ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
Γαλ. 2, 16-20
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ο Χριστος ζη και βασιλευει
«Χριστῶ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. 2, 20)
ΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ φρικτῆς ἀσεβείας, ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς. Θέλετε ἀποδείξεις; Ἄλλοτε, ἐὰν σʼ ἕνα χωριὸ πήγαινε ἕνας ξένος καὶ βλαστημοῦσε τὰ θεῖα, κανένα σπίτι δὲν ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήση. Ἐνῶ τώρα τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει. Ὄχι μόνο ξένοι ποὺ ἐπισκέπτονται τὰ χωριὰ βλαστημοῦν ἐλεύθερα τὰ θεῖα, ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ μένουν στὰ χωριὰ δὲν τό ʼχουν τίποτα νὰ ʼβρίσουν καὶ νὰ βλαστημήσουν τὰ θεῖα. Καὶ δὲν εἶνε ἡ βλαστήμια τὸ μόνο κακὸ σημάδι ποὺ δείχνει τὴν ἀσέβεια τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν ὕψιστο Θεό˙ ὑπάρχουν κι ἄλλα σημάδια ποὺ δείχνουν, ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶνε μόνο ἀσεβής, ἀλλʼ εἶνε καὶ ἄθεος καὶ ἄθρησκος. Ἕνας νέος π.χ., ποὺ ἔφυγε ἀπʼ τὸ χωριό του καὶ πῆγε στὸ πανεπιστήμιο καὶ σπούδασε, γυρίζοντας στὸ χωριὸ εἶνε πολὺ διαφορετικός. Μικρὸς πήγαινε στὴν ἐκκλησία, κρατοῦσε λαμπάδα καὶ θυμιατὸ καὶ βοηθοῦσε τὸν παπᾶ καὶ τὸν ψάλτη. Ἦταν τότε ἕνα χαριτωμένο παιδί, ποὺ φαινόταν σὰν ἄγγελος. Ἀλλὰ τώρα ἔχει ἀλλάξει τελείως. Ἔγινε ἄπιστος. Ἔγινε ἕνας διάβολος. Κάτι χειρότερο ἀπ[ο διάβολος. Γιατὶ ὁ διάβολος, παρʼ ὅλη τὴν κακία καὶ τὴ διαφθορά του, πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὅπως λέει ἡ Γραφή, «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι» (Ἰάκ. 2, 19). Ἀλλʼ ὁ νέος, ποὺ πῆγε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια κʼ ἔμαθε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ πὴραν ἀέρα τὰ μυαλά του, κάθεται τώρα στὸ καφενεῖο καὶ λέει στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, πῶς δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχει Χριστός, δὲν ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασι, ἀλλὰ ὑπάρχει μόνο ὕλη. Βέβαια αὐτά, ποὺ λέει αὐτός, δὲν τὰ λέει ἡ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη, πιστεύει. Πιστεύει στὸ Θεό. Πιστεύει στὸ Χριστό. Μεγάλοι ἐπιστήμονες, ποὺ ἔχουν φήμη παγκόσμια (ἀστρονόμοι, φυσικοί, μαθηματικοί, χημικοί, γιατροί, ἐπιστήμονες ὅλων τῶν κλάδων), ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους, πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἀλλʼ ὁ νέος, ποὺ ἀναφέραμε, οὔτε ἄνοιξε ποτὲ βιβλία τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων, γιὰ νὰ διαβάση τί πιστεύουν. Πιὸ σοφὸς τάχα αὐτὸς ἀπὸ ʼκείνους, ποὺ ἔφαγαν τὴ ζωή τους στὴν ἐπιστήμη, ἔχει τὴν ἀναίδεια νὰ λέῃ, πὼς ὅσα κηρύττει ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶνε ὅλα ψέματα˙ ψέμματα εἶνε κι αὐτὸς ὁ ἱδρυτὴς τῆς θρησκείας μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τίποτα δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεός, λέει, πέθανε καὶ πρέπει νὰ τὸν κηδέψουμε…
* * *
Ὁ νέος αὐτὸς μὲ τὰ λεγόμενά του μεταδίδει τὸ μίασμα τῆς ἀπιστίας στοὺς συγχωριανούς του. Καὶ οἱ συγχωριανοί του τί κάνουν, ποὺ ἀκοῦνε ἕναν ἄπιστο νʼ ἀρνιέται τὸ Θεό; Ὀργίζονται κι ἀγανακτοῦν, ὅπως θὰ ὠργίζονταν καὶ θʼ ἀγανακτοῦσαν, ἄν κάποιος τοὺς ἔβριζε ἕνα ἀπὸ τὰ συγγενικά τους πρόσωπα; Ὄχι. Ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ ἀπίστου χωρὶς καμμιὰ διαμαρτυρία. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει, ὅτι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ σιγὰ – σιγὰ σβήνει καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶνε πάνω ἀπʼ ὅλα τὰ ὀνόματα ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν τοὺς συγκινεῖ πιά. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ παραδεχθοῦνε ὅ,τι λέει ἡ σύγχρονη ἀπιστία μὲ τὸ στόμα ἀθλίων προσώπων, ποὺ δὲν ἔχουν μάθει οὔτε τὸ Α τῆς ἐπιστήμης. Οἱ δὲ ἄπιστοι, βλέποντας αὐτὴ τὴν ψυχρότητα καὶ ἀδιαφορία ποὺ δείχνουν οἱ πιὸ πολλοὶ χριστιανοί, λένε καὶ γράφουν, ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε, καὶ σὰν νεκρὸς ποὺ εἶνε δὲν προκαλεῖ πιὰ καμμιὰ συγκίνησι. Μιὰ νέα πίστι, πίστι στὴν ὕλη, πίστι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ξαπλώνεται καὶ κατακτᾶ τὸν κόσμο. Τί συμφορά, τί καταστροφή!
Πέθανε , λένε, ὁ Χριστός. Ἀλλʼ ἀπατῶνται. Παρʼ ὅλη τὴ μεγάλη ἔκτασι, ποὺ πῆρε στὶς μέρες μας ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀπιστία, ἐν τούτοις ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν κι ἀγαποῦνε τὸ Χριστὸ καὶ εἶνε ἕτοιμοι γιὰ τὸ ἅγιο ὄνομά του νὰ χύσουν καὶ τὸ αἷμα τους. Θέλετε παραδείγματα; Ἐκεῖνο τὸ παιδάκι, ποὺ κάθε βράδι σταυρώνει τὰ χεράκια του καὶ κάνει τὴν προσευχή του προτοῦ νὰ κοιμηθῆ˙ ἐκεῖνος ὁ νέος ἤ ἡ νέα, ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τὸ σύγχρονο ῥεῦμα τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, ἀλλὰ πηγαίνουν ἐνάντια σʼ αὐτό˙ ἡ φτωχὴ ἐκείνη γυναῖκα, ποὺ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ στέκεται μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κάνει τὴν προσευχή της στὸ Θεό˙ ἐκεῖνος ὁ βοσκός, ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του κι ὅταν ἀκούσῃ νὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα μὲ εὐλάβεια κάνει τὸ σταυρό του˙ ἐκεῖνος ὁ ἐπιστήμονας, ποὺ γιὰ νὰ λύσῃ τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἐπιστήμης προσεύχεται μὲ θερμὴ καρδιά˙ ἐκεῖνοι οἱ ἀστροναῦτες, ποὺ πετοῦν στὸ φεγγάρι καὶ φέρνουν μαζί τους σὰν ἀπαραίτητο ἐφόδιο τὴν ἁγία Γραφή, τὴν ὁποία διαβάζουν γιὰ νὰ ἐμψυχώνονται στὰ περιπετειώδη κι ἐπικίνδυνα ταξίδια τους, ὅλοι αὐτοὶ ἔρχονται νὰ διαψεύσουν τοὺς ἀπίστους, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε.
Ὄχι, ἄπιστοι, ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε! Ὁ Χριστὸς ζῆ καὶ βασιλεύει. Ζῆ καὶ βασιλεύει μέσα στὸ μικρό του ποίμνιο, μέσα σʼ ἕνα μικρὸ ἀριθμὸ πιστῶν ἀνθρώπων. Ζῆ καὶ βασιλεύει μέσʼ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν σʼ αὐτόν. Ὁ Χριστὸς συνεχίζει καὶ στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα νὰ ἔχῃ θερμοὺς ἀκολούθους, ποὺ ὅσο λίγοι κι ἄν εἶνε, καὶ δέκα μόνο ἄν μείνουν, φτάνουν αὐτοὶ νʼ ἀποδείξουν, ὅτι ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔσβησε, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιό του δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ θάψουν στὶς βιβλιοθῆκες, ὅπως τὰ ἄλλα βιβλία. Τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμόζεται καὶ σήμερα.
* * *
Ἀλλʼ ἐκεῖνος, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνος, ποὺ περισσότερο ἀπʼ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων ἀπέδειξε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε, εἶνε ἕνας˙ εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὤ ὁ Παῦλος! Στὴ σκέψι του ἦταν ὁ Χριστός. Στὰ αἰσθήματά του ὁ Χριστός. Στὶς πράξεις του ὁ Χριστός. Παντοῦ ὁ Χριστός. Ὁ Παῦλος βρισκόταν σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Χριστό. Μέσα του ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ πράγματα εἶχαν πεθάνει. Μέσα του ζοῦσε ὁ Χριστός. Καὶ αὐτός, ποὺ φαινόταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος, ἦταν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Γιατὶ ὅποιος ἔχει στὴν καρδιά του τὸ Χριστό, ἔχει τὸν παράδεισο. Ὅποιος δὲν ἔχει στὴν καρδιά του τὸ Χριστό, ἔχει τὴν κόλασι˙ καὶ θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ. Ἄς τὸ πιστέψουμε, ἄς τὸ καταλάβουμε˙ ζωὴ εἶνε ὁ Χριστός, θάνατος ἡ ἁμαρτία, ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπʼ τὸ Χριστό. Ὁ Παῦλος, ποὺ ζοῦσε τὸ Χρισό, δικαίως ἔλεγε˙ Δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, μὲ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη μου, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός (Γαλ. 2, 20).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 204-209 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).