Ὁ λογος του Θεου (θαυμαστα ἀποτελεσματα του κηρυγματος) Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Μ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2561
Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου
Πέμπτη 15 Ἰουνίου 2023
Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου
Ὁ λογος του Θεου
(θαυμαστα ἀποτελεσματα του κηρυγματος)
«Ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ» (Ἰερ. 15,19)
Αἰσθάνομαι τὸ χρέος, ἀγαπητοί μου, νὰ κηρύττω τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ σήμερα αὐτὸ δὲν εἶνε εὔκολο. Μετανοοῦν τώρα, λένε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42);
Ὅταν πρόκειται νὰ κηρύξω, ἀκούω μιὰ σατανικὴ φωνή· –Δὲν κουράστηκες; κηρύττεις τόσα χρόνια, καὶ ποιά τ᾽ ἀποτελέσματα; ὁ κόσμος δὲν ἀλλάζει… Εἶνε ὁ μεγαλύτερος πειρασμὸς ποὺ ἔχω αὐτὸ τὸν καιρό. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν δέχομαι τὴ φωνὴ τοῦ διαβόλου. Ἀκούω τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15)· ἀκούω τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέει «Οὐαί μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι», ἀλλοίμονό μου ἂν δὲν κηρύττω (Α΄ Κορ. 9,16). Ἔτσι δὲν ἔπαυσα νὰ λαλῶ.
Ἀλλ᾽ ὅπως ἔρχεται σ᾽ ἐμένα ὁ πειρασμός, ἔτσι ἔρχεται καὶ σ᾽ ἐσᾶς. –Ἔ, σοῦ λέει, μιὰ – δυὸ χρονιὲς ἄκουσες κηρύγματα· τί προκοπὴ ἔκανες; σταμάτα νὰ τρέχῃς ἐκεῖ… Νικῆστε, ἀδελφοί μου, αὐτὸ τὸν πειρασμὸ καὶ ἀπαντῆστε· –«Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (πρβλ. Ματθ. 16,23). Συνεχίστε νὰ παρακολουθῆτε τὰ κηρύγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
–Ναί, μὰ δὲν βλέπω νὰ ὠφελοῦμαι.
Λάθος κάνεις. Ἂν ῥίξῃς ἕνα καλάθι μέσα στὸ πηγάδι, νερὸ δὲν παίρνεις, ὅμως τὸ καλάθι μουσκεύει, καθαρίζεται, δὲν εἶνε ὅπως προηγουμένως. Καὶ ἡ ψυχή μας λοιπόν, ὅσο ἀκοῦμε λόγον Θεοῦ, κάτι ὠφελεῖται. Ἡ συναίσθησι, τὸ «γνῶθι σαυτόν», εἶνε τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς μετάνοιαν, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
* * *
⃝ Μᾶς πολεμάει ὁ σατανᾶς, ἀγαπητοί μου, προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐνσπείρῃ ἀπογοήτευσι· ἀλλὰ τὸ κήρυγμα εἶνε ἀναγκαῖο.
Σκεφθῆτε ὅτι σὲ ἀθεϊστικὲς χῶρες ὅλα τ᾽ ἄλλα τὰ ἐπιτρέπουν (ἑσπερινό, θεία λειτουργία κ.λπ.)· ἕνα μόνο δὲν ἐπιτρέπουν, κατήχησι – κήρυγμα. Γιατί; Διότι τὸ κήρυγμα εἶνε τὸ ξυπνητήρι τῶν ψυχῶν, ποὺ ἀφυπνίζει τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς ἁμαρτίας.
Τ᾽ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματος εἶνε θαυμαστά. Γιὰ νὰ τὸ δοῦμε αὐτό, θὰ σᾶς πῶ δύο – τρία παραδείγματα ἀπὸ τὴ Γραφή.
Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (κεφ. 8, στίχ. 26-40) διαβάζουμε, ὅτι σ᾽ ἕνα δρόμο ἐκινεῖτο ἕνα ἁμάξι. Μέσα σ᾽ αὐτὸ καθόταν ἕνας μελαψὸς ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλείου τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων· ἦταν ὁ ὑπουργὸς τῶν οἰκονομικῶν· «Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης», λέει τὸ ἱερὸ κείμενο (ἔ.ἀ. 8,27). Ποῦ πήγαινε; Ἐπέστρεφε στὴ χώρα του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ὅπου εἶχε πάει νὰ προσκυνήσῃ. Καὶ τί ἔκανε μέσα στὸ ἁμάξι; Εἶχε τὴν ἁγία Γραφή, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη! Οἱ δρόμοι τότε δὲν ἦταν στρωμένοι ὅπως τώρα, καὶ παρ᾽ ὅλη τὴ δυσκολία αὐτὸς διάβαζε. Τί; Τὸν προφήτη Ἠσαΐα, τὴν προφητεία ποὺ λέει· «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα. ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη…» (Ἠσ. 53,7-8)· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀρνάκι ποὺ τὸ ὡδήγησαν στὸ Γολγοθᾶ, τὸ ἔσφαξαν καὶ χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθῇ ἔδωσε τὸ αἷμα του θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ λοιπὸν τὴν ὥρα ἐκείνη διάβαζε αὐτὰ φωναχτά, ἕνας διαβάτης, ποὺ περπατοῦσε δίπλα τους (ἦταν ὁ ἀπόστολος Φίλιππος καὶ τὸν ἔστελνε ὁ Κύριος), τὸν ἄκουσε. Πλησιάζει στὸ ἁμάξι καὶ τὸν ἐρωτᾷ· –Καταλαβαίνεις ἆραγε αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; –Πῶς νὰ καταλάβω, ἀπαντᾷ ὁ Αἰθίοπας, ἂν δὲν μοῦ τὰ ἐξηγήσῃ κάποιος; Ἀνέβα, σὲ παρακαλῶ, καὶ κάθησε δίπλα μου νὰ μὲ βοηθήσῃς.
Ἐκεῖ λοιπόν, καὶ ἐπὶ ὥρα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, τοῦ μίλησε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ ἔφερε ὁ Ἰησοῦς· τοῦ εἶπε γιὰ τὴ γέννησί του ἀπὸ τὴν Παναγία, γιὰ τὸν Ἰορδάνη καὶ τὸν Πρόδρομο, γιὰ τὰ πάθη, τὴν ἀνάστασι, τὴν ἀνάληψι· τοῦ εἶπε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ βάπτισμα, γιὰ ὅλα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν σὲ μέρος ποὺ ὑπῆρχαν νερά. –Νά, λέει ὁ ἄρχοντας, ἐδῶ ὑπάρχει νερό· δὲν μὲ βαπτίζεις; ὑπάρχει ἐμπόδιο; Ἀπαντᾷ ὁ Φίλιππος· –Ἂν πιστεύῃς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται. –Πιστεύω, ἀποκρίνεται αὐτός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἦταν! μετὰ τὴν κατήχησι ποὺ προηγήθηκε ἦταν ἕτοιμος πλέον. Κατέβηκαν ἀπὸ τὴν ἅμαξα καὶ ὁ Φίλιππος τὸν βάπτισε. Ἔτσι ὁ Αἰθίοπας ἔγινε Χριστιανός. Κι ὁ Φίλιππος ἔγινε ἄφαντος, Πνεῦμα ἅγιο τὸν μετέφερε ἀλλοῦ.
Σᾶς ἐρωτῶ· ποιός μετέβαλε αὐτὸ τὸν ἄρχοντα; ποιός τὸν ἔφερε σὲ ἐπίγνωσι καὶ διάθεσι νὰ ζητήσῃ τὸ βάπτισμα; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ποῦ ἔγινε αὐτὸ τὸ κήρυγμα; Μέσα σ᾽ ἕνα ἁμάξι, ποὺ ἔγινε ἐκκλησία. Ναί· παντοῦ, ὅταν ὑπάρχῃ μετάνοια καὶ πίστι, ὁ ὀρθόδοξος κληρικὸς μὲ τὸ πετραχήλι μπορεῖ νὰ φέρῃ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Φίλιππος μίλησε ἐδῶ σὲ μία ψυχή. Γιατὶ ἡ ἀξία μιᾶς ψυχῆς εἶνε πολὺ μεγάλη. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ Σαμαρείτιδα, μία ἁμαρτωλὴ ψυχή, ἔκανε τόσο κόπο, ἐκεῖ «παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ»; (Πεντηκοστάρ., Κυρ. Σαμαρ. δοξ. ἑσπ.· Ἰω. 4,11-12). Κήρυξε σὲ μία ψυχή.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή; Νά ὁ Δαυῒδ ὁ βασιλιᾶς. Παρὰ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμά του ἁμάρτησε σοβαρά. Δύο ἦταν τὰ μεγάλα ἁμαρτήματά του· μοιχεία καὶ φόνος. Μπῆκε σὲ ξένο σπίτι, χώρισε ἀντρόγυνο, καὶ πῆρε δική του τὴν ξένη γυναῖκα· καὶ μετὰ σκηνοθέτησε καὶ προκάλεσε τὸν φόνο τοῦ ἀπατημένου συζύγου, ἔγινε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, γιὰ νὰ πετύχῃ χωρὶς ἐμπόδια καὶ «νομίμως» τὸ σκοπό του (βλ. Β΄ Βασ. κεφ. 11ον). Πολὺ βαρειὰ τὰ ἁμαρτήματά του. Καὶ ἄργησε νὰ τὰ συναισθανθῇ. Πῶς ἦλθε σὲ συναίσθησι, πῶς ὁ μοιχὸς καὶ φονιᾶς μετανόησε; Ἀπὸ ἕνα κήρυγμα. Τίνος; Πῆγε μέσα στὰ ἀνάκτορα ἕνας ἄλλος προφήτης· ὁ Νάθαν. Τί ἦταν αὐτός; Ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἤλεγξε μὲ θεοφώτιστο τρόπο καὶ μὲ λόγο παραβολικὸ τὸν Δαυῒδ καὶ τὸν ἔκανε νὰ μετανοήσῃ (βλ. Β΄ Βασ. 12,1-14).
Ὁ εὐνοῦχος τῆς Κανδάκης μετανόησε ἀπὸ κήρυγμα τοῦ Φιλίππου, ὁ βασιλιᾶς Δαυῒδ μετανόησε ἀπὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν· καὶ τώρα σᾶς δείχνω πῶς σώθηκε ὄχι ἕνας ἄνθρωπος – ἕνα ἄτομο, ἀλλὰ μιὰ ὁλόκληρη πόλι, ἡ Νινευῒ τῆς Μεσοποταμίας. Οἱ κάτοικοι τῆς Νινευῒ ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἡ ζωή τους ἦταν γλέντι, διασκέδασι, τραγούδια τοῦ διαβόλου… Καμμιά ἔννοια Θεοῦ. Ποιό θά ᾽ταν τὸ τέλος; Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ ξεσποῦσε ἡ θεϊκὴ ὀργή. Καὶ ὅμως ὅλη αὐτὴ ἡ πόλις μετανόησε καὶ σώθηκε! Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν καταστροφὴ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ συνῆλθαν καὶ ἄλλαξαν ζωή! Ἄρχισαν νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν αὐστηρά. Ἀπ᾽ ὅλη τὴν πόλι ἀκουγόταν ἕνα κλάμα, ἕνας θρῆνος μετανοίας. Ποιός ἔκανε τὴν πόλι αὐτὴ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ σωθῇ; Τὸ κήρυγμα. Τίνος; Τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ. Αὐτὸς παρουσιάστηκε ἐκεῖ· στάθηκε μπροστὰ σὲ ὅλους, καὶ φώναξε· «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται»· τρεῖς μέρες ἀκόμη καὶ ἡ Νινευῒ θὰ καταστραφῇ (Ἰωνᾶ 3,4). Νά λοιπὸν πῶς σώθηκε μιὰ ὁλόκληρη πόλις· ὑπάκουσε στὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας.
⃝ Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Γραφὴ θαυμαστὰ τεκμήρια τῆς δυνάμεως τοῦ Εὐαγγελίου βλέπουμε καὶ στοὺς βίους τῶν ἁγίων. Νά δύο παραδείγματα.
Στὶς 8 Ὀκτωβρίου ἑορτάζει ἡ ὁσία Πελαγία ἡ ἀπὸ ἑταιρίδων. Τὸ συναξάρι λέει, ὅτι ἦταν πόρνη, αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἀπὸ ἑταιρίδων». Ὁ κόσμος τὴν ἤξερε Μαργαρίτα – Μαργαρώ, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας πλέον λέγεται ὁσία Πελαγία. Πουλοῦσε τὸ κορμί της, εἶχε ἀποκτήσει πλούτη καὶ ὑπηρέτες, ντυνόταν στὰ χρυσᾶ, σκοτώνονταν γι᾽ αὐτὴν οἱ ἐρασταὶ στὴν Ἀντιόχεια. Κάποια μέρα ὅμως μετανόησε, ἄφησε τὴν ἁμαρτία, ἄλλαξε ὄνομα, ἄλλαξε τόπο, ἄλλαξε ζωή· πέταξε τὰ κοσμήματα, μοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχούς, πῆγε σὲ ἔρημο καὶ ἔζησε μὲ ἄσκησι, προσευχὲς καὶ νηστεῖες. Ἔτσι σώθηκε, κ᾽ εἶνε σήμερα ἁγία – ὁσία.
Πῶς μετανόησε; Μιὰ μέρα περνοῦσε μὲ τὴν ἅμαξά της ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Ἀντιοχείας. Εἶδε κόσμο καὶ σκέφτηκε· Δὲν κατεβαίνω νὰ δῶ; ἔτσι ἀπὸ περιέργεια. Μπαίνει στὴν ἐκκλησία, κ᾽ ἐκεῖ τὴν ἔπιασε τὸ δίχτυ τοῦ Χριστοῦ. Στὸ θρόνο κήρυττε ἕνας ἱεράρχης, ὁ ἅγιος Νόννος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, καὶ προέτρεπε τοὺς πιστοὺς σὲ μετάνοια. Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ξανάκουσε νὰ ἐξηγῇ στὸ Εὐαγγέλιο τὴ Δευτέρα Παρουσία, τὸ κριτήριο, τὴν κόλασι ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ κήρυγμα ἐκεῖνο τὴν ἔφερε σὲ συναίσθησι. Ἔγραψε στὸν ἐπίσκοπο, ἐκεῖνος τὴν κάλεσε νὰ ὁμολογήσῃ τὶς ἁμαρτίες της, καὶ μετὰ βαπτίστηκε, ἀναγεννήθηκε, ἄρχισε ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ σώθηκε.
Προσθέτω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Στὸ ὄρος Σινὰ εἶνε τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Τί λέει ὁ βίος της; Ὅταν ἡ ἁγία παρουσιάστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος, ἀρνήθηκε νὰ προσφέρῃ λατρεία στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ἔκπληκτος τὴν ἄκουσε ν᾽ ἀντιτάσσῃ σοφὰ ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ δέχτηκε τὴν πρότασί της ν᾽ ἀντιμετωπίσῃ σὲ συζήτησι, μόνη αὐτή, τοὺς σοφοὺς καὶ ῥήτορες τῆς αὐτοκρατορίας. Μαζεύτηκαν αὐτοὶ στὸ ἀμφιθέατρο, ἄρχισε διαλογικὴ μάχη, καὶ τέλος ἡ ἁγία Αἰκατερίνη τοὺς ἀποστόμωσε ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔφερε στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κ᾽ ἦταν τόσο σταθεροὶ ὅλοι τους, ὥστε βεβαίωσαν τὴν πίστι τους μὲ μαρτυρικὸ θάνατο. Πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Μὲ τὸ κήρυγμα. Τίνος; Μιᾶς γυναίκας, τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία μὲ τὴ δύναμι τοῦ ἁγίου Πνεύματος «ἐφίμωσε λαμπρῶς τοὺς κομψοὺς (=εὐφυεῖς, ἔξυπνους) τῶν ἀσεβῶν» (ἀπολυτ.).
* * *
⃝ Σὰν ν᾽ ἀκούω ὅμως τώρα μία ἀντίρρησί σας· –Μετανόησαν ὅλοι αὐτοί, γιατὶ ἄκουσαν λόγο ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους. Ἂς κηρύξῃ λοιπὸν καὶ σ᾽ ἐμᾶς σήμερα ἕνας ἅγιος, καὶ θὰ μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἐσεῖς ποὺ κηρύττετε τώρα, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, δὲν εἶστε ἅγιοι…
Ὁμολογῶ ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός. Νομίζετε ὅμως ὅτι γι᾽ αὐτὸ ἐσεῖς ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ κωφεύετε στὰ λόγια μου; Ἐὰν στὴ θέσι μου ἦταν ὁ Χριστός –ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός– καὶ μιλοῦσε, θὰ τὸν σταυρώνατε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Ποιοί τὸν πίστεψαν τότε; Μόνο κάτι παιδάκια ἀθῷα, κάτι ἁπλοϊκοὶ βοσκοί, κάτι φτωχοὶ ψαρᾶδες, καὶ κάτι μετανοημένοι ἁμαρτωλοί. Οἱ ἄλλοι; Τὸν σταύρωσαν! Συνεπῶς, τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «Ἐμεῖς ὑπακοῦμε μόνο σὲ ἁγίους» δὲν στέκεται.
Ἔπειτα ὁ Χριστὸς εἶπε κ᾽ ἕναν ἄλλο λόγο· ὅτι «Ὅποιος ἀκούει ἐσᾶς ἀκούει ἐμένα, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ» (Λουκ. 10,16). Εἶπε ἀκόμη καὶ τοῦτο· Αὐτὰ ποὺ σᾶς μεταφέρουν οἱ ἐντεταλμένοι μου, ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἶνε οἱ ἴδιοι, ἐσεῖς νὰ τὰ τηρῆτε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε· «κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε», τὰ ἔργα τους μὴν τὰ μιμεῖσθε (Ματθ. 23,3). Τὰ λόγια ποὺ σᾶς μεταφέρουν δηλαδή, ἐφ᾽ ὅσον εἶνε δικά μου, ἔχετε χρέος νὰ τὰ σέβεστε. Ὅταν διψᾷς δὲν κοιτάζεις ἂν τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ ποὺ σοῦ δίνουν εἶνε χρυσὸ ἢ ἀσημένιο ἢ κρυστάλλινο· καὶ πήλινο νά ᾽νε, πίνεις. Ἔτσι καὶ μὲ τὸν θεῖο λόγο. Διψᾷς γι᾽ αὐτόν; δέξου τον, μὴν ἐξετάζεις ποιός σοῦ τὸν μεταφέρει. Ἄλλο παράδειγμα· ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε σπόρος καὶ οἱ κήρυκες τὸν σπέρνουμε στὰ χωράφια τῶν ψυχῶν. Σᾶς ἐρωτῶ· ἂν πάρῃ στὰ χέρια του τὸν σπόρο ἕνας λεπρὸς καὶ τὸν σπείρῃ, θὰ φυτρώσῃ; Ἀσφαλῶς, ὁ σπόρος δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ. Ἔτσι καὶ ὁ θεῖος λόγος. Λεπροὶ εἴμαστε οἱ κήρυκες, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ σπέρνουμε δὲν χάνουν ποτέ τὴν ἀξία τους. Συνεπῶς ἐσεῖς ἔχετε ὑποχρέωσι νὰ τὰ ἐφαρμόζετε.
Νὰ πῶ κάτι ἀκόμα; Ἐγὼ κάνω κόπο καὶ κηρύττω σ᾽ ἐσᾶς, γιὰ νὰ σωθῆτε. Ὁ ἴδιος, ὡς ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀνάξιος σωτηρίας. Ἐλπίζω νὰ σωθῶ μόνο – πῶς; Ὄχι ἀπὸ τὴν ἀξία μου, οὔτε ἀπὸ τὰ ἔργα μου. Τὸ πιστεύω· θὰ σωθῶ, ἐὰν σωθῆτε ἐσεῖς. Κηρύττω τόσα χρόνια. Ἂν μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτὸ σωθοῦν πέντε, μπορεῖ στὸν ἄλλο κόσμο νὰ παρουσιαστοῦν στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ ποῦν· «Ἐμᾶς, Κύριε, μᾶς ἔσωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Αὐγουστίνου. Κάνε ἔλεος σ᾽ αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κήρυκα κι ἄφησέ τον νὰ περάσῃ μέσα στὸν παράδεισο».
⃝ Δὲν ἀπελπίζομαι λοιπόν. Ἔχω δείγματα ποὺ μοῦ δίνουν θάρρος.
Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα, καθὼς περπατοῦσα στὴν Ὁμόνοια, ξένος μέσα στὴ μεγάλη πόλι, μὲ βλέπει ἀπὸ μακριὰ κάποιος καὶ φωνάζει· –Πάτερ Αὐγουστῖνε!… Σταματῶ, ἔρχεται κοντά, σκύβει καὶ μοῦ φιλάει τὸ χέρι κλαίγοντας. –Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; λέω. –Ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο. Πέρασες πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀπ᾽ τὸ χωριό μας. Ἐκείνη τὴ νύχτα, ὅταν ἦρθες ἐκεῖ, ἐγὼ εἶχα πάρει ἕνα μαχαίρι στὴν τσέπη· ἤθελα νὰ σκοτώσω κάποιον. Μπῆκα στὴν ἐκκλησιά, ἄκουσα τὸ κήρυγμα, κι ὅταν βγῆκα πῆγα καὶ πέταξα τὸ μαχαίρι στὰ χωράφια· δὲν ἔκανα φόνο. Ἀπὸ σένα σώθηκα. –Ὄχι, ἀπὸ μένα, παιδί μου· ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σώθηκες. Αὐτὸ μὲ συγκίνησε.
Ἄλλη φορὰ ἐπίσης στὴν Ἀθήνα ἕνας ἄλλος φωνάζει καὶ τρέχει κοντά μου. –Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; ρωτῶ. –Ἀπὸ τὰ Γρεβενά· θυμᾶσαι ποὺ ἦρθες ἐκεῖ; Ἐγὼ τότε βλαστημοῦσα πρωὶ μεσημέρι βράδυ· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ μίλησες ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἔκοψα τὴν κακὴ συνήθεια.
Φέτος ἔγραψα ἕνα φυλλάδιο ὅπου ἔλεγα· Μὴν καπνίζετε, τὸ κάπνισμα εἶνε «τὸ λιβάνι τοῦ διαβόλου» (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοινωνικαὶ πληγαί, Ἀθῆναι 1974, σσ. 50-54). Ὤ τί ἄκουσα ἀπὸ ἐφημερίδες καὶ δημοσιογράφους! Τότε λοιπὸν τό ᾽μαθε κάποιος στὸ Παρίσι, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔγραφαν ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν, ζήτησε τὸ φυλλάδιο, τὸ διάβασε, ἔκοψε τὸ τσιγάρο καὶ μοῦ ἔγραψε· Δέσποτα, μ᾽ ἔσωσες… Παρηγορήθηκα. Βρέ μυστήρια πράγματα· στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴ μ᾽ ἀκοῦνε, καὶ νὰ μ᾽ ἀκοῦνε στὴ Γαλλία!
Ἄλλο ἕνα παράδειγμα. Αὐτὴ τὴ βδομάδα χτύπησε βραδάκι τὸ τηλέφωνο στὴ μητρόπολι. –Κάποιος ξένος, λένε, θέλει νὰ δῇ τὸ δεσπότη, ἀλλὰ μιλάει γερμανικά. Λέω· –Γερμανικὰ δὲν ξέρω, μόνο ἑλληνικά· φέρτε μαζί του καὶ κανένα διερμηνέα. Νάτους, λοιπόν, ἦρθαν μαζὶ μὲ τὸν ξένο. –Ξέρεις, μοῦ λέει ὁ ξένος, ἐγὼ εἶμαι κυνηγός. –Καλά, λέω, καὶ γιατί ἦρθες σ᾽ ἐμένα; νὰ σοῦ δείξω τὰ μέρη πού ᾽νε τὰ θηράματα; –Ὄχι, λέει· ἦρθα γιατὶ ἔμαθα, ὅτι στὴ Φλώρινα ἕνας αὐστηρὸς δεσπότης ἀπαγορεύει τὸ κυνήγι ἡμέρα Κυριακή. –Μάλιστα, λέω, τὸ ἀπαγορεύω. –Τ᾽ ἄκουσα λοιπὸν καὶ εἶπα «Θὰ πάω στὴν Πρέσπα, ποὺ ἔχει ἀγριογούρουνα»· ἀλλὰ δὲν ἦρθα Κυριακή, σὲ ἄκουσα, ἔχεις δίκιο, καὶ ἦρθα γιὰ κυνήγι ἡμέρα Τρίτη!… Καὶ ποιός ἦταν αὐτὸς ποὺ μοῦ τά ᾽λεγε αὐτά; Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Αὐστρίας! Ἀκοῦτε; Ἐδῶ ἀντέδρασαν, ξεσηκώθηκαν, μὲ ξευτέλισαν στὶς συζητήσεις τους ὅσο κανέναν ἄλλο, ἐνῷ ὁ Αὐστριακὸς μὲ σεβάστηκε. Φλώρινα, δὲν ἀκοῦς; μ᾽ ἀκούει ἡ Αὐστρία, ἡ Βιέννη. Παρόμοια περιστατικὰ μοῦ δίνουν θάρρος καὶ λέω· «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,4=῾Ρωμ. 10,18).
⃝ Δὲν ἀπογοητεύομαι λοιπόν. Γι᾽ αὐτὸ βλέπετε τολμῶ πάλι καὶ κηρύττω. Καὶ ὅπως ἐγώ, ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς παρακαλῶ ν᾽ ἀγαπᾶτε τὸν θεῖο λόγο καὶ νὰ βοηθῆτε στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Καὶ πῶς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε; Δικό μου χρέος εἶνε νὰ κηρύξω, δικά σας χρέη ποιά εἶνε·
• Πρῶτον. Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ἐδῶ μὴν τὰ κρατήσετε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας· νὰ τὰ διαδώσετε. Ὅπου βρεθῆτε, σκορπίστε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ μοῦ δώσετε μεγάλη χαρά. Δὲν ἐπαρκῶ μόνος ἐγώ.
• Δεύτερον. Ὅταν ἔρχεστε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, μὴν ἔρχεστε μόνοι σας· προσπαθῆστε πάντα νὰ φέρνετε μαζί σας καὶ κάποιον ἄλλο. Ἐγώ, καὶ ἕνας νὰ ᾽ρθῇ, θὰ κηρύξω· ἀλλ᾽ ἀφοῦ γίνεται ὁ κόπος, ἂς τὸν ἐπωφεληθοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ σωθοῦν ψυχές.
• Τρίτον. Νὰ προσεύχεσθε γιὰ τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς ἐπισκόπους, ὅλους τοὺς κληρικούς, τοὺς κατηχητὰς καὶ κατηχήτριες ποὺ σπέρνουν τὸν θεῖο λόγο στὰ παιδιά. Προσεύχεσθε διαρκῶς «νὰ τρέχῃ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Θεσ. 3,1), ν᾽ ἁπλώνεται ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Εὔχομαι· ἂν εἶστε ἅγιοι νὰ γίνετε ἁγιώτεροι, ἂν εἶστε ἐνάρετοι νὰ στερεωθῆτε στὴν ἀρετή, ἂν εἶστε ἁμαρτωλοὶ σὰν κ᾽ ἐμένα νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ σωθῆτε.
Ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ βροῦν ἀπήχησι στὶς καρδιές σας. Παρακαλῶ τὸ Θεό, νὰ φυτευτοῦν μέσα σας, ν᾽ ἀγαπήσετε τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ θεωρῆτε χρέος σας νὰ τρέχετε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τώρα –τὸ σταυρό σας κανονικά– μὲ ἕνα στόμα καὶ μιὰ καρδιά, ἕνας λαός, ἂς κάνουμε τὴν προσευχή, τὴ μικρότερη προσευχή μας· «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς· ἀμήν».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 24-11-1974 Κυριακὴ βράδυ, μὲ συμπληρωμένο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ διττὴ σύντμησις, καὶ ὡς 4σέλιδο, 6-5-2023.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.