Κυριακὴ Ἁγ. Πάντων (Ἑβρ. 11,33 – 12,2)
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ
«Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος» (Ἑβρ. 11,38)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, οὔτε δύο οὔτε δώδεκα οὔτε σαράντα οὔτε τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι· σήμερα ἑορτάζουν πολλοὶ – ἀναρίθμητοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι. Εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάντων. Ποιοί εἶνε αὐτοί; Εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ γράφουν τὰ χαρτιά, τὰ συναξάρια, τὰ μηναῖα· ἀλλὰ εἶνε καὶ ἄλλοι, ποὺ τὰ ὀνόματά τους τὰ γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ἅγιοι ἀνώνυμοι. Εἶνε ἅγιοι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη, ἀπ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες καὶ τὶς φυλές, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές, ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἡλικίες. Εἶνε νήπια ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔσφαξε ὁ Ἡρῴδης, μικρὰ παιδιὰ ὅπως ὁ ἅγιος Κήρυκος, γέροντες μὲ ἄσπρα μαλλιά, γυναῖκες, ἄντρες, ἕνας κόσμος ὁλόκληρος. Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα, τότε θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς καὶ τοὺς ἁγίους Πάντας.
Σχηματίζουν σήμερα τρόπον τινὰ μία παρέλασι, ἐμπρὸς στὴν ὁποία οἱ παρελάσεις τῶν ἐθνικῶν μας ἑορτῶν σβήνουν. Παρελαύνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι μπροστὰ στὸν βασιλέα Χριστό. Πρώτη περνᾷ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μετὰ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, μετὰ οἱ πατριάρχαι, μετὰ οἱ προφῆται, μετὰ οἱ ἀπόστολοι, μετὰ οἱ μάρτυρες, μετὰ οἱ ὅσιοι, μετὰ οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ οἱ ὁμολογηταί, ὅλος ὁ στρατὸς τοῦ Κυρίου. Καὶ μπροστὰ ἀπ᾿ ὅλη τὴν παράταξι σελαγίζει ἡ σημαία, ὁ τίμιος σταυρός. Ὅλοι αὐτοὶ γονατίζουν μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ λένε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια· Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν!
Στὴν ἐποχή μας ἡ ἁγιότης περιφρονεῖται. Ἀλλὰ μήπως κι ὅταν ζοῦσαν στὴ γῆ οἱ ἅγιοι γνώρισαν τιμή; Κάθε ἄλλο. Καὶ τότε ὁ κόσμος ἄλλους θαύμαζε· ζήλευε αὐτοὺς ποὺ διασκέδαζαν, ὠργίαζαν, κολυμποῦσαν στὸ χρῆμα, κατοικοῦσαν στὰ μέγαρα· ἐνῷ οἱ ἅγιοι ἔμεναν μακριὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Δὲ᾿ μποροῦσαν νὰ ζήσουν μέσα σὲ πολιτεῖες. Ἀναγκάζονταν νὰ φεύγουν, νὰ βγαίνουν ἔξω, νὰ ζοῦν στὰ βουνά, νὰ φοροῦν γιδοτόμαρα, νὰ κρύβωνται σὲ σπηλιές, γιὰ ν᾿ ἀποφύγουν συμβιβασμοὺς καὶ νὰ κρατήσουν τὴν πίστι καὶ τὴν καθαρότητά τους.
Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος» (Ἑβρ. 11,38). Τί θὰ πῇ αὐτό; Ἂς τὸ κάνουμε λιανά.
* * *
Φανταστῆτε μὲ τὸ νοῦ σας μιὰ θεόρατη ζυγαριά. Στὸ ἕνα μέρος της βάλτε ὅλα τὰ πλούτη, ὅλο τὸ χρυσάφι, ὅλο τὸ ἀσήμι, ὅλα τὰ διαμάντια, ὅλα τὰ τιμαλφῆ τῆς γῆς. Βάλτε ἀκόμη ὅλο τὸν ὀρυκτὸ πλοῦτο ποὺ ὑπάρχει στὸ ὑπέδαφος. Ἀνοῖξτε καὶ τὶς τράπεζες καὶ φέρτε ὅλο τὸ χρῆμα. Τέλος βάλτε πάνω καὶ τὰ διάσημα τῶν ἀξιωμάτων, κορῶνες, σπαθιά, παράσημα, διπλώματα, βραβεῖα καὶ ἐπαίνους, ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ πολύτιμο ἔχει ὁ κόσμος. Καὶ στὸ ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς βάλτε – τί; Ἕνα μάρτυρα, ἕναν ἀσκητή. Ἡ ζυγαριὰ δὲν θὰ γείρῃ πρὸς τὰ πλούτη· θὰ γείρῃ πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἁγίου! Τόση ἀξία ἔχει ἡ ἁγιότης.
Ὑπερβολικὰ θεωροῦνται αὐτά; Ἀλλ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ ἔχῃ στὶς τάξεις του τέτοια διαμάντια, τέτοια ἀναστήματα· «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος». Δὲν εἶνε αὐτὸ ὑπερβολή. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναφέρω πολλὰ παραδείγματα γιὰ νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἕνας ἅγιος ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾿ ὅλο τὸ ντουνιᾶ. Ἀναφέρω ἕνα μόνο, γιὰ νὰ δῆτε πόσο ἀξίζει ἕνας ἅγιος.
Ὀχτακόσα χρόνια προτοῦ νά ᾿ρθῃ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ζοῦσε ἕνας βασιλιᾶς ἄδικος. Εἶχε δὲ δίπλα του καὶ μιὰ βασίλισσα ποὺ ἦταν ἑκατὸ φορὲς πιὸ ἄδικη ἀπ᾿ αὐτόν. Ζοῦσαν στὰ παλάτια ζωὴ τρυφηλή. Τὸ δὲ χειρότερο ἦταν, ὅτι παρέσυραν τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴ διαφθορά. Ὁ Θεὸς ὠργίστηκε καὶ ἔξαφνα διατάζει, νὰ σταματήσῃ ὁ οὐρανὸς νὰ βρέχῃ. Καὶ σταμάτησε πράγματι ἐπὶ τρισήμισυ χρόνια! Ξεράθηκαν τὰ πάντα. Τὰ πηγάδια καὶ οἱ βρύσες στέρεψαν. Τὰ ζῷα δὲ᾿ μποροῦσαν πιὰ νὰ ζήσουν. Οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ κολλοῦσαν τὴ γλῶσσα τους στὰ βράχια σὰν τὸ σκύλο, γιὰ νὰ βροῦν λίγη ὑγρασία. Εἶχε ἀνοίξει πιὰ ἡ γῆ, εἶχε γίνει σκληρὴ σὰν τὸ κεραμίδι. Κινδύνευαν νὰ πεθάνουν ὅλοι, νὰ μὴ μείνῃ οὔτε ἕνας. Τότε ποιός τοὺς ἔσωσε; Γιά διαβάστε. Τοὺς ἔσωσε ὁ βασιλιᾶς; οἱ πλούσιοι; οἱ μεγάλοι; οἱ γραμματισμένοι; Κανείς ἀπ᾿ αὐτούς. Τοὺς ἔσωσε ἕνας ποὺ δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε χρήματα, δὲν εἶχε ροῦχα πολυτελείας. Φοροῦσε μιὰ κάππα καὶ μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ γύριζε ξυπόλητος βουνὰ – λαγκάδια, ἀπὸ ῥιζοβούνι σὲ ῥιζοβούνι κι ἀπὸ σπηλιὰ σὲ σπηλιά, καὶ τὸν ἔτρεφαν τὰ κοράκια τοῦ οὐρανοῦ. Ποιός εἶν᾿ αὐτός; Θὰ τὸν γιορτάσουμε στὶς 20 Ἰουλίου· εἶνε ὁ προφήτης Ἠλίας – νά ᾿χουμε τὴν εὐχή του. Αὐτὸς γονάτισε καὶ προσευχήθηκε…
Ἂν ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς πὼς προσευχόμεθα, θὰ ποῦμε ψέματα. Συγχωρῆστε με, μὰ οὔτε σεῖς ὁ λαὸς οὔτε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες (βάζω καὶ τὸν ἑαυτό μου) ποὺ λειτουργοῦμε προσευχόμεθα. Πρὶν 100 – 200 χρόνια στὸ Μοριά, στὴ Θεσσαλία, στὴν Κρήτη, στὴν Ἤπειρο, στὴ Μακεδονία, στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία τὰ μάτια τους ἦταν βουρκωμένα καὶ τὰ δάκρυα πέφτανε κάτω στὰ πλακάκια κορόμηλο. Ποῦ τώρα αὐτά! Είμεθα θεομπαῖκται. Θὰ μᾶς τὶς κλείσῃ ὁ Θεὸς τὶς ἐκκλησίες· θὰ γίνουν ἀχούρια, κινηματογράφοι, θέατρα. Ποιός μπαίνει μέσα μὲ φόβο Θεοῦ;…
Ἔκανε, λοιπόν, ὁ Ἠλίας τὴν προσευχή του. Ὄχι πολλὴ ὥρα. Ἀλλὰ μόλις ὕψωσε τὰ χέρια, λὲς κ᾿ ἤτανε μαγνήτης, τράβηξε τὰ σύννεφα· γέμισε ὁ οὐρανός, ἔβρεξε, καὶ δροσίστηκε ἡ γῆ. Νά λοιπόν· ἕνας ἀπόκοσμος ἐρημίτης ἔσωσε τὸν κόσμο, ὁλόκληρο βασίλειο. Αὐτός εἶχε τὴν ἀξία, ὄχι ὁ κόσμος. «Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος»! Τέτοιο διαμάντι ἦταν στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ ποιός τὸν ὑπολόγιζε; Τὸν κυνηγοῦσαν, καὶ αὐτὸς ὁ κυνηγημένος ἦρθε ὥρα ποὺ τοὺς ἔσωσε. Νά τί ἀξίζει ἕνας ἅγιος.
* * *
Θὰ πῆτε· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», σήμερα; Δὲν ἔπαυσε, ἀδέρφια μου, ἡ Ἐκκλησία νὰ γεννᾷ ἁγίους ἐδῶ στὴ γῆ. Ὅπως τὸ χῶμα βγάζει τριαντάφυλλα, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ γῆ, καὶ ἡ δική μας χώρα, δὲ᾿ θὰ παύσῃ μέσ᾿ στὰ ἀγκάθια τὰ πολλὰ νὰ γεννάῃ καὶ κρίνα καὶ τριαντάφυλλα.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἅγιοι. Τὰ ὀνόματά τους δὲν τὰ γράφουν οἱ ἐφημερίδες οὔτε ἀκούγονται ἀπὸ τὰ ῥαδιόφωνα. Αὐτοὶ εἶνε ἄγνωστοι. Νὰ σᾶς δείξω μερικούς; Ἕνα κορίτσι ποὺ ὁ πατέρας του πέθανε καὶ τὸ σπίτι ἔμεινε ὀρφανὸ καί, ἐνῷ ἄλλες πουλᾶνε τὴν τιμή της καὶ ζοῦν μπέϊκα μέσ᾿ στὸν παλιόκοσμο, αὐτὴ ἐργάζεται τίμια καὶ βγάζει τὸ ψωμὶ τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ τέτοια κοπέλλα, ἄγνωστη στὸν κόσμο, ἀξίζει χίλιες φορὲς περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄλλες. Καὶ μιὰ νοσοκόμος πόσο ἀξίζει! Σὲ λίγο, σᾶς τὸ λέω, τὰ νοσοκομεῖα δὲν θά ᾿χουν νοσοκόμες. Γιατί μιὰ κοπέλλα νὰ πάῃ νὰ γίνῃ νοσοκόμος; Κορόϊδο εἶνε, νὰ ὑπηρετῇ ὅλη νύχτα καὶ ν᾿ ἀμείβεται ἐλάχιστα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἄλλη πουλάει τὸ κορμί της καὶ μαζεύει τόσα ὅσα δὲ᾿ μαζεύει αὐτὴ ὅλο τὸ χρόνο; Καὶ μιὰ πολύτεκνη μάνα, ποὺ βαδίζει μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ φροντίζει τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιά της, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ποὺ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιά τους ὄχι παιδιὰ ἀλλὰ σκυλιά. Κ᾿ ἕνας ἐργάτης, ποὺ δουλεύει τίμια κι ὁ ἱδρώτας τρέχει ἀπὸ τὸ μέτωπό του, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἐφοπλιστὰς καὶ βιομήχανους. Κ᾿ ἕνας ἀγρότης ποὺ δουλεύει τὴ γῆ κι ὅταν κτυπάῃ ἡ καμπάνα κάνει τὸ σταυρό του, εἶνε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς κυβερνῆτες τῶν λαῶν.
Αὐτὰ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ αὐτὰ τὰ κριτήρια πρέπει νά ᾿χουμε, ἀδέρφια μου. Δὲ᾿ σᾶς λέω περισσότερα, τοῦτο μόνο· μὴν ἐκτιμᾶτε χρῆμα, πλούτη, ἡδονάς. Νὰ ἐκτιμᾶτε πίστι καὶ ἁγιότητα. Ξεχάσαμε τὰ λόγια τῶν προγόνων μας. Ἔλεγε ὁ Πλάτων· «Πᾶς ὅ τ᾿ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» (Νόμ. 5,728Α), ὅτι ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντισταθμίσῃ τὴν ἀξία τῆς ἀρετῆς. Βγάζω δίσκο σήμερα, δίσκο ἀγγέλων, τὸν περιφέρω καὶ ζητῶ· δῶστε μου, Χριστιανοί, ἕνα δάκρυ μετανοίας, δῶστε μου ἕνα δράμι πίστεως, δῶστε μου ἕνα γραμμάριο ἁγιότητος, καὶ σᾶς χαρίζω ὅλο τὸν κόσμο. Ὅσο ἀξίζουν αὐτά, δὲν ἀξίζει ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς γῆς.
Ἀδέρφια μου, μὴ μᾶς θαμπώσουν τὰ ἐγκόσμια. Νὰ ζήσουμε μὲ τὸ Χριστό. Μακάριοι – εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν κατὰ Χριστόν, αὐτοὶ ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸ Χριστό. Αὐτοὶ μιὰ μέρα, μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας, τοὺς ὁσίους, τοὺς ἀγγέλους, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Πάντας, θὰ ψάλλουν καὶ θὰ λένε· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀθηνῶν 20-6-1965)