Ο ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ 1943
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)_
(Μερος 9ο), (σελ. 28-30)
Προ του Γερμανικου ἀποσπασματος
«Θυμοῦμαι πάλι στόν ατομικό μου βίο, όταν πρό 50 ετων ήμουν στην Kοζάνη και με την βοήθεια του Θεου οι εκλεκτές κυρίες είχαν διοργανώσει συσσίτιο, που ετρέφοντο 8000 πεινασμένοι ανθρωποι. Ἐκεῖ συνέβη τότε νὰ μὲ συκοφαντήσουν (ως κομουνιστή) καὶ νὰ μὲ διαβάλουν καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ καταδικαστῶ εἰς θάνατον. Ποιός μ’ ἐσωσε; Βέβαια ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε, ἀλλὰ μία εὐγενὴς κυρία, ποὺ τὸ ὀνομά της ἐλέγετο Ἀρτεμισία καὶ ὁ ἄνδρας της ἦτο εἰσαγγελέας, ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο, γιὰ τὴν σωτηρία μου. Καὶ ἐνῶ ἐγω εὐρισκόμουν ἐκεῖ στὸ δικαστήριο καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ δικασθῶ καὶ νὰ καταδικασθῶ ἀσφαλῶς εἰς θάνατον, διότι ἐξουσίαζαν οἱ Γερμανοί, αὐτὴ τοῦ ἔστελε σημείωμα, ποὺ ἔγραφε· “Θόδωρε’’, ―ἔτσι τὸν λέγαν “σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ προσέξῃς πολὺ τὴν ὑπόθεσι τοῦ Αὐγουστίνου, γιὰ νὰ μὴν γίνῃς δεύτερος Πόντιος Πιλάτος καὶ καταδικάσης ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εὐεργετεῖ τὴν πόλι’’. Ἂν θέλετε νὰ μάθετε λεπτομερείας μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε σὲ ἕνα βιβλίο ὑπέροχο, τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἐκλεκτὸς θεολόγος Παναγιώτης Μύρου, 400 σελίδες εἶνε. Σὰν παραμύθια φαίνονται, ἀλλὰ δὲν εἶνε παραμύθια, εἶνε πραγματικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὴν Kοζάνη» (Αποσπ. ομιλίας του π. Αυγουστινου στον Ἱ. Ναό Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 19-4-1995).
* * *
- Ας ακούσουμε, πως διηγειται το παραπάνω περιστατικό στις 15.6.1988 στη Φλώρινα, παρουσία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, τοῦ Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου & πλῆθος κόσμου, κόρη τoῦ εισαγγελέα, ἡ Αἰκατερίνη Σκρέκα – Δρίζη, ἡ ὁποία μικροῦλα τότε, συμετεῖχε στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ ήταν αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων.
«Πολλὰ τὰ γεγονότα τῆς τρομερῆς ἐκείνης ἐποχῆς. 12-13 χρονῶν κοριτσάκι ἐγὼ τότε ζοῦσα μὲ τὸν πατέρα, τὴν μητέρα. Σεβαστοὶ γονεῖς, ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν μεγάλη, πολὺ μεγάλη, συμπάθεια στὸν πατέρα Αὐγουστῖνο. Θὰ τὰ πῶ ἐν ὀλίγοις, γιὰ νὰ μὴ σᾶς κουράσω.
Μέσα στὸ σπίτι μας κυριαρχοῦσε ἡ μορφὴ τοῦ πατρὸς Αὐγουστῖνου.
Μιὰ μέρα, μοῦ λέει ὁ πατέρας μου, ἐπειδὴ πάντοτε τὸν ἀγαποῦσα καὶ τὸν θαύμαζα σὰν ῥήτορα ὅταν χειριζόταν τὸν λόγο στὰ δικαστήρια, πάντα είχε νὰ πῇ ἠθικὲς ἀρχές. ―Mοῦ λέει· «Ἂν ἐνδιαφέρεσαι Καίτη ν᾿ ἀκούσῃς ἕνα ὡραῖο κήρυγμα, ἕνα ὡραῖο λόγο μου, κήρυγμα γιὰ τὴν οἰκογένεια, ἔλα μετὰ τὸ σχολεῖο σου στα δικαστήρια». Πραγματικὰ μόλις σχόλασα, τρέχω ἀπὸ τὰ δικαστήρια νὰ ἀκούσω τὸν μπαμπά. Ἐκεῖ ὅμως, μπαίνοντας στὸ γραφεῖο τοῦ κ. Kίτσου τοῦ γραμματέως, πολὺ ἀγαπητοῦ μας φίλου, μοῦ λέει· “Μὴ μπῇς μέσα διότι εἶνε ἡ γκεστάπο μὲ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο. Ἄστα, μοῦ λέει, πάει ὁ Αὐγουστῖνος’’. “Μὴ μοῦ λές’’, τοῦ λέω, “τί συμβαίνει;’’ “Πρέπει νὰ ᾿νε τὰ τελευταῖα του τώρα’’, μὲ ἀπαντᾷ. Δὲν εἶπα τίποτε ἐκείνη τὴ στιγμή. Ἔφυγα κλαίγοντας ἀπὸ τὰ δικαστήρια. Τρέχω στὸ σπίτι, στὴ μαμά, ἡ ὁποία ἦταν μία πολὺ ἀσθενὴς γυναίκα, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ σημειώσω. Ὑπέφερε ἀπὸ χρονία πυώδη νεφρίτιδα καὶ οἱ γιατροὶ τῆς εἶχαν ἀπαγορεύσει νὰ κάνῃ παιδιά. Αὐτὴ ὅμως μὲ τὴ πίστι στὸ Θεὸ ἔκανε ἕξι παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ζοῦμε τὰ τρία. “Mαμά’’, τῆς λέω, “τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο τὸν ἔχουνε γκεσταπίτες στὸ μπαμπά. Αὐτὴ τῆ στιγμῇ δικάζεται, μαζὶ μὲ τὸν φρούραρχο’’. Mου λέει· Mὴν ἀνησυχεῖς παιδί μου. Μὲ εἶδε πάρα πολὺ ἀναστατωμένῃ. Βγάζει μία καρτούλα ἀπὸ τὴν τσάντα της, κάρτ-βιζίτ. Αὐτὴ ἡ ἀσθενικὴ γυναίκα, μὲ 1,40 ὕψος, ἀλλὰ ὅλο δύναμι, ὅλο ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό της.
“Mὴν ἀνησυχεῖς’’, μοῦ λέει. Παίρνει τὴν καρτούλα της καὶ σημειώνει· «Θεόδωρε, σὲ παρακαλῶ πολύ, νὰ προσέξῃς τὴν ὑπόθεση τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου καὶ νὰ μὴν φερθῇς σᾶν ἄλλος Πόντιος πιλάτος, ἀλλὰ καὶ τὴ θέση σου νὰ χάσῃς καὶ τὴ ζωή σου ἀκόμη γιὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο».
Tρέχω ἀμέσως, φτερὰ στὰ πόδια μου, πηγαίνω στὸ δικαστήριο. Ὁ κ. Κίτσιος νὰ μὲ ἀπαγορεύῃ νὰ μπῶ μέσα. Πῶς ἄνοιξα! Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πόλεμοι καμμιὰ φορὰ λέμε γίνονται μόνο ἀπὸ νέους ἀνθρώπους. Ἀνοίγω τὴν πόρτα, πηγαίνω στὸν πατέρα μου. «Tί συμβαίνει»; μοῦ λέει ὁ μπαμπάς. Νόμισε πῶς ἔπαθε ἡ μητέρα μου κάτι, ἡ ὁποία σᾶς λέω ἦταν πολὺ φιλάσθενη καὶ κρεμόταν ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κυριολεκτικά. Τοῦ λέω· Mπαμπά, αὐτὸ ἡ μαμὰ μοῦ τὸ ᾿δωσε, διάβασέ το, τώρα ἀμέσως». Tὸ διαβάζει, σηκώνεται ὁ φρούραρχος, ζητᾷ τὸ λόγο. Τί συμβαίνει; λέει ὁ διερμηνεύς. Ἀλλὰ ὁ πατέρας μου, ποὺ ἤξερε τὴ Γαλλικὴ γλῶσσα συνεννοήθηκε ἀπευθίας στὰ γαλλικὰ μὲ τὸν φρούραρχο. Δὲν θέλησε νὰ μιλήσῃ Ἑλληνικὰ μέσου τοῦ διερμηνέως. Ἐγὼ τὸ κατάλαβα αὐτό, ἦταν πανέξυπνος ἄνθρωπος ὁ πατέρας μου καὶ τοῦ τὸ διάβασε. Ἐκεῖνος σηκώνεται, σὲ στάσι προσοχῆς καὶ ἐπαναλαμβάνει στὰ γερμανικὰ τὰ ὅσα εἶχε πεῖ ὁ πατέρας μου καὶ φεύγω ἀπὸ μέσα, ἐγώ. Ἐφυγα ἀμέσως καὶ περίμενα μὲ ἀγωνία. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ὢ τοῦ θαύματος τῆς προσευχῆς! Γιατὶ μοῦ εἶπε ἡ μανούλα μου· “Ἐσὺ φύγε γρήγορα καὶ ᾿γὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο’’.
Δόξα τῳ Θεῷ Σεβασμιώτατε ποὺ σᾶς ἔχουμε μαζί μας καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ τὴ μαμὰ καὶ γιὰ τὸ μπαμπὰ στὴν ἁγία Τράπεζα. Τὸ ἀξίζανε, τὸ ἀξίζανε πραγματικά. Σᾶς εὐχαριστῶ»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.