ΔΙΔΑΧΑΙ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
Βιβλίου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου (σελ. 259-283 έκδοση 1971)
ΔΙΔΑΧΗ Η΄
Οι άνθρωποι σκλάβοι του διαβόλου
Ο Χριστός ελευθερωτής
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο γλυκύτατος αυθέντης και Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, βλέποντας το γένος των ανθρώπων, οπού δεν τον εγνώριζαν να τον πιστεύσουν, οπού αυτός είνε και εις τον ουρανόν και εις την γην και εις όλα τα ποιήματα αυθέντης και κυβερνήτης, και χωρίς το θέλημα του Χριστού μας ουδέ ένα δύναται να στερεωθή, και βλέποντας τους ανθρώπους, οπού τους επλανούσε ο μισόκαλος διάβολος και τους είχεν όλους εις το ιδικόν του θέλημα και τους έκαμεν όλους εδικούς του και φαμελίτες του, και ηθέλησεν ο πανάγαθος Θεός να εντροπιάση τον διάβολον και να ξεσκλαβώση τον άνθρωπον από τον διάβολον, να έχη μεγάλην χάριν ο άνθρωπος από την ευσπλαγχνίαν του, από την πολλήν του αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισεν, εκαταδέχθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος, εκ Πνεύματος Αγίου, από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Δια τούτο εσαρκώθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος, να τον ιδούμεν και να τον μάθωμεν, ότι απ’ αυτόν άλλος δεν είνε, και να πιστεύσωμεν, δια να μας ελευθερώση από τας μιαράς χείρας του διαβόλου και να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαιρώμαστε και να ευφραινώμαστε μαζί με τους αγίους Αγγέλους εις τον παράδεισον πάντοτε και να μη καιγώμαστε εις την κατηραμένην κόλασιν μαζί με τους κατηραμένους δαίμονας.
Το κήρυγμα των Αποστόλων
Και να ηξεύρετε, παιδιά μου ετούτην την γην, οπού κατοικούμεν, την έχει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Καθώς έχει ένας βασιλεύς και μαζώνει όλα τα βασιλικά χρέη και παίρνει από χωράφια, από αμπέλια και από τους ανθρώπους, και στέλνει ανθρώπους ιδικούς του και τα μαζώνουν κάθε χρόνον, και όταν τα πηγαίνουν εκείνοι έμπροσθεν εις τον βασιλέα χαίρεται ο βασιλεύς και τους δίδει μεγάλα χαρίσματα και τους έχει φίλους ηγαπημένους, έτσι έχει και ο Χριστός την γην ωσάν αμπέλι, όλον τον κόσμον.
Και έβαλεν εργάτας τους δώδεκα Αποστόλους, τους ευλόγησε και τους έδωκε την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ευθύς έμαθον τα γράμματα και όλες τις γλώσσες, ότι πρώτον οι Απόστολοι ήταν αγράμματοι και μίαν γλώσσαν μόνον ήξευραν και αφού τους ηυλόγησε και τους εφύσησεν εις το στόμα τους και έλαβον χάριν, όλα τα γράμματα και τις γλώσσες τις έμαθον. Και τους έστειλεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, εις όλον τον κόσμον και τους είπεν: Σύρτε εις όλον τον τόπον και εις όλην την γην, κάστρα και χωρία, και ειπέτε τους, αν ίσως θέλουν να ζήσουν και εδώ καλά και ειρηνικά και να τους βάλω εις τον παράδεισον, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και να φυλάγουν τα προστάγματα του αγίου Ευαγγελίου. Και εις οποίαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι, είπεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Και εις οποίαν χώραν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται οι άνθρωποι, είπεν ο Κύριος: Να τινάζετε και τα παπούτσια σας από τον κονιορτόν και να δώσητε κατάραν και να φύγετε.
Και ωσάν έλαβον οι Απόστολοι την χάριν και την ευλογίαν του Αγίου Πνεύματος, ευθύς έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον και μετ’ εκείνην την χάριν του Αγίου Πνεύματος ιάτρευον τυφλούς, λεπρούς, αρρώστους και τους δαιμονιζομένους και, το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζαν τους νεκρούς και ανεσταίνονταν. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και τους εδέχονταν οι άνθρωποι, αρχιερείς, ιερείς, διακόνους, αναγνώστας έκαμναν και εκκλησίας και ευλογούνταν η χώρα εκείνη και εγίνονταν ένας επίγειος παράδεισος, μία μεγάλη χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των Αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και δεν τους εδέχονταν οι άνθρωποι, δεν ευλογούνταν η χώρα εκείνη, έμενε κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Ο πόθος του αγίου Κοσμά
Πρέπον και εύλογον ήτον, αδελφοί μου, να είχα και εγώ την καρδίαν καθαρήν ωσάν τους αγίους Αποστόλους, δια να φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, να ακουσθή έως απάνω εις τον ουρανόν. Ιδού οπού αξιώθηκα και ήλθα εις την ευλογημένην σας χώραν και σας απόλαυσα. Μα επειδή και είμαι αμαρτωλός και δεν έχω την χάριν του Αγίου Πνεύματος, όμως αποτολμώ και παρακαλώ τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του, να ευλογήσει την χώραν σας και όλα των χριστιανών, να ευλογήσει τους άνδρας και γυναίκας και τα παιδιά σας, τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, να συγχωρέση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση, παιδιά μου, ο Θεός να περάσετε και εδώ καλά και ειρηνικά, και να σας βάλη εις τον παράδεισον να δοξάζητε την Αγίαν Τριάδα. Πρέπον και εύλογον είνε, αδελφοί μου, να αρχίσω την διδασκαλίαν μου από τον Θεόν και παρακαλώ την αυθεντίαν σας να ακούσητε με κάθε προθυμίαν τον λόγον μου, καθώς τον άκουσα και εγώ από το ιερόν Ευαγγέλιον και από τους αγίους Αποστόλους, και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν.
Αγαπάτε τον Θεόν και τον πλησίον
Πολλά ονόματα έχει ο Θεός, αδελφοί μου. Το κύριον και άγιον όνομα του Θεού μας είνε η αγάπη και λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, μια φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Όμως πρέπει, αδελφοί μου, να αγαπώμεν τον Θεόν, διατί μας έδωσε τόσην μεγάλην γην, να κατοικούμεν εδώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, αέρα, ημέραν, νύκτα, φωτιάν, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Και ημάς μας έκαμε ανθρώπους και όχι ζώα. Μας έκαμεν ευσεβείς χριστιανούς και όχι αιρετικούς.
Τώρα σας ερωτώ, παιδιά μου, να μου ειπήτε την πα΄σαν αλήθειαν. Ποιόν αγαπάτα, τον Θεόν ή τον διάβολον; Εσείς τώρα με τον νουν σας τον Θεόν αγαπάτα. Πολλά καλά το γνωρίζετε και το θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα και γνωστικά είσθε, και να έχω την ευχήν σας. Μόνον να ιδούμεν αυτήν την αγάπην εις τον Θεόν είνε σωστή, είνε τελειωμένη ή της λείπεται και άλλο τίποτας; Πόθεν να καταλάβωμεν; Από λόγου μας. Εσύ έχεις ένα παιδί, αδελφέ. Εγώ εσένα σε αγαπώ, σε εκτιμώ, σε λέγω καλόν δια λόγου σου, και το παιδί σου το δέρνω και παίρνω το ψωμί του και το τρώγω και το ρούχο του το παίρνω και το φορώ. Αυτή μοι φαίνετει να λέγεται όχι έτσι. Να αγαπώμεν τον πατέρα, πρέπει να αγαπώμε και το παιδί. Διατί όποιος αγαπά τον Θεόν, αγαπά και τον αδελφόν του, τον χριστιανόν. Διατί ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν, μίαν Πίστιν, ένα Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλίν έχομεν, τον Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, ένα νόμον, ένα προσκύνημα και είμαστε αδελφοί όλοι.
Ακόμη να ηξεύρετε, αδελφοί μου, η αγάπη έχει δύο ιδιώματα, δύο χαρίσματα. Το ένα να δυναμώνη τον άνθρωπον εις τα καλά, και το άλλο να τον αδυνατίζη εις τα κακά. Να ηξεύρετε, τέκνα μου, πως εγώ έχω ένα ψωμί να το φάγω και να πίνω καλά. εσείς δεν έχετε. Η αγάπη μοι λέγει: Μη τρώγης μοναχός, δώσε και τους αδελφούς σου και φάγε και συ το άλλο. Έχω φορέματα. Η αγάπη μοι λέγει: Δώσε το ένα τον αδελφόν σου και εσύ φόρει το άλλο. Ανοίγω το στόμα μου να σε κατηγορήσω, να σε είπω ψέματα, να σε γελάσω, και ευθύς θυμούμαι την αγάπην και μου νεκρώνει το στόμα και δεν μου αφήνει να σου ειπώ ψέματα. Απλώνω τα χέρια μου να πάρω το πράγμα σου, τον βίον σου όλον. Η αγάπη δεν με αφήνει να σου το πάρω. Ίδετε, αδελφοί μου, τι χαρίσματα έχει η αγάπη.
Μέγα κακόν η έχθρα
Διατί, παιδιά μου, να ηξεύρετε γράμματα, να μάθετε ποίον είνε το καλόν και ποίον είνε το κακόν, τι χαρίσματα έχει η αγάπη και τι κακόν είνε η αμάχη και η έχθρα: Να ηξεύρετε, παιδιά μου, εις όποιαν πολιτείαν ή τόπον ή χώραν ή σπίτι είνε η αγάπη, εκεί είνε η χάρις του Χριστού μας, είνε ευλογία, υγεία, χαρά και ευφροσύνη και όλα τα αγαθά της γης. Και ζουν οι άνθρωποι, ζουν τα παιδιά των, τα ζώα των, γίνονται οι καρποί των συταριών, των αμπελιών και κάθε σπαρτών οπού τρέφονται οι άνθρωποι, και τους φυλάγει ο Χριστός μας από κάθε κίνδυνον, και σωματικά και ψυχικά, και όταν αποθάνη κανείς, πηγαίνει η ψυχή του εις τον παράδεισον. Και εις όποιον τόπον, ή χώραν ή σπίτι έχουν αμάχη και έχθραν, δεν προκόβουν οι άνθρωποι, δεν ζουν ούτε παιδιά αποκτούν ούτε ζώα του μήτε οι καρποί από τα σπέρματά τους γίνονται και εις βαρύτατα χρέη εμβάινουσι και καμμίαν χάριν δεν έχουν και όλοι οι άνθρωποι τους γελούν και όλα τα περίχωρα και τους στέλλει ο Θεός ή άνεμον καυτόν ή χαλάζια ή νερόν αχαμνόν και ζημιώνει τον τόπον εκείνον. Ιδέτε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η έχθρα, πόσα παιδιά γεννά. Μόνον σας παρακαλώ να μην έχετε τελείως έχθραν, ότι ο διάβολος την έχει μάναν την έχθραν. Την αμάχην την έχει αδελφήν και όποιος τις αγαπήση, θέλει περάσει και εδώ κακά και καταφρονημένα, και η ψυχή του κολασθή.
Η αξία του σχολείου
Διατί, άγιοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες, δεν ερμηνεύετε τα ευλογημένα μας αδέλφια να στερεώνωσι και να βάνωσι εις κάθε χωρίον σχολείον, να μανθάνουν τα παιδιά γράμματα, να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν; Ότι και εγώ από το σχολείον έμαθα τα εικοσιτέσσερα γράμματα, με την βοήθειαν του Χριστού μας.
Έμαθα και πέντε – εξ ελληνικά και έμαθα πολλών λογι΄λων γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγγικα και από όλα τα έθνη, με την χάριν του Χριστού μας, και πολλά τα εδιάβσα. Και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύρα. Όλα ευρέματα και σπέρματα του διαβόλου, και κατά αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα. Καθώς ο χρυσικός λαγαρίζει το ασήμι και δεν το αφήνει τελείως αζούραν, και τότε είνε λαμπρόν και καθαρόν και το αγοράζει με κάθε προθυμίαν ο άνθρωπος, έτσι και εγώ ηύρα καθαρά, άγια και αληθινά, λαμπρά και υπερλαμπρότερα απο τον ήλιον τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού. Και όποιος πιστεύει τον Χριστόν και τον λέγει Θεόν και κάμνη τα πράγματά του, οπού λέγει το άγιον Ευαγγέλιον, εκείνος είνε καλότυχος και τρισμακάριστος και καμμίαν φοράν δεν θέλει εντροπιασθή.
Και διά τούτο πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι. Διότι διαβάζοντας τα ελληνικά τα ηύρα οπού λαμρύνουν και φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου. Καθώς φωτίζει ο ήλιος την γην, όταν είνε ξαστεριά, και βλέπουν τα μάτια μακρυά, έτσι βλέπει και νους τα μέλλοντα. Απεικάζουν όλα τα καλά και τα κακά, φυλάγονται από κα΄θε λογής κακόν και αμαρτίαν. Διατί το σχολείον ανοίγει την εκκλησίαν, μανθάνομεν τι είνε ο Θεός, τι είνε η Αγία Τριάς, τι είνε ο άγγελος, τι είνε η αρετή, τι είνε οι δαίμονες, τι είνε η κόλασις. Τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν.
Οι δύο αντίχριστοι (Πάπας – Μωάμεθ)
Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους και ανοίγουν και μανθάνουν τα μυστήρια της πίστεως και διαβάζουν τα αδέλφια την θείαν και Ιεράν Γραφήν, το Ευαγγέλιον, και ευρίσκομεν πως ο προφήτης Ηλίας είνε ζωντανός και τον έχει ο Θεός χιλιάδες χρόνους. Και λέγει ο Θεός να τον στείλη τον προφήτην Ηλίαν, να διδάξη όλον τον κόσμον, και ύστερα να έλθη ο αντίχριστος. Και θέλη θανατώση τον προφήτην Ηλίαν, και τότε θέλει να χαλάση όλος ο κόσμος. Και εξετάζοντας, αδελφοί μου, και ερυνόντας τας Γραφάς και το άγιον Ευαγγ΄λειον ευρίσκομεν πως προφήτης Ηλίας ήλθεν, και ο αντίχριστος ήλθεν και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν, και τώρα δεν καρτερούμεν μήτε προφήτην Ηλίαν μήτα αντίχριστον. Ο αντίχριστος είνε ο ένας ο Πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του, το καταλμβάνετε, μα λυπηρόν είνε να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είνε εις την απώλειαν, καθώς το έχουν. Ημείς εγκράτεια, αυτοί απώλεια. Ημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγία. Ημείς παρθενία, αυτοί πορνεία. Ημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικωσύνη.
Τα σημεία των καιρών
Όμως η Γραφή μας λέγει να το ειπώ: Σήμερον αύριον καρτερούμεν πείνες, δίψες, πανούκλες λοιμικές. Θανατικά μεγάλα, να μη προφθάσουν οι ζωντανοί να θάψουν τους νεκρούς. Σήμερν αύριον καρτερούμεν σεισμούς, πολέμους και ακαταστασίες. Και θέλουν πέσει όλα τα βουνά κάτω και όλος ο κόσμος να αποθάνουν. την συνέχεια εδώ· Read more »