Αυγουστίνος Καντιώτης



Τρεχετε το δρομο της πιστεως χωρις διακοπη, τρεχετε χωρις να δελεασετε απο τιποτε. Τρε­χετε, εως οτου φθασετε στο τελος, ο­που περιμενει ο Χριστος!

date Ιούλ 5th, 2023 | filed Filed under: ΑΓΩΝΕΣ

Μερος (γ) ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνο Καντιώτου

ΤΡΕΧΕΤΕ!

ΤΡΕΧΕΤΕ ΑΓΩΝΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ισΣΤΟ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, στοὺς στίχους 1-10 τοῦ 20οῦ κεφαλαίου (εἶνε τὸ Ζ΄ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο), ἱστορεῖται γιὰ τοὺς δύο μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ μό­λις εἰδοποιήθηκαν ὅτι τὸ σῶμα του ἀπουσιάζει ἔσπευσαν στὸν τάφο, «πῶς τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ τὴν Ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», πῶς δηλαδὴ ἀπὸ τὴ λε­πτο­μέρεια αὐτὴ συμπέραναν ὅτι ὁ Κύριος ἀ­νέστη (Ζ΄ ἑωθ. δοξ.). Ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει σπουδαῖα διδάγματα. Ἂς δοῦμε μερικά.

* * *

1. Βλέπουμε ἐδῶ, ὅτι οἱ δύο μαθηταὶ ἔτρεχαν. Ὅταν τρέχῃ κανεὶς δείχνει, ὅτι κάτι ἐ­πιδιώκει, ἔχει κάποιο σκοπό. Βλέπεις κάτι γέ­ρους νὰ περπατᾶνε στὸ δρόμο ἄσκοπα· κρατοῦν κ’ ἕνα κομπολόϊ καὶ συζητοῦν γιὰ παρα­μύθια· κ᾿ ἐνῷ ἡ ἀπόστασι εἶνε μισὴ ὥρα, αὐ­τοὶ τὴν κάνουν δυὸ ὧρες. Οἱ δύο ἀπόστολοι ὅ­μως βλέπουμε ὅτι ἔ­τρεχαν. Κ᾿ ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ τρέχουμε. Ὅσοι μάλιστα εἶ­στε νέοι, νὰ τρέχετε πιὸ πολύ. Ποῦ νὰ τρέχετε; Ἐ­γὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ μὴν ἀκολουθήσετε ἄλ­λους δρόμους, ποὺ ἀνοίγον­ται μπροστά σας· ἂς φαίνωνται ἀνθόσπαρτοι, ἂς ἔχουν μουσικές, τραγούδια καὶ παιχνίδια, ἂς εἶνε ἀσφαλτοστρωμένοι γιὰ τὶς λιμουζίνες. ᾿Εσεῖς νὰ δια­λέξετε τὸν ἕνα καὶ μόνο σωστὸ δρόμο, τὸν ἀ­νηφορικὸ καὶ δύσκολο, τὸ δρόμο μὲ τὴν πινακίδα «ὁδὸς Γολγοθᾶ». Αὐτὸς εἶνε ὁ δρόμος.


Διότι ἡ ζωὴ δὲν εἶνε γλέντι καὶ διασκέδασις καὶ ἀπόλαυσις τῶν πέντε αἰσθήσεων, ἡ ζωὴ δὲν εἶνε «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­ποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α´ Κορ.15,32)· ζωὴ ἴσον «στενὴ πύλη» καὶ «τεθλιμμένη ὁδός» (Ματθ. 7,13-14), τὴν ὁποία δείχνει ὁ σταυρός. Ἀκοῦστε τὰ λόγια αὐτά· δὲν τὰ λέμε γιὰ φιλολογία, γιὰ νὰ περάσουμε τὴν ὥρα· θέλουμε νὰ ποῦμε πέντε λόγια ποὺ θὰ μείνουν στὴν καρδιά. Ἐ­γὼ θὰ πεθάνω, ἀλλὰ σεῖς νὰ τὰ κρατήσετε αὐ­τὰ καὶ ν’ ἀκολουθήσετε τὸ δρόμο ποὺ εἶνε γεμᾶτος κοφτερὰ λιθάρια καὶ ἀγκάθια. Τὰ πό­δια σας θὰ ματώσουν, καὶ στὸ κεφάλι σας θὰ αἰσθανθῆτε τοὺς νυγμοὺς ἀπὸ τὸν ἀκάνθινο στέφανο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ἔ­τρεξαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.
2. Ἕνα ἄλλο ποὺ ἀξίζει νὰ παρατηρήσουμε εἶνε τὸ πῶς ἔτρεχαν οἱ δύο ἀπόστολοι. Δὲν σταμάτησαν πουθενά, ἔσπευδαν στὸ σκοπό τους. Κ’ ἐμεῖς στὸ δρόμο μας μὴ πηγαίνουμε νυσταλέοι· νὰ τρέχουμε χωρὶς διακοπή. Μὴ σταθοῦμε νὰ ξαποστάσουμε. Μὴ μᾶς ἀπασχο­λήσῃ κανεὶς καὶ σταματήσουμε. Στὶς ὁδοιπορίες, ποὺ κάνουμε στὴ φύσι, μποροῦμε νὰ κά­νουμε στάσι· στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς δὲν ὑ­πάρ­χει στάσι. Στάθηκες; θ’ ἀρχίσῃς μετὰ νὰ ὀπι­σθοχωρῇς. Αὐτοὶ ποὺ τρέχουν στὰ στάδια δὲν κοιτάζουν πίσω, δὲ βλέπουν δεξιὰ κι ἀριστερά· οὔτε γιὰ νερὸ δὲ σταματοῦν· καὶ τὸ δευ­τερόλεπτο γι’ αὐτοὺς εἶνε πολύτιμο. Ἂν αὐ­τὸς ποὺ τρέχει γυρίζῃ νὰ δῇ πόσο δρόμο διήνυσε, πάει τό ᾿χασε τὸ παιχνίδι. «Τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτει­νόμενος», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. 3,14).
3. «Οὕτω τρέχετε» λοιπόν, ἔτσι νὰ τρέχετε, γιὰ νὰ ἐπιτύχετε τὸ σκοπό σας (Α΄ Κορ. 9,24). Ὅπως εἴπαμε, διαλέξτε τὸ δρόμο τὸ δύσκολο, καὶ δεύτερον μὴ σταματήσετε πουθενά. Τὸ τρίτον· μὴ δελεάζεσθε στὸ δρόμο σας ἀπὸ τίποτα, γιὰ νὰ μὴν πάθετε ὅ,τι ἔπαθε μία μυθο­λογικὴ κόρη, ἡ Ἀταλάντη (ὑπάρχει καὶ πόλις Ἀταλάν­τη κοντὰ στὴ Λαμία). Ἦταν, λέει, ὡ­ραι­οτάτη, ἀθλητική, ἔβοσκε κοπάδια καὶ ἀγαποῦ­σε τὸ κυνήγι. Εἶχε ὅμως μιὰ ἰδιοτρο­πία· δὲν ἤ­θελε νὰ παν­τρευ­τῇ, ἤθελε νὰ ζήσῃ ἐλεύθερη ζωὴ μέσα στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση. Ὁ πα­τέρας της, ποὺ ἦ­ταν καλὸς καὶ πλούσι­ος, προ­σπαθοῦσε νὰ τὴν πείσῃ. Ἀφοῦ τὴν πί­ε­σε πο­λύ, ἔξυπνη αὐ­τή, λέει· Θὰ παντρευ­τῶ, πα­τέρα, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο· θὰ πάρω αὐ­τὸν ποὺ θὰ κατορθώσῃ νὰ μὲ ξεπεράσῃ στὸ τρέξιμο… Αὐτὴ ἔτρεχε σὰν ἐλάφι. Δὲν ἦταν σὰν κάτι γυναῖ­κες τῆς ἀριστοκρατίας, ποὺ εἶνε «μή μου ἅ­πτου» καὶ πᾶνε σιγὰ – σιγὰ σὰν σαπιό­βαρκες καὶ δὲ θέλουν νὰ περπατήσουν οὔτε γιὰ νὰ πᾶνε μέχρι τὴ μοδίστρα τους – ἀλλὰ φταίει ὁ ἀνόητος σύ­ζυγος ποὺ τοὺς ἀγοράζει αὐτοκί­νητο. Αὐ­τὲς εἶνε σὰν τὶς ῾Ρωμαῖες τῆς παρα­κμῆς, ποὺ τὶς σήκωναν οἱ δοῦλοι καθιστὲς πά­νω σὲ φορεῖα. Οἱ ἄξιες γυναῖκες τὶς ὑ­παίθρου μας ἦταν ἐργατικές, περπατοῦσαν χιλιόμετρα στὰ βουνά, σήκωναν βάρη, κουβαλοῦσαν ξύλα, νε­ρό, τὰ πάντα. Τέτοια ἦταν ἡ Ἀ­ταλάντη, ποὺ ἔθεσε αὐτὸ τὸν ὅρο στὸν πατέ­ρα της. Ὅ­σοι τόλμησαν νὰ διαγωνισθοῦν μα­ζί της, ὅλοι νικήθηκαν. Κι ὄχι μόνο νικήθηκαν, ἀλλὰ ἔχασαν καὶ τὴ ζωή τους· γιατὶ ἡ Ἀ­ταλάντη τοὺς κλάδευε. Ἕναν – ἕνα, ἀφοῦ τὸ νι­κοῦσε, τὸν ἔ­στηνε σ’ ἕνα δέντρο καὶ μὲ τὰ βέλη της τὸν ἐ­τό­ξευε. Καὶ εἶχε κλαδέψει πολλούς. Κάποιος ὅ­μως πονηρὸς εἶπε· Ἐγὼ αὐτὴ θὰ τὴν κάνω γυναῖκα μου ὁπωσδήποτε! Τὸν ἔ­λεγαν Ἱππομέ­­νη. Αὐτὸς ἐκμεταλλεύθηκε μιὰ ἀδυναμία της. Πῆγε καὶ βρῆκε μιὰ πο­σότητα χρυσάφι, τὸ πῆ­γε σὲ χρυσοχόο καὶ τοῦ εἶπε νὰ φτειάξῃ μ’ αὐ­τὸ μερικὰ χρυσᾶ μῆλα. Ὅταν τὰ μῆλα κατασκευάστηκαν, ὁ Ἱπ­πομένης τά ᾿βαλε σ᾿ ἕνα δι­σάκκι καὶ πῆγε νὰ διαγωνισθῇ. Ξεκίνησαν λοιπόν. Ἡ Ἀταλάν­τη ἔ­­τρεχε μπρο­­στά. Κάποια στι­γμή, ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, προσποιήθηκε πὼς κάθεται τά­χα νὰ ξεκουρα­στῇ (ἄφηνε νὰ τὴν προσπερ­νοῦν γιὰ λίγο, καὶ πρὶν τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ὅταν ὁ ἀν­τίπαλος κουραζόταν πλέον, αὐτὴ γινόταν ἀστραπὴ καὶ τὸ νικοῦσε). Ἔτσι τὴν προσπέρασε ὁ Ἱππομένης καὶ τὴν ἄ­φησε πίσω. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ δρόμου αὐτὴ ἄρ­χισε νὰ τρέ­χῃ νὰ τὸν περάσῃ. Ὅταν τὸν πλησίασε, ὁ Ἱππομέ­νης τί κά­νει· ἀφήνει νὰ πέσῃ ἀπ᾿ τὸ δισάκκι ἕ­να μῆλο. Βλέποντας τὸ χρυσό­μηλο ἡ Ἀταλάντη θαμ­πώ­θηκε, σταμάτησε κ’ ἔ­σκυψε νὰ τὸ πιάσῃ· ἔτσι ὁ Ἱππομένης κέρδισε ἀπόστασι. Σὲ λίγο, ὅταν ἐκείνη τὸν πλησίασε πάλι, τῆς πετάει ἄλ­λο μῆλο καὶ ἀπομακρύνεται μπροστά. Ἔτσι κέρδιζε κάθε φορὰ ἔδαφος, καὶ τέλος κατώρ­θωσε νὰ βγῇ νικητὴς καὶ νὰ τὴν κάνῃ γυναῖκα του. Ὁ μῦθος τί δηλοῖ; Τὸ καταλαβαίνετε. Στὸν τιμημένο δρόμο τῆς ἀρε­τ­ῆς καὶ τοῦ κα­θήκοντος, καθὼς τρέχουμε πρὸς τὸ Γολγοθᾶ, ὑπάρχει κάποιος πονηρός, πιὸ πο­νηρὸς ἀπὸ τὸν Ἱππομένη. Αὐτὸς ξέρει τὶς ἀ­­δυ­ναμίες μας, τὰ χούγια μας, καὶ μᾶς πετάει μῆ­λα. Καὶ νά ᾿ταν τοὐλάχιστον χρυσᾶ; Τί κρῖ­μα! σάπια μῆλα μᾶς πετάει. Κ’ ἐμεῖς καθόμαστε καὶ τὰ μαζεύ­ουμε, κι αὐτὸς ὁ πονηρός, ὁ σατανᾶς δηλαδή, βρίσκει εὐκαιρία, μᾶς ὑποσκε­λίζει καὶ μᾶς νικᾷ. Τὸ καταλά­βαμε;
4. Νὰ τρέχουμε λοιπὸν τὸ δρόμο τοῦ Γολγο­θᾶ ὅσο ἀνηφορικὸς κι ἂν εἶνε, νὰ τρέχουμε χωρὶς διακοπή, νὰ τρέχουμε χωρὶς νὰ μᾶς δελεάζουν τὰ μῆλα τοῦ πονηροῦ σατανᾶ. Κάτι ἀκόμη· νὰ τρέχουμε ὄχι ἕνας – ἕνας, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἀπόστολοι, δύο – δύο. Ὁ ἕνας κινδυνεύει νὰ χαθῇ. «Οὐαὶ τῷ ἑνί» (Ἐκκλ. 4,10). Εἶνε ὡ­­ραῖο πρᾶγμα ἡ συντροφιά, προσφέρει ἐνίσχυσι· ὅπως ἀντιθέτως ἡ κακὴ συντροφιὰ δημιουργεῖ κοπάδι πονηρίας, ἀγέλη ἀνηθικότητος, παρέα ἁμαρτωλή. Οἱ πιστοὶ λοιπὸν νὰ ἐ­πι­διώκετε νά ᾿χετε μεταξύ σας παρέα, νὰ κά­νε­τε πνευματικὴ συντροφιά, δυὸ – δυό. Ἔτσι, ὅταν πέφτῃ ὁ ἕνας, νὰ τὸν πιάνῃ καὶ νὰ τὸν σηκώνῃ ὁ ἄλλος. Τρέχετε πάντοτε μαζὶ μὲ κάποιον ἀδελφό σας, μὲ κάποιο φίλο σας ποὺ σκέπτεται χριστιανικά· ποτέ μόνοι σας.
5. Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐρωτῶ· Γιατί, ἐνῷ οἱ δύο ἀπόστολοι ἔτρεχαν μαζί, ἔφθασε πρῶτος ὁ ᾿Ιωάννης; Ἁπλούστατα, διότι ὁ ᾿Ιωάννης ἦταν νέος, ὁ νεώτερος τῆς ὁμάδος, 23 μὲ 25 ἐτῶν, ἐνῷ ὁ Πέτρος εἶχε οἰκογένεια καὶ θὰ ἦταν 35 μὲ 40 ἐτῶν. Ἔτσι καὶ στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ὅ­σοι εἶστε νέοι, νά ᾿χετε δίπλα σας ἕνα Πέτρο, ἕναν ἡλικιωμένο, ποὺ θὰ διαθέτῃ πεῖρα. Ὁ ᾿Ιωάν­νης ἔφθασε πρῶτος, ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ στὸ μνημεῖο· ὁ Πέτρος ὅμως τόλμησε. Κοντὰ λοιπὸν στὴ νεότητα, πρέπει νὰ ὑπάρ­χουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ παλαιότεροι, τὰ ἄσπρα μαλ­λιά, ποὺ θὰ ὁδηγοῦν. Ἡ νεότης ἔχει ὁρμητι­κό­τητα, ἀλλὰ στερεῖται πείρας, ἡ ὁποία εἶναι πολύτιμη στὴ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαός μας λέει· τὸ ἀμπέλι, ὅταν εἶνε νὰ τὸ σκάψῃς, πάρε νέο ποὺ ἔχει δυνάμεις, ὅταν εἶνε νὰ τὸ κλαδέ­ψῃς, νὰ πάρῃς γέρο ποὺ διαθέτει πεῖρα. Ἀμ­πέλι εἶνε καὶ ἡ κάθε ψυχή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πατρίδα στὸ σύνολο· χρειάζονται καὶ ἡ νεανικὴ δύναμις καὶ ἡ γεροντικὴ πεῖρα.

* * *

Τρέχετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, συνεχῶς τὸ δρόμο τῆς πίστεως. Ἀκαταπαύ­στως. Χωρὶς νὰ δελεάζεσθε ἀπὸ τὰ μῆλα τοῦ πονηροῦ. Συν­τροφιὰ μὲ ἄλλους. Μαζὶ μὲ πιὸ μεγά­λους. Τρέ­χετε, ἕως ὅτου φθάσετε στὸ τέ­λος, ὅ­που περιμένει ὁ Χριστὸς, γιὰ νὰ πῆτε κ’ ἐ­σεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο· «Τὸν ἀγῶ­να τὸν κα­λὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρό­μον τετέλεκα, τὴν πί­­στιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δι­καιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύ­ριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β´Τιμ. 4,7-8).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γ΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-5-1965.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.