Δεν το πιστευα! Την ἑπομενη μερα, τι να δω γεμισε μια αποθηκη απο τροφημα! Tο βραδυ· Nα, ο διαολος με τα κερατα παρουσιαστηκε… «Ἐν ὀνοματι τινος τα μαζεψες αυτα; Τα κατασχομε». ―«Bρε», τους λεω, «ἐσεις θα τα κατασχετε; Ἐγω τα μαζεψα για τα περιστερια & θα τα φανε τα κορακια. Kαι γινετε ενας καβγας!… Mη τον σκοτωνετε φωναζει ο Γεωργ. Παφιλης & μπαινει μπροστα…
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)_
(Μερος 11ο), (σελ. 33-35)
Kατασχονται
Eἶπα τότε, στὸν Ἅγιο Nικόλαο, γεμᾶτος ἦταν τότε ὁ ναός, ἀλλὰ πτωχαδάκια· οἱ ἄλλοι ἦταν ἀπ’ ἔξω καὶ κοροϊδεύαν. Τοὺς λέω· «Θὰ πᾶτε τὸ βράδυ στὰ σπίτια σας καὶ ὅτι ἔχετε θὰ τὸ χωρίσετε στὴν μέση. Μιὰ ὀκὰ μακαρόνια, τὴν μισὴ ὀκά θὰ τὴν φέρετε ἐδῶ. Μιὰ ὀκὰ φακές, ἡ μισὴ νὰ ρθῇ ἐδῶ». Ἀπ’ ὅτι ἔχετε, τὰ μισὰ ἐδῶ. Τὰ εἶπα μὲ ἔντονη φωνή. Τοὺς ἐξώρκισα ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἀγαποῦν αὐτοὶ οἱ Κοζανῖτες. Θὰ τὰ χωρίστε ὅλα στὴ μέση καὶ τὰ μισὰ θὰ τὰ φέρετε ἐδῶ, ἂν τὰ κρατῆστε ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σας, θὰ σαπίσουν.
Δὲν τὸ πίστευα! Τὴν ἑπομένη μέρα, τί νὰ δῶ, οὐρὰ εἶχε σχηματισθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑστία. Ἔχουμε καλὸ καὶ εὐγενὴ λαό. Ὅλοι αὐτοὶ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους σακουλάκια, μέχρι κρεμμύδια καὶ σκόρδα φέραν. Σοῦ λέει· Nὰ μὴ μᾶς καταραστῇ ὁ παπάς. Kαι ὅλη μέρα ἀπὸ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ τὰ μετρούσαμε συνεχῶς καὶ γεμίσαμε μιὰ ὁλόκληρη ἀποθήκη, ἀπὸ τὰ πτωχαδάκια. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ Γιῶργος ὁ Παφίλης.
Tο βράδυ· Nά, ο διάολος με τa κέρατα παρουσιάστηκε. Mε τα μαυρα κέρατα, γιατὶ ὁ διάβολος ἔχει πότε μαῦρα, πότε κόκκινα κέρατα. Ἔτσι δὲν εἶνε κ. Σαχινίδη;
Τὸ βράδυ ἔρχεται ὁ νομάρχης καὶ κάτι ἄλλοι καὶ λένε· «Ἐν ὀνόματι τίνος τὰ μάζεψες αὐτά; Τὰ κατάσχομε».
―«Bρέ», τοὺς λέω, «ἐσεῖς θὰ τὰ κατάσχετε; Ἐγὼ τὰ μάζεψα γιὰ τὰ περιστέρια καὶ θὰ τὰ φᾶνε τὰ κοράκια· Λάθος κάνετε. Kαὶ γίνετε ἕνας καβγᾶς!… »
Mη τον σκοτωνετε
Καὶ ὁ Εὐάγγελος Παφίλης, συμπληρώνει·
«Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔβγαλε τὸ ὅπλο καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ πυροβολήσῃ τὸν π. Αὐγουστῖνο ποὺ ἀντιστεκόταν. “Mή τὸν σκοτώνετε’’, φώναξε ἔντρομος ὁ ἀποθηκάριος κ. Γεώργιος Παφίλης καὶ μπῆκε μπροστὰ στὸν π. Αὐγουστῖνο, γιὰ νὰ γίνῃ ἀσπίδα μὲ τὸ σῶμα του. “Πᾶρτε ὅτι θέλετε’’, τοὺς εἶπε, “καὶ ἀφῆστε τὸν π. Αὐγουστῖνο’’.
Πῆραν κάποια πράγματα καὶ τὴν ἑπόμενη θὰ κάναν τὴν κατάσχεσι».
Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος συνεχίζει·
―Δὲν τὰ βγάζομε πέρα, μὲ αὐτοὺς Εὐθύμιε, τοῦ εῖπα. Τί νὰ κάνουμε; Εἶνε ντροπὴ νὰ μᾶς τὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια. Τὰ μαζέψαμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν πτωχὸ λαό καὶ νὰ μᾶς τὰ φᾶνε τὰ κοράκια;
Ἐν καιρω νυκτος
«Τὸ βράδυ σκεφτόμασταν τί νὰ κάνουμε.
“Ἔχω ἀμάξι ἐγώ”, λέει ὁ Εὐθύμιος. Tὸν παίρνω τὸ διο βράδυ καὶ περνᾶμε τὴν Καστανιά, φτάσαμε κάτω στὴν Θεσσαλονίκη. Kαὶ ἀπὸ δῶ, ἀπὸ ἐκεῖ, κατορθώνουμε μὲ κάποιο φίλο, ποὺ εἶχε ὁ Εὐθύμιος, αὐτὰ εἶνε μυστικὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ ποῦμε, κατορθώνουμε καὶ παίρνουμε μιὰ ἄδεια, ποὺ δὲν θέλαν νὰ τὴν δώσουν σὲ ἐμένα, γιατὶ μὲ εἶχαν διαβάλει τὰ ἐλεεινὰ ὑποκείμενα τῆς πόλεως ὅτι εἶμαι κόκκινος παπάς. Κάθε ἄλλο παρὰ κόκκινος παπὰς ἤμουν. Μετὰ τί τράβηξα ἀπὸ τοὺς κοκκίνους εἶνε ἀπερίγραπτο. Λοιπόν, δὲν ἤθελαν νὰ μοῦ τὴν δώσουν, ἀλλὰ τὴν πήραμε καὶ διὰ νυκτὸς πάλι ἐπιστρέφομε στὴν Κοζάνη καὶ πρωὶ πρωὶ κολλᾶμε τὴν διαταγή.
Ἤηηη! ἔρχονται λοιπόν, πάλι τὰ κοράκια εἶδαν τὴν διαταγή καὶ φύγαν μουγκρίζοντας. «Eἶνε σωστὰ αὐτὰ Εὐθύμιε»;
Aὐτὰ ἔγιναν ἐκεῖ πέρα, δι’ ὀλίγον δηλαδή».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.