Ας δωσουμε κ᾽ ἐμεις τη μαρτυρiα μας «Δι᾽ ὑπομονης τρεχωμεν τον προκειμενον ἡμιν ἀγωνα» (Ἑβρ. 12,1)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Μ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2540
Τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων (Ἑβρ. 12,1-10)
Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου
Ας δωσουμε κ᾽ ἐμεις τη μαρτυρiα μας
«Δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» (Ἑβρ. 12,1)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Θὰ πῶ λίγα λόγια ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου τῆς ἑορτῆς (βλ. Ἑβρ. 12,1-10).
Τί μᾶς λέει· Ἀδελφοί, «τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» (ἔ.ἀ. 12,1). Μᾶς περιβάλλει ἕνα σύννεφο φωτεινό, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι ἀπὸ σταγόνες νεροῦ ἀλλ᾽ ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ νέφος αὐτὸ εἶνε οἱ μάρτυρες ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστι μας.
Εἶνε ἀμέτρητοι. Μόνο οἱ γνωστοὶ φτάνουν τὰ 14 ἑκατομμύρια. Καὶ ἂν σ᾽ αὐτοὺς προστεθοῦν οἱ ῾Ρῶσοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος (ποὺ πλησιάζουν τὸ 1 ἑκατομμύριο), οἱ μάρτυρες τῆς Ἀλβανίας καὶ χωρῶν ἄλλων ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων κ.λπ., ὁ ἀριθμὸς αὐξάνει περισσότερο.
Πόσο ἀνάξιοι νιώθουμε μπροστά τους, καὶ τί παράδειγμα ἀφήνουν σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ δὲν ἔχουμε λίγο ἀπὸ τὸ σθένος καὶ τὸν ἡρωισμό τους!
Ὁ ἀπόστολος αὐτὸς διαβάζεται σήμερα 9 Μαρτίου γιὰ τοὺς ἁγίους 40 Μάρτυρες, ποὺ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τους.
40 μάρτυρες! Ὄχι μία ἀλλὰ 40 γλῶσσες νὰ εἴχαμε, λέει ὁ μέγας Βασίλειος στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου του στοὺς 40 Μάρτυρες (βλ. P.G. 31,507-526. ΕΠΕ, Ἔργα, 7,302-304), δὲν θὰ ἔφταναν γιὰ νὰ ὑμνήσουμε τὸ μεγαλεῖο τους. Μιὰ μικρὴ σκιαγραφία τοῦ ἡρωισμοῦ τους θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δώσω, ἀδελφοί μου.
* * *
Οἱ 40 Μάρτυρες γεννήθηκαν, ἔζησαν καὶ ἄθλησαν τὸν Δ΄ (4ο) μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, ὅταν βασίλευε ὁ περιβόητος Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Κατάγονταν ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀλλὰ βρέθηκαν νὰ συνυπηρετοῦν στὴν ἴδια μονάδα, τὴν 12η αὐτοκρατορικὴ λεγεῶνα. Διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν πειθαρχία τους στὰ κελεύσματα τοῦ ἐπιγείου βασιλέως. Εἶχαν ἀνδραγαθήσει σὲ μάχες καὶ εἶχαν λάβει παράσημα. Σὰν Χριστιανοὶ ἀποτελοῦσαν μία ὄασι μέσα στὴν πλημμύρα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ τότε κόσμου. Ὡστόσο ἡ πίστι τους ἔμενε ἄγνωστη· οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μόνο τὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ βίου τους. Ἔρχεται ὅμως ὥρα, ποὺ οὐδὲν «κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται» (Λουκ. 8,17).
Τὸ 314 μ.Χ. ὁ Λικίνιος κηρύττει διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ἡ διαταγὴ φτάνει καὶ στὴ Σεβάστεια, πόλι ποὺ φέρνει δάκρυα σὲ ὅποιον ἔχει ἔνστικτο πατρίδος· μέχρι τὸ 1922 ὑπῆρχε ἐκεῖ ναὸς τῶν 40 Μαρτύρων· γιὰ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ συνέρρεε σ᾽ αὐτὸν ὅλος ὁ Πόντος καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς ἱεράρχες κλῆρος καὶ λαὸς τιμοῦσαν τὰ ἱερὰ λείψανά τους.
Τότε ἔπαρχος στὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Μικρὴ Ἀρμενία ἦταν ὁ Ἀγρικόλαος, καὶ διοικητὴς στὴ Σεβάστεια ὁ δούκας Λυσίας.
Τὸ διάταγμα ἔλεγε, νὰ θυσιάσουν ὅλοι στὰ εἴδωλα. Μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ ὡμολόγησαν πίστι στὸ Χριστὸ ἦταν οἱ 40 αὐτοὶ στρατιῶτες. Τοὺς ἔρριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν ἐμφανίστηκαν ἐμπρὸς στὸν Ἀγρικόλαο, αὐτὸς ῥώτησε ἕναν – ἕνα, ποιά εἶνε ἡ ταυτότητά του. Καὶ τότε, ἐν γνώσει τῶν συνεπειῶν καὶ μὲ ὅλη τὴ σημασία τῶν λέξεων, σὰν βροντὴ ἀπὸ τὸ στόμα καθενὸς ἀπὸ τοὺς 40, ἀκούστηκε ἡ ἴδια ἀπάντησι· «Χριστιανός εἰμι», εἶμαι Χριστιανός. Ὦ φωνές –λέει ὁ μέγας Βασίλειος–, ποὺ κάνατε τὸν διάβολο νὰ πληγώνεται καὶ τοὺς ἀγγέλους νὰ χειροκροτοῦν, ὦ γλῶσσες ποὺ ἁγιάσατε τὸν ἀέρα! (P.G. 31,512)
Σήμερα σ᾽ ἐμᾶς νὰ πῇς «Εἶμαι Χριστιανός» δὲν στοιχίζει τίποτα, οὔτε πέντε δραχμές. Εἴμαστε Χριστιανοὶ μόνο στὶς ταυτότητες, στὰ χαρτιά· στὰ ἔργα καὶ στὴ συμπεριφορὰ εἴμαστε εἰδωλολάτρες, μὴν πῶ καὶ ἀντίχριστοι. Τότε, ἂν ἔλεγες «Εἶμαι Χριστιανός», στοίχιζε τὸ κεφάλι, τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ· «Εἶμαι Χριστιανός» ἴσον θάνατος, καὶ θάνατος οἰκτρός. Τέτοιος ἦταν τότε ὁ Χριστιανισμός, ἀξία ποιότητος καὶ ὄχι ποσότητος. Ἔτσι εἶνε καὶ τώρα πάλι σὲ χῶρες ποὺ ἡ πίστι μας διώκεται· ἐκεῖ, ἕνα σταυρουδάκι νὰ κρεμάσῃς στὸ λαιμό, κοστίζει!
Ὁ Ἀγρικόλαος στὴν ἀρχὴ ἔδινε διάφορες δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴ σταθερὴ ἄρνησί τους, ὠργίστηκε καὶ σκέφτηκε νὰ τοὺς θανατώσῃ μὲ τρόπο σκληρό. Ἦταν χειμώνας καὶ στὴ Σεβάστεια ἐπικρατοῦσε μεγάλο ψῦχος. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι τὸ νερὸ εἶχε γίνει πάγος. Ἡ λίμνη τῆς Σεβαστείας ἦταν μιὰ παγωμένη πλατεῖα. Ἐκεῖ λοιπὸν διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν γυμνούς! Ἔβγαλαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ κάνοντας τὸ σταυρό τους ἔπεσαν μὲ χαρὰ καὶ οἱ 40 πάνω στὸν πάγο.
Ὁ θάνατος ἀπὸ ψῦξι εἶνε φρικτός. Ὁ ὀργανισμὸς χάνει τὴ θερμότητα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ λειτουργῇ. Τὰ ἀγγεῖα συστέλλονται, τὸ αἷμα πήζει, τὸ κορμὶ μελανιάζει· ἡ πῆξις προχωρεῖ ἀπὸ τὰ ἄκρα πρὸς τὸ κέντρο, ἔρχεται στὴν καρδιὰ καὶ τὴν πιέζει· τρίζουν τὰ δόντια, πονάει τὸ στῆθος, ὅλο τὸ σῶμα κλονίζεται ἀπὸ σπασμούς. Τέτοιο ἦταν τὸ μαρτύριό τους.
Ὅλη τὴ νύχτα προσεύχονταν, ἔψαλλαν καὶ ἐνίσχυαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ὑπομείνουν τὸ μαρτύριο μὲ λόγια σὰν αὐτά· Σκληρὸς ὁ χειμώνας, μὰ γλυκὸς ὁ παράδεισος· ὀδυνηρὸ τὸ πήξιμο, ἀλλὰ γλυκειὰ ἡ ἀνάπαυσι. «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ᾽ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις» (P.G. 31,517).
Ἔμειναν ὅλοι σταθεροὶ στὴν πίστι καὶ τὴν ὁμολογία τους. Ἕνας ὅμως τὴν τελευταία ὥρα λιποτάκτησε· ἐγκατέλειψε τὸν ἀγῶνα καὶ ἔτρεξε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, ὅπου ἐπίτηδες οἱ διῶκτες, δελεαστικά, μὲ κακία, εἶχαν ἀνάψει ζεστὸ λουτρό. Πῆγε νὰ ζεσταθῇ, ἀλλὰ ματαίως· σύντομα ἔπεσε νεκρὸς ἀπὸ τὴν ἀπότομη μεταβολὴ τῆς θερμοκρασίας.
Ἀλλὰ τότε τί θέαμα λαμπρὸ ἐμφανίστηκε! Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Ἄγγελοι μέσα σὲ φῶς κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κρατώντας 40 στεφάνια, γιὰ νὰ βραβεύσουν τοὺς ἀθλητάς. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἐγκατέλειψε τὸν ἀγῶνα, τὸ ἕνα στεφάνι ἔμενε τώρα μετέωρο. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς δημίους, ποὺ λεγόταν Ἀγλάιος, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ τὸ στεφάνι τοῦ λιποτάκτου νὰ μένῃ μετέωρο, πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ εἶπε· Κ᾽ ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός! Ἀπὸ εἰδωλολάτρης δήμιος, ἔγινε πιστός· τρέχει, καταλαμβάνει τὴν κενὴ θέσι τοῦ μάρτυρος καὶ παίρνει τὸ στεφάνι. Ἔτσι συγκαταριθμήθηκε μὲ τοὺς μάρτυρες κι ὁ ἀριθμὸς ἀναπληρώθηκε.
Καὶ κάτι ἀκόμη, ἀξιοθαύμαστο. Τὸ πρωί, ἀφοῦ ὅλοι εἶχαν πλέον πεθάνει, ἦρθαν κάρρα νὰ μεταφέρουν τὰ σώματα γιὰ νὰ καοῦν στὴ φωτιά· ἡ διαταγὴ τοῦ τυράννου ἦταν, νὰ μὴ μείνουν λείψανα. Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς μάρτυρες, ὁ Μελίτων, δὲν εἶχε ἀκόμα ξεψυχήσει· διατηροῦσε τὶς αἰσθήσεις του. Ἡ μητέρα του, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ παρακολουθοῦσε, τί κάνει· γιὰ νὰ μὴ λείψῃ τὸ παιδί της ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν μαρτύρων, τὸν σηκώνει ἡ ἴδια καὶ τὸν μεταφέρει ἐκεῖ ὅπου πῆγαν τοὺς ἄλλους. Ὤ μητέρα μάρτυρος! Σήμερα ποῦ τέτοιες ἡρωίδες, ποὺ πίστευαν στὴν αἰωνιότητα καὶ δὲν κολάκευαν τὰ τέκνα δολοφονώντας τα! Οἱ χειρότεροι δολοφόνοι παιδιῶν σήμερα γίνονται οἱ γονεῖς. Ἐκείνη ὅμως τὸν πῆρε στὸν ὦμο καὶ τὸν μετέφερε λέγοντας· Νὰ μὴ λείψῃς, παιδί μου, ἀπὸ τὴ χορεία τῶν μαρτύρων.
Καὶ κάηκαν ὅλοι. Σκόρπισαν τὴ στάχτη, ἔρριξαν τὰ ὀστᾶ – λείψανα στὸ ποτάμι· ἀλλὰ κατὰ θεία πρόνοια βρέθηκαν καὶ ἐτιμῶντο πρεπόντως.
* * *
Τρία σημεῖα ὑπογραμμίζω, ἀγαπητοί μου.
• Πρῶτον ὁ τόπος. Μᾶς συγκινεῖ ὁ Πόντος, ποὺ διακηρύττει ἀναμφισβητήτως τὴν ἑλληνικότητά του μὲ στοιχεῖα ὁμηρικῆς γλώσσης, μνημεῖα, τάφους, μεγάλα μοναστήρια (Σουμελᾶ, Βαζελῶνος κ.ἄ.), πλῆθος ἱερὰ προσκυνήματα. Ὅποιος λησμονεῖ τὸν Πόντο δὲν εἶνε Ἕλληνας. Ἐγὼ πιστεύω ἀκραδάντως, ὅτι θὰ ἔλθῃ πάλι ἡμέρα ποὺ μακρινοὶ ἀπόγονοι θὰ ἐπιστρέψουν στὰ ἱερὰ ἐδάφη καὶ θ᾽ ἀκουστῇ πάλι ἐκεῖ ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων.
• Δεύτερον τὸ μαρτύριο. Θυσιάστηκαν νέοι στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτό, ὅταν ὁ λαός μας βρέθηκε ἑνωμένος καὶ ὁμόψυχος, ἐπανελήφθη καὶ στὶς ἡμέρες μας, ἐν μέσῳ βαρυτάτου χειμῶνος στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας τὸ ᾽40, μὲ κρυοπαγήματα καὶ ἀκρωτηριασμούς· μόνο στὰ Γιάννενα ἔκοψαν ἑκατὸ πόδια ἡρώων μαχητῶν! Δὲν ὑπῆρχαν τότε ἄθεοι δασκάλοι καὶ καθηγηταί· ἦταν ὅλος ὁ λαὸς μία ψυχή, μία πνοή, μία πίστις.
• Καὶ τρίτον τὸ ἐπάγγελμα. Ἦταν ἅγιοι στρατιῶτες. Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ποιός σοῦ εἶπε, ὅτι γιὰ ν᾽ ἁγιάσῃς πρέπει νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸν κόσμο; Τιμοῦμε τοὺς καλογέρους. Ἀλλὰ μπορεῖς καὶ μέσα στὴν διεφθαρμένη κοινωνία νὰ γίνῃς ἅγιος. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ κάνῃ ἅγιο ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως γράφω στὸ βιβλίο «Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα». Ἡ ἁγιότης εἶνε ἄνθος ποὺ φυτρώνει παντοῦ.
Καθώς, ἀδελφοί μου, στὶς ἡμέρες μας ἀκούγονται σάλπιγγες τῆς Ἀποκαλύψεως, ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τοὺς μάρτυρες. Ἂς γίνουμε μάρτυρες διὰ τῆς γλώσσης καὶ διὰ τῶν ἔργων. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς παρακαλοῦσε· Χριστέ μου, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσε κ᾽ ἐμένα νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ Σένα! Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἀξίωσε. Ἔτσι τελείωσαν τὴ ζωή τους οἱ ἅγιοι 40 Μάρτυρες. «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος». «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Εἴθε τὰ φτωχὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ ἔρριξα νοερῶς σὰν λουλούδια ταπεινὰ ἐπάνω στὰ ἱερά τους λείψανα, νὰ ῥιζώσουν στὴν καρδία· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Εὐθυμίου Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω 9-3-1986 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-2-2023.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.