Από βιβλίο «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης,
στην Κοζάνη» Νο1, ΕΣΤΙΑ φ. 7, μερος 60, σελ. 157-160
17 Φεβρουαρίου 1945
ΑΙ ΑΚΛΟΝΗΤΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
«Ώ Εκκλησία, γλυκειά μας Μάννα! Σύ χύνεις μέσα στην καρδιά μας χίλιες χρυσές ελπίδες»
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι: 1. Ὑπεράνω ὅλων
=βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς. 2. Δι’ ὅλους
«Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» 3. Ἐλεγκτής τῶν ἀδικιῶν τοῦ κόσμου
«Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή». 4. Ὁδηγός τῶν ἀνθρώπων εἰς τήν ἀληθινήν ζωήν.
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω ὅλων. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς πνευματικός ὀργανισμός μέ Ἀρχηγόν τόν Χριστόν, δέν συνταυτίζει τήν τύχην της μέ Πολιτικά, Κοινωνικά, Οἰκονομικά συστήματα. Αὐτά, ὡς ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἔχουν τάς ἀτελείας των, ὑπόκεινται εἰς ποικίλας ἀλλοιώσεις καί μεταβολάς, ἔρχονται καί παρέρχονται. Σήμερον εἶναι, αὔριον δέν εἶναι. Ὅλα καί ὅλοι ἀποθνήσκουν. «Πάντα ρεῖ» κατά τόν φιλόσοφον Ἡράκλειτον, ἕνα μόνον μένει καί ἐπιπλέει ὡς κιβωτός σωτηρίας ἐν, ἕν μέσῳ τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ κόσμου: ἡ Ἐκκλησία. Δι’ αὐτήν ποτέ δέν θά πεῖ κανείς ὅτι ἀπέθανε. Ἔζησε, ζεῖ καί θά ζήσει. Διότι ἔχει ὄχι ἄνθρωπον, ἀλλά Θεόν ἱδρυτήν, κατέχει ὄχι θρύψαλα ἀληθείας, ἀλλά τήν ἀλήθειαν. Τό εἶπε ἐκεῖνος καί ἡ ἱστορία 20 αἰώνων, ἡ πεῖρα 60 γενεῶν τῆς ἀνθρωπότητος, τό ἀποδεικνύει ἀληθινό: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ,οὗ μή πρέλθωσιν». Τά ἄνω θά γίνουν κάτω. Τά ἄστρα θά πέσουν. Ὁ χάρτης τῆς Εὐρώπης θά ἀλλάξει 100 φορές. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κηρύτει τήν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ, θά παραμείνει αἰωνία.
2. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δι’ ὅλους. Διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός. Χωρίς δέ Χριστόν, χωρίς Θεόν, δέν ἠμποροῦν νά ζήσουν οὔτε τά ἄτομα οὔτε αἱ οἰκογένειαι οὔτε αἱ κοινωνίαι. Ἤ, ἐάν ζοῦν, θά φυτοζωοῦν, ἡ ζωή των θά εἶναι ἤ κωμωδία ἤ τραγωδία. Ἀναγκαῖος ὁ Χριστός δια τόν πτωχόν, ἀλλά καί δια τόν πλούσιον, δια τόν ἀγράμματον, ἀλλά καί δια τόν ἐπιστήμονα, δια τόν ἐργάτην ἀλλά καί δια τόν ἐργοδότην. Ἀναγκαῖος δια τήν γυναῖκα, ἀλλά καί δια τόν ἄνδρα, δια τόν μαῦρον ἀλλά καί δια τόν λευκόν. Δι’ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τό νά ζεῖ κανείς κοντά εἰς τόν Χριστόν εἶναι γλυκύς παράδεισος, τό δέ νά ζεῖ κανείς μακράν τοῦ Χριστοῦ, καί ὅταν ἀκόμη ἔχει λύσει τό οἰκονομικόν του πρόβλημα, εἶναι ἀφόρητος ἀγωνία, Ταντάλειος δείψα, κόλασις. Οἱ τραγικοί ἥρωες τοῦ μεγάλου Ρώσσου φιλοσόφου Ντοστογιέφσκυ ἀναζητοῦν τήν λύσιν τοῦ δράματος τῆς ζωῆς των εἰς τόν Χριστόν. Γράφει: «Ἡ ἀληθινή τραγωδία εἶναι καθαρά ἠθική, ὑπερτάτη. Γίνεται εἰς τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς. Οἱ ἥρωες θέλουν τό ἄπειρο, τή σιγουριά. Θέλουν το Θεό. Νά ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μου: Πιστεύω πώς τίποτε δέν εἶναι πιό ὡραῖο, πιό βαθύ, πιό συμπαθητικό, πιό τέλειο, πιό λογικό, πιό θαρραλέο ἀπό τό Χριστό. Ὄχι μόνον δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀλλά καί τό λέγω μέ ζηλιάρικην ἀγάπην: δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κάτι ἄλλο. Κι ἀκόμα: Ἄν κανένας μοῦ ἀπόδειχνε πώς ὁ Χριστός εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια κι ἄν πραγματικά ἀποδειχνόταν πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι ἔξω ἀπό τό Χριστό, θά προτιμοῦσα νάμαι μέ τό Χριστό παρά μέ τήν ἀλήθεια». Αὐτά ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλά κάτι παρόμοιον καί ὁ ἰδικός μας Ὅμηρος σχετικῶς μέ τήν ἀνάγκην τοῦ θείου: «Πάντες δέ Θεόν χατέουσι ἄνθρωποι ( Σφοδρῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τόν Θεόν)» (Ὀδύσσεια 3,48), ὁ δέ στίχος οὗτος ἐθεωρήθει ἀπό φιλοσόφους τῆς ὁλκῆς ἑνός Μελαγχύωνος ὡς ὁ ὡραιότερος εἰς ὅλον τόν Ὅμηρον. Ἀλλά καί ὁ σύγχρονος μέγας βιολόγος Ἀλέξ. Καρρέλ, εἰς τό παγκοσμίως γνωστόν ἔργον του «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἄγνωστος», θεωρεῖ τήν θρησκείαν τοῦ Χριστοῦ ὡς πρώτιστον παράγοντα τῆς ἀναγεννήσως τοῦ κόσμου: ὁ ἄνθρωπος πού ἡ καρδιά του ἔμεινε ἁπλή, μπορεῖ καί νιώθει το Θεό τό ἴδιο ὅπως νιώθει τή ζεστασιά καί τήν καλωσύνη ἑνός φίλου. Ὁ δέ Ρενάν λέγει ὅτι, καί ἐάν εἰς ἄλλους πλανήτας κατοικοῦν ἄνθρωποι, δέν δύνανται νά ποθήσουν ἄλλην ὡραιοτέραν θρησκείαν ἀπό τήν θρησκείαν τοῦ Ἰησοῦ.
3. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἐλεγκτής τῶν ἀδικιῶν τοῦ κόσμου. Τό μαρτυρεῖ ἡ Ἱστορία. Ἡ Ἐκκλησία ἤλεγξε ἄρχοντας παρανομοῦντας, ἐκαυτηρίασε τοῦ ἐγκληματίας, ἐμαστίγωσε τήν κοινωνικήν ἀδικίαν. Ἐστάθη ὁ φρουρός τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ συνήγορος τῶν καταπανουμένων. Διότι ἐβάδιζε καί βαδίζει καί πρέπει νά βαδίζει ἐπάνω εἰς τά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν θά ὑπογράψει ποτέ ἀνακωχήν μέ τό ἔγκλημα, μέ τήν ἁμαρτίαν, μέ τόν Διάβολον. Ἀνηθικότητες, ἐκβιασμοί, ληστεῖαι, φόνοι, τρομοκρατίες, ἐκμεταλλεύσεις, ὀποθενδήποτε καί ἄν προέρχονται, εἴτε ἐκ τῶν ἄνω εἴτε ἐκ τῶν κάτω, θά ἐλέγχονται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ μέ τήν γλῶσσαν τῆς ἀληθείας. Τόν ἄμβωνά της ἄς τόν φοβοῦνται μόνον οἱ ἐγκληματίες, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ὑλισταί, πού δυστυχῶς ὑπάρχουν εἰς ὅλα τά στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀμερόληπτοι κριταί θά φωνάξομεν πρός ὅλους καί πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις: «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς». Καί δέν θά ἡσυχάσωμεν καί δέν θά ἀναπαυθῶμεν ἕως ὅτου καί ὁ τελευταῖος ἀδικούμενος εὕρει τό δίκαιόν του, τό ὁποῖον δέν εἶναι μονοπώλιον οὐδενός, ἀλλά εἶναι γενικόν, καθολικόν. Δια νά εἶναι δέ ἀδέσμευτος ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς κρίσεις της, δέν πρέπει νά ἀνήκουν οἱ λειτουργοί της εἰς κανένα κόμμα. Κληρικός, πού χρησιμοποιεῖται ὡς εἶδος ρεκλάμας ἀπό το Α ἤ Β κόμμα, ἐλησμόνησε τήν ἀποστολήν του καί πρέπει νά βγάλει τό γρηγορότερον τό ράσον καί νά φορέσει γραβάτα, δια νά πολιτεύεται ὡς πολιτευτής. Ἡ Ἐκκλησία, ἔξω τῶν κομμάτων ἱσταμένη,ἱσταμένῃ, ὡς Μήτηρ πάντων τῶν τέκνων της, θά φωνάξει πρός ὅλα ἀνεξαιρέτως τά κόμματα: «Ἐμβολιασθῆτε ὅλοι ἀπό τόν χριστιανισμόν, ἐάν θέλετε νά δημιουργηθεῖ κάτι τό ὡραῖον ἐπάνω ἐδῶ εἰς τήν γῆν». Διότι πολιτική, πού χωρίζεται ἀπό τήν χριστιανικήν ἠθικήν, καταντᾶ φαυλοκρατία, ἀπό τήν ὁποίαν θά πηγάζουν δια τῆς κοινωνίας καί τά ἔθνη τά κακά.
4. Ἡ Ἐκκλησία τέλος, κῆρυξ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, δίδει ἀπάντησιν εἰς τό συνταρακτικώτερον ἐξ’ ὅλων τῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς: «Πόθεν ἔρχομαι καί πού ὑπάγω;». Εἰσάγει ἰδεώδη ἀντίληψιν περί τῆς ζωῆς καί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς. Τό ἰσχυρότερόν της κήρυγμα εἶναι καί θά εἶναι «Ἄνθρωπε, δέν εἶσε μιά βελτιωμένη ἔκδοσις τοῦ γορίλα ἤ τοῦ χιμπατζῆ. Δέν εἶσε κτῆνος. Δέν εἶσε μόνον πεπτικός σωλῆνας ἀενάως πληρούμενος καί ἐκκενούμενος. Δέν εἶσαι μόνον σάρκες καί κόκκαλα. Δέν σέ κυβερνοῦν μόνον οἰκονομικοί παράγοντες. Ἀλλά εἶσαι καί πνεῦμα, προπαντώς πνεῦμα. Ἔχεις ψυχήν ἀθάνατον, εἶσαι οὐράνιον δένδρον, τοῦ ὁποίου ἡ μέν ρίζα εἶνε εἰς τήν γῆ, οἱ δέ κλάδοι ἁπλώνονται εἰς τόν οὐρανόν. Ἐπλάσθης δια τήν αἰωνιότητα καί ποθείς τό ἄπειρον, καί εὑρίσκεις τήν ἀνάπαυσίν σου εἰς τόν Χριστόν».
Αὐταί εἶναι αἱ χριστιανικαί μας θέσεις. Ἐπάνω εἰς ταύτας ἐργαζόμεθα, ἕνα ὄνειρον ἔχοντες: Νά ἴδωμεν μιάν χριστιανικήν Ἑλλάδα κάτω ἀπό τήν πνευματικήν καθοδήγησιν τοῦ Χριστοῦ, ἑστίαν χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, φάρον εἰς ὅλην τήν Ἀνατολήν. Καί θά γίνει, σύμφωνα μέ τήν προφητίαν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου τῶν Βαλκανίων.
ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Αὔριον Κυριακήν (18 Φεβρουαρίου) κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν (ὥραν 9.30 π.μ.) εἰς τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου θά ὁμιλήσει ὁ ἱεροκῆρυξ ἀρχιμ. Αὐγουστίος Ν. Καντιώτης, τό δέ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς εἰς τήν πλατεῖαν τῆς πόλεως ἡ χορωδία τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων θά ψάλει ἐθνικά καί χριστιανικά τραγούδια πού ἐξυμνοῦν τάς δυό γλυκύτατας λέξεις: ΕΛΛΑΣ-ΧΡΙΣΤΟΣ.
«ΕΣΤΙΑ», ΚΟΖΑΝΗ 17/2/1945, ἀρ. φυλ.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.