Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ (Λουκ. 6,31-36)
ΑΓΑΠΗ – ΜΙΣΟΣ
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν…» (Λουκ. 6,35)
Ο ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὑψίστη ἀξία, ἡ κορωνίδα τῆς θείας δημιουργίας. Ἔχει ἕνα μεγαλεῖο ἀπερίγραπτο. Εἶνε σύνθετος ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα. Ὕλη εἶνε τὸ σῶμα, ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ φροντίσουμε, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα φθαρτά, θὰ ἔρθῃ μία ὥρα ποὺ θὰ καταστραφῇ καὶ τὸ τέλος του θὰ εἶνε ὁ τάφος. Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο σῶμα, κόκκαλα, σάρκες, νεῦρα, στομάχι καὶ κοιλιά, δὲν εἶνε μόνο ὕλη. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ «ὀστράκινον σκεῦος» (Β΄ Κορ. 4,7), σ᾽ αὐτὴ τὴν πήλινη γλάστρα, ὑπάρχει ἕνα οὐράνιο ἄνθος, κατοικεῖ ἄγγελος, ἡ ἔξοχη ἀόρατη καὶ ἀθάνατη οὐσία ποὺ ὀνομάζεται ψυχή.
―Ψυχή! θὰ πῇ κάποιος. Στὸν αἰῶνα τῶν πυραύλων, ἔρχεσαι σὺ νὰ μιλήσῃς γιὰ ψυχή;…
Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ἔχεις σῶμα, ἄλλο τόσο καὶ περισσότερο, ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιος νὰ εἶσαι, ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Ποιός τὸ λέει; Οἱ φιλόσοφοι τῆς πατρίδος μας, ἡ ἐπιστήμη μὲ τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς ἐκπροσώπους της. Παραπάνω ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς βαρύνει ὄχι ὅτι τὸ εἶπε ὁ Πλάτων ἢ ὁ Ἀριστοτέλης ἢ ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ἐπιστήμων, ἀλλ᾽ ὅτι τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Γιατὶ ὅλοι μπορεῖ νὰ ψεύδωνται, ἀλλὰ οἱ αἰῶνες ἀπέδειξαν ὅτι ἕνας δὲν ψεύδεται καὶ δὲν ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37).
Εἶνε βέβαιο ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα καὶ ψυχή. Κι ὅταν αὐτὰ βρίσκωνται σὲ ἁρμονία, τότε ἔχουμε τὸν ὑγιῆ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἡ ἁμαρτία διετάραξε τὴν ἁρμονία σώματος καὶ ψυχῆς, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως ψάλλουμε στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, «ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (μεγαλυν.).
Γιὰ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος τρέχουμε σὲ γιατροὺς καὶ νοσοκομεῖα, ὑποβαλλόμεθα σὲ ἐξετάσεις καὶ αὐστηρὲς δίαιτες, ταξιδεύουμε στὸ ἐξωτερικό, δαπανοῦμε τεράστια ποσά. Καλῶς πράττουμε. Δὲν θά ᾽πρεπε ὅμως ἐξ ἴσου τοὐλάχιστον νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς; Διότι κι αὐτὴ ἔχει ἀσθένειες.
Καὶ ἔρχομαι τώρα νὰ σᾶς δείξω μία ἀσθένεια ψυχική, ποὺ τ᾽ ἀποτελέσματά της εἶνε τραγικά. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, ποιός εἶνε ὁ γιατρός, καὶ ποιό τὸ φάρμακο; Ἡ ἀσθένεια ὀνομάζεται μῖσος – ἔχθρα, ὁ γιατρὸς εἶνε ὁ Χριστός, καὶ τὸ φάρμακο θὰ τὸ δοῦμε στὸ τέλος. Ἀσθένεια λοιπὸν τὸ μῖσος.
* * *
―Ἐγώ, θὰ πῇ κάποιος, δὲν ἔχω στὴν καρδιά μου μῖσος, ἔχω ἀγάπη· ἐγὼ ἀγαπῶ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται νὰ δώσουμε μία ἐξήγησι. Γιὰ ποιά ἀγάπη μιλᾶμε; Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε, ὅπως τὴν θέλει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸ νεαρὸ μὲ τὰ μακριὰ μαλλιά; Δὲν τὸν κατακρίνω· εἶνε θῦμα τῆς κοινωνίας. Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν μανιτάρια, ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῆς κοινωνίας αὐτῆς γεννιῶνται τὰ παιδιὰ αὐτά, ποὺ ἔχουν στὸ στόμα τὴ λέξι «ἀγάπη». Ποιά ἀγάπη ἐννοοῦν; Μόνο τὴ σαρκική, τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα. Τὸ λεξιλόγιό τους εἶνε τὸ λεξιλόγιο τοῦ κινηματογράφου, τῆς τηλεοράσεως, τῆς ἐλαφρᾶς λογοτεχνίας. Ὅταν λένε «ἀγάπη», ἐννοοῦν ἕνα μόνο εἶδος ἀγάπης, τὸ κατώτερο· ἐννοοῦν τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων, τῆς ἐπιδερμίδος, ποὺ μόνο μέσα στὴ νόμιμη συζυγία ἁγιάζεται. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν εὐλογημένο γάμο ἡ ἄθεσμη αὐτὴ «ἀγάπη» συχνὰ ποῦ καταλήγει; Στὸ βιτριόλι, στὸν πυροβολισμό, στὴν αὐτοκτονία, σ᾽ αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολεῖται ἡ ἀστυνομία καὶ τὰ δικαστήρια. Συνεπῶς, θὰ εἶσαι πολὺ ἀνόητη, ἐσὺ ἡ νέα, καὶ πολὺ ἀνόητος, ἐσὺ ὁ νέος, ἂν περιορίσετε τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης στὸν αἰσχρὸ ἔρωτα. Θὰ κλάψετε πολύ. Τὰ λόγια, ποὺ τώρα σὰν ζαχαρωτὰ τρέχουν ἀπὸ τὰ χείλη σας, θὰ μεταβληθοῦν σὲ ὕβρεις καὶ ἐκδίκησι. Δὲν ἐννοεῖ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τὸ εὐαγγέλιο ὅταν μιλάει περὶ ἀγάπης.
Κάποιος ἄλλος μιλάει καλύτερα, ἔχει ἀνεβῆ μερικὲς βαθμῖδες στὴν κλίμακα τῆς ἀγάπης. Ἐγώ, λέει, ἀγαπῶ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου, ἀγαπῶ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους. Αὐτὸς ἐκφράζεται ὑψηλότερα. Εἶνε τίμιος οἰκογενειάρχης, ἐργατικός· κοπιάζει, ἱδρώνει, καὶ τὰ χρήματά του πηγαίνουν στὸ σπίτι του. Εἶνε ἄνθρωπος ἀξιόλογος. ―Μπορεῖς νὰ πῇς, ὅτι αὐτὸς δὲν ἔχει ἀγάπη; τί ἄλλο θέλεις; θὰ μοῦ πῆτε. Ἐγώ; Τί εἶμαι ἐγὼ νὰ θέλω; Κάποιος ἄλλος θέλει, κάποιος ἄλλος ζητάει ν᾽ ἀνεβοῦμε ὑψηλότερα. Ἂν μείνουμε στὸ ἐπίπεδο αὐτό, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Ἐμπρὸς μάρς, βαδίζετε, ἀνεβαίνετε! Ἀφῆστε τὸ πρῶτο σκαλὶ τῆς σαρκικῆς ἀγάπης, προχωρῆστε στὸ δεύτερο σκαλὶ τῆς ἀγάπης τῆς οἰκογενείας, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πατρίδος. Μὴ μείνετε ὅμως ἐκεῖ. Πετάξτε ψηλότερα. Διότι καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶνε μικρή. Τὸ ν᾽ ἀγαπᾷς τοὺς δικούς σου εἶνε μιὰ ἀγάπη φυσική. Τέτοια ἀγάπη ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ βουδδισταί, καὶ οἱ βραχμᾶνοι, καὶ οἱ Γιαπωνέζοι, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀμερικᾶνοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγριοι στὴ ζούγκλα. Ἀλλὰ τί λέω; καὶ τὰ θηρία ἔχουν τέτοια ἀγάπη. Δὲν πᾷς στὸ λιοντάρι νὰ πειράξῃς τὸ λιονταράκι του; Σ᾽ ἔφαγε. Δὲν πᾷς στὰ ἀπόκρημνα ὄρη ὅπου ὁ ἀετὸς ἔχει τὴ φωλιά του; δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ πλησιάσῃς καὶ νὰ πειράξῃς τὰ παιδιά του, τὰ ἀετόπουλα; Στούκας θὰ γίνῃ καὶ θὰ πέσῃ πάνω σου.
Τέτοια ἀγάπη λοιπὸν εἶνε φυσικὴ καὶ συναντᾶται σὲ ὅλη τὴ ζῳολογικὴ κλίμακα. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἀγάπη ἀνώτερη. Πῶς ν᾽ ἀνεβοῦμε σ᾽ αὐτήν; Ὑπάρχει σκάλα; Ὑπάρχει. Ποιά εἶνε ἡ σκάλα; Ὁ σταυρός! Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη.
Πάνω στὸ σταυρὸ ὁ Χριστός, μὲ τὸν ἀκάνθινο στέφανο στὸ μέτωπο, μὲ τὰ χείλη ξηρὰ ἀπὸ τὴ δίψα, πληγωμένος, καταδικασμένος εἰς θάνατον, πικραμένος, ἀδικημένος ὅσο κανείς ἄλλος, τὸν ἀκοῦμε κάτι νὰ ψιθυρίζῃ πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα αἰῶνες τώρα. Τί λέει; Ἀγαπᾶτε! Ποιόν; Τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γονεῖς, τὴ μάνα, τοὺς συγγενεῖς, τὸν κόσμο, τὴ φύσι, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Ἰδιαιτέρως ὅμως τοὺς ἐχθρούς σας! «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…», λέει σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 6,35). Ἐκεῖνο τὸ «πλὴν» ξέρετε τί θὰ πῇ; Ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ εἰδωλολάτρες κι ὁ ἄλλος κόσμος, ἀλλ᾽ ὅπως ἐγώ, ποὺ συγχώρησα τοὺς σταυρωτάς μου. Ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς ἀγαπῆστε τοὺς ἐχθρούς σας.
Τί λόγος εἶνε αὐτός, θὰ πῆτε, τί φάρμακο δυσάρεστο! Πῶς εἶνε δυνατόν, αὐτὸν ποὺ σκότωσε τὸν πατέρα μου, αὐτὸν ποὺ προσέβαλε τὴν τιμὴ τοῦ σπιτιοῦ μου, αὐτὸν ποὺ μοῦ πῆρε τὴ γυναῖκα μου, αὐτὸν ποὺ μὲ πῆγε στὰ δικαστήρια καὶ μ᾽ ἔρριξε στὶς φυλακὲς μὲ ψευδορκίες, αὐτὸν μοῦ λὲς νὰ ἀγαπῶ; Ὄχι, ὄχι! βγαίνει κραυγὴ ἀπ᾽ τὰ βάθη. Μ᾽ ἔκαψε, θὰ τὸν κάψω· ὁ θάνατός του ἡ ζωή μου! αὐτὸ εἶνε τὸ σύνθημα. Ποιός τὸ λέει αὐτό, ὁ Χριστός; Ὄχι. Ὁ Χριστὸς λέει «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ποιός τὸ φωνάζει; Ὁ σατανᾶς καὶ τὰ ὄργανά του· γιατὶ αὐτὸς «ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς» (Ἰωάν. 8,44) καὶ αὐτὸς σκορπίζει τὸ μῖσος στὴν ἀνθρωπότητα.
Τὸ μῖσος. Τί κερδίζει αὐτὸς ποὺ μισεῖ; Ὅποιος ἐφαρμόζει τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», αἰσθάνεται παράδεισο στὴν καρδιά του. Ὅποιος μισεῖ, δὲν κοιμᾶται τὴ νύχτα, σκορπιοὶ καὶ φίδια τὸν κεντᾶνε, δὲν ἡσυχάζει ἕως ὅτου ἐκδικηθῇ τὸν ἄλλο. Τὸ μῖσος εἶνε φωτιά. Ἀλλ᾽ ὅταν πιάσῃ κάπου φωτιά, δὲ ῥίχνεις πετρέλαιο οὔτε βενζίνη· φέρνεις πυροσβεστικὴ ἀντλία καὶ ῥίχνεις νερό· ἔτσι σβήνει. Φωτιὰ τοῦ διαβόλου λοιπὸν εἶνε τὸ μῖσος. Μὴ ῥίχνεις πετρέλαιο καὶ βενζίνη· τὸ μῖσος δὲ νικᾶται μὲ τὸ μῖσος, αὐξάνει, γιγαντώνεται, καταστρέφει τὰ πάντα. Τὸ μῖσος σβήνει μόνο μὲ τὸ ἀθάνατο νερό, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
* * *
Ἀγαπητοί μου, κακὰ τὰ ψέματα· τὸ μικρόβιο τοῦ μίσους, καλλιεργούμενο ἀπὸ τὸ διάβολο, ἔχει μπῆ στὸ μεδούλλι τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀγάπη φυτοζωεῖ, τὸ μῖσος κυριαρχεῖ. Παντοῦ! Στὴν οἰκογένεια μισοῦν ἡ πεθερὰ τὴ νύφη, τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα, ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα. Στὸ χωριὸ μὲ τὰ δέκα σπίτια ἡ μία οἰκογένεια μισεῖ τὴν ἄλλη. Στὶς πολιτεῖες οἱ ἔμποροι καὶ ἐπιχειρηματίες μισοῦν τοὺς ἀνταγωνιστάς. Στὸ κράτος τὰ κόμματα χτυποῦν τὸ ἕνα τ᾽ ἄλλο. Καὶ στὴν ἀνθρωπότητα τὸ μῖσος τῶν μεγάλων κρατῶν γέννησε τὸν πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μὲ τόσα ἑκατομμύρια νεκρούς, καὶ αὐτὸ ―ἀλλοίμονο― θὰ φέρῃ τὸν Ἁρμαγεδῶνα τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16).
Πάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν θυμάτων καὶ τὰ ἐρείπια, ψηλά, ψηλά, ὡς ἄστρο καὶ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος, ποὺ μᾶς φωνάζει· «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 15,12), «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ της Ἁγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος 30-9-1973)