Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΟΥ
«Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας καθρέφτης, στὸν ὁποῖον, ἐὰν κοιτάξουμε μὲ προσοχή, θὰ δοῦμε τὸν ἄθλιο ἑαυτό μας, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη ποὺ ἔχουμε. Στὸ σημερινὸ δὲ εὐαγγέλιο βλέπουμε ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτερα ἐλαττώματα. Ὀνομάζεται πλεονεξία. Πλεονεξία εἶνε τὸ νὰ μὴ εὐχαριστῆται κανεὶς σ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ νὰ ζητῇ ὅλο καὶ περισσότερα καὶ ποτέ νὰ μὴ λέῃ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Εἶνε μιὰ ἐκδήλωσις τοῦ ἀτομιστικοῦ καὶ ἐγωϊστικοῦ πνεύματος. Στὴ σημερινὴ παραβολὴ βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου.
* * *
Τί μᾶς λέει; Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος γεωκτήμων. Εἶχε πολλὰ ὑποστατικά, χωράφια, ἀμπέλια, ἐλαιοστάσια, κήπους μὲ ὀπωροφόρα δέντρα. Κατεῖχε μεγάλη ἔκτασι γῆς. Ἦταν ἆραγε εὐτυχισμένος; Ὅπως δείχνει ἡ συνέχεια, ὄχι. Μιὰ χρονιὰ ἦρθε μεγάλη εὐφορία. Τὰ χωράφια ἔδωσαν πολὺ καρπό. Τὰ δέντρα λύγιζαν ἀπ’ τὸ βάρος. Τί ἔπρεπε κι αὐτὸς νὰ πῇ; Νὰ πῇ «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇ ἕνα «εὐχαριστῶ». Τὸ εἶπε; Δὲν τὸ εἶπε. Ὅταν εἶδε αὐτὴ τὴν ἔκτακτο ἐσοδεία μπῆκε σὲ μεγάλη συλλογή. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ τὴ νύχτα καὶ δὲν τὸν ἔπιανε ὕπνος. Τὸν ἀπασχολοῦσε ἕνα πρόβλημα, ποὺ εὔκολα μποροῦσε νὰ λυθῇ, ἀλλὰ ἡ πλεονεξία τὸ ἔκανε δυσεπίλυτο.
Ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα. «Τί νὰ κάνω», λέει, «ποὺ δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τὰ ἀγαθά μου;» (Λουκ. 12,17). «Τί νὰ κάνω;»! Νὰ τὸ λέῃ ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ, νὰ τὸ λέῃ ὁ πολύτεκνος πατέρας ποὺ σκέπτεται πῶς θ’ ἀποκαταστήσῃ τὰ παιδιά του, νὰ τὸ λέῃ ἡ χήρα ποὺ παλεύει μὲ τόσα προβλήματα, νὰ τὸ λέῃ τὸ ὀρφανὸ ποὺ ἔμεινε ἔρημο; Τὸ λέει αὐτός! Ἐπὶ τέλους, ἀφοῦ βασάνισε τὸ μυαλό του, βρῆκε λύσι. Ποιά λύσι; Νὰ γκρεμίσῃ τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ χτίσῃ μεγαλύτερες. Ἀφοῦ συλλέξω ἐκεῖ τοὺς καρπούς, σκεπτόταν, θὰ πῶ· «Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Αὐτὰ σκεπτόταν, αὐτὸς ἦταν.
Ὁ κόσμος θὰ τὸν θεωροῦσε ἔξυπνο. Ἀλλὰ ἄλλη ἡ γλῶσσα τοῦ κόσμου, ἄλλη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἂς φαινόταν προνοητικὸς καὶ δημιουργικός· ὁ Κύριος λέει, ὅτι δὲν εἶχε μυαλὸ κουκούτσι, τὸν ὀνομάζει «ἄφρονα» (ἔ.ἀ. 12,20). Γιατί τὸν ὀνομάζει ἄφρονα; Προσέξτε.
⃝ Ἀκούσατε τί λέει· «Τὰ γενήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Πόσο ἁμαρτωλὸ ἐκεῖνο τὸ «μου»! Αὐτὸ θὰ μᾶς φάῃ. Ἦταν δικά του; Πρῶτα-πρῶτα ὁ σπόρος. Μέσα του κλείνει τεραστία δύναμι ἀναπαραγωγῆς. Ποιός τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμι αὐτή; Χίλιοι γεωπόνοι καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ μποροῦν νὰ κάνουν. Ὁ σπόρος λοιπὸν ποὺ ἔσπειρε ὁ πλούσιος δὲν ἦταν δικός του. Ἔπειτα τὸ χῶμα. Γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος, θέλει χῶμα. Τί εἶνε τὸ χῶμα; Ἄλλο πάλι μυστήριο. Τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε ἔχει τεραστία δύναμι. Χιλιάδες τώρα χρόνια βλαστάνει, φυτρώνει συνεχῶς. Εἶνε γόνιμο, νά ἡ ἀξία του. Πάρτε δυὸ γλάστρες, μία γεμάτη χρυσάφι καὶ μία γεμάτη χῶμα, καὶ σπείρετε σπόρο· τὸ χρυσάφι δὲ φυτρώνει, εἶνε στεῖρο, ἐνῷ τὸ χῶμα εἶνε εὐλογημένο· βγάζει δέντρα, καρπούς, ἄνθη. Ποιός τὸ ἔκανε; Ὁ σπόρος λοιπὸν τοῦ Θεοῦ, τὸ χῶμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος στὸ χῶμα θέλει καὶ νερό. Ἂν ὁ οὐρανὸς δὲ βρέξῃ, ξεράθηκαν τὰ πάντα. Ἀπαραίτητος εἶνε καὶ ὁ ἥλιος· χωρὶς τὶς ἀκτῖνες του τίποτα δὲν εὐδοκιμεῖ. Μὲ λίγα λόγια, ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἐν τούτοις ὁ πλούσιος λέει «τὰ ἀγαθά μου». Δὲν εἶνε δικά σου, κύριε. Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὸ λόγο «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1); Τοῦ Κυρίου εἶνε καὶ ἡ γῆ καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά της. Δὲν εἶσαι ἰδιοκτήτης, μόνο διαχειριστής.
⃝ Εἶνε ὅμως ἀνόητος κι ἀπὸ ἄλλης πλευρᾶς. «Θὰ γκρεμίσω», λέει, «τὶς ἀποθῆκες μου, θὰ κάνω καινούργιες καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ τὰ ἀγαθά μου». Ζητοῦσε ἀποθῆκες. Μὰ ὑπῆρχαν. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ποιές εἶνε οἱ ἀποθῆκες; Τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων! Δὲν σκέφθηκε ὅτι δίνοντας στοὺς φτωχοὺς ἀποθηκεύει στοὺς οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ εἶνε «ἄφρων».
⃝ Εἶνε ἀνόητος ἀκόμα, διότι ὑπολόγιζε πὼς θὰ ζήσῃ «ἔτη πολλά» (ἔ.ἀ. 12,19). Ἔζησε; Οὔτε μιὰ νύχτα. Ἔκανε «λογαριασμὸ χωρὶς τὸν ξενοδόχο». Ποιός εἶνε ὁ «ξενοδόχος»; Ὁ χάρος! Ἐκεῖ ποὺ ἔκανε σχέδια, ἀκούει· Ἔλα ἐδῶ, κι οὔτε δευτερόλεπτο ἀναβολή!… Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέφαλο καὶ γίνεται φυτό. Ἀνόητε, «ἄφρον»!…
Ὥστε λοιπὸν ἡ πλεονεξία ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναλύσει της εἶνε ἀφροσύνη. Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος δὲν συνετίζεται, δὲν λέει ποτέ «φτάνει». Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει πιὰ τὸ νερό σας», ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροὺς «Φτάνει πιά, χόρτασα ἀπὸ πτώματα»· ὁ πλεονέκτης ὅμως δὲν τὸ λέει. Ἔκανε ἕνα ἑκατομμύριο; ζητάει δύο· ἔκανε δύο; ζητάει τέσσερα, πέντε, δέκα, εἴκοσι ἑκατομμύρια… Φοβερὸ τὸ πάθος· «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν εἶνε ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10). Κάνει δυστυχῆ τὸν ἑαυτό του. Ὑπενθυμίζει κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ποὺ παρακάλεσε, λένε, τοὺς θεούς, ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, καὶ τὸν ἄκουσαν· ἄγγιξε πέτρες, δέντρα, λουλούδια…, ὅλα ἔγιναν χρυσᾶ. Ὅταν ὅμως στὸ σπίτι κάθησε στὸ τραπέζι, ἔγιναν χρυσᾶ καὶ τὸ πιάτο καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ψωμί· ἔτσι δὲν εἶχε τί νὰ φάῃ, καὶ πέθανε ἀπὸ τὴν πεῖνα. Φάε, λοιπόν, χρυσάφι! Μῦθος εἶνε αὐτός, ἀλλὰ διδάσκει σὲ τί παγίδα πέφτει ὁ πλεονέκτης.
Ἡ πλεονεξία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄτομα, ἀπειλεῖ τὰ ἔθνη καὶ τὴν κοινωνία σήμερα. Καὶ ἡ μικρή μας πατρίδα κινδυνεύει. Τὸ ἔθνος μας ἦταν πτωχό, δὲν εἶχε ἐπάρκεια. Σιτάρι φέρναμε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὴ ῾Ρωσία καὶ τὴν Ἀμερική. ῾Ρύζι ―θυμοῦμαι στὰ χρόνια τὰ δικά μας― δὲν ὑπῆρχε οὔτε μιὰ φούχτα, οὔτε γιὰ φάρμακο. Τώρα, δόξα τῷ Θεῷ, ὄχι μόνο γίναμε αὐτάρκεις ἀλλὰ ἔχουμε καὶ πλεόνασμα. Ἂς εἶνε καλὰ οἱ γεωργοὶ τῆς ὑπαίθρου μας ἀλλὰ καὶ οἱ ἀδελφοί μας οἱ ἐργατικώτατοι πρόσφυγες, ποὺ ἔδιωξε ὁ Κεμὰλ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ δούλεψαν σὰν μιὰ οἰκογένεια, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καλλιεργήθηκαν καὶ καρποφόρησαν. Τώρα ὅμως τί κάνουμε οἱ ἄφρονες· πετοῦμε ῥοδάκινα, μῆλα καὶ ἄλλους καρποὺς στὶς χωματερές. Θεέ μου, τί ἔγκλημα! Ἔχουμε τόσο ἐμπορικὸ στόλο· μπορούσαμε νὰ φορτώσουμε δέκα καράβια καὶ νὰ τὰ πᾶμε στὶς χῶρες ποὺ πεινᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν τὸ κάνουμε οἱ πλεονέκται καὶ ἄφρονες. Καὶ ἄφρων πλεονέκτης εἶνε ὁλόκληρος ἡ Εὐρώπη, αὐτὴ ἡ ΕΟΚ, ποὺ ἐπιβάλλει νὰ ξερριζωθοῦν ἀμπέλια καὶ ἐλαιοστάσια στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μποροῦν αὐτοὶ νὰ πωλοῦν σὲ μεγάλες τιμὲς τὰ προϊόντα τους. Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἐπ’ αὐτοῦ. Περιμένουν πολλὰ ὡρισμένοι ἀπὸ τὴν ΕΟΚ, ἐγὼ δὲν περιμένω. Εἶνε συνασπισμὸς συμφεροντολόγων, «ἑταιρεία λεόντων» ὅπως τὴν ὠνόμασε κάποιος πολιτικός. Καὶ ἂν μπῇ καὶ ἡ Τουρκία μέσα, ὤχ ὤχ, γράψε ἀλλοίμονο!…
* * *
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε αἰώνιο, ἀγαπητοί μου. Ἰδού ἡ εἰκόνα τῆς πλεονεξίας ποὺ μᾶς δίδει. Καὶ τὸ φάρμακο ποὺ συνιστᾷ ποιό εἶνε;
Τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε· Νὰ εἶσαι ὀλιγαρκής, ἐργατικός, δίκαιος, σπλαχνικός. Ἀρκέσου στὰ λίγα, τὰ ἀπαραίτητα, στὸν «ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11). Οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε πολλές· πέντε – δέκα τὸ πολύ. Τώρα ὁ ἄφρων ἄνθρωπος τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ἐπλήθυνε τὶς ἀνάγκες του σὲ χιλιάδες. Οἱ περισσότερες εἶνε περιττὰ ἢ καὶ ἐπιβλαβῆ πράγματα, ὅπως λ.χ. τὸ τσιγάρο. Ἂν λείψουν τὰ περιττά, ὁ μικρὸς πλανήτης μας εἶνε ἐφωδιασμένος ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ μὲ τόσα πλούτη, ποὺ ἂν καλλιεργηθῇ σωστὰ μπορεῖ νὰ θρέψῃ πέντε φορὲς περισσότερο πληθυσμό. Πότε; ὅταν μαζὶ μὲ τὴν ὀλιγάρκεια ὑπάρχῃ ἀνιδιοτέλεια καὶ δικαιοσύνη, ὅταν πάψῃ τὸ «σὸν» καὶ τὸ «ἐμόν», ὅταν ἡ γῆ δὲν ἀνήκῃ πλέον στὸν ἄλφα καὶ στὸν βῆτα ἀλλὰ στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς», ὅταν ὑπάρχῃ δικαία κατανομή, ὅταν τὸ περίσσευμα τοῦ ἑνὸς πηγαίνῃ στὸ ὑστέρημα τοῦ ἄλλου, ὅπως λέει ὁ ποιητής· «αὐτὸ ποὺ περισσεύει, εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε».
Κ’ ἐμεῖς νὰ πολεμήσουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὴν πλεονεξία. Ὁ σατανᾶς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλον. Ὁ Χριστὸς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἄλλον!
Ἡ λύσις τῶν προβλημάτων ποὺ τυραννοῦν τὴν ἀνθρωπότητα εἶνε μέσα στὴ Γραφή. Τὰ εἶπε ὁ Χριστός. Τὰ ἐφαρμόζουμε; παράδεισος θὰ γίνῃ ἡ γῆ! Δὲν τὰ ἐφαρμόζουμε; κόλασις θὰ γίνῃ ἡ γῆ. Καὶ γίνεται κόλασις, ἀφοῦ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο λύνονται τὰ ἀτομικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐθνικά, τὰ παγκόσμια προβλήματα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 19-11-1989)