TA ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ
Κυριακὴ Ε΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,28 – 9,1)
TA ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΑΚΟΥΣΑΤΕ , ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Λέει, ὅτι ὁ Κύριός μας ἔκανε δύο θαύματα, ποὺ δείχνουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα· τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, τὰ ἄστρα, τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, καὶ τοὺς δαίμονες ἀκόμα. Εἶνε ὁ Κύριός μας, ποὺ πρέπει μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ νὰ τὸν λατρεύουμε.
Δυὸ θαύματα σήμερα διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ τὰ δυὸ δείχνουν τὴν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἑξῆς διαφορά· τὸ ἕνα δείχνει καὶ τὴν ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία του στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἄλλο δείχνει τὴν τιμωρία στοὺς κακοὺς καὶ ἀμετανοήτους. Εἶνε φιλάνθρωπος ἀλλὰ καὶ δίκαιος. Αὐτὰ τὰ δύο βλέπουμε ἐδῶ.
* * *
Ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας τῶν Γεργεσηνῶν ἢ Γαδαρηνῶν, ποὺ βρίσκεται στοὺς Ἁγίους Τόπους, κοντὰ σὲ μιὰ λίμνη, ζοῦσαν δυὸ ἄνθρωποι δυνατοί. Πετροβολοῦσαν τοὺς διαβάτες· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος τους. Τοὺς ἔπιαναν, τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες· μὰ αὐτοὶ ἔσπαζαν τὶς ἁλυσίδες σὰν κλωστές. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόντουσαν σὲ σπίτι, ἀλλὰ στὸ νεκροταφεῖο, μέσ᾽ στὰ μνήματα. Μὰ τί ἦταν αὐτοί, ἄνθρωποι ἢ θηρία; Χειρότεροι ἀπὸ θηρία. Ἦταν ―Θεὸς φυλάξοι― δαιμονιζόμενοι. Ἀλλὰ νά τώρα ἔρχεται μπροστά τους – ποιός; Ὁ δυνατός, ὁ Χριστός. Καὶ τὰ δαιμόνια, ποὺ ἀπὸ χρόνια εἶχαν φωλιάσει μέσα τους, μόλις εἶδαν τὸ Χριστό, ἄρχισαν νὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα. Παρακαλοῦσαν τὸ Χριστὸ νὰ μὴν τοὺς ῥίξῃ στὴν κόλασι, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν σὲ μακρινὴ ἀπόστασι. Ὁ Χριστὸς σπλαχνίστηκε τοὺς δαιμονιζομένους, ἔβγαλε τὰ δαιμόνια καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι ἔγιναν καλά. Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα, ποὺ δείχνει ὅτι ὁ σατανᾶς ἔχει κι αὐτὸς δύναμι, ἀλλὰ ἡ δύναμί του εἶνε πολὺ μικρὴ μπροστὰ στὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας.
Πολλοὶ φοβοῦνται τὰ μάγια. Πιστεύεις στὸ Χριστό, πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία, ἐξομολογεῖσαι, κοινωνεῖς τὰ ἄχραντα μυστήρια; Τότε ἔχεις τὸ Χριστὸ μέσα σου καὶ δὲν μποροῦν ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ σὲ νικήσουν· ὁ Χριστὸς νικᾷ, ὄχι ὁ διάβολος. Μπροστά του οἱ δαίμονες τρέμουν, ὅπως τὰ γατάκια μπροστὰ στὸ λιοντάρι.
Τὸ ἄλλο θαῦμα. Ἔξω ἀπ᾽ τὸ χωριὸ ἐκεῖνο ἦταν δάσος ὅπου ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπὸ χοίρους. Ξαφνικὰ τὰ ζῷα, ἐνῷ ἔβοσκαν ἥσυχα, ἄρχισαν νὰ τρέχουν μὲ ὁρμή, ἔπεσαν ἀπὸ ψηλὸ γκρεμὸ στὰ νερὰ τῆς λίμνης ποὺ ἦταν ἀπὸ κάτω, καὶ πνίγηκαν ὅλα. Μέσα σὲ δευτερόλεπτα χάθηκε μιὰ περιουσία ἑκατομμυρίων. Τί ἔπαθαν τὰ ζῷα; Δαιμονίστηκαν. Δὲ δαιμονίζονται μόνο ἄνθρωποι· δαιμονίζονται καὶ ζῷα. Ἔφυγαν τὰ δαιμόνια ἀπ᾽ τοὺς δυὸ ἀνθρώπους, πῆγαν στὰ γουρούνια, κι αὐτὰ πνίγηκαν.
Γιατί ὅμως; Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία, πῶς ἐπέτρεψε τέτοια ζημιά; Τοὺς τιμώρησε. Καὶ ἔπρεπε. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὰ γουρούνια δὲν ἐσέβοντο τὸ Θεό. Ἡ θρησκεία τους δὲν ἐπέτρεπε νά ᾽χουν γουρούνια (καὶ σήμερα οἱ Ἑβραῖοι δὲν τρέφουν γουρούνια, καὶ οἱ Τοῦρκοι χοιρινὸ κρέας δὲν τρῶνε). Οἱ Γαδαρηνοί, παρανόμως, γιὰ ἐμπόριο καὶ μαύρη ἀγορά, ἔτρεφαν γουρούνια καὶ τὰ μοσχοπουλοῦσαν στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἦταν πλεονέκτες, φιλάργυροι. Καὶ μόνο αὐτό; Εἶχαν καὶ κακία. Ἀπόδειξις ὅτι ἔδιωξαν τὸ Χριστό. Ἄλτ, ἔξω! τοῦ εἶπαν. Ἂν πήγαινε κανένας ἄλλος, θὰ τὸν δέχονταν· τὸν πτωχὸ καὶ ξυπόλητο Ναζωραῖο τὸν ἔδιωξαν. Κατηραμένο χωριό!
* * *
Πέρασαν ἀπὸ τότε χιλιάδες χρόνια. Οἱ ἄνθρωποι ἄλλαξαν; Λίγοι. Οἱ πολλοὶ εἶνε σὰν τοὺς Γαδαρηνούς. Γαδαρηνὸς θὰ πῇ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀγαπάει Θεό, Χριστό, σταυρό, Παναγιά, ἐκκλησιά· προσευχὴ δὲν κάνει, κερὶ δὲν ἀνάβει, δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνάει. Ζῇ σὰν ζῷο, σὰν τετράποδο, σὰν τὸ χοῖρο.
Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο, δὲν τὸ λέω ἐγώ. Μὴ διαστρεβλώσῃ κανεὶς τὰ λόγια μου. Ὅπως εἶπαν ἄλλοτε, ὅτι καταράστηκα τὶς γυναῖκες. Δὲν καταράστηκα. Ἀπὸ ποῦ βγῆκα ἐγώ, ἀπὸ βράχο; Μιὰ μάνα μὲ γέννησε κ᾽ ἐμένα. Δὲν εἶπα τέτοιο πρᾶγμα· ἄλλο εἶπα. Εἶπα ὅτι οἱ γυναῖκες ποὺ δὲν κάνουν παιδιὰ ―ἔτσι λένε μεγάλοι γιατροί― ὅταν δὲν γεννοῦν, ἀλλὰ παίρνουν χάπια, κάνουν ἐκτρώσεις – ἄτιμα πράγματα, παθαίνουν καρκίνο μήτρας καὶ μαστῶν. Ἡ γυναίκα ποὺ γεννάει, τὰ αἵματά της τρέχουν σὰν καθαρὸ ποτάμι· αὐτὴ ἔχει ζωὴ καὶ ὑγεία. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τώρα λέω, ὅτι ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεὸ εἶνε σὰν τὰ ζῷα, σὰν τὰ γουρούνια. Δὲν τοὺς λέω ἔτσι ἐγώ· τὸ εὐαγγέλιο τοὺς λέει. Διότι τί κάνει τὸ γουρούνι;
⃝ Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ ἔχει τὸ κεφάλι του κάτω στὴ γῆ καὶ ψάχνει γιὰ φαΐ. Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας εἶδα μιὰ φορὰ σ᾽ ἕνα μεγάλο χωριὸ ποὺ εἶχε δάσος μὲ βελανιδιὲς ἕνα κοπάδι χοίρων νὰ μπαίνῃ μέσα καὶ νὰ τρῶνε μὲ λαιμαργία. Παρατηροῦσα ὅτι κανένας χοῖρος δὲν ὕψωσε τὸ κεφάλι του ἐπάνω στὴ βελανιδιά. Ἐνῷ ἡ κοττούλα, μιὰ σταλαγματιὰ νερὸ πίνει καὶ σηκώνει τὸ κεφάλι της ἐπάνω, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾽ εὐχαριστῶ. Σὰν τὰ γουρούνια εἶνε καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί· πρωὶ μεσημέρι βράδυ, μασᾶνε τρῶνε πίνουν, ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεὸ δὲ λένε. Καὶ μόνο αὐτό; Τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Χειρότεροι ἀπ᾽ τὰ γουρούνια.
⃝ Τὸ ἄλλο γνώρισμα. Ὁ χοῖρος εἶνε μέσ᾽ στὴν ἀκαθαρσία. Καὶ ἂν τὸν πλύνῃς καὶ τὸν καθαρίσῃς μὲ σαπούνι, μόλις φύγῃ ἀπ᾽ τὰ χέρια σου, πέφτει πάλι μέσ᾽ στὴ λάσπη. Ἔτσι εἶνε καὶ μερικοὶ ἄνθρωποι. Ἔρχονται ἐξομολογοῦνται, καθαρίζονται στὴν Ἐκκλησία, παίρνουν τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ· καὶ μόλις βγοῦν τοὺς βλέπεις καὶ πέφτουν στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. Τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία, τὸ βράδυ στὴν ταβέρνα· τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία, τὸ βράδυ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς παλλακίδος· τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία, τὸ βράδυ στὰ ξένα κτήματα γιὰ κλεψιά· τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, τὴν ἄλλη μέρα στὸ δικαστήριο νὰ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ξαναπέφτουν στὴ λάσπη.
⃝ Καὶ τὸ τρίτο γνώρισμα. Τὸ γουρούνι, ὅπως εἴπαμε, ποτέ δὲν κοιτάζει ψηλά. Μόνο μιὰ φορά, ὅταν τὸ παίρνουν στὸ σφαγεῖο καὶ τὸ ἀναποδογυρίζῃ ὁ χασάπης, τότε κοιτάζει ἐπάνω καὶ σιωπᾷ· βλέπει, ὅτι ἔξω ἀπὸ τὰ βελανίδια ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο. Ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἄθεος ἄνθρωπος. Ὅλη τὴ ζωή του δὲ σκέπτεται Θεό. Μόνο ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος νὰ τὸν πάρῃ, τότε ἀνοίγουν τὰ μάτια του καὶ τὰ χάνει. Ὤ τί ἔπαθα! λέει· ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος!…
* * *
Ἀδελφοί μου, πιστεύετε στὸ Χριστὸ καὶ στὸ εὐαγγέλιο. Δὲ θὰ ζήσουμε αἰώνια πάνω στὸ φλούδι αὐτὸ τῆς γῆς. Σήμερα – αὔριο φεύγουμε. Ποῦ εἶνε οἱ πατέρες μας καὶ οἱ παπποῦδες μας; Στὰ μνήματα. Ἐκεῖ θὰ πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς ὅλοι. Λοιπὸν τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι, ὡς Χριστιανοί, ὅπως θέλει ὁ Χριστός μας καὶ τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καὶ γιὰ νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, μακριά ἀπὸ τὸ κακό! Ποιό κακό;
Οἱ γυναῖκες μακριὰ ἀπὸ ἐκτρώσεις – ἀμβλώσεις. Μεγάλο ἁμάρτημα ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας. Θὰ μᾶς κάψῃ ὁ Θεός. Λιγόστεψαν τὰ παιδιά. Οἱ παπᾶδες τώρα δὲ βαπτίζουν παιδιά· μόνο θάβουν γέρους. Κατάρα!
Καὶ οἱ ἄντρες μακριὰ ἀπὸ τὴ βλαστήμια. Καὶ πότε ὁ ἄνθρωπος βλαστημάει; Ὅταν μεθάῃ· τότε χάνει τὸ χαλινάρι του, εἶνε σὰν ζῷο ἀχαλίνωτο καὶ ὑβρίζει τὰ θεῖα. Μακριὰ ἀπ᾽ αὐτά. Γιατὶ εἶνε φόβος ―ὑπάρχουν παραδείγματα―, τὴν ὥρα τῆς βλαστήμιας, νὰ εἰσχωρήσῃ τὸ δαιμόνιο. Ἂν δὲν πιστεύετε, πηγαίνετε στὴν Κεφαλονιά. Βλαστημᾷς; θὰ μπῇ μέσα τὸ δαιμόνιο· ἢ σ᾽ ἐσένα ἢ στὸ παιδί σου ἢ στὸ σπίτι σου ἢ στὸ ζῷο σου. Ναί, καὶ στὸ ζῷο. Ἔχω ἕνα φοβερὸ παράδειγμα· ἔγινε στὸ χωριό μου καὶ τὸ ξέρω καλά. Ἕνας χωρικός, τότε ποὺ δούλευαν τὴ γῆ μὲ τὰ βόδια, σκόνταψε τὸ ἀλέτρι κι αὐτὸς βλαστήμησε τὰ θεῖα. Τότε τὸ βόδι ἀγρίεψε. Σπάει τὸ ἀλέτρι καὶ πέφτει πάνω του νὰ τὸν ξεκοιλιάσῃ. Ἔτρεξαν ἀπ᾽ τὰ διπλανὰ χωράφια οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν σώσουν. Τὸν πήραν σχεδὸν σκοτωμένο καὶ τὸν πῆγαν στὸ σπίτι. Κ᾽ ἐκεῖ τί ἔγινε; Ἂς μὴ τὸ πιστέψετε. Τὴ νύχτα τὸ βόδι ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ μαντρί, βγῆκε ἔξω, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ βλασφήμου, καὶ μὲ τὰ κέρατα προσπαθοῦσε νὰ σπάσῃ τὴν πόρτα, νὰ μπῇ μέσα νὰ τὸν σκοτώσῃ. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει Θεός!
Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς ἀθέους· εἴτε δάσκαλοι λέγονται, εἴτε καθηγηταί, εἴτε γιατροί, εἴτε ἐπιστήμονες. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, καὶ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ζήσετε μὲ τὸ Χριστό. Διαφορετικά, ὄχι μόνο τὰ ζῷα θὰ δαιμονιστοῦν, ἀλλὰ καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε.
Ἀδέρφια μου, στὸ Χριστό, στὴν Ἐκκλησία, στὰ ἅγια μυστήρια, ἑνωμένοι, ἀγαπημένοι! Ἔτσι θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγιου Νικολάου Κρατεροῦ – Φλωρίνης 3-7-1977)