Ὁ τεταρτος λογος του σταυρου (Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου)
Μεγάλη Ἑβδομὰς
6. –Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
1967 Ὁ τέταρτος λόγος τοῦ σταυροῦ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Μ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2553
Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
14 Ἀπριλίου 2023 (ἑσπερ. μετὰ τὸ εὐαγγέλιο)
Ὁ τεταρτος λογος του σταυρου
«Περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἠλὶ Ἠλί, λιμά σαβαχθανί;
τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46 = Ψαλμ. 21,2)
Μεγάλη Παρασκευή, ἀδελφοί μου! Ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «φοβερὸν καὶ παράδοξον μυστήριον σήμερον ἐνεργούμενον καθορᾶται» (Καὶ νῦν ἑσπ. ἀποκαθ.). Μπροστά μας ὁ Ἐσταυρωμένος. Ποιός ζωγράφος, ποιός ψάλτης, ποιά γλῶσσα ῥήτορος καὶ ἱεροκήρυκος, ποιά γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου θὰ μπορέσῃ νὰ ὑμνήσῃ τὴ δόξα του; Μικροὶ κι ἁμαρτωλοί, τολμοῦμε ἐμεῖς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ θεῖο δρᾶμα.
Ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἐπάνω στὸ σταυρό, καταδικασμένος εἰς θάνατον, καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ οἱ θανάσιμοι ἐχθροί του. Ἐνῷ τὸ αἷμα του πέφτει στάλα – στάλα στὴ γῆ, ἡ καρδιά του πάλλει τοὺς τελευταίους χτύπους, τὰ χείλη του μαράθηκαν καὶ τὰ μάτια του σβήνουν, αὐτοὶ μὲ σαδισμὸ ἐκδηλώνουν τὴ χαρὰ τῆς μοχθηρίας τους. Αἰσχρολογοῦν, βωμολοχοῦν, βλαστημοῦν, φτύνουν. Τί ἀτίμωσις!
Ὁ Ἐσταυρωμένος φαίνεται τώρα σὰν ὁ πιὸ ἀδύνατος ἄνθρωπος, «ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ» (Ψαλμ. 21,7)· αἴφνης ὅμως καταπληκτικὰ σημεῖα ἔρχονται ν᾽ ἀποδείξουν, ὅτι ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶνε πιὸ δυνατὸς καὶ φοβερὸς παρ᾽ ὅταν περπατοῦσε ἐλεύθερος.
Πρῶτο σημεῖο τὸ σκοτάδι. Δὲν ἦταν φυσικὸ φαινόμενο· καὶ κράτησε τρεῖς ὧρες, «ἀπὸ ἕκτης ὥρας …ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45). Ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὸ φῶς του σὰν νὰ ἔλεγε· Ἐγκληματίες, εἶστε ἀνάξιοι νὰ σᾶς φωτίζω!
Κι ὅταν τὸ σκοτάδι πλησίαζε νὰ διαλυθῇ, ἀκούγεται τότε σὰν κεραυνὸς ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ· «Ἠλὶ Ἠλί, λιμά σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46 = Ψαλμ. 21,2). Ἡ κραυγή του τρομάζει τοὺς σταυρωτάς. Παρανοοῦν τὸ «Ἠλὶ Ἠλί», νομίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς καλεῖ τὸν προφήτη Ἠλία νὰ τὸν βοηθήσῃ, νὰ ῥίξῃ φωτιὰ καὶ νὰ τοὺς κάψῃ. Πόσο παρεξήγησαν τὸ λόγο τοῦ Κυρίου!
Ὁ λόγος «Ἠλὶ Ἠλί, λιμά σαβαχθανί;» εἶνε ὁ τέταρτος κατὰ σειρὰν λόγος, ποὺ εἶπε ὁ Ἐσταυρωμένος, καὶ εἶνε ὁ δυσκολώτερος ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους τοῦ σταυροῦ. Ὠκεανός, ἄβυσσος θεολογίας! Πολλοὶ τὸν παρερμήνευσαν, πολλοὶ αἱρετικοὶ πῆγαν νὰ στηριχτοῦν σ᾽ αὐτόν. Ἐμεῖς, ἔχοντας ὁδηγοὺς τοὺς ἁγίους πατέρες, καὶ ἰδίως τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν μέγα Ἀθανάσιο, θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία, ἂν καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ νοήματός του εἶνε ἀδύνατον νὰ συλλάβουμε καὶ νὰ ἐκφράσουμε.
Ὁ τέταρτος λόγος τοῦ σταυροῦ εἶνε· 1ον ἀπάντησι στοὺς κατηγόρους τοῦ Χριστοῦ, 2ον τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὸ μυστήριο τῆς σταυρώσεως, καὶ 3ον παρηγορία ὅλων τῶν θλιβομένων ἀνθρώπων.
* * *
☼ Τὸ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» εἶνε ἀπάντησι στοὺς κατηγόρους τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἔλεγαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀντίθεος, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν καταδίκασαν. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν οὐράνιο Πατέρα θερμά. Ἡ μεγαλύτερη εὐχαρίστησί του ἦταν τὸ νὰ προσεύχεται σ᾽ αὐτόν. Ἐμεῖς κουραζόμαστε στὴν προσευχή· ὁ Χριστὸς ὄχι μία καὶ δύο ὧρες, ἀλλὰ νύχτες ὁλόκληρες περνοῦσε προσευχόμενος· «ἧν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ Λουκᾶς (6,12). Προσευχόταν παντοῦ· στὰ ὄρη, στὶς πεδιάδες, στὴν ἔρημο, στὸ ναό. Ἀλλ᾿ ἡ πιὸ συγκλονιστικὴ προσευχή του εἶνε οἱ λίγες αὐτὲς λέξεις ποὺ εἶπε πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό· «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;».
Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου δείχνει ὅτι ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ προσεύχεται παντοῦ. «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22). Ἀκόμη καὶ στὰ βασανιστήρια οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογηταὶ προσεύχονταν. Καὶ οἱ προσευχὲς ἐκεῖνες εἶνε οἱ ὡραιότερες ποὺ ἀναπέμφθηκαν στὸ Θεό. Λένε ὅτι τὸ ἀηδόνι τραγουδάει γλυκύτερα ὅταν μὲ βελόνα τρυπήσουν τὰ μάτια του καὶ τὸ τυφλώσουν. Τὸ τυφλό, τὸ πονεμένο ἀηδόνι, ψάλλει τὸ περιπαθέστερο ᾆσμα. Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς ποὺ κεντήθηκε ἀπὸ τὴ βελόνα τοῦ πόνου. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, τὸ ἀηδόνι τοῦ οὐρανοῦ· κεντημένος, πληγωμένος, ματωμένος, ἔψαλε πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό του τὸ τρυφερώτερο ᾆσμα στὸν οὐράνιο Πατέρα του· «Θεέ μου Θεέ μου…»· πόση πράγματι τρυφερότης!
Μὲ τὸ λόγο του αὐτὸν ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε, ὅτι ἀγαποῦσε τὸ Θεὸ καὶ τοῦ μιλοῦσε θερμά.
☼ Ἀλλὰ θὰ πῆτε· Ὁ λόγος «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» δὲν εἶνε προσευχή, εἶνε παράπονο, κάτι σὰν μεμψιμοιρία καὶ γογγυσμός. Ὄχι, ἀγαπητοί μου! Ὅποιος ἰσχυρίζεται, ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς μεμψιμοιρεῖ καὶ γογγύζει, πλανᾶται σοβαρά· καὶ ματαίως ψάλλει ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ῥαίνει μὲ ἄνθη τὸν Ἐσταυρωμένο. Ὁ λόγος αὐτὸς κλείνει ἕνα βαθύτατο μυστήριο.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἥρωας, δὲν εἶνε ἁπλῶς ὁ ἀνώτερος ὅλων τῶν ἁγίων· εἶνε κάτι ἀπείρως ἀνώτερο· εἶνε ἀντιπρόσωπος – τίνος· ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος· ὅλων μας, ὅλων ὅσοι ἔζησαν στὸ παρελθὸν καὶ θὰ ζήσουν στὸ μέλλον. Προσθέτω ἀκόμη· ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ὁ ἀντιπρόσωπος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης μας. Μακάρι τὴν ἀλήθεια αὐτὴ νὰ μποροῦσα νὰ τὴ φυτέψω στὶς καρδιές σας!
Ἕνα παράδειγμα. Σὲ μία μικρὴ πόλι ἔγινε κάποτε φόνος. Ὁ ἐγκληματίας, γιὰ ν᾿ ἀποφύγῃ τὶς συνέπειες, ἄρχισε νὰ τρέχῃ. Πίσω του ἔτρεχαν ὅλοι φωνάζοντας· Πιάστε τον, εἶνε φονιᾶς…! Κάποια στιγμὴ ὁ ἐγκληματίας χάθηκε. Μπῆκε στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα· Σῶσε με, μὲ κυνηγοῦν· ἔκανα ἔγκλημα, θὰ μὲ πιάσουν!… Κ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι ὁ ὠργισμένος ὄχλος ζητοῦσε ἐκδίκησι. Ὁ φίλος του τὸν λυπήθηκε. Ἔντυσε τὸν ἐγκληματία μὲ ῥοῦχα καθαρά, ντύθηκε ὁ ἴδιος τὰ ματωμένα ῥοῦχα τοῦ κακούργου, βγῆκε καὶ παραδόθηκε στὸ πλῆθος. Τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ὁ ἀθῷος καταδικάστηκε εἰς θάνατον καὶ ἐκτελέστηκε.
Καταλάβατε, ἀδελφοί μου; Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Μολύναμε τὸ χιτῶνα τῆς ψυχῆς μας μὲ τὶς κηλῖδες τῆς ἁμαρτίας. Μοιάζουμε μὲ τὸν ἐγκληματία ποὺ κυνηγοῦσε τὸ πλῆθος. Ἔτσι κ᾽ ἐμᾶς μᾶς καταδιώκουν ἄγγελοι· μᾶς καταδιώκει ἡ πρώτη ἐκείνη ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ· «Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Σ᾽ αὐτὴ τὴν τραγικὴ θέσι ποὺ βρισκόμαστε ὡς παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ποὺ οὔτε οἱ ἄγγελοι μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ παίρνει τὴ θέσι μας, γίνεται ἀντικαταστάτης ὅλων μας.
Ὁ ἀθῷος παρουσιάζεται ὡς ἔνοχος. Ναί, ἀδελφοί μου! Ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποφέρουμε ἐμεῖς, τὰ ὑπέφερε ἐκεῖνος. Δὲν συγκινεῖσθε; Ἐκεῖ ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς, ἐγὼ καὶ σεῖς· καὶ ὅμως ἀντὶ ἡμῶν εἶνε Ἐκεῖνος, ὁ ἀθῷος, ὁ ἀναμάρτητος, ὁ πανάγιος. Ντύθηκε τὴ δική μας στολὴ καὶ πῆρε τὴ θέσι μας· «ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν» (Α΄ Πέτρ. 2,21). Ἐὰν σκεφτοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅτι τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὥρα σήκωσε στοὺς ὤμους του τὰ Ἱμαλάια τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, ὅτι ἔπαθε ὡς ἀντιπρόσωπος καὶ ἀντικαταστάτης ὅλων ἡμῶν, τότε θὰ πλησιάσουμε κάπως τὸν μυστηριώδη λόγο του «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;».
☼ Ἀλλὰ ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ ἀπάντησι στοὺς κατηγόρους του καὶ κλειδὶ τοῦ μυστηρίου τῆς σταυρικῆς θυσίας, εἶνε καὶ λόγος παρήγορος. Ἔμεινε μόνος ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐεργέτησε· οὔτε ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς κοντά του. Οἱ μαθηταί του τὸν ἐγκατέλειψαν· ὁ Ἰούδας τὸν πρόδωσε, ὁ Πέτρος τὸν ἀρνήθηκε, ὅλοι τὸν ἄφησαν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ· ἐνῷ στὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ «ὤφθη αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. 22,43), ἐδῶ στὸ Γολγοθᾶ ἀφέθηκε μόνος. Καὶ αὐτὸς ὁ οὐράνιος Πατὴρ φαίνεται πρὸς στιγμὴν ὅτι –ὡς ἄνθρωπο– τὸν ἐγκαταλείπει, ὄχι βέβαια ὡς Θεό· ὡς Θεὸς μένει ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα.
Ὁ Χριστὸς σήμερα διαπλέει μόνος τὸν βαθὺ καὶ σκοτεινὸ ὠκεανὸ τῶν θλίψεων· μόνος, μέσα στὰ φοβερὰ κύματα τῆς ἀχαριστίας, τῆς προδοσίας, τῆς ἀπομονώσεως. Μόνος, μέσα σὲ ἀπερίγραπτη θλῖψι, ἀφήνει τὰ χείλη του νὰ προφέρουν τὸν μυστηριώδη λόγο «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;».
Δὲν ὑπάρχει ἀσφαλῶς ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε πάνω στὴ γῆ καὶ δὲν δοκίμασε θλῖψι. Ὅποιος κι ἂν εἶσαι, ἐπιστήμονας ἢ ἀγράμματος, ἀσπρομάλλης γέρος ἢ μικρὸ παιδί, φτωχὸς ἢ πλούσιος, ἐπίσημος ἢ ἄσημος, ὅ,τι κι ἂν εἶσαι, θὰ ἔχῃς αἰσθανθῆ στὴν καρδιά σου τὴ ῥομφαία τῆς θλίψεως. Αἴ λοιπόν· ἐλᾶτε, θλιμμένοι τῆς ζωῆς, πονεμένοι καὶ ἀδικημένοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ἐλᾶτε σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, καὶ ἀτενίστε τὸν Ἐσταυρωμένο. Εἶστε φτωχοί; Νά ὁ Φτωχός· φτωχότερος ἀπὸ τὸ Χριστὸ δὲν ὑπῆρξε. Εἶστε ἀσθενεῖς, ὑποφέρετε πάνω στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου; Νά ὁ Βασιλεὺς τοῦ πόνου. Σᾶς ἔχουν προδώσει φίλοι καὶ γνωστοί; Νά ὁ Χριστός, ποὺ τὸν πρόδωσε ὁ μαθητής του. Συκοφαντεῖστε καὶ διαβάλλεστε; Νά ἐκεῖνος ποὺ συκοφαντήθηκε ὅσο κανένας ἄλλος. Σᾶς ἐγκατέλειψε ὁ ἄντρας ἢ ἡ γυναίκα ἢ τὰ παιδιά σας; Νά ὁ Χριστός, ποὺ στὸ Γολγοθᾶ τὸν ἐγκατέλειψαν ὅλοι. Ὦ ἀδελφοί μου, πλησιάστε τὸν Ἐσταυρωμένο, ἀτενίστε τὸ θλιμμένο πρόσωπό του, ἀγκαλιάστε τὸ σταυρό του. Μόνο σ᾽ αὐτὸν θὰ βρῆτε παρηγορία στὶς θλίψεις σας.
* * *
Προσπάθησα, ἀγαπητοί μου, νὰ δώσω μία σύντομη ἑρμηνεία στὸν δυσερμήνευτο λόγο τοῦ Χριστοῦ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;». Κάποιος ποιητής, πονεμένος κ᾽ ἐγκαταλελειμμένος, ἐκφράζει σὲ ἕνα
ποίημά του τὴν ἑξῆς μελαγχολικὴ σκέψι· Ποῦ νὰ πῶ τὸν πόνο μου; Στὸ δρόμο; θὰ τὸν πάρουν οἱ ἀδιάφοροι διαβάτες. Στὰ δέντρα τοῦ δάσους; θὰ τὸν πάρουν τὰ ἀγριοπούλια. Στοὺς ποταμούς; θὰ τὸν πάρῃ τὸ ῥεῦμα τους. Στὴ θάλασσα; θὰ βρεθῇ ἆραγε κανεὶς νὰ τὸν ἀκούσῃ;… Ποῦ νὰ πῶ τὸν πόνο μου;…
Ποῦ; Στὸν Ἐσταυρωμένο! Σ᾽ αὐτὸν ἐλᾶτε, πονεμένοι, θλιμμένοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι, νὰ πῆτε τὸν πόνο σας. Εἶνε ὁ μόνος ποὺ θὰ σᾶς κατανοήσῃ· γιατὶ πόνεσε ὁ ἴδιος γιὰ σᾶς. Πλησιάστε τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἀκοῦστε ἀπὸ τὰ διψασμένα χείλη του τὸ «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;». Εἶνε λόγος, ποὺ σὲ στιγμὲς μεγάλης θλίψεως βγαίνει κι ἀπὸ τὰ δικά σας χείλη. Ἀλλὰ ἔχετε θάρρος! Τὸ σταυρὸ τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως θὰ διαδεχθῇ ἡ ἀνάστασι τῆς χαρᾶς. Τὴν παροῦσα ζωὴ τῶν δακρύων καὶ ἀναστεναγμῶν θὰ διαδεχθῇ ἡ μέλλουσα ζωὴ τῆς αἰωνίου εὐφροσύνης. Τὴν ἐγκατάλειψι τῆς παρούσης ζωῆς θὰ διαδεχθῇ ἡ ἔνδοξη ζωὴ στὴ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, ὅπου κοντὰ σὲ ἁγίους, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ θὰ ζοῦμε αἰωνίως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν 18-4-1967 πρωί, δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» (τ. 86/Ἀπρ. 1968, σσ. 49-53), περιελήφθη στὸ βιβλίο Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν (Ἀθῆναι 19894, σσ. 150-158). Περιληπτικὴ μεταγλώττισις καὶ νέος τίτλος 22-3-2023.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.