Ὁ μεγαλος Ἄγνωστος «Και ὁ κοσμος αυτον ουκ εγνω» (Ἰω. 1,10)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1167(2)
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα (Ἰω. 1,1-17)
16 Ἀπριλίου 2023 (2005) νύκτα
Ὁ μεγαλος Ἄγνωστος
«Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,10)
Τὴν ἱερὰ αὐτὴ στιγμή, ἀγαπητοί μου, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπευθύνω ἐγκαρδίως τὸν πασχάλιο χαιρετισμὸ σὲ ὅλους.
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε εἶνε τὸ πιὸ σπουδαῖο εὐαγγέλιο ὅλου τοῦ ἔτους. Εἶνε ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔσκυψε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄκουσε τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας του, πετάει σὲ ὕψη θεολογίας καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Δὲν θὰ ἑρμηνεύσω ὅλη τὴν περικοπή· λίγα λόγια θὰ πῶ ἐπάνω στὸ στίχο «Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (Ἰω. 1,11), ὅτι ὁ κόσμος δὲν ἐγνώρισε τὸ Χριστό. Τί θὰ πῇ αὐτό;
* * *
Ἡ Γῆ ποὺ κατοικοῦμε, ἀγαπητοί μου, ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἀστέρες, εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου. Καὶ ὅμως ὁ μικρὸς αὐτὸς πλανήτης ἔχει ἀξία ἄπειρη.
Εἶνε, ὅπως εἶπε ἕνας ἀστρονόμος, τὸ «διαμάντι» τῆς δημιουργίας. Διότι μόνο σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες, γιὰ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἔξοχο καλλιτέχνημα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἔθεσε τὸν ἄνθρωπο ὁ Δημιουργός. Ἀλλ᾿ ὅπως λέει ἡ Γραφὴ κι ὅπως μαρτυροῦν οἱ παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο. Καὶ ἡ πτῶσις του ἦταν τόση, ὥστε καὶ μεγάλα πνεύματα, φιλόσοφοι καὶ διδάσκαλοι τῆς ἀρχαιότητος, παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειές τους, δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ προσφέρουν σημαντικὴ βοήθεια καὶ νὰ τὸν ἐπανορθώσουν. Ὁ ἄνθρωπος ἀναστέναζε. Μόνος τρόπος σωτηρίας ἦταν τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ. Ὤ μυστήριο! Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός· δὲν τὸ πιστεύεις; Χριστιανὸς δὲν εἶσαι.
–Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ; θὰ πῇ κάποιος.
Ναί, ἀγαπητοί μου, εἶνε γεγονός. Ὁ Ἥλιος ἄγγιξε τὴ Γῆ, καὶ ἡ Γῆ δὲν κάηκε. Γιατί δὲν κάηκε; Διότι δὲν κατέβηκε φανερά, ἀλλὰ εἶχε ὡς περικάλυμμα τὴν ἀνθρωπίνη σάρκα. Κρύφτηκε. Ἐμφανίστηκε ὡς ταπεινὸς ἄνθρωπος πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ. Συνανεστράφη μαζί μας. Ἐν τούτοις ἔδωσε τὰ τεκμήρια ὅτι εἶνε Θεός. Τὸ ἀπέδειξαν τὰ θαύματα καὶ ἡ ἁγιότης τῆς ζωῆς του. Τὸ ἀποδεικνύει μέχρι σήμερα σὲ ὅλους ἡ διδασκαλία του· μιὰ διδασκαλία, γιὰ τὴν ὁποία κάποιος ἄπιστος ἀναγκάστηκε νὰ πῇ· Κι ἂν ἀκόμα στὰ ἄλλα ἄστρα ὑπάρχουν λογικὰ ὄντα, εἶνε ἀδύνατον νὰ ἔχουν πίστι ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Θεάνθρωπος, λοιπόν, ὁ Χριστός. Καὶ θὰ περίμενε κανείς, ὅταν Θεὸς ὢν ἐμφανίσθηκε ἐν μορφῇ ἀνθρώπου, ὅτι θὰ ἔτρεχε ὅλη ἡ γῆ νὰ τὸν ὑποδεχθῇ καὶ νὰ τὸν πιστέψῃ. Καὶ τί ἔγινε, πίστεψαν; Μόνο μία μικρὴ – ἐλαχίστη μειοψηφία. Διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο· κάτι βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ, κάτι ἁπλοϊκοὶ ψαρᾶδες ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ Γεννησαρέτ, μερικὲς ταπεινὲς γυναῖκες, κάτι ἀθῷα παιδιὰ ποὺ ἔβαλε τὰ χέρια του στὰ κεφάλια τους, αὐτὸς ὁ κόσμος ὁ ταπεινὸς καὶ καταφρονεμένος, αὐτοὶ τὸν πίστεψαν. Οἱ ἄλλοι, οἱ μεγάλοι, ἡ ἐλὶτ καὶ ἡ ἰντελιγκέντσια, αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ φιλόσοφο ἢ τὸν ποιητή, ἡ λεγομένη ἀφρόκρεμα τῆς κοινωνίας, αὐτοὶ –πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων– δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό. Στάθηκαν ἀντιμέτωποι τοῦ Ναζωραίου. Τὸν διέβαλαν, τὸν συκοφάντησαν, εἶπαν σκληρὰ λόγια γι᾿ αὐτόν, εἶπαν ὅτι ἔχει δαιμόνιο, τὸν ὠνόμασαν ἀκόμα καὶ Βεελζεβούλ (ὁ Βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων ὠνομάστηκε ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων!), καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν. Αὐτὴ ἦταν ἡ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ κόσμος. Αὐτὸ σημαίνει «καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». Ὁ κόσμος τῶν γραμματέων, τῶν φαρισαίων, τῶν ἀρχιερέων, τῶν μεγάλων καὶ ὑψηλῶν προσώπων, αὐτὸς ὁ κόσμος «οὐκ ἔγνω» τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Κάτι παρόμοιο ποὺ ἀναφέρει καὶ ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια. Ὁ Ὀδυσσέας ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἰθάκης ἀνεχώρησε ἔνδοξος ἀπὸ τὸ νησί του· ὅλος ὁ λαός του τὸν προέπεμψε στὴν προκυμαία. Ἔπειτα τὰ ἴχνη του χάθηκαν. Μετὰ τὴν ἐκπόρθησι τῆς Τροίας πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἀλλὰ περιπλανήθηκε στὶς θάλασσες. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ῥάκος πλέον, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς κακουχίες τῆς μεγάλης αὐτῆς περιπετείας, ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος. Κανείς δὲν τὸν ἀναγνώρισε τότε. Μόνο ἕνα γέρικο σκυλὶ τὸν ἀναγνώρισε καὶ κούνησε τὴν οὐρά, σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε· Ἀφεντικό μου, καλῶς ἦλθες! Μεγάλο δίδαγμα αὐτό. Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ μνηστῆρες, ποὺ κατέτρωγαν τὰ πλούτη τοῦ μικροῦ του βασιλείου, φάνηκαν κατώτεροι ἀπὸ ἕνα σκυλί. Κάτι παρόμοιο ἔγινε μὲ τὸ Χριστό. Κατέβηκε ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου στὴ Γῆ. Καὶ ποιός τὸν ἐγνώρισε; Θυμηθῆτε τὴν ὡραία ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως· ἕνα γαϊδουράκι κ᾿ ἕνα βόδι, αὐτὰ τὰ ζῷα, τὸν ἐγνώρισαν, ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας· «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (Ἠσ. 1,3). Τὸ ἴδιο λέει κι ὁ Ἀββακούμ· «ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀβ. 3,2). Τὰ ζῷα τὸν ἐγνώρισαν· οἱ ἄνθρωποι; «Ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». Ὁ κόσμος δὲν γνώρισε τὸ Χριστό.
–Μὰ ἀπὸ τότε, θὰ πῆτε, πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, ὀγδόντα περίπου γενεές. Καλά, στὴν ἐποχή του δὲν τὸν γνώρισαν· τώρα ὅμως, ποὺ ἡ θρησκεία του ἁπλώθηκε σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τῆς ὑδρογείου καὶ οἱ Χριστιανοὶ ὑπερβαίνουν τὸ ἕνα δισεκατομμύριο, δὲν ἄλλαξαν τὰ πράγματα; Πῶς λὲς «καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω»;
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Μία ἐπιφανειακὴ ἔρευνα λέει ὅτι εἶνε τόσοι οἱ Χριστιανοί· ἀλλὰ ἂν γίνῃ μιὰ ἔρευνα βαθύτερη, μὲ κριτήρια Εὐαγγελίου, θὰ δῆτε ὅτι οἱ Χριστιανοὶ –ὄχι στὸ νούμερο, ὄχι στὶς ταυτότητες– εἶνε ἐλάχιστοι. Τὰ πλήθη τῆς Δύσεως μὴν τὰ μετρᾶτε· διαμόρφωσαν ἕνα νόθο χριστιανισμό, ποὺ πόρρω ἀπέχει καὶ μέγα χάσμα τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀλλὰ μήπως καὶ οἱ ὀρθόδοξοι τῆς Ἀνατολῆς –κακὰ τὰ ψέματα– εἶνε ὅλοι συνεπεῖς στὸ βάπτισμα καὶ τὶς ὑποσχέσεις τους; Κουράστηκαν οἱ ἀστυνόμοι νὰ γράφουν στὶς ταυτότητες –νὰ δοῦμε μέχρι πότε– «ὀρθόδοξος Χριστιανός». Ἀφαιρέστε λοιπὸν καὶ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν ταυτοτήτων καὶ τῶν τύπων, τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ θυμοῦνται τὴν ἰδιότητά τους μόνο τὶς μεγάλες ἑορτές, ἐνῷ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τὴ λησμονοῦν. Πέστε μου πόσοι εἶνε οἱ συνειδητοὶ Χριστιανοί (ὁ Στάλιν αὐτοὺς ὑπολόγιζε. «Φοβοῦμαι», ἔλεγε, «τοὺς συνειδητοὺς Χριστιανούς»). Πόσοι εἶν᾿ αὐτοί; Ὄχι ὁ ὄγκος καὶ ὁ ἀριθμός, ἀλλὰ ἡ ποιότης ἔχει ἀξία. Πόσοι εἶνε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί; Ἐλάχιστοι. Μία βασίλισσα τῆς Ὁλλανδίας, ἡ Βιλελμίνη, ἔκανε ἔρευνα κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Χριστὸς ὁ ἄγνωστος». Ἐκεῖ λέει ὅτι, ὕστερα ἀπὸ τόσους αἰῶνες, τόσους κόπους καὶ μόχθους ἱεραποστόλων, στὴν Εὐρώπη ὁ Χριστὸς παραμένει ἄγνωστος.
–Μὰ μήπως αὐτὰ εἶνε ὑπερβολή;
Ὄχι. Δὲν γνωρίζει ἡ ἀνθρωπότης τὸ Χριστό, διότι δὲν τὸν ἀγάπησε. Ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷς, ἐπιθυμεῖς τὴ συναναστροφὴ μαζί του, ζητᾷς εὐκαιρίες νὰ τὸ γνωρίσῃς. Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, θὰ ἀνοίγαμε τὸ Εὐαγγέλιό του νὰ γνωρίσουμε τὰ ἱερά του λόγια· ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, θὰ ᾿ρχόμασταν συχνὰ στὴν ἐκκλησία νὰ τὸν λατρεύσουμε· ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, πρὸ παντὸς θὰ ἐκτελούσαμε τὶς ἅγιες ἐντολές του καὶ πρῶτα τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34).
* * *
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε, ἀδελφοί μου, τὸν ἄλλο κόσμο καὶ ἂς ρωτήσουμε· στὴ μικρή μας χώρα τί γίνεται; «Ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω»· ἡ Ἑλλάδα «αὐτὸν ἔγνω»; Χωρὶς νὰ θέλω νὰ σκορπίσω μελαγχολία, θέτω τὸ ἐρώτημα· Πῶς ἑορτάζουμε σήμερα τὸ Πάσχα; Στὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός μας βρίσκεται ὁ Χριστός; Ἢ μήπως ἡ ἑορτὴ κατήντησε μία γαστρονομικὴ τελετὴ Βάκχου καὶ Ἀφροδίτης; Σήμερα στὰ σπίτια, ἀπὸ τὰ μέγαρα μέχρι τὶς καλύβες, τί θὰ συζητοῦν; Θὰ μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό; Ὤ! τεντῶστε τ᾿ αὐτί σας. Σήμερα θὰ συζητήσουν γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα (πολιτική, ἔρωτες, συνοικέσια, σκάνδαλα, χρήματα, ἐμπόριο, ἀθλητισμό…)· γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν θὰ μιλοῦν· καὶ ἂν ἀκουστῇ ἡ λέξι Χριστός, θ᾿ ἀκουστῇ ὡς βλαστήμια! Πράγματι «ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω».
Ἂς μὴν εἴμαστε ὅμως ἀπαισιόδοξοι. Ὑπάρχει καὶ τὸ «μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. 12,32)· παιδιά, νέοι, γυναῖκες, ἄντρες. Ἀποτελοῦν μειοψηφία. Ἀλλὰ εἶνε μία μικρὴ ζύμη, ἕνα προζύμι, ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ζυμώσῃ ὅλο τὸ φύραμα, ὅλο τὸ λαό μας. Τότε ὁ μεγάλος Ἄγνωστος θὰ γίνῃ γνωστός, καὶ ἡ πατρίδα μας θὰ λατρεύῃ τὸν ἀναστάντα Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 18-4-1982. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-5-2005, ἐπανέκδοσις 19-3-2023.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.