Η ΜΟΙΧΕΙΑ
Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27)
24 Νοεμβρίου 2013
«Ου μοιχευσεις»
(Λουκ. 18,20 = Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18)
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου εἶνε δύσκολο. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια λίγα ἔλεγε ὁ παπᾶς καὶ οἱ Χριστιανοὶ σὰν τὴ διψασμένη γῆ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπαιτήσεις, εἶνε μορφωμένοι. Θέλουν φιλοσοφίες καὶ κοινωνιολογίες μὲ γλῶσσα εὐγενῆ, ὄχι μὲ λέξεις ποὺ σοκάρουν.
Ἔλα ὅμως ποὺ οἱ λέξεις αὐτὲς ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο; Πῶς νὰ κάνουμε; νὰ προδώσουμε τὴν ἀποστολή μας; Προτιμῶ νὰ μὲ πῆτε ἀγροῖκο καὶ ἀσυγχρόνιστο, παρὰ νὰ μεταχειριστῶ λέξεις ποὺ νὰ μὴ ἀποδίδουν τὴν πραγματικότητα. Ἡ ἐποχή μας διαπράττει μὲν ὅλα τὰ αἴσχη, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ λὲς «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκοτάδι σκοτάδι καὶ τὴν ἡμέρα ἡμέρα. Μὲ κίνδυνο λοιπὸν νὰ παρεξηγηθῶ καὶ νὰ σοκάρω στ᾽ αὐτιὰ ὡρισμένων, θὰ μιλήσω ἐπάνω σ᾽ ἕνα θέμα κοινωνικό, μὲ τὴ γλῶσσα ὄχι τοῦ κόσμου ἀλλὰ τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τὸ θέμα μᾶς τὸ δίδει μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ὅπως ἀκούσατε, ὁ Κύριος, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα ἑνὸς πλουσίου νέου, τί πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, τοῦ εἶπε· «Τήρησον τὰς ἐντολάς». Καὶ σὲ νέα ἐρώτησι, Ποιές ἐντολές, τοῦ ἀρίθμησε ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου τὶς πέντε. Ἀπὸ τὶς πέντε λοιπὸν αὐτὲς ἐντολὲς θὰ μιλήσω ἐπάνω στὴν ἐντολὴ «Οὐ μοιχεύσεις» (Λουκ. 18,20).
―Μὰ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ διάλεξες; θὰ μοῦ πῆτε. Γιατί δὲ μιλᾷς γιὰ τὴν κλοπή, τὸ φόνο, τὸ σεβασμὸ στοὺς γονεῖς, τὸ ψέμα;…
Κι αὐτὰ εἶνε σοβαρά· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ εἶνε ἐκείνη ποὺ σήμερα δὲν λαμβάνεται καθόλου ὑπ᾽ ὄψιν· γι᾽ αὐτὸ θὰ μιλήσω ἐπ᾽ αὐτῆς.
* * *
«Οὐ μοιχεύσεις». Τί εἶνε μοιχεία; Ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ, πονηρὴ ἀλεποῦ, δὲν δίνει ὁρισμό, καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺς θόρυβος μεταξὺ τῶν νομικῶν γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μοιχείας. Μοιχεία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε νὰ πιάνῃ σχέσεις ὁ παντρεμένος ἄντρας μὲ ξένη γυναῖκα καὶ ἡ παντρεμένη γυναίκα μὲ ξένο ἄντρα. Κ᾽ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα; Εἶνε. Γιατί;
⃝ Πρῶτον, διότι εἶνε φόνος. Ὑπάρχουν φόνοι σωματικοὶ καὶ φόνοι ἠθικοί. Ἡ μοιχεία φονεύει ἕνα εὐγενέστατο αἴσθημα ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, αἴσθημα ποὺ τὸ φύτευσε ὁ οὐρανὸς – τὸ εὐλόγησε ὁ Θεός, αἴσθημα ἀρχαῖο ὅπως ὁ κόσμος· καὶ τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνὴ ἀγάπη ποὺ συνδέει δύο ὑπάρξεις, ἄντρα καὶ γυναῖκα, καὶ τὶς ἑνώνει σὲ μία ἑνότητα ἀδιάρρηκτη, ὥστε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶνε πλέον δύο ἀλλὰ ἕνα. Μὲ τὸ γάμο ἄντρας καὶ γυναίκα «ἔσονται εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24 = Ματθ. 19,5). Ὄχι μόνο τὰ κορμιὰ ἀλλὰ καὶ οἱ ψυχὲς ἑνώνονται σὲ μία ἑνότητα. Ὅπως δύο χημικὰ στοιχεῖα ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα οὐσία, κατὰ παρόμοιο τρόπο γυναίκα καὶ ἄντρας στὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἑνώνονται κι ἀποτελοῦν μία νέα ὕπαρξι. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ οὔτε τὸ κεφάλι χωρὶς τὸ σῶμα οὔτε τὸ σῶμα χωρὶς τὸ κεφάλι, ἔτσι καὶ στὸ γάμο, κεφαλὴ εἶνε ὁ ἄντρας καὶ σῶμα ἡ γυναίκα· ἡ μοιχεία εἶνε ἕνα μαχαίρι τοῦ διαβόλου ποὺ κόβει τὸ κεφάλι καὶ τὸ ἀποχωρίζει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ σπαρταράει. Εἶνε διακοπὴ ἱεροῦ δεσμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λέω ὅτι ἡ μοιχεία εἶνε φόνος καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸν Δεκάλογο προτάσσεται τοῦ «οὐ φονεύσεις».
Εἶνε ἀκόμη ἡ μοιχεία ἀπάτη, ἀθέτησις ὑποσχέσεως. Ὁ μοιχεύων ἀθετεῖ μία ὑπόσχεσι, ἕνα ὅρκο. Ἐδῶ ἔχουμε ἀπάτη πρώτου μεγέθους. Διότι ὁ νέος καὶ ἡ νέα ποὺ ἔρχονται σὲ γάμο δὲν ὁδηγοῦνται στὸ δημαρχεῖο ἢ κάπου ἀλλοῦ· ὁδηγοῦνται στὸ ναό, στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο, ἐνώπιον τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐνώπιον συγγενῶν καὶ φίλων. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος!» (Γέν. 28,17). Αὐτά, ἐὰν πιστεύουμε.Ὅποιος δὲν πιστεύει, ἂς κάνῃ πολιτικὸ «γάμο» στὸ δημαρχεῖο. Στὸ ναὸ δίνει ἱερὴ ὑπόσχεσι καὶ δακρύζουν οἱ εἰκόνες, ὅτι θὰ μείνῃ πιστὸς μέχρι θανάτου. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Ὅταν λοιπὸν ἀθετῇς τὴν πίστι στὸ σύντροφο ἢ τὴ σύντροφό σου, δὲν κάνεις ἄλλο παρὰ ν᾽ ἀποδεικνύεσαι ἀπατεώνας πρώτου μεγέθους.
Ἡ μοιχεία εἶνε ἀκόμη Read more »