Η ΠΡΩΤΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ (6, 1-2): Γ) Ο ΙΠΠΕΥΣ «Λεγομεν ευθυς ἐξ ἀρχης, ὅτι ὁ ἐπι του λευκου ἵππου καθημενος ειναι ὁ Κυριος ἡμων Ἰησους Χριστος… Αυτος ειναι ο Νικητης της Ιστοριας ολων των αιωνων. Ειναι ο Θριαμβευτης. Ενωπιον Του καταθετονται ολοι οι στεφανοι. Για αυτο & ο ασθενέστερος των οπαδων του θα καταφερη πληγμα κατα των σκοτεινων δυναμεων & θα νικα» (AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ «ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ»
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ «ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ» (σελ. 68-78)
2. – ΤΟ ΛΕΥΚΟΝ
Η ΠΡΩΤΗ ΣΦΡΑΓΙΣ
«Καὶ εἶδον, ὅτε ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος ὡς φωνὴ βροντῆς˙ ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπʼ αὐτὸν ἔχων τόξον˙ καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6, 1-2)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄.
Γ΄) Ο ΙΠΠΕΥΣ
Λέγομεν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὁ ἐπὶ τοῦ λευκοῦ ἵππου καθήμενος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ ὅτι εἶνε ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄλλος, ὄχι μόνον ὑπεμφαίνεται ἐκ τῆς προφητείας τοῦ Ἀββακούμ, τὴν ὁποίαν προηγουμένως ἀναφέραμεν, ἀλλὰ καὶ σαφῶς ἐξάγεται ἐξ ἄλλης παραλλήλου περικοπῆς τῆς Ἱ. Ἀποκαλύψεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐκ νέου παρουσιάζεται ἡ ὀπτασία τοῦ λευκοῦ ἵππου. Ἡ περικοπὴ αὕτη εὑρίσκεται ἐν κεφ. 19 στίχ. 11-16. Εἰς τὴν περικοπὴν αὐτὴν ἡ εἰκὼν τοῦ ἱππέως συμπληρώνεται διὰ νέων στοιχείων. Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός˙ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διαδήματα πολλά˙ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ βεβαμμένον αἵματι˙ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ῥομφαία ὀξεῖα˙ ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, «Βασιλεὺς βασιλέων καὶ Κύριος κυρίων». «Καὶ τὰ στρατεύματα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἠκολούθει αὐτῷ ἐφʼ ἵπποις λευκοῖς ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καθαρόν». Τίς εἶνε ὁ συγκεντρώνων εἰς τὸν ἀπόλυτον, τὸν ὕψιστον βαθμὸν τὰ γνωρίσματα ταῦτα, εἰμὴ μόνον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός; Τίς ἄλλος δύνατια νὰ κληθῇ Βασιλεὺς βασιλευόντων καὶ Κύριος κυριευόντων;
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κυβερνᾷ τὸν λαόν Του, καὶ κατευθύνει ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου καὶ ὁδηγεῖ αὐτὸν εἰς τὰς ἱστορικὰς μάχας. Ἄνευ Αὐτοῦ τί θὰ ἠδύνατο νὰ πράξουν οἱ πιστοί; Θὰ ὡμοίαζον μὲ ἕνα ἵππον, ὁ ὁποῖος ἄνευ ἱππέως μένει καὶ περιφέρεται ἀσκόπως. Μόνον κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν ἱκανοῦ ἱππέως δύναται ὁ ἵππος νὰ κινηθῇ καὶ χρησιμοποιηθῇ ὠφελίμως. Ἐὰν ὅμως θραύσῃ τοὺς χαλινοὺς καὶ ἐκφύγῃ ἐκ τῆς κυριαρχίας τοῦ ἱππέως τότε καὶ ζημίας δύναται νὰ ἐπιφέρῃ, τρέχων καὶ καλπάζων ἐν μέσῳ τῶν ὁδῶν καὶ τῶν πλατειῶν καὶ καταπατῶν νήπια, παιδία καὶ γέροντες. Ἵππος ἀφηνιασμένος, θέαμα φοβερόν. Τὸ ζῶον τὸ ἄλογον τὸ ἀχαλίνωτον εἶνε ἐπικίνδυνον. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἄλογα ἀχαλίνωτα εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἔχουν ἀνάγκην ἱκανοῦ ὁδηγοῦ διὰ νὰ τιθασεύσῃ τὰ πάθη καὶ νὰ κατευθύνῃ τὴν ζωήν των εἰς ἔργα ὠφέλιμα καὶ θεάρεστα. Ἔχουν ἀνάγκην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς θέτει χαλινὸν εἰς τὰς ὁρμάς. Αὐτὸς δίδει τὴν δύναμιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ κυβερνοῦν τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ κτῆνος, τὸ κατώτερον ἐγώ, ὅπερ οἱ ἀρχαῖοι συνεβόλιζον διὰ τοῦ ἵππου ἐν τῇ παραστάσει τοῦ κενταύρου. Ἐπὶ τὸν ἵππον ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος, ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός, ὁ Θεάνθρωπος.
Ὦ ἄνθρωπε! Ἐννόησον τὴν εἰκόνα τοῦ ἵππου. Μέχρι σήμερον μόνος σου ἐκυβέρνας τὸν ἑαυτόν σου. Ἐφαίνεσο κύριος, ἀνεξάρτητος. Ἀλλʼ ὑπὸ τὴν φαινομενικὴν κυριότητα καὶ ἐξουσίαν ἐκυβέρνα τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεώς σου, ἐκυβέρνων αἱ φρικταὶ ἀδυναμίαι καὶ τὰ ἀβυσσαλέα πάθη σου. Πολλὰς ζημίας καὶ καταστροφὰς ὑπέστης. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν ὁμοιώθης» μὲ ἄλογον ἀχαλίνωτον, μὲ ἵππον ἀφηνιασμένον. Ἀλλʼ ἐλθὲ καὶ θέσε τὸν ἑαυτόν σου ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ Κυρίου. Ἄφησε τὸν Χριστὸν νὰ παραλάβῃ τὰ ἠνία, διότι ἐὰν σὺ δὲν τὰ δώσῃς οἰκειοθελῶς. Αὐτὸς μόνος του δὲν τὰ παραλαμβάνει, βιαίως δὲν θέλει νὰ σὲ κυβερνήσῃ. Ἡ ἐλευθερία εἶνε ἡ ἀρχή, τὸ θεμελιῶδες κήρυγμά του˙ «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλεθεῖν». Ἀποφάσισε νὰ παραδώσῃς εἰς τὸν Χριστὸν τὰ ἠνία καὶ αὐτὸς νὰ διατάσσῃ καὶ σὺ νὰ ὑπακούῃς. Τοῦ λοιποῦ ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι σὺ νὰ ἡνιοχῇς(*). Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι ἐφʼ ὅσον ὁ Κύριος ἡνιοχῇ ἐφʼ ὅσον θὰ κυβερνᾷ καὶ θὰ κατευθύνῃ ὅλας τὰς νοητικάς, τὰς πνευματικὰς καὶ σωματικάς σου δυνάμεις, ἡ πορεία σου θὰ εἶνε ἀσφαλής, ἡ ζωή σου δὲν θὰ καταλήξῃ εἰς ἀπαίσιόν τι βάραθρον, ἀλλὰ θὰ εἶναι μία ζωὴ νικηφόρος καὶ ἔνδοξος. Δὲν βλέπεις τὸ τόξον καὶ τὸν στέφανον ἐν τῇ εἰκόνι; Ἀλλὰ ποῖον τὸ τόξον; θὰ ἐρωτήσῃς. Τὸ τόξον ὁ ὁπλισμὸς τοῦ ἱππέως, ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν συμβολικήν του σημασίαν. Τὸ τόξον, ὡς εἶνε γνωστόν, ἦτο ἕν ἐκ τῶν κυριωτέρων ὅπλων τοῦ ἀρχαίου πολεμιστοῦ. Ἦτο ὅπλον ἐπιθετικόν. Τὸ τόξον ὅμως ὡς μία χαλυβδίνη καμπτομένη ῥάβδος δὲν εἶχε καμμίαν ἀξίαν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε καὶ ἡ φαρέτρα, δηλαδὴ ἡ θήκη μὲ τὰ βέλη. Ἀλλὰ τὰ βέλη, διὰ νὰ ἐπιφέρουν τʼ ἀποτέλεσμα, νὰ πλήξουν καιρίως τὸν ἀντίπαλον, θὰ ἔπρεπε καὶ αἰχμηρὰ νὰ εἶνε ἀλλὰ καὶ εὐστόχως νὰ ῥίπτωνται ὑπὸ τοῦ τοξότου. Ἄπειρος καὶ ἀδέξιος τοξότης ἠδύνατο νὰ ῥίψῃ ἑκατοντάδας βελῶν, ἀλλʼ οὐδὲν βέλος νὰ εὕρῃ τὸν στόχον. Ὅλα τὰ ῥιπτόμενα βέλη νʼ ἀστοχοῦν. Ἀντιθέτως ἕνα καὶ μόνον βέλος ῥιπτόμενον ὑπὸ ἐμπείρου καὶ ἱκανοῦ τοξότου ἔφθανε διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν στόχον καὶ νὰ φέρῃ τὸ ποθούμενον ἀποτέλεσμα. Ἐνθυμεῖσθε τὸν Ὀδυσσέα; Ἐν τῷ συμποσίῳ τῶν ἀθλίων ἐκείνων μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, οἱ ὁποῖοι κατέτρωγον ἐπὶ ἔτη τʼ ἀγαθὰ τοῦ βασιλείου του, ὁ Ὀδυσσεὺς ὡς ἐπαίτης κατώρθωσε νὰ εἰσέλθῃ καὶ ἔκ τινος γωνίας ἀθέατος ἤρχισε νὰ ῥίπτη τὰ βέλη του. Οὐδὲν αὐτοῦ βέλος ἠστόχησε. Τὸ συμπόσιον ἐγένετο κεντρικὸς θάλαμος. Ἀλλὰ τὰ βέλη ἐκεῖνα ἦσαν φονικὰ καὶ μετʼ ἀποτροπιασμοῦ ἀποστρέφομεν τὴν σκέψιν μας ἀπὸ τοιαύτας εἰκόνας αἱμάτων. Πρὸς ἄλλα βέλη ἄς στρέψωμεν τὴν προσοχήν μας. Εἶνε βέλη πνευματικῆς φύσεως. Εἶνε τὰ βέλη ἐκεῖνα, περὶ τῶν ὁποίων ὁ Δαβὶδ ὁμιλεῖ προφητικῶς ἐν τῷ 44 ψαλμῷ, ἐγκωμιάζων τὸν Δυνατόν, τὸν Ὡραῖον κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων˙ «τὰ βέλη Σου ἠκονημένα, Δυνατέ˙ λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται». Βέλη εἶνε οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ. Βέλη εἶνε τὰ ἀληθινά, τὰ πειστικά, τὰ αἰωνίου κύρους λόγια, ποὺ ἐλάλησαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Βέλη εἶνε ἡ θεία διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
- ________________________
(*) Ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ὁμιλία ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων τὴν περὶ τοῦ οὐρανίου ἅρματος καὶ τῶν τεσσάρων πτερωτῶν ζώων ὀπτασίαν τοῦ προφήτου Ἰεζεδκιὴλ κεφάλ. 1Ον παρατηρεῖ, ὅτι τοιοῦτον ἅρμα, θρόνος τοῦ Θεοῦ, γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ ἐκείνου, ὅστις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του πιστεύει εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Χριστὸς πλέον θὰ εἶνε διὰ τὴν ψυχὴν αὐτὴν ὁ ἄριστος ἡνίοχος, Ὅστις διὰ τῶν ἡνίων τοῦ Παναγίου Πνεύματος θὰ τὴν ὁδηγῇ ἀσφαλῶς, θὰ τὴν λαμπρύνῃ διὰ τοῦ φωτός Του, θὰ τὴν στολίζῃ διὰ τῶν ἀρετῶν Του, θὰ τὴν τρέφῃ διὰ τοῦ θείου Του λόγου καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ θὰ τὴν ὑψώνῃ εἰς ὕψη μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ βλέπῃ τὴν σμικρότητα καὶ τὴν ματαιότητα τῶν ἐπιγείων καὶ θὰ ἐκτιμᾷ πρεπόντως τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου Πατρίδος. ῎Ω – ἀναφωνεῖ ὁ ὅσιος – Ὤ τοῦ καλοῦ καὶ χρηστοῦ μόνου ἡνιόχου ἀληθινοῦ. Ἐν τέλει δὲ τῆς σπουδαίας του αὐτῆς ὁμιλίας ἀπευθυνόμενος πρὸς ἕνα ἕκαστον ἐκ τῶν ἀκροατῶν καὶ τῶν ἀναγνωστῶν του λέγει: Ἐάν, ἀγαπητέ, ἐὰν ἔγινες ἅρμα πύρινον, θρόνος Θεοῦ, καὶ ἐπὶ τὸ ἅρμα τοῦτο ἔχῃ ἐπιβῆ ὁ οὐράνιος ἡνίοχος καὶ ἐγένετο ἡ ψυχή σου ὅλη ὀφθαλμὸς πνευματικός, καὶ ὅλη φῶς˙ καὶ ἐὰν ἐτράφης μὲ τὴν τροφὴν τοῦ πνεύματος καὶ ἐὰν ἐποτίσθης ἐκ τοῦ ζῶντος ὕδατος καὶ ἐὰν ἐφόρεσες τὰ τοῦ ἀρρήτου φωτὸς ἐνδύματα˙ ἐὰν τούτων τῶν ἀγαθῶν ὁ ἐσωτερικός σου ἄνθρωπος ἔλαβε πεῖραν, τούτων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀνέκφραστον γλυκύτητα ἐδοκίμασε, καὶ ἐπληροφορήθη, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς τὰ λόγια ποὺ λέγωνται χωρὶς νὰ γίνωνται, ἀλλʼ ἔργον ἀληθείας, ποὺ γίνεται εἰς τὴν ἀξίαν καὶ πιστὴν ψυχήν, ἰδοὺ ζῇς καὶ τὴν ὄντως αἰώνιον ζωὴν ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή σου ἡνωμένη μετὰ τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ ἀπέκτησες καὶ ἔλαβες ταῦτα παρὰ Κυρίου ἐν ἀληθείᾳ ἵνα ζῇς ζωὴν ἀληθινήν. Ἐὰν ὅμως ἐξετάζῃς τὸν ἑαυτόν σου καὶ βλέπῃς ὅτι οὐδὲν ἔχει τούτων, κλαῖε καὶ λυποῦ καὶ ὀδύρου, ὅτι τὸν αἰώνιον καὶ πνευματικὸν πλοῦτον ἀκόμη δὲν ἔχεις ἀπολαύσει καὶ τὴν ὄντως ζωὴν ἀκόμη δὲν ἔχεις αἰσθανθῆ. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ πονῇς. Νὰ πονῇς διὰ τὴν πνευματικήν σου πτωχείαν, καὶ νὰ παρακαλῇς ἡμέρας καὶ νυκτὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τοιοῦτον πόνον καὶ ζητεῖ καὶ αἰτεῖ τον Κύριον ἀδιαλείπτως, θὰ εὕρη τὴν ἀπολύτρωσιν, θὰ λάβῃ τὸν ἐπουράνιον πλοῦτον, ἵνα καὶ ἐν αὐτῷ πραγματοποιηθῇ ὅ,τι ἐν παραβολικῷ λόγῳ εἶπεν ὁ Κύριος περὶ τοῦ ἀδίκου κριτοῦ καὶ τῆς χήρας˙ πόσο μᾶλλον ὁ Θεὸς ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν βοόντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός˙ ναὶ λέγω, ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει (Λουκ. 17, 7). Εἰς Αὐτὸν τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἠνιοχοῦντα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν κατευθύνοντα ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ὤ! Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Πόσον διαφέρει ἀπὸ τὰς διδασκαλίας τῶν ἄλλων διδασκάλων, ποὺ ἐθαύμασεν ὁ κόσμος. Εἶνε μία διδασκαλία ἁπλῆ, ἀπέριττος, ἄνευ ῥητορικῶν τεχνασμάτων, ἄνευ ἐπιδείξεως. Καὶ ὅμως πόσον εἰσδύει εἰς τὴν καρδίαν; Ὡς ἔγραφεν ἔξοχος συγγραφεύς: «Εὐθεῖαι ὡς βέλη ἐπὶ τὸν σκοπὸν αἱ ἐντολαί Του βάλλουσιν εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος». Τὸ πᾶν εἶνε βραχύ, σαφές, ἐναργές, πλῆρες ἁγιότητος, ἔμπλεων τῶν κοινῶν εἰκόνων τοῦ καθημερινοῦ βίου. Σχεδὸν τῶν χρόνων ἐκείνων, τὸ ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς νὰ μὴ μεταχειριρθῆ ὡς ἐξεικόνισμα λαμπρᾶς τινος ἐπαγγελίας ἤ ἠθικοῦ Νόμου (*). Εἶς καὶ μόνον, λόγος τοῦ Ἰησοῦ διεισδύων ὡς βέλος καὶ εὑρίσκων τὸν στόχον τῆς καρδίας συγκινεῖ βαθέως καὶ μεταβάλλει ῥιζικῶς ἰδέας καὶ συναισθήματα, ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Ὀλίγαι λέξεις «δεῦτε ὀπίσω μου», τὰς ὁποίας ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς ἀλίεῖς τῆς Γαλιλαίας, ἤρκεσαν διὰ νὰ λάβουν ἐκεῖνοι τὴν μεγάλην ἀπόφασιν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ πάντα καὶ νʼ ἀκολουθήσουν Αὐτόν. Ἐκ τῶν λόγων Του ὁ τελώνης Ματθαῖος ἐλκύεται, ἐγκαταλείπει τὸ τελώνειον καὶ γίνεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής. Ἐκ τῶν λόγων Του ὁ ἄλλος ἐκεῖνος τελώνης, ὁ Ζακχαῖος, προβαίνει εἰς τὴν μεγάλην χειρονομίαν˙ νὰ διανείμῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας του καὶ νʼ ἀποζημιώσῃ εἰτ ὸ τετραπλοῦν πάντα, τὸν ὁποῖον ἠδίκησεν. Ἐκ τῶν λόγων Του ἡ Σαμαρεῖτις εἰς εὐαγγελίστριαν μεταμορφώνεται. Ἐκ τῶν λόγων Του πᾶσα τῆς ἀληθείας ἐπιδεκτικὴ καρδία συγκινεῖται καὶ πείθεται καὶ τὴν θείαν ὑφίσταται ἀλλοίωσιν καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ 118 ψαλμοῦ: «ἀγαθόν μοι ὁ νόμος τοῦ στόματος σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου».
- (*) Ὁ Κύριος ὡμίλησε «περὶ χλοαζόντων ἀγρῶν, περὶ ἀνθούντων κρινῶν, περὶ ἐαρινῆς βλάστης δένδρων˙ περὶ ἀνατολῆς Ἡλίου καὶ δύσεως, περὶ ἀνέμου καὶ βροχῆς, περὶ νυκτὸς καὶ καταιγίδος, περὶ νεφῶν καὶ ἀστραπῆς, περὶ ποταμοῦ καὶ χειμάρρου˙ περὶ ἀστέρων καὶ λύχνων, περὶ μέλιτος καὶ ἅλατος˙ περὶ σειομένων καλάμων καὶ περὶ καύσεως ζιζανίων˙ περί ὄφεων καὶ περιστερῶν, περὶ μαργαριτῶν καὶ νομισμάτων, περὶ δικτύων καὶ ἰχθύων. Οἶνος καὶ ἄλευρον, σῖτος καὶ ἔλαιον, ἐπιστάται καὶ φύλακες, ἐργάται καὶ ἐργοδόται, βασιλεῖς καὶ ποιμένες, ὁδοιπόροι καὶ λησταὶ καὶ ἱερεῖς καὶ Λευΐται, μεγιστᾶνες ἐν χλιδῇ καὶ πλούτῳ καὶ νύμφαι μὲ νυμφικὰς ἀμφιέσεις, ὅλα αὐτὰ εὐρίσκονται εἰς τοὺς λόγους Του. Ἐγνώριζεν ὅλην τὴν ζωὴν καὶ εἶχεν ἐμβλέψει εἰς αὐτὴν μὲ εὐμενές, ὅπως καὶ μὲ βασιλικὸν ὄμμα» (Βλ. Φάρραρ Βίος τοῦ Χριστοῦ, μετάφρασις Παπαδιαμάντη σελ. 122-123).
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου λαλοῦντες καὶ ζῶντες ἐν ἑαυτοῖς οἱ Ἀπόστολοι εἴλκυσον τὰς ψυχάς. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούοντες ἤ ἀναγιγνώσκοντες οἱ ἄνθρωποι ἐδέχοντο ἐν ἑαυτοῖς τὸ σωτήριον βέλος καὶ ὡς ἡ πληγωθεῖσα ὑπὸ τῶν βελῶν τοῦ κυνηγοῦ ἔλαφος, ἔτρεχον καὶ δὲν ἠσύχαζον ἕως οὖ ἀνεύρισκον τὸν Ἰησοῦν ἐν τῷ μυστηρίῳ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καὶ ἐλάμβανον συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων των καὶ ἐγίνοντο κατόπιν δεκτοὶ εἰς τὸ ὑπερφυέστατον μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ ἐγεύοντο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει νʼ ἀναφέρῃ ἀναρίθμητα παραδείγματα. Ὁ Μ. Ἀντώνιος ὅτε ἦτο νέος εἰσῆλθεν ἡμέραν τινὰ εἰς τὸν Ναόν, ἤκουσε τὰ πρὸς πλούσιον νεανίσκον ἀπευθυνόμενα λόγια του Κυρίου «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς», ἐπλήγη τὴν καρδίαν μὲ τὸ βέλος τοῦτο τοῦ Δυνατοῦ, ἐξῆλθε καὶ δὲν ἡσύχασεν, ἕως οὖ ἔθεσεν εἰς πλήρη ἐφαρμογὴν τὸ σωτήριον λόγιον˙ ἐπώλησε τὴν ἐκ πατρικῆς κληρονομίας τεραστίαν περιουσίαν του, διένειμεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀδελφοὺς καὶ αὐτὸς ἀπῆλθεν εἰς τὰς ἐρήμους. Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἔζη βίον ἀσωγείας, ἀλλʼ ὅτε ἡμέραν τινὰ ἔλαβε καὶ ἀνέγνωσε τὰ Θεῖα λόγια: «Μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ˙ ἀλλʼ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίαν» (Ρωμ. 13, 13) ἐπλήγη καὶ αὐτὸς τὴν καρδίαν μὲ τὸ βέλος τοῦ Δυνατοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἤρχισεν ἡ στροφή, ἡ μεγάλη μεταβολὴ τοῦ βίου του. Ἐκ τοῦ σκότους ἦλθεν εἰς τὸ φῶς καὶ ἔγινε φῶς, λαμπρὸς τῆς Ἐκκλησίας φωστήρ, οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Εἰς τὸ κεκραγάριον, ὠς ὀνομάζεται τὸ προσευχητάριόν του, ἀκούεται συγκινητικὴ ἡ φωνή του πρὸς τὸν Κύριον, φωνὴ καρδίας τρωθείσης ὑπὸ τῶν βελῶν τοῦ Θείου ἔρωτος (*).
- (*) Παραθέτομεν ἐδῶ ἐν μεταφράσει μίαν ἐκ τῶν ὡραιοτάτων του εὐχῶν: «Πολυεύσπλαχνε Κύριε, Σύ, Ὅστις τόσον μᾶς ἠγάπησας καὶ θαυμαστῶς μᾶς ἔσωσας. Πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσον εὐχάριστος καὶ γλυκεῖα εἶνε ἡ ἀνάμνησίς Σου. Ὅσον περισσότερον Σὲ μελετῶ, τόσον περισσότερον γλυκύτερος καὶ ἀγαπητότερος παρίστασαι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, διότι ἐκεῖνο, τὸν ὁποῖον παρεπιδημοῦντα ἐν τῷ προσκαίρῳ τούτῳ κόσμῳ σφόδρα μὲ εὐφραίνει εἶνε νʼ ἀνυψώνω, ὅσον δύναμαι, τὸν νοῦν μου καὶ τὴν καρδίαν μου εἰς εἰδικήν Σου θεωρίαν καὶ νὰ συλλογίζωμαι ἀκαταπαύστως τὴν θαυμαστὴν ἀγάπην Σου, τὴν ἀνυπέρβλητον καλλονή Σου. Ὁμολογῶ, ὅτι ἔχω κτυπηθῆ μὲ τὰ βέλη τῆς ἀγάπης Σου καὶ πυρπολοῦμαι μὲ τὸν πόθον τὸν ἰδικόν Σου. Πόσον ἐπιθυμῶ νὰ φθάσω πλησίον Σου καὶ νὰ σὲ ἴδω πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Ὡς στρατιώτης φυλάττω καὶ ἀγρυπνῶ καὶ μὲ τὸ πνεῦμά μου καὶ μὲ τὸν νοῦν μου καὶ ὅλας μου τὰς δυνάμεις Σέ, Ὅστις μὲ ἔπλασας καὶ μὲ ἀνέπλασας, διαρκῶς θὰ αἰνῶ. Ὁπουδήποτε καὶ ἐὰν εὑρεθῶ καὶ ἐὰν ἀκόμη φθάσω εἰς τὸ πλέον ἀπομεμακρυσμένον μέρος, εἰς τὸν πόλον τῆς γῆς, καὶ πάλιν ὁ λογισμός μου καὶ ὁ πόθος μου θὰ εἶνε μαζύ Σου. Κατʼ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ τῆς παροικίας μου καὶ τῆς ἀθλιότητός μου σωματικῶς μὲν εὑρίσκομαι ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ τῆς σκέψεώς μου ὅμως καὶ τῆς ἀκορέστου προθυμίας καὶ τῆς ὁλοψύχου ἐπιθυμίας θὰ εἶμαι μαζύ Σου. Διότι, Κύριέ μου, συμφώνως μὲ τοὺς θεϊκούς Σου λόγους (Λουκ. 12, 34) ἐκεῖ εἶνε ἡ καρδία μου ὅπου εἶσαι Σὺ ὁ θησαυρός μου, ὁ ποθητός, ὁ ἀσύγκριτος καὶ ὁ ἄξιος ὁλοκλήρου τῆς ἀφοσιώσεώς μου». Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος ὁμιλῶν περὶ Θείου κάλλους παρατηρεῖ τὰ ἐξῆς: «Σᾶς ἐρωτῶ˙ ὑπάρχει ἄλλο τι τοῦ θείου κάλλους θαυμαστότερον; Ποῖος ἄλλος πόθος εἶνε τόσον δριμὺς καὶ ἀφόρητος, ὅσον ὁ πόθος ἐκεῖνος, ὅστις προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ φυτεύεται καὶ αὐξάνει μέσα εἰς μίαν ψυχήν, ἡ ὁποία ἐκαθαρίσθη ἀπὸ πάσης κακίας καὶ δύναται μὲ ἀληθινὴν διάθεσιν νὰ λαλῇ πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ λέγῃ˙ τετρωμένη ἀγάπης εἰμὶ ἐγώ; Παντελῶς ἀνέκφραστοι καὶ ἀνεκδιήγητοι τοῦ θεϊκοῦ κάλλους, ἡ ἀκοὴ δὲν δέχεται τὸ κάλλος τοῦτο. Μὲ τὰ σαρκικὰ μάτια εἶνε ἀθεώρητον, μόνον μὲ τὴν ψυχὴν καὶ διάνοιαν δύναται τις νὰ καταλάβῃ. Καὶ ὅπου τὸ φῶς τοῦ Θείου κάλλους ἀφῆκε τὰς ἀκτῖνάς του, ἐκεῖ εἰς τὰς καρδίας τῶν ἁγίων ἀφόρητον τὸ κέντρον τοῦ πόθου ἐγκατέλειπε»
Καὶ μέχρι σήμερον τὰ βέλη τοῦ Δυνατοῦ, τοῦ ἐπὶ τοῦ λευκοῦ θρόνου καθημένου, δὲν παύουν νὰ πλήττουν τὰς καρδίας τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὅπου ἀκούεται ἤ ἀναγιγνώσκεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅσον δήποτε σκληραὶ καὶ ἐὰν εἶνε αἱ καρδίαι, θὰ σημειώνωνται θαύματα ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριον. Καρδίαι θὰ συντρίβωνται, ποταμοὶ δακρύων θὰ χύνωνται πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ Ἐσταυρωμένου, θερμαὶ προσευχαὶ θʼ ἀναπέμπωνται, ἱεραὶ καὶ μεγάλαι ἀποφάσεις θὰ λαμβάνωνται. Ὀ Κύριος θὰ νικᾷ ἐν ταῖς καρδίαις ἀφωσιωμένων εἰς Αὐτὸν ψυχῶν. Καὶ ἐκ μιᾶς ἑκάστης τῶν ἀφοσιωμένων αὐτῶν ψυχῶν θʼ ἀκούεται ἡ γλυκεῖα φωνὴ τοῦ Ἄσματος, ὡς ταύτην ἑρμηνεύει ἕνας ἀρχαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας: «Οἵμοι, τετρωμένη ἀγάπης εἰμι». Καθάπερ γὰρ βέλει τῇ ἀγάπῃ τιτρώσκονται (πληγώνονται) αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί. Θέλεις ἀκοῦσαι αὐτοῦ τοῦ βέλους λαλοῦντος; Ἀνάγνωθι τὸν Ἡσαΐαν καὶ ἐν αὐτῷ εὑρήσεις πῶς λαλεῖ τὸ βέλος˙ «Καὶ ἔθηκέ με ὡς βέλος ἐκλεκτὸν» ὁ Θεὸς λόγος λέγει καὶ «ἐν τῇ φαρέτρᾳ αὐτοῦ ἔκρυψέ με» (Ἡσ. 49, 2). Τούτῳ τῷ βέλει τρωθεὶς (πληγωθεὶς) Ἱερεμίας ἔλεγε πρὸς Αὐτόν: «ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου καὶ ἡμέρανἀνθρώπων οὐκ ἐπεθύμησα» (Ἱερ. 17, 16). Τούτῳ τῷ βέλει τὴν διάνοιαν τρωθεὶς Δαβὶδ ἔλεγε πρὸς Αὐτόν˙ «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου» (Ψαλμ. 62, 9). Τούτῳ τῷ βέλει τρωθεὶς Πέτρος ἔλεγε τῷ Χριστῷ «Κύριε, Σὺ οἶδας, ὅτι φιλῶ Σε» (Ἰωάν. 21, 15). Τούτῳ τῷ βέλει τρωθεὶς Παῦλος καὶ συνδεθεὶς Χριστῷ, ἔλεγε˙ «Τίς ὑμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» (Ρωμ. 8, 3). Τούτῳ τῷ βέλει τρωθεῖσα ἡ πάνσεμνος Ἐκκλησία «Οἴμοι τετρωμένη ἀγάπης εἰμί». Ὤ στεναγμὸς ἐκ μέσου τῆς καρδίας βλαστάνων φιλόχριστα νάματα˙ ὤ στεναγμὸς, τὸν οὐράνιον νυμφίον Χριστὸν πρὸς ἑαυτὴν ἐπισπωμένης (Λόγος εἰς τὴν Τρυγόνα, ἤτοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, Ἑλλ. Πατρολ. Migne Τόμ. 55 σελ. 600-601).
«Καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ». Διὰ τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου, εὐστόχως κηρυττομένου, μάχεται καὶ νικᾷ ὁ Κύριος. Οὐδεμία δύναμις εἶνε ἀνωτέρα τῆς δυνάμεως τοῦ ζωντανοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους δὲν ἠδύναντο νὰ δαμάσουν οὔτε μάστιγες, οὔτε καταδίκαι δικαστηρίων οὔτε δεσμὰ καὶ φυλακαί, μετεβλήθησαν, ὅταν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ κελλίου των ἐκηρύχθη ἐν ἁπλότητι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Λαοὶ βάρβαροι διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐξημερώθησαν καὶ ἐξεπολιτίσθησαν καὶ ἤρχισαν νὰ γράφουν ἱστορίαν. Ἄγριαι φυλαί, αἱ ὁποῖαι ἐφόνευον ἀνθρώπους καὶ ἔτρωγον ὡς λάχανα τὰς σάρκας αὐτῶν καὶ ἔθραυον τὰ κρανία καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν αἰχμαλώτων ἐπὶ βράχων, ἵνα καταβροχθίσουν τὸν μυελόν, διὰ κηρύγματος, διὰ τῶν βελῶν τοῦ Δυνατοῦ μετεβλήθησαν ἀπὸ λύκους εἰς ἄκακα ἀρνία, οἱ ἄγριοι ἔγιναν ἅγιοι ἐπὶ τῶν βρᾶχων τῆς ἀνθρωποσφαγῆς ἔκτισαν τὰ ἱερὰ θυσιαστήρια τῆς εἰρήνης.
«Καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος» ὡς σύμβολον τῆς νίκης, τῶν νικῶν κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ Διαβόλου. Καὶ τὸν στέφανον τοῦτον οὐδεὶς θὰ δυνηθῇ νʼ άφαιρέσῃ ἐκ τοῦ μετώπου Του καὶ νὰ εἴπῃ˙ Σὲ ἐνίκησα. Εἰς Αὐτὸν ἐν πνευματικῇ ἐννοίᾳ ἐφαρμόζονται οἱ λόγοι τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: «Θυγατέρες Σιών, ἐξέλθετε, καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σαλαμὼν ἐν τῷ στεφάνῳ, ὧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ» (Ἆσμ. Ἀσμάτων 3, 11). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ Νικητὴς τῆς Ἱστορίας ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶνε ὁ Θριαμβευτής. Ἐνώπιόν Του κατατίθενται ὅλοι οι στέφανοι. Διʼ αὐτοῦ καὶ ὀ ἀσθενέστερος τῶν ὁπαδῶν του θὰ καταφέρῃ πλήγματα κατὰ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καὶ θὰ νικᾷ καὶ θὰ λέγῃ «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει ἐν ἡμῖν καὶ νενικήκαμεν τὸν πονηρόν». Εἶνε, ὡς τὸν ὀνομάζει ὁ Κύριλλος πατριάρχης Ἱεροσολύμων, «ὁ νικοποιός». Τίς τούτου Ἰσχυρότερος; Ἔθραυσε τὰς πύλας τοῦ Ἅδου. Ἐνίκησε τὸν θάνατον. Ἐπὶ τῇ νικῃ Του προσέτρεχον Αὐτῷ οἱ Ἅγιοι Προφῆται καὶ ὁ Μωϋσῆς ὁ Νομοθέτης καὶ Ἀβραάμ καὶ Ἰσαάκ καὶ Ἰακώβ Δαβίδ τε καὶ Σαμουήλ καὶ Ἡσαΐας καὶ Ἰωάννης, ὁ λέγων καὶ μαρτυρῶν˙ «Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν»; Ἐλυτροῦντο πάντες οἱ δίκαιοι, τοὺς ὁποίους κατέπιεν ὁ θάνατος˙ ἔπρεπεν ὁ ὑπὸ τούτων ὡς Βασιλεὺς κηρυχθεὶς νὰ γίνῃ ὁ λυτρωτὴς τῶν καλῶν τούτων κηρύκων. Ἔπειτα ἕκαστος τῶν δικαίων ἔλεγε˙ «Ποῦ σου, θάνατε τὸ νῖκος; ποῦ σου Ἅδη, τὸ κέντρον»; Ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ὁ ΝΙΚΟΠΟΙΟΣ (Κατήχησις 14).
* * *
Ἀγαπητοί! Ἐν τῷ βίῳ τοῦ βασιλέως τῆς Μακεδονίας, τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, γράφεται, ὅτι ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ὑπῆρχενἄγριός τις ἵππος, τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ δαμάσῃ καὶ νὰ ἱππεύσῃ, καὶ ἦτο ὄχι μόνον ἄχρηστος, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος. Βουκεφάλας ὠνομάζετο. Ἀλλʼ ὅταν ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἀτιθάσου τούτου ἵππου ἐκάθησεν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος καὶ τὸν ἐγύμνασε καὶ τὸν ἐξήσκησε νὰ βαδίζῃ μὲ τάξιν καὶ μὲ ῥυθμόν, ὁ ἵππος οὗτος ὁ ἄχρηστος μετβλήθη εἰς χρήσιμον, εἰς θαυμάσιον πολεμικὸν ἵππον. Τοῦτον παρέλαβε κατὰ τὴν μεγάλην πρὸς Ἀνατολὰς ἐκστρατείαν του ὁ ἔνδοξος τῆς Μακεδονίας βασιλεὺς καὶ ἱππεύων ἔφθασε νικῶν μέχρι τοῦ Γάγγη ποταμοῦ. Ἀλλʼ ἰδοὺ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου βασιλέως ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερος, Βασιλεὺς βασιλευόντων καὶ Κύριος κυριευόντων, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπὶ τίνος ἵππου ἐπιβήσῃ; Ἐπὶ τίνος λαοῦ θὰ βασιλεύσῃ; Δείξατέ μας τὸν πλέον ἄγριον λαὸν τῆς οἰκουμένης. Ἐὰν ὁ λαὸς αὐτὸς θελήσῃ νὰ τεθῇ ὑπὸ τὸ σκήπτρον τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ παρουσιάσῃ ἐκπλήξεις. Μὲ τὸν Χριστὸν ἡγεμόνα, ἡνιοχοῦντα καὶ κυβερνῶντα τὸν λαὸν τοῦτον, εἰς ποίας νίκας, εἰς ποίας προόδους δὲν θὰ φθάσῃ; Καὶ ἐν τῷ λαῷ τούτῳ θὰ ἐφαρμοσθῇ ἡ προφητεία τοῦ Ἀββακούμ: «ἐπὶ τοὺς ἴππους σου καὶ ἡ ἱππασία σου σωτηρία».
Καὶ ἐκ τῆς γενικῆς ταύτης θεωρίας ἄς ἔλθωμεν πλησιέστερον, εἰς συγκεκριμένον παράδειγμα. Ὡς ἕνας ἵππος λογίζεται καὶ ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ὁσάκις εὑρέθη ὑπὸ ἱκανὴν ἡγεσίαν ἠδυνήθη νὰ τρέξῃ νὰ νικήσῃ καὶ ἔλθῃ μεταξὺ τῶν πρώτων πρῶτος εἰς τοὺς διεθνεῖς ἀγῶνας. Ἀλλὰ τίς σοφώτερος καὶ ἰσχυρότερος καὶ ἀγαθότερος ὁδηγὸς ἀπὸ τὸν Κύριον; Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τί δύναται νὰ ἐπιτελέσῃ ὁ λαὸς αὐτός, ὄταν οὐχὶ ἐν λόγοις, ἀλλʼ ἐν ἔργοις τεθῇ ὑπὸ τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν Ἐκείνου;
Ὦ Ἑλλάς, φιλτάτη Πατρίς μας! Πότε θὰ ἐννοήσῃς, ὅτι ὅλα τὰ δεινά σου, τὰ ὁποῖα σὲ εὗρον κατὰ τὰς τελευταίας ταύτας δεκαετηρίδας προέρχονται ἐκ τοῦ ὅτι τὰ τέκνα σου δὲν ἠθέλησαν ἀκόμη νὰ ἐκλέξουν ὡς ἡγεμόνα καὶ βασιλέα τῆς ζωῆς των τὸν Βασιλέα Χριστόν; Ἀλλοίμονον! Ὁ Χριστὸς μένει ἔξω οἰκιῶν, σχολείων, στρατώνων, βουλῶν… Τίς πειθαρχεῖ Αὐτῷ; Τίς ποιεῖ τὸ θέλημα Αὐτοῦ ὡς πρέπει μετὰ ζήλου καὶ τελειότητος; Ἐὰν τὸ θέλημα Αὐτοῦ τὸ ἅγιον καὶ τέλειον ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι ἀποφασίσωμεν νὰ ἐκτελέσωμεν, ἡ Ἑλλὰς ὑπὸ Βασιλέα Χριστὸν ὁδηγουμένη θὰ ἴδῃ ἡμέρας κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ἡμέρας χαρᾶς καὶ εὐτυχίας, τὰς ὁποίας οὐδέποτε μέχρι τοῦδε εἶδεν. Ἄλλως τὸ λευκὸν χρῶμα θὰ διαδεχθῇ τὸ κόκκινον, πρὸς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ὁποίου καὶ βαίνομεν.
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ»
ΑΘΗΝΑΙ 1955
(Σελίδες 68-78)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.