Αυγουστίνος Καντιώτης



Archive for Ιανουάριος, 2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 14th, 2012 | filed Filed under: ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΟΜΙΛΙΕΣ (απομαγν.)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ MHΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
  ΑΧΛΑΔΑ 1-3- 1970  

ΤΟ  ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ποιό εἶνε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μας, ποὺ θὰ τὸ ἀκούσουμε σὲ λίγο στὴν θεία Λειτουργία;
 Γιὰ νὰ ρωτήσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ βρίσκονται ἐδῶ καὶ πᾶνε σχολεῖο; Πές μου ἐσύ; Πῶς σὲ λένε; ….
 Ὁ Θωμᾶς λέει, ὅτι τὸ Σύμβολο εἶνε τὸ Πιστεύω.
 Τί θὰ πῆ Σύμβολο καὶ γιατί αὐτὸ τὸ Σύμβολο λέγεται Πιστεύω;
Σύμβολο θὰ πῆ, κάτι τὸ ὁποῖο  μᾶς διακρίνει. Εἶνε σὰν τὴν σημαία. Ὃπως τὰ διάφορα ἒθνη ἒχουν τὶς σημαῖες τους καὶ ἐμεῖς ἒχουμε τὴν δική μας σημαία.
Ἡ Σερβία ἒχει τὴν δική της σημαία. Ἡ Βουλγαρία ἒχει τὴν δική της σημαία. Ἡ Τουρκία ἒχει τὴν δική της σημαία.
Ὃπως λοιπὸν ὅταν βλέπουμε τὴν σημαία ξέρουμε σὲ ποιὸ ἒθνος ἀνήκουν οἱ ἂνθρωποι, ἒτσι καὶ ἐμεῖς ἒχουμε τὴν σημαία μας.
Ἡ Σημαία μας, ποὺ εἶνε ἡ ὡραιότερη σημαία τοῦ κόσμου, ποὺ εἶνε τιμή καὶ δόξα μας, εἶνε τὸ «Πιστεύω».
Τὸ «Πιστεύω» εἶνε ἡ σημαία τῶν χριστιανῶν.
Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ φράγκοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Γάλλοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Γερμανοί. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Ἂγγλοι. Χριστιανοὶ εἶνε καὶ οἱ Ἀμερικάνοι. Ἀλλὰ τὸ «Πιστεύω» εἶνε ἡ Σημαία τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Μὲ τὸ «Πιστεύω» ξεχωρίζουμε ἀπ᾿ὅλα τὰ ἒθνη καὶ ἀπ᾿ὅλα τὰ δόγματα. Εἲμεθα χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ δὲν παρεκλίνουμε καὶ  δὲν παραλλάζουμε οὒτε ἕνα γιῶτα (ι) ἀπὸ τὴν γραμμὴ ποὺ χάραξε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
 Τί λέμε στὸ «Πιστεύω»; Τί ὁμολογοῦμε;
Πρῶτα- πρῶτα λέμε τὴν λέξι Πιστεύω. Τί θὰ πῆ πιστεύω; Θὰ πῆ παραδέχομαι. Ὃποιος δὲν πιστεύει εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῆ στὸν κόσμο αὐτό.
Καὶ τί πρέπει νὰ πιστεύωμε;  «Εἰς Ἓναν Θεὸ, Πατέρα Παντοκράτορα». Ὃτι δηλαδὴ ὑπάρχει Θεός.  Αὐτὸ εἶνε τὸ πρῶτο. Τὸ ἐπιβάλλει ἡ λογική μας. Γιατὶ κανεὶς ἀπὸ σᾶς χριστιανοὶ μου δὲν μπορεῖ νὰ παραδεχθῆ ὅτι τὸ σπίτι ποὺ κάθεται ἒτσι φύτρωσε. Ἒτσι ἀπὸ μόνο του ἐμφανίστηκε. Μαζεύτηκαν μιὰ μέρα μόνα τους ὅλα τὰ ὑλικά, οἱ πέτρες, τὰ σανίδια, τὰ τσιμέντα, οἱ πόρτες, τὰ τσάμια καὶ τοποθετήθηκαν μόνα τους στὴν θέση τους καὶ ἒγινε τὸ σπίτι. Ἀνόητο δὲν εἶνε αὐτό;
Κάθε σπίτι κάποιος τεχνίτης τὸ κάνει. Καὶ τὸ ὡρολόγι ποὺ φορᾶτε κάποιος τὸ ἒκανε, γιατὶ δὲν φυτρώνουν στὰ χωράφια τ᾿ὡρολόγια. Τὸ ροῦχο ποὺ φορᾶτε κάποιος τὸ ἒραψε. Τὸ ἀμάξι ποὺ τρέχει στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἀεροπλάνο ποὺ πετᾶ στὰ ὓψη καὶ ὁ πύραυλος ποὺ διασχίζει τοὺς αἰθέρας κάποιος τὰ κατασκεύασε. Δὲν φύτρωσαν μόνα τους.
Ἀλλὰ τί εἶνε τὰ σπίτια; Τί εἶνε τὰ ὡρολόγια, τὰ ἀεροπλάνα, τ᾿ἀμάξια, οἱ πύραυλοι καὶ τὰ μηχανήματα ποὺ θαυμάζετε;
Ἂν ἒρθει κάποιος καὶ σᾶς πεῖ, τὸ αὐτοκίνητο σας ἒτσι φύτρωσε, θὰ τὸν πᾶτε στὸ φρενοκομεῖο. Ἀλλὰ τ᾿ἂστρα αὐτὰ ποὺ εἶνε ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων, τὸ φεγγάρι, τὸν ἢλιο τὴν γῆ, τὸν ἂνθρωπο, ποιός τὰ ἒκανε;Ἒτσι φύτρωσαν; Μιὰ εἶνε ἡ ἀπάντησι, ὁ Θεὸς τὰ ἒκανε.
Πίστευε λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει Θεός καὶ εἶνε Δημιουργὸς καὶ κυβερνήτης τοῦ Σύμπαντος. Αὐτὸ εἶνε τὸ πρῶτο ποὺ κηρύττωμε στὸ Σύμβουλο τῆς Πίστεως.
Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ὁμολογοῦμε εἶνε, ὅτι ἐμεῖς δὲν πιστεύομε στὸν Ἀλλάχ τῶν Τούρκων, οὐτε στὸν Βούδα τῶν Ἰνδῶν καὶ οὒτε στοὺς ἂλλους ψεύτικους θεοὺς τῶν ἂλλων θρησκευμάτων, ἀλλὰ πιστεύομε εἰς τὸν ἕνα καὶ  Ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶνε ὁ Πατήρ ὁ Υἰὸς καὶ τὸ Ἃγιο Πνεῦμα.
Ἢλιγγος σὲ πιάνει. Ποιός ἂνθρωπος, ποιός ἐπιστήμων θὰ μπορέση ποτὲ νὰ μπῆ στὸ Μυστήριο αὐτὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ἓνα=Τρία.
Δὲν τὸ παραδέχεται ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἐν τούτοις εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἃγιο Πνεῦμα εἶνε ἡ Ἁγία Τριάδα, εἶνε ὁ Ἓνας καὶ Ἀληθινὸς Θεός.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ μὲ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ πῶς νὰ καταλάβουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἁγία Τριάδος, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε ἁπλὰ πράγματα ποὺ βλέπουμε στὸν κόσμο.
Ἓνας ἐπιστήμονας σπούδαζε τὸ μυρμήγκι δέκα χρόνια καὶ ἕνας ἂλλος πῆρε τὴν μέλισσα καὶ σ᾿ὅλη τὴν ζωή του 50, 60 χρόνια τὴν ἐξέταζε, γιὰ νὰ δῆ, πὼς εἶνε ἡ μέλισσα καὶ μετὰ εἶπε: Μυστήριο πράγμα, δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω, πῶς αὐτὸ τὸ μικρὸ ζωϊφιο κάνει τὸ μέλι!
Ἂν λοιπὸν δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἕνα μυρμηγκάκι καὶ μιὰ μέλισσα, πόσο μάλλον θὰ καταλάβομε τὸν Θεό.
Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε πολὺ μικρό, γιὰ νὰ χωρέση τὸ Μυστήριο τῆς Θεότητος.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ὃταν ἀκοῦμε τὸ Ὃνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νὰ σκίβουμε τὸ κεφάλι μας καὶ μὲ εὐλάβεια νὰ λέμε: Ἁγία Τριὰς σῶσον τὸν κόσμο σου καὶ ἐμένα τὸ ἁμαρτωλό.
Πιστεύω ὁμολογοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ ἂνθρωπος ἁμάρτησε πολὺ. Καὶ θὰ ἒπρεπε ν᾿ἀνοίξη ἡ γῆ γιὰ νὰ μᾶς καταπιῆ. Καὶ θὰ ἒπρεπε τ᾿ἂστρα νὰ γίνουν ἀστροπελέκια καὶ νὰ πέσουν στὰ κεφάλια μας. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ὂχι μόνο δὲν μᾶς κατέστρεψε ἀλλὰ ἒστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱόν του τὸν Μονογενή. Ἦρθε ὁ ἲδιος κάτω στὴν γῆ. Γεννήθηκε ἐκ Παρθένου Μαρίας, ἐβαπτίσθη εἰς  τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐπέρασε τὴν ἒρημο ὑπέφερε, ἐσταυρώθη, Ἀνεστήθη καὶ ἀνελήφθη στὰ οὐράνια. Καὶ κάτι ἂλλο λέμε στὸ «Πιστεύω». Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἂπιστοι καὶ ἂθεοι. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἂνθρωποι τοῦ σκοταδιοῦ. Τὸ λέμε στὸ «Πιστεύω». «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρίνε ζώντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἒσται τέλος.
Ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ τὰ ἃγια του πόδια πάτησαν στὴν γῆ, ὁ Χριστὸς ποὺ ἐβαπτίσθη μέσα στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ποὺ ἒφαγε καὶ συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Χριστὸς ποὺ Ἐσταυρώθη καὶ ὑπέφερε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, τόσα καὶ τόσα στὸν κόσμο, ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε σὰν ἂσημος ἂνθρωπος στὴ γῆ, θὰ ξαναέλθη πάλι, ναὶ θὰ ξανάρθη. «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζῶντας καὶ νεκροὺς». Τὸ λέμε στὸ Πιστεύω τὸ διακηρύττει ὁ ἲδιος ὁ Χριστός, στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως.
Πῶς θὰ ξανάρθη; Μᾶς τὸ λέει πολὺ ἁπλὰ ὁ Χριστός.
Σὰν τὸν τσομπάνο ποὺ ἒχει πρόβατα καὶ βοσκᾶνε στὸ λιβάδι. Τὸ βράδυ ὁ τσομπάνος τὰ μαζεύει. Κάθεται ἒξω ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ τὰ ξεχωρίζει. Ἀλλοῦ βάζει τὰ πρόβατα καὶ ἀλλοῦ βάζει τὰ κατσίκια, τὰ ἐρίφια. Γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ βρίσκονται στὸν ἲδιο χῶρο τὰ πρόβατα καὶ τὰ γίδια.
Ἒτσι λέει καὶ ὁ Χριστὸς θὰ χωρίση τὸν κόσμο σὲ δύο μεγάλα μέρη. Θὰ βάλλη τὰ πρόβατα δεξιὰ καὶ τὰ ἐρίφια ἀριστερά. Γιατὶ τώρα ἀδέλφια μου εἶνε ἀνακατεμένος ὁ κόσμος.
Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ἡ γυναίκα πιστεύει ὁ ἂνδρας δὲν  πιστεύει.
Δὲν τὸν ὑποφέρω μοῦ ἒλεγε κάποια γυναίκα, προχθές. Ὁ ἂνδρας μου μ᾿ἀγαπᾶ, ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα. Δὲν μ᾿ἀφήνει ποτὲ νηστικιά, ἀλλὰ θὰ τὸν χωρίσω, δὲν τὸν ὑποφέρω, γιατὶ βλασφημᾶ.
Ἂν βλασφημοῦσε τὴνμάνα μου θὰ τὸν ὑπέφερα, ἂν κακολογοῦσε τὸν πατέρα μου θὰ τὸν ὑπέφερα, μ᾿αὐτὸς μόλις μπεῖ στὸ σπίτι βλασφημᾶ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους. Δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Δὲν τὸν ὑποφέρω, γιατὶ βλασφημᾶ τὸν Θεό.
Μέσα λοιπὸν στὸ σπίτι ἡ γυναίκα πιστεύει ὁ ἂνδρας δὲν πιστεύει. Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ὁ πατέρας πιστεύει ἡ μάνα δὲν πιστεύει, γιατὶ καὶ αὐτὸ γίνεται στὸν κόσμο. Ὑπάρχουν γυναῖκες ἂπιστες καὶ ἂνδρες πιστοί.
Μέσα στὸ ἲδιο σπίτι ὁ ἕνας εἶνε καλὸς  καὶ ὁ ἂλλος εἶνε κακός.
Μέσα στὸ ἲδιο χωριὸ ὑπάρχει ἕνας ἃγιος καὶ ἕνας ἂλλος κακοῦργος, ποὺ ἒχει χωράφια, λίρες καὶ πολυκατοικίες ἀλλὰ ἒχει σκοτώσει ἂνθρωπο καὶ κανεὶς δὲν τὸ ξέρει.
Μέσα στὴν ἲδια κοινωνία ζεῖ ὁ κλέφτης καὶ ὁ λωποδύτης, ζεῖ καὶ ὁ ἂνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἀνακατεμένοι εἶνε. Σιτάρι, καλαμπόκι, φακές, φασόλια τὰ πάντα. Ἀλλὰ ὅπως ὑπάρχει μηχάνημα ποὺ ξεχώριζει καὶ βάζει ἀλλοῦ τὸ ἂχυρο καὶ ἀλλοῦ τὸ σιτάρι, ἒτσι θὰ μᾶς χωρίση καὶ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς.
Σὰν τὸν τσομπάνο ποὺ βάζει ἀλλοῦ τὰ πρόβατα καὶ ἀλλοῦ τὰ γίδια. Θὰ γίνη ὁ χωρισμός. Θὰ ἒρθη αὐτὴ ἡ μέρα. Γιατὶ στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν τιμωροῦνται ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Ἀπὸ τὰ 1000 ἐγκλήματα ἐλάχιστα τιμωροῦνται.
Μήπως νομίζετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ εἶνε στὶς φυλακές εἶνε οἱ μόνοι ἐγκληματίες; Λάθος κάνετε. Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ τιμωρήση ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Μόνο μερικὰ μυγάκια πιάνει στὸ ἀραχνόπανο της, οἱ σφῆκες τὸ τρυπᾶνε καὶ φεύγουν. Οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἐλεύθεροι καὶ ἀτιμώρητοι.
Καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σκοτώθηκαν 500.000. Εἶνε μέσα στὶς φυλακὲς αὐτοὶ οἱ ἐγκληματίες; Ὂχι, ἂνοιξαν τὶς πόρτες καὶ ἒφυγαν. Πᾶνε στὰ χωριά τους καὶ στὰ σπίτια τους καὶ κλαίει ἡ χήρα μὲ τὰ ὁρφανά ποὺ τὸν βλέπει. Τὸν βλέπω μὲ ἒλεγε μιὰ χήρα μὲ 5 ὁρφανά. Τὸν βλέπω νὰ εἶνε ἂρχοντας, ἒχει λεφτά, γλεντάει κάθε βράδυ, τὸ ξέρω μόνο ἐγὼ, αὐτὸς σκότωσε τὸν ἂνδρα μου. Αὐτὸς εἶπε τοὺς ἂλλους, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν. Τὸν βλέπω καὶ ταράζομαι. Μοὒρχεται νὰ πάρω μαχαίρι καὶ νὰ τὸν σκοτώσω. Ἀλλὰ σηκώνω τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ λέω, Θεέ μου συγχώρεσέ τον.
Στὸν κόσμο αὐτὸν γίνονται ἐγκλήματα φοβερά. Ὑπάρχουν κακοῦργοι ποὺ βάψαν τὰ χέρια τους στὸ αἶμα. Ὑπάρχουν ἂνδρες ποὺ τὴν νύχτα τρύπωσαν μέσα στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτίμασαν τὶς γυναῖκες τῶν ἂλλων. Ὑπάρχουν παιδιὰ καὶ κόσμος ἁμαρτωλὸς ποὺ κανένα δικαστήριο καὶ καμμιὰ κοινωνία δὲν τοὺς ἐτιμώρησε. Γι᾿αὐτὸ θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα τῶν ἐκκαθαρίσεων. Θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ καταδικαστοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Θὰ ξαναέρθη ὁ Χριστός, ἀλλὰ πῶς θὰ ἒρθη ἀδελφοί μου; Πιστέψατέ το, μᾶς τὸ λέει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁμολογοῦμε στὸ «Πιστεύω». Θὰ παρουσιαστῆ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ ἒδωσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στὴν Παναγία καὶ εἶπε τὸ χαῖρε. Ὁ ἲδιος ἂγγελος θὰ πάρη τὴν σάλπιγγα, ὅπως τὴν παίρνει τὸ πρωΐ  ὁ σαλπιγκτὴς καὶ σαλπίζει ἐγερτήριο καὶ σηκώνονται οἱ στρατιῶτες καὶ δίνουν τὸ παρόν. Καὶ ἀλοίμονο στὸν στρατιώτη ποὺ δὲν θὰ σηκωθῆ.
Ὅπως λοιπὸν σαλπίζει ὁ σαλπιγγτής καὶ ὅπως ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο χτυπᾶ τὸ κουδούνι καὶ οἱ μαθητὲς μπαίνουν στὶς τάξεις, ἒτσι θὰ χτυπήση καμπάνα μεγάλη, σάλπιγγα ποὺ θ᾿ἀκουστῆ σ᾿ὅλο τὸν κόσμο καὶ τότε θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί.
Θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ πατεράδες μας, οἱ παπποῦδες μας, αὐτοὶ ποὺ πέθαναν πρὸ 500 καὶ 1000 χρόνια καἰ εἶνε σκόνη καὶ κόκκαλα μέσα στοὺς τάφους. Θ᾿ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί, ὅλων τῶν αἰώνων.
Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν; Μάλιστα ἂνθρωπε ἂπιστε, θ᾿ἀναστηθοῦν. Τί κάνει ὁ γεωργός; Σπέρνει τὸ σιτάρι, μέσα στὴν γῆ καὶ σαπίζει. Καὶ κατόπιν φυτρώνει ὁλόκληρο στάχυ καὶ φέρνει καρπό. Τὸ ἕνα σιτάρι γίνεται 30, 40. Ἒλα νὰ μοῦ τὸ ἐξηγήσης. Σὰν τὸ σιτάρι εἶνε καὶ ὁ ἂνθρωπος. Αὐτὸς ποὺ ἒδωσε δύναμη στὸ σιτάρι νὰ φυτρώση καὶ νὰ γίνεται κάμπος ὁλοπράσινος, αὐτὸς θ᾿ἀναστήση τοὺς νεκροὺς.
Κτῆνος εἶνε ὁ ἂνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει. Νὰ θαῦμα! Τί ζητᾶτε ἂλλα θαύματα. Πᾶρε ἕνα κουτὶ μὲ σπόρους, ρίξτους στὴν γῆ, θὰ φυτρώσουν ὃμορφα λουλούδια.
Ὃλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῆ ἕνα σπόρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνη.
Θεέ μου, Θεέ μου, τί θαύματα γίνονται στὸν κόσμο. Πάνω στὸ φεγγάρι τίποτε δὲν φυτρώνει. Οὒτε σιτάρι, οὒτε καλαμπόκι, οὒτε δένδρα, οὒτε λουλούδια, οὒτε ἀέρας, οὒτε νερὸ, τίποτε ξεραΐλα ἀπέραντι ἐπικρατεῖ ἐκεῖ. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς εἶνε ὅλα καὶ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε στὸ Θεό.
Πᾶρε ἕνα σπόρο καὶ πὲς μου, ποιός τοῦ ἒδωσε τὴν δύναμι αὐτή;
Ὁ Θεὸς ποὺ ἒδωσε τὴν δύναμη νὰ σαπίζη ὁ σπόρος καὶ νὰ πρασινίζει ὁ κάμπος, αὐτὸς θ᾿ἀναστήση ὅλους τοὺς νεκρούς.
Κάθε σπόρος ποὺ πέφτη στὴ γῆ, Χριστὸς Ἀνέστη φωνάζει. Γι᾿αὐτὸ στὰ μνημόσυνα ἒχουμε κόλλυβα. Αὐτὸ σημαίνουν τὰ κόλλυβα.
Θεέ μου ὅπως τὸ σιτάρι φυτρώνει, ἒτσι θὰ ἒρθη ἡμέρα ποὺ ὅλοι οἱ νεκροί θ᾿ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὸν τάφο. Ναὶ θ᾿ἀναστηθοῦν.
Πρῶτα θὰ σαλπίση ἡ σάλπιγγα, μετὰ θ᾿ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ ἒπειτα θὰ παρουσιαστῆ στὸν οὐρανὸ κάποιο σημάδι, θὰ βγῆ ὁ τίμιος Σταυρὸς καὶ θὰ σβήσουν ὅλα τ᾿ἂλλα φῶτα.
Ὃπως ὅταν βγῆ ὁ ἣλιος δὲν χρειάζονται τὰ λυχνάρια, ἒτσι καὶ ὁ τίμιος Σταυρὸς θὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἣλιο καὶ οἱ ἂγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι θὰ παρουσιαστοῦν. Καὶ μετὰ μιὰ δόξα ἀπερίγραπτος θὰ φανῆ καὶ θὰ φωτίση τὴν οἱκουμένη. Θὰ φανῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
 Εἲδατε τί γίνεται στὴν Φλώρινα, ὅταν καμμιά φορὰ ἒρχεται ὁ βασιλιὰς ἢ κανένας μεγάλος ἂρχοντας; Μαζεύονται ὅλοι οἱ στρατηγοὶ καὶ χτυποῦν τύμπανα καὶ ἀνεβαίνουν στὰ μπαλκόνια οἱ ἂνθρωποι, γιὰ νὰ περάση, ποιός; Ὁ βασιλιάς. Τί εἶνε ὁ βασιλιάς; Τί εἶνε ὁ πρωθυπουργός; Ἂνθρωποι εἶνε. Σήμερα ζοῦν αὒριο δὲν ὑπάρχουν. Θὰ ἒρθη ὅμως ὁ Ἀφέντης τοῦ κόσμου. Θὰ ἒρθη ὁ Βασιλεῦς τῶν βασιλευόντων, ὁ βασιλιὰς τῶν ἀγγέλων καὶ μετὰ θ᾿ἀνοίξη Δικαστήριο καὶ θ᾿ἀνοίξουν τὰ βιβλία.
Ὃπως στὴν εἰσαγγελία ἒχει ὁ εἰσαγγελεὺς τὸ ποινικὸ μητρῶο καὶ τὸ ἀνοίγει καὶ βλέπει τ᾿ἀδικήματα ποὺ ἒχεις κάνει, ἒτσι θ᾿ἀνοίξουν τὰ βιβλία ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανό, «καὶ βίβλοι ἀνοιγήσονται». Γιατὶ καθ᾿ἕνας ἒχει τὸ βιβλιάριό του, τὸ ποινικό του μητρῶο.
Ὑπάρχει χριστιανοί μου, ναὶ ὑπάρχει τὸ βιβλιάριό μας στὸν οὐρανὸ καὶ γράφει ὅλα τὰ ἒργα μας.
Τὸ βιβλιάριο ποὺ κρατᾶ ὁ εἰσαγγελεύς καὶ ὁ ἀστυνομικός, δὲν ἒχει τίποτε, γιατὶ αὐτοὶ κρίνουν τοὺς ἀνθρώπους μόνο ἐξωτερικά. Τὸ βιβλιάριο ὅμως τοῦ οὐρανοῦ γράφει ὂχι μόνο τὶς ἐξωτερικές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐσωτερικὲς. Γράφει καὶ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττονται μέσα στὴν καρδιά μας.
Ὑπάρχει ναὶ ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα αὐτί ποὺ τ᾿ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει καὶ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφη ὅλα.
 Χριστιανοί μου δὲν τρέμετε, δὲν φοβᾶστε; Θὰ δώσουμε λόγο ὂχι μόνο γιὰ τὸ τί κάνουμε, ὂχι μόνο γιὰ τὸ τί λέμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ τί σκεφτόμαστε καὶ γιὰ τὸ τί ἒχουμε στὴν καρδιά μας.
Θὰ βγῆ ζυγαριὰ, πλάστιγγα ποὺ θὰ ζυγίση ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Θὰ γίνη Κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις.  Καὶ στὸ παγκόσμιο αὐτὸ δικαστήριο, θὰ δικάση ὁ Θεός.
Χριστιανοί μου μοὒρχεται νὰ φύγω, νὰ πάω στὸ Ἃγιο Ὂρος, στὰ κατουνάκια, μέσα στὶς σπηλιές.
Θὰ δικάση ὁ Θεὸς πρῶτα ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς παπάδες. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ ἱερεῖς δὲν θὰ δικαστοῦμε μόνο γιὰ τ᾿ἁμαρτήματα τὰ δικά μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τ᾿ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ.
Εἶσαι παπᾶς καὶ ἒχεις 400 ψυχές; Ὃπως ὁ τσομπάνος θὰ δώση λόγο στὸ ἀφεντικό του γιὰ τὸ πρόβατο ἢ γιὰ τὴν ἀγελάδα ποὺ χάθηκε, ἒτσι ἐμεῖς θὰ δώσουμε λόγο.
Χριστιανοί μου, μὴ κατακρίνετε, μὴ κουτσομπολεύετε. Ἂμα βλέπετε παπὰ καὶ δεσπότη κλαύσατε. Ἀλοίμονό μου, ἐγὼ θὰ δώσω λόγο γιὰ 80.000 καὶ 100.000 ψυχές, ποὺ εἶνε στὴν ἐπισκοπή μου.
Ἀλοίμονο μου ἂν  δὲν ἐλέγξω τὸ κακό. Ἀλοίμονό μου ἂν δὲν φωνάξω, ἂν δὲν κηρύξω, ἂν δὲν προσπαθήσω νὰ σώσω τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀλοίμονο στοὺς παπάδες, στοὺς δεσποτάδες, στοὺς πατριαρχάδες, στοὺς βασιλιάδες, στοὺς ἂρχοντας, ἀλοίμονο σ᾿ὅλους ποὺ ἒχουν ἀξιώματα, κλαύσατε ἂρχοντες καὶ βασιλεῖς τῆς γῆς. Θὰ κριθοῦν ἐπίσης καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ ἒγιναν μπεζακτάδες καὶ πότε τοὺς δὲν προσέφεραν ἕνα ποτῆρι νερό, σ᾿αὐτὸ ποὺ τὸ ἒχει ἀνάγκη.
Θὰ κρίνει τοὺς φτωχοὺς, θὰ κρίνη τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἂνδρες, τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ὢ ποία κρίση! Ὧ ποίαν ἀπολογίαν ψυχὴ, ἒχεις ἀθλία ἐν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ τῆς σὲ τῆς καταδίκης τοῦ αἰωνίου πυρός..». Λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἐκκλησίας μας.
Μὰ, ἀκούω, εἶνε σωστὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, θὰ γίνουν ἀληθινά; Θὰ  ἒρθη τέτοια μέρα; Εἶνε γεγονός; Παραμύθια τῶν παπάδων καὶ τῶν δεσποτάδων εἶνε, λένε οἱ ἂπιστοι, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο.
Νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ κάτι. Καὶ ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ θὰ ἦθελα νὰ μὴν ὑπάρχει κόλαση, γιατὶ φοβᾶμαι. Ἀλλὰ ὑπάρχει. Ὃπως ὑπάρχει νύχτα, ὑπάρχει καὶ κόλαση. Θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ἐκείνη, εἲτε μᾶς ἀρέσει εἲτε δὲν μᾶς ἀρέσει. Καὶ ὅπως εἶστε βέβαιοι, ὅτι αὒριο ξημερώνει Δευτέρα, ἒτσι νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι θὰ ἒρθη ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Γι᾿αὐτὸ ἀδέλφια μου βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας, στοὺς ἀθέους καὶ ἀπίστους, ποὺ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισος. Δὲν ὑπάρχει τίποτε.
Τὰ παλιά τὰ χρόνια οἱ ἂνθρωποι ἦταν ἀγράμματοι, ἀλλὰ εἶχαν μεγάλη πίστη  στὸν Θεό. Τώρα δὲν πιστεύουν οἱ ἂνθρωποι, γι᾿αὐτὸ ἀγρίεψαν καὶ κάνουν τὰ ἐγκλήματα τὰ μεγάλα καὶ ἀπαίσια.
Ἀδέλφια μου, πρέπει ν᾿ἀλλάξουμε πορεία. Νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστὸς, ὅπως μᾶς θέλει ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿αὐτὸ γίνονται τὰ μαθήματα αὐτά. Νὰ μᾶς δυναμώσουν τὴν Πίστι καὶ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Εὒχομαι νὰ ἀγαπήσετε τὸ Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό καὶ νὰ μείνετε παντοτινὰ κοντά του.
Νὰ τὸ ξέρετε, ὅτι πολλὰ θὰ γίνουν ἀκόμη στὸν κόσμο αὐτό, γράψατέ το. Ἒρχεται ὁργὴ μεγάλη. Κλαύσατε καὶ φωνάξατε, ὅλοι ὅσοι βρίσκεστε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.
Τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, τὰ δένδρα θὰ καοῦν, τὰ βουνὰ θὰ λυώσουν σὰν μολύβι καὶ τ᾿ἂστρα θὰ πέσουν, ὅπως τὰ φύλλα τῶν δένδρων.
Ἓνα θὰ μείνη στὸν κόσμο γράψατε το, ἕνα θὰ μείνη αἰώνιο, μιὰ σημαία μόνο θὰ κυματίζη στὸν οὐρανό καὶ καμμιὰ ἂλλη. Καὶ αὐτὴ ἡ σημαία θὰ εἶνε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ λάμπη σὰν τὸν ἣλιο.
 Ἓνας θὰ μείνη εἰς αἰώνας αἰώνων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὰ πάντα θὰ σβήσουν ἕνας μόνο  θὰ ὑπάρχη  Βασιλιάς στὸν κόσμο, ὁ Χριστός. Ὃν παῖδες ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰώνας. Ἀμήν

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΑΜΕ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 14th, 2012 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

______

_

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΛΟΓΕΙ ΟΠΛΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;

Μέσα στόν Φεβρουάριο ἀρχίζει καί τό Τριώδιο, αὐτή ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας πού κορυφώνεται τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά καταπιανόμαστε κατά τήν περίοδο αὐτή κατ’ ἐξοχήν μέ θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μέ θέματα πού καλλιεργοῦν βαθειά τήν ψυχή καί τίς αἰσθήσεις της. Ὅμως, ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη μᾶς ὑπαγορεύει νά μήν ἀκολουθοῦμε τυφλά τίς ἐπιταγές τοῦ Λειτουργικοῦ χρόνου ἀλλά νά ἐξετάζουμε συγχρόνως καί την ψυχολογική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναλόγως αὐτῆς νά ἐνεργοῦμε, εἴτε γράφοντες εἴτε ὁμιλοῦντες πρός αὐτούς, ὥστε οἱ παρεμβάσεις μας νά μήν εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀλλά νά ἔχουν λόγο, σκοπό καί ὠφέλεια.
Ζῶντας τήν ρευστή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Πατρίδα μας ἀπό τήν πολιτική ἀθλιότητα καί τήν προδοτική συμπεριφορά τῶν κυβερνώντων, πού ὁλοένα κορυφώνεται, δέν δυσκολεύεται κανείς νά διαπιστώση ὅτι ἡ ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων κινεῖται σέ ρυθμούς «τεταραγμένης» ἕως «λίαν τρικυμιώδους» καταστάσεως. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά ζήσουν κατά Θεόν εἶναι ἀνήσυχοι καί δέν τούς ἀφήνει ἡ ταραχή οὔτε κατά τήν ὥρα πού προσεύχονται.
Συνεπῶς, γιά νά μή νεφελοβατοῦμε, πρέπει νά σεβασθοῦμε τόν ὑπαρκτό ψυχισμό τῶν συμπολιτῶν μας καί, παράλληλα μέ τά Θεολογικά θέματα πού ἀποκαθαίρουν τήν ψυχή μας, νά προτάξουμε τον ἀφυπνιστικό καί πνευματικά ἐπαναστατικό λόγο. Τόν λόγο πού εἰρηνεύει τόν νοῦ καί βοηθάει τήν ψυχή νά γαληνέψη, μέ τό νά την παρακινῆ νά ἀγωνισθῆ μέ εἰρηνικά, ἀποτελεσματικά καί ἀπόλυτα νόμιμα μέσα, γιά τήν ἐπικράτηση καί πάλι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή ζωή τῆς Πατρίδος μας.
Αὐτή ἡ ψυχική ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς προτρέπει νά μή σταματήσουμε τόν ποιμαντικό πολιτικό μας λόγο καί κατά τήν κατανυκτική αὐτή περίοδο, δεδομένου ὅτι ἐκτός ἀπό κατανυκτική εἶναι καί ἐξαιρετικά κρίσιμη γιά τήν Πατρίδα μας περίοδος, ἀφοῦ ἀπό τώρα μέχρι τό καλοκαίρι, ἀναμένονται ἐξελίξεις πού ἀπειλοῦν, κατ’ ἄνθρωπον, νά ἀλλάξουν δραματικά τήν εἰκόνα τῆς Πατρίδος μας.
* * *
Μετά τά τόσα πού ἔχουμε γράψει γιά τό θέμα «Ἡ Πολιτική εἶναι Ποιμαντική» καί τά ἐκδώσαμε σέ ἕνα τόμο μέ τόν ἴδιο τίτλο, ὑπάρχουνἀκόμη, δυστυχῶς, ἀρκετοί –κληρικοί καί λαϊκοί– πού δέν θέλουν νά καταλάβουν ὅτι σέ ἕνα Ὀρθόδοξο κράτος, στό ὁποῖο διεξάγονται Βουλευτικές ἐκλογές, οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὑποχρεοῦνται νά φροντίζουν ὥστε στίς ἐκλογές αὐτές νά θέτουν ὑποψηφιότητα καί ἐκπρόσωποι τῶν ἐκκλησιαζομένων καί μετεχόντων στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πιστῶν. Αὐτό, ὅσο καί ἄν δέν τό καταλαβαίνουν κάποιοι, ἀποτελεῖ πνευματικό καθῆκον τῶν χριστιανῶν. Τό νά μή ἀδιαφοροῦν, δηλαδή, γιά τό ποιος τους κυβερνᾶ. Γιατί, ἀπό τίς πεποιθήσεις τῶν κυβερνώντων, ἐξαρτᾶται καί το ἦθος καί ἡ ἀγωγή τῶν πολιτῶν, ἀφοῦ οἱ κυβερνῶντες ἐλέγχουν ὅλα τά Μέσα Ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ καί, εἶναι φυσικό, τά Μέσα αὐτά να ἔχουν συντριπτική ὑπεροχή ἔναντι τῆς ποιμαντικῆς, πού ἀσκεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δεδομένων τῶν πολλῶν ἑβδομαδιαίων ὡρῶν πού οἱ ἄνθρωποι διαβάζουν ἐφημερίδες καί περιοδικά, βλέπουν καί ἀκοῦνε τηλεόραση καί ραδιόφωνο, ἐν ἀντιθέσει μέ τήν ὀλιγόωρη ἑβδομαδιαία ἐπαφή τους μέ τήν Ἐκκλησία.
Σέ κατά τόπους συζητήσεις τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅπως με πληροφοροῦν γνωστά μου πρόσωπα, ὑψώνεται ἀπό κάποιους σάν ἀντεπιχείρημα ὅτι κανείς ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι σήμερα δέν ἔχει καλλιεργήσει στούς πιστούς τήν Κοινοβουλευτική αὐτή ἐνασχόληση καί, συνεπῶς, εἶναι διστακτικοί στό ἐάν καί κατά πόσον πρέπει να πεισθοῦν στά λόγια μου.
Ὅμως, ὅπως, ὅλοι γνωρίζουμε, κατά τό 1821 πού ἐξεγέρθηκε τό Γένος μας κατά τῶν τυράννων, τόν ἔνοπλο ἀγῶνα συντόνιζαν Ἐπίσκοποι καί Ἱερεῖς καί ἔκρυβαν ὅπλα καί μπαροῦτι στίς Ἐκκλησίες καί στά Μοναστήρια χωρίς νά θεωροῦν ὅτι διαπράττουν ἁμαρτία καί ἡ συνείδηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος τούς δικαίωσε ἀπολύτως, καί τότε καί ἐκ τῶν ὑστέρων, καί ὑψώνει εἰς τόν αἰῶνα τό ἡρωϊκό τους παράδειγμα ὡς αὐθεντική ἔκφραση Ὀρθοδόξου φρονήματος καί πρακτικῆς. Οἱ Πατέρες μας, οὔτε τότε εἶχαν κάποιο προηγούμενο ἁγίων καί ἡ ἀπόφασή τους πράγματι εἶχε μεγάλη δυσκολία, γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι τά ὅπλα καί τό μπαροῦτι σκοτώνουν, καί ὁ φόνος –ἔστω καί ἐχθρῶν– εἶναι ἁμαρτία. Παρά ταῦτα δέν ἐδίστασαν νά ἀποφασίσουν καί νά “πάρουν ἐπάνω τους” τήν εὐθύνη, προτιμῶντες ἀκόμη καί νά ἁμαρτήσουν αὐτοί, παρά να ἀφήσουν ἀπροστάτευτη τήν νέα γενεά στά χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων νά τήν ἀλλαξοπιστήσουν!
Τώρα τά πράγματα εἶναι πολύ πιό ἁπλᾶ ἀπό τό 1821. Δέν τίθεται κανένα δίλημμα, ἀφοῦ δέν προτείνουμε στούς πιστούς κάποια ἐφάμαρτη πράξη. Τό ἀντίθετο, μάλιστα. Προτείνοντας στούς
πιστούς μιά πολιτική Παράταξη Πιστῶν, τούς δίνουμε διέξοδο καί τούς ἀπαλλάσσουμε ἀπό τό ἁμάρτημα νά ψηφίζουν ἀμοραλιστές καί ἀθέους. Τώρα πλέον εἶναι ἀδιανόητο καί ἐντελῶς ἀφιλάνθρωπο αὐτό πού ἀκούγεται ἀπό χριστιανικά καί, μάλιστα, ἀπό ἱερατικά χείλη, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτική», γιατί αὐθόρμητη ἔρχεται στό νοῦ μας, σάν νέο ἐρώτημα πρός αὐτούς ἡ ἀπάντηση: Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μέ τούς πολέμους καί ὄχι με τήν πολιτική; Τί εἴδους λογική καί Θεολογία εἶναι αὐτή πού, ἀπό τη μιά μεριά δέν θεωρεῖ ἁμαρτία τό νά ἀποθηκεύει ἡ Ἐκκλησία ὅπλα καί μπαροῦτι γιά νά τά κρύψη ἀπό τούς ἐχθρούς καί νά ἐνισχύση τον ἔνοπλο ἀγῶνα, καί, ἀπό τήν ἄλλη, θεωρεῖ ἁμαρτία τό νά ἐκπαιδεύη ἡ Ἐκκλησία πολιτικούς γιά νά ποιμάνουν στήν καθημερινή ζωή τον λαό Της καί νά τούς προβάλη δημόσια στούς πιστούς γιά νά τους ψηφίσουν; Ὑπάρχει πιό κακουργηματική πνευματικά πράξη ἀπό τό νά ἀδιαφοροῦν οἱ Ποιμένες γιά τήν ἐκπαίδευση πιστῶν ὥστε νά γίνουν αὐτοί οἱ σημερινοί καί οἱ αὐριανοί Κυβερνῆτες, ἀφοῦ εἶναι πασιφανής ἡ ἀλήθεια –πού ἐκταμιεύουμε ἀπό τόν Ἅγιο Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη– «τῷ γάρ ἄρχοντι ἐξομοιοῦσθαι πέφυκε τό ἀρχόμενον»; Ἤ, τό ἐξ ἴσου ἀπαίσιο, νά ἐμποδίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ποιμένες τήν προβολή πολιτικῶν προσώπων, πού γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν στήν Ἐκκλησία καί μετέχουν στά Μυστήριά Της, ἀποκλείοντάς τα ἀπό τά Ἐκκλησιαστικά Μέσα Ἐνημερώσεως καί τά Πνευματικά Κέντρα, ἀντί νά θεωροῦν τά πρόσωπα αὐτά καύχημά τους, ὄργανα καί συνεργούς τῆς Θείας Χάριτος στήν ἐξάπλωση τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια;
Αὐτή ἡ πρακτική τῶν ὅποιων ὑψηλόβαθμων ἤ χαμηλόβαθμων Ποιμένων, πού ἰσοδυναμεῖ μέ πολεμική κατά τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων πού ἐπιχειροῦν τήν πολιτική ὡς ἱεραποστολή, θά
σε νά χαρακτηρισθῆ ὡς πνευματική ἐσχάτη προδοσία ἐκείνων πού τήν ἐνεργοῦν συνειδητά καί μέ ἐπίγνωση, γιατί ἐξυπηρετοῦν ἀλλοτρίους σκοπούς, δίδοντες ἐκκλησιαστική κάλυψη στούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καί ἐκεῖνοι πού συμπεριφέρονται ἔτσι, νομίζοντες ὅτι προσφέρουν «λατρείαν τῷ Θεῷ», δέν κάνουν μικρότερο κακό, ἀφοῦ τό τελικό ἀποτέλεσμα εἶναι νά κλείνονται οἱ ἐκκλησιαστικές πόρτες στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας προς μεγάλη χαρά τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως, οἱ ὁποῖοι πλέον εἶναι ἐξασφαλισμένοι πώς οἱ ἀσχολούμενοι μέ τήν πολιτική πιστοί, εἶναι διπλᾶ ἀποκλεισμένοι, καί ἀπό τά κοσμικά καί ἀπό τά ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα!
Ἡ πνευματική σύγχυση στό θέμα τῆς Πολιτικῆς εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὅταν μιλήσης γιά πολιτική Παράταξη πού ἀπαρτίζεται ἀπό πιστούς πνευματικούς ἀνθρώπους σοῦ ἀπαντοῦν: «Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά κάνει κόμμα»! Δηλαδή, ἡ δραστηριότητα πιστῶν ἀνθρώπων εἶναι δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι δραστηριότητα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἤ τῆς Ἱεραρχίας; Εἶναι δραστηριότητα πού, τά τυχόν λάθη τῶν ἐμπλεκομένων σ’ αὐτήν, θά χρεωθοῦν στήν Ἐκκλησία;
Ἀπό ποῦ συμπεραίνεται αὐτό; Τί εἴδους λογική εἶναι αὐτή; Καί, ἐπί τέλους! Ντρέπεται ἡ Ἐκκλησία γιά τά παιδιά Της; Τά θεωρεῖ τόσο χαμηλοῦ ἐπιπέδου πού δέν μποροῦν νά συναγωνισθοῦν τίς τραγουδίστριες, τούς ἠθοποιούς, τούς μπασκεμπωλῖστες, τούς ποδοσφαιριστές καί τούς σύν αὐτοῖς πού ἀπαρτίζουν σήμερα τό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο;
Γιατί ὅσοι ἔχουν τό ἴδιο «πιστεύω» ἔχουν συμπράξει καί δημιούργησαν δικές τους παρατάξεις καί αὐτό τό ἀπαγορεύουμε στους πνευματικούς ἀνθρώπους, συκοφαντῶντας τους ὅτι μετατρέπουν την Ἐκκλησία σέ κόμμα; Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ μιά Πολιτική Παράταξη «βαπτίζεται» Ἐκκλησία, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν δέχεται να συμπράξη μέ τούς ἐχθρούς
τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί αὐτός ὁ ἰδιότυπος «δαιμονισμός» ὅταν γίνεται λόγος νά ὑποστηριχθοῦν πνευματικά πρόσωπα στήν πολιτική; Τυχαῖο; Δέν νομίζω! Ὁ Διάβολος ξέρει νά κάνη καλά τήν δουλειά του. Θέλει τούς πιστούς να διαμαρτύρονται μέχρι το μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, ποτέ ὅμως μέσα στή Βουλή σάν Βουλευτές! Γιατί θεωροῦμε ὡς ἀπολύτως φυσιολογικό τό νά κυβερνᾶται ἡ Πατρίδα μας, ἐπί 200 χρόνια ἀπό κυβερνήσεις ἀνθρώπων –ἀπό μια ἀσήμαντη μειοψηφία 300 ἀνθρώπων– μέ χαλαρή ἕως ἐχθρική σχέση με τήν Ἐκκλησία,μέ συνέπεια τόν ἐκτεταμένο πλέον ἀποχριστιανισμό τοῦ λαοῦ μας καί δέν ἐπαναστατεῖ οὔτε κατ’ ἐλάχιστον ἡ συνείδησή μας –ἔστω καί τήν ὕστατη αὐτή ὥρα– νά μᾶς ἐλέγξη γιά τήν ἐπί δύο αἰῶνες ἀσυγχώρητη ἀμέλεια καί ἀδιαφορία μας καί νά μᾶς παρακινήση νά ἐπανορθώσουμε καί νά ἐπανορθωθοῦμε;
Εἶναι τόσο βαθειά ἡ ἀλλοίωση τῶν φρονημάτων μας ὥστε ἀδυνατοῦμε νά συλλάβουμε τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ μέσω συγχρόνων μας ἁγίων ἀνθρώπων Του, πού μᾶς σαλπίζουν ὅτι ἡ διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ δέν εἶναι ἔργο ἀμοραλιστῶν καί «κομπιναδόρων» ἀλλά ἔργο Ἱεραποστόλων!
Στίς 28 Σεπτεμβρίου 2008, στό Στάδιο «Εἰρήνης καί Φιλίας» στήν εἰσήγησή μου μέ θέμα «Ἐκκλησία καί Πολιτική στήν Ἑλλάδα· Ἕνα θέμα πνευματικό», γιά νά μή θεωρηθοῦν οἱ ἐπί τοῦ θέματος ἀπόψεις μου αὐθαίρετες, ἀνέφερα, ἐκτός τῶν πολλῶν ἐπιχειρημάτων καί τά ὅσα ἔγραψε ὁ ἁγιασμένος π. Παΐσιος γιά τό χρέος μας ὡς χριστιανῶν νά ἐνδιαφερόμεθα γιά τά πολιτικά πράγματα ἄλλως θά εἴμαστε «για κλείσιμο στόν Πύργο», δηλαδή γιά τό τρελοκομεῖο(!), ὅπως, ἐπίσης, ὅτι τό νά ἐνδιαφερόμεθα γιά τά πολιτικά πράγματα και νά ἀνησυχοῦμε εἶναι ὁμολογία. Τό ἐκτενές ἀπόσπασμα αὐτό ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου «Πνευματική ἀφύπνιση» (Λόγοι Β΄) ἤμουν ὁ πρῶτος –ὅσο γνωρίζω– πού τό ἐπεσήμανα, ἐντάσσοντάς το στην μεἰσήγησή μου, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στό περιοδικό μας (Ὀκτώβριος 2008) καί στόν «Ὀρθόδοξον Τύπον», τήν ἴδια περίοδο.
Μετά χαρᾶς διάβασα τό 2011 νά μνημονεύουν καί ἄλλοι τό ἴδιο ἀσπόσπασμα μέ τά λόγια αὐτά τοῦ π. Παϊσίου, ὅμως οἱ σχολιασταί του δέν ὁδηγοῦνται στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά ἀναλάβουν καί οἱ χριστιανοί τά πολιτικά πράγματα ἀλλά φθάνουν μόνο μέχρι τοῦ σημείου νά προτρέπουν τούς χριστιανούς σέ διαμαρτυρίες καί ἀγῶνες κατά τῶν παρανόμων ἤ ἀντιχριστιανικῶν κυβερνητικῶν ἀποφάσεων. Ἀλλά οἱ διαμαρτυρίες καί οἱ ἀγῶνες τῶν χριστιανῶν, γίνονται ἐδῶ καί 200 χρόνια καί, μάλιστα, κατά καιρούς ἔγιναν μέ ἰδιαίτερη Δριμύτητα ἀπό φλογερούς ἱεροκήρυκες –κληρικούς καί λαϊκούς– οἱ ὁποῖοι σήμερα σπανίζουν. Ποιό τό ἀποτέλεσμα; Ἀνεπαίσθητη ἐπιβράδυνση τοῦ κακοῦ, τίποτε περισσότερο! Τά λόγια, ὅμως, τοῦ π. Παϊσίου δέν μιλοῦν μόνο γιά ἐπιβράδυνση τοῦ κακοῦ ἀλλά μᾶς παραπέμπουν στόν Ἅγ. Κωνσταντῖνο καί μᾶς προτρέπουν νά  φυλάξουμε τόν πολιτισμό πού δημιούργησε ἡ μακραίωνη χριστιανική ζωή καί διακυβέρνηση τῆς Αὐτοκρατορίας μας. Καί αὐτό δέν γίνεται ἔξω ἀπό τήν διακυβέρνηση τῆς Πατρίδος μας ἀλλά μόνο μέσα ἀπ’ αὐτήν.
Ἀντί νά σκύψουμε, λοιπόν, ὅλοι τό κεφάλι καί νά ἀναλάβουμε τόν ἀγῶνα γιά νά πολεμήσουμε τό κακό, μέσα στήν καρδιά του, στό Κοινοβούλιο, ἐκδαπανώμεθα σέ ἀλληλοεξοντώσεις και ἀποδοκιμασίες ἀλλήλων, σάν νά μή ἔχουν ἠχήσει ποτέ μέσα μας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται» (Ματθ. 12, 25). Ἰδίως κατά τοῦ προσώπου μου καλλιεργεῖται συστηματικά ἀπό ὡρισμένους ἕνα ἀπίστευτο πάθος, τό ὁποῖο ἐπεκτείνεται καί σε ἐκείνους πού ἔχουν τήν ὅποια σχέση μαζί μου, ἰδιαίτερα δέ σέ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἐπιχειροῦν νά πολιτευθοῦν κατά Θεόν, μέ δικαιολογία μιά θεολογική διαφοροποίησή μου ἀπό τήν γνωστή ἐπιστολή τοῦ π. Παϊσίου περί τοῦ 666 καί τοῦ χαράγματος τοῦ Ἀντιχρίστου! Εἶναι αὐτός λόγος διαιρέσεως τῶν Χριστιανῶν; Δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία γιά νά ἀντιμετωπίση τά πάντα, ἤ μήπως θά ἐπηρεασθῆ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς ἀπόψεις μου καί κινδυνεύει νά πλανηθῆ; Μήπως κινδυνεύει ἡ ἁγιότητα τοῦ π. Παϊσίου, ἀπό τή δική μου Θεολογική διαφοροποίηση ἤ μήπως ἡ ἁγιότητα ἤ ἡ ἀθλιότητα κάποιου ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό κάποια γνώμη του; Πρός Θεοῦ! Ἄς παύσουμε νά γινώμεθα γαυρίαμα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τήν Ἐκκλησία. Αὐτήν θα ἀκολουθήσουμε.
Γιά τό θέμα πού κατηγοροῦμαι ἀλλά καί γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα πού ἔχω διαπραγματευθεῖ, πιστεύω μόνο αὐτά πού ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πιστεύει καί εἶμαι πρόθυμος νά κονιορτοποιήσω
ὁποιοδήποτε γραπτό μου θεωρήση ἡ Ἐκκλησία μας ἀντίθετο στήν Ἀλήθεια Της. Γιατί, ἀλλοίμονό μου νά χωρισθῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά κρατήσω τίς ἀπόψεις μου! Αὐτό μᾶς τό ἔχει καταστήσει σαφές ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: «Εἰ τις τῷ ἰδίῳ λογισμῷ –ὡς γε νομίζει– ἐξακολουθῶν, ἄλλο τι φρονεῖ, παρ’ ὅ παρά τῶν προηγησαμένων παρειλήφαμεν, ἔστω τῆς Ἐκκλησίας ἀλλότριος»! Ὁ κοινός ἐχθρός πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων εἶναι σήμερα ἡ ἀντίχριστη Πολιτεία τῆς Πατρίδος μας. Ὅλοι μαζί νά ἀντιμετωπίσουμε τόν ἐχθρό αὐτόν μέ ἀποτελεσματικότητα καί νά μη διαιρούμεθα τώρα πού ἡ Πατρίδα μᾶς χρειάζεται. Εἶναι μεγάλο κρῖμα νά διαιρούμεθα γιατί δέν κατανοοῦμε αὐτονόητα πράγματα, ὅπως φαίνεται ἀπό τό παρακάτω περιστατικό: Πρόσφατα, ὁ Πρόεδρος τῆς Παρατάξεως “ΚΟΙΝΩΝΙΑ” (πού ἀπαρτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό ἀνθρώπους ἐντεταγμένους στήν Ἐκκλησία), κ. Μ. Ἠλιάδης, ἐπισκεπτόμενος τήν Θεσσαλονίκη δέχθηκε ἕνα ἀπροσδόκητο ἐρώτημα:
— «Τί πιστεύει ἡ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ” γιά τίς ταυτότητες καί την “Κάρτα τοῦ πολίτη”;»
Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Προέδρου ἦταν ἁπλῆ καί ξεκάθαρη:
— «Δέν ἔχετε διαβάσει ὅτι γιά νά γίνη κάποιος ἁπλῶς μέλος τῆς Παρατάξεώς μας πρέπει νά ἀποκηρύξη ἐγγράφως τή Μασωνία καί κάθε μορφῆς ἀποκρυφισμό; Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά ὑποστηρίξουμε ἤ νά ἐκδώσουμε κρατικά ἔγγραφα μέ δαιμονικές ἀπεικονίσεις καί Ἀντίχριστα σύμβολα ἤ νά συνεργήσουμε στήν κάθε μορφῆς δέσμευση τῶν προσωπικῶν ἐλευθεριῶν τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἡ χριστιανική μας Πίστη μᾶς ἐπιτάσσει τήν προάσπιση και περιφρούρηση οῖς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος; Εἶναι ποτέ δυνατόν να ταράξη ἡ Πολιτική μας τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἡ Πολιτική μας πηγάζει καί ἐμπνέεται ἀπό τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας;»!

* * *

Ἐπιστρέφοντας στό κύριο θέμα τοῦ ἄρθρου μας, μετά τήν πα-
ρένθεση γιά τή Θεολογική διαφωνία πού ἔχει πάρει διχαστικές διαστάσεις, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι δέν εἶναι μόνο ὁ π. Παΐσιος πού
συνιστᾶ σέ ὅλους μας νά ἐργασθοῦμε σοβαρά καί ὑπεύθυνα γιά τά
πολιτικά πράγματα τῆς Πατρίδος μας. Εἶναι καί πολλοί ἄλλοι, πα-
λαιότεροι καί νεώτεροι ἅγιοι τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῶν ὁποίων τά κείμενα θά παραθέτουμε σταδιακά γιά να καταδειχθῆ ὅτι ἡ Πολιτική γιά τόν Ὀρθόδοξο χριστιανό εἶναι ἡ ἴδια ἡ καθημερινή του ζωή. Νά καταδειχθῆ ὅτι τό χάσμα μεταξύ Πολιτικῶν καί Ἐκκλησίας τό δημιούργησαν οἱ πολιτικοί. Καί ὄχι μόνο τό δημιούργησαν, ἀλλά καί τό διεύρυναν καί μέ την πάροδο τοῦ χρόνου, ἐπεκράτησε νά θεωρεῖται –ἡμῶν τῶν πιστῶν, κληρικῶν και λαϊκῶν, κοιμωμένων– ὡς ἀσφαλιστική δικλεῖδα γιά νά μή νοθευθῆ ἡ Ἐκκλησία! Θεωρήθηκε ὡς φύλακας τῆς ἱερότητος τῆς Ἐκκλησίας ὁ χωρισμός τῶν κληρικῶν ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν πνευματικῶν παιδιῶν τους, ἐνῶ πρόκειται γιά πονηρό πολιτικό κατασκεύασμα, ἀπότοκο ἀρχικά τῆς Προτεσταντικῆς καί κατόπιν τῆς ἀθεϊστικῆς ἀντιλήψεως, περί τοῦ ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά… ἐξουσιοδότηση(!) ἀπό τό Κοινοβούλιο νά ἀναμιγνύεται στά ἐσωτερικά ζητήματα τοῦ Κράτους!
Ἐπειδή ἤδη ἐπιμηκύνθηκε πολύ τό ἄρθρο μας θά ἀρκεσθοῦμε νά παραθέσουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τά πολλά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀνδρονίκου, Ἀρχιεπισκόπου Πέρμ, πού ἐκοιμήθη ἕνα χρόνο μετά τή Ρωσική Ἐπανάσταση, τό 1918. Τά λόγια του μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα. Γράφει, περιγράφει καί συμβουλεύει σάν νά ζῆ σήμερα τήν Ἑλληνική πραγματικότητα. Μιλάει γιά τήν κατάπτωση τῶν ἠθῶν, τήν ἐξασθένιση τῆς Πίστεως, τίς δυναμικές μειοψηφίες πού ἐλέγχουν τή δημόσια ζωή, πρίν τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς ἐπιβληθεῖ. Περιγράφει ἀκριβῶς αὐτό πού συμβαίνει σήμερα στήν Πατρίδα μας. Μᾶς προειδοποιεῖ, γιά νά μήν ἔχουμε τά ἐπακόλουθα τῆς Ρωσίας τοῦ 1917. Ἤδη συνασπισμοί στρατευμένων σέ ὅλες τίς πλάνες τοῦ κόσμου ἀλλά καί ἀποστράτων –ὅλοι ἀπό τόν ἴδιο ἀθεϊστικό θίασο– διεκδικοῦν τήν ψῆφο τῶν χριστιανῶν, παραπλανῶντας τους ὅτι θά διώξουν τούς φαύλους γιά νά… σωθῆ ἡ Ἑλλάδα! Ὑπόσχονται, ὅ,τι καί ὁ Ναπολέων τότε. Ὅτι θά διώξη τούς φαύλους βασιλεῖς καί ἔγινε Αὐτοκράτωρ! Γιατί «ὅταν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Νά ἀκούσουμε, λοιπόν, τόν Ἅγιο Ἀνδρόνικο. Καί νά τόν ὑπακούσουμε:
«…Κανείς ἄς μήν ἀκούει τούς λαοπλάνους, πού ὑποστηρίζουν ὅτι γιά τόν χριστιανό εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορο τό πολιτικό σύστημα.
Ὄχι! Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ζοῦμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀπό τόν ὁποῖο δέν μποροῦμε νά φύγουμε παρά μόνο ὅταν τό θελήσει ὁ Πλάστης μας. Δέν πρέπει, λοιπόν, ν’ ἀδιαφοροῦμε γιά τήν πολιτική κατάσταση, καθώς ἕνα καθεστώς ἤ ἕνα πολίτευμα ἤ μιά κρατική ἐξουσία μπορεῖ εἴτε νά διευκολύνει τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας εἴτε νά τό δυσχεραίνει εἴτε ἀκόμα καί νά τό ἐμποδίζει μέ θανάσιμους διωγμούς…
…Ἔτσι, ἔχουμε τήν ὑποχρέωση νά ἐξετάσουμε τό παλαιό πολιτικό σύστημα, πού ὑπάρχει ὡς τώρα, καί τό νέο, πού μᾶς προτείνουν, γιά νά διαπιστώσουμε ποιό ἀπό τά δύο συμβάλλει περισσότερο στήν ἐπίτευξη τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας. Κάτω ἀπ’ αὐτό τό πρῖσμα πρέπει νά ἐξετάζει ὁ χριστιανός ὅλα τά ἐγκόσμια πράγματα, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό πολιτικό σύστημα… Σ’ ὅλους εἶναι γνωστό, τόσο ἀπό ἄλλες χῶρες παλαιότερα ὅσο καί ἀπό τή δική μας τώρα, τί γίνεται κατά τίς περιόδους τῶν ἐκλογῶν: Θυσιάζονται τά πάντα –ἡ πίστη, ἡ πατρίδα, ἡ οἰκογένεια– στόν βωμό τῆς νίκης ἑνός κόμματος, ὁποιουδήποτε κόμματος. Τρία μόνο χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τίς συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, καί ἡ χώρα μας ἔχει γίνει ἀγνώριστη, ὄχι, βέβαια, καλύτερη, ἀλλά χειρότερη. Ἡ πίστη ἀδυνάτισε καί τά ἤθη κατέπεσαν. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπροκάλυπτη διαφθορά, οἱ λεηλασίες καί οἱ ληστεῖες δέν ἀποτελοῦν πιά σπάνια φαινόμενα. Ἡ προεκλογική κομματική προπαγάνδα καταντᾶ πλήρης παραφορά, στήν ὁποία παραδίνονται ὁλοκληρωτικά οἱ ἄνθρωποι, ξεχνῶντας ὅλα τά ἄλλα. Καί μετά τίς ἐκλογές, ὅποιο κόμμα καταλάβει τήν ἐξουσία μέ μιά εὐκαιριακή πλειοψηφία, αὐτό κυβερνᾶ ἀνεξέλεγκτα τό κράτος καί διοικεῖ ὅλους τούς πολῖτες του, διακηρύσσοντας ὅτι εἶναι ὁ μοναδικός ἐκφραστής τῆς θελήσεως τοῦ λαοῦ.
Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά τό πιστέψει;… Μήπως ὑπῆρχε καί ὑπάρχει πραγματικό ἐνδιαφέρον γιά τόν λαό καί τήν πατρίδα, ὅταν ὅλα συνδέονταν καί συνδέονται μέ τήν πάλη καί τή νίκη τοῦ κόμματος; Καί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη περιφρονεῖται σέ τέτοιο βαθμό, πού ἀκόμα καί στήν “Ἐπιτροπή Ὁμολογίας τῆς Πίστεως” ἐξελέγησαν ὄχι μόνο χλιαροί ἤ καί ἄπιστοι Ρῶσοι, ἀλλά καί Ἑβραῖοι καί Ρωμαιοκαθολικοί Πολωνοί καί Μουσουλμᾶνοι. Κι αὐτό σέ μιά χώρα πού ὁ πληθυσμός της στή συντριπτική του πλειοψηφία εἶναι Ρωσικός, Ὀρθόδοξος καί πιστός! Μιά μικρή ὁμάδα, λοιπόν, τολμᾶ νά παρουσιάζει τόν ἑαυτό της σάν λαό καί τά παραληρήματά της σάν φωνή τοῦ λαοῦ! Μά αὐτό εἶναι ξεκάθαρος ἐμπαιγμός τοῦ συντάγματος, στόν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, οὔτε οἱ ἴδιοι πιστεύουν…»*.
π. Β. Ε. Β.
Ενοριακή Ευλογία , τεύχος 116 Φεβρουάριος 2012

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΑΜΕ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 9th, 2012 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

ΙΔΡΥΜΑ ΠΡΟΑΣΠΙΣΕΩΣ
ΗΘΙΚΩΝ & ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ
ΜΟΥΣΩΝ 14, 15452 ΨΥΧΙΚΟΝ
τηλ. 210 3254321-2 fax. 210 3236978
e-mail: fot_gram@otenet.gr
ἱστοσελίς: www.fotgrammi.gr
Α.Φ.Μ. 090050859 * Ε´Δ.Ο.Υ. ΑΘΗΝΩΝ

Ἐπιστολὴ ὑπ᾿ ἀριθμ. 53/30.1.2012

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΙΣΤΟΙ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΚΑΙ

 
ΟΙ «ΛΑΙΠΑΠΕΣ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ,
ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ,
ΤΗΣ ΥΠΕΡΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΟΣ
ΚΑΙ
ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΛΙΑΝ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΩΝ
ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
ποὺ ἔχουν γίνει ἐπικίνδυνες σαρωτικὲς θύελλες ἐναντίον τῶν αἰωνίων ἀξιῶν τῆς φυλῆς μας (Πατρίς, Θρησκεία, Οἰκογένεια, ἱερὰ σύμβολα καὶ θεσμοί), ποὺ πασχίζουν νὰ τὶς κατακρημνίσουν καὶ νὰ τὶς ἐξαφανίσουν, διὰ νὰ δύνανται νὰ ἐπικρατήσουν ἡ ἀχρειότης, ἡ ἀναισχυντία, ἡ θρασύτης, ὁ φιλοτομαρισμός, ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονία καὶ ἐν γένει ἡ σῆψις καὶ ὁ ἀθεϊσμός.
Ἀπὸ τὴν ἁγιογράφησι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐξ Ἀροανίας Καλαβρύτων

Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

ΑΝΑ ΤΙΣ ΧΙΛΙΕΤΙΕΣ

1. Ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ καὶ ἔπλασε καὶ τὸν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσι, γιὰ νὰ βασιλεύῃ ἐπὶ πάντων τῶν ποιημάτων καὶ κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.
2. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐστάθη στὸ ὕψος του, ἀλλὰ κατέπεσε καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ ἀνόητα ζῶα. Διότι πολλὰ ζῶα, συγκρινόμενα πρὸς τὸν παρασυρμένο καὶ ἀποκτηνοποιημένο ἄνθρωπο εἶναι, φεῦ, πολὺ πιὸ λογικά, ἐντιμότερα, ἠθικώτερα, πιστὰ καὶ ἀβλαβῆ ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν παντοιοτρόπως διεστραμμένο ἄνθρωπο. Ἄπειρα παραδείγματα θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμε, πλὴν ὅμως δὲν θέλομε νὰ κάνωμε κατάχρησι τῆς εὐγενοῦς καλωσύνης καὶ τοῦ ἐλαχίστου χρόνου τῶν φίλων ἐπισκεπτῶν τῆς ἱστοσελίδος μας καὶ τὰ παραλείπομε.
3. Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ἔμφυτα στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀναλόγως τοῦ περιβάλλοντος, τῆς ἀνατροφῆς, τῆς παιδείας καὶ τοῦ παραδείγματος αὐξάνει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, συρρικνωμένου κάθε φορὰ τοῦ ἑτέρου.
4. Πρὸς τοῦτο παρέστη ἀνάγκη ὁ Θεὸς νὰ ἐνανθρωπισθῇ, νὰ ὑποφέρῃ τὰ πάνδεινα γιὰ νὰ λυτρώσῃ τοὺς πεπτωκότας καὶ νὰ θεοποιήσῃ τὸν ἄνθρωπο.
5. Τὸ κακό, δηλαδὴ ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ αἰῶνος τούτου, προσπαθεῖ διὰ τῶν ὀργάνων του ἀνέκαθεν νὰ δίδῃ ἀφθονώτατα ἐκμαυλιστικὰ θεάματα, γιὰ νὰ ἐξαθλιώνῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ κατεδαφίζῃ κάθε καλὴ ἰδέα γιὰ πνευματικὴ ἀνάτασι καὶ σωτηρία. Τὸ αἰσχρὸ κατεστημένο δίδει στὸν ἄνθρωπο ἀρκετὸ ἄρτο, μόλις γιὰ νὰ ἐπιβιοῖ καὶ νὰ μὴ ἀσχολῆται μὲ τὶς αἰώνιες πνευματικὲς ἀξίες, θεσμοὺς καὶ σύμβολα καὶ νὰ μὴ ζητῇ τὴν ἀποπομπὴ τῶν διεφθαρμένων καὶ ἐκμαυλιζόντων ἀρχόντων.
6. Ὅταν δὲν κυριαρχοῦσαν οἱ τύραννοι, οἱ φαῦλοι, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ὑλιστὲς ἄρχοντες καὶ ἡ πνευματικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία ἀνήρχετο διὰ τῆς ἀξιοκρατίας, τότε καὶ ὁ λαὸς καθωδηγεῖτο ἀπὸ τοὺς σωστοὺς πνευματικοὺς ποιμένες, ἐνθουσιάζετο καὶ παραδειγματίζετο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοιουτοτρόπως καθίστατο ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς φαύλους ἰθύνοντας καὶ τυράννους.
7. Τέτοια φωτεινὰ παραδείγματα πνευματικῶν ποιμένων ὑπῆρχαν πάρα πολλά, οἱ κυριώτεροι τῶν ὁποίων ἦταν :
Α. Ὁ Μέγας Βασίλειος.
α) Ἐγεννήθη τὸ ἔτος 329 ἀπὸ πλουσίους εὐγενεῖς γονεῖς, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἐμμέλεια. Ὁ μικρός του ἀδελφὸς Πέτρος ἐγένετο Ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ὁ ἄλλος ἀδελφός του, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναυκράτιος, ἐγένετο ἀσκητὴς καὶ θαυματουργὸς Ἅγιος. Ὁ τρίτος ἀδελφός του ἐγένετο Μητροπολίτης Νύσσης καὶ ἡ ἀδελφή του Μακρίνα εἶναι ἐπίσης Ἁγία……

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ www.fotgrammi.gr

_______

КАКО НАС БОГ ПОЗИВА?

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: Cрпски језик

КАКО НАС БОГ ПОЗИВА?

                                                                                     «Рече Господ ову причу: Неки човек зготови велику вечеру и позва многе.»

                                                                                                                                                           (Лука. 14,16-24· Матеј. 22,14)
Чули сте, драги моји, свето Јеванђеље. То је једна прича коју је испричао наш Христос. Прича је слична са плодом. Сваки плод има две ствари: кору или љуску  и унутрашњост. Када разбијеш љуску од ораха, можеш да јесдеш плод. И у овој причи кора су речи, слике, примери, које узима Господ из природе и свакодневног живота. Иза њих се крију велике и узвишене истине. Послушајмо прве речи. «Рече Господ ову причу: Неки човек зготови велику вечеру и позва многе.» (Лука. 14,16). Ко је тај човек, шта је вечера, кога позива и како их позива? У овој причи «човек» није неки цар или владар. Сви они, колико и да су важни пред нашим Господом, пред Богом који је Цар над царевима, сви они су јако мали и ништавни. Бог припрема вечеру.
Шта је «велика вечера»? Вечера су материјална и духовна добра која дарује Бог. Материјална добра су мала, а духовна добра су велика. Која су материјална добра? То су сунце, ваздух, кисеоник, вода и храна. Да ли човек може да живи без њих? То је немогуће. Ко нам то све даје? Бог. Колико смо само незахвални! Наши преци су били захвални Богу, нису јели хлеб без молитве. А ми, имамо залогај у устима и Христа хулимо. Он припрема «велику вечеру»? То све преведено на наш свакодневни језик, значи да сваки дан поставља трпезу за мале и велике, а ми не кажемо ни једно «Хвала».
Осим материјалних добара, постоје и духовна добра. Материјална добра некако осећамо, а духовна добра не осећамо, јер смо се удубили у ужитке, богатство, велику славу и било шта друго земаљско, па немамо представу о духовним добрима. У једном свом миту Езоп каже, да је један петао разгртао земљу да би пронашао неког црвића. Уместо црвиће, петао је пронашао један дијамант, али га је одбацио и презрео. Петао је желео црвића, а не дијамант. Тако и многи људи, претражујући по метарији, презиру непроцењива духовна добра која им Бог нуди.
 Такво добро је, нпр. опроштај грехова, који човек добија кроз свету тајну покајања и исповести кроз крв закланог Јагњета, кроз жртву Распетога. Једна капљица са крста Господњега је река Јордан, која пере грехе целог света.
Духовно добро је и  радост, коју човек спознаје када се исповеди своме духовном оцу искрено. Као што нам говори Достојевски, пророк Русије: «Исповедио сам се и рај је никао у моме срцу! Иди, пробај и реци и ти ове речи: ‘Оче, сагреших небу и теби, и више нисам достојан назвати се сином твојим.’ » (Лука. 15,21).
 Духовно добро је и молитва, када ти, мали црвић земаљски, клекнеш и са тим духовним телефоном се повезујеш са небом. Велика је част да разговараш са небеским Оцем.
Духовно добро је и одлазак у цркву, када хришћанин, не из неке обавезе, већ из душевне потребе, одлази у цркву и прати божанску литургију. «Обрадовах се кад ми рекоше: Хајдемо у дом Господњи!» (Псалм 122,1).
Духовно добро је светло које примаш када чујеш реч Божију и када читаш Јеванђеље. «Како су слатке језику моме речи твоје, слађе од меда устима мојима!» (Псал. 119,103). Шта и да радиш са материјалном трпезом? И животиње једу сено и месо лешинара. Није човек врана, није човек само материја и стомак, човек је и душа. Изнад свих материјалних потреба, постоје и духовне потребе.
Најузвишеније  духовно добро верник прима када се достојно причести бесмртним тајнама, на отпуштање грехова и живот вечни.
Којим језиком да опишемо добра, која је припремио Бог за наследнике Његовог небеског царства и  добара рајских? Ако су  лепи цвеће, птице, земља и  сунце… замислите колико лепши је онај небески свет, који почиње после смрти. Тамо се успео Павле  «и чу неисказане речи које човеку није допуштено говорити» (Б΄ Кор. 12,4).
* * *
Материјална и духовна добра. То је вечера коју поставља Бог. Вековима увек иста трпеза и увек исти позив. Како нас Бог позива на ту трпезу? На разне и многе начине нас позива.
Пре свега, позива нас са гласом природе. Долази нам једна порука од целе товревине, мала и велика створења  «све што дише, нека слави Господа» (Псал. 150,6). Да ли видиш сунце, шта нам оно поручује:  «Ја сам мало сунце, ништа посебно, једног дана ћу се угасити. Изнад мене има једно друго сунце, бесмртно и вечно, Господ наш Исус Христос. Он се неће угасити никада. Он је Сунце правде. Да ли имате уши, чујте : «Рођење Твоје, Христе, Боже наш, засија свету светлост разума, јер у њему они који звездама служаху од звезде се научише да се клањају Теби, Сунцу Правде, и Тебе да познају с висине Истока, Господе, слава Теби.“ (Божићни тропар). Да ли видиш реке, шта ти оне говоре? Оне су поука Христова. Да ли видиш дрво? И оно говори и каже ти:  «Ја дајем плодове и  моје листове, а ти, дрвени човече, шта дајеш?» Платон је рекао да је човек дрво  са кореном на небесима, а са гранама на земљи. Као што дрво даје плодове, тако и ти требаш чинити. То нам је рекао Господ: «Свако дакле дрво које не рађа род  добар, секу и у огањ бацају“ (Мат. 7,19). Хришћанин који не жели да чини добра дела је бесплодно дрво, само служи за секиру и ватру. Да ли видиш овцу, поучава те и говори ти: «Да будеш миран, кротак, скроман, понизан, а не дивљи као вук… Из целе природе одјекује глас Божији који позива. Ко има бар мало вере нека послуша.»
Бог нас позива и са другим гласом. Тај глас долази из једног другог света, из дубине духовног света наше душе. То је глас савести. И само је она довољна да докаже да постоји Бог. Ко све само не  чује тај глас! Чиниш неко зло, нека нико други не зна, у дубини твога срца, чућеш глас који је чуо Каин: „Каине, Каине, где је твој брат?“ (Пост. 4,9). Само тај глас уништава материјализам, тај глас потврђује да је човек другог рода, небеског, да је човек створен за небо.
Позива нас Бог са гласом природе, са гласом савести, позива нас са јеванђељским проповедима, које се чују  у многим храмовима и многе воде у покајање. Где има проповеди тамо су Христос и живот. Зато у неким тоталитарним државама дозвољавају обожавање, али не дозвољавају проповед. Тамо где постоји проповед, буде се осећања, ствара се потомство оних који се прибојавају Господа.
Позива нас Господ кроз болести. Када паднеш у кревет бола и када ти лекари не могу понудити ништа, тада узвикујеш: «Боже мој, Боже мој!…» Многи су тада упознали Господа, у болести.
Позива нас Господ и кроз смрт. Као црна врана лети и граби мушкарца, жену или дете, и тада се чује глас који се не би чуо у неко друго време: «таштина над таштинама, све је таштина» (Проп. 1,2). Ништавни су: богатство, слава,чинови и земаљске љубави. Само је једно вредно, вечност!
Позива нас Господ и са духовним приказима. Позвао је и апостола Павла и Великог Констандина када је видео на небу часни крст и натпис  «У име Његово побеђуј».
* * *
Драги моји, Бог нас позива «много пута и разним начинима» (Јевр. 1,1). А ми? Остајемо глухи и не чујемо толике позиве. Зашто? Зато што немамо антену. А шта је антена? То је шести осећај, вера. Антене су преплавиле кровове кућа, и хватају разне телевизијске канале. Земаљске ствари, лажи! Изван овога земаљскога света, узми антену и ступи у контакт са небом. И видећеш, да ово што говорим није лаж, да је то истина и стварност. Колико је наравно тачно да постоји сунце, толико је тачно да постоји Господ наш Исус Христос, кога славите и хвалите у све векове векова амин.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флорине о. Августина Кантиота у светом храму Свете Тројице, Птолемаида 13-12-1987)

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΟΥ ΣΩΖΟΥΝ;

(Κείμενο ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)

Ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορές, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει δώσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεολόγου σὲ τρεῖς μόνο Ἁγίους· τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ἀσφαλῶς ἡ ὀνομασία «θεολόγος» δὲν ἔχει φιλολογικὸ χαρακτῆρα, οὔτε ἀποτελεῖ ἁπλὰ ἕνα τίτλο τιμῆς, ἀλλὰ ἐκφράζει οὐσία.
Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει, ὅτι στὰ κείμενά τους πρέπει νὰ δίνουμε μεγάλη προσοχή, γιατὶ εἶναι καθοδηγητικά, γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἔχουν πολύτιμους καὶ ἀλάνθαστους ὁδηγοὺς στὴν χριστιανική μας πορεία, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθoδόξου αἰσθητηρίου καὶ τῆς συγχύσεως (πικροὺς καρποὺς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), κατὰ τὴν ὁποία πολλοὶ ὁδηγοὶ προσφέρονται νὰ μᾶς καθοδηγοῦν, ὑποβάλλοντάς μας τὴν ἰδέα ὅτι ἔχουν τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς καθαρῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν θέλουμε νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ σύγχρονες παραπλανητικὲς πρακτικὲς «γεροντισμοῦ», ποὺ σήμερα ἔχουν κατακλύσει τὴν Ἐκκλησία, ἂς θέτουμε ὡς κριτήριο τὰ κείμενα Ἁγίων καὶ μ’ αὐτὰ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐπιλέγουμε, ὅσα μᾶς προσφέρονται.
Ὑπάρχει ἕνα καθοδηγητικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών, ἐπεξηγηματικὸ αὐτῆς τῆς θέσεως. Ἀξίζει νὰ τὸ παραθέσουμε ἐδῶ, πρὶν τὸ περὶ Πίστεως κείμενο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἀκολουθεῖ:

«Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον. Ἐρεύνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττόμενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς, ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν».
(Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

Εἴθε ἡ παροῦσα ἀνάρτηση νὰ μᾶς προβληματίσει καὶ βοηθήσει (μὲ ὁδηγὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν) νὰ καταλάβουμε, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Πίστη καὶ τὰ ἀληθινὰ ἔργα τῆς Πίστεως καὶ πώς, ὣς τώρα, κατανοούσαμε ἐμεῖς τὴν Πίστη.

(Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου εἶναι τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου. Διατηρήσαμε τὶς ἰδιομορφίες γραφῆς τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1886, ποὺ ἐπανέκδωσε ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος Β. Ρηγόπουλου τὸ 1977. Διευκρινιστικά: τὸ ὁποῦ τοῦ μεταφραστῆ ἐμεῖς σήμερα τὸ γράφουμε ὅπου, ἐνῶ τὸ ποῦ καὶ τὸ πῶς μὲ περισπωμένη ἀντιστοιχοῦν στὸ δικό μας ποὺ καὶ πώς).

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

ΛΟΓΟΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ Η΄.

Ὅτι δὲν πρέπει νὰ θαρροῦμεν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦμεν μὲ τὴν πίστιν μόνον, χωρὶς να κάμωμεν καλὰ ἔργα
Ἀνίσως ποθοῦμεν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἔχωμεν πολλὴν προσοχήν, καὶ ἐπιμέλειαν, πολλὴν προθυμίαν, καὶ ἀγῶνα, καὶ νὰ μὴ νομίζωμεν πῶς εἶναι ἀρκετὸν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ σωθοῦμεν, τὸ νὰ πιστεύωμεν μόνον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ εἴμεσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, προβάλλοντες εἰς ἀπολογίαν ἐκεῖνον τὸν λόγον ὁποῦ εἶπεν ὁ Κύριος μας. «Ὅτι ὁ πιστεύσας, καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ἀλλὰ διὰ τοῦτο μάλιστα πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα, καὶ νὰ προσέχωμεν, διὰ νὰ μὴ περιπατοῦμεν ἀναξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· δηλ. νὰ μὴ κάνωμεν ἔργα ἀνάξια διὰ τὸν Χριστόν, μὲ τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ὠνομάσθημεν, καὶ λεγόμεθα χριστιανοί, ἰξεύροντες ὅτι θέλει κατακριθοῦμεν περισσότερον, ἀνίσως, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ζῶμεν μὲ ὀκνηρίαν, καὶ ἀμέλειαν. Διὰ τοῦτο μὴ λογιάσης ἀδελφέ, πῶς ἔχεις νὰ σωθῆς μὲ τὴν πίστιν μόνον. «Πίστις γὰρ χωρὶς ἔργων οὐδὲν ὠφελεῖ».
Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ ΙΙατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ὁμοίως ἄκουσε καὶ τὸν θεῖον ΙΙαῦλον ὁποῦ λέγει. «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες, καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι».
Βλέπεις, ἀγαπητέ, πῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ τινά, μὲ μόνην τὴν πίστιν χωρὶς τὰ ἔργα; ἐπειδὴ ἐὰν ἐσώζωντο μὲ τὴν πίστιν μόνον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἤθελε σωθοῦν, καὶ δὲν ἤθελε ἀπολεσθῇ κανένας ἀπὸ ἡμᾶς. Διότι δὲν εἶναί τινας ὁποῦ δὲν πιστεύει, πῶς εἶναι Θεός. Ἐπειδὴ καὶ οἱ πονηροὶ διάβολοι πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός. Καὶ ἄκουσε αὐτοὺς ὁποῦ λέγουν. «Οἴδαμέν σε τίς εἶ, ὁ Ἃγιος τοῦ Θεοῦ». Καὶ πάλιν ἄλλου ἔλεγαν διὰ τοὺς Ἀποστόλους. «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδὸν σωτηρίας». Βλέπεις, ὅτι καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός; ἀλλ’ οὗτοι ὁποῦ πιστεύουν πῶς εἶναι Θεός, κατεδικάσθησαν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρὸς διὰ τὰ πονηρὰ ἔργα τους.
Λοιπὸν καλὴ εἶναι ἡ πίστις, ἐὰν ἀπέκτησες καὶ ἔργα. Διατὶ σῶμα χωρὶς ψυχήν, εἶναι ἀκίνητον, καὶ ἀνενέργητον. Τοιουτωτρόπως καὶ ἡ πίστις, χωρὶς ἔργα, εἶναι νεκρά. Καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιον Ἰάκωβον τὸν ἀδελφόθεον ὁποῦ λέγει. «Τί τὸ ὄφελος ἀδελφοί, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ἐὰν ἀδελφός, ἢ ἀδελφὴ ὑπάρχωσι γυμνοί, καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἶπε δέ τις αὐτοῖς, ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ θερμαίνεσθε, καὶ χορτάζεσθε· μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα. Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κᾀγὼ δείξω σοι τὴν πίστιν μου ἐκ τῶν ἔργων μου».
Ταῦτα ἀκούωντας, ἀδελφέ, ἄφησε τὴν πολλήν σου ἀμέλειαν, καὶ σπούδασε νὰ ἔχῃς καὶ ἔργα μαζὴ μὲ τὴν πίστιν. Διατὶ ἐκεῖνος ὁποῦ ἔχει πίστιν μαζὴ μὲ ἔργα εἶναι καλλίτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, καὶ θαύματα. Ἐπειδὴ ποῖον εἶναι τὸ κέρδος· τί τὸ ὄφελος εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ κάνει σημεῖα, ἀνίσως καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ κληρονομήσῃ τὴν γέενναν τοῦ ἀσβέστου πυρός; μήπως καὶ δύναται νὰ σωθῇ ἐκεῖνος ὁποῦ κάνει θαύματα, καὶ ἰατρείας, ἐὰν δέν ἔχῃ τὰ ἔργα ὁποῦ τὸν κάνουν δίκαιον; μὴ γένοιτο. Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον ὁποῦ λέγει. «Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε, Κύριε, τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν· καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς, οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς. Ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν».
Βλέπεις, ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ κανοῦν τὰ σημεῖα, καὶ ἔχουν τὰς προφητείας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφελήσουν τὸν ἑαυτόν τους χωρὶς ἔργα; διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συνάγει ἄσπρα (σ.σ. χρήματα)· ἐπειδὴ πιστεύει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀφίνει ἀπρονοήτους ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἔχει τὴν ἔγνοιάν τους, καθὼς λέγει. «Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ὁποῖος πιστεύει, σκορπίζει τὰ ἄσπρα του εἰς τοὺς πτωχούς, διατὶ πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ ἑκατονταπλασίονα, καὶ θέλει κληρονομήσει ζωὴν αἰώνιον.
Καὶ ἄκουσε τί λέγει διὰ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ἐν ἀλήθείᾳ. «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα αὐτῶν, καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον, καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι, καθ’ ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν. Ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων, ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων, καὶ ἐτίθουν πρὸς τοὺς πόδας τῶν Ἀποστόλων διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ, καθ’ ὅ,τι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
Ἐκεῖνος  ὁποῦ  πιστεύει,  δὲν  ὑπερηφανεύεται,  ἀλλὰ μιμούμενος αὐτὸν τὸν Κύριον κυνηγᾶ ζητεῖ ἐπιπόνως τὴν ταπείνωσιν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν γελᾷ, ἀλλὰ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του· διότι πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γελοῦν εἰς ταύτην τὴν ζωήν, θέλει πενθήσουν, καὶ κλαύσουν εἰς τὴν ἄλλην.
Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν εἶναι θυμώδεις, οὐδὲ ταραχοποιοὶ ἀλλὰ μιμούμενοι τὸν Κύριον, ἔχουν πραότητα καθὼς ὁ Κύριος λέγει. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Διὰ τοῦτο καὶ μακαρίζει τοὺς τοιούτους λέγων, «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν».
Ὅποιος πιστεύει, μισεῖ τὴν ἀδικίαν, καὶ ἀγαπᾷ τὴν δικαι-οσύνην, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν δικαιοσύνην ἠγάπησε, τὴν δὲ ἀδικίαν ἐμίσησε. Ὅτι εἶναι γεγραμμένον. «Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν».
Ὅσοι πιστεύουν δὲν μάχονται μὲ ἄλλους, ἀλλὰ μάλιστα εἰρηνοποιοῦν ἐκείνους ὁποῦ μάχονται, μιμούμενοι τὸν Κύριον· διότι καὶ ἐκεῖνος τοῦτο ἔκαμεν. «Ἐχθροὺς ἡμᾶς ὄντας εἰρηνοποίησε πρὸς τὸν ὁμοούσιον Πατέρα».
Ὁ πιστεύων ὑπομένει κάθε πειρασμόν, καὶ δὲν βλασφημεῖ. Διότι πιστεύει ὅτι θέλει λάβῃ διὰ τὴν ὑπομονήν του ἄφθαρτον στέφανον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰακωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου. «Μακάριος ἀνθρωπος, ὃς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος, λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Ὅποιος πιστεύει, δὲν ὀργίζεται, ἀλλὰ μακροθυμεῖ, καὶ φυλάττει τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὁποῦ λέγει· νὰ μὴν ὀργίζεται καθόλου.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, φυλάττει σωφροσύνην, καὶ δὲν μολύνει τὸν ἑαυτόν του μὲ πορνείας, καὶ μοιχείας, καί ἐπιλοίπους ἀκαθαρσίας, ἀλλὰ φυλάττει καθαρότητα, καὶ σωφροσύνην διατί πιστεύει, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ μολύνουν τὰ σώματά τους, δὲν θέλει σωθοῦν. «Πόρνους γὰρ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός».
Ὁ πιστεύων,  δὲν σκανδαλίζει ἀδελφόν,  ἀλλὰ  ὑπηρετεῖ ὅλους, καὶ δὲν γογγύζει, ἀλλὰ μένει μὲ τὴν ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ, διότι πιστεύει, πῶς θέλει λάβῃ μεγαλήτερον μισθόν, καθὼς λέγει καὶ ὁ Κύριος. «Ὅς τις θέλει γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔστω ὑμῶν διάκονος. Καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν ἐπιορκεῖ, οὐδὲ κάνει ὅρκον παντελῶς μὲ τὸ στόμα του· διότι πείθεται εἰς τὸν Κύριον ὁποῦ εἶπεν. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως».
Ὅποιος πιστεύει, δὲν εἶναι ὀκνηρός, καὶ ἀμελὴς εἰς τὰς προσευχάς, καὶ ἀκολουθίας, ἀλλὰ προσέχει πάντοτε, καὶ προσεύχεται ἀδιακόπως· ὁ πιστεύων, δὲν κατακρίνει τινά. Διότι πιστεύει, ὅτι πάντες ἐσμὲν ἐν ἐπιτιμίοις· καὶ ὅτι ὅλους μέλλει νὰ τοὺς κρίνῃ ὁ Θεός· καὶ ᾧ  κρίματι κρίνει τις, τούτῳ κριθήσεται.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν περιπατεῖ τὴν πλατεῖαν, καὶ εὐρύχωρον στράταν, ἡ ὁποία φέρει εἰς ἀπώλειαν ἐκείνους ὁποῦ τὴν περιπατοῦν, ἀλλὰ περιπατεῖ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην διότι πιστεύει πῶς θέλει λυπηθῇ ὀλίγον καὶ θέλει χαρῇ αἰωνίως μαζὴ μὲ τὸν Κύριον μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων.
Ὁ πιστεύων δὲν ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐδὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὐδὲ γονεῖς, οὐδὲ ἀδελφούς, ἢ γυναῖκα, ἢ τέκνα, οὐδὲ ἄλλο τίποτε· ἀλλ’ ἀγαπᾷ μόνον τὸν Κύριον, καὶ ἀσυκώνει τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ τὸν ἀκολουθεῖ· διατὶ πιστεύει, ὅτι χίλιαις ἡμέραις, εἶναι ὡσὰν μία ἡμέρα ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ χίλιαις ἡμέραις θέλει μετρηθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν μία σταλαγματία εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁ δὲ μέλλων αἰὼν εἶναι ἀπέραντος, δὲν ἔχει τέλος οὐδὲ ἀριθμόν.
Ἐκεῖνος  ὁποῦ πιστεύει  δὲν μένει ἀμετανόητος εἰς τὰς ἁμαρτίας του, ἀλλ’ ἐὰν καὶ ἁμαρτήσῃ ὡς ἄνθρωπος, μετανοεῖ, καὶ πενθεῖ, καὶ κλαίει διὰ τὰς ἁμαρτίας του, καὶ δὲν ἁμαρτάνει πλέον.
Ὁ πιστεύων, δὲν ξεφαντώνει, καὶ τρυφᾷ μὲ μεθύσια, καὶ ἀσελγῆ συμπόσια, καὶ πορνικὰ τραγούδια, ἀλλ’ ἐνθυμεῖται πάντοτε τὸν θάνατον, καὶ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Καὶ ταῦτα ἐνθυμούμενος προσεύχεται πάντοτε, νηστεύει, ἐγκρατεύεται, καὶ ἑτοιμάζει τὰ ἔργα του διὰ τὸν θάνατον, πῶς νὰ ἀποκριθῇ νὰ ἀπολογηθῇ εἰς τὸν βασιλέα τῆς δόξης.
Ὁ πιστεύων, ἀγαπᾷ τὸν Κύριον, καὶ μισεῖ τὰ πονηρά· ὅσοι πιστεύουν δὲν φυλάττουν ἔχθραν μῖσος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους, οὐδὲ ἀποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀλλ’ ἀγαποῦν τοὺς μισοῦντας αὐτούς, κάνουν καλὸν εἰς ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κακοποιοῦν· εὐλογοῦν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς καταρῶνται· ὑποφέρουν ἐκείνους ὁποῦ τοὺς κατατρέχουν. Ὅταν βλασφημοῦνται ὑβρίζωνται, παρακαλοῦν χαίρονται· δὲν λογίζονται κανένα κακὸν διότι ἔχουν τὴν ἀγάπην ἀνόθευτον, καθαράν, ἀληθινήν, ὅτι λογῆς τὴν ἀπόκτησε καὶ ὁ Ἀπόστολος, καθὼς λέγει. «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοι ἐστὶ μεγάλη, καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδία μου. Ηὐχόμην γάρ, αὐτὸς ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα.
Ὅτι λογῆς ἀγάπην εἶχε καὶ ὁ Προφήτης Μωϋσῆς, ὅτι οὗτος εἶπεν εἰς τὸν λαόν· «ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην. Καὶ νῦν ἀναβήσομαι πρὸς τὸν Θεὸν οὕτως, ἵνα ἐξιλάσωμαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν. Ἐπέστρεψε δὲ Μωϋσῆς πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε. Δέομαι Κύριε, ἥμαρτεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην, καὶ ἐποίησαν ἐαυτοῖς Θεοὺς χρυσοῦς. Καὶ νῦν, εἰ μὲν ἀφῇς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, εἰ δὲ μή, ἐξάλειψον κἀμὲ ἐκ τῆς βίβλου ἧς ἔγραψας». Τοιαύτην διάθεσιν εἶχε καὶ ὁ Δαβίδ, διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε. «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός».
Βλέπεις, τί λογῆς ἀγάπην εἶχαν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπίστευαν μὲ ἀλήθειαν; ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν κάνει κανένα πρᾶγμα μὲ ὑπόκρισιν, ἀλλὰ κάνει ὅλα του τὰ ἔργα διὰ τὸν Κύριον. Διατὶ εἰς ἐκεῖνον ἔχει προσηλωμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον μόνον πιστεύει, ὅτι ἔχει νὰ λάβῃ μισθὸν τῶν ἔργων του.
Ὅποιος πιστεύει, ἀγαπᾷ ἐκείνους ὁποῦ πιστεύουν ὀρθῶς εἰς τὸν Κύριον· ἐκείνους δὲ ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθῶς ἀποστρέφεται, καὶ δὲν τοὺς ὑποφέρει, ἀλλὰ τοὺς διώχνει, τοὺς κυνηγᾷ.
Ὁ πιστεύων, δὲν παρακούει τὰ θεῖα λόγια, ἀλλ’ ὡς πιστός, κάνει μὲ προθυμίαν ὅλα του τὰ ἔργα ὡσὰν ἐργάτης τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος πιστεύει, δὲν κολακεύει, δὲν φυλάττει προσωπο-ληψίαν χατῆρι, ἀλλὰ ὁμιλεῖ καὶ κάνει ὅλα μὲ ἀλήθειαν, καὶ ὀρθότητα. Διατὶ πιστεύει ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν ὁ Προφήτης. «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ «φῶς σκότος, καὶ τὸ σκότος φῶς· οἱ τιθέντες τὸ γλυκὺ πικρόν, καὶ τὸ πικρὸν γλυκύ».
Ἐκεῖνοι ὁποῦ πιστεύουν, δὲν ὑπερηφανεύονται, οὐδὲ ὑψηλοφρονοῦν εἰς τοὺς ἐπαίνους, καὶ κολακείας. Διότι λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Λαός μου, οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς, καὶ τὴν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐκταράσσουσιν».
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, καὶ ἀποστρέφεται τὸν κόσμον διὰ τὸν Κύριον, δὲν συμπλέκεται πλέον μὲ τοῦτον. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος ΙΙαῦλος· «οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ».
Ὅποιος πιστεύει, δὲν καταδέχεται κανένα πονηρόν, ἀλλ’ ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου διὰ τὸν Χριστόν, καὶ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν φοβεῖται· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ βλέπουν τὰ πονηρά, καὶ ἄνομα ὁποῦ γίνονται, καὶ τὰ καταδέχονται, εἶναι ὅμοιοι μὲ ἐκείνους ὁποῦ τὰ κάνουν, καὶ θέλει ἀπολεσθοῦν μαζὴ μὲ ἐκείνους, καθὼς καὶ ὁ ἱερεὺς Ἠλὶ ἀπωλέσθη μαζὴ μὲ τοὺς παρανόμους υἱούς του. Διὸ καὶ ὁ Προφήτης τοὺς ὠνόμασε σκύλλους ἀφώνους.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει,  δὲν ἀγαπᾷ ἐκείνους  ὁποῦ δὲν πιστεύουν ὀρθά· καθὼς λέγει ὁ Δαβίδ. «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε Κύριε ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην· τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
Ὅποιος πιστεύει, λαλεῖ τὴν ἀλήθειαν, καὶ δὲν εὐγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ κανένα ψεῦδος· ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ λέγουν τὸ ψεῦδος, εἶναι ἄπιστοι, καὶ υἱοὶ τοῦ διαβόλου.
Ὅποιος πιστεύει, δὲν πλεονεκτεῖ, ἀλλὰ μάλιστα ἐλεεῖ, καὶ εὐσπλαγχνίζεται, διατὶ πιστεύει, ὅτι οἱ ἐλεήμονες ἐλεηθήσονται. Καὶ ὅτι ὁ Κύριος θέλει καταστρέψει τὰ σπήτια ἐκείνων ὁποῦ πλεονεκτοῦν, καὶ ἐκεῖνοι θέλει παραδοθοῦν εἰς τὴν γέενναν τῆς κολάσεως, καὶ εἰς τὸν ἀκοίμητον σκώληκα.
Ὅποιος πιστεύει, δὲν μεταλαμβάνει ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια· ἀλλὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἀπὸ τὴν γαστριμαργίαν, ἀπὸ τὴν μνησικακίαν ἀπὸ ἔργα πονηρά, καὶ λόγια ἄσχημα, ἀπὸ γέλοια ἄτακτα, ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς, ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν, καὶ κακὴν ἐνέργειαν, καὶ τοιουτωτρόπως δέχεται τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, ἐπειδὴ ὁ διάβολος ἐπιπηδώντας ἐμβαίνει εἰς ἐκείνους ὁποῦ μεταλαμβάνουν ἀναξίως τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ ἔρχεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καθὼς ἔκαμεν εἰς τὸν Ἰούδαν ὅταν ἐμετάλαβε ἀπὸ τὸ δεῖπνον τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω, καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει. Καὶ διὰ τοῦτο πολλοὶ ἐν ὑμῖν ἀσθενεῖς, καὶ ἄρρωστοι, καὶ κοιμῶνται ἱκανοί».
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, δὲν συκοφαντεῖ, δὲν κατηγορεῖ τοὺς ἀδελφούς του χριστιανούς, ἀλλὰ μάλιστα τοὺς ἐπαινεῖ, διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐπαινοῦν ἄλλους θέλει ἐπαινεθοῦν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Οὐαὶ δὲ καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποῦ κατηγοροῦν, καὶ ἐγκαλοῦν ἄλλους ὡς πονηρούς, διατὶ θέλει φερθοῦν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς διαβόλους ὡσὰν κτήνη τετράποδα εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· καὶ ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει, περιπατεῖ ὀρθὰ τὴν στράταν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν κλίνει οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά, οὐδὲ διαστρέφει ἄλλους μὲ τὴν πονηρίαν του· ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ διαστρέφει ἄλλους εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν διάβολον. Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ. «Ὦ, ὁ ποτίζων αὐτοῦ τῷ πλησίον ἀνατροπὴν θολεράν, καὶ ὁ μεθύσκων, ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ σπήλαια αὐτῶν πλησμονὴ ἀτιμίας ἐκ δόξης. Πίε καὶ σύ, καὶ διασαλεύθητι, καὶ σείσθητι». Διότι ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει μὲ ἀλήθειαν, δὲν πιστεύει μὲ τὰ στόμα, καὶ τὴν γλῶσσάν του, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδίαν του· καὶ τούτου τὰ ἔργα δείχνονται φανερά. «Οὐ δύναται γὰρ πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὅρους κειμένη». Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁποῦ πιστεύει ἐν ἀλήθειᾳ μὲ τὴν καρδίαν του ἐργάζεται τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ πιστεύει μὲ τὰ λόγια καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδίαν του, εἶναι εὔκαιρος ἀπὸ καλὰ ἔργα· διὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου. «Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ».
Λοιπὸν ἀδελφέ, ὅταν βλέπῃς τὸν ἑαυτόν σου πῶς εἶσαι εὔπορος πλούσιος ἀπὸ ὅλα τὰ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἄπορος εὔκαιρος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, εἶπέ μου πῶς δύνασαι νὰ ὀνομάσῃς τὸν ἑαυτὸν σου πιστόν; ὅτι, καθὼς νομίζω, εἶσαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους· διότι τὰ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα, φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιοῦσι. Λοιπὸν ἐὰν πιστεύῃς, φεῦγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ φωνάζωντας θρήνησε, κλαῦσε καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἄφησε τὰ κακὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησες ἕως τῆς σήμερον· καὶ ἀγωνίσου μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ εὑρεθῇς μὲ ἔργα καλὰ ἔμπροσθεν τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως, εἰς τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ πληρώσῃ κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του. Διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Εἴ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τούτῳ, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἕκαστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται. Ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει, ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται, καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον τῷ πυρὶ δοκιμασθήσεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον μένει, ὃ ἐπωκοδόμησε, μισθὸν λήψεται. Εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται· αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δέ, ὡς διὰ πυρός».
Συλλογίσου λοιπὸν ἀδελφὲ τὸ φοβερὸν, καὶ φρικτὸν μυστήριον, καὶ τρόμαξε εἰς τοῦτα ὁποῦ ἀκούεις. Διότι ἐὰν μέλλῃ νὰ δοκιμάσῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ πῦρ, σὺ λοιπὸν τότε ποῦ μέλλει νὰ φανῇς; ἢ πῶς θέλει τολμήσεις νὰ πλησιάσῃς αὐτὸ ἐσὺ ὁποῦ οἰκοδόμησες εἰς τὸν ἑαυτόν σου βαρύ, καὶ δυσκολοβάστακτον φορτίον ἀπὸ χόρτον, καὶ καλάμην, καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλην ὕλην πονηράν; ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ. Τί θέλει κάμω τότε. Ἐπειδὴ τὰ μὲν πονηρὰ καὶ φρυγανώδη μου φορτία θέλει κατακαυθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσβεστον ἐκεῖνο πῦρ ἐγὼ δὲ θέλει μείνω παντοτεινὰ νὰ καίωμαι αἰωνίως μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ αἰώνιον πῦρ διὰ τὰ κακά, καὶ πονηρὰ ἔργα μου.
Ὅθεν ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐννοῶντας ταῦτα, πρόλαβε τὸν καιρόν, καὶ ἄφησε τὰς πονηρίας ὅλας, ὁποῦ ἔκαμες ἐκ νεότητός σου, καὶ ἐξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας. Ἔλα εἰς τὸν ἑαυτὸν σου· διόρθωσε τὰ πολλά, καὶ ἀναρίθμητα σφάλματά σου· ἀποδίωξε τὰς πονηράς, καὶ ἐμπαθεῖς σου προσλήψεις· ἀπόρριψε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὰς σαρκικὰς ἡδυπαθείας διὰ μέσου τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς πρὸς Θεὸν καθαρᾶς καὶ ἀληθινῆς σου πίστεως, διὰ νὰ στεφανωθῇς ἀξίως παρ’ αὐτοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι, καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὦ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αιωνιοτης!

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου
18 Ἰανουαρίου

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ

Αιωνιοτης!

«Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14)

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περιέχει καὶ τοῦτο τὸ χωρίο· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν»· οἱ Χριστιανοὶ δηλαδὴ δὲν ἔ­χουμε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ποθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴ μελλοντική μας κατοικία (Ἑβρ. 13,14). Ὁ ἅγι­ος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ λέει, ὅτι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἔξω ἀ­πὸ τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἔξω ἀ­πὸ τὰ φρονήματα καὶ τὰ πάθη του, καὶ νὰ τρέ­χουμε πρὸς τὴν οὐράνια ἄ­φθαρτη πατρίδα μας.
Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡ­ραι­ότερα, εἶνε ἀστέρι φωτεινό. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω μία πρακτικὴ ἀνάπτυξί του.

* * *

Αἰωνιότης! Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται καν­είς, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα εἶνε πίστις. Ξέρε­τε πῶς μοιάζουν οἱ ἄν­θρωποι σήμερα; Μέχρι τὸ 1.500 περίπου μ.Χ., ὁ κόσμος πίστευε, ὅτι ὅ­­­λη ἡ οἰ­κουμένη εἶνε ἡ γύρω ἀπὸ τὴ Μεσόγειο καὶ τελειώνει στὸ Γιβραλ­τάρ. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια ἀγνοοῦσαν ὅ­τι ὑ­πάρχει Ἀμερική. Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Χριστόφορος Κο­λόμβος καὶ εἶπε ὅτι ὑπάρχει κι ἄλλος κόσμος, πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Μὲ πολὺ κόπο ἔ­πεισε τὸ βασιλιᾶ νὰ τοῦ δώ­σουν καράβι νὰ τα­ξιδέψῃ. Φανταστῆτε πόσες μέρες ἤθελαν γιὰ νὰ διασχίσουν τὸν Ἀ­τλαντι­κὸ μὲ ἱστιοφόρο. Οἱ ἄν­τρες τοῦ πληρώ­μα­τος, ποὺ ἔβλεπαν μόνο οὐ­ρα­νὸ καὶ θάλασσα ἀ­πέ­ραντη, μεμψιμοιροῦ­σαν. Αὐτὸς τοὺς ἄκου­γε κ᾽ ἔκανε τὴν προσ­ευχή του, καὶ ἐπὶ τέλους εἶ­δαν τὴν ἀκτὴ τῆς νέας γῆς. Κάτι τέτοιο συμβαί­νει καὶ μ᾽ ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι δυσπιστοῦσαν στὸν Κολόμ­βο, ἐμεῖς ἀπιστοῦ­με στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑ­πάρχει ἄλλος κόσμος. Ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, θὰ χάσου­με τὴν αἰωνιότητα, καὶ τότε ἀλλοίμονο.
Τὸ ἄλλο ποὺ χρειάζεται εἶνε φροντίδα καὶ καλλιέργεια. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι στὴν αἰ­ωνιότητα πρέπει νὰ εἴμαστε στραμμένοι καὶ γιὰ ᾽κεῖ νὰ φροντίζουμε. Τὴν πίστι στὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει νὰ τὴν καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὴν αὐξήσῃ. Τὰ βλέμματά μας νὰ εἶνε πρὸς τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Ἂν ὁ καθένας μας ἔδειχνε γιὰ ἐκείνη τὴ ζωὴ τὸ ἕνα μυριοστὸ τῆς δραστηριότητος ποὺ δείχνει γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ γῆ αὐτὴ θὰ εἶχε ἀλ­λάξει. Ἔχουμε δυστυχῶς μόνο ὑλικοὺς πό­θους, πνευματικοὺς πόθους δὲν ἔχουμε. Ὑλισμὸς καὶ ἐπικουρισμὸς ἐπικρατεῖ· «Φά­­γωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Γι᾿ αὐτὸ ἂς καλλιεργοῦ­με τὴν πίστι στὴν αἰωνιότητα. Εἶνε ἀπερίγραπτα τὰ κάλ­λη της, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ παραστήσῃ.
Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο πίστι καὶ φροντίδα· ἡ κατάκτησις τῆς αἰωνιότητος ἀπαιτεῖ καὶ θυσίες. Ἂν γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα χρειάζωνται θυσίες, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν οὐ­ράνια καὶ αἰώνια πατρίδα μας; Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ π.χ. τὸ Κιλκὶς πόσοι δὲν ἔπεσαν! Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ὁ ἀρχιστράτηγος βασιλεὺς Κωνσταντῖνος μὲ τοὺς συνταγματάρχες κατέστρωσε στὸ χάρτη τὸ σχέδιο τῆς ἐπιθέσε­ως, συγχρόνισαν τὰ ρολόγια τους, καὶ τέλος τοὺς εἶπε· ―Ἡ πατρίδα ζητάει ἀπὸ σᾶς τὸ Κιλ­κὶς νὰ πέσῃ. Τότε ἕ­νας συν­ταγματάρχης μὲ ἄ­σπρα μαλλιά, ὁ Καμ­πάνης, στάθηκε προσοχή, ἔφερε τὸ χέρι στὸ πηλήκιο, χαιρέτισε τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· ―Με­­γαλειότατε, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ, καλὴν ἀντάμω­σι στὴν αἰωνιότητα! Καὶ πράγματι σκοτώθηκε στὴ μάχη ἐκείνη. Ποῦ τέ­τοια πράγματα τώρα; Μεγάλος λόγος αὐτός, «Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα»! Σβήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀ­νατέλλουμε κάπου ἀλλοῦ, ὅπως ὁ ἥλιος. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα λοιπὸν ἀξίζει κάθε θυσία.

* * *

Ἄν, ἀγαπητοί μου, ἄλλοι πιστεύουν εἴτε στὸν πα­ρά­δεισο τοῦ Φρόυντ εἴτε στὸν παρά­δεισο τοῦ Μάρξ, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε τὸν πόθο τῆς αἰωνιό­τητος. Ἂν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ἀφαι­ρέσουμε τὸν πόθο αὐτόν, τί μένει; Ἕνα ἄχρω­μο καὶ ἄοσμο λουλούδι· δὲν θὰ μυ­ρίζῃ αἰωνι­ότη­τα. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι μεταξὺ τῶν δώ­δεκα θεμελιωδῶν ἄρθρων τῆς πίστεως, ποὺ διακη­ρύσσουμε, εἶνε καὶ αὐτό. Πῶς τελειώνει τὸ Πι­στεύω; μὲ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ἕνας Γερ­μανὸς σοφός, ἔχει πολλὰ ἄλλα χαρακτηριστικά, ἀλ­λὰ κυρίως εἶνε μεταφυσικὸ ὄν, ἔχει τὴ ῥίζα του στὸ Θεό. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ ἀρχαῖος φιλό­σοφος Πλάτων, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ ἕνα δένδρο ποὺ ἔχει τὴ ῥίζα του ὄχι κάτω στὴ γῆ ἀλλὰ στὸν ἄλλο κόσμο, τὸν αἰώνιο, στὸν ὁ­ποῖο ποθεῖ νὰ μεταβῇ.
Ἡ ὥρα ὅμως τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν αἰ­ωνιότη­τα, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, εἶνε κρίσιμη. Τότε, στὸ τέλος μας, ὁ διάβολος μᾶς πολε­μάει περισσότερο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς στέλνει τότε τὴ χάρι του στοὺς πιστοὺς ποὺ τὴν ἀξίζουν. Συμβαίνουν τότε ἐκλάμψεις, μεγάλα γε­γο­νό­τα. Ὁ μακαρίτης ὁ Ἀνδροῦτσος ἔλεγε· «Μὴ ἀπελπίζετε κανένα. Δὲν γνωρίζουμε τὴν τελευταία στιγμὴ τί γίνεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ψυχῆς. Αὐτὰ εἶνε τὰ οἰκογενειακὰ τοῦ Θεοῦ».
Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ μνημόσυνα γιὰ ὅλους. Ὄχι διότι πιστεύει ὅτι θὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ θὰ τὸν βάλῃ στὸν παράδεισο ―αὐτὴ εἶνε ἀντίληψις τῶν παπι­κῶν, ποὺ γι᾽ αὐτὸ κατασκεύασαν τὸ λεγόμενο πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ―, ἀλλὰ διότι δὲν γνωρίζουμε τί συνέβη στὴν ψυχὴ τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα.
Παλαιότερα, ὅταν ξεψυχοῦσε ἄνθρωπος στὰ σπίτια, γονάτιζαν ὅλοι δίπλα του καὶ ἔκαναν προσευχή. Τώρα ἐμεῖς ―ἂς θεωρούμεθα καὶ θρησκευτικοί― τὰ ξεχάσαμε αὐτά, σβήσα­με τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος…» (νεκρ. ἀκ.). Καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλωστε, ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται…» (Ἰω­άν. 12,27). Ταράζεται ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ περιγράφει αὐτὰ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ λέει, ὅτι κακῶς μερικοὶ ἀναβάλλουν τὴ μετά­νοιά τους γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς· τότε ἡ ψυχὴ εἶνε τεταραγμένη. Ἅγιοι ἄν­δρες, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπομάκρυναν ἀπὸ κοντά τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· ἤθελαν νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὸ Θεό. Χαῖρε κόσμε μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά σου, χαίρετε συγγενεῖς καὶ φίλοι!…
Κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ καταῤῥέουν οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ ζῇ ἕναν ἄλλο κόσμο. Διέρχεται τὰ τελώνια, ἀν­τικρύζει «τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων» (ἀπόδ.). Γύρω ἀπὸ τὰ μυστήρια τοῦ θα­νάτου καὶ τὸν ἄλλο κόσμο τόσο ἡ λαϊκὴ ἀν­τίληψις ὅσο καὶ ἡ διάνοια ἀξιολόγων συγγραφέων συνέθεσε ἔργα, ὅπως εἶνε λ.χ. τὸ Ἐνύ­­πνιον (δηλαδὴ ὄνειρο) τοῦ Σκιπίωνος. Μολον­ότι δὲν πιστεύουμε τὰ ὄνειρα, ὑπάρχουν ἐν τούτοις μερικὰ ποὺ εἶνε συγκλονιστικά· ἀ­ποτελοῦν ἕναν ἀπόηχο τῆς αἰωνιότητος.
Ἀλλὰ πέρα τῶν ὀνείρων καὶ πέρα τῶν ὁρα­μάτων καὶ πέρα τῶν ἄλλων διηγημάτων καὶ παραδειγμάτων, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Ὅ,τι εἶνε χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε καὶ μᾶς τὸ φανέρωσε ὁ Θεός. Αὐτὸ νὰ κρατοῦμε καὶ νὰ μὴ ἔχουμε τὴν περιέργεια νὰ ἐμβατεύουμε μέσα στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

* * *

Δὲν θὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴ γῆ καὶ τὰ ἀγαθά της, τὰ ὁποῖα ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ εἶνε ὅλα ὡραῖα. Τὸ νὰ θεωρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ γῆ ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη κατοικία μας κι ὅτι ἐδῶ ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, εἶνε λάθος καὶ ἰδέα ἀντιχριστιανική. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶνε ὁ ὀρθὸς προσανατολισμός.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, καὶ οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, καὶ οἱ κατηχηταὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ οἱ διδάσκαλοι στοὺς μαθητάς τους, καὶ οἱ πνευματικοὶ στοὺς ἐξομολογουμένους, καὶ οἱ κήρυκες ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὅλοι παντοῦ, ν᾽ ἀρχίσουμε νὰ τονίζουμε τὸν μεταφυσικὸ κόσμο. Ἐπάνω στὴν πίστι αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τσακίζεται ὁ ὑλισμός.
Μνημονεύετε τὰ ἔσχατα, τὰ τέλη τοῦ βίου, καὶ ἑτοιμάζεσθε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Ποῦ ἤ­μασταν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια; στὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετὰ ἑκατὸ χρόνια ποῦ θὰ εἴμαστε; κοντὰ στὸ Θεό, στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»· «πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν» (Μᾶρκ. 12,27· Λουκ. 20,38).
Ἔτσι νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἁγνίζουμε τὸν ἑαυ­τό μας μὲ τὴν πίστι «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στις Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις Πρώτης – Φλωρίνης 19 ἕως 23-8-1981)

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: εορτολογιο

Tου αγίου Aθανασίου του Mεγάλου
18 Iανουαρίου

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

(προετοιμασία καὶ ἔξοδος στὴ μάχη ἐναντίον τῆς πλάνης)

 

ΤΟΝ Ἰανουάριο ἑορτάζουν πολλοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν ἀρχὴ ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐνδιαμέσως ἄλλοι πολλοί, καὶ στὸ τέλος οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ συγγράμματά τους στόλισαν τὸν πνευματικὸ οὐρανὸ ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Στὸ μέσον τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Ἰανουαρίου, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Στὴ σειρὰ τῶν ἡρώων τοῦ χριστιανισμοῦ πρῶτος ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ δεύτερος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὁ Παῦλος κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Ἀθανάσιος κορυφαῖος τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· πατὴρ πατέρων, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν.

* * *

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ νωρὶς ἔδειξε, ὅτι θὰ γίνῃ μεγάλος. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα, ἀλλὰ περισσότερο στὴ θεολογία. Τακτικὸς στὴν ἐκκλησία, βοηθοῦσε τοὺς ἱερεῖς, ἢ μᾶλλον ἤξερε περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς παρὰ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία του. Κάποτε, παίζοντας μὲ συνομηλίκους του, βάπτισε ἕνα ἄλλο μικρὸ παιδί. Καὶ τέλεσε τὸ βάπτισμα μὲ τόση ἀκρίβεια, ὥστε ὁ πατριάρχης, ποὺ τοὺς παρατηροῦσε ἀπὸ τὸ παράθυρο, θαύμασε καὶ ἐνέκρινε τὸ βάπτισμα τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου ὡς ἔγκυρο βάπτισμα.
Ὁ Ἀθανάσιος προσελήφθη στὴν αὐλὴ τοῦ πατριαρχείου. Ἔμαθε γράμματα σὲ σχολεῖα. Ἀλλὰ σπούδασε καὶ στὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πανεπιστήμια. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Μὴ παραξενευτῇ κανείς, εἶνε ἡ ἔρημος! Ναί, ἡ ἔρημος. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, μακριὰ ἀπὸ τὴ Βαβὲλ τῆς κοινωνίας καὶ τὴ διαφθορά. Ἐκεῖ μαθήτευσε καὶ διδάχθηκε τὰ ὕψιστα μαθήματα. Στὴν ἔρημο ὁ προφήτης Ἠλίας, στὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, στὴν ἔρημο ὁ Χριστός. Ἐκεῖ τὰ μεγάλα καὶ ἐκλεκτὰ πνεύματα. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (ἀναβ. ἦχ. πλ. α΄). Στὸ πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μελέτησε τρία βιβλία. Τὸ πρῶτο εἶνε ὁ ἑαυτός μας, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ φύσις· τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ,  ποὺ διδάσκουν τὴν πανσοφία, τὴν παντοδυναμία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ τρίτο βιβλίο, ποὺ ἐμεῖς χασμουριώμαστε ὅταν τ᾿ ἀκοῦμε, εἶνε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή. Τὴν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Διδάσκαλό του εἶχε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Ἦταν ὁ λαμπρότερος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔγινε καὶ αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔτσι ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μεγάλο ἀγῶνα.
Ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, διδάσκει, ὅτι σὲ κρίσιμες στιγμὲς ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει καὶ ἀναδεικνύει μεγάλα ἀναστήματα, ποὺ εὐεργετοῦν καὶ σῴζουν καὶ δοξάζουν τὰ ἔθνη. Ἕνας μεγάλος ἄνδρας εἶνε εὐεργεσία. Καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ἔπαυσαν νὰ γεννοῦν μεγάλους ἄνδρες. Αὐτοὶ βεβαίως δὲν γεννιῶνται κάθε μέρα, ἀλλὰ μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ ἢ στὰ διακόσα ἢ στὰ τριακόσα χρόνια.
Ἐὰν ὅμως ὁ Θεὸς ἀναδεικνύῃ μεγάλους ἄνδρες γιὰ τὰ ἔθνη ποὺ ἀγαπᾷ, πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἐκλεκτό του λαό, ποὺ εἶνε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός τὴν ἵδρυσε, αὐτός τὴν ἐπότισε μὲ τὸ αἷμα του. Αὐτός λοιπόν, ὁ Θεάνθρωπος, προετοίμασε καὶ ἀνέδειξε καὶ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Διότι πράγματι ἦταν κρίσιμες τότε οἱ στιγμὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Παρουσιάστηκε κίνδυνος. Κίνδυνος ἐσωτερικός, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶνε μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἐξωτερικό. Κινδύνευε ἡ Ἐκκλησία – ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ ἕναν ἱερέα ὄχι τυχαῖο, ἀλλὰ μορφωμένο καὶ ἐπιστήμονα, ἱερέα ἀσκητή. Ἦταν ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς εἶχε μία ἑωσφορικὴ κακία, τὴν ὑπερηφάνεια. Κι ὅπως λέει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· κι ἀπ᾿ τὴν πορνεία κι ἀπ᾿ τὴ μοιχεία χειρότερη εἶνε αὐτή. Ὅταν βλέπῃς ὑπερήφανο ἄνθρωπο, εἶνε σὰ᾿ νὰ βλέπῃς διάβολο· ὅταν βλέπῃς ταπεινό, εἶνε σὰ᾿ νὰ βλέπῃς ἄγγελο.
Καὶ ὁ Ἄρειος ἦτο ὑπερήφανος. Νόμισε, ὅτι μὲ τὸ μυαλουδάκι του θὰ λύσῃ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· πῶς τὰ τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, εἶνε μία Θεότης. Δὲ᾿ μπόρεσε βεβαίως. Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ἕνας ποταμὸς νὰ χωρέσῃ σ᾿ ἕνα ποτήρι νεροῦ ἢ μιὰ θάλασσα σ᾿ ἕνα ῥακοπότηρο; Ἄλλο τόσο εἶνε δυνατὸν νὰ χωρέσῃ στὸ μικρὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν εἶνε ἰδιοφυΐα, ἕνα μυστήριο. Ἐδῶ ἔπεσε ἔξω ὁ Ἄρειος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά του καὶ εἶπε – βλασφήμησε. Τί βλασφήμησε; Ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶνε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕνα κτίσμα, εἶνε ἕνα δημιούργημα ὅπως τὰ ἄλλα. Ὄχι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ ἐπιχειρήματα ἀκαταγώνιστα ἀπὸ τὴ Γραφὴ κατώρθωσε νὰ νικήσῃ τὸν Ἄρειο· νὰ δείξῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός.
Ναί, Θεός. Ἐδῶ εἶνε ἡ οὐσία. Τὸ Χριστὸ τὸν παραδέχονται καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Κινέζοι καὶ οἱ Ἰάπωνες, τὸν παραδέχονται ὅλοι· ἀλλὰ ὡς Θεὸν ὄχι. Ἐδῶ εἶνε ὁ μεγάλος κόμπος. Πολλοί, δῆθεν μορφωμένοι, τὸν παραδέχονται ὡς κοινωνιολόγο, ὡς ποιητή, ὡς φιλόσοφο, ὡς ἔξοχη προσωπικότητα, ἀλλὰ δὲν ὑπογράφουν αὐτὸ ποὺ φωνάζει σήμερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός! Αὐτὸ κήρυξε μεγαλοφώνως ἐκεῖνος, διάκονος τότε, στὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 325.
Ὁ Ἄρειος νικήθηκε θεολογικῶς. Ἀλλὰ κοσμικῶς ἦταν δυνατός. Εἶχε φίλους στρατηγοὺς καὶ βασιλεῖς, καὶ συνετάραξε ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία. Ἦρθαν στιγμὲς ποὺ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔμεινε μόνος. Δεσποτάδες, παπᾶδες, καλόγεροι, λαός, μπροστὰ στὴ βία τῆς ἐξουσίας ὑπέκυψαν καὶ ἔγιναν ἀρειανοί. Μόνος, ἐπὶ πενήντα χρόνια, κράτησε τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πέντε φορὲς ἐξωρίστηκε σὲ σπηλιές, σὲ φαράγγια, σὲ ἐρήμους, συνεχῶς διωκόμενος…

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς πίστεώς μας κορυφώνεται. Πολλοὶ οἱ ἐχθροί, διαφόρων χρωμάτων καὶ σχημάτων. Ζητοῦν νὰ ξεθεμελιώσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς χιλιαστάς, τὰ ἐγγόνια αὐτὰ τοῦ Ἀρείου, μέχρι τοὺς οἱουσδήποτε ἄλλους. Μισοῦν τὸ σταυρό. Μισοῦν τοὺς ἁγίους. Μισοῦν τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐνῷ τὸν Ἄρειο τὸν ὀνομάζουν «ἀδελφό».
Αὐτὰ εἶνε φροῦτα – πλάνες ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴ Δύσι. Τὸ πλεῖστον αὐτῶν εἶνε ἀμερικανικῆς προελεύσεως. Δὲν κατηγορῶ τὴν Ἀμερική· εἶνε χώρα ποὺ ἄλλοτε μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς εὐεργέτησε· ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ μᾶς κάνῃ κακὸ μεγάλο. Διότι αὐτή τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς ὑποθάλπει. Μιλῶ ἔξω ἀπὸ πολιτικά· ἀλλὰ σᾶς λέω, ὅτι κινδυνεύουμε τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπὸ τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων. Εἶνε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὑπάρχουν δυστυχῶς ἄνθρωποι ἕτοιμοι νὰ πουλήσουν γι᾿ αὐτὰ τὴν πίστι τῶν πατέρων τους.
Ἀλλ᾿ ὄχι! Τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Γνωρίζω τὸ λαό μας. Εἶνε μόνο ἀνάγκη νὰ διαφωτισθῇ, νὰ δῇ τὸν κίνδυνο καὶ ν᾿ ἀφυπνισθῇ. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς ἐλπίδες, ὅτι ὁ λαός μας ἀφυπνίζεται. Θέλετε παράδειγμα; Σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας μας χιλιασταὶ ἔφθασαν πρωῒ – πρωΐ. Ἡ ἀστυνομία δὲ᾿ μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ τίποτα· εἶχε ἐντολὴ νὰ μὴν τοὺς πειράξουν. Ἀλλὰ εἶνε ὁ λαὸς φρουρός. Μόλις στὸ χωριὸ αὐτὸ παρουσιάστηκαν χιλιασταί, οἱ Χριστιανοὶ ἀνέβηκαν στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυποῦσαν νεκρικὰ τὶς καμπάνες ἐπὶ μία ὥρα. Ἔτσι δὲν τόλμησαν οἱ χιλιασταὶ νὰ μποῦν μέσα. Σὲ ἄλλη πόλι κανένας κινηματογράφος δὲν δέχτηκε νὰ παραχωρηθῇ γιὰ συγκέντρωσι τῶν χιλιαστῶν. Καὶ στὴ Φλώρινα πῆγαν χιλιασταὶ καὶ προσέφεραν μεγάλο ποσὸ στὴν ἰδιοκτήτρια ἑνὸς κινηματογράφου. Καὶ ἡ ἀξιοπρεπὴς Ἑλληνίδα τί ἀπήντησε; Ὡς γνήσιο παιδὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου τοὺς εἶπε·
―Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲν τὰ δέχομαι. Προτιμῶ νὰ πεθάνω φτωχιά, μὰ χιλιαστὴ δὲ᾿ βάζω μέσα!
Αὐτή νὰ εἶνε ἡ ἀπάντησι ὅλων μας.
Ὅλοι μαζὶ λοιπόν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἂς προτάξουμε μιὰ ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία νὰ προσκρούσῃ κάθε αἵρεσι, είτε τῶν χιλιαστῶν είτε οἱαδήποτε ἄλλη, καὶ μὲ μιὰ ψυχή, μιὰ πνοή, ἕνα φρόνημα, νὰ καταπολεμήσουμε τὶς αἱρέσεις. Τότε πραγματικῶς θὰ ἔχουμε τὴν προστασία τῆς ἁγίας Τρίαδος καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος, Κυριακὴ 18-1-1976)

ΣYNANTHΣIΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)

ΣYNANTHΣIΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ

Θὰ μιλήσω, ἀγαπητοί μου, ἁπλᾶ γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε. Θὰ μιλήσω παραβολικῶς.

* * *

Κάπου γινόταν δικαστήριο, κάποιος ἦταν κα­τηγορούμενος. Τὸ ὄνομά του; Εἶ­νε γραμμένο στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· λεγόταν Ζακχαῖος. Καὶ τὸ παράπτωμά του; Ἦταν κλέφτης, ἔ­κλεβε. Δὲν ἔκλεβε ὅμως ὅπως οἱ συνηθισμένοι κλέφτες. Αὐτοὶ περιμένουν νὰ νυχτώσῃ, καὶ τότε μέσ᾽ στὸ σκοτάδι πᾶνε στὰ σπίτια, κάνουν διαρρήξεις καὶ παίρνουν ὅ,τι ὑ­πάρχει, ἢ πηδοῦν τοὺς φράχτες καὶ ρημάζουν τὰ χωράφια. Αὐτὸς δὲν ἔκλεβε τὴ νύχτα· ἔ­κλεβε τὴν ἡμέρα! Ἀσυνήθιστο αὐτό· νὰ κλέ­βῃ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ μὴν τὸν πιάνῃ κανείς! Περί­εργο δὲν φαίνεται; Κι ὅμως εἶνε ἀληθινό. Ἔ­κλεβε τὴν ἡμέρα. Πῶς; Μὲ τὴ βοήθεια τῶν …νόμων, μὲ τὶς πλάτες τῶν ἀρχόντων, μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ κράτους. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Τὸ εὐαγγέλιο τὸ ὑπονοεῖ. Λέει, ὅτι δὲν ἦταν χωρικός, δὲν ἦ­ταν βοσκός, δὲν ἦταν ἕνας ἐρ­γάτης· ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος. Ἦταν ἐντε­ταλμένος ἐπὶ τῆς εἰσπράξεως τῶν δημοσίων φόρων· ἦταν τελώνης, ἀρχιτελώνης. Καὶ τί ἔ­κανε λοιπόν· ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξῃ 1.000 δραχμὲς ὡς δημόσιο φόρο, αὐτὸς εἰσέπραττε 1.500. Τὶς 1.000 τὶς ἔδινε στὸ κράτος – στὸ δημόσιο καὶ τὶς 500 τὶς ἔπαιρνε αὐτός. Κλέβοντας ἔτσι τὸ λαὸ ―καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μπορῇ νὰ διαμαρτυρηθῇ, γιατὶ ὅλα γίνονταν ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου καὶ ὅλα παρουσιάζον­ταν ὡς κανονικά―, ὁ Ζακχαῖος κατώρθωσε νὰ γίνῃ πλούσιος, πολὺ πλούσιος. Μὲ τὶς κλεψιές. Αὐτὴ ἡ εἴσπραξι, ποὺ γινόταν ἐν ὀνόμα­τι τοῦ δημοσίου, ὑπὸ τὴν προστασία τῶν νόμων, ἦταν πλέον μιὰ «νόμιμη» κλοπὴ καὶ λῃστεία.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε, ἀγαπητοί μου. Για­τὶ ὑπάρχουν δύο εἰδῶν λῃσταί· ἐκεῖνοι ποὺ εἶ­νε στὰ βουνὰ κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μέσ᾽ στὴν κοινωνία καὶ κατορθώνουν μὲ ποικίλους τρόπους, μὲ πολλὲς ἀπάτες, ὑπὸ τὴν προστα­σία κακοηθεστάτων νόμων ποὺ ψηφίζουν τὰ κοινοβούλια, νὰ θησαυρίζουν καὶ νὰ πλουτίζουν.
Ὁ Ζακχαῖος λοιπόν, ποὺ εἶχε κλέψει μὲ τὴν ἄ­δικη φορολο­γία, τώρα δικάζεται. Εἶνε στὸ ἑδώ­λιο τοῦ κατηγορουμέ­νου, καὶ τὸ δικαστήριο βγάζει τὴν ἀπόφασι. Τί λέει ἡ ἀ­πόφασι; Δύο πράγματα. Πρῶτον, νὰ μοι­ράσῃ τὴ μισὴ περιουσία του στοὺς φτωχούς. Καὶ δεύτερον, μὲ ὅσα τοῦ μείνουν ν᾽ ἀποζημι­­ώσῃ στὸ τετραπλά­σιο ὅ­ποιον ἀδίκησε· ἔκλεψε 100 δραχμές; νὰ δώσῃ 400· ἔκλεψε 1.000; νὰ δώσῃ 4.000. Δύο ποινές· μοίρασμα τῆς μισῆς περιουσίας καὶ ἐπι­στροφὴ τῶν κλεμμένων στὸ τετραπλάσιο. Λίγα εἶν᾽ αὐτά; Ὅποιος ἀ­κούσῃ τὴν ἀπόφασι τοῦ δικαστηρίου, θὰ παραδεχθῇ ὅτι εἶνε αὐστηρή· πολὺ αὐστηρὰ τὸν ἔκρινε τὸ δικαστήριο.
Καὶ ἐρωτῶ, ἀγαπητοί μου· ποιό εἶνε τὸ δικαστήριο αὐτὸ ποὺ δίκασε τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο; Εἶνε εἰρη­νοδικεῖο, εἶνε κακουργοδικεῖο, κάποιο ἀπὸ τὰ δικαστήρια τῶν ἀν­θρώπων; Προσέξτε. Δὲν εἶνε δικαστήριο ἀπ᾽ αὐ­τά· δὲν εἶνε ἐξωτερικὸ δικαστήριο. Εἶνε ἐ­σωτερικὸ δικαστήριο, δικαστήριο ποὺ δικάζει μυ­στικά. Τὸ Ζακχαῖο δὲν τὸν δίκασε ἀστυνόμος καὶ εἰρηνοδίκης· δίκασε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἀκοῦτε; Μεγάλο πρᾶγμα αὐτό. Ξέρετε τί θὰ πῇ, νὰ μὴν περιμένῃς νὰ σὲ δικάσῃ ἄλλος, ἀλλὰ νὰ δικάζῃς ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου; Ἂν αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὅλοι, ὤ τότε! ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδει­σος. Δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ δικαστήρια. Νὰ καθίσῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατηγορούμενο καὶ νὰ τὸν δικάσῃ! Ποῦ γίνεται αὐτό;…
Ποιό λοιπὸν εἶνε τὸ δικαστήριο αὐτὸ τὸ ἐ­σωτερικό; Παρακαλῶ προσέξτε, ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὸ ποὺ λέμε. Τὸ δικαστήριο αὐτό, ποὺ κι ὅλα τ᾽ ἄλλα δικαστήρια νὰ καταργηθοῦν αὐτὸ θὰ ὑπάρχῃ, εἶνε ἡ συνείδησί μας.

* * *

Μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, ὅταν αὐτὸς κάνῃ κακό, ―ἂς μὴν τὸ ξέρῃ οὔ­τε ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του, ἂς μὴ μπορῇ νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ ἡ ἀστυνομία, ἂς μὴ τὸν δικάσουν ποτέ―, τὸ δικαστήριο αὐτὸ ἀποφασίζει ὅτι εἶνε ἔνοχος. Περνᾶνε χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πλησιάζει τὸν τάφο, μὰ ἀκούει μέσα του· Ἔφταιξες!… Ἂς κάθεται στὸ καφενεῖο κι ἂς πίνῃ τὸν καφέ του, ἂς θεωρῆται κύριος, ἂς ἔχῃ σπίτι μὲ ὅλα τὰ κομφόρ. Μιὰ μυστικὴ φωνὴ τοῦ φωνάζει· Κακοῦργε!… Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Καὶ φτάνει αὐτὴ ἡ φωνὴ ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Δύο πρά­γματα, εἶπαν, ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὁ ἔναστρος οὐρανὸς ποὺ εἶνε ἐπάνω ἀπὸ μᾶς καὶ ὁ ἠθικὸς νόμος ποὺ εἶνε μέσα μας.
Ὤ αὐτὴ ἡ φωνή! Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο, κύριος μὲ ὅλα τὰ μέσα στὴ διάθεσί του, ἐπιτυχημένος, μὲ τὰ παιδιά του ἀποκατεστημένα· καὶ ὅμως μέσα του τὸν τρώει σκουλήκι. Καλύ­τερα νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιός, παρὰ νὰ σὲ κεν­τήσουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως.
Θυμᾶστε ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἱστορία, ὅτι κάποιος ἔκανε ἔγκλημα· ὁ Κάιν, ἀπὸ φθόνο καὶ ζήλεια, σκότωσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ καὶ τὸν ἔθαψε. Ἦταν τὸ πρῶτο αἷμα ποὺ χύθηκε πάνω στὴ γῆ. Κανείς δὲν τὸν εἶδε, κανείς δὲν ἤξερε τίποτα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ σεισμὸς μέσ᾽ στὴν καρδιά του· ἄκουσε φωνή· «Κάιν Κάιν, ποῦ εἶνε ὁ Ἄβελ ὁ ἀ­δελφός σου;» (βλ. Γέν. 4,9). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ ἡσυχάσῃ· ἔτρεμε ὅπως τρέμουν τὰ φύλλα στὸ δάσος ὅταν φυσάῃ δυνατὸς ἄνεμος· παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγε· Προτιμότερο νὰ πεθάνω παρὰ ν᾽ ἀκούω κάθε μέρα αὐτὴ τὴ φωνή.
Καὶ κάποιος ἄλλος στὸ Βυζάντιο – στὴν Πόλι, ὁ Κώνστας, λέει ἡ ἱστορία, σκότωσε τὸν ἀ­δελ­φό του τὸν Θεοδόσιο κ᾽ ἔγινε αὐτὸς βασιλιᾶς. Ἀλλ᾽ ἐνῷ τὸν τιμοῦσαν ὅλοι, αὐτὸς τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, ποὺ ἡσυχάζουν τὰ πάν­τα, δὲν μποροῦσε νὰ κοιμηθῇ. Ἔβλεπε ἕνα ὅ­ραμα· τὴ σκιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι γεμᾶτο αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφέ, πιὲς τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Τὸ ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης (βλ. ἐπ. Αὐγ. Καντιώτου, Εἰκόνες καὶ πραγματικότητες τ. Α΄, Ἀθῆναι 19912, σσ. 74-75).
Τρομερὸ πρᾶγμα ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Μὴ φοβᾶσαι τὸν ἀστυνόμο καὶ τὸν εἰσαγγελέα· τὴ συνείδησί σου νὰ φοβᾶσαι. Ἡ συνεί­δησι μπορεῖ κάποτε νὰ κοιμᾶται. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχῃ κάνει ἔγκλημα, νὰ ἔχῃ σκοτώσει ἄνθρωπο, καὶ μετὰ νὰ τρώῃ γιουβέτσι καὶ νὰ διασκεδάζῃ. Κάποτε ὅμως ἡ συνείδησι ξυπνάει· κι ὅταν ξυπνήσῃ, τότε δὲν περιγράφεται τί γίνεται μέσα στὴν ψυχή.
Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὸ Ζακχαῖο. Ὅταν ξύπνησε ἡ συνείδησί του, ὅταν βρέθηκε ἀντιμέτωπος μαζί της, τότε εἶδε διαφορετικὰ τὰ πρά­­γματα. Τὰ κλεμμένα λεφτὰ τοῦ φάνηκαν φίδια φαρμακερὰ ἕτοιμα νὰ τὸν δαγκώσουν, καὶ οἱ πέτρες τοῦ μεγάρου του τοῦ φάνηκε πὼς στάζουν αἷμα. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσῃ.
Μὰ πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀλλαγή, θὰ πῆτε, πῶς ξύπνησε ἡ συνείδησι; Τὸ λέει τὸ ἀθάνατο Εὐ­αγγέλιο. Ἀπὸ μιὰ ματιὰ ποὺ τοῦ ἔρριξε ὁ Χριστός. Ὑπάρχουν ματιὲς καὶ ματιές. Ὤ ἐκείνη ἡ ματιά! Ὁ Χριστός, περνώντας κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο ὅπου εἶχε σκαρφαλώσει ὁ Ζακχαῖος γιὰ νὰ τὸν δῇ, σήκωσε τὸ βλέμμα καὶ τὸν κοίταξε. Ἔ, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πλέον ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄλλαξε. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ δέντρο καὶ ἦρθε στὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖ, προ­τοῦ νὰ μπῇ, στάθηκε καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἔ­κανε δικαστήριο. Δίκασε τὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε· Κύ­ριε, εἶμαι ἁμαρτωλός· ἀδίκησα. Μετανοῶ· δίνω τὴ μισὴ περιουσία μου στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποζημιώνω τετραπλάσια ὅποιον ἀδίκησα.

* * *

Ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία κρατῆστε, ἀγαπητοί μου, ἕνα πρᾶγμα· τὸ δικαστήριο.
Τὰ ἐγκλήματα δὲν τιμωροῦνται ὅλα στὸν κόσμο αὐτόν. Ἀπὸ τὰ 1.000 τιμωρεῖται 1 μόνο, τὰ 999 μένουν ἀτιμώρητα. Ὑπάρχουν τὰ λεγό­­με­να «τέλεια» ἐγκλήματα, ποὺ οἱ δρᾶσται μένουν ἀσύλληπτοι. Ὑπάρχουν ἁμαρτωλοὶ ἀ­τιμώ­ρη­τοι· ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, βλάσφημοι, ψεύ­δορκοι, παιδιὰ ποὺ σηκώνουν χέρι στὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μάνα τους, πόρνοι καὶ μοιχοὶ ποὺ ἀ­τιμάζουν τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, κλέφτες ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τοὺς συλλάβῃ κανένας. Ποιός τοὺς τιμωρεῖ ὅλους αὐτούς; Θὰ μείνουν ἀτιμώρητοι; Ὄχι βεβαίως. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. «Ἔ­στι δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ᾽ ὁ­ρᾷ», ὑπάρχει ἕνα δίκαιο μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὑπάρχει, ναί, ὑπάρχει τιμωρία. Καὶ ἡ τιμωρία ἢ θὰ ἐπιβληθῇ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ θὰ εἶνε αἰω­νία, ἢ θὰ ἐπιβληθῇ ἐδῶ καὶ θὰ εἶνε προσωρινή.
Τί συμφέρει; Ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ὑ­πακούον­τας στὴ συνείδησι, δίκα­σε τὸν ἑαυτό του, νὰ δικάσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ὅπως ἐκεῖνος εἶπε τ᾽ ἁμαρτήματά του ἐμπρὸς στὸ Χριστὸ καὶ ἐπέβαλε τι­μωρία στὸν ἑαυτό του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, πρὶν φύγουμε ἀπ᾽ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, νὰ πᾶμε στὸν πνευ­ματικὸ καὶ νὰ ποῦμε τ᾽ ἁμαρτή­ματά μας. Τότε ὁ Χριστός, ὁ ὠκεανὸς τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἐ­λέους, ποὺ συγχώρησε τὸ Ζακ­χαῖο τὴν πόρνη τὸ λῃστή, θὰ συχωρέσῃ κ᾽ ἐ­μᾶς. Ἔτσι θά ᾽χουμε ἐλπίδα σωτηρίας ἐν Χριστῷ, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως Κυρίου Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας 29-1-1978)

1. Η ΛΕΠΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ 2. ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ;

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Kυριακή IB΄ Λουκά
(Λουκ. 17,12-19)

Η ΛΕΠΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

«᾿Ηπήντησαν αὐτῷ (=τῷ Χριστῷ) δέκα λεπροὶ ἄνδρες» (Λουκ. 17,12)

ΗΤΑΝ κάποτε ἐποχή, ἀγαπητοί μου, ποὺ δὲν ὑ­πῆρχε ἀσθένεια. Καὶ δὲν ὑπῆρχε, δι­ότι δὲν ὑπῆρχε μικρόβιο.
Τὸ μικρόβιο, ὅπως ξέρουμε, εἶνε ἀόρατο· μὲ γυμνὸ μάτι δὲν τὸ βλέπεις. Τὸ σῶμα μας, τὸ χῶμα, τὸ νερό, ὁ ἀέρας, τὰ πάντα, εἶνε γε­μᾶτα ἀπὸ ἄπειρα μικρό­βια. Ὅταν πρὶν διακόσα χρόνια ἕνας ἐπιστή­μων τὰ ἀνεκάλυψε καὶ εἶδε μὲ τὸ μικροσκόπιο σ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ νὰ κολυμποῦν ἑκατομμύρια ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροοργανισμούς, φώναξε τὴν κόρη του. ―Γιά κοίταξε, τῆς λέει· ὑπάρχει κάτι μέσα στὸ νερό; ―Δὲ βλέπω τίποτα. ―Γιά κοίταξε τώρα μὲ τὸ μικρο­σκόπιο. Ὅταν ἐκείνη εἶδε, κατεπλάγη. ―Τί εἶνε τοῦτο ’δῶ, πατέρα!… Ἀμέτρητα ζῳύφια εἶδε νὰ πλέουν μέσα στὸ νερό.
Φορεὺς λοιπὸν τῆς ἀσθενείας εἶνε ἕνα μικρόβιο. Καὶ τὸ ἀδιόρατο αὐτὸ πλάσμα κάνει θραῦσι. Οὔτε τὰ λιοντάρια τῆς Ἀφρικῆς δὲν θανατώνουν τόσους ὅσους ἕ­να μικρόβιο. Τρομερὸ πρᾶγμα· γιὰ νὰ φαίνεται ἔτσι ἡ ἀδυναμία μας…
Στὴν ἀρχή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπῆρχαν μικρόβια. Ὁ ἀέρας ἦταν πεντακάθαρος, δὲν ὑ­πῆρχε νέφος καυσαερίων. Τὰ νερὰ πεν­τακά­θαρα, διαυγῆ, κρυστάλλινα. Τὰ δάση παρθέ­να, ὅπου εἶχαν τὶς φωλιές τους τὰ πουλιά. Τὸ περιβάλλον θαυμάσιο, κῆπος Ἐδέμ. Δὲν ὑπῆρ­χε ἀκόμη ἀσθένεια καμμία μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλ’ αἴφνης τὸ σκηνικὸ μετεβλήθη. Τὸ πῶς μετεβλήθη δὲν θὰ τὸ ἀναπτύξω τώρα. Ἕνα μό­νο θὰ πῶ· ὅτι, κατὰ τὴ Γραφή, αἰτία εἶνε ὁ ἴ­διος ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε θαυμάσιο περιβάλλον, τὰ ἔπλασε ὅλα «κα­λὰ λίαν» (Γέν. 1,31). Αἰτία τοῦ κακοῦ εἶνε ὁ ἄν­θρωπος ποὺ ἁμάρτησε. Δὲν ὑπήκουσε στὸ Θεό, καὶ κατόπιν ἐνέσκηψαν ὅλα τὰ κακά. Τὰ νερὰ μολύνθηκαν, ὁ ἀέρας μολύνθηκε, τὰ δέντρα ξεράθηκαν, ἡ γῆ ἄρχισε νὰ σείεται… Ἡ ἁρμο­νία, ποὺ ὑπῆρχε (μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸν πλησίον, μὲ τὴ φύσι), διεταράχθη. Τὰ πάντα ἀναστα­τώθηκαν. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὰ οἱ ἁμαρτίες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ μετρήσουμε τὶς ἀσθένειες; Εἶνε ἀμέτρητες. Καὶ ὅσο προχωρεῖ ἡ ἐπιστήμη, ὅλο καὶ νέ­ες πα­ρουσιάζονται. Τελευταίως μάλιστα ἐμφα­νί­­στη­­κε καὶ μιὰ ἀσθένεια ποὺ θὰ σαρώσῃ τὴν ἀν­­θρω­πότητα ὡς τιμωρία τῆς σαρκικῆς ἀκολασίας. Τὸ βλέπετε. Φραγμὸς δὲν ὑπῆρ­χε. Κο­ρόιδευ­αν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὴν πατρίδα μας ἔβγαλαν νόμο, ποὺ ἀποποινικοποιεῖ καὶ ἀμνηστεύει τὴ μοιχεία· ἐκεῖ φτάσαμε. Ἔτσι τὸ ἔιτζ ἔρχεται νὰ βάλῃ κάποιο φραγμό.

* * *

Μία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀσθένειες ἦταν καὶ ἡ λέπρα, ποὺ εἴδαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο. Ἐπὶ αἰῶνες ἦταν φόβος – τρόμος, καὶ μόνο πε­ρὶ τὸ 1940 ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ ἀνακα­λύ­φθηκε τὸ φάρμακο γι’ αὐτήν.
⃝ Τί εἶνε ἡ λέπρα; Εἶνε μιὰ βασανιστικὴ ἀ­σθέ­νεια, ἀλλοιώνει τὸ αἷμα, κάνει τὸ δέρμα νὰ κοκ­κινίζῃ καὶ νὰ γεμίζῃ λέπια. Δημιουργεῖ κνισμό, φαγούρα, ἀνησυχία. Τὸ νήπιο κοιμᾶται στὴν κούνια, ὁ ἐργά­της κοιμᾶται μετὰ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας, ὅλοι ἡ­συχάζουν· ὁ ταλαίπωρος ὁ λεπρὸς ὅμως δὲ μποροῦσε νὰ κλείσῃ μάτι. Ξυνόταν συνεχῶς μὲ τὰ νύχια ἢ μ’ ἕνα κεραμίδι. Βασανιστικὴ ἀσθένεια.
⃝ Καὶ ὄχι μόνο βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς γύρω. Ἄλλαζε καὶ παρεμόρφωνε τὸ πρόσωπο. Ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα γινόταν ἡ πιὸ ἄσχημη, καὶ ὁ πιὸ ὡραῖος ἄντρας γινόνταν ὁ πιὸ ἄσχημος. Ἔπεφταν μύ­τες, αὐτιά, σάρκες, σάπιζε ὁ ἄνθρωπος.
⃝ Τὸ δὲ χειρότερο; ἦταν μεταδοτική, τρομε­ρὰ μεταδοτική. Ἕνας λεπρὸς μποροῦσε νὰ μετα­δώσῃ τὴ λέπρα σὲ ὁλόκληρη πόλι. Γι’ αὐ­τό, μό­λις κάποιος παρουσίαζε ἐξανθήματα λέ­πρας, ἀμέσως ἡ πολιτεία ἐλάμβανε μέτρα· τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή, τὸν ἔ­στελνε νὰ ζήσῃ μακριά, μέσ’ στὰ δάση, στὰ ἄ­γρια βουνὰ καὶ τὶς σπηλιές. Τοῦ κρεμοῦσαν ἀ­κόμα κουδούνι, ὅπως στὰ γίδια, γιὰ νὰ εἰδοποιῇ· Μὴ μὲ πλησιά­σετε, εἶ­μαι λεπρός!… Πρόλαβα κ’ ἐγὼ τοὺς λε­προύς. Ἐπισκέφθηκα τὸ λεπρο­κομεῖο ποὺ ἦταν στὴν Ἀθήνα. Κάθισα μία – δύο ὧρες μαζί τους, εἶδα τὸν πόνο καὶ τὸ κλάμα τους. «Δὲν κοιμούμεθα τὴ νύχτα», μοῦ ἔλεγαν. Τὰ χαρακτηριστικά τους ἀλλοιωμένα τρομε­ρά. Φρί­κη… Βορείως τῆς Κρήτης εἶνε ἕνα νησάκι, ἡ Σπιναλόγγα, ὅ­που παλαιὰ ὑπῆρχε λεπροκομεῖο. Δύο – τρεῖς χιλιάδες ἦταν οἱ λεπροὶ στὴν Σπιναλόγγα. Τώρα ἔφυγαν ὅλοι, θεραπεύθηκαν.

* * *

Σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ λεπροί. Μὲ τὰ φάρμακα ποὺ βρέθηκαν, ἡ λέπρα θεραπεύεται. Ὑπάρχουν ὅμως κάποιοι ἄλλοι λεπροί, λεπροὶ ὄχι στὸ σῶμα ἀλλὰ στὴν ψυχή. Ὅπως τὸ σῶμα ἀσθενεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Εἶνε δὲ ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς πιὸ σοβαρὴ ἀ­πὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς στὴ γλῶσ­σα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε χειρότερη κι ἀπὸ τὸν καρκί­νο. Δὲν τῆς δίνουμε δυστυχῶς τὴν πρέπουσα σημα­σία. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν παρομοιάσουμε μὲ τὴ λέπρα. Καὶ πάνω σ’ αὐτό, ὅτι ἡ λέπρα εἶνε σύμβολο τῆς ἁμαρτίας, θὰ κά­νω δυὸ – τρεῖς παρομοιώσεις καὶ θὰ τελειώσω.
⃝ Ὅπως ἡ λέπρα ἔτσι καὶ ἡ ἁ­μαρτία εἶνε βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ ἀθῷ­ος ἄν­θρωπος ἔχει ἡσυχία, κοιμᾶται ἤρεμος κάτω ἀ­πὸ τὰ ἄστρα καὶ λέει· «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» (Ψαλμ. 4,8). Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως, λ.χ. ὁ φιλάρ­γυρος; Δὲν κοιμᾶ­ται. Κάθε­ται τὰ μεσάνυχτα καὶ μετράει τὶς λί­ρες ―γεγονὸς αὐτό―, ἢ σκέπτεται πῶς τὸ ἕ­να ἑκατομμύριο θὰ τὸ κά­νῃ δύο, τρία…. Λέει σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο· «Τί ποιήσω;» (Λουκ. 12,17), τί νὰ κάνω; Τὸν τρώει τὸ μικρόβιο τοῦ μαμωνᾶ, τῆς πλεονεξίας.
⃝ Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀκόμη ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους σὰν τὴ λέπρα. Ἡ ὑπερηφάνεια λ.χ., ἡ σκληροκαρδία, ἡ ζήλεια, ἡ μνησικακία δηλητηριάζουν τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, κάνουν ἀνεπιθύμητον ὅποιον τὶς ἔχει, τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ ὅλους. Ποιός δὲν ἀ­ποστρέφεται καὶ δὲν ἀηδιάζει ἕναν ἀλαζόνα, ἕνα φθονερό, ἕναν ἐκδικητικό, ἕνα συκοφάντη;
⃝ Ἀλλὰ τὸ χειρότερο εἶνε, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε μεταδοτική. Ἡ λέπρα ἔπαυσε σήμερα νὰ μετα­δίδεται ὅπως παλαιότερα, ἡ ἁμαρτία ὅμως ἐξ­ακολουθεῖ νὰ εἶνε πολὺ μεταδοτική. Ἂν δὲν λη­φθοῦν ἐγκαίρως μέτρα, ἀλλοίμονο. Θέ­λετε παραδείγματα; Στὴν Κύπρο μας δὲ βλαστημοῦ­σε οὔτε ἕνας. Τώρα βλαστημοῦν. Ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθαν; Ἀπὸ τοὺς δικούς μας· ἀνάξιοι ἀξιωμα­τικοὶ καὶ στρατιῶτες, αὐτοὶ τοὺς δίδαξαν τὴ βλασφημία. Ἀντέδρασαν πρὸς στι­γμὴν οἱ Κύ­πριοι, ἀλλὰ μετὰ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας δι­αδόθηκε. Ἄλλο παράδειγμα· στὴν πατρίδα μας ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν σπάνιες. Ἡ γυναί­κα δὲν ἔδινε τὸ κορμί της σὲ ξένον ἄντρα. Τώ­ρα; Μὲ τὴν ἐπίδρασι τῆς ξενομανίας αὐτὰ ἔ­γιναν μόδα. Οὔτε ὁ νόμος πλέον τὰ τιμωρεῖ. Ἔτσι, ἀντιστάσεως μὴ ὑπαρχού­σης, ἡ ἁμαρτία κυκλοφόρησε καὶ ἔγινε πλέον παιχνίδι.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἐξ ἐπόψεως ἠθικῆς εἴμεθα λεπροί. Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε φάρμακα; Ὑπάρ­χουν. Ἰατρεῖο καὶ φαρμακεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλη­σία. Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ―δὲν εἶνε ψέ­μα, εἶνε ἀλήθεια― εἶνε ὁ Χριστός. Καὶ ἔχει πολλὰ φάρμακα, φάρμακα γενικὰ καὶ εἰδικά.
Φάρμακο γενικῆς χρήσεως εἶνε – μία λέξις· ἡ πίστις. Νὰ ζητήσουμε ἀπ’ τὸ Θεό· Δῶσε μας πίστι σὰν τὴν πίστι τῶν προγόνων μας. Οἱ δέκα λεπροί, ἀπογοητευμέ­νοι ἀ­π’ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μόλις εἶ­δαν τὸ Χριστό, φώναξαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐ­λέ­ησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17,13). Πίστευαν ἀκραδάν­τως, ἔτσι θεραπεύθηκαν.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα φάρμακα, εἰδι­κῆς χρήσεως. Ποιά εἶν’ αὐτά; Εἰδικὸ φάρμακο λ.χ. γιὰ τὴ φιλαργυρία, ποὺ «εἶνε ῥίζα ὅλων τῶν κα­κῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10) ―δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἐξ αἰτίας της ἔγιναν― ποιό εἶνε; εἶνε ἡ ἐλεημο­σύνη. Τὸ εἰδικὸ φάρμακο τῆς ὑπερηφανείας εἶνε ἡ ταπείνωσι, τῆς μνησικακίας εἶ­νε τὸ «συγχωρῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς». Τὸ εἰ­δι­κὸ φάρμακο τῆς ἀνηθικότητος καὶ φαυλό­τητος εἶνε ἡ ἐγκράτεια κ.τ.λ..
Σήμερα ἡ κοινωνία μας εἶνε βαρύτατα ἀσθε­νής. Ἡ ἀσθένειά της δὲν θεραπεύεται μὲ ἀ­σπιρίνες· χρειάζονται φάρμακα ῥιζικά. Καὶ τέτοια φάρμακα εἶνε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν πί­στι τῶν πατέρων μας. Τότε καὶ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀπιστία καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ μνησικακία καὶ ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία καὶ ὅλα αὐτὰ θεραπεύονται. Μόνο ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τοὺς λεπροὺς καὶ νὰ φωνάξουμε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μας». Νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, καὶ τὸ θαῦμα θὰ γίνῃ. Μέσα στὸ ἔθνος μας δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἡ λέπρα τῆς βλασφημίας, τῆς κα­κίας, τῆς μνησικακί­ας, τῆς μοχθηρίας, τοῦ μίσους…, ἀλλὰ θὰ ὑ­πάρχῃ ἀγάπη, θὰ ὑπάρχῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖ­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Ἁγίας  Τριάδος Πτολεμαΐδος 21-1-1990)

Kυριακή IB΄ Λουκά
(Λουκ. 17,12-19)

ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ; 

«Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ…;» (Λουκ. 17,18)

ΘΑ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ δώσετε προσοχὴ καὶ ζητῶ τὴν ὑπομονή σας λίγα λεπτά, γιὰ ν᾿ ἀκούσετε μία σύντομη ὁμιλία.

* * *

Ἀκούσατε τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 17,11-19). Τί μᾶς λέει; Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἕνα θαῦμα – ἕνα ἄστρο εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Λέει, ὅτι ὁ Χριστός, καθὼς ἔμπαινε σὲ κάποια κωμόπολι τῆς Παλαιστίνης, συνάντησε δέκα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ἄρρωστοι. Τί ἀρρώστια εἶχαν; Μιὰ ἀρρώστια φοβερά, ἀρρώστια ποὺ τότε, τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἐθεραπεύετο· ἀργότερα, στὴν ἐποχή μας, βρέθηκε τὸ φάρμακο γι᾿ αὐτήν. Εἶχαν μιὰ ἀρρώστια ποὺ ὀνομάζεται λέπρα. Εἶνε ἀρρώστια βασανιστική, ἀρρώστια ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀηδία· ἡ ἀρρώστια αὐτὴ κάνει νὰ σαπίζουν καὶ νὰ πέφτουν τὰ δάχτυλα, τὰ αὐτιά, οἱ μύτες… Ὁ λεπρὸς ἄνθρωπος καταντᾷ ἕνα ἔκτρωμα, ἕνας ἐκφυλισμὸς ὅλης τῆς φυσικῆς ὄψεως καὶ καταστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πλάσματος.
Συνάντησε λοιπὸν δέκα λεπρούς. Αὐτοί, μόλις τὸν εἶδαν, φώναξαν, καὶ ἡ φωνή τους ἀντήχησε μέσα στὴν ἐρημιά, ὅπου τοὺς εἶχαν ἀπομονώσει ἀπὸ φόβο μήπως ἡ ἀσθένειά τους μεταδοθῇ καὶ σὲ ἄλλους. Τί ἔλεγαν, τί φώναζαν; «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (ἔ.ἀ. 17,13). Ἔλεγαν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴν ἐκκλησία· «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ ἔλεγαν! Διαφέρει πολὺ τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὸ δικό τους. Ἂν τὸ λέγαμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ πίστι ὅπως ἐκεῖνοι, θὰ γίνονταν θαύματα. Χίλια δικά μας «Κύριε, ἐλέησον», ψυχρὰ σὰν τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τῶν δέκα λεπρῶν. Ἅμα ἔχῃς στὴν καρδιά σου πίστι καὶ προσεύχεσαι μὲ δάκρυα, τὰ ἄστρα κατεβάζεις στὴ γῆ. Μάλιστα. Ἐνῷ χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ ψάλλουν οἱ ψαλτάδες, δὲν κάνουν τίποτα. Τὸ πᾶν εἶνε ἡ πίστις, μὲ τὴν ὁποία πρέπει ν᾿ ἀναπέμπουμε στὸ Θεὸ τὶς προσευχές μας.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπὸν φώναξαν. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἄκουσε. Καὶ τί ἔκανε· τοὺς θεράπευσε! «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (ἔ.ἀ. 18,27).
Μετὰ ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ θεραπεία τί θὰ περίμενε κανείς; τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουν αὐτοὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοιο μεγάλο θαῦμα; Νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Χριστό. Νὰ πέσουν στὰ γόνατα, νὰ φιλήσουν τὰ πανάχραντα πόδια του, καὶ νὰ τοῦ ποῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, εὐεργέτη μας». Τὸ ἔκαναν; Μπᾶ!… Ἀπὸ τὰ δέκα «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ προηγήθηκαν, ἔμεινε τώρα μόνο ἕνα «εὐχαριστῶ». Ναί· ἕνας μόνο παρουσιάστηκε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο μπροστά του καὶ ἔλεγε· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε· Ἕνας μόνο θεραπεύθηκε; Δὲν θεραπεύθηκαν δέκα; Ποῦ εἶνε λοιπὸν οἱ ἄλλοι ἐννέα;… Φάνηκαν ἀχάριστοι!

* * *

Ἕνας φάνηκε εὐγνώμων καὶ ἀρεστὸς στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγμα αὐτό, τοῦ ἑνός, εἶνε ὑπόδειγμα πρὸς μίμησιν· εἶνε παράδειγμα ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς.
Σπάνιο πρᾶγμα σήμερα, στὴ γενεά μας, ἡ εὐγνωμοσύνη. Καὶ τὸ καταστάλαγμα τῆς πικρᾶς πείρας ἔγινε παροιμία· «Κάνε καλό, νὰ σὲ μισήσῃ ὁ κόσμος»! Σκλήρυναν οἱ καρδιές. Ἔλειψε ἀπὸ τὰ χείλη τὸ «εὐχαριστῶ». Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μόνο δικαιώματα, δὲν αἰσθάνονται καμμία ὑποχρέωσι σὲ κανέναν ἄλλο. Γιατί; Διότι τὸ ἄτομο ἔγινε ἐγωκεντρικό· νομίζει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶνε ὑπηρέτες του, πρέπει νὰ γίνουν γκαρσόνια ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦν τὴν αὑτοῦ μεγαλειότητα τὸ ἐγώ του.
Λοιπόν, μόνο ἕνας εἶπε τὸ «εὐχαριστῶ», καὶ εἶνε παράδειγμα ἄξιο μιμήσεως. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ είμεθα εὐγνώμονες. Ἀλλ᾿ ίσως κάποιος ρωτήσῃ· Καὶ ποῦ νὰ είμεθα εὐγνώμονες; σὲ ποιούς;
Ἀπαντοῦμε.
_ Πρῶτα – πρῶτα εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς γονεῖς μας, στὴ μάνα ποὺ μᾶς γέννησε καὶ τὸν πατέρα ποὺ μᾶς ἀνέθρεψε.
_ Ἔπειτα εὐγνώμονες ὀφείλουμε νὰ είμαθα στοὺς δασκάλους ποὺ μᾶς ἔμαθαν τὸ ἀλφάβητο καὶ στοὺς καθηγητὰς ποὺ κοπίασαν γιὰ τὴν κατάρτισί μας.
_Περισσότερη εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς πνευματικούς μας πατέρας καὶ διδασκάλους, στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ μᾶς ὡδήγησαν στὸ κατὰ Θεὸν ζῆν.
_ Ἀλλ᾿ εὐγνώμονες πρὸ παντὸς πρέπει νὰ σταθοῦμε πρὸς ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ μέγας εὐεργέτης, ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας. Καὶ ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης εἶνε ὄχι ἡ μάνα μας κι ὁ πατέρας μας καὶ ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε ὁ Εὐεργέτης μας. Ποιός μπορεῖ, ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός; Αὐτὴ τὴν ὥρα ἂν ζοῦμε, ζοῦμε διότι μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός. Ἀφῆστε ὅλα τὰ ἄλλα· τὸν ἀέρα, ποὺ ἀναπνέουμε, ποιός μᾶς τὸν χορηγεῖ; Ἐκεῖνος. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, πέντε λεπτὰ ―τί λέω―, δυὸ – τρία λεπτὰ νὰ μείνουμε χωρὶς ἀέρα, τελείωσε ἡ ζωή μας· δὲ᾿ μένει κανένας· οὔτε ἕνας δὲ᾿ ζῇ πάνω στὴ γῆ χωρὶς τὸν ἀέρα. Εὐγνώμονες λοιπὸν στὸν Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Πατέρας μας· «Πάτερ ἡμῶν…», «Πατέρα μας…», τοῦ λέμε (Ματθ. 6,9) καὶ δὲν ξέρω ἂν καὶ πόσο τὸ αἰσθανόμεθα. Ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νά ᾿χουμε ἐμπιστοσύνη στὸν οὐράνιο Πατέρα, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς· «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 10,30). Πατέρας μας εἶνε. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε ἐμπιστοσύνη καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει μόνο πατέρα, ἔχει καὶ μάνα. Δὲν ἐννοῶ τὴ φυσικὴ μάνα. Πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ μάνα ὑπάρχει μιὰ ἄλλη μάνα, γλυκειὰ μάνα, ποὺ εἶνε τὸ καταφύγιο καὶ ἡ προστασία του. Ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ Παναγία μας· αὐτὴ εἶνε ἡ μάνα μας, ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ παρηγορία καὶ βοήθειά μας.
Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν Παναγία εἶνε μιὰ ἄλλη μάνα. Ποιά; Ἡ Ἐκκλησία μας, τῆς ὁποίας μέλος εἶνε καὶ ἡ Παναγία. Αὐτὴ εἶνε ἡ «μήτηρ Σιὼν» ποὺ λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 86,5). Αὐτὴ εἶνε ἡ «γυνὴ» ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι, ἡ «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1) καὶ στεφανωμένη μὲ δώδεκα ἄστρα. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ σύμβολο τὸν τίμιο σταυρό, στηρίζει τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Κρυστάλλης, ἔλεγε·
«…Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ
λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ
σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς
ἀπ᾿ τὰ καμπαναριά μας
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας
τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή,
γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».

* * *

Ὁ Χριστιανός, ἀγαπητοί μου, πατέρα ἔχει τὸ Θεὸ καὶ μητέρα τὴν Ἐκκλησία· δὲν εἶνε ὀρφανός. Πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ εμεθα εὐγνώμονες ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ ἔθνους ἡ μητέρα καὶ τροφὸς τοῦ γένους μας. Εὐγνώμονες στὴν Ἐκκλησία μας!
Καὶ παραδείγματα εὐγνωμοσύνης νὰ ἔχουμε – ποιούς; Τοὺς ἁγίους. Ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν Ἐκκλησία – πόσο; Ὅσο τὴν ἀγαποῦσαν λ.χ. ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν, ὡμολόγησαν, μαρτύρησαν, γιὰ νὰ μείνῃ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνόθευτος καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Οἱ ἅγιοι, ὅταν ἀνέφεραν τὴ λέξι «Ἐκκλησία», ἔκλαιγαν· τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τους. Σ᾿ ἀγαπῶ, Ἐκκλησία μου! ἔλεγαν. Ἔτσι νὰ τὴν ἀγαποῦμε κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦμε· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου  Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 19-1-1986)

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 8th, 2012 | filed Filed under: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ

EΠIΣKOΠOY AYΓOYΣTINOY N. KANTIΩTOY
                 MHTPOΠOΛITOY ΦΛΩPINHΣ

      TI ΘA MAΣ ΣΩΣH;

        (Ὁμιλίες περὶ μετανοίας σελ. 19-27)

  ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ

ΑΡΧΙΖΩ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἁπλὸ κήρυγμα ποὺ μὲ ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνω, μ᾿ ἕνα ἐρώτημα· Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐὰν νιώθαμε τί εἶνε ἁμαρτία, θὰ κτυπούσαμε τὰ ἁμαρτωλά μας στήθη κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας θὰ ἔβγαινε ἡ φωνὴ τῶν μετανοούντων ἁμαρτωλῶν· «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21) καὶ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἐὰν μπορούσαμε νὰ νιώσουμε τὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, τὰ μάτια μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κλαῖνε, τὰ χέρια μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, τὰ γόνατά μας δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ κάνουν γονυκλισίες, καὶ θὰ φεύγαμε στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ βουνά, γιὰ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Θὰ ἔπρεπε νὰ βγῇ μέσα ἀπὸ τὴν κόλασι ἕνας ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν φρικτὴ κατάστασι ποὺ ζῇ· θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἐδῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανόησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ πόνεσαν στὴ ζωή τους, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μυστήριο καὶ τὴν τύφλωσι ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.

1. Γλύκυσμα μὲ στρυχνίνη

Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἀπαντᾶ ὁ σατανᾶς· Εἶνε διασκέδασις, εἶνε εὐχαρίστησις, εἶνε ἀπόλαυσις, εἶνε ἡδονή, εἶνε ποικιλία τῆς ζωῆς!…
Τί εἶνε ἁμαρτία; Ἀπαντᾶ τὸ εὐαγγέλιο·
Εἶνε «κεράτιον» (Λουκ. 15,16), ξυλοκέρατον, γλύκυσμα ποὺ ἐπάνω του ὅμως ἔρριξε ὁ διάβολος στρυχνίνη.
Ἡ ἁμαρτία, λέει ἡ πικρὰ πεῖρα, εἶνε φίδι φαρμακερό, ποὺ δαγκώνει καὶ φαρμακώνει. Εἶνε βδέλλα ποὺ ῥουφᾶ τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε Λερναία Ὕδρα. Εἶνε σεισμὸς ποὺ σείει συθέμελα τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι. Εἶνε καταστροφὴ καὶ ὄλεθρος. Εἶνε ἀγχόνη καὶ συμφορά… Ὅ,τι νὰ ποῦμε, κατώτερο τῆς πραγματικότητος θὰ εἶνε.

 

2. Παιχνιδάκι – βόμβα

Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ ἁμαρτία;
Φαίνεται σὰν ἕνα παιχνιδάκι ποὺ μπορεῖς νὰ παίζῃς.
Στὰ χρόνια τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στὶς κατεχόμενες χῶρες, πετούσανε τὰ γερμανικὰ ἀεροπλάνα μέσα στὶς πολιτεῖες κάτι ὄμορφα παιχνιδάκια γιὰ τὰ παιδιά. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀνύποπτα πλησιάζανε τὰ παιχνιδάκια αὐτὰ τὰ γερμανικά, ποὺ μέσα εἶχαν μικρὲς βόμβες, καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουν, παίζανε μ᾿ αὐτά, ὥσπου ξαφνικὰ ἐκρήγνυντο καὶ τὰ παιδιὰ γίνονταν χίλια κομμάτια.
Ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χίτλερ χρησιμοποιοῦσαν τὰ παιχνιδάκια ὡς μέσα ἀπωλείας καὶ καταστροφῆς, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ σὰν παχνιδάκι τὴν ἁμαρτία. Κ᾿ ἐμεῖς σὰν ἀνόητα παιδιὰ πλησιάζουμε καὶ κάνουμε τὴν ἁμαρτία, χωρὶς νὰ συλλογιζώμεθα τὶς ὀλέθριες ἐπιπτώσεις της.

 

3. Παράβασις

Μά, τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;
Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀνοῖξτε τὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι «ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰωάν. 3,4). Εἶνε δηλαδὴ παράβασις νόμου.
Θὰ σᾶς πῶ ὡρισμένα παραδείγματα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε.
Ἡ τροχαία χαράσσει στὸ δρόμο μιὰ λευκὴ κορδέλλα, καὶ αὐτὴ εἶνε σωτήριος. Ἡ ἄσπρη αὐτὴ ταινία στὸ δρόμο σημαίνει, ὅτι ὁ σωφὲρ πρέπει νὰ προσέχῃ. Νὰ μὴν κάνῃ προσπέρασι, νὰ μὴν πατήσῃ τὴ διπλῆ γραμμή, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ συγκρουσθῇ μὲ ἄλλο αὐτοκίνητο.
Προσέχουν λοιπὸν οἱ σωφὲρ νὰ μὴν περάσουν τὴ λευκὴ αὐτὴ κορδέλλα ποὺ ὥρισε ἡ ἀστυνομία.
Καὶ στὴ θάλασσα ἔχουμε τέτοια σήματα. Ἐκεῖ βέβαια, στὸ νερὸ τῆς θαλάσσης, δὲν μποροῦν νὰ χαράξουν τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἔχουν μία νοερὰ γραμμή, ποὺ τὴν γνωρίζουν ὅλοι οἱ καπετάνιοι. Ἡ γραμμὴ αὐτὴ λέγεται γραμμὴ πλεύσεως καὶ εἶνε χαραγμένη σὲ ἕνα χάρτη. Ὁ καπετάνιος κοιτάζει τὴ γραμμὴ αὐτὴ τῆς πλεύσεως καὶ βαδίζει ἐπάνω σ᾿ αὐτήν. Δὲν φεύγει καθόλου, δὲν παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὴ γραμμὴ αὐτή, γιατὶ ἂν παρεκκλίνῃ, ὑπάρχει κίνδυνος τὸ καράβι νὰ πέσῃ ἐπάνω σὲ ὑφάλους, σὲ βράχια, καὶ νὰ γίνῃ κομμάτια. Ὅπως συνέβη πρὸ ἐτῶν σὲ κάποιο καράβι ἀπὸ τὴν Κρήτη. Ὁ καπετάνιος ἤτανε μεθυσμένος, ἔχασε τὴ γραμμὴ πλεύσεως, καὶ τὸ καράβι ἔφυγε στὰ βράχια, στὴ Φαλκονέρα, καὶ θρηνήσαμε τόσα θύματα καὶ νεκρούς.
Τί θέλω νὰ πῶ μ᾿ αὐτά; Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ὅπως ἡ ἀστυνομία χαράζει τὴν ἄσπρη γραμμὴ στὸ δρόμο, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅπως ὁ καπετάνιος ἔχει τὴ γραμμὴ πλεύσεως, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς χάραξε μιὰ γραμμὴ καὶ μᾶς λέει·
Ἄλτ! Μὴν περνᾷς τὴ γραμμὴ αὐτή. Κίνδυνος θάνατος. Καὶ ὅπως εἶνε κακούργημα νὰ σβήσῃ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δημοσίους δρόμους τὰ ἐπίσημα σήματα τῆς ἀστυνομίας, γιατὶ τότε θὰ γίνͺη μεγάλο κακό, ἔτσι κακουργεῖ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σβήσῃ τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Νὰ σβήσῃ τὸ «οὐ κλέψεις», «οὐ φονεύσεις», οὐ πορνεύσεις, «οὐ ψευδομαρτυρήσεις» (Ἔξ. 20,14-16). Ὅλα αὐτὰ τὰ «μὴ» εἶνε σωτήρια καὶ πρέπει νὰ τὰ προσέχῃ καὶ νὰ μὴ τὰ παραβαίνῃ ὁ ἄνθρωπος.

Τὰ σωτήρια «μὴ»

Τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἁμαρτίας, ἡ πρώτη ἀφορμὴ εἶνε τὸ ὑπερήφανο φρόνημα.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Τὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ νεώτερου γυιοῦ, τὸ παλάτι στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὡς πρίγκιπας, τοῦ ἐφάνη στενάχωρο. Ἤθελε νὰ φτειάξͺη τὴ ζωή του μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψι τοῦ οὐρανίου Πατέρα. Ἐνόμιζε ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής – καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη πλάνη τοῦ κόσμου. Νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι θὰ γίνῃ εὐτυχής, χωρὶς τὸν Θεό. Ἐστενοχωρεῖτο ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς περιορισμούς. Ἀλλὰ ποιός πατέρας ποὺ ἀγαπͺᾶ τὸ παιδί του, δὲν τὸ περιορίζει; Μόνο γονεῖς ἀδιάφοροι τελείως ἀφήνουν τὰ παιδιά τους ἀνεξέλεγκτα. Ἀλλὰ ὁ πατέρας ὁ φιλόστοργος πονεῖ γιὰ τὸ παιδί του. Ποιά μάνα εἶνε ἐκείνη, ποὺ βλέπει τὸ παιδί της νὰ πλησιάζῃ κοντὰ στὸ μαγκάλι μὲ τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ δὲν φωνάζει «Παιδί μου, μὴν πιάνεις τὰ κάρβουνα· θὰ καῇς»; Ποιός φίλος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸν φίλον του νὰ κινδυνεύῃ καὶ δὲν φωνάζει γιὰ νὰ τὸν σώσῃ; Ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας φωνάζει. Γι᾿ αὐτὸ ἡ θρησκεία μας ἔχει ἀναμφισβήτητα «μή»· «μὴ κλέψῃς», «μὴ μοιχεύσῃς», «μὴ φονεύσῃς», «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» (Μᾶρκ. 10,19· Λουκ. 18,20). Ἔχει τὰ «μή». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε σωτήρια. Ἐκεῖνα τὰ «μή» εἶνε οἱ κόκκινες παντιέρες.
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ σταθμάρχης σηκώνει κόκκινη σημαία καὶ εἰδοποιεῖ ὅτι εἶνε κίνδυνος – θάνατος νὰ περάσῃς πάνω ἀπὸ τὶς γραμμές, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ὑψώνει τέτοια φωτεινὰ σήματα, στὰ ὁποῖα γράφει· Προσοχή, κίνδυνος – θάνατος!
Αὐτὰ τὰ «μή» εἶνε ἐνοχλητικά. Γι᾿ αὐτὸ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ περάσῃ τὶς γραμμὲς αὐτές, νὰ διασπάσῃ τοὺς χαλινούς, καὶ νὰ γίνῃ δῆθεν ἐλεύθερος καὶ εὐτυχής.
Τὸ πρῶτο, λοιπόν, βῆμα τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔφυγε ὁ νεώτερος γυιὸς λόγῳ ὑπερηφανείας ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι, γιὰ νὰ ζήσῃ μία ζωὴ ἀνεξέλεγκτη, ἐλεύθερη καὶ ἀσύδοτη.
Ἔφυγε εἰς μακρινὴ χώρα, «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. 15,13).
Τί εἶνε ἡ ἁμαρτία;

4. Ἐπανάστασις κατὰ τοῦ Θεοῦ

Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀνομία. Εἶνε ἀνταρσία καὶ ἐπανάστασις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Μέσα εἰς τὸ σύμπαν, τὸ μόνον ὃν ―ὕστερα ἀπὸ τὸν διάβολο, τὸ ὁποῖο κάνει ἐπανάστασι κατὰ τοῦ Θεοῦ, εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
Ὅλο τὸ σύμπαν ποὺ βλέπουμε ὑπακούει στὸν Θεό.
Ἔχει θέσει νόμους ὁ Θεός, τοὺς φυσικοὺς νόμους. Καὶ ὑπακούουν τὰ ἄστρα, ὑπακούει ἡ σελήνη, ὑπακούει ὁ ἥλιος· «ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20). Βαδίζουν ὅλα ἐπάνω στὴ γραμμὴ ποὺ ἔχει χαράξει ὁ Θεός· γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζεται ἁρμονία στὸ σύμπαν. Ἐν τούτοις μέσ᾿ στὴν ἁρμονία αὐτὴ τοῦ σύμπαντος μιὰ ἀνωμαλία εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, τὸ σκουλήκι αὐτό, σηκώνει τὸ κεφάλι του καὶ λέγει εἰς τὸν Θεό· Δὲν σὲ ἀκούω, θὰ κάνω ὅ,τι θέλω ἐγώ… Γίνεται ἀντάρτης καὶ ἐπαναστάτης ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

5. Ἀχαριστία

Ἡ ἁμαρτία ἀκόμα εἶνε ἀχαριστία. Καὶ εἶνε ἀχαριστία ἡ ἁμαρτία, γιατὶ ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης, ποὺ μέρα καὶ νύχτα μᾶς εὐεργετεῖ, εἶνε ὁ καλὸς Θεός.
Νὰ μετρήσῃ κανεὶς τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ;
Αὐτὲς οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ πολὺ μακριὰ κάτω στὴ γῆ καὶ φωτίζουν καὶ θερμαίνουν τὸν κόσμον· αὐτὲς οἱ σταγόνες τοῦ νεροῦ, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνουν τὸν κάμπο νὰ πρασινίζῃ καὶ τ᾿ ἄνθη νὰ ἀνθίζουν καὶ τὰ δέντρα νὰ καρποφοροῦν· αὐτοὶ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς μας, ὁ σφυγμός μας καὶ ὅλα αὐτά, εἶνε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
«Τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;» (ἐκκλ. ὕμν.· βλ. Ψαλμ. 115,3).
Ἐμεῖς ὅμως, ἀντὶ νὰ ποῦμε εὐχαριστῶ τὸ Θεό, δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δεικνύωμεν ἀχαριστίαν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες διαπράττομε.
Τί εἶνε ἁμαρτία; Δὲν σᾶς εἶπα τίποτα. Ἁμαρτία εἶνε κάτι ἄλλο. Τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος·

6. Ἀνασταύρωσις τοῦ Χριστοῦ

Ἡ ἁμαρτία εἶνε ξανασταύρωμα!
Τὸ λέει καθαρὰ ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταυρώσανε τὸ Χριστὸ στὸ Γολγοθᾶ· ἀλλὰ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, σταυρώνομεν καθημερινῶς τὸ Χριστό.
Ἐκεῖνος λ.χ. ποὺ κλέβει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάνῃ καρφιὰ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ πάει στὸ δικαστήριο καὶ ξαπλώνει τὸ βρωμερό του χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁρκίζεται, κι αὐτὸς δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ καρφώνῃ καὶ νὰ ποτίζῃ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ μας μὲ ὄξος καὶ χολή. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ ἔχει μῖσος μέσ᾿ στὴν καρδιά του, κεντάει σὰν τὸ στρατιώτη μὲ τὴ λόγχη του καὶ πληγώνει τὴν πλευρὰν τοῦ Χριστοῦ. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ποὺ τρέχει μέσ᾿ στὰ κέντρα τὰ νυκτερινὰ καὶ διασκεδάζει καὶ ὀργιάζει, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ βάζͺη καρφιὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος φτειάνει ἐκ νέου στεφάνι ἀγκάθινο στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶνε ξανασταύρωμα.
Τοιαύτην τραγικότητα ἐπιτελοῦμεν ἁμαρτάνοντες. Σταυρώνομε ἐκ νέου τὸν Χριστό.

7. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ

Κοντὰ σὲ μιὰ συντροφιὰ νέων, ποὺ διασκέδαζε, βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἀσπρομάλλης γέρος. Τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ διασκεδάζανε ἔθεσε στοὺς νέους ἕνα πρόβλημα. Τοὺς ρώτησε νὰ τοῦ ποῦν·
―Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;
Ὁ ἕνας νέος εἶπε· Τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ φτώχεια. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ πυρκαγιά. Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε τὸ ναυάγιο στὸν ὠκεανό. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ὁ σεισμός. Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι εἶνε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, καὶ ὁ ἄλλος εἶπε ὁ παγκόσμιος πόλεμος.
Καὶ ὁ γέρος, ποὺ καθότανε ἐκεῖ στὴ γωνιὰ καὶ ἄκουγε, εἶπε·
Παιδιά μου, κακὰ εἶνε αὐτὰ ὅλα. Κακὸ εἶνε καὶ ἡ φτώχεια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ ἀρρώστια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ πυρκαγιά, κακὸ εἶνε καὶ τὸ ναυάγιο στοὺς ὠκεανούς, κακὸ εἶνε καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Κακὰ εἶνε ὅλα αὐτά· ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ ἁμαρτία!
Ὤ ἡ ἁμαρτία! οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες μας!

8. Τὸ ἑπτακέφαλο θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως

Ἂν θέλετε νὰ δῆτε κάποια εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας, ν᾿ ἀνοίξετε τὴν Ἀποκάλυψι. Ἀνοῖξτε στὸ 12ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας.
Πῶς εἶνε ἡ ἁμαρτία, πῶς παρουσιάζεται;
Εἶδε ―γράφει στὴ νῆσο Πάτμο ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής―, εἶδε μιὰ σπηλιὰ καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν βγῆκε ἕνα φίδι. Φίδι μεγάλο καὶ πελώριο. Ἦταν κόκκινο καὶ τρομερό. Τὸ φίδι αὐτὸ εἶχε ἑπτὰ κεφάλια, εἶχε δέκα κέρατα καὶ πάνω στὰ κεφάλια του εἶχε χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ ξάπλωνε στὸν κόσμον ὁλόκληρον.
Ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ κόκκινο φίδι, ὁ κόκκινος δράκοντας μὲ τὰ ἑφτὰ κεφάλια καὶ μὲ τὰ χρυσᾶ στεφάνια καὶ τὰ δέκα κέρατα; Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ διδάσκαλοι λέγουν, ὅτι τὸ θεριὸ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Μία εἶνε ἡ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ἔχει διακλαδώσεις.
Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει μιὰ ῥίζα καὶ ἕνα κορμόν, ἀλλὰ διακλαδίζεται εἰς κλάδους καὶ κλαδίσκους καὶ φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία διακλαδίζεται εἰς πολλὰς παραλλαγάς.
Ἑπτὰ εἶνε τὰ μεγάλα πλοκάμια, ἑπτὰ εἶνε τὰ κεφάλια τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἡ Λερναία Ὕδρα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας ἦτο ἕνα φίδι μὲ ἑπτὰ κεφάλια, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία παρουσιάζεται καὶ δρͺᾶ μέσα εἰς τὸν κόσμον ὡς Λερναία Ὕδρα, ὡς ἑπτακέφαλον θηρίον τῆς Ἀποκαλύψεως.
Τὸ πρῶτο κεφάλι, τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ τρομερό, ποιό εἶνε;
Ἡ πορνεία; Ὄχι.
Ἡ μοιχεία; Ὄχι.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε! Τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ ὅλα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ἔρχεται ἡ φιλαργυρία. Τρομερὸν πρᾶγμα ἡ φιλαργυρία. Τὸν Χριστὸ τὸν πούλησαν ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων.
Μετὰ ἀπὸ τὴν φιλαργυρία εἶνε ἡ κενοδοξία, νὰ ζητͺᾶ κανεὶς τὴν δόξα στὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον.
Μετὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία εἶνε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.
Μετὰ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργὴ εἶνε ὁ φθόνος, ποὺ βόσκει μέσ᾿ στὰ στήθη τοῦ ἀνθρώπου.
Μετὰ ἀπὸ τὸ φθόνο εἶνε ἡ λαιμαργία.
Μετὰ τὴ λαιμαργία εἶνε ἡ πορνεία.
Καὶ μετὰ τὴν πορνεία εἶνε ἕνα ἁμάρτημα ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμεθα· εἶνε ἡ ἀμέλεια. Ἄ, σοῦ λέει, ἐγὼ εἶμαι ἀπηλλαγμένος, δὲν κάνω τίποτα ἀπ᾿ αὐτά… Εἶσαι ὅμως ἀμελὴς καὶ ὀκνηρός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ μόνο γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε στὸν κόσμον αὐτὸν καὶ δὲν τὰ κάναμε.
Ἑπτὰ κεφάλια εἶνε. Καθένας πέφτει στὰ δίχτυα μιᾶς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες αὐτές.
Ἀλλὰ σὲ οἱανδήποτε ἁμαρτία καὶ ἂν πέσῃ κανείς, τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε ἕνα. Οἱονδήποτε κεφάλι καὶ ἂν σὲ φάῃ, στὸ διο στομάχι θὰ πᾷς. Γιατὶ λένε μερικοί· Ἄ, ἐγὼ δὲν εἶμαι πόρνος… Ναί, καλά, δὲν εἶσαι πόρνος· ἀλλὰ εἶσαι φιλάργυρος. Κι ἀφοῦ εἶσαι φιλάργυρος, ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φιδιοῦ θὰ σὲ φάῃ καὶ θὰ σὲ πάῃ μέσα εἰς τὸν ᾅδην. Ὁ ἄλλος λέγει· Ἐγὼ δὲν εἶμαι φθονερός… Δὲν εἶσαι φθονερός, ἀλλὰ εἶσαι λαίμαργος! Δὲν εἶσαι λαίμαργος, ἀλλὰ εἶσαι ὑπερήφανος! Δὲν εἶσαι ὑπερήφανος, ἀλλὰ εἶσαι ἀμελής.
Λοιπόν, αὐτὰ εἶνε τὰ ἑπτὰ μεγάλα ἁμαρτήματα.
Μὰ ἐκεῖνα τὰ κέρατα; Λέει, ὅτι τὸ θηρίον αὐτὸ τῆς ἀβύσσου ἔχει δέκα κέρατα. Τί σημαίνουν ἐκεῖνα τὰ δέκα κέρατα;
Τὰ δέκα κέρατα σημαίνουν, ὅτι ὁ σατανᾶς προσπαθεῖ νὰ διαλύσῃ, νὰ κονιορτοποιήσῃ, νὰ καταστρέψῃ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Δεκάλογο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν συνεπλήρωσε εἰς τὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία.
Κ᾿ ἐκεῖνα τὰ χρυσᾶ στεφάνια τί σημαίνουν;
Ὅτι τὸ κακὸ πρῶτα γινότανε κρυφά. Πάντοτε ὑπῆρχε τὸ κακό· ἀλλὰ τὰ παλιὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι τὸ κάνανε κρυφά. Εχανε κάποια συστολή, εχανε κάποια ντροπή, ντρεπόντανε νὰ μὴν τὸ μάθῃ ὄχι ἡ ἀστυνομία, ὄχι ὁ εἰσαγγελεύς, ἀλλὰ ὁ γείτονάς των. Προσέχανε τότε οἱ ἄνθρωποι. Ὑποκρισία βέβαια ἦταν αὐτό, ἀλλὰ εχανε κάποια συστολή. Στὰ τελευταῖα ὅμως χρόνια τὸ κακὸ θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ θὰ πάῃ στὸ δρόμο καὶ στὶς πλατεῖες καὶ παντοῦ, καὶ ἡ γυναίκα θὰ παρουσιασθῇ ξετσίπωτη καὶ ὁ ἄντρας ξετσίπωτος, καὶ θὰ κάνουν πράγματα χωρὶς νὰ ντρέπωνται πλέον. Θὰ φύγῃ ἡ ντροπὴ ἀπὸ τὸν κόσμον. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ θὰ κάνουν τὰ αἰσχρὰ πράγματα θὰ στεφανώνωνται κιόλας, θὰ ἔχουν ἐπαίνους καὶ βραβεῖα ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλό.
Αὐτὰ εἶνε τὰ χρυσᾶ στεφάνια. Καὶ βλέπεις τώρα νὰ στεφανώνεται τὸ κακὸ καὶ νὰ πραγματοποιῆται αὐτὴ ἡ προφητεία. Βλέπεις ἕνα διάσημο γύναιο διεφθαρμένο, μιὰ ντιζέζ, νὰ πηγαίνῃ στὰ κέντρα τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ἐκεῖ πᾶνε, παρακαλῶ, καὶ οἱ μεγάλοι τὴ νύχτα. Δὲν ἔχουν ἄλλη δουλειά· πᾶνε αὐτοί ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν λεπτὰ πολλά, καὶ κάθονται μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ κοιτάζουν μία πόρνη, ποὺ γυμνὴ καὶ μὲ ἀναίδεια βρίσκεται ἀνάμεσά τους καὶ μὲ αὐθάδη καὶ καπηλικὴν καὶ αἰσχρὰν γλῶσσα τραγουδάει καὶ τοὺς μαγεύει, καὶ αὐτοὶ χειροκροτοῦν. Νά, τὰ χρυσᾶ στεφάνια! Καὶ αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλὸ γύναιο, ποὺ ἄλλοτε δὲν τολμοῦσε νὰ βγῇ στὸ δρόμο, τώρα ὄχι μόνο ἐμφανίζεται, ἀλλὰ καὶ ἐπευφημεῖται, καὶ εἰσπράττει τὴ νύχτα ἐκείνη πολλὰ χρήματα, ὅσα δὲν εἰσπράττει μιὰ νοσοκόμος ὅλο τὸ χρόνο…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΑΜΕ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2012 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

_____

_______-

____

Ο Ηρωδης ταρασσεται

 Πάλιν ὁ Ἡρώδης ταράσσεται, πάλι ζητᾶ ἀποκεφαλισμούς. Ὁ μέν Ἡρώδης κάνοντας κατάχρηση τῶν μέσων πού διέθετε ἔκανε φυσικούς ἀποκεφαλισμούς, ὁ δέ σεβ. Δημητριάδος  κ. Ἰγνάτιος  ὡς ἕνας ἄλλος Ἡρώδης κάνοντας κατάχρηση τῶν μέσων πού διαθέτει ἐπιχειρεῖ ἠθικούς ἀποκεφαλισμούς.  
    Ὑπάρχουν, λέγει,  ἀνάμεσά μας ἄτομα πού ἦλθαν γιά νά μᾶς ταράξουν καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν ὕπαρξή τους, ἀλλά εἶναι λίγοι. Μέ τά λόγια του μᾶς ἀποκαλύπτει τίς ψυχικές του ἀλλοιώσεις βλέποντάς μας. Πρῶτον ἐκπλήσσεται πού παρ’ὅλη τήν προσπάθειά του νά μᾶς ἐξαφανίσει ἐμεῖς ὑπάρχουμε καί δεύτερον νοιώθει ταραχή καί φόβο, ὁ ὁποῖος φόβος τοῦ γεννᾶ τήν ἀνάγκη γιά ἄμυνα καί τότε παίρνει τό μικρόφωνο, πού γιά ἄλλους λόγους τοῦ τό ἐμπιστεύθη ἡ Ἐκκλησία καί τό ἐκσφενδονίζει λεκτικά στά κεφάλια μας γιά νά μᾶς ἀποκεφαλίσει.
    Πότε μᾶς παρουσιάζει ὡς τρομοκράτες πού μπορεῖ νά πάρουμε ἕνα ὅπλο καί νά ἀρχίσουμε νά σκοτώνουμε ἀνθρώπους, ὅπως ὁ νέος στό Ὄσλο καί πότε μᾶς παρουσιάζει ταραξίες πού ἤρθαμε νά τόν ταράξουμε. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά τόν διακόψουμε καί νά ἀπαντήσουμε, γιατί τότε θά διατάξει τούς σωματοφύλακές του νά μᾶς βγάλουν διά τῆς βίας ἔξω ἀπό τό ναό ἤ νά περάσουμε κάποιο βράδυ στό κρατητήριο καί τό πρωί στό αὐτόφωτο γιά διατάραξη θρησκευτικής συνάθροισης.
    Ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὅλων τῶν αἰώνων μή ἔχοντας ποῦ νά στηρίξουν τήν αὐθαιρεσία τους τήν στήριξαν πάνω στή βία καί στήν κατάχρηση τῆς ἐξουσίας τους. Ὁ σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐπαγγέλλεται τόν διάλογο, ἀλλά τό μόνο πρᾶγμα πού ἀπάντησε στίς αἰτιάσεις μας ἦταν νά φύγουμε νά πᾶμε νά κάνουμε μία ἄλλη δική μας Ἐκκλησία, ὡς νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἰδιοκτησία του πού κληρονόμησε ἀπό τόν πατέρα του καί ὡς νά θέλει νά μᾶς διώξει ἀπό τήν αὐλή τῆς κατοικίας του. Ἐγκαλούμεθα διότι ἔχουμε λόγο καί ζητοῦμε νά ἔχουμε μία παρέμβαση στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξη πίστη τό ὁρίζει. Προτιμᾶ ἕναν λαό πού ὑπνώττει, εὐάγωγο πού ἐγκλωβισμένος στόν μικροαστισμό του δέν μπορεῖ νά δεῖ τή γύμνια τοῦ βασιλιᾶ.  Ὁ λαός δέν συμφωνεῖ μαζί του στόν ὀλέθριο δρόμο τῆς αἱρέσεως πού ἔχει πάρει, ἁπλά εἶναι ἀπών καί χρειάζεται κατήχηση γιά νά πάρει τή θέση ἡ ὁποία τοῦ ἀνήκει. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες ἀφοῦ φᾶνε καί πιοῦνε στό τέλος θά στείλουν στό λαό τόν λογαριασμό. Θά τοῦ ποῦν μαζί τά γκρεμίσαμε, κατ’ ἀντιστοιχίαν τοῦ μαζί τά φάγαμε καί τότε ἐπάνω σέ μία ταφόπλακα θά γράψουμε παραφράζοντας τά λόγια τοῦ ποιητῆ.
    Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς σύνεσιν, χωρίς αἰδώ    
    μεγάλα καί ὑψηλά τριγύρω μου γκρέμισαν τείχη
    ἀλλά δέν ἤκουσα ὕποπτον θόρυβον
    ἀνεπαισθήτως γκρέμισαν τῆς νοητῆς πόλεως τά τείχη.
Ἀλλά ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ Παράδοση τῶν Ἁγ. Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι σέ θέματα πίστεως ἡ πλειοψηφία συνίσταται στό  ὁ εἷς καί ἡ ἀλήθεια, οἱ λίγοι πάντα εἶναι τό ἅλας τῆς γῆς. Ἡ Δημοκρατία εἶναι κυρίως ἕνα ποιοτικό μέγεθος καί ὄχι τόσο  ἕνα ποσοτικό μέγεθος καί αὐτό ἐκτός ἀπό τόν Πλάτωνα πού μίλησε γιά τούς ἀρίστους, τό ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐθνική καί ἐκκλησιαστική μας ἱστορία. Πάντα οἱ λίγοι, τό λεῖμμα συνόψισαν στό πρόσωπό τους τήν πλειοψηφία. Τόν σεβ. κ. Ἰγνάτιο ταράσσει ἡ κενοδοξία καί τά πάθη του.  Ἄς ἡρεμήσει μέ τήν ἐσωτερική εἰρήνη πού μόνο ὁ Χριστός ὡς ἀληθινός Θεός μπορεῖ νά δώσει.

                       Βόλος 17-01-2012
                        Μετά τιμῆς
                        Ἑλένη Λωρίτου

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ  ΔΙΑΛΟΓΟΙ  ΤΗΣ ΣΥΣΚΟΤΙΣΕΩΣ

«Φωστῆρες ὑπέλαμπροι, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε, ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις, διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς».
(Ὄρθρος ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου)

(Παναγιώτης Σημάτης, θεολόγος)

Ἕνα μικρὸ ἀλλὰ καίριο κείμενο –γιὰ νὰ καθρεπτίσουμε τὴν φοβερὴ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας τοῦ συμφυρμοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες–  ἀποτελεῖ ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ παραθέσουμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα.
Μ’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «υἱὸς -καὶ αὐτὸς- τοῦ φωτός» (Ἰωάν. 12, 36) μᾶς ὑπενθυμίζει πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ τῶν Πατέρων καὶ παίζουμε μὲ τὰ τῆς Πίστεως καὶ τὰ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καταδεικνύει τὸ μεγάλο ἀφετηριακὸ λάθος τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, οἱ ὁποῖοι στηρίχτηκαν καὶ ξεκίνησαν στὴ φιλοσοφία τῆς συζητήσεως ὅσων μᾶς ἑνώνουν καὶ ὄχι ὅσων μᾶς χωρίζουν. Τὸ ἀποτέλεσμα; Νὰ ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ (μέσα σὲ ἕνα κυκεῶνα ἀλλεπάλληλων συμπροσευχῶν) ὄχι μόνο μὲ ἑτερόδοξους, ἀλλὰ καὶ μὲ μουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους, αὐτοὺς ποὺ στὰ «Ἱερὰ» ἢ ἀπόκρυφα  βιβλία τους ὁμιλοῦν μὲ χυδαῖο καὶ αἰσχρὸ τρόπο γιὰ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν Θεοτόκον μητέρα Του!
Καὶ τὸ ἐξωφρενικό: ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ μὲ ὅλους αὐτοὺς (ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς «ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων)  χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν, οὔτε «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους· ἀντίθετα προσθέτουν κι ἄλλες (ἠχηρὸ παράδειγμα οἱ Ἀγγλικανοὶ μὲ τὴν κατάργηση τῶν θείων Ἐντολῶν, ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίες τοῦ παντοειδοῦς σοδομισμοῦ).
«Ἀπαγορεύονται οἱ συμπροσευχές», ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι (ἀλλὰ καὶ οἱ νῦν) ἀρχιτέκτονες τῶν οἰκουμενιστικῶν Διαλόγων. Καὶ εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸν ὁρισμὸ τῆς ὑποκρισίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μιὰ θεομπαιξία, καθόσον ὅλα αὐτὰ δὲν ἐτηρήθησαν, ἀλλὰ ἐλέγοντο γιὰ τὴν παραπλάνηση ποιμένων καὶ πιστῶν.
Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι, συνεχῶς ὑποχωροῦμε στὶς καλοσχεδιασμένες ἀπαιτήσεις τῶν Παπικῶν καὶ ἀλλοιώνεται ραγδαίως ἡ πίστη μας. Ἀντὶ νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν θεραπεία καὶ τῶν ἑτερόδοξων –μαζὶ μὲ τὴ δική μας– ἀφήνουμε νὰ μᾶς “θεραπεύουν” αὐτοὶ μὲ φάρμακο τὴν αἵρεσή τους, ποὺ ἀποτελεῖ σκότος καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ σκότους.
Καὶ συζητώντας κανείς μὲ ὀρθόδοξους ἀδελφούς του, συνειδητοποιεῖ μὲ ἔκπληξη καὶ ὀδύνη, πόσο ἔχει συσκοτίσει τὶς ὀρθόδοξες συνειδήσεις ὅλος αὐτὸς ὁ συμφυρμὸς τῶν ποιμένων μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τόσο, ὥστε τὸ στοιχεῖο τῆς ὁμολογίας, ποὺ ἦταν κυρίαρχο σὲ κάθε περίοδο αἱρέσεων, σήμερα ὄχι μόνο νὰ ἀπουσιάζει, ἀλλὰ –αὐτὴ ἡ ἀπουσία του– νὰ θεωρεῖται φυσιολογικὴ ἀπὸ τοὺς πιστούς! Βλέπουν νὰ συνεχίζονται οἱ ἐπιβλαβεῖς διάλογοι (μὲ τὸν τρόπον ποὺ πραγματοποιοῦνται) καὶ οἱ συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, καὶ δὲν ἀντιδροῦν. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δὲν τοὺς εἶπε, λοιπόν, κανείς, ὅτι ἡ σωτηρία γιά να ἐπιτευχθεῖ  ἀπαιτεῖ καὶ τὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς Πίστεως ποὺ κοστίζει, κι ὄχι τὴν ἀνώδυνη ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» μέσα στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας;
Ἂς προβληματιστοῦμε, λοιπόν, ἀπ’ ὅσα δια-φωτιστικὰ καὶ ἐκφραστικὰ τῆς ὀρθόδοξης Πατερικῆς ποιμαντικῆς θεολογίας, γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος “Πρὸς τοὺς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης” κι ἂς ἀναρωτηθοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες: ποιά ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ποιμαντικῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐφαρμόζουν; Ἂς ἀναρωτηθοῦν ἰδίως ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, ποὺ καταφέρονται κατὰ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας: μήπως τὴν ἐφαρμόζουν κι αὐτοὶ κατὰ τὸν «μεταπατερικὸ» τρόπο, ἐπικαλούμενοι τὸ σλόγκαν τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, πὼς «σήμερα ἔχουν ἀλλάξει οἱ καιροί, καὶ ἄρα ἀπαιτεῖται ἄλλη ποιμαντική ἀντιμετώπισης τῶν αἱρετικῶν»;

Κείμενο:
«Εἰ δὲ διὰ τὴν Ἀρειανήν (σ.σ. σήμερα Παπικήν) αἵρεσιν ἀπολογούμενοι γράφειν ἐπιχειροῦσιν, ἔδει τῶν φύντων κακῶν τὰ σπέρματα προανελεῖν, καὶ τοὺς τὰ σπέρματα παρασχόντας στηλιτεῦσαι, καὶ οὕτως τὰ ἀντ’ ἐκείνων γράφειν ὀρθῶς, ἢ ἐκδικεῖν φανερῶς τὰ Ἀρείου, ἵνα μὴ κεκρυμμένως, ἀλλὰ φανερῶς χριστομάχοι δεικνύωνται, καὶ πάντες αὐτοὺς φεύγωσιν ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως.
Νῦν δὲ κἀκεῖνα κρύπτουσι, καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι γράφουσι· καὶ ὥσπερ ἰατρὸς κληθεὶς πρὸς πληγέντα καὶ κάμνοντα, καὶ εἰσελθὼν περὶ μὲν τῶν τραυμάτων μηδὲν λέγοι, περὶ δὲ τῶν ὑγιαι-νόντων μελῶν διαλέγοιτο, πολλῆς ἂν ἐμβροντησίας καταγνωσθείη, ὅτι ὧν μὲν χάριν εἰσῆλθε, σιωπᾷ, τῶν δὲ ἄλλων, ὧν οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, διαλέγεται· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οὗτοι τὰ μὲν τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἀφιᾶσιν, ἕτερα δὲ γράφειν ἐπιχειροῦσιν.
Ἔδει δέ, εἴπερ περὶ πίστεως ἐφρόντιζον, καὶ τὸν Χριστὸν ἠγάπων, πρῶτον τὰ κατ’ αὐτοῦ βλάσφημα ῥήματα προανελεῖν, καὶ οὕτως ἀντ’ ἐκείνων τοὺς ὑγιεινοὺς λέγειν τε καὶ γράφειν λόγους. Ἀλλ’ οὔτε αὐτοὶ τοῦτο ποιοῦσιν, οὔτε τοὺς θέλοντας ποιεῖν ἐπιτρέπουσιν, ἢ ἀγνοοῦντες, ἢ τέχνῃ πανουργίας χρώμενοι.
Εἰ μὲν οὖν ἀγνοοῦντες τοῦτο πάσχουσι, προπετείας ἂν ἐγκαλοῖντο ὅτι περὶ ὧν οὐκ ἴσασι, δαβεβαιοῦνται· εἰ δὲ γινώσκοντες ἃ προσποιοῦνται, μείζων κατ’ αὐτῶν ἡ κατάγνωσις, ὅτι περὶ μὲν τῶν ἰδίων βουλευόμενοι, πάρεργον οὐδὲν τίθενται· περὶ δὲ τῆς εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν πίστεως γράφοντες, παίζουσι, καὶ πάντα μᾶλλον ἢ ἀληθεύουσι· καὶ κρύπτουσι μέν, περὶ ὧν ἡ αἵρεσις αὐτῶν ἐγκαλεῖται, λέγουσι δὲ τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεις.
Ἔστι δὲ τοῦτο κλοπὴ τῆς ἀληθείας ἄντικρυς, καὶ πάσης ἀδικίας μεστόν· καὶ τοῦτο εὖ οἶδ’ ὅτι καὶ ἡ ὑμετέρα θεοσέβεια συνορᾷν ἐκ τούτων καλῶς δυνήσεται. Οὐδεὶς γὰρ ἐγκαλούμενος περὶ μοιχείας ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὐδὲ φόνου τις ἔγκλημα διώκων ἀνέχεται τῶν κατηγορουμένων, εἰ ἀπολογοῖντο λέγοντες, οὐκ ἐπιωρκήσαμεν, ἀλλὰ καὶ τὴν παρακαταθήκην ἐφυλάξαμεν· μᾶλλον γάρ ἐστι τοῦτο παίγνιον ἢ λύσις ἐγκλήματος καὶ ἀληθείας ἀπόδειξις. Τί γὰρ φόνος πρὸς παρακαταθήκην; ὴ τί μοιχεία πρὸς κλοπήν;…
Ἐπειδὴ δὲ κρύπτουσιν αὐτοὶ καὶ φοβοῦνται λέγειν, ἀναγκαῖον ἡμᾶς ἀποδῦσαι τὸ κάλυμμα τῆς ἀσεβείας, καὶ δειγματίσαι τὴν αἵρεσιν, εἰδότας ἃ τότε οἱ περὶ Ἄρειον ἔλεγον, καὶ πῶς ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τοῦ κλήρου· συγγνώμην μέντοι πρότερον αἰτησαμένους, ἐφ’ οἷς μέλλομεν προφέρειν ῥυπαροῖς ῥήμασιν· ὅτι μὴ φρονοῦντες, ἀλλὰ ἐλέγχοντες τοὺς αἱρετικοὺς, λέγομεν ταῦτα».

Μετάφραση:
Ἐὰν πάλιν προσπαθοῦν νὰ γράψουν διὰ νὰ ἀπολογηθοῦν διὰ τὴν ἀρειανικὴν αἵρεσιν, θὰ ἔπρεπε πρῶτον νὰ ἐξαφανίσουν τὰ σπέρματα τῶν κακῶν, καὶ νὰ στιγματίσουν αὐτοὺς ποὺ ἔσπειραν αὐτὰ τὰ σπέρματα, καὶ ἔτσι νὰ γράψουν σωστὰ τὰ ἀντίθετα πρὸς ἐκεῖνα, ἤ, ἂν δὲν κάνουν αὐτό, νὰ ὑπερασπισθοῦν φανερὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου, διὰ νὰ ἀποδεικνύωνται ὄχι κρυφά, ἀλλὰ φανερὰ ὅτι εἶναι χριστομάχοι, καὶ ἔτσι νὰ ἀποφεύγουν αὐτοὺς ὅλοι, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ ὄφεων. Τώρα ὅμως καὶ ἀποκρύπτουν ἐκεῖνα, καὶ προσποιοῦνται πὼς γράφουν δι’ ἄλλα πράγματα. Καί, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὸν ἰατρόν, ποὺ ἐνῶ καλῆται διὰ κάποιον πληγωμένον καὶ ἀσθενῆ, ὅταν φθάσῃ, δὲν λέγει τίποτε διὰ τὰ τραύματα, ἀλλὰ συζητᾶ περὶ τῶν ὑγειῶν· αὐτὸς θὰ χαρακτηρισθῆ ὡς πολὺ παράφρων, ἐπειδὴ δὲν ὁμιλεῖ διὰ τὸν σκοπὸν ποὺ ἦλθε, ἀλλὰ συζητᾶ δι’ ἄλλα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ αὐτοί, ἐγκαταλείπουν τὴν αἵρεσιν καὶ προσπαθοῦν νὰ γράψουν δι’ ἄλλα πράγματα.
Ἔπρεπε λοιπὸν ἐὰν ἐνδιεφέροντο διὰ τὴν πίστιν, καὶ ἐὰν ἀγαποῦσαν τὸν Χριστόν, πρῶτον νὰ ἀνασκευάσουν τὰ βλάσφημα κατ’ αὐτοῦ λόγια, καὶ μετὰ νὰ γράφουν καὶ νὰ λέγουν ἀντὶ ἐκείνων τὰ σωστά. Ἀλλ’ οὔτε αὐτοὶ τὸ κάνουν, οὔτε αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸ κάνουν ἀφήνουν, εἴτε διότι δὲν γνωρίζουν, εἴτε χρησιμοποιοῦντες τέχνην πονηράν.
Λοιπόν, ἐὰν μὲν παθαίνουν αὐτὸ διότι ἔχουν ἄγνοιαν, θὰ ἔπρεπε νὰ κατηγορηθοῦν ὡσὰν προπέται, διότι δίδουν ἐξηγήσεις διὰ πράγματα ποὺ δὲν ξέρουν. Ἐὰν ὅμως κάνουν αὐτό, ἐνῶ γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ προσποιοῦνται, ἡ κατηγορία ἐναντίον των εἶναι βαρυτέρα, διότι ὅταν μὲν σκέπτωνται διὰ τὰ ἰδικά των, ἀσχολοῦνται μὲ ζῆλον, ὅταν δὲ γράφουν περὶ τῆς πίστεως εἰς τὸν Κύριόν μας τότε παίζουν, καὶ κάθε ἄλλο παρὰ λέγουν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ τότε ἀποκρύπτουν μὲν αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖται ἡ αἵρεσίς των, προφέρουν δὲ τὰ λόγια τῶν Γραφῶν.
Αὐτὸ ὅμως εἶναι κλοπὴ ἀντίθετος ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ μεγίστη ἀδικία, καὶ αὐτό, γνωρίζω καλά, ὅτι ἡ θεοσέβειά σας θὰ ἠμπορέση νὰ τὸ ἀντιληφθῇ καλὰ ἐκ τούτων. Διότι κανεὶς κατηγορούμενος διὰ μοιχεία δὲν ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὔτε κανεὶς δικαστὴς ἐγκλήματος φόνου ἠμπορεῖ νὰ ἀκούῃ τοὺς κατηγορουμένους, ἐὰν εἰς τὴν ἀπολογίαν των λέγουν, ὅτι δὲν παρέβημεν τὸν ὅρκον μας, ἀλλ’ ἐτηρήσαμεν τὴν ὑπόσχεσίν μας. Διότι αὐτὸ εἶναι περισσότερον παιχνίδι καὶ ὄχι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας. Ποίαν σχέσιν δηλαδὴ ἔχει ὁ φόνος μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ἢ ἡ μοιχεία μὲ τὴν κλοπήν;
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ κρύβονται καὶ φοβοῦνται νὰ τὸ εἰποῦν, εἶναι ἀνάγκη ἡμεῖς νὰ ξεσκεπάσωμεν τὴν ἀσέβειαν, καὶ νὰ φανερώσωμεν τὴν αἵρεσιν, διότι γνωρίζομεν τί ἔλεγαν τότε οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀρείου, καὶ πῶς ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τὸν κλῆρον. Λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ λέγομεν ἀφοῦ ζητήσωμεν πρῶτον συγγνώμην δι’ ὅσα βρώμικα λόγια πρόκειται νὰ ἀναφέρωμεν, διότι δὲν τὰ λέγομεν ἐπειδὴ τὰ πιστεύομεν, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐλέγξωμεν τοὺς αἱρετικούς.
(Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Ἐπιστολὴ Ἐγκύκλιος κατὰ Ἀρειανῶν, Μ. Ἀθανασίου Ἔργα, τόμ. 10ος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 46-49).

Ποιά ὁμοιότητα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανείς, συγκρίνοντας αὐτὴ τὴν κρυστάλλινης καθαρότητας γραμμὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου μὲ τὴν οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας πρακτική, μὲ τὴν ὁποία διεξάγονται οἱ σημερινοὶ διάλογοι καὶ οἱ –μὲ αὐτοὺς– συνδεόμενες συμπροσευχές; Ποιό ἴχνος μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία (καὶ ὄχι ἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, καὶ ὡς μία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθεῖ μὲ καμιὰ ἄλλη) βλέπουν οἱ ἡγέτες τοῦ Φαναρίου καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν;
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ποὺ ἔγιναν «υἱοὶ τοῦ φωτός», καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ καταλάβουμε, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ προσωπικὴ «καλλιέργεια», ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθὴ ὁμολογία. Καὶ ὀρθὴ ὁμολογία σὲ καιρὸ αἱρέσεως τοῦ ὕπουλου παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἡ κατάδειξη τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

«Ἀκαταλήπτῳ σου χειρί, καὶ σθένει ἀπορρήτῳ, τὴν σὴν νῦν Ἐκκλησίαν οὐρανώσας Οἰκτίρμον, ἔδειξας ὄντως φαεινοὺς τοὺς δύω φωστῆρας, μεγίστους τε καὶ τερπνούς, τὸν κόσμον καταυγάζοντας, σὺν Ἀθανασίῳ τῷ πανσόφῳ, Κύριλλον τὸν θεῖον. Ταῖς αὐτῶν οὖν ἱκεσίαις, ἐξάρας τὴν νύκτα, ἐχθρῶν πᾶσαν ἀχλὺν διάλυσον Σῶτερ, καὶ φωτὶ τῷ φρικτῷ τῶν πιστῶν τὰ πλήθη καταύγασον, πρὸς τὸ κράζειν καὶ βοᾶν σοι. Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε».
(Ὄρθρος ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Ὁ Οἶκος)

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2012 | filed Filed under: Român (ROYMANIKA)

Soborul Sfântului Ioan Botezătorul

(7 ianuarie)

sf. ioan

Legături:

* * *

Viaţa simplă a Sfântului Ioan Botezătorul

Ieri, iubiţii mei, s-a încheiat Dodekaimeronul, care ţine de la Naşterea lui Hristos până la Bobotează, exceptând Ajunul Bobotezei. După Dodekaimeron, prima sărbătoare care urmează este Soborul Sfântului Ioan Botezătorul, astăzi.

Sfântul Ioan nu are nevoie de laude omeneşti. L-a lăudat Însuşi Hristos când a spus că, între mulţimile oamenilor care s-au născut până atunci, el este mai presus de toţi (vezi, Matei 11, 11). Este mai presus de Noe, de Avraam, de Iacov, de patriarhi, mai presus de toţi marii bărbaţi.

***

S-a născut prin minune, din părinţi bătrâni, Zaharia şi Elisabeta, care era stearpă. Pe cât e cu putinţă ca dintr-o piatră să răsară o floare, tot aşa era cu putinţă ca din cele dinlăuntru ale Elisabetei să se nască prunc. Embrion încă, el a săltat în pântecele maicii lui, când ea a primit-o pe cea asemenea însărcinată, pe Preasfânta Născătoare de Dumnezeu. De atunci era sfinţit. Precum unii sunt Iude, copii ai blestemului, din pântecele maicii lor, aşa alţii sunt binecuvântaţi din scutecele lor.

Când a crescut, n-a rămas în lume; a ieşit afară, s-a dus în pustie la şcoala marilor bărbaţi. Acolo a trăit o viaţă de mustrare a actualei societăţi consumiste, a cărei lozincă este: “să mâncăm şi să bem, căci mâine vom muri” (Isaia 22, 13, I Cor. 15, 32). O, voi, care trăiţi aiurea, în aberaţie, veniţi şi vă oglindiţi în această oglindă!

Cum trăia Sfântul Ioan? Hrana lui erau lăcustele (Matei 3, 4), cunoscutele insecte ale din ţarini, pe care până astăzi arabii simpli le usucă şi le mănâncă. Băutura sa era apa din Iordan. Haina sa era o îmbrăcăminte din păr de cămilă. Patul lui era nisipul de lângă râul. Acoperişul său, stelele cerului. Tovarăşii săi, fiarele pustiului, care stăteau înaintea lui ca nişte mieluşei. Sfinţenia – vedeţi ? – toate le îmblânzeşte. Şi dacă leii şi tigrii îl respectau, o femeie l-a sfâşiat – Irodiada. Aşadar, acolo trăia, în universitatea tăcerii, unde se edifică marile personalităţi.

La vârsta maturităţii a primit poruncă de sus să meargă pe malul Iordanului şi acolo să îşi ridice amvonul. Predica lui termocauteră era o mustrare aspră. Tuna şi fulgera. Îi chema pe toţi la întoarcerea spre Dumnezeu. Şi mii din toate păturile sociale alergau. Era un magnet care-i atrăgea pe toţi. Îi sfătuia la pocăinţă şi-i boteza în Iordan.

În mulţimea de oameni a venit şi cineva mai deosebit. Oare purta coroană, avea spadă, îl aducea o caleaşcă? Nu. Om simplu era. Dar numele lui era “mai presus de orice nume” (Filipeni 2,9). Toate numele se şterg, numele Lui va rămâne: Iisus Hristos! Putea să-şi închipuie Ioan că sub chipul smerit al unui sărac nazarinean se ascunde măreţia Dumnezeirii? Şi totuşi, L-a recunoscut. Îi zice Hristos: – Botează-Mă! – Nu se poate; eu sunt un zero înaintea Ta, nu sunt vrednic să Te botez. Hristos însă a insistat şi, în sfârşit, a fost botezat. Nu pentru că avea păcate – este fără de păcat – ci pentru a se arăta taina Sfintei Treimi. Şi S-a arătat. Prin aceasta noi ne diferenţiem de celelalte religii, chiar monoteiste: acestea îl au pe Allah sau pe oarecare altul. Noi spunem: Un singur Dumnezeu, Trei Persoane: Tatăl, Fiul şi Sfântul Duh; Sfântă Treime, miluieşte lumea Ta!

Cum s-a arătat Taina Sfintei Treimi? În timp ce Hristos era în ape, s-a deschis cerul – necredincioşii n-au decât să nu creadă, e dreptul lor; noi credem – şi Duhul Sfânt, ca un porumbel, a venit şi s-a aşezat deasupra capului Său. În acelaşi timp S-a auzit un glas – mesajul Părintelui Ceresc, nu ca mesajele de Anul Nou, care sunt pline de minciuni. Mesaj ceresc şi veşnic către întreaga umanitate: “Acesta este Fiul Meu cel iubit, întru care am binevoit” (Matei 3, 17). Aceleaşi cuvinte s-au auzit din partea Tatălui Ceresc şi atunci când Hristos Şi-a încheiat prezenţa pământească, completate cu sfatul: “Pe Acesta să-L ascultaţi!” (Marcu 9, 8; Luca 9, 35).

Aşadar, de atunci, iubiţii mei, umanitatea are un călăuzitor. Călăuzitorul ei este Hristos, Care a spus: “Eu sunt Calea, Adevărul şi Viaţa” (Ioan 14, 6). Cine Îl urmează, se mântuieşte; cine fuge de El, se pierde. Acesta este desăvârşitul Călăuzitor, desăvârşitul Om, Întruparea virtuţii. Ceilalţi, oricare ar fi, sunt fragmente, nu ajung “monade intacte” cu Cel Unul. “Unul Sfânt, Unul Domn, Iisus Hristos, întru slava lui Dumnezeu Tatăl. Amin.” (Filipeni 2, 11 şi Dumnezeiasca Liturghie).

“Pe Acesta să-L ascultaţi”, sfătuieşte Tatăl ceresc. Dar, din nefericire, oamenii îşi închid urechile şi nu ascultă glasul lui Hristos. Îşi deschid urechile cui? Diavolului şi uneltelor lui. Nu merg la biserică pentru a asculta glasul Evangheliei; stau noaptea la televizor pentru a asculta glasul lumii demonice. “Cine nu ascultă de Hristos, va asculta de Diavolul”, spune rusul Dostoievski.

***

Atunci când Hristos a venit în pustiu, Ioan L-a arătat cu degetul său, precum spune frumoasa „Slavă…” de la Ceasurile Împărăteşti : “Mâna ta, care s-a atins de preacuratul creştet al Stăpânului, prin al cărei deget L-ai arătat nouă, ridic-o pentru noi către El, o, Botezătorule, ca unul ce ai îndrăzneală multă…” (Ceasul al IX-lea la Teofanie). Acest imn a fost ultimul pe care l-a spus Papadiamantis, care a fost şi un mare psalt – când de acum, bătrân, în insuliţa lui, sărac şi dispreţuit, a plecat din această viaţă. S-a ridicat din pat şi l-a cântat. Cu aceste cuvinte a murit. Oamenii de odinioară închideau ochii cu “cântările lui Dumnezeu”. Acum,…

Aşadar, Ioan L-a arătat pe Hristos lumii şi a spus: “Iată, Mielul lui Dumnezeu, Cel ce ridică păcatele lumii”. Iată, zice, “Acesta este Mielul lui Dumnezeu, Care ridică păcatele lumii” (Ioan 1, 29). Ca să înţelegem aceasta, trebuie să ne amintim că evreii, ca să simtă uşurare de păcate, luau un miel, îl duceau la templul lui Solomon şi-l ofereau ca jertfă. În clipa în care preotul îl înjunghia, îşi întindeau mâinile deasupra lui pentru ca păcatele să-i părăsească şi să treacă deasupra mielului. Aceasta era o prefigurare, o umbră a marei jertfe pe care avea să o aducă Hristos. Milioane de miei s-au înjunghiat, dar sângele animalelor nu are puterea de “a ierta păcatele” (Matei 9, 6). Doar sângele lui Hristos, a “Mielului lui Dumnezeu”, şterge păcatele. Iată de ce Hristos se numeşte “Miel”; deoarece, precum mielul nu face nici un rău, aşa şi Hristos; precum mielul este dus spre junghiere şi nu se împotriveşte, aşa şi Hristos; şi precum la jertfe “încărcau” păcatele pe cel junghiat, aşa şi Hristos ridică păcatele noastre ale tuturor. Am simţit-o aceasta? Dacă n-am simţit-o, nu suntem creştini. Nu ne mântuiesc nici lumânările, nici făcliile, nici icoanele şi locurile de închinare, nici metaniile şi ascezele. Toate acestea nu iartă nici măcar un păcat. Păcatele le iartă doar “Mielul lui Dumnezeu”, precum a spus Ioan. Dacă nu vei crede că sângele lui Hristos, care s-a vărsat pe Golgota, izbăveşte, nu te mântuieşti.

Închei printr-o pildă. Un pictor vienez a pictat un om pe care l-au prins duşmanii săi şi l-au încărcat cu o greutate. I-au pus-o după gât, atât de strâns, încât nu se putea elibera de ea. Era ca şi Prometeu în Caucaz. Îi ruga pe alţii ca să-l dezlege, dar nimeni nu putea. Atunci, unul i-a spus: Dacă vrei să te eliberezi, urcă pe muntele acela. Acolo vei vedea o cruce cu Cel răstignit. Dacă-L vei ruga cu credinţă, se va întâmpla minunea. Şi, într-adevăr, aşa s-a întâmplat; imediat, sarcina lui a căzut, s-a rostogolit în prăpastie, iar el L-a slăvit pe Hristos.

Fiecare dintre noi, fraţii mei, ridică o greutate mai mare decât Olimpul. Doar prin credinţa în Hristos ne vom izbăvi. Dacă vom crede în El. Nu există altceva în lume. V-o spun eu. De cincizeci de ani predic; dacă n-aş fi crezut, m-aş fi dus să fac orice altceva decât să-mi bat joc de oameni. Cred în Dumnezeu, cred în harul dumnezeiesc, cred în Taine, cred în Sfintele Tradiţii. Poate să fie şi soarele minciună, şi astrele minciună, şi noi minciună; Unul singur nu este minciună – Iisus Hristos, pe Care, copii ai elinilor, lăudaţi-L şi preaînălţaţi-L întru toţi vecii. Amin.

(Omilia Mitropolitului de Florina, părintele Augustin Kandiotul, în Sfânta Biserică a Sf. Nicolae, Florina, vineri, 7-1-1977)

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ /επιστ.3

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2012 | filed Filed under: ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ, ΣΥΜΒΟΥΛ. ΣΕ ΜΑΘΗΤΑΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΠΡΕΣΠΩΝ & ΕΟΡΔΑΙΑΣ

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 3η

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ

Τα παιδιά αγαπούν τα δώρα. Δώρα παίρνουν στη γιορτή τους, σ’ άλλες μεγάλες γιορτές, και ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά. Πως την περιμένουν τη μέρα αυτή τα παιδιά! Τον άγιο Βασίλειο, το μεγάλο αυτό πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας, τον φαντάζονται πως είναι φορτωμένος με δώρα, έτοιμος να τα μοιράσει στα παιδιά με το χέρι του πατέρα, της μάνας, της γιαγιάς και άλλων προσφιλών προσώπων. Δώρα πολλά, που στοιχίζουν εκατομμύρια και δισεκατομμύρια. Μπάλες, ποδήλατα, αυτοκινητάκια, καραβάκια, γλυκύσματα, καινούργια φορέματα, χρυσά κοσμήματα, ρολόγια, ποικιλία από δώρα.
Άραγε πιο παιδί θα ’ναι εκείνο, που την πρωτοχρονιά θα πάρει το πιο μεγάλο δώρο; Μα πριν να πούμε πιο είναι το πιο μεγάλο δώρο, ας δούμε τι δώρα έδωσαν σ’ ένα Παιδί κάποιοι σοφοί άνθρωποι.
Στα κάλαντα, στα τραγούδια που τραγουδούν τα παιδιά την παραμονή και τη νύχτα των Χριστουγέννων όταν επισκέπτωνται τα σπίτια, ο Χριστός υμνείται και δοξάζεται σαν «βασιλιάς των όλων». Και είναι πράγματι ο Χριστός ο πραγματικός βασιλιάς όλου του κόσμου. Είναι όμως βασιλιάς πολύ διαφορετικός από τους άλλους βασιλιάδες και άρχοντες του κόσμου. Οι βασιλιάδες γεννιώνται μέσα σε παλάτια, που λάμπουν από πολυτέλεια. Μα ο Χριστός δεν γεννήθηκε μέσα σε τέτοια παλάτια. Γεννήθηκε, όπως ξέρετε, μέσα σε μια υγρή σπηλιά, που ήτανε ένα μαντρί. Στο μαντρί αυτό έμεναν πρόβατα, βόδια και γαϊδουράκια. Εκεί, στο βρωμερό αυτό σταύλο, το μόνο καθαρό μέρος που υπήρχε, ήτανε η φάτνη, το παχνί, το μέρος εκείνο όπου οι βοσκοί βάζουν το χειμώνα το ξερό χορτάρι για να φάνε τα ζώα. Μια τέτοια φάτνη έγινε η πρόχειρη κούνια, που έβαλε το μικρό Χριστό η Παναγία μητέρα του.
Ποιος, βλέποντας το Χριστό πάνω στα άχυρα και έχοντας γύρω του συντροφιά τα ζώα, ποιος μπορούσε να φαντασθεί, πως το βρέφος αυτό ήτανε «ο βασιλεύς των όλων»; Αν το ήξεραν, πόσοι και πόσοι δεν θα ερχόντουσαν για να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα δώρα τους, κατά τη συνήθεια που είχαν την αρχαία εποχή που προσφέρανε δώρα όταν γεννιώταν νέος βασιλιάς!
Ο Χριστός, όταν γεννήθηκε, ήταν άγνωστος στον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο. Αλλά να, σε μια χώρα, που ήτανε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπήλαιο, μερικοί άνθρωποι πληροφορούνται πως γεννήθηκε ο Χριστός. Αυτοί ήτανε οι μάγοι, για τους οποίους μιλάει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα ονόματά τους δεν τα αναφέρει το Ευαγγέλιο, μα σύμφωνα με την αρχαία παράδοση ονομάζονταν ο πρώτος Γκασπάρ, ο δεύτερος Μελχιόρ και ο τρίτος Βαλτάσαρ.
Αλλ’ εδώ πρέπει να δώσουμε μια εξήγηση, πως οι μάγοι αυτοί δεν ήτανε όπως οι γνωστοί μάγοι και μάγισσες, που με διάφορα σατανικά μέσα και τρόπους απατούν και εκμεταλλεύονται τους ανοήτους ανθρώπους, λέγοντας τη «μοίρα» τους. Όχι. Οι μάγοι, για τους οποίους μιλάει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ήτανε άνθρωποι επιστήμονες, σοφοί. Οι μάγοι αυτοί, οι αστρονόμοι της Περσίας, όταν είδαν στον ουρανό ένα έκτακτο αστέρι, σύμφωνα με μια αρχαία προφητεία, το ερμήνευσαν σαν ένα σημάδι που ειδοποιούσε πως γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Μια ζωηρή επιθυμία γεννήθηκε μέσα τους, να πάνε να δουν και να προσκυνήσουν το Σωτήρα του κόσμου. Με οδηγό το αστέρι, που βάσταξε μήνες ολόκληρους, έφθασαν στα Ιεροσόλυμα. Πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το Χριστό και άνοιξαν τους θησαυρούς τους και πρόσφεραν στο βασιλιά του κόσμου τα πολύτιμα δώρα τους, «χρυσόν, λίβανον και σμύρναν».

Δώρα στο Χριστό πρόσφεραν οι μάγοι. Αλλά δώρα στο Χριστό πρέπει να προσφέρουμε και οι άνθρωποι του 20ού αιώνος, όλοι οι άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, κι’ αυτά ακόμα τα μικρά παιδιά. Αλλά τι δώρα; Ασήμι; Χρυσάφι; Διαμάντια; Πολύτιμες πέτρες; Όχι. Κάτι άλλο, πολύ ανώτερο απ’ όλα αυτά τα δώρα, μπορούμε να προσφέρουμε στο Χριστό. Ή, για να εκφρασθούμε καλύτερα, επειδή ο Χριστός δεν έχει ανάγκη από δώρα, γιατί όλος ο υλικός κόσμος είναι δικός του, Εκείνος μας προσφέρει ένα δώρο και ζητάει από μας να το δεχθούμε το δώρο αυτό.
Ο Χριστός προσφέρει στον καθένα μας ένα δώρο ανεκτιμήτου αξίας. Κι’ αν το δεχθούμε το δώρο αυτό, ο Χριστός χαίρεται. Η εκούσια προσφορά της θελήσεώς μας, που δεχόμαστε το δώρο αυτό του Χριστού, είναι για το Χριστό το σπουδαιότερο δώρο μας σ’ Αυτόν. Δώρο ο Χριστός, αντίδωρο εμείς. Αλλά μήπως αυτά που λέμε για δώρο και αντίδωρο φαίνονται δύσκολα και ακατάληπτα. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα, για να γίνει πιο καταληπτό αυτό που λέμε.
Ζούσε κάποτε ένα παιδί. Είχε γεννηθεί μέσα σε πλούσιο σπίτι, κι’ οι γονείς του, επειδή ήτανε έξυπνο και έπαιρνε τα γράμματα και προόδευε, το έστειλαν για σπουδές. Όταν πλησίαζε η γιορτή του και οι γονείς του θα του ’καναν δώρο, ο μικρός είπε στους γονείς του· ―Εγώ δεν θέλω να μου κάνετε κανένα άλλο δώρο, παρά ένα βιβλίο… Στο ερώτημα των γονέων του, ποιο είναι το βιβλίο που ζητάει, ο μικρός απάντησε· ―Το Ευαγγέλιο…
Την εποχή όμως εκείνη τα βιβλία ήτανε πανάκριβα, γιατί δεν τυπωνόντουσαν σε μηχανές, αλλά γραφόντουσαν με το χέρι σε λεπτά δέρματα. Οι γονείς, που αγαπούσαν τον Ιωάννη – έτσι ήταν το όνομά του –, έδωσαν παραγγελία. Κι’ όταν το Ευαγγέλιο έγινε κι’ οι γονείς το παρέδωσαν στον Ιωάννη, η χαρά του παιδιού ήτανε απερίγραπτη. Ήτανε σαν να έπαιρνε στα χέρια του το πιο πολύτιμο δώρο. Από κείνη τη μέρα το Ευαγγέλιο έγινε ο αχώριστος σύντροφός του. Το διάβαζε μικρός. Το διάβαζε νέος. Το διάβαζε σε δύσκολες ώρες. Το διάβαζε πάντοτε. Ήτανε το βιβλίο, που τον καθοδηγούσε, παρηγορούσε και τον ενίσχυε σ’ όλη του τη ζωή. Όποιος θέλει λεπτομέρειες, ας διαβάσει το βίο του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που γιορτάζει στις 15 Ιανουαρίου.
Αγαπητά μας παιδιά! Ο Μ. Αλέξανδρος απ’ όλους τους συγγραφείς εκτιμούσε τον Όμηρο και το βιβλίο του το ’χε κάτω απ’ το προσκέφαλό του και κάθε μέρα διάβαζε για να διδάσκεται και να εμπνέεται. Αλλά τι είναι ο Όμηρος και οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας του αρχαίου και νέου κόσμου μπροστά στο Ευαγγέλιο; Μπροστά του όλα τα βιβλία του κόσμου είναι σαν χαλίκια μπροστά σ’ ένα διαμάντι. Όπως είπε κάποιος σοφός, το Ευαγγέλιο είναι το σπουδαιότερο δώρο που δόθηκε ποτέ στον κόσμο. Δώρο του ουρανού στην αμαρτωλή μας γη. Ήλιος που διαλύει τα σκοτάδια και φωτίζει τη γη.
Αυτό το δώρο συνιστούμε κι’ εμείς τώρα στο τέλος του παλαιού και στην αρχή του νέου χρόνου. Το συνιστούμε σ’ όλα τα παιδιά των κατηχητικών μας σχολείων. Ο Χριστός προσφέρει στο κάθε παιδί το δώρο αυτό. Μικρή και ασήμαντη είναι η χρηματική του αξία, μα το περιεχόμενό του έχει αξία ανυπολόγιστη.
Κάθε παιδί ας το πάρει και ας πει· ―Χριστέ, σ’ ευχαριστώ για το πολύτιμο αυτό δώρο. Από τώρα που είμαι μικρός, και όταν μεγαλώσω, και όταν ασπρίσουν τα μαλλιά μου, και μέχρι το θάνατο θα ’χω το Ευαγγέλιο παντοτινό σύντροφό μου. Απ’ όλα τα βιβλία αυτό θα αγαπώ πιο πολύ, αυτό θα μελετώ και αυτό θα εφαρμόζω.
Αγαπητό μου παιδί! Δίνεις την υπόσχεση αυτή στο Χριστό; Η υπόσχεσις σου αυτή θα ’ναι το σπουδαιότερο δώρο που θα δώσεις στο Χριστό. Δώρο ανώτερο απ’ τα δώρα που έδωσαν οι μάγοι, απ’ το χρυσό, το λιβάνι και τη σμύρνα. Δώρο ― αντίδωρο.

Με πολύ αγάπη
Ο πνευματικός σας πατέρας

+ Ο Φλωρίνης Αυγουστίνος

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2012 | filed Filed under: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΡΙΕΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Tα όνειρα

Tα όνειρα είναι ένα περίεργο φαινόμενο, που φανερώνει, ότι υπάρχει ψυχή, η οποία και στην κατάσταση του ύπνου κάτι βλέπει και ακούει. Tο περίεργο αυτό φαινόμενο των ονείρων μελετούν ψυχολόγοι και δίνουν την ερμηνεία, ότι τα όνειρα συνήθως είναι αντακλάσεις της καθημερινής ζωής με τους πόνους και τους πόθους, τα βάσανα και τις θλίψεις της. Aπό το βάθος του εσωτερικού κόσμου ξεπηδούν τα όνειρα. Πεινάει κάποιος; Στο όνειρό του, όπως λέει και ο λαός, βλέπει καρβέλια. Διψάει; Bλέπει βρύσες και ποτάμια. Kάθεται σε καλύβι; Bλέπει παλάτια…
Bέβαια δεν μπορούμε να δώσουμε μια αυθεντική ερμηνεία του φαινομένου που λέγεται όνειρο. Aλλά θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή όλων, να μην ταράζονται όταν βλέπουν όνειρα και καταφεύγουν στους ονειροκρίτες για να βρουν ερμηνείες. Διότι, όπως λέει η Γραφή, «πολλούς επλάνησαν τα όνειρα». Aλλά να έχουμε εμπιστοσύνη απόλυτη στο Θεό, ο οποίος προνοεί και φροντίζει για όλα τα παιδιά του και ότι είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μας το έχει αποκαλύψει στην αγία Γραφή.
Mη ζητάτε περισσότερα. Mην ακούτε τις οραματίστριες.

―Όνειρο είδε ο δίκαιος Iωσήφ. Όνειρο, που τον καθοδηγούσε τι πρέπει να πράξει. Aλλά όνειρα βλέπουν όλοι οι άνθρωποι. Ποιος άνθρωπος δεν είδε όνειρο; Aλλά ποιος μπορεί να ισχυρισθεί, ότι το όνειρο που βλέπει προέρχεται από το Θεό; Δεν είμαστε εμείς όπως ο Iωσήφ, ο μνηστήρας της υπεραγίας Θεοτόκου, και όπως άλλοι άγιοι που είδαν θεϊκά όνειρα. Tα θεϊκά όνειρα είναι σπάνια.

(Από βιβλίο «ΣTAΓONEΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟ ΖΩΝ»
† O Φλωρίνης, Πρεσπών & Eορδαίας Aυγουστίνος)

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΑΜΕ

author Posted by: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης on date Ιαν 7th, 2012 | filed Filed under: ΜΗΝΥΜ. ΠΑΡΑΛ. ΠΡΟΩΘ.

Διάσωση πληρώματος φ. πλοίου στην Πρέβεζα
__

_

Ραούφ Ντενκτάς (ἀγνωστες πτυχές της ζωής του)Κωνσταντίνου Χολέβα,
Τετάρτη, 18 Ιανουάριος 2012 05:28
Σέβομαι τη μνήμη του Τουρκοκυπρίου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, όπως και κάθε νεκρού προσώπου. Η εκδημία του Τουρκοκυπρίου ηγέτη στις 14.1.2012 μού δίνει πάντως την ευκαιρία να σχολιάσω ορισμένα θέματα σχετικά με το Κυπριακό και τους Τουρκοκυπρίους.
Α) Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων.. Η μουσουλμανική κοινότητα της Κύπρου, την οποία μελέτησαν νεώτεροι ερευνητές όπως ο αείμνηστος Κώστας Κύρρης, ο Παρασκευάς Σαμάρας και ο Φαίδων Παπαδόπουλος δημιουργήθηκε από τέσσερις διαφορετικές αιτίες. Πρώτον από την Οθωμανική κατοχή από το 1571 έως το 1878. Οι Τούρκοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν, νυμφεύθηκαν, απέκτησαν παιδιά. Η δεύτερη αιτία είναι η παρουσία σε παλαιότερες εποχές Αράβων εγχρώμων και αιχμαλώτων, που ήσαν Μουσουλμάνοι. Η τρίτη αιτία είναι ο εξισλαμισμός Βενετών και Φραγκογάλλων που είχαν εγκατασταθεί στη Μεγαλόνησο κατά την μακρά περίοδο της Λατινοκρατίας. Από αυτούς και συγκεκριμένα από την γαλλική οικογένεια Πιτζένι καταγόταν και ο Ραούφ Ντενκτάς. Οι πρόγονοί του εξισλαμίσθηκαν, αλλά έμαθαν ελληνικά για να συνεννοούνται με την ελληνική πλειοψηφία του νησιού. Η τέταρτη αιτία είναι ο εξισλαμισμός Ορθοδόξων Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία στην Κύπρο. Πολλοί από αυτούς δήλωναν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνος ότι έχουν ελληνική καταγωγή γι’ αυτό και ονομάσθηκαν «λινομπάμπακοι». Δηλαδή και λινάρι και βαμβάκι, και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Η βρετανική αποικιοκρατία από το 1878 έως το 1959 δεν ενεθάρρυνε την επιστροφή λινομπαμπάκων στην Ορθοδοξία, αν και αρκετοί το ήθελαν, Τούτο έγινε για να αυξηθεί η μουσουλμανική κοινότητα, η σήμερα αποκαλούμενη τουρκική και για να μπορούν οι Βρετανοί να εφαρμόζουν το «διαίρει και βασίλευε».
Ο Ντενκτάς μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και μάλιστα μαθαίνουμε ότι λίγο πριν πεθάνει μίλησε ελληνικά στην κόρη του. Όμως έβλαψε βαρύτατα τον Ελληνισμό. Η ελληνοφωνία μουσουλμανικών πληθυσμών δεν πρέπει να μας παρασύρει και να τους θεωρούμε εκ των προτέρων φιλελληνικούς. Οι Τουρκοκύπριοι μιλούν ελληνικά με κυπριακή προφορά, αλλά κατά τα τελευταία 60 χρόνια πολλάκις έσφαξαν Ελληνοκυπρίους χωρίς δισταγμό. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι περισσότερο αι από την ελληνοφωνία η εμμονή στην Ορθοδοξία είναι το ακλόνητο σταθεροποιητικό στοιχείο της ελληνικής συνειδήσεως.
            Β) Ο ρόλος των Τουρκοκυπρίων. Οι Έλληνες της Κύπρου σεβόμενοι τις Χριστιανικές και δημοκρατικές τους αρχές έχουν και πρέπει να έχουν την καλή διάθεση συνυπάρξεως με τους Τουρκοκυπρίους, όταν βρεθεί η κατάλληλη νομική και πολιτική διευθέτηση του προβλήματος. Μία λύση, η οποία πόρρω θα απέχει από τα διχοτομικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία του προσφάτου σχεδίου Ανάν. Όμως στον βωμό των καλών διαθέσεων δεν πρέπει να διαγράφουμε την Ιστορία. Πολλές όντως είναι οι μνήμες της ειρηνικής συμβιώσεως Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο. Αλλά κατά τη διάρκεια του Αγώνος της Κύπρου για Αυτοδιάθεση-Ένωση το 1955-59 δεν ήσαν λίγοι οι Τουρκοκύπριοι που έδρασαν ως αστυνομικοί, βασανιστές και δήμιοι για λογαριασμό των Άγγλων. Μόλις δε ιδρύθηκε το ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος μαχητικοί Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν τις ένοπλές οργανώσεις ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ με στόχο την ενίσχυση των διχοτομικών σχεδίων, τα οποία είχε δρομολογήσει η Άγκυρα από το 1954. Ο Ραούφ Ντενκτάς το 1995 παραδέχθηκε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι στην εισβολή του 1974 Τουρκοκύπριοι παραστρατιωτικοί σκότωσαν εν ψυχρώ πολλούς αμάχους Ελληνοκυπρίους. Δεν ήσαν, λοιπόν, όλα τόσο αρμονικά, όσο τα παρουσίαζε η προπαγάνδα των οπαδών του σχεδίου Ανάν.
            Στις ημέρες μας αναμφιβόλως υπάρχουν στα Κατεχόμενα εδάφη εχέφρονες Τουρκοκύπριοι που επιθυμούν μία καλύτερη ημέρα για το νησί σε αρμονική συμβίωση με το ελληνικό στοιχείο. Όμως η γνώμη τους ελάχιστα μετρά. Πληθυσμιακά οι Τουρκοκύπριοι συρρικνώνονται και οι περισσότεροι ζουν σήμερα στην Αγγλία και στην Τουρκία. Ρυθμιστές είναι οι έποικοι από την Ανατολία, οι χιλιάδες κουβαλητοί του στρατού του Αττίλα. Με αυτούς άραγε μπορούν να συνυπάρξουν οι Έλληνες της Κύπρου; Σαφώς όχι. Κι όμως ο πάντα υποχωρητικός Κύπριος Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας δεν ξεκαθαρίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι σε μία λύση του Κυπριακού οι έποικοι θα πρέπει να φύγουν (ή τουλάχιστον να θεωρούνται ξένοι και να μην ψηφίζουν).
            Γ) Ένα περίεργο περιστατικό. Κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του Δεκεμβρίου 1963 -Αυγούστου 1964 κατά της Κυβερνήσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ο Ντενκτάς ήταν το νούμερο 2 των Τουρκοκυπρίων μετά τον Φαζίλ Κιουτσούκ και αρχηγός ενόπλων ομάδων. Διέφυγε στην Τουρκία και του απαγορεύθηκε η είσοδος στην Κύπρο. Μετά από 1 χρόνο συνελήφθη από την Κυπριακή Αστυνομία ενώ προσπαθούσε να εισέλθει παρανόμως από τα βορειοδυτικά παράλια. Όμως αφέθηκε ελεύθερος χάρις στη μεγαλοψυχία του Μακαρίου ή από λανθασμένη εκτίμηση κάποιων Ελληνοκυπρίων πολιτικών. Τέτοια λάθη και τέτοιες μεγαλοψυχίες πληρώνει μερικές φορές ο Ελληνισμός. Ο ελεύθερος πλέον Ραούφ Ντενκτάς μαζί με Τούρκους αξιωματικούς οργάνωσαν τουρκοκυπριακούς θύλακες, στους οποίους δεν μπορούσε να εισέλθει η Εθνική Φρουρά και η Αστυνομία της νομίμου Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1974 αποκαλύφθηκε ότι στις τουρκικές συνοικίες υπήρχαν ολόκληρες σήραγγες κάτω από τα σπίτια για τη διοχέτευση όπλων και την κυκλοφορία παρανόμων Τούρκων και Τουρκοκυπρίων εκπαιδευτών.
            Και μία σημαντική λεπτομέρεια. Κατά τις δίκες των Ελληνοκυπρίων αγωνιστών, τους οποίους έστελνα στην αγχόνη τα Βρετανικά αποικιακά δικαστήρια, ένας από τους Εισαγγελείς του Βρετανικού Στέμματος ήταν ο μόλις αποθανών Ραούφ Ντενκτάς. Έπαιξε ρόλο στην καταδίκη παλληκαριών που τιμά σήμερα ο Ελληνισμός. Ως Χριστιανός συγχωρώ τον εκδημήσαντα, αλλά ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.

 

_____

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ: ΤΙ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

______


______

ΕΠΕΙΓΟΝ!    ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΩΡΕΣ!

Η ΤΩΡΑ Η ΠΟΤΕ

From: Dimitrios Adamopoulos <makrinitsa@hotmail.com>

Date: January 16, 2012

Καθ. Νοτης Μαριάς:  7 βήματα για την απελευθέρωση

http://www.arxaiaithomi.gr/?p=54673

Sent: Friday, January 13, 2012
Subject: Π. Καμμένος (news)

Π.Καμμένος: ” Έχω αποφασίσει να εξηγήσω στον ελληνικό λαό ότι αν δεν ξεσηκωθεί αυτή τη στιγμή, τότε θα έχει παραδοθεί η χώρα”

Δεν υπάρχουν κόκκινοι, εγώ είμαι γαλάζιος, εγώ είμαι έλληνας. Όπως υπάρχουν εκατομμύρια έλληνες, αυτό το παραμύθι της κομματικής αντιπαράθεσης θα το παίξουμε όταν θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε την ύπαρξη του ελληνικού έθνους, της γης μας, της πατρίδας, των παιδιών μας.  Όταν θα κερδίσουμε να είναι τα παιδιά μας με το χαμόγελο στα χείλια και πάλι τότε θα αρχίσουμε να αντιπαρατιθέμεθα όπως κάναμε και παλιότερα

Σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους ο βουλευτής Πάνος Καμμένος ζητά “εξέγερση των πολιτών” πριν να είναι αργά και ξεπουληθεί ολόκληρη η χώρα.

Μιλώντας σήμερα στο κανάλι 1 του Πειραιά ο κ. Καμμένος δήλωσε χαρακτηριστικά ότι “έχω αποφασίσει να εξηγήσω στον ελληνικό λαό ότι αν δεν ξεσηκωθεί αυτή τη στιγμή και πολύ πριν τις εκλογές γιατί οι εκλογές δεν έχουν καμία σημασία να υπογραφεί η δανειακή σύμβαση, τότε θα έχει παραδοθεί η χώρα”.

Συμπλήρωσε ότι “όλα είναι ένα παραμύθι το οποίο παίζεται, βάζουμε δήθεν στόχους τις εκλογές, δεν υπάρχουν καν εκλογές. Οι εκλογές δεν έχουν καμία σημασία, αν φτάσουμε σε σημείο να υπογραφεί η δανειακή σύμβαση η οποία ουσιαστικά παραχωρεί τα δικαιώματα του εθνικά κυρίαρχου ελληνικού κράτους και παράλληλα πηγαίνει στο αγγλικό δίκαιο τη νέα δανειακή σύμβαση και ουσιαστικά νομιμοποιεί την παράνομη πρώτη δανειακή σύμβαση η οποία δεν υφίσταται γιατί δεν έχει τα 2/3 της Βουλής μπορούμε να αρνηθούμε ανά πάσα να πληρώσουμε την πρώτη σύμβαση.

Αν λοιπόν δεν γίνουν όλα αυτά και υπογραφεί η νέα δανειακή σύμβαση η Ελλάδα έχει τελειώσει. Και δεν έχει καμία σημασία αν γίνουν νέα κόμματα, αν υπάρχουν πολιτικοί». 


ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.

 

Σε 30-35 μέρες από σήμερα κρίνεται το μέλλον της Πατρίδας μας και των Παιδιών μας

Αν υπογραφεί η Δανειακή Σύμβαση  Υποθηκεύεται  και  ΞΕΠΟΥΛΙΕΤΑΙ,  ΟΛΟΚΛΗΡΗ  η  Δημόσια  και η ΙΔΙΩΤΙΚΗ περιουσία των Ελλήνων.

Δείτε εδώ τι ψήφισαν οι Έλληνες Βουλευτές ..να φρίξετε…!  Είναι ο Εφαρμοστικός Νόμος που αφορά την Ξεπουλητική εταιρεία όπου εκεί μέσα, ήδη την Δεύτερη μέρα που ανέλαβε ο Παπαδήμος μεταβιβάστηκαν ΟΛΕΣ σχεδόν οι ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ  (λιμάνια, αεροδρόμια , Δίκτυα, Νερά , Εθνικές ΟΔΟΙ).

http://www.patriotiki-kinisi.com/index.php/sxedio-nomou  

Με  βάση αυτόν τον Νόμο Έγιναν αυτές οι μεταβιβάσεις…!  (την 2η  μέρα που ανέλαβε ο Παπαδήμος

http://vimasaronikou.wordpress.com/2011/11/17

(εδώ πιο αναλυτικά  http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathbreak_1_16/11/2011_415100

Τα ίδια άτομα  -βουλευτές-  θα κληθούν να ψηφίσουν για ΤΗΝ ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ  που ΞΕΠΟΥΛΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ…!

Δείτε εδώ τι θα συμβεί αν ψηφιστεί ..!

http://www.patriotiki-kinisi.com/index.php/psi-simbasi

ΕΜΕΙΣ Θ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΝΑ  ΞΕΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗΝ ΧΩΡΑ;

Πάνος Καμμένος: «Να πάψει η ομερτά της σιωπής

_____

______

Σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στο www.koutipandoras.gr ο ανεξάρτητος βουλευτής Πάνος Καμμένος μιλάει για όλα αυτά που καταλογίζει το τελευταίο διάστημα μέσω της προσωπικής του σελίδας στο facebook.

Σε αυτήν αναφέρεται αναλυτικά στην πώληση των CDS (ασφάλιστρα κινδύνου) από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο «που κατά διαβολική σύμπτωση έγινε την περίοδο που ο πρωθυπουργός έκανε το περίφημο διάγγελμα στο Καστελόριζο». Ποιοι αγόρασαν τα ασφάλιστρα κινδύνου που η αξία τους εκτοξεύτηκε στα ύψη; Ποιοι κέρδισαν μέσα σε μια μέρα 22 δις ευρώ;

Γιατί η Βουλή των Ελλήνων αρνείται, κατά παράβαση των κανονισμών…..

Περισσότερα http://www.koutipandoras.gr/?p=14311

ΤΑ ΑΝΟΜΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ;

(π. Βασίλειος Βολουδάκης)

Ο π. Βασίλειος ερωτά, εάν τους πολιτικούς θα πρέπει να τους συμβουλεύει ο πνευματικός πατέρας ή τα άνομα συμφέροντα. Τονίζει πως ο ίδιος ως πνευματικός παροτρύνει,συμβουλεύει και εμπνέει πιστά παιδιά της Εκκλησίας να ασχοληθούν με την πολιτική, όπως έκαναν και οι Άγιοι Απόστολοι, που ανέθεσαν σε άλλους να διαχειριστούν τα κοινά και τα οικονομικά και οι ίδιοι ασχολήθηκαν με την πνευματική καθοδήγηση των πιστών.Οι πιστοί πολιτικοί , με πρότυπο το παράδειγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, επειδή ακριβώς πιστεύουν ότι θα δώσουν λόγο στο Θεό, δεν προχωράνε σε ανομίες όπως οι σημερινοί πολιτικοί.
(Απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου του π. Βασιλείου Βολουδάκη» Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ» στην Ερέτρια)\