ANAMNHΣΕΙΣ
πρωτοπρ. Παναγιώττης Δασκαλοθανάσης
τ. ἐφημέριος ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος Ἑρμιονίδος
210 51 ΕΡΜΙΟΝΗ
――――――― ««« 1 »»» ―――――――
ANAMNHΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΤΩΛΙΚΟ – ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 1937-1938-1939
Εδημοσιεύθη στο περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», στα εκατοντάχρονα του Γέροντος
᾿Αναμιμνήσκομαι ἡμερῶν παλαιῶν εἰς Αἰτωλικὸν – Μεσολογγίου, ὅταν ἤμουν ἐτῶν 10 καὶ 12, μαθητὴς τοῦ κατηχητικοῦ σχολείου μὲ κατηχητὰς τὰ δύο μεγάλα ἀναστήματα, τὸν Μητροπολίτην ἅγ. Φλωρίνης κ. Αὐγουστῖνον πρωτοσύγκελλον καὶ ῾Ιεροκήρυκα ῾Ι. Μητροπόλεως Αἰτωλ/νίας τὸ ἔτος 1937, καὶ τὸν μετέπειτα π. Χαράλαμπον Βασιλόπουλον λαϊκὸν τότε. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος ἦταν δεινὸς ἱεροκῆρυξ καὶ φλογερός. Ἐνθυμοῦμαι λόγια, τὰ ὁποῖα ἔλεγε στὰ κηρύγματά του, μέχρι σήμερον. Τὰ ἔχω πεῖ καὶ στὸν ἴδιον παλαιότερα, ὅταν συναντηθήκαμε στὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγίους ἀδελφοὺς καὶ συμπρεσβυτέρους εἰς τὸν ἀείμνηστον π. ᾿Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον, τὸν ἐκλεκτὸν σεμνὸν αὐτὸν κληρικόν, στὸ γραφεῖο του ὁδ. Μακεδονίας 24. Εἶχα τότε νὰ τὸν συναντήσω ἀπὸ τὸ 1937. Μόλις μὲ εἶδε ὁ π. Αὐγουστῖνος μὲ ἐρώτησε·
—᾿Εσεῖς, πάτερ, ποιός εἶσθε;
Τοῦ ἀπαντῶ·
—Δασκαλοθανάσης ἐξ Αἰτωλικοῦ καὶ ἐφημέριος – ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος ῾Ι. Μητροπόλεως ῞Υδρας-Σπετσῶν-Αἰγίνης.
Μόλις ἄκουσε Δασκαλοθανάσης, ἐξεπλάγη κυριολεκτικῶς. Σηκώνεται ἐπάνω καὶ λέει εἰς τοὺς ἄλλους τοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς·
—Εἶχε ἕνα πατέρα αὐτὸς ἐδῶ ὁ παπᾶς, τί νὰ σᾶς πῶ! πολὺ καλὸς καὶ φλογερός.
Ὁ γέροντας π. Αὐγουστῖνος εἶχε πάρα πολὺ σύνδεσμο μὲ τὸν πατέρα μου, ποὺ ἦταν παλαιὸς δάσκαλος στὸ Αἰτωλικό, καθὼς καὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά μας, καὶ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ τὰ πιὸ μεγάλα ἀδέλφια μου. Θυμοῦμαι, μετὰ τὸ κήρυγμα, ἤρχετο μὲ τὸν πατέρα μου στὸ σπίτι μας καὶ ἔπινε ἕνα ζεστὸ ἢ καφέ, τὰ ὁποῖα ἑτοίμαζε ἡ μητέρα μας.
Ὅταν λοιπὸν συναντηθήκαμε τότε στὴν Ἀθήνα μοῦ εἶπε·
—᾿Εσὺ εἶσαι ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰν ἀδελφός;
—Ναί, τοῦ εἶπα.
—Θυμοῦμαι ποὺ ὁ ἀδελφός σου ἐφονεύθη τὸ 1948 στὴ Μακρακώμη Λαμίας, ἔπεσε γιὰ τὴν πατρίδα ὡς ᾿Αξιωματικὸς Πεζικοῦ. Ἦταν καλὸ παιδί, καλὸς μαθητής, τὸν θυμοῦμαι πολὺ καλά.
Τοῦ εἶπα τότε τὸ ἑξῆς.
—Γέροντα, θυμᾶμαι κ’ ἐγώ, ποὺ ἔβγαινε ὁ ντελάλης καὶ φώναζε· «᾿Ακούσατε ὅλοι, κ᾿ ἐσεῖς οἱ νοικοκυρές, ὅτι τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα θὰ μᾶς ἔρθη στὸ Αἰτωλικὸ ὁ ῾Ιεροκήρυξ, ὁ πρωτοσύγκελλος, ὁ πατέρας Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, νὰ κηρύξη στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας, καὶ νὰ ᾿ρθῆτε ὅλοι οἱ Αἰτωλικιῶτες…».
Ὁ λόγος τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦταν προφητικός.
—Παιδιά μου, ἔλεγε, προσέξτε καὶ ἑτοιμασθῆτε, γιατὶ θὰ ἔρθουν 4 ἄλογα· ἕνα κόκκινο, ἕνα μαῦρο, ἕνα κίτρινο, καὶ ἕνα λευκό. Τὸ κόκκινο θὰ εἶναι ὁ πόλεμος, τὸν ὁποῖον περιμένουμε. Τὸ μαῦρο – τὸ κατάμαυρο θὰ εἶναι ἡ μεγάλη πεῖνα, ποὺ θὰ ἐπακολουθήση καὶ θὰ πεθαίνη ὁ κόσμος ἀπ᾿ αὐτήν. Τὸ κίτρινο θὰ εἶναι οἱ ἀσθένειες ποὺ θὰ θερίζουν τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ἄσπρο θὰ εἶναι ἡ λευτεριά, ποὺ θὰ ἐπακολουθήση.
Αὐτὰ ἔλεγε στὸ κήρυγμά του στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας Αἰτωλικοῦ.
Μιὰ ἡμέρα ὁ πατέρας μου, ποὺ ἦταν πολὺ τῆς ἐκκλησίας (ἦταν καὶ ἐκκλησιαστικὸς ἐπίτροπος στὸν ῾Ι. Ν. ῾Αγ. Νικολάου Αἰτωλικοῦ, ἔκανε καὶ κύκλο ῾Αγ. Γραφῆς στοὺς μεγάλους), μὲ πῆρε μὲ τὸ τραινάκι τότε, πήγαμε στὸ Μεσολόγγι (εἶχε δουλειὲς σὰν δάσκαλος στὸ Γραφεῖο Δημοτικῆς ᾿Εκπαιδεύσεως Μεσολογγίου, στὸν ᾿Επιθεωρητή), καὶ μετὰ ἐπισκεφθήκαμε στὴ Μητρόπολι τὸν π. Αὐγουστῖνο. Καὶ θυμᾶμαι, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουνα, μοῦ ἔδωσε μία εἰκονίτσα χάρτινη τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ δύο βιβλιαράκια μικρά, τὸ ἕνα «Ὅ Ἅγιος ᾿Αντώνιος ὁ ἥρως τῆς ἐρήμου» καὶ τὸ ἄλλο «Γκὶ Ντεφοκαλάν»· ὅπου ὅταν συναντηθήκαμε τὸ θυμόταν καὶ αὐτὸ καὶ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς ἄλλους συμπρεσβυτέρους καὶ παρισταμένους μέσα στὸ γραφεῖο τοῦ π. ᾿Επιφανίου·
—Βλέπετε πῶς θυμοῦνται τὰ μικρὰ παιδάκια;
Μὲ ἐρώτησε, ἐὰν ζῆ ἡ μητέρα μου κ.λπ.· τὰ θυμόταν ὅλα ὁ ἅγιος Γέροντας.
Στὸ Αἰτωλικό, μετὰ τὸ θ. κήρυγμα, μᾶς μάζευε ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ καὶ μᾶς ἔκανε μάθημα.
Στὰ κηρύγματά του μαζευόταν πάρα πολὺς κόσμος καὶ πολλὰ παιδιά. ῏Ηταν κληρικὸς μὲ πολλὴ ἀγάπη· γνώριζε καὶ θυμόταν ὅλα τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ Αἰτωλικιῶτες ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν. Θυμᾶμαι ποὺ ἔλεγαν οἱ γονεῖς· «Αὔριο στὴν Παναγία θὰ ᾿ρθῆ ὁ π. Αὐγουστῖνος· νὰ πᾶμε ὅλοι!…».
Αὐτὰ κατὰ τὰ ἔτη 1937, 1938, 1939. Μετὰ δὲν ξέρω ἂν μοῦ ἐπιτρέπη ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Γέροντας πρ. Φλωρίνης Αὐγουστῖνος νὰ προσθέσω τὰ ἑξῆς. ῎Ελεγαν, θυμᾶμαι, πὼς ὁ Μητροπολίτης τότε, ὁ ῾Ιερόθεος, δυσαρεστήθη γιὰ τὴν μεγάλη δρᾶσι τοῦ πρωτοσυγκέλλου του εἰς Αἰτωλικὸ καὶ Μεσολόγγι, διότι μὲ τὰ φλογερά του καὶ οἰκοδομητικά του κηρύγματα συγκέντρωνε πάρα πολὺ κόσμο. Καὶ μετά, τὸ 1940 μὲ 1941, μάθαμε ὅλοι τὴν εἴδησι «ἀπὸ στόμα σὲ στόμα» (τὶς δύο αὐτὲς λέξεις χρησιμοποιοῦσε στὰ κηρύγματά του· ἔλεγε π.χ.· «Ὅταν δὲν ὑπῆρχον οἱ ἐφημερίδες, πῶς μάθαινε τὰ νέα ὁ κόσμος παρακαλῶ; ἀπὸ στόμα σὲ στόμα· ναί, ἀπὸ στόμα σὲ στόμα»). Ἔμαθε λοιπὸν ὅλος ὁ κόσμος τοῦ Αἰτωλικοῦ, ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος, λόγῳ δυσαρεσκείας τοῦ Μητροπολίτου, ἔφυγε γιὰ ἄλλη Μητρόπολι. Ἀργότερα πολλοὶ πήγαιναν, σὰν πνευματικά του τέκνα, νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του στὴν Φλώρινα, ὅπου ἐκεῖ εἶχε μετατεθῆ ὡς ἱεροκῆρυξ. ῎Ηθελαν καὶ οἱ γονεῖς μου νὰ πᾶνε στὴ Φλώρινα, ἐκεῖ ποὺ ἐκήρυττε, ἀλλὰ λόγῳ τῶν καταστάσεων τοῦ ἐμφυλίου πολέμου δὲν ἠδυνήθησαν.
Μὲ τοὺς γονεῖς μου εἶχε μεγάλον πνευματικὸν σύνδεσμον καὶ συνεργασία ὅταν ἤρχετο στὸ Αἰτωλικό. Τοὺς ἀγαποῦσε καὶ πάντα ρωτοῦσε γι᾿ αὐτούς.
Εὐχόμεθα ὅλη μας ἡ οἰκογένεια ὁ ἅγιος Γέροντας νὰ ἔχη πλουσίαν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Κλείνουμε γόνυ εὐλαβείας μὲ τὰ καλύτερα αἰσθήματα και ἀσπαζόμεθα τὴν Δεξιάν του μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη. Τοῦ ὀφείλουμε πολλά· ἦταν ἡ αἰτία νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστόν.
πρωτοπρ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΘΑΝΑΣΗΣ
Νικόλαος Κούρουπας
Σαπφοῦς 25
176 76 ΚΑΛΛΙΘΕΑ Ἀθηνῶν
――――――― ««« 2 »»» ―――――――
ANAMNHΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ
1950-1951 Κύμη – Εὐβοίας
῾Ο ἀρχιμανδρίτης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἐμφανίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Καρυστίας καὶ Σκύρου στὸ λαὸ τῆς Κύμης τὴν 28η.8.1950 στὸν ἑσπερινὸ ἐξοχικοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου. Συνωδευόταν ἀπὸ τὸν μακαριστὸ ἱεροκήρυκα Χαλκίδος π. Χριστοφόρο Καλύβα, ποὺ κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἐκήρυξε καὶ ἀνήγγειλε στοὺς πιστοὺς τὴν παρουσία τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ τὸν ἐρχομό του ὡς ἱεροκήρυκος στὴν Κύμη. Οἱ Κυμαῖοι εἶχαν μακρὰ ἐμπειρία κηρύκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν παρουσία μελῶν του τάγματος ῾Αγίου Παντελεήμονος καὶ τοῦ Μητροπολίτου Παντελεήμονος, ὅσο καὶ ἂν τοῦτο τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχε σιγήσει. ῞Οπως καὶ ὅλοι οἱ ῞Ελληνες, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπουλώσουν τὰ τραύματα δέκα χρόνων περιπετειῶν καὶ αἵματος, ἐσωτερικῆς διχοστασίας, ρευστότητας καὶ ἀντιποίνων.
Ἐντὸς τοῦ Σεπτεμβρίου, τὸ πιὸ πιθανὸ ἀρχὲς Ὀκτωβρίου, ἄρχισε τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα στὸ Μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς κωμοπόλεως τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, ἐνῶ ταυτοχρόνως σὲ κάθε λατρευτικὴ ἐκδήλωση κήρυττε. Περιερχόταν ἐπίσης τὰ χωριὰ τῆς Μητροπόλεως γιὰ νὰ κηρύττει. Τὸ ἦθος τοῦ ἱεροκήρυκα, ὁ οἰκοδομητικὸς ἀλλὰ καὶ ἐλεγκτικὸς χαρακτήρας τοῦ κηρύγματός του, ἡ μοναδικὴ εὐγλωττία, ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἱεροπρεπὴς παρουσία του ἔκαναν γρήγορα πολὺς κόσμος νὰ συρρέει κάθε Κυριακὴ γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ κήρυγμά του. Τὸ ἀκροατήριο συνεχῶς αὐξανόταν, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερὸς Ναός, πολὺ μεγάλος γιὰ μιὰ κωμόπολη, νὰ γεμίζει ἀσφυκτικά, καὶ νὰ εἶναι ἀρκετὲς οἱ φορὲς ποὺ οἱ πιστοὶ νὰ παρακολοθοῦσαν τὸ κήρυγμα καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν στὴν πέριξ πλατεῖα, καὶ μάλιστα μὲ δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες ψύχους ἢ καὶ βροχῆς.
Στὰ ἑσπερινά του κηρύγματα στὸν ῞Αγιο Ἀθανάσιο ἑρμήνευε τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Κάθε Σάββατο κυκλοφοροῦσε ἔντυπο κήρυγμα δισέλιδο, ποὺ τυπωνόταν στὴν Κύμη, τὸ «Γρηγορεῖτε», ποὺ τὸ μοίραζαν παντοῦ μαθητὲς τοῦ ἑξαταξίου Γυμνασίου, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦσαν τὶς ὁμάδες μελέτης τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γιατὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος παράλληλα εἶχε δημιουργήσει ὁμάδες μελέτης ποὺ ἔρχονταν μιὰ ἢ δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα στὸ «κελλί» του καὶ τοὺς ἔλυνε ἀπορίες ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ τοὺς εἶχε συστήσει. Τοὺς περισσότερους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐξομολογοῦσε, καθὼς δὲν ὑπῆρχε ἄλλος πνευματικὸς στὴν Κύμη.
Παρὰ τὴν μεγάλη δυσχέρεια λόγῳ ἀνυπαρξίας μέσων συγκοινωνίας ἢ καὶ τῶν ἐλαχίστων δρομολογίων, ποὺ ὑπῆρχε συνεχῶς, ἐπισκεπτόταν πεζὸς χωριὰ τῆς ἐπαρχίας καὶ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἱεροκήρυκα Χαλκίδος π. Χριστόφορο Καλύβα κυκλοφοροῦσαν κάθε μήνα τὸ ἔντυπο «ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ» καὶ ἡ συνεργασία καὶ ἔκδοσις διατηρήθηκε ―ἀπὸ ὅσο γνωρίζομε― μέχρι τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1951.
Δυστυχῶς ἡ παρουσία τοῦ π. Αὐγουστίνου διήρκεσε μόνον ἕξι μῆνες, γιατὶ ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Κύμη καὶ τὴν ἐπαρχία μετὰ ἀπὸ σύγκρουση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, ποὺ τὴν ὑπέκαυσαν καὶ ὅσοι τοὺς ἐνωχλοῦσε ὁ ἀπερίτμητος λόγος του. Βέβαια, παρὰ τὶς πολλὲς ὁμαδικὲς καὶ πρωτοφανεῖς διαμαρτυρίες πάρα πολλῶν, ἐγκατέλειψε τὸ χῶρο καὶ τοὺς ἀνθρώπους τυπικά. Ἄφησε ὅμως πίσω του πλούσια σπορά, ποὺ ἔκαμε γιὰ χρόνια νὰ τὸν θυμοῦνται καὶ νὰ τοὺς καθοδηγεῖ μὲ τὶς ὑποθῆκες του.
Μέχρι καὶ σήμερα πενηνταπέντε χρόνια μετά, ποὺ οἱ πάρα πολλοὶ μετέστησαν ἐκ τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι ὀλίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐνθυμοῦνται καὶ διασώζουν ἀγαθὴ τὴν ἀνάμνησιν τῆς διάβασής του.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΣ