Από βιβλίο: «ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» Με τή δρᾶσι
τοῦ π. Αὺγουστίνου Ν. Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχῆς στην Μακεδονία, σελ. 26
Ηταν φοβερη η κατασταση
Διηγήσεις ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν π. Αὐγουστῖνο:
«Ἂν κάποιος ἦτο φλογερὸς πατριώτης, κινδύνευε καὶ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κατακτητάς. Ἐὰν δὲν μ’ ἔδιωχνε ὁ δεσπότης… Τοῦ χρωστῶ εὐγνωμοσύνη ποὺ μ’ ἔδιωξε καὶ πρόλαβα νὰ φύγω, γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔγινε ἀπαγχονισμὸς 15 πατριωτῶν (στὶς 9.8.1943) στὴν Kλαδορράχη καὶ θὰ ἤμουν ὁπωσδήποτε μεταξὺ αὐτῶν. Nὰ μὴν τὶς ζήσουμε ξανὰ τὶς ἡμέρες αὐτές.
Tώρα ἔχουμε τοὺς Σκοπιανούς [νὰ διεκδικοῦν τὴ Μακεδονία], ποὺ εἶναι εἶδος σαλιγκαρίου, τὰ ὁποία εἶναι κρυμμένα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ μόλις πέσῃ ἡ βροχούλα, τὰ ἔχετε παρατηρήσει, βγαίνουν ὅλα στὴν ἐπιφάνεια (Kατασκήνωσι 4.8.1992).
Ἐκεῖ ὅπου ὠργίαζε ἡ προπαγάνδα
Ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ πόλεμο. Ἐμεῖς τὸν γνωρίσαμε, στὴ νεότητά μας. Ὅταν μπῆκαν μέσα στὴ Φλώρινα οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Βούλγαροι, ἀλλοιώθηκε ἀμέσως ἡ πόλι.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦρθα ὁλομόναχος στὴ Φλώρινα ὡς ἱεροκήρυκας καὶ ἔκανα περιοδεία στὰ χωριά. Ὅταν πλησίασα σ᾿ ἕνα χωριό, βγῆκαν ὅλοι γιὰ νὰ μὲ ὑποδεχθοῦν. Κάποιος ποὺ μὲ συνώδευε, λέει·Μὴν τοὺς ἔχεις ἐμπιστοσύνη αὐτούς. Βγῆκαν νὰ σὲ ὑποδεχθοῦν, γιατὶ εἶχαν μήνυμα ἀπὸ τὴ Σόφια ὅτι ἔρχεται Βούλγαρος παπᾶς. Μὲ περάσανε γιὰ Βούλγαρο. Βρέ, λέω, τί κάνουμε τώρα; Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπεθύμησα νὰ ξέρω Βουλγαρικά. Θὰ τοὺς μιλοῦσα Βουλγαρικά, δὲν εἶναι ἁμαρτία. Πῆρα τότε ἕνα σταυρὸ καὶ τοὺς εὐλογοῦσα. Μὲ ἀκολούθησαν μέσα στὴν ἐκκλησία. Τώρα, σκέφτηκα, πῶς νὰ τοὺς μιλήσω, ποὺ δὲν ξέρω Βουλγαρικά;
Μόλις ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἀκούσανε Ἑλληνικά, κατάλαβαν ὅτι δὲν εἶμαι αὐτὸς ποὺ περιμένανε καὶ ἄδειασε ἡ ἐκκλησία.
Τώρα, μοῦ λένε φύγε, γιατὶ θὰ σὲ τσακίσουν, θὰ σὲ σκοτώσουν. Σηκώθηκα καὶ ἔφυγα νύχτα, καὶ περιπλανόμουν».
Συνετρίβη ἡ προπαγάνδα
Τὸ μοναδικὸ χωριὸ ποὺ εὐχαρίστησε δημόσια καὶ τίμησε τὸν ἐπίσκοπό του, πρὶν ἀπὸ τὴν παραίτησί του, ἦταν τὸ παραπάνω.
Τὸ χωριὸ αὐτό, ποὺ στὸ βάθος ἔκρυβε εὐγενικὲς ψυχές, στέκεται μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ στὸν ἐπίσκοπό του καὶ τὸν τιμᾶ στὰ γηρατειά του.
Σὲ εἰδικὴ τελετή, ποὺ ἔκανε τῆς 15.8.1998 παρουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ τόπου, ἐκφράζει τὴ μεγάλη του ἀγάπη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη στὸν γέροντα ἐπισκοπό τους. Ἀναγνωρίζει τὶς μεγάλες θυσίες του καὶ τὴν προσφορὰ στὸ χωριό τους καὶ ξεπερνᾶ σὲ εὐγενῆ αἰσθήματα πατριωτισμοῦ καὶ ἀγάπης κάποιους ἄλλους ρασοφόρους πού, ἐνῷ εὐεργετήθηκαν μέχρι τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς τους, συμπεριφέρθηκαν ἄθλια στὰ γεράματά του, γιὰ προσωπικά τους ὀφέλη.
Δὲν ἔμεινε ἴχνος τῆς προπαγάνδας
«Σ᾿ ἕνα ἄλλο χωριό, νὰ μὴν ποῦμε τὸ ὄνομά του, πῆγα καὶ τοὺς μίλησα χριστιανικά. Τὴ νύχτα ἔμεινα στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀκούω μιὰ ὡραία ψαλμωδία στὰ σλαβικά. Ἔχουν μιὰ περιπαθῆ φωνή. Ξύπνησα καὶ ἄκουγα τὸ τραγούδι τους, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνω. Ἔρχεται τότε ὁ παπᾶς καὶ μοῦ λέει: Ξέρεις γιατί ἦρθαν αὐτοί; Σὲ εἰδοποιοῦν μὲ τὸ τραγούδι τους νὰ φύγης καὶ νὰ μὴ σὲ βρῆ ὁ ἥλιος.
Σηκώθηκα καὶ ἔφυγα μέσα στὴ νύχτα μὲ τὰ πόδια». (Κατασκήνωσι Αὔγουστος 1993)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ