές της Ορθοδόξου Πίστεως που διώκονται από τους οικουμενιστάς και φιλοπαπικούς επισκόπους της Σερβίας και να προετοιμαζόμεθα, όπως είπε ο Γέροντας επίσκοπος π. Αυγουστίνος Καντιώτης και εμείς για Εκκλησία κατακομβών.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΠΕΛΑΤΗ
Μεταφορές σε USD [$]

Ενδιάμεση Τράπεζα / ανταποκρίτρια τράπεζα
SWIFT –BIC CITIUS33
Όνομα CITIBANK NA
Πόλη, Χώρα: New York, NY, Ηνωμένες Πολιτείες

Ο λογαριασμός με το ίδρυμα / δικαιούχου τράπεζας
SWIFT- BIC KOBBRSBG
Όνομα ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ AD BEOGRAD
Οδός Αγίου Σάββα 14
Πόλη, Χώρα ΣΕΡΒΙΑ Βελιγράδι

Δικαιούχος
IBAN / Αριθμός Λογαριασμού RS35205903101275356523
Όνομα Αρτέμιου Radosavljevic
Οδός BB ΣΧΟΛΕΙΟ
Πόλη, Lezimir Χώρα 22207, Σερβία

Προσέξτε τὸ παιδί!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 2nd, 2011 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)
3 Ἀπριλίου 2011

Προσεξτε το παιδι!

«Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν»(Μᾶρκ. 9,21)

9) PAIDIA.istΕνας δυστυχισμένος πατέρας ἔφερε, ἀγαπητοί μου, στὸν Κύριο τὸ γυιό του, ποὺ ἔπασχε πολύ. Πονηρὴ δύναμις, «ἀκάθαρτον πνεῦμα» (Μᾶρκ. 9,25), κυριαρχοῦσε πάνω του. Ὑπὸ τὴν ἐπίδρασί του ὁ νέος δὲν μιλοῦσε, δὲν ἄκουγε. Ἐπάνω δὲ στὶς φρικτὲς στιγμὲς τοῦ δαιμονικοῦ παροξυσμοῦ ἔσπαζε τὰ δεσμά του, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια καὶ ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό.

Ὁ Κύριος ῥίχνει ἕνα βλέμμα γεμᾶτο συμπάθεια στὴ δυστυχισμένη αὐτὴ ὕπαρξι καὶ ἀπευθύνει στὸν πατέρα ἕνα ἐρώτημα. Ἕνα ἐρώτημα, ποὺ θά ᾽πρεπε νὰ τὸ προσέξουμε ὅλοι ὅσοι ἐρχόμαστε ὁπωσδήποτε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ παιδί. Διότι δὲν εἶνε ἐρώτημα τυχαῖο, ὅπως τυχαία δὲν εἶνε καμμία λέξι στὴν ἁγία Γραφή. Ἐρωτᾷ ὁ Κύριος, ὄχι γιατὶ ἀγνοεῖ καὶ θέλει νὰ μάθῃ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ δαιμονισμένου νέου, ἀλλὰ γιατὶ θέλει νὰ δώσῃ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα σπουδαιότατο μάθημα. Ἐρωτᾷ τὸν πατέρα· «Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;», ἀπὸ πότε δηλαδὴ συνέβη στὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ κακό; Καὶ ὁ πατέρας ἀπαντᾷ μὲ μία λέξι· «Παιδιόθεν», ἀπὸ μικρὸ παιδὶ δηλαδή (ἔ.ἀ. 9,21).
Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν», ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ τὰ πικραμένα χείλη ἑνὸς πατέρα, εἶνε τὸ τρομερὸ «κατηγορῶ» ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ παραμελοῦν τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ. Ὑπάρχει μεγαλύτερο ἔγκλημα ἀπὸ αὐτό; «Παιδιόθεν»! Ἂς σκεφτοῦμε λίγο ἐπάνω στὴ λέξι αὐτή.

* * *

Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, κακία, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ὁπωσδήποτε τὴν ἀρχή της στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ποταμὸς χωρὶς πηγές, ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἔγκλημα, κακία ἀτιμία ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ τὴν προέλευσί της στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμφιβάλλετε; θέλετε παραδείγματα; Ἰδού.
⃝ Τὸ παιδί, ποὺ σήμερα κρατάει ἕνα λάστιχο – μιὰ σφεντόνα καὶ χτυπάει ἀλύπητα τὰ πουλιὰ καὶ γκρεμίζει τὶς φωλιές τους, ἐκδηλώνει τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς σκληρότητος. Αὔριο τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ γίνῃ ὁ ἀνάλγητος καὶ ἀπάνθρωπος ἐκεῖνος νέος ἢ ἄντρας, ποὺ δὲν θὰ δυσκολεύεται νὰ κρατάῃ μαχαίρια, δυναμῖτες, μπουκάλια πετρελαίου καὶ βενζίνης, γιὰ νὰ γκρεμίζῃ καὶ νὰ καίῃ σπίτια φτωχῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κατακρεουργῇ ἀθῷα νήπια.
⃝Τὸ ἄλλο ἐκεῖνο παιδί, ποὺ σήμερα κλέβει μικροπράγματα τῆς γειτονιᾶς καὶ τὰ μεταφέρει θριαμβευτικὰ στὸ σπίτι καὶ οἱ γονεῖς του δὲν τὸ τιμωροῦν καὶ δὲν τὸ ὑποχρεώνουν νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ, ἀλλὰ γίνονται κλεπταποδόχοι, αὔριο ὁ μικρὸς αὐτὸς κλέφτης θὰ γίνῃ ἕνας περιβόητος διαρρήκτης, ποὺ μὲ ἀντικλείδια θ᾿ ἀνοίγῃ χρηματοκιβώτια καὶ θ᾽ ἀναστατώνῃ τὴν ἀστυνομία.

⃝ Καὶ τὸ τρίτο ἐκεῖνο παιδί, ποὺ σήμερα στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του μὲ τὶς ἐπιδοκιμασίες τῶν «προκομμένων» γονέων του βλέπετε νὰ παίζῃ μὲ τὰ γειτονόπουλα τυχερὰ παιγνίδια καὶ μὲ δολιότητα νὰ ξαφρίζῃ τὰ χρήματα τῶν μικρῶν συμπαικτῶν του, μὴν παραξενευτῆτε ἂν αὔριο ἀκούσετε ὅτι ἔγινε ἕνας αἰσχρὸς χαρτοπαίκτης ποὺ παίζει τὰ πάντα, κι αὐτὴν ἀκόμη τὴν τιμὴ τῆς οἰκογενείας του.

Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ φέρουμε ἄλλα παραδείγματα. «Παιδιόθεν» ἀρχίζουν ὅλες οἱ κακίες· ἡ σκληρότης, ἡ τάσι πρὸς τὴν κλοπὴ καὶ τὸ ψέμα, ἡ ὀκνηρία καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια πού, ἂν κυριαρχήσουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνουν ν᾿ ἀλλάζῃ χρώματα, ν᾿ ἀφρίζῃ, νὰ τρίζῃ τὰ δόντια καὶ νὰ παρουσιάζῃ ὄψι ἀτίθασου θηρίου, τὴν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας σοφὸς κοινωνιολόγος ἔλεγε· «Ὅλοι σχεδὸν οἱ κακοποιοὶ τοῦ μέλλοντος, οἱ λωποδῦτες, οἱ κλέφτες, οἱ ἐμπρησταί, οἱ δολοφόνοι, βρίσκονται σήμερα στὰ σχολεῖα μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ ὑπάρξουν καὶ μεγαλύτεροι κακοῦργοι, ποὺ διαπράττουν ἐθνικὰ ἐγκλήματα. Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε σήμερα μαθηταὶ τῶν σχολείων μας, ἀνατρέφονται ἀπὸ μᾶς· ἡ διάπλασί τους ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς καὶ εἶνε ἁπλὸ ζήτημα ἀνατροφῆς». Στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές, ὅπως ἔγραφε τὸ ἄριστο περιοδικὸ «Τὰ πάτρια», «τόμους ὁλοκλήρους δύνανται ν᾿ ἀνεύρωσιν οἱ ἄξιοι τοῦ ὀνόματος διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐθύνης τὸν ἀκάνθινον στέφανον, ὁ ὁποῖος δέον νὰ πληγώνῃ μέχρις αἵματος τὸ μέτωπόν των διὰ τῶν σκέψεων περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν μαθητῶν».

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἂν θέλετε νὰ καταλάβετε τὴ σημασία ποὺ κλείνει ἡ λέξις «παιδιόθεν», ῥίξτε ἕνα βλέμμα στὴν κοινωνία μας καὶ θὰ δῆτε ὅτι τὸ κακὸ ποὺ μαστίζει τὸν τόπο μας ἄρχισε…«παιδιόθεν». Ποιοί διαπράττουν, σᾶς ἐρωτῶ, τὰ ἀπαίσια ἐγκλήματα, ἐμπρὸς στὰ ὁποῖα φρικιᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νέοι ἡλικίας 18 ἕως 25 ἐτῶν. Πρὶν δηλαδὴ ἀ πὸ 10-15 χρόνια οἱ νέοι αὐτοὶ ἦταν παιδιὰ ποὺ φαίνονταν ἀγγελούδια, ἔπαιζαν, καὶ οἱ γονεῖς τὰ χαίρονταν καὶ οἱ γέροντες τὰ κρατοῦσαν στὴν ἀγκαλιά τους. Ποιός μποροῦσε νὰ προβλέψῃ, ὅτι τὰ παιδιὰ αὐτὰ θὰ γίνονταν οἱ δράκοι ποὺ ζητοῦν νὰ πνίξουν ὅλους;
Καὶ ὅμως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ φθάσουμε στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου. Ἐὰν ὡς σύνθημα τῆς ἀνορθώσεώς μας ἦταν τὸ «παιδιόθεν», ἐὰν δηλαδὴ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννιέται ἕνα παιδί, ἢ μᾶλλον πρὶν γεννηθῇ ὁ νέος ἄνθρωπος, λαμβάνονταν ὅλα τὰ μέτρα ποὺ θὰ ἐξασφάλιζαν τὴν ὑγιῆ διάπλασιτῆς νεολαίας μας, σήμερα ὁ τόπος μας δὲν θὰ εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ βλέπῃ φαινόμενα καννιβαλισμοῦ, νέους ἄθρησκους καὶ ἀπάτριδες, νέους μὲ λεγεῶνες δαιμονίων, ποὺ ἀφρίζουν ἀπὸ μῖσος καὶ τρίζουν τὰ δόντια καὶ δημιουργοῦν κοινωνικὸ χάος.
«Παιδιόθεν»! Ἐὰν σὲ κάθε χωριὸ ὑπῆρχε κατηχητικὸ σχολεῖο καὶ ὁ ἱερεὺς κάθε Κυριακὴ χτυποῦσε τὴν καμπάνα καὶ καλοῦσε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας γιὰ νὰ διδάξῃ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶνε ὁ μόνος ποὺ ἐξευγενίζει καὶ ἐκπολιτίζει τὶς ψυχές· ἐὰν κάθε δάσκαλος ἦταν μία ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ προσωπικότητα, ὑπόδειγμα καὶ καθρέφτης τῆς ἀρετῆς· ἐὰν οἱ γονεῖς, ἀντὶ νὰ διαμαρτύρωνται διότι ὁ μικρός τους τιμωρήθηκε κάπως αὐστηρότερα ἀπὸ τὸ δάσκαλο, βοηθοῦσαν στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ σχολείου· ἐὰν οἱ πρόεδροιτῶν κοινοτήτων καὶ οἱ δήμαρχοι τῶν πόλεων ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ τὰ γεφύρια καὶ τοὺς δρόμους· ἐὰν τὸ κράτος σφράγιζε τὰ ποικίλα διαφθορεῖα καὶ στὴ θέσι τους ἄνοιγε γυμναστήρια καὶ ἀναγνωστήρια· ἐὰν λαμβάνονταν εὐεργετικὰ μέτρα γιὰ τὶς οἰκογένειες τῶν πολυτέκνων, ποὺ εἶνε τὰ βάθρα τοῦ ἔθνους· ἐὰν μὲ λίγα λόγια κάποιος, ὅπως στὴν ἀρχαία Σπάρτη ὁ Λυκοῦργος, κατώρθωνε νὰ στρέψῃ τὴν προσοχὴ τοῦ λαοῦ πρὸς τὸ παιδὶ καὶ ἔλεγε «Ἑλλάδα, φτωχή μου πατρίδα, κοίταξε τὰ παιδιά σου· αὐτὰ εἶνε οἱ θησαυροί σου», τότε τὰ πράγματα θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικά. Δὲν θὰ φοβόταν ὁ ἕνας ἄνθρωπος τὸν ἄλλο. Ὅλοι θὰ ζοῦσαν σὰν ἀδέρφια μέσα στὴ μεγάλη καὶ τιμημένη αὐτὴ οἰκογένεια ποὺ λέγεται Ἑλλάς. Τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι λίγοι ἀστυνομικοὶ θὰ ἦταν ἀρκετοὶ νὰ φυλάξουν ὁλόκληρη πόλι, διότι ὁ καθένας θὰ ἦταν φύλακας τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς ἠθικῆς τάξεως τῆς κοινωνίας, καὶ δὲν θὰ ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του καμμία ἀσχημία καὶ παράβασι νόμου ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τώρα ἀναγράφονται καθημερινῶς στὰ βιβλία καὶ τὰ ἡμερολόγια τῶν ἀστυνομικῶν τμημάτων. Λευκὰ θὰ ἦταν τὰ δελτία τῆς ἀστυνομίας, τὸ ἔγκλημα θὰ ἐξαλείφετο ἀπὸ τὴν κοινωνία.

* * *

Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Ἀκόμη δὲν χάθηκε τὸ πᾶν. Τὸ «παιδιόθεν»μπορεῖ νὰ γίνῃ θεμέλιο τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ἐν μέσῳ τῶν ἐρειπίων ἀκούγεται μία φωνὴ σωτήριος· «Ἑλλάς, φέρε  τὰ παιδιά σου σ᾽ ἐμένα!». Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅ πως κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου σκοτώνονται ὅλα τὰ μικρόβια, ἔτσι κάτω ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς θείας διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ σκοτώνονται ὅλα τὰ ἠθικὰ μικρόβια τῶν κακιῶν καὶ οἱ νέοι ἀνακτοῦν τὴν ψυχική τους ὑγεία.
Ὁ Χριστός, ποὺ εἶχε τὴ δύναμι νὰ βγάλῃ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ νέο τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ὁ ἴδιος καὶ σήμερα. Δὲν ἔχει χάσει οὔτε ἕνα πολλοστημόριο ἀπὸ τὴν ἄπειρη δύναμί του, μὲ τὴν ὁποία πρὸ 20 αἰώνων θαυματουργοῦσε στὴ Γαλιλαία. Ἀρκεῖ νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ προσευχώμαστε λέγοντας ὁ καθένας μας τὴν προσευχὴ τοῦ πατέρα τοῦ δαιμονιζομένου· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»(ἔ.ἀ. 9,24). Ἀρκεῖ πρὸ παντὸς οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ καθηγηταὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ κρεμάσουν στὶς αἴθουσες τῶν σχολείων τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουν αὐτὸν πάντοτε πρό  τυπο παιδαγωγοῦ, μελετώντας καὶ ἐμβαθύνοντας διαρκῶς σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἐκεῖνος διακήρυξε· «Εἷς ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε… Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός»(Ματθ. 23,8-10).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος γραπτῆς ὁμιλίας· μετεδόθη ὡς ἐκπομπὴ ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὴν 3-4-1949. Διαίρεσις, μεταγλώττισις καὶ μικρὰ σύντμησις 3-4-2011.

ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΘΗ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ; (КАКО ЋЕ СЕ ОЧИСТИТИ САВЕСТ?)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 2nd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, Xαιρετισμοι της Παναγιας

Ἀκάθιστος Ὕμνος

Παρασκευὴ 8 Ἀπριλίου 2011

ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΘΗ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ;

«Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν» (Ἀκάθ. ὕμν. Φ5α΄ )

ΕΙΚΟΝΕΣ (137)Απόψε, ἀγαπητοί μου, στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας μας ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ ἐμπνευσμένο ποιητικὸ ἀριστούργημα τοῦ Βυζαντίου ποὺ διαρκεῖ αἰῶνες τώρα καὶ ἀποτελεῖ ἐπανάληψι τοῦ πρώτου ἐκείνου χαιρετισμοῦ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο(Λουκ. 1,28)· αὐτὸν ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ 144 φορές, κ᾽ εἶ νε ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων στὴν Παναγία, ποὺ σὲ δύσκολες στιγμὲς ἔγινε ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους μας.
Ἀπόψε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξηγήσουμε τὸ «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν»(Ἀκάθ. ὕμν. Φ5α΄). Ὁμιλεῖ περὶ συνειδήσεως. Δύσκολο τὸ θέμα· θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια.

* * *

Ὅλοι ἔχουμε ἀ κούσει περὶ συνειδήσεως, ποὺ εἶνε ἕνα μυστηριῶδες φαινόμενο. Ἡ συνείδησις, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, εἶνε δύο εἰδῶν· ψυχολογικὴ καὶ ἠθική. Τί θὰ πῇ ψυχολογικὴ συνείδησι. Εἶνε ἡ ἰδέα ἡ σαφὴς γνῶσις ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῶν αἰσθήσεών του ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν γιὰ τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑ αυτό του. Διὰ μέσου τοῦ νοῦ – τῆς σκέψεώς μας ἔχουμε γνῶσι ὅτι ἐμεῖς ὑπάρχουμε κι ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνε μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Προσέξτε το αὐτό· πάνω στὸν πλανήτη αὐτὸν εἶσαι σὺ καὶ ὄχι ἄλλος, εἶσαι αὐτὸς καὶ δὲν εἶ σαι ἄλλος· εἶσαι ὁ Ἀνδρέας, εἶσαι ὁ Κώστας, εἶσαι ὁ Δημήτρης· εἶσαι ἡ Βαρβάρα, εἶσαι ἡ Κατερίνα, εἶσαι ἡ Εἰρήνη. Διὰ τῆς συνειδήσεως αὐτῆς λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτὸ ὀνομάζεται αὐτογνωσία. Καὶ αὐτο γνωσία ἔχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐπισκέφθηκα στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνα πρόσωπο πολὺ προσφιλὲς σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ τὸν βρῆκα στὸ τέλος· ἦ ταν σὲ κῶμα πλέον καὶ μόνο ἀνέπνεε· τοῦ μιλοῦσα – τοῦ φώναζα δυνατά, δὲν καταλάβαινε. Μοῦ λέει ὁ γιατρός· Ἔχασε τὴν συνειδητότητα, τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἐνῷ ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, μὲ μιὰ καρφίτσα νὰ τὸν κεντήσῃς, αἰσθάνεται, ἔχει αἴσθησι.
Αὐτὸ λοιπὸν λέγεται συνείδησις ψυχολογικῶς· ἡ ἐπίγνωσις ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ κόσμου γύρω μας.

Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ψυχολογικὴ ἔννοια· θὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὴ συνείδησι μὲ ἔννοια ἠθική. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ συνείδησις εἶνε ἡ μυστικὴ ἱκανότης ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος, ἄντρας γυναίκα ἢ παιδί, ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικῇ, σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ἂν ζῇ, σὲ ὅποια τάξι καὶ ἐπίπεδο καὶ ἂν ἀνήκῃ, ἡ ἱκανότης μὲ τὴν ὁποία διακρίνει ποιό εἶνε καλὸ καὶ ποιό εἶνε κακό. Καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος νὰ εἶσαι ―δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς σὲ σχολεῖα ἢ κατηχητικὰ ἢ θεολογικὲς σχολές― μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἀκοῦς μιὰ φωνή· Αὐτὸ εἶνε καλό – νὰ τὸ κάνῃς! αὐτὸ εἶνε κακό – νὰ μὴν τὸ κάνῃς! Καὶ τὴν ἀκοῦς ἰσχυρά. Γίνεται πάλη, φοβερὴ πάλη, μέσ᾽ στὴν ψυχή· Νὰ τὸ κάνω; –νὰ μὴν τὸ κάνω;… Τέλος ὑποχωρεῖς καὶ κάνεις τὴν ἁμαρτία. Πρὸς στιγμὴν αἰσθάνεσαι μιὰ γλύκα. Καὶ μετὰ τὴ στιγμιαία αὐτὴ ἡδονή, τὸ «κεράτιον»αὐτό –γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου(Λουκ. 15,16), ὤ τί καμίνι ἔχεις μέσα σου! Φωνάζει καὶ ὠρύεται ἡ συνείδησι καὶ σὲ κατηγορεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑποκύψῃς ἀλλὰ πῇς ἕνα ὄχι καὶ δὲν ἀφήσῃς τὸ κακὸ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω σου ἀλλὰ κρατήσῃς τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ καὶ καθαρό, τότε αἰσθάνεσαι στὴν ψυχή σου μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, ἀκοῦς φωνὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νιώθεις εὐτυχισμένος, ἔστω κι ἂν κάθεσαι σὲ μιὰ καλύβα, ἔστω κι ἂν εἶσαι στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ συνείδησις. Ὁ ἀπόστο-
λος Παῦλος ἔλεγε· «ἔχω ἀγαθὴ συνείδησι»(βλ. Πράξ. 23,1· 24,16. Β΄ Τιμ. 1,3. Ἑβρ. 13,8). Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀγαθὴ συνείδησι· τὴν ἀπέκτησαν μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς κέντησε σκορπιός; Ἐμένα μὲ κέντησε. Ἂν σᾶς κεντήσῃ, ὁ πόνος εἶνε φοβερός. Ἀλλὰ προτιμότερο νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησι. Γιὰ νὰ δῆτε τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε οἱ τύψειςτῆς συνειδήσεως, ἀναφέρω δύο παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Κάιν, ὁ γυιὸς τοῦ
Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ποὺ φθόνησε τόσο πολὺ τὸν ἀθῷο ἀδελφό του τὸν Ἄβελ, ὥστε στὸν ἔβγαλε στὸν κάμπο, μακριὰ ἀπὸ ἀνθρώπινο μάτι, κ᾽ ἐκεῖ τὸν σκότωσε· καὶ μετὰ ἦταν δυστυχισμένος, ἔτρεμε σὰν τὰ φύλλα στὸ δάσος καὶ ἄκουγε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;»(βλ. Γέν. 4,12-14,9). Ἡ τιμωρία του ἦταν νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωνὴ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης. Στὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου, λέει, ὁ βασιλεὺς Κώνσταςεἶχε ἕνα καλὸ ἀδελφό. Τὸν ὑπωψιάστηκε ὅμως ὅτι θέλει νὰ τοῦ ἁρπάξῃ τὸ θρόνο καὶ τὸν σκότωσε, ὅπως ὁ Ἡρῴδης τὰ νήπια. Ἡσύχασε; Κάθε ἄλλο. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ καὶ ἔβλεπε τρομακτικὸ ὅραμα, τὸν ἀδελφό του νὰ κρατάῃ ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, «πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου», πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ σου!
Ἡ συνείδησις εἶνε φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἕνας μεγάλος Γερμανὸς φιλόσοφος εἶπε· Δύο πράγματα μὲ πείθουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· τὸ ἕνα εἶ νε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ («Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ…»–Ψαλμ. 18,2) καὶ τὸ ἄλλο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Ποιός φύτεψε στὰ στήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴ συνείδησι; Μία
ἡ ἀπάντησις· ὁ Θεός.

* * *

Ποιός δὲν αἰσθάνθηκετοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως; Ἕνας μόνο εἶνε ἀναμάρτητος· «εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν προσωποποιήσει τὴ συνείδησι· φαντάζονταν τὶς τύψεις ὡς τιμωρητικὲς θεότητες, τὶς Ἐρινύες ποὺ λένε οἱ τραγικοί· πίστευαν ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος κάτι ἄγριες γυναῖκες τὸν κυνηγοῦν ἀπηνῶς καὶ δὲ βρίσκει ἡσυχία. Γιὰ τὶς τύψεις ὁμιλεῖ καὶ ὁ Ἄγγλος ποιητὴς Σαίξπηρ. Λέει, ὅτι κάποιος διέπραξε φόνο κι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ θύματος λέρωσε τὸ δάχτυλό του· καὶ αἰσθάνθηκε τόση ἐνοχή, ποὺ τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε τό ᾽πλενε…
Καὶ λέει ὁ Σαίξπηρ· Κι ἂν πλύνῃς τὸ κορμὶ ἀκόμη καὶ μὲ τὰ νερὰ τοῦ Τάμεσι (εἶνε ὁ μεγάλος ποταμὸς ποὺ διασχίζει τὸ Λονδῖνο), δὲν θὰ ἐξαλείψῃς τὴν ἐνοχὴ ἀπ᾽ τὴν ψυχή. Καὶ ὁ Πιλᾶτος πλύθηκε καὶ εἶπε «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου»(Ματθ. 27,24), ἀλλὰ μέσα του αἰσθανόταν τόση ἐνοχὴ ποὺ τελικὰ αὐτοκτόνησε.
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καὶ ἄνθρωποι ἀ συνείδητοι, ποὺ πνίγουν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως· δὲν ἀπευθύνομαι σ᾽ αὐτούς, ἀπευθύνομαι σὲ
ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἔχασαν τὴν εὐαισθησία, ἀλλὰ νιώθουν τὸν ἔλεγχο καὶ ρωτοῦν· Πῶς θὰ ξεπλύνουμε τὴν ἐνοχή, πῶς θὰ εἰρηνεύσουμε τὴ συνείδησι, πῶς θὰ βροῦμε τὴ γαλήνη; Ὑπάρχει τρόπος, ὑπάρχει μέσον;

* * *

Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου. Ἕνα μᾶς καθαρίζει. Ποιό; «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Α΄ Ἰω. 1,7). Ἂν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε μόνος του ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὴ συνείδησι ἀπὸ τὸ ῥύπο, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστός. Μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ καθαριστοῦμε. Καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος μὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, δὲν ἐξαλείφεις οὔτε τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία.
Δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ἀξία τῶν μέσων αὐτῶν, ποὺ καλλιεργοῦν τὴ μετάνοια καὶ ἑλκύουν τὴ θεία χάρι, ἀλλὰ κηρύττοντας ἁγνὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ λέμε, ὅτι ἡ κάθαρσις καὶ λύτρωσίς μας ἔγινε μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ «ἀμώμου καὶ ἀσπίλου ἀμνοῦ –Χριστοῦ»(Α΄ Πέτρ. 1,19).
Ὤ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε καὶ σταυρώθηκε καὶ σήκωσε στοὺς ὤμους του «τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰω. 1,29) καὶ ἔγινε «κατάρα»καὶ «ἁμαρτία»(βλ. Γαλ. 3,13. Β΄ Κορ. 5,21) γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»(Ματθ. 26,27). Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ σταυρό, γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ πλένει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας.
Τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὅταν λέῃ στὴν Παναγία «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν». Διότι ἐκείνη ἔγινε τὸ ὄργανο γιὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ λύτρωσίς μας, ἐκείνη βοήθησε νὰ καθαρθῇ ἡ συνείδησί μας ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία. Γι᾽ αὐτό, ὅπως φροντίζουμε τὴν καθαριότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν ἐνδυμάτων μας, ἔτσι ἂς σπεύσουμε στὸν λουτῆρα τῆς μετανοίας. Στὸ πλυντήριο τὰ ἄπλυτά μας! Ὅλοι νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν Παναγία· «Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸ Πάσχα καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»(Κυρ. Πάσχα)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 14-4-1989

________________

ΣΕΡΒΙΚΑ

__________________

АКАТИСТ ПРЕСВЕТОЈ БОГОРОДИЦИ

КАКО ЋЕ СЕ ОЧИСТИТИ САВЕСТ?

«Радуј се Умивалиште које умиваш савест! » (Акатист Пресветој Богородици)


Вечерас, драги моји, у храмовима нашег Православља се поје цео Акатист Пресветој Богородици, то предивно музичко дело Византије које траје већ вековима и сачињава се од понављања оног првог Акатиста који је изрекао анђеo Пресветој Богомајци (Лука 1,28); то се овде понавља 144 пута и то је израз захвалности православних Грка Богомајци која је у тешким тренутцима била Воизбрана Војвода нашега рода. Вечерас, уз помоћ Божију, ћемо објаснити следеће: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест! » (Акатист Пресветој Богородици). Овде се говори о савести. Тешка је то тема, покушаћемо то све објаснити са једноставним речима.

* * *

Сви ми смо чули о савести, која је један тајанствени феномен. Стручњаци нам говоре да постоје две врсте свести: психолошка и морална свест. Шта то значи «психолошка свест»? То је спознаја или јасно знање које има човек у својим осетилима, са једне стране за свет који га окружује, а са друге стране за самог себе. Кроз свест – наше мисли – имамо осећај да ми постојимо и да је свако од нас јединствен и непоновљив. Пазите на ово, на овој планети си само ти,  а не неко други, само ти и нико други. Ти си Андреј, Коста, Димитрије, Варвара,Катарина, Ирини. Кроз ту свест добијамо спознају о себи. То се назива самопознање. А то познавање имају људи. Посетио сам у болници «Евангелизам» једну мени веома драгу особу, међутим нашао сам га на крају, био је већ у коми и није више дисао. Говорио сам му, викао гласно, није ме прeпознао. Тада ми је рекао лекар: «Изгубио је свест, додир са окружењем». То се, дакле, назива психолошком свешћу: спознаја себе и спознаја света око нас.

Овде вам нећу говорити о савести као психолошком појму, говорићу вам са мало речи о моралној савести. Под тим појмом савест је тајна способност коју има сваки човек – мушкарац, жена или дете, било где и у којем времену да живи, којој класи или роду  да припада, има способност са којом разликује шта је добро, а шта је лоше. И најнеписменији да си – није потребно да идеш у велике црквене или теолошке школе – у дубини свога срца чујеш један глас. То је добро – то да чиниш! То није добро – то немој чинити! И то све чујеш гласно. Настаје велика борба у души. Да ли да то учиним? Да ли да то не учиним?… На крају ипак попушташ и грешиш. На тренутак осећаш неку слаткоћу. А после те тренутачне сласти, осетићеш “гадост”, да се присетимо приче о блудном сину (Лука 16,15), оно што си учинио остаје у теби! Виче и напада савест и оптужује те. Ако ли не попустиш већ кажеш не, и не допустиш да зло овлада тобом већ себе одржиш чедним и чистим, тада осећаш у својој души велику радост и весеље, чујеш гласове анђела и арханђела, осећаш се срећним, иако седиш у једној колиби, иако си у затвору због истине јеванђељске. Веома је важна савест. Апостол Павле је говорио «Имам добру савест.»(ви. Дела. 23,1· 24,16. Б Тим. 1,3. Јев. 13,8).Светитељи су имали добру савест, задобили су је трудом и муком, те кроз крв Исуса Христа. Да ли вас је некада убола шкорпија? Мене јесте. Ако вас убоде, бол је страшна. Боље је да те убоде шкорпија, каже нам Свети Златоуст, него да те убоде савест. Само да видите каква страшна ствар је грижа савести, наводим вам два примера. Један пример је Каин, син Адама и Еве, који је завидео толико свом недужном брату Авељу, тако да га је одвео далеко у неко шипражје, далеко од људских очију и тамо га је убио, а после тога је био несрећан, дрхтао је као лист у шуми и чуо је глас: «Каине, Каине где је твој брат? »(види. Постање. 4,12-14,9). Казна његова је била да се опомиње од тога гласа до краја свога живота. Други пример наводи Илија Миниат. У време Византије, каже, цар Конста је имао једног доброг брата. Посумњао је да му он жели преузети трон и убио га је, као Ирод одојчад. Да ли се умирио? Све друго, само се није смирио. Одлазио је да спава и често је виђао застрашујући призор, видео је свога брата да држи чашу пуну крви која испарава и да му говори: «Брате, попиј крв свога брата»! Савест је глас Божији. Један велики философ Немац је рекао: «Две ствари ме уверавају да постоји Бог: једна су звезде небеске («Небеса казују славу Божију…»(Псалм. 18,1), а друга је глас савести.» Ко је усадио у груди свих људи савест? Само је један одговор: Бог.

* * *

Ко није осетио контролу савести? Само је један безгрешан: «Један је Свет, један Господ Исус Христос у славу Бога Оца. Амин.»(Фил. 2,11 и бож. лит.). Сви ми људи смо грешни. Стари Грци су оликовели савести, замишљали су грижњу савести као божанства која кажњавају, веровали су да сваки пут када човек греши, да га гоне неке дивље жене (Ирвије) и да не проналази мира. За грижу савести говори и енглески песник Шекспир. Каже да је неко извршио убиство и од крви жртве је умрљао свој прст, осетио је толику кривицу да га је прао, прао и прао…  И Шекспир говори: «И да опереш своје тело са свом водом реке Темзе ( која је једна велика рекао која дели Лондон), нећеш сапрати кривицу из душе.» И Пилат се опрао и рекао: «Ја сам невин у крви овога праведника» (Матеј. 27,24), али је у себи осетио такву кривицу, да је на крају извршио самоубиство. Сигурно је и да постоје несавесни људи, који гуше глас савести. Не обраћам се сада њима, обраћам се православним хришћанима који нису изгубили осећај, већ осећају контролу савести и питају: Како да оперемо кривицу, како да умиримо савест, како ћемо наћи мир? Да ли постоји начин, да ли постоји средство?


* * *

Постоји, драги моји. Само једно нас чисти. Шта? «Крв Исуса Христа» (А. Јов. 1,7). Када би човек могао сам да ослободи савест од нечистоће, не би долазио Христос. Сами не можемо да се очистимо. И сто година да се подвизаваш на Свегој гори са бројаницама и метанијама (поклонима), нећеш очистити ни најмањи грех. Не ниподаштавамо вредност тих средстава, која потпомажу покајање и привлаче божанску благодат, али проповедајући чедно Јеванђење Христово кажемо да је наше очишћење и наше избављење дошло часно «скупоценом крвљу Христа, као Јагњета непорочног и безазленог» (А. Пет. 1,19). Крв Христова, који се очовечио и разапео, па понео на својим леђима «грехе света» (Јов. 1,29) и постао је «проклетство» и «грех» (ви. Гал. 3,13. Б Кор. 5,21) да нас избави! «Пијте из ње сви» ( Мат. 26,27). Једна кап Христове крви, која је пала са крста, постаје река Јордан која пере сва наша сагрешења. Ову основну истину је знао и песник Акатиста када говори Пресветој: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест! ». Зато што је Она постала инструмент да би се извршило наше избављење, Она је помогла да се очисти наша савест од нечистоће. Зато, као што се бринемо за чистоћу куће и све своје одеће, тако исто и да прибегнемо умивалишту покајања. У машину све наше нечистоће! Сви да се исповедимо. И тада ћемо и ми рећи Пресветој: «Радуј се Умивалиште које умиваш савест!». Да се и ми, драги моји, молитвама Пресвете Богомајке спремимо да дочекамо Пасху и да кажемо: Васкрсење Твоје Христе Спасе, анђели певају на небесима, и нас на земљи удостоји, да чистим срцем, Тебе славимо. (Васкршњи Канон).

(†) πσκοπος Αγουστνος

Снимљени говор Митрополита Флорине о. Августина у храму Св. Пантелејмона у Флорини
14-4-1989

У БАЊИ!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 2nd, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик

У БАЊИ!

(ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ)

exomolog. istДрага моја децо, постојало је време када ниси имао име. Ако си био дечак викали су те бебан, ако си била девојчица звали су те беба. Дошао је један свети дан, када си добио хришћанско име, име једног од милијарду светитеља и мученика хришћанства, и од тада се зовеш Димитрије, Никола, Констандин, Георгије, Јован…, или ако си девојчица зовеш се Марија, Ана, Екатарина, Варвара, Параскева… Од анонимне особе постао/-ла си особа са именом. Уписан/-а си у црквене кљиге и као дете Цркве уживаш у свим благословима Христовим.

Који је то дан када си добио/-ла хришћанско име? То је дан свете тајне крштења. Ти си онда био/-ла веома мало дете, одојче, које није још разумело шта се дешава око њега. Међутим родитељи и рођаци се још увек сећају дана твога крштења. Ако их упиташ, чућеш да је тај дан кућа сијала од радости. Мајка те је узела у свој загрљај, однела те је у цркву. Стајала је на сред цркве света крстионица, један скромни свештеник се прекрстио, обукао је свој епитрахиљ и рекао: “Благословено царство Оца и Сина и Светог Духа…” и почела је служба крштења, која је једна од најлепших служби православне Цркве. После разних молитви, свештеник те је узео у своје руке говорећи: “Крштава се слуга (или слушкиња) Божији… у име Оца и Сина и Светог Духа” и потпио те је у освећену воду и изнео три пута.

– Али, рећи ћеш, која је сврха крштења? Постоје људи који говоре да деца не треба да се крсте, зато што немају греха.

Да , дете моје, немају грехова, своје грехове, као што их имају одрасли. Свако одојче, сваки човек који се рађа на овоме свету, носи са собом грех, носи кривицу за Ноја, први грех који је починио човек и који се назива праочински грех. Та кривица чини човека грешним, и човек, сваки човек, има потребу да се очисти. Душа грешника је црна као крила вранина. Са крштењем душа се пере и чисти са силом Светог Духа, и излази из освећене воде крстионице бела као голуб. Једна велика промена настаје у душевном свету, која се не види са људским очима, али се види са очима анђела и арханђела. Дете греха постаје дете благодати, дете Божије. Зато Црква крштење назива “бањом новог рођења”, дакле бањом која има чудотворну способност да узима старог човека, тај нечист и прљав суд, и чини га новим човеком, драгоценим и изабраним сасудом свете Цркве.

Чим се дете крсти, излази из свете крстионице, облаче га у бели хаљетак, са белим оделом, да нам се дете чини као један мали анђео Божији. Тај бели хаљетак значи да је онај који је крштен чист од сваке врсте греха и да у будуће треба да пази да не упрља себе са гресима. Да пази, као што пази оно дете које су родитељи обукли у једну скупоцену униформу, то дете не иде на прљава места да не упрља своју светлу гардеробу.

Одећа, хаљетак, онога који је крштен је Х р и с т о с. Христос на језику. Христос у очима. Христос у ушима. Христос у рукама. Христос у ногама. Христос у срцу. Христос свуда. Зато и када изађе дете из крстионице Црква поје: “У Христа се крстисте, у Христа се обукосте. Алилуја”.

Настаје питање – да ли постоји дете које је од часа свога крштења па све док није порасло успело да одржи хитон светог крштења чистим и неупрљаним? Да би једно дете одговорило да је одржало хитон свога крштења чистим и неупрљаним, као што га је добило у час крштавања, треба да није учинио никакав грех са својим језиком, са својим очима да није видео ништа нечисто, са својим ушима да није чуо речи које прљају слух, са својим рукама да није украо, да није ударио никога, да није учинио никакво зло, са својим ногама да није трчао на грешна места, са својим умом и срцем да није помислио и пожелео ништа лоше. Ако постоји такво дете, само онда ћемо рећи да је то дете одржало хитон свога крштења чистим и неупрљаним. Шта кажете, децо моја, да ли постоји такво дете на свету? Осим Христа, ни једно такво дете не постоји.

Сва деца без изузетка су сагрешила са разним гресима, упрљала су хитон светог крштења. О кад бисмо само знали колико је нечиста и прљава душа! И шта ћемо урадити, шта треба да буде?

Ево шта нам је чинити. Сада, када се приближавају свети дани Велике недеље, муке Господње, хришћани желе да њихова одећа сија, да бисмо дочекали Разапетог, лепог Младожењу Цркве, треба и ми да кажемо:

«Да ли ипак постоји начин да се душа очисти опет и одећа њена да буде опет чиста и сјајна?» Постоји, слава Богу!

Наша Црква, за душе које су сагрешиле после крштења и осећају себе недостојним и прљавим, има једну другу крстионицу. А та друга крстионица је тајна покајања или исповести.

***

Дете моје! Сијао си као сунце када су те крстили. Био си чист као снег. После тога си сагрешио. Сагрешио си много пута. А сада ти је потребна бања, духовна бања. Али, као што волиш чистоћу свога тела и редовно се купаш и переш, тако да волиш и чистоћу своје душе. Сада када нам се ближе ови свети дани, да трчиш и да се исповедиш, да се опереш и окупаш, да сијаш опет као сунце и да постанеш чист као снег. Силу има вода у крстионици да чисти душе, али силу имају сузе покајања.

После искрене исповести коју ћеш учинити, осетићеш неисказану радост у себи и певаћеш побожно лепу песму:

  • “Погледај тамо љиљане како цветају
  • и миришу. Сличан је наш живот са љиљаном,
  • који ујутро цвета за мало а увече увене.
  • Колико је кратак живот!
  • Погледај Исуса Христа с вером.
  • Он је Божији Син, који је дошао
  • у наш живот да нас избави све и радост нам
  • подари. Да, са Христом у души, колико

је лепши живот!”.
Са очинском љубави

Ваш духовни отац

Η ΛΑΪΚΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 1st, 2011 | filed Filed under: ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.), ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Η ΜΑΓΕΙΑ

«Διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε·
Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής»

(Πράξ. 16,18)

ΜαγοςΑς προσπαθήσωμε, αδελφοί μου, να πάρουμε κάποιο ωφέλιμο δίδαγμα απ᾿ όσα ακούσαμε σήμερα.
Σήμερα είναι η Κυριακή του Τυφλού. Σήμερα το ευαγγέλιο διηγείται ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα που έκανε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· ένας τυφλός εκ γενετής είδε το φως του. Δεν πρόκειται, αδελφοί μου, ν᾿ ασχοληθώ με το θαύμα αυτό, διότι θα μου πείτε· Δόξα τω Θεώ όλοι εδώ που είμαστε έχουμε μάτια και βλέπουμε. Ας δοξάσουμε το Θεό γιατί μας δίνει το φως το σωματικό, και ας τον παρακαλέσουμε να μας δώσει και το ανώτερο φως, το φως το ψυχικό.
Δεν θα ασχοληθώ με το ευαγγέλιο, που σας είναι γνωστό. Θα προσπαθήσω ν᾿ ανοίξω τον απόστολο του Χριστού, που είναι ένας καθρέπτης. Και σ᾿ αυτόν τι βλέπω;
Βλέπω μια αμαρτία, που εξακολουθεί δυστυχώς να διαπράττεται και στην γενεά μας. Θα ήμουν ευτυχής εάν μπορούσα να την ξεριζώσω, για να μη διαπράτεται στον τόπο μας. Ποια είναι αυτή η αμαρτία;

Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Υπήρχε, λέει, κάποτε ένα κορίτσι πτωχό, που κατοικούσε σε μια αρχαία πόλη, σε μια πόλη που δεν υπάρχει σήμερα. Κάποτε εκεί υπήρχαν παλάτια, υπήρχαν δικαστήρια, αγορές, θέατρα μεγάλα, στρατώνες. Κάποτε εκεί κατοικούσαν τρακόσες χιλιάδες άνθρωποι. Σε μια νύχτα —κάτι λέει ο απόστολος— σεισμός έγινε, και τώρα δεν υπάρχει τίποτε. Τώρα αν πας, θα βρεις μόνο σπασμένα μάρμαρα. Τώρα αν πας, θα δεις τους αρχαιολόγους να σκάβουνε, για να βγάλουν μέσα από τη γη κάτι μωσαϊκά και πολύτιμα ευρήματα από σπίτια.
Αυτά θα πάθουμε κ᾿ εμείς καμιά μέρα μέσα στις μεγαλουπόλεις, αν δεν μετανοήσουμε. Αυτά είναι γραμμένα. Διαβάστε την Αποκάλυψη για να τα δείτε. Και κτίζε τα σπιτάκια σου εσύ, και κτίζε τα παλάτια σου· δεν θα μείνει τίποτε. Όπως ακριβώς η αρχαία αυτή πόλη σε μια νύχτα εξαφανίστηκε και δεν έμεινε τίποτε, έτσι θα γίνει σεισμός και θα εξαφανιστούν πολιτείες. Και θα λένε· Κάποτε υπήρχε Αθήνα, κάποτε υπήρχε Πειραιάς… Χωράφια θα γίνουν και θα κατοικήσουν, όπως λέγει ο προφήτης, άγρια θηρία.
Εγώ δεν τα λέω αυτά· διαβάστε την Αποκάλυψη, για να τα δείτε.
Κάθε φορά που χτυπά η καμπάνα, σαλπίζουν οι άγγελοι. Έκανες στρατιώτης; Χτυπά η σάλπιγγα, όλοι είναι παρόντες στο εγερτήριο. Χτυπά το κουδούνι και οι μαθηταί και ο δάσκαλος είναι στο σχολείο. Εδώ μέσα στην εκκλησία τι γίνεται; Ένα τις εκατό εκκλησιάζεται. Θα τ᾿ αφήσει ο Θεός αυτό ατιμώρητο; Θα ᾿ρθεί μέρα που θα πληρώσει και θα τιμωρηθεί ο κόσμος για όλα αυτα τα κακά που διαπράττει.
Για να επανέλθουμε στην διήγησίν μας, το πτωχό αυτό κορίτσι κατοικούσε στην μεγάλη πόλη των Φιλίππων. Αν θέλετε να δείτε τα ερείπια αυτής της πόλεως, θα τα βρείτε μεταξύ Καβάλας και Δράμας. Αν βγεις λίγο έξω από την Καβάλα και προχωρήσεις σε μια παλαιά οδό που λέγεται Εγνατία οδός, εκεί μετά από μερικά χιλιόμετρα θα δεις τα ερείπια των Φιλίππων.
Στους Φιλίππους κατοικούσε το πτωχό αυτό κορίτσι. Φτωχό; Δουλειά δεν είχε. Δεν δούλευε στα χωράφια με τον πατέρα της. Δεν έσκαβε. Δεν έβοσκε γίδια. Δεν ήτο κάπου υπηρέτρια, σε σπίτια ή καταστήματα που είχε μέσα η πόλης. Αλλ᾿ ενώ δεν είχε καμιά εργασία, εν τούτοις ήταν πλούσια. Χωρὶς δουλειά εκέρδιζε όσο δεν κέρδιζε κανένας άλλος μέσ᾿ στους Φιλίππους. Τι είχε; αμπέλια, χωράφια, εργοστάσια; Όχι. Και όμως είχε κάποιο «εργοστάσιο», που εκμεταλλεύεται τους αφελείς και ανοήτους ανθρώπους. Ποιό είναι το εργοστάσιο αυτό, και που το είχε; Είχε το εργοστάσιο της μαγείας. Μικρά δουλειά είναι αυτή;
Μάγισσα ήταν η κόρη. Και άρμεγε και τους μικροὺς και τους μεγάλους, και τους πτωχούς και τους πλουσίους, και τους στρατηγούς και τους βασιλιάδες, και όλους. Ήταν γνωστή σ᾿ όλη την πόλη. Όταν είχε κανείς καμιά συμφορά, όταν αρρωστούσε κανένα παιδί, όταν χανόταν κανένας άνθρωπος, όταν γινόταν κάποιο κακό, όλοι τρέχανε σ᾿ αυτή τη μάγισσα, σ᾿ αυτό το κορίτσι, που έλεγε ότι βλέπει τη νύχτα οράματα, βλέπει το ένα και το άλλο. Ήταν, λέγει, ιέρεια του θεού του Απόλλωνος. Τρόπον τινα ήταν ένα μαντείο των Δελφών μέσα στην πόλη τών Φιλίππων. Και κατ᾿ αυτόν τον τρόπον εκέρδιζε χρήματα πολλά. Κάθε λόγος που έλεγε, κάθε απάντηση που έδινε, ήταν και ένα χρυσό νόμισμα.

ΦΟΒΕΡΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Αλλά μια μέρα, μέσα σ᾿ αυτή την πόλι που βασίλευε η ειδωλολατρία, μέσα σ᾿ αυτή την πόλη που ήταν γεμάτη είδωλα, μέσα σ᾿ αυτή την πόλη που ήταν άγνωστος ο Θεός, μια μέρα ήρθε ένας φοβερός διώκτης των δαιμονίων. Ναί· ήρθε ο απόστολος Παῦλος. Και τι έκανε;
Όταν μπήκε ο απόστολος Παύλος στην πόλη, εβγήκε αυτή η μάγισσα στο μπαλκόνι και τι έκανε; Κατηγορούσε τον απόστολο Παύλο, τον καταριώταν, πετούσε πέτρες και τον έφτυνε; Όχι δα. Τον φοβούνταν. Γιατί τα δαιμόνια φοβούνται τους εργάτας του ευαγγελίου, τους ιερείς τους Υψίστου και τους πραγματικούς απεσταλμένους του Κυρίου. Δεν έκανε τέτοια πράγματα. Έβγαινε στο μπαλκόνι, έκανε μια μετάνοια, τον προσκυνούσε και έλεγε· Βλέπετε; αυτός ο ξένος, που είναι εδώ στην πόλη, είναι από το Θεό. Αυτός ο άνθρωπος σας «καταγγέλλει οδόν σωτηρίας» (Πράξ. 16,17).
Αλλά ο απόστολος Παύλος κατάλαβε την πονηριά του δαίμονος. Δεν ήθελε συστάσεις από το πονηρό πνεύμα. Είχε δικά του συστατικά γράμματα. Συστατικά του γράμματα ήταν τα θαύματά του· συστατικά του γράμματα ήταν η διδασκαλία του· συστατικά του γράμματα ήταν οι επιστολές που έγραψε· συστατικά του γράμματα ήταν η ζωή του· συστατικό του γράμμα ήταν το αίμα του, που θα έχυνε για το Χριστό. Δεν είχε λοιπόν ανάγκη ο απόστολος Παύλος να πάρει πιστοποιητικό από το διάβολο, να πιστοποιήσει ο διάβολος ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού.
Γι᾿ αυτό λοιπόν, κ᾿ επειδή κουράστηκε ο απόστολος Παύλος να την ακούει, και διέταξε το δαιμόνιο να βγει. Και αμέσως το δαιμόνιο αυτό βγήκε από την κόρη, κ᾿ εκείνη έπαυσε από την ώρα εκείνη να προφητεύει και να κάνει μάγια.
Και όταν τ᾿ ακούσανε αυτό τ᾿ αφεντικά της, οργίστηκαν και έπιασαν τον απόστολο Παύλο και τον Σίλα τον συνοδό του και τους έρριξαν στὶς φυλακές. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Σταματώ εδώ.

ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΑΓΕΙΑ;

Αυτά εγινόταν στους Φιλίππους πριν χίλια εννιακόσα τόσα χρόνια.
Σήμερα λένε, ότι προώδευσε η ανθρωπότης. Παραμύθια! Πρόοδος μεγάλη είναι αυτα που κάνουν; Αυτή δεν είναι πρόοδος. Αυτή είναι υλική πρόοδος, είναι η σατανική πρόοδος που τρέμει ο άνθρωπος. Είναι πρόοδος του διαβόλου. Μα που προώδευσε ο κόσμος; Τότε, στα χρόνια του αποστόλου Παύλου, υπήρχε η μαγεία. Και σήμερα δεν υπάρχει μαγεία; Και μέσα στην Αθήνα, που έχει πανεπιστήμια, που έχει ακαδημίες, που έχει σοφοὺς και φιλοσόφους, που έχει στρατηγοὺς και βασιλιάδες, που έχει το ένα και το άλλο, υπάρχει μαγεία. Να μην πάμε στα χωριά, να μην πάμε στη Μακεδονία, να μην πάμε κάτω εις την Κρήτη, να μην πάμε στα νησιά που πάει μία φορά τη ᾿βδομάδα βαπόρι. Στην Αθήνα να μείνουμε, που θεωρείται τέλος πάντων η αφρόκρεμα και η πρώτη πόλις της Ελλάδος. Υπάρχει μαγεία! Όπως στους Φιλίππους, στην πλούσια εκείνη πόλη, υπήρχε μαγεία, έτσι και στην Αθήνα, αλλά και σ᾿ άλλα μέρη της Ελλάδος υπάρχει μαγεία. Ναι, υπάρχει μαγεία. Χρυσές δουλειές κάνουν οι μάγοι. Δεν έχω καιρό για να σας εξηγήσω αυτά τα πράγματα.
Έχομε τη λαϊκή και την επιστημονική μαγεία.

ΛΑΪΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

Η λαϊκή μαγεία δρα μέσα στα λαϊκά στρώματα. Έχουμε τους μάγους και τις μάγισσες. Έχουμε τις γύφτισσες, που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τη μοίρα της μιας και της άλλης.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Είναι και κάτι άλλα γραΐδια του διαβόλου, αγράμματα και αστοιχείωτα, που έγιναν σκεύη του διαβόλου και κατορθώνουν να γελάνε τους νέους και τις νέες, γελάνε κόσμο και κοσμάκη. Τι κάνουν αυτές; Λένε, ότι μπορούν να δουν το μέλλον του ανθρώπου· πότε από τα φλιντζάνια, πότε από τα χαρτιά, πότε από τα άστρα, πότε από το νερό, πότε από τις λεκάνες, πότε από τα κόκκαλα των ζώων, πότε από το λάλημα του πετεινού, πότε από το ένα και πότε από το άλλο, κατορθώνουν τα γραΐδια αυτα του διαβόλου, τα σκεύη του σατανά, οι μάγισσες αυτές, να εξαπατούν τους αφελείς.
Υπάρχουν και κάτι άλλες, που έχουν κακία σαν τον σκορπιό. Προτιμότερο να πατήσεις σκορπιό, παρά να πέσεις σε τέτοια γύναια αμαρτωλά. Αυτές δε᾿ λένε μόνο τις τύχες, δε᾿ λένε μόνο τη μοίρα, δεν προφητεύουν μόνο· αυτές προσπαθούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Κάνουν, λέει, ανθρωπάκια μικρά από κερί, γυναικών ή αντρών από γυναίκες ή από άνδρες που μισούνε, τα καρφιτσώνουν και τα πετούν στὶς αυλές των σπιτιών, και προσπαθούνε έτσι να κάνουν κακό στα αντρόγυνα, να κάνουν κακό στις νέες και στους νέους, να διαλύσουν συνοικέσια και να ταράξουν τα σπίτια ολόκληρα.
Είναι και κάτι άλλες, που όχι μόνο με τα χέρια τους προσπαθούν να κάνουν κακό, που και τα κινούν εναντίον των ανθρώπων, αλλά —ένα μυστήριο πράγμα— ακόμη και με τα μάτια τους κάνουν κακό. Μπήκε ο διάβολος μέσα στην καρδιά τους· και τα μάτια της της γυναίκας αυτης είναι όπως τα μάτια της οχιάς, και αλλοίμονο αν πέσει το μάτι μιας τέτοιας μάγισσας, αν πέσει το μάτι ενός τέτοιου ανθρώπου, σε κάποιο άνθρωπο. Έχομε πολλά παραδείγματα, το παραδέχεται και η Εκκλησία. Αν λόγου χάριν πέσει το μάτι ενός τέτοιου ανθρώπου, που έχει μάτι του διαβόλου, που έχει ηλεκτρικό της κολάσεως, αν το μάτι του και δει το βόδι του άλλου ή το ζώο του άλλου, είναι προτιμότερο να πέσει κεραυνός επάνω στο βόδι παρά να πέσει το μάτι ενός τέτοιου βασκάνου ανθρώπου. Ψοφάει το ζώο, αρρωστάει το παιδί του… Φοβερή αυτή η δύναμη των μαγισών.
Υπάρχουν και άλλες που είναι ακόμη φοβερώτερες. Αυτές κρατάνε θυμιατά, ανάβουνε κεριά και λιβάνια, και αυτές με τα λόγια τους ανακατεύουνε και τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Σπυρίδωνα…· λένε ότι βλέπουν και την Παναγιά, βλέπουν διάφορους αγίους. Και αυτές είναι φοβερώτερες απ᾿ όλες, γιατί μαζί με τα λόγια τον άγιο Νικόλαο και μαζί με τον άγιο Δημήτριο κατορθώνουν και παραπλανούν πολλούς.
Αυτή είναι η μαγεία. Αυτή είναι η λαϊκή μαγεία. Αλλά δεν έχουμε μόνο την λαϊκή μαγεία, η οποία ξαπλώνεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος· έχουμε και την λεγομένη επιστημονική μαγεία. Βέβαια.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΑΓΕΙΑ

Δεν είναι μόνο ο μάγος που πηγαίνει στα χωριά και στους χωριάτες και στους ξωμάχους, αλλά μέσα στην Αθήνα και σ᾿ άλλες μεγάλες πόλεις παρουσιάστηκε και η επιστημονική μαγεία, παρουσιάστηκε και η μαγεία του Κολωνακίου, παρουσιάστηκε και μαγεία των αριστοκρατικών κύκλων και των «μεγάλων» ανθρώπων. Και αυτή δεν λέγεται πλέον μαγεία, αλλά άλλαξε όνομα. Αλλά αν δεν σε πουν Γιάννη και σε πουν Γιαννάκη, το ίδιο είναι. Ή Γιάννη σε πουν ή Γιαννάκη, ο ίδιος άνθρωπος είσαι. Έτσι και η επιστημονική μαγεία. Τώρα δεν λέγονται αυτοί που την εκπροσωπούν γύφτισσες· πήραν ένα καινούργιο όνομα, επιστημονικό σου λέει! Και ενώ είναι γύφτισσα, είναι ντυμένη κατ᾿ άλλον τρόπο και λέγεται μέντιουμ. Είναι τα πράσινα τραπέζια. Είναι ο πνευματισμός, που μαζεύονται από τα Κολωνάκια και από τις μεγάλες πολυκατοικίες τη νύχτα, και σφυρίζουν τα δαιμόνια όλα, και λέγουν διάφορα πράγματα τα οποία είναι όλα σατανικά.
Λοιπόν, όλα αυτά τα είπαμε, αγαπητοί μου αδελφοί, γιατί κ᾿ εσείς μπορεί να πέσετε στα δίχτυα της μαγείας.
Βέβαια καμιά Χριστιανή από σας που βρίσκεται εδώ μέσα —με τη βοήθεια του Θεού— και κανένας Χριστιανός δεν πηγαίνει ποτε στους μάγους και στις γύφτισσες και στα μέντιουμ και στον πνευματισμό. Γιατί όλα αυτα είναι καμώματα του διαβόλου. Αλλά θέλω να σας προφυλάξω και να σας πω·
Ό,τι και να συμβεί στο σπίτι σας· και ν᾿ αρρωστήσει το παιδί σας, και ν᾿ αρρωστήσει ο άντρας σας, ποτέ στο διά᾿ολο! Να προτιμήσεις να πεθάνεις. Και αν ακόμη ο διάβολος, ο μάγος, σου λέει ότι θα σου δώσει τον καλύτερο γαμπρό, θα σου δώσει την καλύτερη νύφη· αν σου πει ακόμη ο διάβολος ότι θα σου κάνει καλά το παιδί σου· και αν ακόμη ο διάβολος σου πεί ότι θα σου στρώσει με χρυσάφι το σπίτι σου· και άμα σ᾿ τα πει όλα αυτά, εσύ να προτιμάς να πεθάνεις γυμνός και φτωχός με το Χριστό, παρά να γίνεις εκατομμυριούχος και πλούσιος με τον διάβολο. Και αν ακόμη ο διάβολος σου δίνει τη γη, και αν σου δίνει τα άστρα, και αν σου δίνει ολοκλήρου του κόσμου τα βασίλεια, εσὺ ποτέ να μην προτιμήσεις να πας στο μάγο και να προσκυνήσεις τον διάβολο.

ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΜΑΓΟΥΣ ΞΕΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ

Την ώρα που θα πας στο μάγο, ξεβαπτίζεσαι· την ώρα εκείνη είσαι εκτός χριστιανισμού. Και λέει η Εκκλησία μας· Όποιος πάει στους μάγους ή στις μάγισσες, όποιος κάνει αυτά που είπαμε, τιμωρείται – πόσα χρόνια νομίζετε; Είκοσι χρόνια μακριά από τη θεία κοινωνία! Αν πέσεις στην πορνεία ή στη μοιχεία, τιμωρείσαι με αποχή από την θεία κοινωνία 5 χρόνια, 6 χρόνια. Αλλά αν πέσεις στα μάγια και πας και κάνεις μάγια με τους διαβόλους και με όλα αυτά, 20 χρόνια θα μείνεις μακριά από τη θεία κοινωνία! Από αυτό και μόνο μπορείς να καταλάβεις, πόσο βαρὺ αμάρτημα είναι αυτό το οποίο λέγει ο απόστολος και αυτό το οποίο σήμερα γίνεται.
Και κάτι άλλο. Πρέπει να διαφωτίσουμε τους ανθρώπους. Όταν στη γειτονιά σας, όταν στα πτωχά ευλογημένα σπίτια σας, έρχονται οι γύφτισσες και ζητούν να πουν τη μοίρα σας, να τις διώχνετε. Ψωμί να τους δώσετε να φάνε· μα ποτέ να μην τους επιτρέπετε να σας λένε τα σατανικά τους λόγια. Μακριά απ᾿ αυτούς!

ΕΙΣΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ; ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ

—Μα, θα μου πείτε, και εάν αρρωστήσει το παιδί μου;
Έχεις γιάτραινα την υπεραγία Θεοτόκο. Έχεις γιατρό το Χριστό. Έχεις φάρμακα· το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Δε᾿ σε φτάνουν αυτά τα πράγματα; Αν τα πιστεύεις, γονάτισε μπροστά στην εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου και παρακάλεσέ την. Αν δεν τα πιστεύεις, φύγε από την Εκκλησία, πήγαινε όπου θες. Αν πιστεύεις, κάθησε· γιατί όλη η Εκκλησία μας είναι μια πίστι μεγάλη. Λοιπόν, έχεις γιατρό την υπεραγία Θεοτόκο, έχεις γιατρό τους αγίους, έχεις Γιατρό τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν. Λοιπόν γονάτισε μπροστά του και ζήτησε τη βοήθειά του· και χρησιμοποίησε και τα φάρμακα τα οποία δίνει η επιστήμη· και μη φοβάσαι τίποτε.
Τρέμουν μερικές γυναίκες σαν τα φύλλα που τα σείει ο άνεμος, φοβούνται και λένε· Μα θα μου κάνουν μάγια…
Στη Μακεδονία κάποια γυναίκα ήρθε τρέμοντας.
—Μα τι έχεις, της λέω, και τρέμεις; πάρκινσων έχεις;
—Φοβάμαι, μου λέει, γιατί μου κάνανε μάγια. Θα με χωρίσουν από τον άντρα που αγαπώ, θα με καταστρέψουν.
Και τι της είπα·
—Μη φοβάσαι, κυρά μου. Έχε πεποίθηση στο Θεό. Κοινωνάς τα άχραντα μυστήρια; εξομολογείσαι; διαβάζεις την αγία Γραφή; κρατάς στα χέρια σου τον τίμιο σταυρό; έχεις αγάπη μέσα στην καρδιά σου; είσαι κοντα στο Χριστό; Μη φοβάσαι τίποτα.
Ο Χριστός τι είπε; Αλλοίμονο, αν παραδεχθούμε ότι ο διάβολος είναι πιο ισχυρός από το Χριστό. Όχι. Τρέμει ο διάβολος. Δεν μπορεί να υποφέρει τη δύναμη του Χριστού. Τον καίει ο Χριστός, τον καίει ο σταυρός, τον καίει το Ευαγγέλιο, τον καίει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Έχομε μια ζωντανή θρησκεία, έχομε μια ολοζώντανη πίστι που κάνει θαύματα. Ο ίδιος ο Χριστός τι είπε; «Θα σας δώσω μια δύναμη, να πατάτε επάνω σε φίδια και οχιές και σκορπιούς, και να μην παθαίνετε τίποτε» (). Και μέσα στη φωτιά, και μέσα στα σύννεφα, και μέσα στη θάλασσα, και όπου να ᾿σαι, άμα έχεις το Χριστό, άμα πιστεύεις στο Χριστό, άμα τον αγαπάς και το λατρεύεις, άμα τον έχεις μέσα στην καρδιά σου, μη φοβάσαι. Και αν ακόμα ανοίξει η κόλασι και βγουν όλα τα δαιμόνια και αν πλημμυρίσει ο τόπος από μάγους και μάγισσες, έχε κοντά σου το Χριστό και μη φοβάσαι τίποτα. Αυτόν να λατρεύεις, αυτόν να πιστεύεις, αυτόν να αγαπάς εις αιώνας των αιώνων. Αμήν.

†Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης

(παλαιά ομιλία, πρό του 1967, στον ι. ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ηλιουπόλεως – Αθηνών)

βλ. βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου «Κανείς στους μάγους!»,  έκδ. Β´, Αθήναι 1994.
βλ. και εγκύκλιον 41/1-6-1968 Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου με τίτλο «Η μαγεία» εις το βιβλίο Πρός κλήρον και λαόν, Αθήναι 1969, σελ. 327.

ΤΡΕΞΤΕ ΣΤΟ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 1st, 2011 | filed Filed under: ΣΥΜΒΟΥΛ. ΣΕ ΜΑΘΗΤΑΣ
  • BIBΛIO ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
  • π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Κεφάλαιο α΄

ΒΟΣΚΕ ΤΑ ΑΡΝΙΑ ΜΟΥ

Bosk.-arnia1 Επιστολή του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης στους μαθητάς των κατηχητικών σχολείων της Μητροπόλεώς του. Εστάλησαν στους μαθητας 17 επιστολές το διάστημα 1976-1980. κάποιες απ’ αυτές μεταφράστηκαν και στα Σέρβικα και δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα μας.
Οι επιστολές αυτές βρισκονται στο βιβλίο «ΒΟΣΚΕ ΤΑ ΑΡΝΙΑ ΜΟΥ» που εξέδωσε ο Γέροντας, για τους μαθητάς το 1994. Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε·

«Νεότης γαρ αργίας επιλαβομένη και τοσούτοις εντρεφομένη κακοίς, θηρίου παντός αγριωτέρα γίνεται» ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π. Migne 58,427)
Όταν οι νέοι το ρίξουν στην τεμπελιά και μεγαλώνουν μέσα σε τόσα κακά, γίνονται αγριότεροι από κάθε θηρίο.

Πρόλογος

  • Ο π. Αυγουστίνος, ο γέροντας επίσκοπος Φλωρίνης, μεριμνά για όλο το ποίμνιο του Χριστού. Ιδιαιτέρως όμως ενδιαφέρεται για την κατά Θεόν μόρφωσι των παιδιών και των νέων, που είνε τα μικρά αρνάκια της Εκκλησίας και αποτελούν την αυριανή ελπίδα. Εργάσθηκε ως κατηχητής των παιδιών από τα νεανικά του ήδη χρόνια. Αλλά και ως ιεροκήρυκας έπειτα και στρατιωτικός ιερεύς κατόπιν, πάντοτε είχε ειδική φροντίδα για τα νιάτα της πατρίδος μας. Ως επίσκοπος, τέλος, προσπάθησε να εξασφαλίση ό,τι προϋποθέσεις απαιτούνται και να επιστρατεύση ό,τι μέσα προσφέρονται για την ορθόδοξη χριστιανική διαπεδαγώγησι της νέας γενιάς. Δεν λυπήθηκε κόπους και θυσίες. Κατηχητικά σχολεία και εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, διδασκαλία και ψυχαγωγία, ειδικές συγκεντρώσεις και αναμνηστικά δώρα, εποπτικά μέσα και έντυπα, είνε μερικά δείγματα της φροντίδας του. Και όχι μόνο με ακίνδυνους τρόπους αλλά και με ριψοκίνδυνες για τον εαυτό του ενέργειες προάσπισε πάντοτε την ασφάλεια και την αγνότητα της νεότητος αποκρούοντας επιβουλές που την απειλούν και ερχόμενος σε σύγκρουσι με πολλούς ισχυρούς της ημέρας…»

ΤΡΕΞΤΕ ΣΤΟ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ

Αγαπητά μου παιδιά,

ΜΕ ΧΑΡΑ σας βλέπω και πάλι στο κατηχητικό σχολείο. Βλέποντας να τρέχετε με τόση προθυμία στην εκκλησία, νομίζω ότι βλέπω πουλιά αποδημητικά, που ύστερα από απουσία πολλών μηνών χαρούμενα επιστρέφουν στις γνώριμες φωλιές τους και αρχίζουν πάλι την όμορφη ζωή τους κελαηδώντας τα γλυκά τους τραγούδια. Οι φωλιές, τα κατηχητικά σχολεία, γεμίζουν και πάλι. Τραγούδια ακούγονται. Χαρά Θεού.

Ξέρω, ότι το κατηχητικό σχολείο σήμερα περιφρονείται και πολεμείται απ’ τους εχθρούς της πίστεως. Αυτοί οι άνθρωποι θα ήθελαν να ρημάξουν όλες οι φωλιές του Θεού, να κλείσουν όλα γτα κατηχητικά σχολεία στον τόπο μας και κανένε απαιδί να μην πηγαίνη σ’ αυτά. Βράχνιασε το λαρύγγι τους να φωνάζουν·

Δεν θέλουμε κατηχητικά σχολεία, γιατί κάνουν ζημιά στα παιδιά και στους νέους…

Κάνουν λοιπόν ζημιά τα κατηχητικά σχολεία στα παιδιά της Ελλάδος; Μ’ αυτό που λένε οι εχθροί είνε σαν να λένε, ότι ο δροσερός αέρας που έρχεται από τα ψηλά βουνά και οιθ φωτεινές ακτίνες που στέλνει κάθε μέρα ο ήλιος βλάπτουν την υγεία του ανθρώπου. Αεράκι δροσερό και φως ζωογόνο είνει τα λόγια του Χριστού, που ακούγονται στο κατηχητικό σχολείο. Κανείς μα κανείς δεν μετάνοιωσε γιατί άκουσε και εφάρμωσε στη ζωή του τα λόγια του Χριστού. Αναρίθμητοι όμως άνθρωποι μετάνοιωσαν και έκλαψαν πικρά, γιατί δεν άκουσαν και δεν εφάρμοσαν τα λόγια του Χριστού.

* * *

Πάνε πάνω από πενήντα χρόνια, που άρχισαν να λειτουργούν συστηματικά τα κατηχητικά σχολεία στον τόπο μας. Τα παιδιά, που μέσα στο διάστημα αυτό φοίτησαν στα κατηχητικά σχολεία, έχουν γίνει τώρα άντρες ώριμοι· είνε δάσκαλοι, καθηγηταί, αξιωματικοί, τίμιοι εργάτες και αγρότες και τεχνίτες και ευδοκιμούν στα επαγγέλματα τους. Ρωτήστε αυτούς που σαν μικρά παιδιά τακτικά πηγαίναν στο κατηχητικό σχολείο, να σας πουν την γνώμη τους για το σχολείο αυτό. Θ’ ακούσετε από το στόμα τους τα πιο θερμά εγκώμια για το κατηχητικό.

Ευχαριστούμετον Θεό, θα σας πούνε, γιατί μας αξίωσε να ’μαστε μαθηταί του κατηχητικού σχολείου. Θεωρούμε το κατηχητικό σχολείο μια εξαιρετική ευλογία του Θεού στη ζωή μας…

Ακούγοντας κανείς τις γνώμες διασήμων παιδαγωγών, Ελλήνων και ξένων, για την αξία των κατηχητικών σχολείων, θυμούνται το θεόπνευστο λόγο του Δαυίδ, που ρωτά και λέει· «Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού;». Και απαντά ο ίδιος· «Εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου» (Ψαλμ. 118,9). Με απλά λόγια· Πως θα πετύχη στο δρόμο της ζωής του ένας νέος; Αν αγαπά την πραγματική πρόοδο και ευτυχία, ένας τρόπος υπάρχει, Θεέ μου· ν’ ακούη και να φυλάη τα λόγια σου.

* * *

Το κατηχητικό σχολείο μοιάζει με την κλώσσα. Είδατε τι κάνει η κλώσσα; σκαλίζει το χώμα, κι όταν βρη κάποιο σπόρο, αμέσως φωνάζει και τον δίνει στα πουλιά της. Όλα για τα πουλιά της. Η αγάπη της είνε πολύ μεγάλη. Έτσι είνε και ο κατηχητής. Σκαλίζει και αυτός το έδαφος, δηλαδή διαβάζει και ερευνά την αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, και τους διαλεχτούς σπόρους που βρίσκει, όμορφες ιστορίες, ζωντανά παραδείγματα, ωραία συνθήματα, τα προσφέρει στα παιδιά.

Είδατε τα πουλιά άμα ακούσουν την φωνή της κλώσσας; Είδατε τα χελιδονάκια πως υποδέχονται την χελιδομάνα, όταν επιστρέφη στην φωλιά και κρατά στο ράμφος της τροφή κατάλληλη; Έτσι κ’ εσείς, παιδιά μου, μικρά χελιδονάκια, να υποδέχεσθε τον καλό σας κατηχητή και την καλή σας κατηχήτρια, που φέρνει κάθε φορά για σας την τροφή του Θεού.

Γλυκειά είνε η φωνή του κατηχητού σας. Κι αν καμμιά φοτά η φωνή του είνε ζωηρή, είνει φωνή πραγματικού πόνου και αγάπης. Είδατε, παιδιά μου, την κλώσσα τι κάνει όταν δη τον ουρανό το αρπακτικό γεράκι να στριφογυρίζη, έτοιμο να ορμήση πάνω στα πουλιά; Η κλώσσα τότε φωνάζει, αλλά η φωνή της διαφέρει απ’ την συνηθισμένη φωνή. Φωνάζει με ιδιαίτερο τόνο για να επισημάνη τον κίνδυνο και καλεί εσπευσμένα τα πουλιά της να τρέξουν κα ν’ ασφαλισθούν κάτω απ’ τις φτερούγες της, και αυτή δίνει την μάχη εναντίον του αρπακτικού ορνέου. Έτσι είνει και ο κατηχητής σας. Κλώσσα είνε. Άλλοτε με γλυκειά φωνή, άλλοτε με ζωηρή φωνή, πάντοτε όμως με αγάπη σας φωνάζει και σας καλεί ν’ ασφαλισθήτε κάτω απ’ τις πανίσχυρες φτερούγες του Χριστού, γιατί, παιδιά μου, είνε αλήθεια πως μονάχα στην αγκάλη του Χριστού υπάρχει ασφάλεια. Ο Χριστός, αυτός είνει η πραγματική κλώσσα της ανθρωπότητος. Το είπε ο ίδιος. Ανοίξτε την αγία Γραφή, που πρέπει να έχετε πάντοτε μαζί σας, και βρήτε τα σχετικά λόγια του Χριστού (Ματθ. 23,37).

* * *

Παιδιά μου! Δύσκολη είναι η εποχή που ζούμε. Γεράκια όλων των χρωμάτων στριφογυρίζουν για να βρουν την κατάλληλη στιγμή και να σας αρπάξουν. Ο κίνδυνος είνε μεγάλος. Όλα τα παιδιά στις φωλιές σας! Όλα τρέξτε στην γλυκειά σας μάνα. Κανένα παιδί να μην μείνη αδιάφορο όταν ακούη την καμπάνα να χτυπά και να το καλή στο κατηχητικό.

Παλαιός εγώ κατηχητής, που έζησα τις ωραιότερες ώρες της ζωής μου κοντά στα παιδιά και στους νέους κατηχώντας, λυπούμαι τώρα κι αναστενάζω, γιατί ως επίσκοπος δεν μπορώ ν’ αναλάβω ο ίδιος να διδάσκω σ’ όλα τα κατηχητικά σχολεία της περιφερείας μας. Αντί για ’μένα διδάσκουν Ιερείς, θεολόγοι και άλλα ιεραποστολικά πρόσωπα. Ως κατηχηταί προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους. Αλλά κ’ εγώ, παρ’ όλες τις άλλες απασχολήσεις μου, θα προσπαθώ να επικοινωνώ μαζί σας και κα΄τι να σας προσφέρω από την πείρα μου. Αποφάσισα να σας στέλνω κάθε μήνα ένα γράμμα, κ’ έτσι ανάμεσα μας θα υπάρχη μια επαφή. Αυτό που κρατάτε είνε το πρώτο μου γράμμα, που μ’ αξίωσε ο Θεός να σας γράψω. Σας παρακαλώ να το διαβάσετε και να το δώσετε και σ’ άλλα παιδιά.

Κι ακόμα σας παρακαλώ, όταν το βράδυ γονατίζετε και προσεύχεσθε στον Θεό, να θυμάστε και τον επίσκοπο σας στις προσευχές σας, να με φωτίζη και να μ’ ενισχύη στο δύσκολο έργο που έχω αναλάβει. Κ’ εγώ δεν παύω να προσεύχομαι για σας, τα εκλεκτά μου παιδιά.

Με πολλή αγάπη

ο πνευματικός σας πατέρας

+ Ο Φλωρίνης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ) – ПРИМЕР ПОКАЈАЊА (СВЕТА МАРИЈА ЕГИПЋАНКА)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Απρ 1st, 2011 | filed Filed under: Cрпски језик, Român (ROYMANIKA), ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Ε΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»

Μαρια Αιγ ιστΗ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία ὀρ­θό­δοξος Ἐκκλησία, δὲν εἶνε δημιούργημα ἀνθρώπου. Ἂν ἦταν ἔτσι, ὕ­στε­­­ρα ἀπὸ τὴν ἀ­γρία πολεμικὴ ποὺ δέχθηκε καὶ δέχεται ἀπὸ παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους ἐχθρούς, θὰ ἔ­πρεπε νὰ εἶχε γκρεμιστῇ· δὲν θὰ ὑπῆρχε. Ἡ πολεμικὴ ὅ­μως αὐτὴ ἀποδεικνύει ἀ­κριβῶς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῇ καὶ δρᾷ. Διότι δὲν πολεμάει κανεὶς νεκρούς· πολεμάει ζων­τανούς. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν μένει, ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ θριαμβεύει στὸν κόσμο.
Γιατί; Εἴπαμε· διότι δὲν εἶνε ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, δὲν τὴν ἔφτειαξαν ἄνθρωποι. Εἶ­νε θεῖο καθίδρυμα. Εἶνε ―γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλᾶ― ἕνα δεντρί, ποὺ δὲν τὸ φύτευσε χέρι ἀνθρώπου· τὸ φύτευσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, δὲν μποροῦν νὰ τὴν ξερριζώσουν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀναγκαία. Πόσο ἀναγκαία εἶνε; Ὅπως τὸ ψωμὶ ποὺ τρῶμε κάθε μέρα, ὅ­πως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ μᾶς θερμαίνουν, ὅπως ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε κάθε στιγμή. Μπορεῖς χωρὶς ἀέρα νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ἥλιο νὰ ζήσῃς; μπορεῖς χωρὶς ψωμὶ νὰ ζήσῃς; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ ζήσῃς χωρὶς Ἐκκλησία, χωρὶς Θεό.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει προορισμὸ μεγάλο. Ποιός ὁ προορισμός της; Ἡ Ἐκκλησία εἶ­νε ἰατρεῖο. Ὅπως ὅταν ἀρρωστήσῃ ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στὸ ἰατρεῖο καὶ ζητεῖ φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθῇ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ―λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος― εἶνε ἕνα πνευματικὸ ἰατρεῖο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς. Οἱ ἀσθενεῖς τρέχουν γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ σώ­ματος, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τρέχουν στὴν Ἐκ­κλη­σία, γιὰ τὴ θεραπεία ψυχῆς καὶ σώματος. Μόνο ἐὰν κανεὶς δὲν εἶνε ἁμαρτωλός, αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἄν­θρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ μὴν εἶνε ἁμαρτω­λός; Ὄχι. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἕνας μόνο στάθηκε ἀναμάρτητος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι λοιπόν, ὡς ἁ­μαρτωλοί, ἔχουμε ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐπάνω στὴ γῆ, καλοῦ­­σε τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐ­πι­­­στρέψουν σ᾽ αὐτόν, καὶ τοὺς ἔδινε τὴ συγ­χώρησι. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συν­­τελείας τῶν αἰώνων ὁ Χριστὸς καλεῖ καὶ θὰ καλῇ ὅλους στὴ μετάνοια.
Σήμερα ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστὸ προβάλλοντας ὡς ὑπέροχο παράδειγμα μετανοίας μιὰ γυναῖ­κα. Εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ ἑορτάζει δυὸ φορὲς τὸ χρόνο· σήμε­ρα, ποὺ εἶνε ἡ κινη­τὴ ἑορτὴ τῆς πέμ­πτης (Ε΄) Κυριακῆς τῶν νηστειῶν, καὶ τὴν 1η Ἀπριλίου.

* * *

Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τὸν ἕκτον αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰ­ουστινιανοῦ (527-565), στὴ μεγάλη πόλι ποὺ ἔχτισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ὀνομάζεται Ἀλεξάνδρεια. Ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ εἶνε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Μεσογείου. Ἐ­κεῖ γεννήθηκε. Ἀλλ᾽ ἀπὸ μικρὴ παραστράτησε. Ἔμ­πλεξε μὲ κακὲς παρέες καὶ διεφθάρη. Ἔγινε μία κοινὴ γυναίκα. Λόγῳ τῆς ὡραιό­τητός της εἶχε ἀποκτήσει πολλοὺς ἐραστὰς καὶ διέθετε χρῆμα. Φοροῦσε μεταξωτά, ἦταν πάντα στολισμένη μὲ ἀκριβὰ κοσμήματα. Εἶ­χε γίνει βασίλισσα τῆς ἡδο­νῆς, τὸ θέλγητρο, ὁ μαγνήτης τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἐνῷ λοιπὸν συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, μιὰ μέρα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ βίος της, κατέβηκε στὸ λιμάνι. Εἶδε ἐκεῖ ἕνα καράβι. Ρώτησε τὸν καπε­τάνιο γιὰ ποῦ πηγαίνει κι αὐτὸς ἀπήντησε· Στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία ἀποφάσι­σε νὰ ταξιδέψῃ μὲ τὸ πλοῖο αὐτό. Ἔτσι κ᾽ ἔγινε. Ἔφτασε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ πῆγε στὸ ναὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ νὰ προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ τὴ στι­γμὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ μπῇ, μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμ­πόδισε. Τότε συναισθάνθηκε τὴν κατά­στασί της, συνειδητοποίησε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ μπαίνῃ στὴν ἐκκλησία.
Μήπως, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐμεῖς τώρα ἀξίως μπαίνουμε στὸ ναό; Ἂν στὴν πόρτα στεκόταν ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε κοντρὸλ στὸν καθένα, ποιός θὰ βρισκόταν ἄξιος νὰ μπῇ; Μπαίνουμε χάρις στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλοὶ ἐμεῖς, σκουλήκια βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα, μᾶς δέχεται στὴν ἐκκλησία του ὁ Χριστός.
Συναισθάνθηκε λοιπὸν ἡ Μαρία τὴν ἁ­μαρτωλότητά της. Παρακάλεσε τότε τὴν Πανα­γία νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ μπῇ, καὶ ἡ Παναγία ἄ­κουσε τὴν παράκλησί της· ἡ Μαρία μπῆκε στὴν ἐκ­κλη­σία. Γονάτισε, ἔκλαψε, προσκύνησε τὸ σταυρό, κ᾽ ἔδωσε ὑπόσχε­σι στὸ Θεὸ ὅτι θ᾽ ἀλλάξῃ πλέον διαγωγή. Μετανόησε. Μαύρη μπῆκε – ἄ­σπρη βγῆκε. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη, κι ἀφοῦ πέρασε τὸν ποταμὸ βρέθηκε στὴν ἔρημο· τὴν ἀπέραντη ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ἄγρια ζοῦσαν κι ἀκούγονταν οἱ φωνές τους. Ἐκεῖ ἡ γυναίκα αὐ­τή, ποὺ ἦταν συνηθισμένη στὴν πολυτέλεια καὶ χλιδὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἄλλαξε στὸ ἑξῆς τελείως τρόπο ζωῆς. Ἔζησε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια μὲ σκληραγωγία παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συχωρέσῃ.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας ἀσκητὴς ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμᾶ. Ἦταν σπουδαῖος, ἀλλὰ ὁ διάβολος τοῦ ἔρριξε μιὰ ἰδέα. Ζωσιμᾶ, τοῦ εἶ­πε, χρόνια τώρα ἀσκητεύεις, προσεύχεσαι, με­λετᾷς, κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων· σὰν ἐσένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος… Ὑπερήφανος λογισμός. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη ἁμαρτία. Ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπήντησε· Ζωσιμᾶ, κάνεις λάθος· ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ψυ­χὴ ἀνώτερη ἀπὸ σένα… Βγῆκε τότε ὁ ἀσκη­τὴς στὴν ἔρημο, καὶ καθὼς βάδιζε βλέπει ξα­φνικὰ κάτι σὰν φάντασμα. Δὲν ἦταν φάντασμα· ἦταν ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ εἶχε καταν­τήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ζωσιμᾶ, εἶπε τὸ ὄνομα καὶ τὴ ζωή της. Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε τ᾽ ἁμαρτήματά της, παρακάλεσε τὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ νὰ τῆς φέρῃ τὴν θεία κοινωνία. Πράγματι ὁ Ζωσιμᾶς τῆς ἔφερε τὰ ἄχραντα μυστήρια, κι ὅταν τὴν κοινώνησε τὰ δάκρυά της ἔπεφταν στὸ ἅγιο ποτήριο.
Ἔτσι κοινωνοῦσαν κάποτε οἱ Χριστιανοί, μὲ συγκίνησι καὶ δέος. Εἶνε μέγα μυστήριο ἡ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς τώρα, ἀλλοίμονο, κοινωνοῦ­με ἀναίσθητοι καὶ ἀδιάφοροι, χωρὶς πόθο καὶ λαχτάρα γιὰ τὸ Θεό, χωρὶς θεῖον ἔρωτα.
Ἐκείνη κοινώνησε ἐξωμολογημένη καὶ μὲ συναίσθησι. Μετὰ παρακάλεσε τὸν Ζωσιμᾶ νὰ ξαναπάῃ. Καὶ πῆγε ὁ γέροντας μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐκεῖ καὶ τὴν ζήτησε. Τὴ βρῆκε πεθαμένη πλέον, ξαπλωμένη στὴν ἄμμο. Ἦταν σὰν ἄγγε­λος. Δίπλα εἶχε χαράξει τὶς λέξεις· «Θάψε, Ζω­σιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ὁ ἅγι­ος Ζωσιμᾶς ἔψαλε τὴν κηδεία καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὴν θάψῃ. Ἀξίνα δὲν εἶχε. Πῶς ἔσκαψε;  Μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τότε ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―ἦρθε ἕνα λιοντάρι, ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του, ἔκανε λάκκο, κ᾽ ἔγινε αὐτὸ ὁ νεκροθάφτης. Ἐκεῖ ἐτάφη ἡ ὁσία.

* * *

Αὐτὸς μὲ λίγα λόγια εἶνε ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τί μᾶς διδάσκει; Ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται ὅλους, καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁ­μαρτωλούς. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς τὸν συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ μετάνοια. Μετανοεῖτε λοιπόν, μᾶς φωνάζει σήμερα ἡ ὁσία Μαρία. Ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα μᾶς φωνάζει ὁ Χριστός· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀλλάξουμε κ᾽ ἐμεῖς διαγωγή, ὅπως ἄλλαξε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.
«Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ βροντές, κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἀκοῦμε. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ θεομηνίες, οἱ πλημμύρες ποὺ κάνουν τὰ ποτάμια νὰ φουσκώνουν καὶ ν᾽ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν κόσμο, οἱ σεισμοὶ ποὺ γκρεμίζουν σπίτια, οἱ πυρκαγιὲς ποὺ ἀποτεφρώνουν δάση, οἱ ἀρρώστιες ποὺ θερίζουν. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι καὶ ὁ θάνα­τος, ποὺ ἔρχεται κάθε μέρα.
Οἱ ἄνθρωποι ὅ­μως μένουν ἀναίσθητοι, δὲν μετανοοῦν. Περνοῦν τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πέφτουν τὰ δόντια, τὸ σῶμα μαραίνεται, φθάνει τὸ τέλος, κι οὔτε τότε ὁ ἄνθρωπος λέει Μετανοῶ. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτήσαμε, θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοήσαμε.
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς καλεῖ ἰδιαιτέρως. Ὅπως τρέχουμε στὸ ἰατρεῖο ὅταν ἀρρωστήσουμε, ἔτσι μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ τρέξου­με στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς μετανοίας, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Καὶ τότε πραγματικῶς θὰ ἔ­χουμε μαζί μας τὸ Χριστό. Ὅποιος ἐξομολο­γηθῇ καὶ κοινωνήσῃ, ―δὲν εἶνε ψέμα― βάζει μέσα του τὸ Θεό. Κι ὅποιος ἔχει τὸ Θεό, δὲ φο­βᾶται τίποτα. Αὐτὸς θὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκ­κλησίας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεο­τό­κου καὶ τῆς ὁσίας Μαρί­ας τῆς Αἰγυπτίας, τῆς ὁ­ποίας τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 23-3-1980 πρωί)

___________

ΣΕΡΒΙΚΑ

___________

ПРИМЕР ПОКАЈАЊА (СВЕТА МАРИЈА ЕГИПЋАНКА)

Пета недеља поста

«ПОКАЈТЕ СТЕ »

Наша Црква, драги моји, света православна Црква, није творевина човека. Када би било тако, после дивљих напада које је примила и које прима од старијих и новијих непријатеља, требала је до сада да буде порушена, да данас више не постоји. А то насиље указује управо да Црква Христова живи и делује. Нико се не бори против мртвих, већ се бори против живих. Црква дакле опстаје, живи, царује и побеђује у свету. Зашто? Већ смо рекли да није творевина људска, није је начинио човек. Она је божанска творевина. Да бисмо то рекли много једноставније, она је једно дрво које није посадила рука људска, већ је засадио сам Бог, Света Тројица. Управо зато сви демони из пакла, свих боја и облика, не могу да је искорене. Црква је неопходна. Колико је она неопходна? Као хлеб који једемо сваки дан, као сунчеви здраци који нас осветљавају и који нас греју, као ваздух који удишемо сваки тренутак. Да ли можеш да живиш без ваздуха? Да ли можеш да живиш без сунца? Да ли можеш да живиш без хлеба? Не можеш. Тако исто не можеш да живиш без Цркве, без Бога. Наша Црква има велику посланицу. Која је њена посланица? Црква је лечилиште. Као када се човек разболи па иде код лекара и тражи лекове да би се излечио, тако и наша Црква- каже нам свети Златоусти – јесте једно духовно лечилиште за грешнике земаљске. Болесници трче да би излечили телесне болести, а грешници трче у Цркву, да би добили исцељење душе и тела. Само ако неко није грешан, он нема потребе од Цркве. Међутим, да ли постоји на свету човек који није грешан? Не. Сви смо грешни. Само је један остао безгрешан, Господ наш Исус Христос. Сви други, дакле, као грешници, имамо потребу од Цркве Христове. Христос, када је био на земљи, је позивао грешнике да се покају, да се обрате њему, и дао им је опроштај. Све до наших дана и све до свршетка века Христос  је позивао  и позиваће све на покајање. Данас, управо наша Црква позива да се вратимо Христу наводећи као предиван пример покајања једну жену. То је преподобна Марија Египћанка, која слави два пута у години, данас, када је покретни празник пете недеље  Часног поста и 1-ог априла.

* * *

Преподобна Марија Египћанка је живела у шестом веку, у годинама аутократора Јустинијана (527-565), у великом граду који је саградио Велики Александар, у Александрији. Постоји до данас и то је једна од већих лука Средоземља. Тамо се родила. Од мале доби је застранила. Уплела се у лоша друштва и оскрнавила се. Постала је  проститутка. Због своје велике лепоте имала је много љубавника и новаца. Облачила се у свилу, увек је била украшена са скупоценим накитом. Била је царица сладострашћа, мамац, магнет Александрије. И даље је настављала грешан живот, а једног дана, како се то описује у њеном животопису, сишла је до луке. Видела је један брод. Упитала је капетана где путује тај брод, а капетан је одговорио да брод путује у Свету Земљу. Марија је одлучила да путује у храм уочи Воздбожења часнога Крста да се поклони. У часу када је покушавала да уђе у храм, нека невидљива сила је спречавала. Тада је осетила своје стање, установила је да је грешница, да није достојна да уђе у цркву. Да ли, драги моји, и ми сада улазимо достојни у храм? Када би на вратима стајао један анђео и контролисао сваког од нас, ко би се нашао достојан да уђе у храм? Улазимо само у цркву захваљујући милости Божијој. Грешни смо ми, црви смрдљиви и нечисти, а прима нас у своју цркву Христос. Осетила је, дакле, Марија своју грешност. Замолила је Пресвету Богородицу да јој дозволи да уђе у цркву, и Богородица је услишила њену молитву. Марија је ушла у цркву. Клекнула је, плакала, поклонила се крсту, дала је обећање Богу да ће потпуно променити понашање. Покајала се. Црна је у цркву ушла, а бела је изашла. Одлазећи из цркве, упутила се према реци Јордан, и прешавши реку нашла се у пустињи, бескрајној пустињи, где су живеле само дивље животиње и где су се чули само њихови гласови. Тамо је та жена, која је била навикнута на разне погодности и удобности Александрије, променила потпуно начин свога живота. Живела је четрдесет година у подвигу молећи Бога да јој опрости.

У то време је живео један аскета Зосима. Он је био веома важан, а нечастиви му је добацио једну помисао. Рекао му је: «Зосима, већ си годинама аскета, молиш се, читаш, причешћујеш се Пречистим тајнама, нема на свету нико теби сличан….» Горда помисао. А гордост је највећи грех. Глас Божији је одговорио: «Зосима, грешиш, постоји једна друга душа узвишенија од тебе…» Изашао је тада аскета у пустињу, и док је ходао изненада је угледао неку утвару. То није била утвара, то је била Марија Египћанка, која је постала кост и кожа. Она је пала на ноге Зосимине, рекла му је своје име и испричала му о своме прошлом животу. Пошто је исповедила своје грехове, замолила је светог Зосима да јој донесе божанско причешће. Заиста је Зосим донео Пресвете тајне, а када је причестио, њене сузе су падале у свети путир.

Тако су се некада причешћивали хришћани – са побожношћу и  светим страхом. Причешће је једна тајна. Ми сада, тешко нама, се причешћујемо безосећајно и равнодушно, без воље и жеље за Богом, без божанске љубави. Она се причестила исповеђена и са саосећајем. После је замолила светог Зосиму да опет дође да је причести. Отишао је старац после једне године у пустињу и тражио је. Нашао је већ мртву, испружену на песку. Била је као један анђео. Поред себе је уцртала следеће речи: “Сахрани, Зосима, тело грешне Марије”. Свети Зосима је опојао службу и када је дошло време да је сахрани, није имао ашов, како је копао? Из пустиње, ово нека не верују неверници, ми верујемо – дошао је један лав, ископао је са својим канџама једну рупу и он је постао њен погребник. Тамо је сахрањена Преподобна Марија Египћанка.

* * *

То је укратко животопис вете Марије Египћанке, коју данас прославља наша Црква. Шта нас она поучава? Да Христос прима све, чак и највеће грешнике. Колико год грехова да има човек, Христос их све опрашта, довољно је само покајање. Покајте се дакле, говори нам Преподобна Марија. Сваки дан и сваки час, говори нам Христос: «Покајте се » (Мат. 3,2). Позива нас да променимо своје владање, као што је то учинила Марија Египћанка и сви други светитељи. «Покајте се », узвикују нам гробови и смрт, која долази сваки дан. Међутим, људи остају неосетљиви, не кају се. Пролазе године, седи коса, испадају зуби, тело вене, приближава се крај, ни онда се човек не каје. То сам рекао и раније, неће нам судити Бог зато што грешимо, већ ће нам судити зато што се не кајемо. У ове свете дане  позива нас посебно. Као што трчимо лекару када се разболимо, тако треба сви мали и велики да трчимо у духовно лечилиште покајања, у свету исповедаоницу. И тада, заиста ћемо имати Христа у нама. Онај ко се исповеди и причести – ово није лаж – у себе прима Бога. А онај ко има Бога, не боји се ничега. Он ће имати благослов Цркве молитвама Пресвете и Пречисте Богомајке и Преподобне Марије Египћанке, чији спомен данас прослављамо.

πίσκοπος Αγουστνος

(Говор Митрополита Флорине о. Августина Кандиота у светом храму Светог Василија Филота- Аминдео  23 – 3 – 1980 јутро)

__________________________________________________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

_________________________________________________________

MARIA EGIPTEANCA, O PILDĂ DE POCĂINŢĂ

OMILIE LA DUMINICA A V – A DIN POST A PĂRINTELUI AUGUSTIN KANDIOTUL, MITROPOLIT DE FLORINA

„POCĂIŢI-VĂ!”


Biserica noastră, iubiţii mei, Sfânta Biserică Ortodoxă nu este o plăsmuire omenească. Dacă era aşa, în urma atacului sălbatic la care a fost şi este supusă de către duşmanii ei mai vechi şi mai noi, ar fi trebuit să fi fost nimicită, n-ar mai fi existat. Însă lupta aceasta dovedeşte tocmai faptul că Biserica lui Hristos e vie şi lucrează. Pentru că nimeni nu luptă împotriva morţilor. Luptă împotriva celor vii. Biserica deci se menţine, e vie, împărăţeşte şi triumfă în lume. De ce? Am spus: pentru că nu este o ficţiune omenească, nu au confecţionat-o oamenii, ci este o instituţie dumnezeiască. Este – ca să vorbim mai simplu – un copac pe care nu l-a sădit vreo mână omenească; l-a sădit însuşi Dumnezeu, Sfânta Treime. De aceea, toţi demonii iadului, de toate culorile şi  nuanţele, nu pot să o dezrădăcineze. Biserica este necesară. Cât de necesară este? Ca pâinea pe care o mâncăm zi de zi, ca razele soarelui care ne luminează şi ne încălzesc, ca aerul pe care-l respirăm în fiecare clipă. Poţi să trăieşti fără aer? Poţi să trăieşti fără soare? Poţi să trăieşti fără pâine? Tot aşa, nu poţi să trăieşti fără Biserică, fără Dumnezeu. Şi Biserica noastră are o mare destinaţie. Care este destinaţia ei? Biserica este un spital. Aşa cum atunci când se îmbolnăveşte omul se duce la spital şi cere medicamente pentru a se vindeca, aşa şi Biserica noastră – spune Sfântul Ioan Gură de Aur – este un spital duhovnicesc pentru păcătoşii de pe pământ. Bolnavii aleargă pentru vindecarea trupului şi păcătoşii aleargă la Biserică pentru vindecarea sufletului şi trupului. Doar dacă cineva nu este păcătos, acela nu are nevoie de Biserică. Dar există om în lume care să nu fie păcătos? Nu. Toţi suntem păcătoşi. Unul singur a fost fără păcat, Domnul nostru Iisus Hristos. Aşadar toţi ceilalţi, ca păcătoşi ce suntem, avem nevoie de Biserica lui Hristos. Hristos, când era pe pământ, îi chema pe păcătoşi să se pocăiască, să se întoarcă la El şi le dădea iertare. Dar şi până astăzi şi până la sfârşitul veacurilor Hristos îi cheamă şi îi va chema pe toţi la pocăinţă. Astăzi, Biserica ne cheamă să ne întoarcem la Hristos cu totul, punându-ne înainte ca minunată pildă de pocăinţă o femeie. Este vorba despre Cuvioasa Maria Egipteanca, care este sărbătorită de două ori pe an: astăzi, când este sărbătoarea ei mobilă – în Duminica a V – a din Post, şi pe 1 aprilie.
***
Cuvioasa Maria Egipteanca a trăit în veacul al VI – lea, în anii împăratului Iustinian (527-565), în marea cetate pe care a zidit-o Alexandru cel Mare şi se numeşte Alexandria. Există până astăzi şi este unul din cele mai mari porturi în Mediterana. Acolo s-a născut. Dar a deviat de mică. S-a încurcat în anturaje rele şi s-a stricat. A devenit o femeie comună. Din cauza frumuseţii ei câştigase mulţi admiratori şi dispunea de bani. Purta mătăsuri, era întotdeauna împodobită cu bijuterii scumpe. Devenise regina plăcerii, ispita, magnetul Alexandriei. Aşadar, în timp ce îşi continua viaţa păcătoasă, într-o zi, cum istoriseşte viaţa ei, a coborât în port. A văzut acolo o corabie. L-a întrebat pe căpitan unde merge şi el i-a răspuns: la Sfintele Locuri. Maria s-a hotărât să călătorească cu acea corabie. Aşa s-a şi întâmplat. A ajuns la Sfintele Locuri şi s-a dus la biserică în ziua Înălţării Cinstitei Cruci ca să se închine. Dar în clipa în care a încercat să intre, o putere nevăzută a împiedicat-o. Atunci a conştientizat starea ei, a conştientizat că este păcătoasă, că nu este vrednică să intre în biserică. Iubiţii mei, oare noi acum intrăm în biserică cu vrednicie? Dacă la uşă ar sta un înger şi ar controla pe fiecare, va găsi pe vreunul vrednic să intre? Intrăm prin mila lui Dumnezeu. Noi suntem păcătoşi, viermi murdari şi necuraţi, iar Hristos ne primeşte în Biserica Sa. Aşadar, Maria şi-a simţit păcătoşenia. A rugat-o atunci pe Preasfânta (Fecioară Maria) s-o lase să intre, iar Preasfânta i-a ascultat rugăciunea: Maria a intrat în Biserică. A îngenunchiat, a plâns, s-a închinat Crucii şi a făcut o făgăduinţă înaintea lui Dumnezeu că de acum înainte îşi va schimba purtarea. S-a pocăit. A intrat neagră şi a ieşit albă. Fugind din biserică, s-a îndreptat spre Iordan şi după ce a trecut râul, a ajuns în pustie, în pustia nesfârşită, unde doar fiarele sălbatice trăiau şi doar glasurile lor se auzeau. Acolo, această femeie, care era obişnuită cu luxul şi bogăţia Alexandriei, avea să-şi schimbe cu desăvârşire de atunci încolo modul de viaţă. A trăit patruzeci de ani întregi în asprime, rugându-L pe Dumnezeu să o ierte. În acea vreme trăia un ascet care se numea Zosima. Era învăţat, dar diavolul i-a aruncat o idee. Zosima – i-a spus – de ani de zile te nevoieşti în pustnicie, te rogi, studiezi, te împărtăşeşti cu Preacuratele Taine. Ca tine nu mai există altul… Un gând mândru. Şi mândria este cel mai mare păcat. Însă glasul lui Dumnezeu i-a răspuns: Zosima, greşeşti. Există un alt suflet mai înalt decât tine… A ieşit atunci ascetul în pustie şi în timp ce mergea vede deodată ceva ca o fantomă. Nu era fantomă; era Maria Egipteanca care ajunsese numai şi piele şi oase. A căzut la picioarele lui Zosima, i-a spus numele şi viaţa ei. După ce s-a mărturisit de păcatele ei, l-a rugat pe Sfântul Zosima să-i aducă Dumnezeiasca Împărtăşanie. Într-adevăr, Zosima i-a adus Preacuratele Taine, şi când a împărtăşit-o lacrimile acesteia  cădeau în Sfântul Potir.

Aşa se împărtăşeau odată creştinii, cu emoţie şi teamă. Este mare şi dumnezeiască Taina Împărtăşaniei. Noi acum, vai, ne împărtăşim nesimţiţi şi indiferenţi, fără dragoste şi dor după Dumnezeu, fără dragoste dumnezeiască. Ea se împărtăşea mărturisită şi cu simţire. Apoi l-a rugat pe Zosima să revină. Şi s-a dus bătrânul după un an acolo şi a căutat-o. Dar a găsit-o moartă, întinsă pe nisip. Era ca un înger. Alături însemnase cuvintele: „Îngroapă, părinte Zosima, trupul păcătoasei Maria”. Sfântul Zosima a cântat slujba de înmormântare şi a venit clipa să o îngroape. Târnăcop nu avea. Cum a săpat? În momentul acela, din pustie – să nu creadă necredincioşii, noi credem! – a venit un leu, a săpat cu ghearele, a făcut o groapă şi a fost el însuşi groparul. Acolo a fost îngropată cuvioasa.
***

Aceasta este în puţine cuvinte viaţa Sfintei Maria Egipteanca, pe care o sărbătoreşte astăzi Biserica noastră. Ce ne învaţă? Că Hristos îi primeşte pe toţi şi pe cei mai mari păcătoşi. Oricâte păcate ar face omul, Hristos îl iartă, dacă se pocăieşte. Aşadar, „Pocăiţi-vă!”, ne strigă astăzi cuvioasa Maria. Dar în fiecare zi şi în fiecare ceas ne strigă Hristos: „Pocăiţi-vă!” (Matei 3, 2). Ne cheamă să ne schimbăm şi noi vieţuirea, precum şi-a schimbat-o Maria Egipteanca şi toţi sfinţii. „Pocăiţi-vă!”, ne strigă toate stihiile naturii, fulgerele şi tunetele şi vai!, dacă nu auzim. „Pocăiţi-vă!”, ne strigă dezastrele naturale, inundaţiile care fac râurile să se umfle şi să ameninţe cu înecarea lumii, cutremurele care dărâmă case, incendiile care mistuiesc pădurile, bolile care seceră. „Pocăiţi-vă”, ne strigă mormintele şi moartea, care vine în fiecare zi. Oamenii însă rămân nesimţiţi, nu se pocăiesc. Trec anii, părul i se albeşte, îi cad dinţii, trupul i se veştejeşte, ajunge la sfârşit şi nici atunci omul nu zice „Mă căiesc”. Am spus-o şi altădată: Nu ne va judeca Dumnezeu pentru că am păcătuit, ci ne va judeca pentru că nu ne-am pocăit. În aceste sfinte zile ne cheamă în mod deosebit. Cum alergăm la spital când ne îmbolnăvim, aşa mici şi mari să alergăm la spitalul duhovnicesc al Pocăinţei, la Sfânta Mărturisire. Şi atunci realmente vom avea cu noi pe Hristos. Cine se mărturiseşte şi se împărtăşeşte – nu e minciună!– Îl primeşte în sine pe Dumnezeu. Şi cine Îl are pe Dumnezeu, nu se teme de nimic. El va avea binecuvântarea Bisericii prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu şi ale Cuvioasei Maria Egipteanca, a cărei sfântă pomenire o sărbătorim astăzi.

+ Episcopul Augustin

(Omilie a Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotis, în Sfânta Biserică a Sfântului Vasilie, Filota – Amintaios, 23.03.1980 dimineaţa)
(Sursa:  Cartea “Ne vorbeşte Părintele Augustin, Mitropolitul de 104 ani” – vol. al II-lea)

4436991

Părintele Iustin Popovici

(π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ)

Omilie la Duminica a V – a din Post (1965)

În numele Tatălui şi al Fiului şi al Sfântului Duh.

Iată a V – a Duminică din Marea Patruzecime, duminica [care pecetluieşte săptămâna] marilor privegheri şi marilor nevoinţe, săptămâna marilor tânguiri şi suspine, Duminica celei mai mari sfinte între sfintele femei, a Cuvioasei Maicii noastre Maria Egipteanca…
Patruzeci şi şapte de ani a vieţuit în pustie, şi Domnul i-a dăruit ceea ce rareori dăruieşte cuiva dintre sfinţi. Ani întregi nu a gustat pâine şi apă. La întrebarea Avvei Zosima, ea a răspuns: „Nu numai cu pâine va trăi omul” (Matei 4, 4). Domnul a hrănit-o într-un mod deosebit şi a îndrumat-o la viaţa pustnicească, la nevoinţele pustniceşti.
Şi care a fost urmarea? Sfânta a preschimbat iadul ei în rai! L-a biruit pe diavol şi a urcat sus la Dumnezeu! Cum, cu ce? Cu postul şi cu rugăciunea, cu postul şi cu rugăciunea! Pentru că postul, postul împreună cu rugăciunea, este o putere care biruieşte totul. Un imn minunat din Marea Patruzecime spune: „Să urmăm Mântuitorului sufletelor noastre, Care prin post ne-a arătat biruinţa împotriva diavolului”. Prin post ne-a arătat biruinţa împotriva diavolului… Nu există o altă armă, nu există un alt mijloc.
Postul! Iată mijlocul pentru a-l birui pe diavolul, pe orice diavol. Exemplu de biruinţă, Sfânta Maria Egipteanca. Ce putere dumnezeiască este postul! Postul nu este nimic altceva decât să-ţi răstigneşti trupul, să-ţi răstigneşti trupul, să te răstigneşti singur pe tine însuţi.
De vreme ce există crucea, biruinţa este sigură. Trupul fostei desfrânate din Alexandria, Maria, prin păcat s-a predat robiei diavolului. Dar când a îmbrăţişat crucea lui Hristos, când a luat această armă în mâinile ei, l-a biruit pe diavol. Postul este învierea sufletului din morţi. Postul şi rugăciunea deschid ochii omului, ca să se zărească şi să se înţeleagă după adevăr pe el însuşi, să se vadă pe el însuşi. Vede atunci că fiecare păcat în sufletul lui este mormântul lui, mormântul, moartea lui. Înţelege că păcatul în sufletul lui nu face nimic altceva decât să transforme în leşuri toate câte aparţin sufletului: gândurile lui, sentimentele lui şi dispoziţiile lui; un şir de morminte. Şi atunci…, se dezlănţuie din suflet un strigăt jalnic: „Înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Acesta este strigătul nostru în această sfântă săptămână: Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă. Astfel ne-am rugat în această săptămână Domnului, astfel de strigăte rugătoare ne-a predat, în Canonul său cel Mare, marele sfânt părinte al nostru Andrei Criteanul.
„Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Acest strigăt ne priveşte pe noi toţi, pe toţi câţi avem păcate. Cine nu are păcate? Este imposibil să priveşti în tine însuţi şi să nu afli undeva, în vreun ungher al sufletului tău, să nu localizezi în vreun colţ al lui un păcat poate uitat. Şi… fiecare păcat, pentru care nu te-ai pocăit, este mormântul tău, este moartea ta. Şi tu, ca să poţi să te mântuieşti şi să te înviezi pe tine însuţi din mormântul tău, strigă cu strigătele tânguitoare şi rugătoare ale Marii Patruzecimi: „Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.
Să nu ne batem joc de noi înşine, fraţilor, să nu ne lăsăm înşelaţi. Şi chiar dacă un singur păcat ar rămâne în sufletul tău, şi tu nu te pocăieşti şi nu-l mărturiseşti, ci îl laşi înăuntrul tău, acest păcat te va duce în împărăţia iadului. Pentru păcat nu există loc în raiul lui Dumnezeu. Pentru păcat nu există loc în Împărăţia Cerurilor. Pentru a te învrednici de Împărăţia Cerurilor, îngrijeşte-te să izgoneşti din tine orice păcat, să dezrădăcinezi din tine prin pocăinţă orice păcat. Pentru că nimic nu izbăveşte decât pocăinţa omului. O astfel de putere a dat Domnul Sfintei Pocăinţe.
Priviţi! Dacă pocăinţa a putut să mântuiască o femeie atât de desfrânată, cum a fost odată Maria Egipteanca, cum să nu mântuiască şi pe alţi păcătoşi, pe fiecare păcătos, şi pe cel mai mare păcătos şi criminal? Da, Sfânta şi Marea Patruzecime este câmpul de luptă pe care noi, creştinii, cu postul şi cu rugăciunea îl biruim pe diavolul, biruim toate păcatele, biruim toate patimile şi ne asigurăm nouă înşine nemurirea şi viaţa veşnică. În Vieţile sfinţilor şi ale adevăraţilor creştini există nenumărate exemple care arată că, într-adevăr, doar cu rugăciunea şi cu postul noi creştinii biruim pe demoni, pe toţi cei care ne chinuiesc şi vor să ne târască în împărăţia răului, în iad. Chiar, Sfântul Post…! Este postul sfintelor noastre virtuţi. Fiecare sfântă virtute înviază sufletul meu şi sufletul tău din morţi.
Rugăciune! Ce este rugăciunea? Este marea virtute care te înviază şi care mă înviază. Sculându-te la rugăciune, n-ai strigat către Domnul să îţi curăţească sufletul de păcate, de orice rău, de orice patimă? Atunci mormintele tale şi mormintele mele se deschid şi morţii înviază. Tot ce este păcătos fuge, tot ce târăşte spre rău dispare. Sfânta rugăciune îl înviază pe oricare dintre noi, când este sincer, când îşi aduce tot sufletul în cer, când tu cu frică şi cutremur spui Domnului: Vezi, vezi mormintele mele, nenumărate sunt mormintele mele, Doamne! În fiecare din aceste morminte, iată sufletul meu, iată-l mort, departe de Tine, Doamne! Spune un cuvânt şi îi înviază pe toţi morţii mei! Pentru că Tu, Tu, Doamne, ne-ai dăruit multe puteri dumnezeieşti ca să ne învieze prin Sfânta Înviere, să ne învieze din mormântul trândăviei.
Da, prin păcat, prin patimile noastre, murim sufleteşte. Sufletul moare când se desparte de Dumnezeu. Păcatul este puterea care desparte sufletul de Dumnezeu. Şi noi, când iubim păcatul, când iubim plăcerile trupeşti, în realitate ne iubim moartea, iubim mormintele, mormintele rău mirositoare în care sufletul nostru se descompune.
Dimpotrivă, când ne trezim, când prin fulgerul pocăinţei lovim în inima noastră, atunci…, atunci morţii noştri înviază. Atunci sufletul nostru îi  biruieşte pe toţi criminalii săi, îl biruieşte pe creatorul prin excelenţă al tuturor păcatelor, pe diavolul, îl biruieşte cu puterea Domnului Iisus Hristos cel înviat.
De aceea, pentru noi creştinii nu există păcat mai puternic ca noi. Să fi sigur că întotdeauna eşti mai puternic decât orice păcat care te chinuieşte, întotdeauna eşti mai puternic decât orice patimă care te chinuieşte. Cum? – întrebi. Prin pocăinţă! Şi ce este mai uşor decât ea? Întotdeauna poţi înăuntrul tău, în sufletul tău, să strigi: „Doamne, înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”. Ajutorul lui Dumnezeu nu te va trece cu vederea. Te vei învia pe tine însuţi din morţi şi vei trăi în această lume ca unul care a venit din cealaltă lume, care a fost înviat şi trăieşte o nouă viaţă, viaţa Domnului celui înviat, înăuntrul căreia există toate dumnezeieştile puteri, aşa încât niciun păcat de acum să nu poată să te ucidă. Poate vei cădea din nou, dar de acum cunoşti, cunoşti arma, cunoşti puterea cu care te înviezi din morţi. Dacă de cincizeci de ori pe zi păcătuieşti, dacă de cincizeci de ori te ruşinezi, dacă cincizeci de morminte îţi sapi astăzi, strigă doar: „Doamne, dă-mi pocăinţă. Mai înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.
Domnul cel Bun, care cunoaşte slăbiciunea şi neputinţa sufletului omenesc şi a voinţei omeneşti, a spus: Vino, frate. Chiar dacă de şaptezeci de ori câte şapte păcătuieşti pe zi, vino iar şi spune: Am păcătuit (Matei 18, 21-22). Domnul asta ne porunceşte nouă, oamenilor slabi şi neputincioşi. Îi iartă pe păcătoşi. De aceea a şi declarat că bucurie mare se face în cer pentru un păcătos care se pocăieşte pe pământ (vezi Luca 15, 7). Întreaga lume cerească priveşte la tine, frate şi soră, cum trăieşti pe pământ. Cazi în păcat şi nu te pocăieşti? Iată, îngerii plâng şi se tânguiesc în cer din pricina ta. Doar ce începi  să te pocăieşti, frate, îngerii în cer se bucură şi dănţuiesc ca nişte fraţi ai tăi cereşti…
Iată Maria Egipteanca, marea sfântă de astăzi. Cât de păcătoasă a fost! Din ea Domnul a făcut o fiinţă sfântă ca heruvimii. Prin pocăinţă s-a făcut întocmai cu îngerii, prin pocăinţă a distrus iadul în care se afla, şi s-a suit întreagă în raiul lui Hristos. Nu există creştin neputincios în această lume, chiar dacă îl atacă cele mai groaznice păcate şi ispite ale acestei lumi. Însă este suficient doar ca creştinul să nu uite marile lui arme: pocăinţa, rugăciunea, postul; să se dedea vreunei nevoinţe evanghelice, vreunei virtuţi: fie rugăciunii, fie postului, fie iubirii evanghelice, fie îndurării. Să ne amintim de marii sfinţi ai lui Dumnezeu, să ne amintim de marea sfântă sărbătorită astăzi, de Cuvioasa Maica noastră Maria Egipteanca, şi să fim siguri că Domnul va fi ajutorul nostru la vreme. Sfânta Maria a experiat atât de mult ajutorul minunat din partea Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, încât s-a mântuit din groaznicul ei iad, de groaznicii ei demoni. Preasfânta Născătoare de Dumnezeu şi astăzi şi pururea ne ajută în toate virtuţile noastre evanghelice: în rugăciune, în post, în priveghere, în iubire, în îndurări şi în răbdare şi în orice altă virtute. Mă rog să ne ajute întotdeauna şi să ne călăuzească…
De aceea, niciodată să nu oboseşti în lupta şi în războiul cu păcatele tale… În toate greutăţile tale, în cele mai mari căderi ale tale să-ţi aminteşti de acest strigăt al sfintei săptămâni, care are putere să te învieze: „Doamne, mai înainte de sfârşit, până ce nu pier, mântuieşte-mă”.

[Traducere (în elină) de către părinţii Sfintei Mănăstiri Cuviosul Grigorie din Sfântul Munte din cartea PASHALNE BESEDE (Omilii Pascale), Belgrad, 1998,
iar în româneşte de monahul Leontie după http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/week/e_week/eweek_5.htm]