«Το Περασμα ενος αγγελου» ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Οσες φορες ως διακονος, αρχιμανδριτης ή επισκοπος ο Αυγουστινος Καντιωτης συγκρουστηκε με εξουσιες και καταστασεις, δικαιωθηκε παντοτε ιστορικα)…, Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
«ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ», σελ. 9-12
Βιβλίου γραμμένο ἀπὸ τὸν θεολόγο Λάζαρο Τσακιρίδη
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὅσες φορὲς ὡς διάκονος, ἀρχιμανδρίτης ἤ ἐπίσκοπος ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης συγκρούστηκε μὲ ἐξουσίες καὶ καταστάσεις, δικαιώθηκε πάντοτε ἱστορικά.
Τὸν κατηγόρησαν γιὰ ἀκρότητα καὶ φανατισμό. Ὅμως ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί του ὁμολογοῦν καὶ παραδέχονται τὴ σταθερὴ ὀρθόδοξη πίστη του, τὴν ἀταλάντευτη ἠθική του, τὴ δυναμικὴ παλικαριά του καὶ τὴ βαθιὰ ἀνθρωπιά του.
Ὅλοι παραδέχονται ὅτι πιστεύει πολὺ καὶ δὲν πουλάει αὐτὸ ποὺ πιστεύει. Στοὺς ἀγῶνες του πιάνει τὰ ἄκρα γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὰ μέσα.
Πολλοὶ ἀντιεκκλησιαστικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ τῆς ἐλὶτ μπορεῖ νὰ τὸν βλέπουν μὲ ἄλλο πρῖσμα. Ὅμως ὁ ὑποφαινόμενος εἶδα τὸν Καντιώτη μὲ τὸ δικό μου βλέμμα. Ἀλλὰ καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ἡλίου τὸ βλέπουμε ἀνάλογα μὲ τὸ χρῶμα τῶν γυαλιῶν ποὺ φορᾶμε.
Ἐγὼ τὸν εἶδα μὲ τὰ γυαλιὰ τοῦ ἐπαρχιώτη καὶ ὄχι μὲ τὰ ὑπεροπτικὰ γυαλιὰ τῆς ἐλὶτ καὶ διδάχθηκα πολλὰ ἀπὸ αὐτὸν ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες ἀργότερα. Θαυμάζω τὴν αὐθόρμητη ὁρμητικότητά του ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ λουστράρει κανένα παρασκήνιο καὶ καμιὰ σκοπιμότητα. Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Καντιώτη χωρὶς τοὺς ἐκρηκτικοὺς κεραυνούς του καὶ τὶς ἐγερτήριες σάλπιγγες, ὅπως δὲ θὰ μποροῦσα νὰ φαντασθῶ τὸν Καραϊσκάκη χωρὶς τὴν ἀνυπότακτη δεικτικότητα κατὰ τῶν μετασχηματισμένων κοτζαμπάσηδων.
Μὲ συγκινεῖ βαθύτατα ἡ θέα ἑνὸς ἀσπρομάλλη ἀγωνιστὴ γέροντα. Αἰσθάνομαι δέος μπροστὰ σὲ παπὰ ἤ καλόγηρο ποὺ μὲ παλιὸ καὶ τριμμένο τὸ ράσο, θυσία προσφέρθηκε στὸ ἱερὸ καὶ στὴν ἔρημο κρατώντας στὸ πάθος σταυρὸ ματωμένο κι ὄχι χρυσό, στὰ κουρασμένα του χέρια, σὲ κάθε λιθόστρωτο Γολγοθᾶ καὶ σὲ κάθε ἀκριτικὸ κάστρο τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμιοσύνης.
Καὶ συγχύζομαι σύγκορμα ὅταν αὐτὸν τὸν παπὰ τὸν κτυπᾶνε οἱ πρίγκηπες μετασχηματιζόμενοι ἀπὸ σουλτάνοι σὲ βασιλιάδες καὶ ἀπὸ χοτζάδες σὲ Χριστεπώνυμους δυνάστες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ καθηλώνουν, γιὰ νὰ πνίξουν φωνὲς καθαρές.
Καὶ δακρύζω σὰν βλέπω καλόγηρο, στῆς ἐρημιᾶς του τὰ βράχια, μὲ προσευχῆς κομποσχοίνια τὰ οὐράνια νὰ ψάχνει καὶ οἱ δαίμονες ἄγριοι τὸν κτυποῦν ἀνελέητα, τὰ φτερὰ τοῦ ἀγγέλου νὰ σπάσουν γιὰ νὰ πνίξουν στὴν ὕλη τὸ οὐράνιο πνεῦμά του.
Κι ὅταν ἄκαπνοι ὄψιμοι στρέφονται τιμηταί τους καὶ κριταὶ ἀπερίσκεπτοι ποὺ ποτέ τους δὲ γεύτηκαν τὴ δικής τους ὀδύνη, ὅλους αὐτοὺς τοὺς ρωτῶ μὲ περίσκεψη.
– Τί γνωρίζετε σεῖς ἀπὸ σταύρωμα; Γιατί δὲ μᾶς δείχνετε τώρα τὸ δικό σας μαρτύριο; Κελαηδᾶτε σὰν τζίτζικες στὴ σκιὰ βολεμένοι.
Ἡ πόλη τῆς Κατερίνης
Σύμφωνα μὲ μιὰ παλιὰ παράδοση ἡ Κατερίνη πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ παλιοὺς κατοίκους ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὸ Σινᾶ ἤ ποὺ εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Σινᾶ.
Βέβαια τὰ πρῶτα ἱστορικὰ ἀρχεῖα δὲν βρίσκονται. Εἶναι ὅμως σίγουρο ὅτι ἡ πόλη ἔλαβε τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία λεγόταν καὶ Αἰκατερίνα καὶ Κατερίνα.
Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει καὶ ἡ ἀρχαιότερη, ἡ πρώτη ἐκκλησία τῆς πόλεως ἡ ὁποία ἔχει τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια ἡ πόλη ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη. Ὀνομαζόταν καὶ Κατερίνα. Ἕνα τεκμήριο αὐτῆς τῆς ὀνομασίας εἶναι ὅτι στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Κατερίνης ἀπὸ παλιὰ ἔγραφε Κατερίνα. Ἀγρότερα ἐπεκράτησε ἡ ὀνομασία Κατερίνη. Read more »