Κυριακὴ τοῦ Πάσχα (Ἰω. 1,1-17)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
AΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
«…Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)
Τί εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, σήμερα; ὄχι ἀπὸ πλευρᾶς μορφώσεως, ἀξιωμάτων, πλούτου καὶ θησαυρισμοῦ, ἀλλ᾿ ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς, ἀπ᾽ ὅπου κυρίως πρέπει νὰ κρίνεται κανείς; τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; Ἐμένα ρωτᾶτε; ρωτῆστε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σας, καὶ θ᾽ ἀκούσετε τὸ γραφικό, «σκώληξ» εἶνε ὁ ἄνθρωπος (Ἰὼβ 25,6)· καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό, «σκωλήκων βρῶμα» (Νεκρ. ἀκολ., μακ.), ἐκεῖ καταντᾷ. Ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα μᾶς φωνάζει νὰ γίνουμε ἀετοί. Ἀπὸ σκώληκες ἀετοί; εἶνε δυνατὴ αὐτὴ ἡ μεταλλαγή; Καὶ ὅμως γίνεται.
Ἀετὸς εἶνε σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς ποὺ ἀκούσαμε. Σὲ ὡραῖες βυζαντινὲς εἰκόνες στὸ Ἅγιον Ὄρος θὰ δῆτε ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ζωγραφίζεται μὲ σύμβολο δίπλα του τὸν ἀετό. Γιατί; Διότι οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταὶ (ὁ Ματθαῖος, ὁ Μᾶρκος κι ὁ Λουκᾶς) ἀρχίζουν τὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἐν χρόνῳ σάρκωσι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα μεγάλο ἰλιγγιῶδες ὕψος, μᾶς ἀνεβάζει στὴν ἄχρονο γέννησί του ἐκ τοῦ Πατρός. Ὡς ἄνθρωπος μὲν ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4), ἀλλὰ ὡς Θεὸς εἶνε ἄχρονος. Ὑπῆρχε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, γαλαξίες, ὕλη· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε ποτέ μὰ ποτέ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὸν Ἄρειο ποὺ ἔλεγε ὅτι «Ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν». Ἡ ἀίδιος γέννησις καὶ ἡ ἄναρχος ὕπαρξις τοῦ Υἱοῦ, αὐτὸ τὸ δόγμα, εἶνε θεμέλιο τῆς πίστεως. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός· δὲν τὸ πιστεύεις; ἐλεύθερος εἶσαι, ἀλλὰ πιστὸς δὲν εἶσαι. Κι ἂν παραδέχεσαι τὸ Χριστὸ ὡς ἕνα φιλόσοφο, ποιητή, κοινωνιολόγο κ.λπ., τίποτα δὲ λές. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1).
Σ᾽ αὐτὸ τὸ ὕψος μᾶς ἀνεβάζει ὁ ἀετὸς τῆς θεολογίας. Ἀλλ᾽ ἐγὼ τώρα δὲν πρόκειται νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ὑψηλὰ θεολογικὰ θέματα. Θὰ κατέβω χαμηλότερα καὶ θ᾽ ἀσχοληθῶ μόνο μὲ μία φράσι τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Θὰ ἐξετάσω ποιά συμπεριφορὰ ἔδειξε ὁ κόσμος στὸ Χριστὸ ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ· ποιά ἡ συμπεριφορὰ τῶν συγχρόνων του καὶ ποιά ἔπειτα τοῦ σημερινοῦ δικοῦ μας κόσμου.
* * *
Ἀνοίγοντας, ἀγαπητοί μου, τὰ Εὐαγγέλια θὰ δῆτε ὅτι, ἂν ἀφαιρέσουμε μερικὰ ἀθῷα παιδιὰ ποὺ φώναζαν «ὡσαννά» (Ματθ. 21,9,15. Μᾶρκ. 11,9. Ἰω. 12,13), ἂν ἀφαιρέσουμε μερικὲς γυναῖκες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν μέχρι τέλους, ἂν ἀφαιρέσουμε μερικοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας (δηλαδὴ 120 περίπου πρόσωπα) ποὺ τὸν πίστεψαν, οἱ ἄλλοι, ἡ ἰντελλιγκέντσια, ἡ ἀφρόκρεμα ―γράψε «κοπρόκρεμα»― τῆς κοινωνίας (οἱ πλούσιοι, οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι, οἱ διανοούμενοι, οἱ νομικοί, οἱ ἐπιστήμονες), αὐτοὶ μὲ παντοίους τρόπους προσπάθησαν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὴν ὑπόληψι τοῦ λαοῦ. Ὁ λαὸς τὸν θεωροῦσε Μεσσία, Λυτρωτὴ καὶ ἔλεγε γι᾽ αὐτὸν ὅτι «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46)· ἐκεῖνοι Read more »