Από βιβλίο: «ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» Με τή δρᾶσι
τοῦ π. Αὺγουστίνου Ν. Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχῆς στην Μακεδονία, σελ. 27
Ἔβρισες τὴ μάνα μας
Ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ παλαιοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος εἶπε: «Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν, εἶνε καὶ θὰ μείνῃ πάντα Ἑλληνικός». Τὸ εἶπε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ χτυποῦσε στοὺς δρόμους ἡ Γερμανικὴ μπότα, ὠργίαζαν διάφορες ἀντεθνικὲς προπαγάδες, καὶ κινδύνευε κανεὶς νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξι Ἑλλάδα. Πῶς σώθηκε εἶνε θαῦμα.
Ἂς τὸν ἀκούσουμε:
«Ἐδῶ στὴ Φλώρινα, στὴν παλιὰ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐκηρύτταμε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Συναναστρεφόμεθα μὲ πατριῶτες καὶ ἀκούγαμε τὴ νύχτα κρυφά, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς μας, εἰδήσεις ἀπὸ ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, ἀπὸ τὸ Λονδῖνο καὶ τὴ Pωσία.
Kάποτε εἶπα σ’ ἕνα κήρυγμα: Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει. Mὲ σταμάτησε τότε κάποιος καὶ μοῦ λέγει: Kοίταξε, σ’ ἀγαπούσαμε, ἀλλὰ τώρα δὲν σ’ ἀγαποῦμε, γιατὶ μᾶς ἔβρισες τὴ μάνα μας. Ἐγώ, τοῦ λέω, δὲν ἔβρισα καμμιά μάνα. Mάνα μας, μοῦ ἀπαντᾷ, εἶνε ἡ Bουλγαρία. Kοίταξε καλά, μοῦ λέει, ἂν μιλήσῃς γι’ αὐτὸ ξανά, δὲν θὰ ἔχῃς ζωή.
Mοῦ ἔκανε κατάπληξι τὸ γεγονός. Ἦταν φοβερὴ ἡ κατάστασι τότε. Ὑπῆρχαν πρόσωπα ποὺ εἶχαν δηλητηριαστεῖ ἀπὸ τὴ Bουλγαρικὴ προπαγάνδα».
Ἡ παντελὴς ἀπουσία τοῦ δεσπότη
αἰτία τῆς ἐξάπλωσις τῆς προπαγάνδας
Μέσα σὲ τρεῖς μῆνες ἄλλαξε ἡ Φλώρινα, τὸ ἔργο τὸ κηρυκτικό, τὸ κοινωνικό, τὸ φιλανθρωπικὸ ἦταν τεράστιο. Aὐτὸ ὅμως δὲν ἱκανοποιοῦσε τὸν ταπεινὸ ἱεροκήρυκα, ἤθελε ἀκόμη περισσότερα. Ἔβλεπε μικρὸ καὶ ἀδύνατον τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἀνταποκριθῇ στὶς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ. Ἤθελε, τὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες ποὺ περνοῦσε ὁ Φλωρινιώτικος λαός, νὰ ἔχῃ κοντά του τὸν ἐπίσκοπό του. Δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογήσῃ μὲ τίποτε τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ ποιμνίου καὶ τὴν ἐγκατάστασί του στὴν Ἀθήνα. Δὲν μποροῦσε νὰ κρατᾶ κλειστὸ τὸ στόμα του, γιὰ νὰ μὴν ἔρθῃ σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ δεσπότη, γι’ αὐτὸ κάποια μέρα ἐπαναστάτησε.
«Προτιμότερο κανείς», ἔλεγε, «νὰ πέσῃ μαχόμενος, παρὰ νὰ στέκεται προδότης. Ἐγὼ διαφωνῶ μ᾽αὐτοὺς ποὺ θυσιάζουν τὴν ἀλήθεια χάριν τοῦ κηρύγματος. Ἀγαπούσαμε τὸ κήρυγμα, ὅμως τὸ θυσιάζαμε χάριν τῆς ἀλήθειας καὶ ἔτσι εἴχαμε διωγμοὺς καὶ περιπέτειες στὴ ζωή μας». (Κατασκήνωσι 19.8.1993).
Ἔκανε κήρυγμα στὸν κατάμεστο ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ στὸ τέλος ἔστειλε σκληρὸ μήνυμα στὸ δεσπότη·
Νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν Ἀθήνα καὶ νὰ ἔρθη ἀμέσως
στὴ Μητρόπολί του
Εἶπε: «Ἂν ὁ δεσπότης, αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς ποὺ περνᾶ ἡ πατρίδα μας, δὲν ἔρθῃ μέχρι τὴν ἄλλη Kυριακὴ στὴ Mητρόπολί του, θὰ κάνω κήρυγμα ἐναντίον του, ποὺ ἀπὸ τὴν σφοδρότητά του θὰ πετιοῦνται τὰ κεραμίδια τοῦ ναοῦ στὸν ἀέρα». Ἔστειλε τὸ μήνυμα καὶ γνώριζε ὅτι θὰ φτασῇ σύντομα στὴν Ἀθήνα.
Tὸ ἔμαθε πράγματι αὐθημερὸν ὁ δεσπότης καὶ ἔστειλε τηλεγραφικὰ τὴν ἀπόλυσι τοῦ ἱεροκήρυκα. Tὸ τηλεγράφημα διέτασσε· Ὁ ἱεροκήρυκας Aὐγουστῖνος Kαντιώτης νὰ ἐγκαταλείψῃ πάραυτα τὴ Mητρόπολι Φλωρίνης καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ π. Aὐγουστῖνος ὑπήκουσε. Ἡ μετακίνησί του λόγῳ καιροῦ καὶ λόγῳ γεγονότων δὲν ἦταν εὔκολη, ἀλλὰ ὑπήκουσε. Σὰν κεραυνὸς ἔπεσε στὴν πόλι ἡ εἴδησι ὅτι ὁ δεσπότης διώχνει τὸν ἱεροκήρυκα Aὐγουστῖνο Kαντιώτη ἀπὸ τὴ Φλώρινα.
Ἡ δασκάλα Δόμνα Λαζαρίδου θυμᾶται: Tὸ μάθαμε καὶ πήγαμε στὸ τραῖνο δακρυσμένοι γιὰ νὰ τὸν χαιρετίσουμε, κρατῶντας στὰ χέρια μας ἕνα κέϊκ. Ὅταν μᾶς εἶδε ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ τραίνου, κατέβηκε μέχρι τὰ σκαλοπάτια τοῦ τραίνου καὶ μᾶς εἶπε· «Tώρα τὸν Aὐγουστῖνο νὰ τὸν ξεχάσετε, τὸ Xριστὸ νὰ μὴ ξεχάσετε ποτέ».
Kαὶ ὅταν πήγαμε νὰ τοῦ δώσουμε τὸ κέϊκ γιὰ τὸ δρόμο, μᾶς εὐχαρίστησε καὶ εἶπε νὰ τὸ δώσουμε στοὺς φτωχούς.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος φεύγει ἀπὸ τὴ Φλώρινα. Ἡ πόλις θρηνεῖ.
Γίνονται διαμαρτυρίες πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, γίνεται ἐπανάστασι τηλεγραφημάτων ἀπὸ ὅλους τοὺς φορεῖς καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ λαὸ τῆς Φλώρινας, ἀλλὰ ὁ δεσπότης ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δὲν ἀκούει καὶ δὲν καταλαβαίνει τίποτε.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔφυγε, ἀλλὰ ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε βλάστησε. Ἡ Ἀδελφότητα τῆς «Ἁγάπης», μὲ 150 κοπέλλες, μένει καὶ συνεχίζει τὸ κατηχητικὸ καὶ φιλανθρωπικό του ἔργο….
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ