Η ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ»
αρ. φυλ. 135, έτος Η΄ ΚΟΖΑΝΗ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1952
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ· Αρχιμ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Η ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ
«(Πόλις) ἀκάθαρτος ἡ ὀνομαστὴ καὶ
πολλὴ ἐν ταῖς ἀνομίαις»
(Ἰεζεκ. 52, 5)
Σημεῖα τῶν καιρῶν
Τὸ παρελθόν, αγαπητοί μας ἀναγνῶσται, τὸ ἐγγὺς παρελθὸν μᾶς ὑπενθύμισαν αἱ ἐθνικαὶ ἑορταὶ τοῦ τελευταίου δεκαημέρου τοῦ Ὀκτωβρίου. Τὸ ΟΧΙ, τὸ νεώτερον «μολὼν λαβέ» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 καὶ τῆς 26ης Ὀκτωβρίου 1912.
26 Ὀκτωβρίου 1912. Ἡμέρα ἱστορική, ἀλησμόνητος. Μία εἴδησις μετέδωκε ρίγη συγκινήσεως εἰς τὸν Ἑλληνισμόν. Αἱ καμπάνες ὅλων τῶν ἱερῶν ναῶν ἐκρούοντο χαρμοσύνως. Τὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων ἐβούρκωνον ἀπὸ δάκρυα, δάκρυα χαρᾶς καὶ ἱερᾶς συγκινήσεως. Ἐκ βάθους τῶν καρδιῶν ἐξήρχετο ὁλόθερμος πρὸς τὸν Θεὸν εὐχαριστία διὰ τὸ γεγονός. Ποῖον τὸ γεγονός; Θαῦμα. Ἀνάστασις νεκροῦ. Ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ πρωτεῦουσα τῆς Μακεδονίας, ἡ ὡραία νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ, ἡ πόλις ἡ ὀνομαστὴ ὕστερα ἀπὸ 472 ὁλόκληρα ἔτη σκλαβιᾶς ἠλευθερώνετο ἀπὸ τὸν Τουρκικὸν ζυγόν. Ἡ ἡμισέληνος ἔπιπτεν. Ὁ Σταυρὸς ὑψώνετο. Ἡ γαλανόλευκος ἐκυμάτιζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Λευκοῦ Πύργου. Οἱ στρατιῶται τῆς μικρᾶς ἀλλὰ ἡνωμένης τότε Πατρίδος εἰσήρχοντο εἰς τὴν πόλιν. Εἰσήρχοντο οἱ στρατιῶται τῆς Ι Μεραρχίας ὑπὸ τὸν θρυλικὸν Καλλάρην. Εἰσήρχοντο τὴν ἠμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Καὶ ἡ σύμπτωσις αὐτὴ δὲν ἐθεωρήθη τυχαῖα. Δὲν ὑπάρχει τυχαῖον, οὔτε ἐν τῆ φύσει, οὔτε ἐν τῆ ἱστορία τῶν ἀτόμων καὶ τῶν λαῶν. Ὁ μελετῶν προσεκτικῶς τὴν ἱστορίαν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων τῶν Βαλκανικῶν πολέμων πείθεται, ὅτι ἧτο θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου νὰ δοθῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ περιμάχητος πόλις. Ὀλίγων ὡρῶν καθυστέρησις θὰ ἤρκει, ἴνα ἡ πόλις περιέλθη εἰς ἄλλων τὰς χεῖρας. Πόσον τὴν ἐπόθουν καὶ τὴν ποθοῦν… Ἀλλὰ προέλαβον οἱ Ἕλληνες σταυραετοί. Ὁ Κύριος ὁ ταπεινῶν καὶ ὀ ὑψῶν, ὁ ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ διαλύων αὐτοκρατορίας, ὁ ἀνιστῶν ἐκ τοῦ τάφου δουλείας λαοὺς ὑποδούλους, ὁ ὀρίζων, κατὰ τὸν Παῦλον τὸν Ἀπόστολον «τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» ὁ Κύριος διὰ τῶν γεγονότων ἐκείνων ἐλάλησε καὶ εἴπεν: ἡ Θεσσαλονίκη εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ Θεσσαλονίκη. Καὶ ἧτο τοῦτο δίκαιον. Τὰ πολυάριθμα μνημεῖα τῆς πόλεως, οἱ Βυζαντινοὶ ναοί, οἱ σταυροί, τὰ μνήματα, αἱ ἐπιγραφαί, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, ὅλα φωνάζουν Ἑλλάδα.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ Θεσσαλονίκη. Δωρεά, εὐεργεσία Θεοῦ. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα˙ ἡ Ἑλλὰς ἐφάνη ἀξία τῆς δωρεᾶς αὐτῆς; Ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Ἑλλάδος ἡ Θεσσαλονίκη εὖρεν ὅ,τι ἐζήτει ἐπὶ αἰῶνας, ἀνεπαύθη τὸ πνεῦμα της, ἐπραγματοποιήθησαν ὅλαι αἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ὄνειρά της; Τὸ Κράτος θὰ μᾶς ἀπαντήση ναί! Καὶ πρὸς ἀπόδειξιν θὰ μᾶς παρουσιάση δύο φωτογραφίας. Ἡ μία εἶνε ἡ φωτογραφία τῆς πόλεως πρὸ τοῦ 1912, ὁποία ἧτο ἐπὶ Τουρκοκρατίας καὶ ἡ ἄλλη εἶνε ὅπως ἐμφανίζεται σήμερον. Ὁποία τεραστία διαφορά. Τῶ 1912 ἧτο μία ἀθλία πόλις τῆς Ἀνατολῆς. Σὲ ἔπνιγεν ἡ δυσοσμία. Τὰ πάντα ἀκάθαρτα. Ἐνῶ τώρα μία ὡραία πόλις προβάλλει ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σας. Ἡ πυρκαϊὰ τοῦ 1917 ἐκαθάρισε τὸ κεντρικὸν τμῆμα τῆς πόλεως. Ἐπὶ τῶν ἐρειπίων νέοι δρόμοι, νέαι πλατεῖαι, νέα κτίρια, πολυόροφα μέγαρα ἀνηγέρθησαν. Νέα μορφὴ ἐδόθη εἰς τὴν πόλιν. Ἔγινεν ἀγνώριστος. Ἀπὸ ἀπόψεως κτιρίων εἶνε μία ἀπὸ τὰς ὡραιοτέρας πόλεις τῆς Νοτιο-Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Σπουδαιότατος λιμὴν τῶν Βαλκανίων ἐλκύει ζηλότυπα τὰ βλέμματα τῶν ἐθνῶν. Ἐνθυμεῖσθε τὸν Χίτλερ; Τὴν ἔβλεπεν εἰς τὸ ὄνειρόν του. Διὰ νὰ τὴν κάμη ἰδικήν του ἐμηχανεύετο νὰ ἑνώση Θεσσαλονίκην καὶ Ἀμβοῦργον μὲ… ὑδάτινην ὁδόν, διαρρυθμίζων καταλλήλως τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν.
Ὡραία πόλις ἡ Θεσσαλονίκη. Ὡραία ἀπὸ ἀπὸψεως κτιρίων. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ πρέπει νʼ ἀρκεσθῶμεν εἰς τὴν ὡραιότητα αὐτήν; Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ἀπαντᾶ. Δίδει τὸ μέτρον τῆς πραγματικῆς ὡραιότητος. Μία πόλις – κηρύττει – εἶνε ὡραία ὄχι ἀπὸ τὰς πλατείας καὶ τὰς ὁδούς, ὄχι ἀπὸ τοὺς κήπους καὶ τὰς δεξαμενάς, ὄχι ἀπὸ τὰ μέγαρα καὶ τʼ ἀνάκτορα ὄχι ἀπὸ τὸ ἄψυχον, ἀλλὰ τὸ ἔμψυχον περιεχόμενον αὐτῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν. Ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν εὐγενεῖς ψυχαί; Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πρὸς τὰ ἄνω βλέποντες, τὸν Θεὸν ποθοῦντες, τὴν ἀλήθειαν λαλοῦντες, τὴν ἀρετὴν ἀσκοῦντες; Τότε ἡ πόλις εἶνε ὡραία ἐν ὀφθαλμοῖς ἀγγέλων. Εἰνε «ἡ καλλονὴ τοῦ Ἰακώβ, ἥν ἡγάπησεν» ὁ Κύριος κατὰ τὸ ψαλμικὸν (ψαλμ. 46, 4). Δὲν ὑπάρχουν; Ἔ! Τότε… Καὶ τὰ ὡραιότερα κτίρια κινδυνεύουν διὰ τοῦς κατοικοῦντας ἐν αὐτοῖς, διὰ τὰς ἀσχημίας τῆς ἠθικῆς ζωῆς των. Δὲν θὰ μείνη λίθος ἐπὶ λίθον. Ἀπιστεῖτε; Ἔχετε Εὐαγγέλιον; Ἀνοίξατε καὶ ἴδετε Ματθ. 24, 2.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κλείων εἰς τὸ στῆθος του οὐρανόν, αὐτὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ δίδει ὡραιότητα εἰς τὴν πόλιν. Καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης ἧτο ὡραιοτέρα ἤ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐφιλοξένει διʼ ὁλίγας ἑβδομάδας Παῦλον τὸν Ἀπόστολον, τὸν ἐκ Ταρσοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ, ὡραιοποιεῖ τὴν πόλιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον κοιλία καὶ στόμαχος, δὲν εἶναι μόνον ἀγορά, ἐμπόριον, χρηματιστήριον, σωρὸς χρυσῶν νομισμάτων, ξηρὰ τις καὶ ἄκαρπος ἐπιστήμη ἀλλὰ κυρίως εἶνε ὄν ἠθικόν, κοινωνικόν, θρησκευτικόν. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸν ἀληθινὸν πολιτισμόν, ἐξεταζομένη ἡ ζωὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὶ ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάση; Ὄχι κτίρια, ἀλλʼ ἄνθρωποι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ζητοῦνται. Ὑπάρχουν 1000, 500, 200, 100, 50, 10; Ἤ πρέπει νʼ ἀντισταθῆ ὁ ἀρχαῖος Διογένης διὰ νὰ ἐρευνήση ἐπιμελῶς τὴν πόλιν ἀπὸ ἄκρον εἰς ἄκρον μὲ τὸν ἱστορικὸν φανόν του λέγων «ἄνθρωπον ζητῶ»;
Ἄς ρίψωμεν ἕνα βλέμμα καὶ ἴδωμεν.
Ἴδωμεν ἐν πρώτοις τὴν πόλιν ἠθικῶς. Ἀκτινοβολεῖ ἐν αὐτῆ ἡ ἠθική; Διατηροῦνται τὰ ἤθη καθαρά; Ἀλλοίμονον. Ἡ ἀρετὴ ἧτο ἄλλοτε καθαρὰ ὡς ὁ χρυσός. Ἀλλὰ ὁ χρυσός, τὰ ἀγνὰ ἑλληνικὰ ἤθη τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας, ἀνεμείχθησαν μὲ χαλκὸν καὶ σίδηρον καὶ κασσίτερον καὶ μόλυβδον, δηλαδὴ μὲ τὰ ἔκφυλα ἤθη τῶν ἐθνῶν τῆς Δύσεως. Ἠλλοιώθημεν. Ὑπάρχουν κηλίδες, ὑπάρχουν σημεῖα ποὺ Read more »