ΜΙΑ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΟΖΑΝΗΣ, Toυ αρχιμ. Αυγουστινου Ν. Καντιωτου, Ἱεροκηρυκος (Κοζανη 18 Ἀπριλιου 1945)
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη» Νο1,
μέρος 67, σελ. 178-182
+EΣΤΙΑ+
ΜΙΑ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Toῦ αρχιμ. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Ἱεροκήρυκος
Ἐν Κοζάνῃ τή 18ῇ Ἀπριλίου 1945
Κατόπιν νεωτέρας ἐντολῆς τῆς Ι. Συνόδου εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἐγκαταλείψω πλέον ὁριστικῶς την Κοζάνην καί νά μεταβῶ εἰς Γρεβενά. Οὕτω λήγει τό στάδιον τῆς ἐν Κοζάνῃ ἐργασίας μου. Πρίν ἡ ἀναχωρήσω ἀπό τήν προσφιλῆ πόλιν, ἐθεώρησα καθῆκον διά τήν ἱστορίαν τοῦ μαρτυρικοῦ τούτου τόπου τῆς Δ. Μακεδονίας νά σᾶς ἀποχαιρετήσω. Καί ἀπευθύνω πρός ὅλους σας τήν παροῦσαν ἐπιστολήν, ὡς ἕνα εἶδος προχείρου καί συντόμου ἀπολογισμοῦ τῆς ἐργασίας μου ὡς ἱεροκήρυκος.
Μετά τήν ἐκτέλεσιν ὑπό τῶν βαρβάρων κατακτητῶν του ἐθνομάρτηρος ἱεροκήρυκος ἀρχιμ. Ἰωακείμ Λιούλια, κενωθείσης της θέσεως ἐτοποθετήθην ὑπό τῆς Ι. Συνόδου ὡς ἱεροκῆρυξ Κοζάνης. Ὅταν ἐν καιρῷ βαρυτάτου χειμῶνος ἔφθασα εἰς τήν πόλιν σας, ἡ δυστυχία τοῦ λαοῦ μας κάτω ἀπό τήν μαύρην δουλείαν παρουσίαζε τραγικάς εἰκόνας. Τήν νύκτα ἐβλέπαμεν νά καίωνται ὡς βεγγαλικά ἀπό τά θηρία – στρατιώτας τοῦ Χίτλερ – τά πέριξ χωριά τῆς Κοζάνης, τήν δέ ἡμέραν νά συρρέουν ὡς ράκη ἀνθρώπινα εἰς τήν πόλιν ἐν ἐλεεινῇ καταστάσει τά θύματα τῆς συμφορᾶς. Τό Κράτος εὑρίσκετο ἐν ἀποσυνθέσει. Τό χρῆμα εἶχεν ἐξευτελισθῆ, πλατανόφυλλα εἶχον καταντήσει τά χαρτονομίσματα, ἐργασία οὐδαμοῦ, λαϊκή περίθαλψις μηδέν. Ἐν μέσῳ τῆς συμφορᾶς ἐκείνης ὡς ἱεροκῆρυξ ἐκλαύσαμεν, ὑψώσαμεν την φωνήν μας, ἐκαυτηριάσαμεν τούς ἐνόχους, ἐμαστιγώσαμεν τούς ἀσπλάχνους πλουσίους, καί ἐζητήσαμεν την συνδρομήν τοῦ λαοῦ διά τήν δημιουργίαν λαϊκοῦ συσσιτίου. Τήν ἑπομένην τό γκαράζ εἶχε γίνει προσκύνημα. Ὡρισμένοι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι θά ἠδύναντο νά δημιουργήσουν μόνοι των συσσίτια καί νά τρέφουν λόχους πεινασμένων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς των, ἔμειναν ἀδιάφοροι (Μόνον ἀδιάφοροι; Ἤνοιγαν κατακόμβας, διά νά κρύψουν…). Ἀλλά ὁ πτωχός λαός ἠλεκτρίσθη ἀπό τά χριστιανικά συνθήματα τοῦ ἄμβωνος καί κάτι τί τό πρωτοφανές καί ἀλησμόνητον συνέβη:
οὐρά λαοῦ εἶχε σχηματισθῆ ἔξω ἀπό τό γκαράζ καί ὁ λαός ἔδιδε προθύμως ἐκ τοῦ ὑστερήματός του. Ἔτσι ἔγινεν ἡ πρώτη ἀποθήκη τροφίμων. Τό συσσλιτιον ἤρχισε μέ 50 πιάτα, διά νά προχωρή καί νά αὐξάνη συνεχῶς. Τά 50 ἔγιναν 100, 200, 500, 800, 1000, 1500, 2500, 3000, 3500, διά νά φθάση τό συσσίτιον μέ τήν βοήθειαν τοῦ ἐρυθροῦ σταυροῦ εἰς 8000 ἠμερισίας μερίδας.
Ἀλλά ποιός θά ἐφαντάζετο; Ἡ ἐργασία αὐτή, καρπός τῆς εὐσέβειας τοῦ τόπου τούτου, προκάλεσε λυσσαλέαν, σατανικήν τήν ἀντίδρασιν τοῦ κακοῦ. Δέν ἠρέμησε, ἀκόμη ὁ μαρτυρικός μας τόπος διά νά δημοσιεύσω, τήν βοήθεια τοῦ φίλου δημοδιδασκάλου, κρατήσαντος σημειώσεις ἀπό τήν μαύρην ἐκείνην ἐποχήν, βιβλίον, εἰς τό ὁποῖον θά γίνουν τά ἀποκαλυπτήρια καί ἡ κοινωνία θά μείνει κατάπληκτος, ὁπόση κακία ἐμφωλεύει εἰς τά στήθη ὡρισμένων ἀνθρώπων. Τόσον μόνον ἐδῶ γράφωμεν, ὅτι ὁ φθόνος συναδέλφων μου, ἡ συκοφαντία, ἡ φιλαργυρία ὡρισμένων τινῶν πλουσίων της πόλεως, πραγματκών Σαϋλώκ, οἱ ὁποῖοι ἐφοβήθησαν μήπως μέ τό κήρυγμα ὁ λαός ἐπαναστατήση καί θραύση τάς ἀποθήκας καί λεηλατήση τάς περιουσίας των…, ὅλα αὐτά συνεμάχησαν κατά τοῦ ἱεροκήρυκος καί ἤρχισεν ἕνας ἀπηνής διωγμός, ὅστις ἀκόμη δέν τελείωσε. Κεντρικόν τῆς ἀντιδράσεως, φοβερόν ἀλλά ἀληθές, ἦτο ἡ ἰ. Μητρόπολις Σερβίων καί Κοζάνης, συγκεκριμένως δέ ὁ Σεβασμιώτατος Συνοδικός ἔξαρχος παρά τή Ι. Μητροπόλει ταύτη Μητροπολίτης Ξάνθης κ. Ἰωακείμ, ὅστις ἐκαυχάτω ὅτι εἰργάζετω ἐθνικῶς(!), ἀλλ’ εἰς τό παθητικόν της ἐργασίας του ὑπάρχει καί τό γεγονός: Κατήγγειλεν εἰς τό Γερμανικόν Φρουραρχεῖον, ὅτι ὁ ἰερικήρυξ Αὐγουστῖνος εἶναι… κόκκινος, κατακόκκινος! Τό πῶς ἐσώθημεν ἀποτελεῖ θαῦμα, διά τό ὁποῖον ἡμεῖς καί οἱ συνεργάται μου εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐζήσαμεν καί ἀφοῦ ἐδώσαμεν συγγνώμην εἰς τούς ἐχθρούς μας, ἔχομεν τώρα τό θάρρος τοῦ χριστιανοῦ μαχητοῦ νά καταγγείλωμεν εἰς τό πενελλήνιον ὅτι ἱεράρχαι, πού κατήγγειλαν καί παρέδωκαν εἰς τάς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος ἐργάτας τοῦ εὐαγγελίου, τῶν ὁποίων δέν ἠνείχοντο νά ἀκούουν τήν γλῶσσαν τῆς ἀληθείας ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, καθ’ ἥν στιγμήν τό ποίμνιόν των ἐσφάζετο καί ἐμαρτύρει ποικιλοτρόπως, αὐτοί τό ἐγκατέλειψαν καί κατέφυγαν εἰς τάς Ἀθήνας διά νά κάμνουν τούς περιπάτους των εἰς τήν πλατεῖαν Συντάγματος, ἱεράρχαι καί γενικότερον κληρικοί, οἱ ὁποῖοι κατά τόν χρόνον τῆς σκλαβιᾶς ἐλησμόνησαν τήν ἀποστολήν τοῦ τιμημένου ράσου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δέν ἐτήρησαν τήν ἀξιοπρέπειάν των, τρέμοντες ὡς λαγωοί ἔναντι ἑνός τελευταίου καραμπινιέρου καί γκεσταπίτου, ἱεράρχαι καί κληρικοί τοιοῦτοι δέν ἔχουν καμίαν θέσιν εἰς τάς τάξεις τοῦ κλήρου. Ἀλοίμονον δέ ἐάν ἡ ἐκκλησία δέν ἔχη τήν δύναμιν νά ἐκκαθαρίση ἑαυτήν, καί τρεῖς ἀλοίμονον ἐάν τοιοῦτοι κληρικοί γίνωνται δικασταί καί τιμηταί τῶν ἄλλων. Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθωμεν. Ὁ Σέβ. Ἔξαρχος, ρίπτων τήν συκοφαντίαν ὅτι εἶμαι κόκκινος, ἐπέτυχε δίς νά ἀφαιρέση τό κήρυγμα, ἀλλά καί δυό φορᾶς ἠναγκάσθη νά ὑποκύψη πρό του κύμματος τῆς ἀγανακτήσεως τοῦ λαοῦ τῆς Κοζάνης καί ἐπιτρέψη ἐκ νέου τό κήρυγμα. Αἴτησις δέ τοῦ λαοῦ, πρός τήν Ι. Σύνοδον, ἡ ὁποία ἐκαλύφθη αὐθορμήτως ὑπό 2200 ὑπογραφῶν κατοίκων τῆς Κοζάνης, ἐζήτει ἐπιμόνως την συνέχειαν τοῦ κηρύγματος. Ἀλλ’ ᾖς μάτην αἱ διαμαρτυρίαι τοῦ λαοῦ, εἰς μάτην τά ψηφίσματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἁγ. Δημητρίου, ὡς νά ἤμεθα αἱρετικοί, ἐξεδιώχθημεν τελείως ἐκ τῶν Ι. Ναῶν. Καί τότε ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ τῆς Κοζάνης πάλιν ἐθαυματούργησε. Μετέβαλεν μέ ἀθρώα συρροήν του τό γκαράζ ὄχι μόνον εἰς φιλανθρωπικόν κατάστημα, ἀλλά καί εἰς Μητροπολιτικόν Ναόν, ὅπου χιλιάδες ἀκροαταί ἤκουον ἀπό τοῦ προχείρου βήματος λόγους παρηγοριᾶς ἐν καιρῷ δουλείας…
Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐπιμένουν, ὅτι εἶμαι κόκκινος, ἀπαντῶ καί γραπτῶς, ὅτι δέν ἀνοίκω εἰς κανένα κόμμα. Ἤμουν, εἶμαι καί θά εἶμαι μέχρι θανάτου Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Κτυπῶ τό ἔγκλημα ὀποθενδήποτε καί ἐάν ἐμφανίζεται καί ζητῶ ἀπό 10ετίας καί πλέον μεταρρύθμισιν τῆς κοινωνίας ἀλλά μέ βᾶσιν τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἤρχισα τό πρῶτον ἐκ τῆς ἱερᾶς πόλεως τοῦ Μεσολογγίου. Διότι καί ἐγώ πιστεύω μαζί μέ τόν ὑπέροχον ἱεράρχην τοῦ Πόντου, τόν τέως Μάκ. Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χρύσανθον, ὅτι μόνον τό Εὐαγγέλιον, «μόνον ἡ χριστανική ἠθική μετά της πρός πάντας καί πάντα στρεφομένης καί πάντας ἐν ἑαυτῇ ἑνούσης θείας ἀγάπης θά ἠδύνατο νά συμπτήξη μιάν σταθεράν καί ἀδιάσειστον σοσιαλιστικήν πολιτείαν» (περοδικόν «ὀρθοδοξία» Πατριαρχείου Κων/πόλεως, ἔτος 1932-29-37 ἄρθρον «Ἡ Κοινωνική Κρίσις καί ἡ Ἐκκλησία»).
Ἀλλ’ ἄς ἀφήσωμεν τούς ἐπισήμους νά λέγουν καί νά γράφουν καί ἀποφασίζουν κατά τοῦ ἱεροκήρυκος ὅτι θέλουν, καί ἄς στραφῶμεν πρός τόν λαόν τῆς Κοζάνης, μέ τόν ὁποῖον συνεπίομεν τά πικρά της δουλείας ποτήρια καί συνεδέθημεν μέ τά ἄρρηκτα δεσμά τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Χαίρετε λοιπόν, προσφιλεῖς μοῦ ἀκροαταί, οἱ ὁποῖοι κατά χιλιάδας ὡς εἰς ἄνθρωπος μέχρι ἀσφυξίας συνεκεντρωνεσθε εἰς τούς ἀπόκεντρους Ι. Ναούς τῆς πόλεως, διά νά ἀκούσετε τό ἁπλοῦν τοῦ Εὐαγγελίου κήρυγμα. Χαίρετε, νέοι καί νέαι, οἱ ὁποῖοι γύρω ἀπό τόν ἱεροκήρυκα ἀποτελέσατε τό μικρόν ἐπιτελεῖον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί ὑπηρετήσατε ὡς ἐθελονταί τήν κοινωνίαν. Χαίρετε, εὐλαβεῖς γυναῖκες τῆς πόλεως, αἱ ὁποῖαι ὡς ἄλλαι μυροφόροι, ὄρθου βαθέος, πρίν νά ἀνατείλη ὁ ἥλιος, ἐσπεύδατε εἰς τήν Ἑστίαν διά νά προσφέρετε δωρεάν τάς ὑπηρεσίας σας μέ τήν χαράν εἰς τό πρόσωπον ὅτι ὑπηρετεῖτε τόν πτωχόν Ναζωραῖον. Χαίρετε, πρόσφυγες πυροπαθείς, δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης καί ἀληθείας, φυλακισμένοι, ὅσοι εἰς τήν Ἑστίαν εὐρίκατε τό ἄσυλόν σας. Χαίρετε ὀρφανά θύματα τῆς Ἐθνικῆς μας Καταιγίδος. Χαίρετε γέροντες καί ἀσθενεῖς καί ναυαγοί τῆς ζωῆς. Χαίρετε ὑποστηρικταί τοῦ ἔργου, δωρηταί, γνωστοί, ἀνώνυμοι, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα μνησθήτω Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ. Χαίρετε, τέλος, ἐκλεκτοί μου νέοι, χαίρετε στενοί μοῦ συνεργάται, ὅσοι ἐμείνατε γύρω ἀπό τό λάβαρον τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἐγκαταλείψατε καί ὅταν ἀκόμη κληρικοί σᾶς προέτρεπον νά μᾶς ἐγκαταλείψητε διά νά μή πέση φωτιά εἰς τά σπίτια σας. Ὦ πισταί καί εὐλαβεῖς ψυχαί! Ἐπί 15 μῆνας χωρίς μισθόν, χωρίς ἄλλην τινά ἀποζημίωσιν, προσεφέρατε τήν ὑπηρεσίαν εἰς τόν λαόν. Ποῖος θά ἀμείψη τούς κόπους σας; Μόνον ὁ Ἐσταυρωμένος. Χαίρετε, φίλοι καί ἐχθροί! Ὁ ἱεροκῆρυξ Αὐγουστῖνος ἀναχωρεῖ. Εἶμαι εὐτυχῆ, διότι ὑπηρέτησα τήν πόλιν τῆς Κοζάνης μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς μας. Λησμονῶ του κόπους καί ἐνθυμοῦμε τήν ἀγάπην σας. Ἐγκόλπιον καί μίτρα σπινθηροβολοῦσα θά εἶναι δι’ ἐμέ ἡ ἀνάμνησις τῶν κόπων καί τῶν κινδύνων, τῶν φρικτῶν ἡμερῶν πού ἐπεράσαμεν μαζί. Πιστεύω, ὅτι εἰς τό νέον μοῦ δρομολόγιον μέ συνοδεύουν αἱ εὐχαί ὅλων σας.
Ἔτσι εἶπα νά περάσω τήν ζωήν μου. Θά πετῶ ἀπό βράχον εἰς βράχον καί ἀπό θάμνον εἰς θάμνον καί ἀπό κλάδον εἰς κλάδον, διά νά ψάλλω τό γλυκύ μου ἄσμα «ΧΡΙΣΤΟΣ – ΕΛΛΑΣ».
Ἀδελφοί μου, χαίρετε! Ὁ Κύριος ἄς εἶναι πάντα μαζί σας.
Μέ ἄπειρον ἀγάπην
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης, Ἱεροκῆρυξ
Ἐν Κοζάνῃ τή 18ῇ Ἀπριλίου 1945
«ΕΣΤΙΑ», ΑΡ. ΦΥΛ. 14
(«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στήν Κοζάνη» Νό1,
μέρος β΄, σέλ. 178-182, Κοζάνη 2003, Ἀνδρονίκης Π. Καπλάνογλου)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.