Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
Ο Θεος φροντιζει για μας
«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Εἶνε ἕνα βιβλίο· εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐὰν ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἐγγράμματοι καὶ ἀγράμματοι, ἐπιστήμονες καὶ ἐργάτες, ὅλοι ἐν γένει, ἐφαρμόζαμε ὅσα λέει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος· ἐνῷ τώρα, ποὺ παραβαίνουμε ὅλοι τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἡ γῆ, ὁ πλανήτης αὐτός, κινδυνεύει νὰ γίνῃ κόλασις.
* * *
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτόν. Μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δέντρων; μετρᾷς τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός.
Ποιό τὸ θαῦμα; Ὅταν κάποτε ὁ Χριστός μας κουράστηκε ―διότι ἦταν καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἔφερε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πλὴν τῆς ἁμαρτίας―, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀναπαύσεως. Βγῆκε λοιπὸν στὴν ἔρημο γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ λίγο ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Αὐτὸ τὸ πληροφορήθηκε ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τὸν ζητοῦσε. Καί, παρὰ τὴν ἀπόστασι, βάδισαν χιλιόμετρα καὶ πῆγαν νὰ τὸν βροῦν. Τὸν βρῆκαν πράγματι. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν τοὺς εἶδε ἐκεῖ στὴν ἔρημο, τοὺς σπλαχνίστηκε καὶ θεράπευσε ὅλους τοὺς ἀρρώστους ποὺ τοῦ εἶχαν φέρει.
Καὶ μετά; Ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ. Ἦταν τόσο γλυκειὰ ἡ διδασκαλία του, ὥστε οἱ ὧρες περνοῦσαν κι αὐτοὶ δὲν χόρταιναν νὰ ἀκοῦνε. Ἔγινε μεσημέρι, πέρασε τὸ μεσημέρι, κόντευε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κ’ ἐκεῖνοι ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθηταὶ πλησίασαν τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ τόπος εἶνε ἔρημος καὶ ἡ ὥρα πέρασε κιόλας· ἀπόλυσε τὸν κόσμο, νὰ πᾶνε νὰ ψωνίσουν κάτι γιὰ φαγητό. Ὁ Χριστὸς ὅμως φρόντισε καὶ ἐξασφάλισε ὁ ἴδιος φαγητὸ γιὰ ὅλους αὐτούς. Τί ἔκανε; Πῆρε στὰ ἅγια χέρια του πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια, ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ, προσευχήθηκε, τὰ εὐλόγησε, καὶ μετὰ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητάς, καὶ οἱ μαθηταὶ στὸν κόσμο. Καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, ὅλοι αὐτοί, πέντε χιλιάδες ἄντρες – ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ποὺ κατ’ ἀναλογία θὰ ἦταν διπλάσιες καὶ τριπλάσιες. Μιὰ ὁλόκληρη πόλις ἐτράφη μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια!
Ἔτσι ἔδειξε τὴν ἀγάπη του ὁ Χριστός.
* * *
Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὁ Κύριος τὴ δείχνει μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἔχουμε μάτια νὰ τὴ δοῦμε καὶ αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουμε τὰ θεϊκά του λόγια. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγαπᾷ καὶ φροντίζει γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστὸς ἔχει ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον του στραμμένο στὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶνε τὸ ἀριστούργημα τῆς θείας δημιουργίας. Μυριάδες εἶνε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ ἄριστο δημιούργημα.
Τοῦ ἔδωσε – καὶ τί δὲν τοῦ ἔδωσε! μάτια, γιὰ νὰ βλέπῃ· αὐτιά, γιὰ ν᾿ ἀκούῃ· γλῶσσα, γιὰ νὰ μιλάῃ· χέρια, γιὰ νὰ ἐργάζεται· πόδια, γιὰ νὰ τρέχῃ· μυαλὸ γιὰ νὰ σκέπτεται, νὰ συλλογίζεται καὶ νὰ κρίνῃ· τὸν προίκισε μὲ κάθε χάρισμα. Καὶ ἐπειδὴ προνοεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες του, τοῦ ἔδωσε ἀκόμα ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τῆς γῆς· τοῦ ἔδωσε νερὸ καθαρὸ καὶ κρυστάλλινο, νὰ πίνῃ καὶ νὰ καθαρίζεται· τοῦ ἔδωσε ἀέρα, ν᾿ ἀναπνέῃ· τοῦ ἔδωσε ἀκόμη φῶς δωρεάν· ὁ ἥλιος εἶνε μιὰ μεγάλη Δ.Ε.Η.. Χθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ φτωχιὰ γυναίκα καὶ ἔκλαιγε. —Γιατί κλαῖς; τὴ ρωτάω. —Μοῦ κόψανε τὸ ῥεῦμα, λέει· ἡ Δ.Ε.Η. μοῦ ᾿κοψε τὸ φῶς, κ’ εἶμαι στὸ σκοτάδι… Ἀλλὰ ὁ ἥλιος φωτίζει ὅλους. Ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45). Ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια κιλοβὰτ παράγει ὁ ἥλιος καὶ τὰ παρέχει δωρεάν! Δωρεὰν ὁ ἥλιος, δωρεὰν ὁ ἀέρας, δωρεὰν τὸ νερό, ὅλα δωρεάν. Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔῤῥριξε πάνω σ᾿ ἕνα γυμνὸ πλανήτη, ὅπως εἶνε ἡ σελήνη. Αὐτοὶ ποὺ πῆγαν στὸ φεγγάρι δὲ βρῆκαν ἐκεῖ οὔτε νερό, οὔτε ἀέρα, οὔτε δέντρα, οὔτε ζῷα. Ἔρημο, παντέρημο τὸ τοπίο, ξεραΰλα παντοῦ. Κι ὁ ἀστροναύτης ποὺ ἐπῆγε ἐκεῖ εἶπε· —Θεέ μου, πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, ν᾿ ἀνοίξω τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ μου, νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσιστῶ!…
Ὅλα μᾶς τὰ ᾿δωσε ὁ Θεός. Δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀχάριστος. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι εἶχαν αἴσθημα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κάθονταν στὸ τραπέζι νὰ φᾶνε, ἐὰν δὲν ἔκαναν τὴν προσευχή τους· καὶ δὲ σηκώνονταν ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἐὰν δὲν δόξαζαν καὶ δὲν εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεό. Εἶχαν πάντα στὰ χείλη τὸ εὐχαριστῶ. Τώρα; Τώρα κλάψτε, κλάψτε… Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός! πῶς δὲν πέφτουν πάνω μας τὰ ἄστρα, πῶς τὰ ποτάμια δὲν πλημμυρίζουν νὰ φτάσουν μέχρι πάνω στὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων, πῶς ἡ γῆ δὲν σείεται ἐκ θεμελίων, πῶς δὲν ἀνοίγει χάσματα νὰ μᾶς καταπιῇ!… Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε. Μεγάλη ἀχαριστία! Τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Ἀγνωμοσύνη. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι προτοῦ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους, εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεό· ἢ πήγαιναν στὴν πηγὴ νὰ πιοῦν νερό, καὶ προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ σταύρωναν. Ποιός τὸ κάνει σήμερα; Δὲν ἐκτιμοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ στερηθοῦμε γιὰ νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε.
Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ περιώδευσε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τὴν πατρίδα μας, ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια φοβερά, χρόνια κατηραμένα, καὶ θὰ μᾶς βροῦν μεγάλες τιμωρίες γιὰ τὰ φοβερὰ ἐγκλήματά μας. Πολλὰ πράγματα θὰ γίνουν στὸν κόσμο. Μεταξὺ τῶν ἄλλων θὰ στερέψουν οἱ πηγές. Ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾿χῃ μιὰ λίρα! τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα αὐτή· στερεύουν τὰ ποτάμια. Τὰ στέρεψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Λέει ἐπίσης, ὅτι καὶ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ψωμὶ θὰ λιγοστέψουν «Μιὰ φούχτα ἀλεύρι, μιὰ χούφτα χρυσάφι», εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἐκεῖ θὰ καταλήξουμε. Γιατί; Διότι φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό· φύγαμε ἀπὸ τὶς ἐντολές του, φύγαμε ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Δέκα χιλιάδες χωριὰ ἔχει ἡ πατρίδα μας. Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, δῶστε μου ἕνα χωριό, ποὺ ὅλοι οἱ κάτοικοι, γυναῖκες καὶ ἄντρες, νὰ ἐφαρμόζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο· δῶστε μου ἕνα χωριό, στὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἔγκλημα καὶ ἀτιμία καὶ ἐκμετάλλευσις, καὶ τὸ χωριὸ αὐτὸ θὰ εἶνε παράδεισος, καὶ ἂς εἶνε φτωχό, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ τηλεοράσεις, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ ἄλλα μέσα ἐπικοινωνίας, ῥαδιόφωνα, τηλέφωνα καὶ ῥαδιοφωνικοὺς σταθμούς. Ὅποιος εἶνε κοντὰ στὸ Χριστὸ εἶνε πλούσιος, καὶ ὅποιος εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶνε φτωχὸς καὶ πάμπτωχος. Κοντὰ στὸ Χριστὸ παράδεισος εἶνε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ Χριστό κόλασις εἶνε.
Τὰ πιστεύετε αὐτά; Ἐὰν τὰ πιστεύετε, τότε θὰ εἶστε πρόθυμοι νὰ ἐκκλησιάζεσθε. Εἴδατε τί ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου; Βάδισαν χιλιόμετρα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν χρειάζεται νὰ βαδίσετε χιλιόμετρα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ, κοντά σας, ἀνάμεσα στὰ σπίτια σας. Ὁ ναὸς βρίσκεται δίπλα σας. Ἐδῶ τελεῖται τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, ἡ θεία λειτουργία. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
* * *
Ὦ Θεέ μου, δῶσε φωτισμὸ σὲ ὅλους μας. Σκέπασε τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα. Εἴμεθα ἐδῶ στὰ σύνορα· λίγα χιλιόμετρα μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ κράτος τῶν Σκοπίων. Τί θὰ μᾶς προστατεύσῃ καὶ θὰ μᾶς ἀσφαλίσῃ; Σὲ παρακαλοῦμε, ἀξίωσέ μας νὰ ἐκτελοῦμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, διδάσκαλοι καὶ μαθηταί, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ὅλοι ἐν γένει, τὸ ἅγιο θέλημά σου. Δός μας μιὰ Ἑλλάδα, ποὺ ὅλος ὁ λαός της νὰ ἐφαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο· μιὰ Ἑλλάδα, στὴν ὁποία νὰ μὴν ὑπάρχῃ διαζύγιο, νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀντρόγυνα χωρισμένα· μιὰ Ἑλλάδα ποὺ τὰ παιδιὰ νὰ ἀκοῦνε τοὺς γονεῖς· μιὰ Ἑλλάδα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ μοιχεία καὶ πορνεία· μιὰ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ἡ πατρίδα μας θὰ εἶνε μεγάλη καὶ ἰσχυρά, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας ὁ π. Αὐγουστῖνος λέει λίγα λόγια στὸν πολύτεκνο ιερέα π. Συμεών Πανόπουλο, που του έδωσε το οφίκιο του οικονόμου·
- Ἀπὸ τὴ μητρόπολι φέραμε χάριν τῶν κατοίκων Εὐαγγέλια γιὰ ὅλους. Περὶ Εὐαγγελίου δὲν σᾶς ὡμίλησα πρίν; Τὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ πᾶν. Ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο; ἡ Ἑλλὰς θὰ εἶνε μία εὐτυχεστάτη χώρα τοῦ κόσμου· δὲν ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο; «οὐαὶ ἡμῖν». Λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν τὸ διαβάζουμε δυστυχῶς – στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ εὐαγγέλιο διαβάζανε οἱ Χριστιανοὶ πρωΐ – μεσημέρι – βράδυ. Λοιπὸν θὰ σᾶς δώσω 30 Εὐαγγέλια, καὶ ἂν χρειαστῇ περισσότερα. Θὰ μοιράσῃς σὲ κάθε οἰκογένεια· αὔριο θὰ σᾶς δώσω σὲ κάθε οἰκογένεια. Ἐπὶ τῇ ἐπισκέψει τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῇ τιμῇ, τὴν ὁποῖα σοῦ κάναμε, θὰ μοιράσῃς στοὺς Χριστιανούς σου ὅλους, στὶς οἰκογένειες, ἀπὸ ἕνα Εὐαγγέλιο. Καὶ μόνον ἂν ὑπάρχουν ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, σ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ δώσῃς Εὐαγγέλιο. Δὲν πιστεύω στὸ χωριό, στὸ μικρὸ ἐδῶ, τὸ ἡρωϊκὸ χωριό, νὰ ὑπάρχουν ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Ἐπίσης στὰ κορίτσια ἐδῶ, στὶς κατηχήτριες.
Ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχή, ἕνας λαός, ἕνας λαός!… ἡνωμένος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, μέχρι θανάτου, ἐμεῖς ποὺ ὑπηρετήσαμε τὴν πατρίδα στὰς σκληρὰς ἡμέρας πολέμου, ἐμεῖς ποὺ περιωδεύσαμε τὰ μέρη αὐτὰ σὲ ἡμέρες ὀδυνῶν καὶ μεγάλων συμφορῶν, ἐμεῖς πιστεύουμε ἀκραδάντως, ὅτι ἐδῶ ἡ Μακεδονία μας, ἡ Μακεδονία μας θὰ παραμείνῃ ἑλληνική]· ἦτο, εἶνε καὶ θὰ μείνῃ πάντα ἑλληνική, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
εκφωνήθηκε εις τον ἱερό ναὸ του Ἁγ. Νικολάου Κρατεροῦ – Φλωρίνης 9-8-1992)
–
Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ
Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε κυριακάτικο ἐκκλησιασμό, θεία λειτουργία καὶ ὁμιλία. Τόσο στὶς πόλεις ὅσο καὶ στὰ χωριὰ ἡ καμπάνα χτυπᾷ καὶ καλεῖ, οἱ πολλοὶ ὅμως ἀδιαφοροῦν καὶ ἀμελοῦν τὸ ἱερὸ καθῆκον νὰ δώσουν τὸ παρών. Στὶς πόλεις, ὅπου οἱ ἐνορίες εἶνε πολυάνθρωπες, ἡ εἰκόνα τοῦ ἐκκλησιάσματος ἐξαπατᾷ· νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ προσέλευσις εἶνε ἱκανοποιητική. Στὰ χωριὰ ὅμως τὰ πράγματα εἶνε δυσκολώτερα, ἡ ἀποχὴ φαίνεται.
Ὅσοι κατοικοῦν στὶς πόλεις, ἰδίως οἱ νέοι καὶ τὰ παιδιά, πρέπει νὰ γνωρίζουν, ὅτι πολλὰ μικρὰ καὶ ὀλιγάνθρωπα σήμερα χωριὰ τῆς ἀγαπητῆς μας πατρίδος εἶνε ἀρχαῖα, ἱστορικὰ καὶ ἔνδοξα. Δὲν ἦταν ὅπως εἶνε σήμερα. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια εἶχαν ἀρκετοὺς κατοίκους. Ἀλλὰ λόγῳ διαφόρων ἱστορικῶν καὶ γεωγραφικῶν συνθηκῶν, ἐκεῖνοι σκόρπισαν σὰν τὰ πουλιὰ στὸ ἐξωτερικό, στὴν Ἀμερικὴ στὸν Καναδᾶ στὴ Γερμανία στὴν Αὐστραλία, καὶ τώρα ἔμειναν στὰ χωριὰ πολὺ λίγοι.
Αὐτοὶ οἱ λίγοι ἄνθρωποι στάθηκαν ἥρωες σὲ ἡμέρες δύσκολες, ἡμέρες ποὺ ἡ πατρίδα μας δοκιμαζόταν σκληρά· πολέμησαν καὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς ἐλεύθεροι. Ἥρωες ἐν καιρῷ πολέμου, εἶνε ἀκόμα ἥρωες καὶ ἐν καιρῷ εἰρήνης. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, σηκώνονται ἀπ᾽ τὸ πρωὶ καὶ ἐργάζονται· καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ ζυμώνουν τὸ χῶμα μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα τους. Ἀπὸ ᾽κεῖ τρέφεται ὁ κόσμος ὅλος, ἀπὸ τὴ γῆ. Ἂν οἱ χωρικοί μας σταματήσουν νὰ δουλεύουν, ὅλοι θὰ πεινάσουμε καὶ θὰ δυστυχήσουμε.
Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ κατὰ κανόνα δὲν μένω στὴν πόλι καὶ στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς περιφερείας μου· βρίσκομαι στὰ χωριά, καὶ στὰ μικρότερα ἀκόμη, κ᾽ ἐκεῖ κηρύττω καὶ εὐλογῶ τὸ λαό. Θεωρῶ χρέος μου νὰ ἐπισκέπτωμαι τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Χαίρω περισσότερο ὅταν βρίσκωμαι μεταξὺ τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ συχνὰ ἐγκαταλελειμμένων κατοίκων τῆς ὑπαίθρου.
Ἀλλὰ γιατί τὰ λέω αὐτά; Read more »