Το καυχημα του σταυρου – «Ἐμοι δε μη γενοιτο καυχασθαι ει μη ἐν τω σταυρω του Κυριου ἡμων Ἰησου Χριστου, δι᾽ ου ἐμοι κοσμος ἐσταυρωται καγω τω κοσμω» (Γαλ. 6,14)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Μ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2584
Ἡ παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ τιμ. Σταυροῦ
Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023
Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου
Το καυχημα του σταυρου
«Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14)
Ἑορτή, ἀγαπητοί μου, μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἡ 14η Σεπτεμβρίου θυμίζει σὲ κάθε Χριστιανὸ Ἕλληνα ἔνδοξες ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος μας. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸ 327 μ.Χ. ἡ ἁγία Ἑλένη, μητέρα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀξιώθηκε νὰ βρῆ στοὺς Ἁγίους Τόπους τὸν τίμιο Σταυρὸ καὶ τὸν ὕψωσε ὁ πατριάρχης Μακάριος. Καὶ τὸ 626 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειος νίκησε τοὺς Πέρσες καὶ πῆρε πίσω τὸν τίμιο Σταυρὸ ποὺ εἶχαν ἁρπάξει. Ὁ Σταυρὸς ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ ἱστορία ἔχει προπαντὸς θεολογία, πέλαγος νοημάτων, ποὺ ἀνοίγονται ἐνώπιόν μας σήμερα, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον…» (ἐξαποστ.). Τί εἶνε ὁ Σταυρός;
• εἶνε τὸ τίμιον Ξύλον. Ὄχι ἕνα ἁπλὸ ξύλο, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν οἱ χιλιασταί. Ὁ Σταυρός, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἔχει δύο ξύλα, τὸ πλάγιο καὶ τὸ ὄρθιο. Αὐτά, προτοῦ νὰ δεθοῦν ἔτσι, μποροῦσαν καὶ νὰ καοῦν· ἑνωμένα ὅμως ἐγκαρσίως, δηλαδὴ πλαγίως, τὰ δύο αὐτὰ ξύλα εἶνε πλέον ἡ εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀκινδύνως τὰ προσκυνοῦμε, σύμφωνα μὲ ἀπόφασι τῆς Ἑβδόμης (Ζ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
• ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ δέντρο «τῆς ὄντως ζωῆς», ποὺ φυτεύθηκε στὸν «Κρανίου τόπον», καὶ μὲ τὴ θυσία του πάνω σ᾽ αὐτὸ ὁ αἰώνιος Βασιλεὺς «εἰργάσατο σωτηρίαν» (ἑσπ. λιτ.).
• εἶνε τὸ «ὅπλον τὸ ἀκαταμάχητον», ὁ «ἀντίπαλος τῶν δαιμόνων» (ἑσπερ. ἀπόστ.), τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα» τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.
• εἶνε καὶ ἡ ἔνδοξη σημαία, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ δικό μας γένος ἔδωσε καὶ κέρδισε νίκες. Τί εἶνε ἀκόμα ὁ σταυρός;
• ὦ Θεέ μου, πῶς νὰ τὸ νιώσουμε; Ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἐπάνω στὸ ὁποῖο προσεφέρθη ἡ μοναδικὴ θυσία τῶν αἰώνων· ἐκεῖ ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὸν ἑαυτό του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. μ. Βασ.), θυσιάστηκε ὁ Ἀθῷος ἀντὶ ἡμῶν τῶν ἐνόχων ἁμαρτωλῶν· καὶ αὐτὴ ἡ θυσία συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων στὰ ἱερὰ θυσιαστήριά μας (κάθε ἁγία τράπεζα εἶνε Γολγοθᾶς), καὶ σ᾽ αὐτὴν μετέχουν ὅσοι κοινωνοῦν ἀξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τίμιος Σταυρός! Νὰ τὸν ὑμνήσουμε, νὰ τὸν ἐγκωμιάσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. Γι᾽ αὐτὸ ἀντὶ ἐμοῦ ἂς μιλήσῃ ἕνας ποὺ ἀγάπησε τὸν τίμιο Σταυρὸ ὅσο κανείς ἄλλος, ὑψώθηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4). Ποιός; ὁ ἀπόστολος Παῦλος! Κανείς ἄλλος δὲν θεολόγησε περὶ τοῦ Σταυροῦ ὅπως αὐτός. Ἀνοῖξτε τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, τὸ 1ο κεφάλαιο, ἀπ᾽ ὅπου εἶνε ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (βλ. Α΄ Κορ. 1,18-24). Διαβάστε ὅμως σήμερα καὶ στὸ τέλος τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς τὰ ἄλλα λόγια του· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Αὐτὰ μοῦ δίνουν τώρα τὸ θέμα. Ποία εἶνε ἡ ἔννοια τῶν λόγων αὐτῶν; Ἐδῶ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα λέει τὰ ἑξῆς.
* * *
Οἱ ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶνε ὑπερήφανοι· στὴν καρδιὰ ὅλων ὑπάρχει τὸ μικρόβιο τῆς ὑπερηφανείας· μέχρι καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐκδηλώνουν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε μάνα κάθε κακίας. Καυχῶνται οἱ ἄνθρωποι· ὁ ἕνας γιὰ τὸ ἀνάστημά του, ἄλλος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, ἄλλος γιὰ τὴν ἐξυπνάδα του, ὁ ἄλλος γιὰ τὸ ἀθλητικό του δῶμα, ἄλλος γιὰ τὴν τέχνη καὶ ἐπιστήμη του, ἄλλος γιὰ τὴν ἐπίδοσί του στὰ γράμματα, ἄλλος γιὰ τ᾽ ἀξιώματά του, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ πλούτη του (μέγαρα, καράβια, ἐργοστάσια, μετρητά), ἄλλος γιὰ τὴν καταγωγή του…· γιὰ μύρια πράγματα. Ὅλα αὐτὰ ὅμως, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶνε μηδαμινά, δὲν εἶνε τίποτα μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο καυχῶμαι ἐγώ. Καὶ ποιό εἶνε τὸ καύχημά σου, ἅγιε ἀπόστολε Παῦλε; Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου!
Γιατί; Ὅπως ἐξηγεῖ θεολογικὰ ὁ ἴδιος, διὰ τοῦ σταυροῦ συντελέσθηκε μέγα θαῦμα· ἡ χάρις τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐξουδετέρωσε δύο κακά· τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ τὸ ἁμαρτωλὸ ἐγώ.
Διὰ τοῦ σταυροῦ νεκρώθηκε ὁ κόσμος. Ποιός κόσμος; Ὄχι αὐτὴ ἡ ὑπέροχη πλάσι ποὺ φιλοτέχνησε ὁ Δημιουργὸς καὶ τὴ θαυμάζουμε· ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, βουνά, θάλασσες, κάμποι, δάση…· ὡς «κόσμος» στὸ ῥητὸ αὐτὸ ἐννοεῖται τὸ δαιμονικὸ φρόνημα καὶ σύστημα ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ δυστυχῶς ἀποτελοῦν πλειονότητα, τὸ 99%. Κάπου – κάπου μόνο παρουσιάζεται μιὰ ψυχὴ ποὺ ξεχωρίζει· τῶν ἄλλων οἱ σκέψεις, τὰ αἰσθήματα, οἱ ἐνέργειες εἶνε ἀπὸ ἀδιάφορες μέχρι καὶ ἐχθρικές ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ κόσμος ἀσκεῖ ἰσχυρὴ ἐπίδρασι στὸν καθένα.
Ὁ κόσμος ἔχει καὶ μεταχειρίζεται δύο ἰσχυρὰ ὅπλα· τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα.
Ὤ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου! Εἶνε μαγνήτης σατανικός, ποὺ ἔλκει καὶ ὑποτάσσει ὅποιον ἀφεθῇ στὴν ἐπήρειά του. Θέλγητρα εἶνε τὰ ξέφρενα γλέντια, οἱ διασκεδάσεις σὲ «ψυχαγωγικὰ» κέντρα, τὰ ἀσεβῆ καὶ ἄσεμνα τραγούδια, τὰ πορνικὰ θεάματα, ὁ ἴλιγγος τῶν αἰσθήσεων, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ μόδα, ἡ γοητεία τῆς τεχνητῆς ὀμορφιᾶς, ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου, ἡ μέθη τῆς δόξης καὶ τῶν ἀξιωμάτων… Ὅλα αὐτὰ ἐξασκοῦν μία μαγεία στὸν θνητὸ ἄνθρωπο. Ἕνας αὐτοκράτορας, παρ᾽ ὅλη τὴ δύναμί του, μὲ τὸ μειδίαμα μιᾶς πονηρῆς γυναίκας βρέθηκε δέσμιος σαρκικοῦ ἔρωτος καὶ τίναξε στὸν ἀέρα τὸ θρόνο του. Τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου ἔχουν τεράστια δύναμι.
Ὁ κόσμος ὅμως ἔχει καὶ φόβητρα. Φόβητρα εἶνε οἱ πιέσεις, ἀδικίες, εἰρωνεῖες, οἱ διωγμοί, ἐμπαιγμοί, σαρκασμοί, ὁ περίγελως σ᾽ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Εἶσαι πιστός; ὁ κόσμος σὲ περιπαίζει, σὲ συκοφαντεῖ, σὲ κατηγορεῖ. Ἐκκλησιάζεσαι, κοινωνεῖς, διαβάζεις Γραφή; γίνεσαι παιχνίδι, πλάκα διασκεδάσεως. Πόσοι π.χ. μπαίνουν σὲ αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα, πλοῖα, τραῖνα καί, ἐνῷ θέλουν, ἀποφεύγουν νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, γιατὶ φοβοῦνται μὴπως ὁ κόσμος τοὺς πῇ καθυστερημένους καὶ τοὺς ἐμπαίξῃ!
Τί λέει λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Οὔτε θέλγητρα οὔτε φόβητρα μὲ πιάνουν. Γιὰ μένα ὁ κόσμος πέθανε, ὅπως κ᾽ ἐγὼ γιὰ ἐκεῖνον· νεκρὸς ὁ κόσμος πρὸς ἐμέ, νεκρὸς ἐγὼ γιὰ δαῦτον. Μπορεῖ ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀσκήσῃ ἐπιρροὴ σὲ ζωντανό; ἢ ἀντιστρόφως ἕνας ζωντανὸς νὰ ἐπηρεάσῃ ἕνα νεκρό; Χαῖρε, Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, διότι διὰ σοῦ ὁ κόσμος, ἐνῷ γιὰ ὅλους εἶνε παγίδα, γιὰ ᾽μένα νεκρώθηκε, δὲν ἔχει ἐπιρροή. Χαῖρε Σταυρέ, διότι καὶ τὸ ἐγώ μου, νεκρωμένο διὰ σοῦ, μένει ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ κόσμου.
Λέγοντας νέκρωσι τοῦ ἐγὼ δὲν ἐννοῶ κατάστασι ἀνυπαρξίας· ἐννοῶ νὰ συσταυρωθῇ ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» (῾Ρωμ. 6,6· βλ. & Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9) μὲ τὸ Χριστό, ὥστε νὰ συναναστηθῇ μαζί του. Τὸ ἁμαρτωλὸ ἐγὼ τό ᾽χουμε ὅλοι στὰ βάθη μας, ἀπαίσια κληρονομιὰ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὤ τὸ ἐγώ! Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, θὰ δῇς μέσα τὰ πάθη νὰ ὠρύωνται σὰν ἄγρια θηρία· θυμός, ὀργή, μῖσος, ζήλεια, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, σαρκολατρία…
Ἂν ὅμως μπροστὰ στὸν τάφο ἑνὸς φιλαργύρου βάλετε ἕνα σωρὸ χρήματα, ὁ νεκρὸς δὲν τ᾽ ἀγγίζει· καὶ στὸν τάφο ἑνὸς ἀρχομανοῦς ἂν βάλετε στέμματα καὶ σκῆπτρα, μένει ἀδιάφορος· καὶ στὸν τάφο ἑνὸς σαρκολάτρου ἂν σταθῇ ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα, αὐτὸς μένει ἀσυγκίνητος. Ἔτσι ἔνιωθε ὁ Παῦλος, γι᾽ αὐτὸ ἔλεγε· Χαῖρε, Σταυρέ, διὰ τοῦ ὁποίου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14).
* * *
Ὅταν πρὸ ἐτῶν ἀξιώθηκα νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, εἶδα στὴ μονὴ Φιλοθέου μία εἰκόνα ποὺ ἔδειχνε ἕνα καλόγερο σταυρωμένο. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅπως ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, ἔτσι κι ὁ μοναχὸς κι ὁ καθένας μας πρέπει νὰ σταυρώσῃ «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον», τὰ πάθη του, νὰ ζῇ ζωὴ ἐσταυρωμένη.
Διάβασα ἀκόμη στὸν βίο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅτι ὁ ἅγιος εἶδε μιὰ μέρα στὴν αὐλὴ τῆς μονῆς ἕναν καλόγερο νὰ χτυπάῃ ἕναν ἀδελφό του. Λυπημένος τότε τὸν πλησίασε καὶ τοῦ λέει· Ἀδελφέ, πότε κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρό; ἕνας σταυρωμένος ἔχει χέρι νὰ χτυπήσῃ τὸν ἀδελφό;
Ὁ καθένας μας ἂς σηκώσῃ τὸ σταυρό του. Ἔτσι, σταυρωμένη, πρέπει νὰ εἶνε ἡ ζωή μας, ἂν εἴμαστε ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ψευτοχριστιανοὶ – θεομπαῖχτες. Ζωὴ χωρὶς σταυρὸ ζωὴ δὲν εἶνε.
Τί εἶνε ἡ ζωή; Ζωὴ ἴσον –τόλμησε καὶ γράψε μὲ κόκκινο μελάνι, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου–, ζωὴ ἴσον σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε σταυρό, ἔτσι κ᾽ ἐσύ. Σταυρὸς εἶνε οἱ θλίψεις καὶ περιπέτειες τοῦ βίου.
«Χωρὶς σταυρὸ κανένας δὲν θὰ δῆ παράδεισο», εἶπε σοφὰ ἕνας πιστὸς οἰκογενειάρχης. Ἔτσι ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας, ἔτσι ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι.
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ κοιμήθηκε σὰν σήμερα (τώρα ἔπρεπε νὰ ἑορτάζῃ, ἀλλὰ λόγῳ τῆς μεγάλης σημερινῆς ἡμέρας, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ἑορτάζῃ τὸ Νοέμβριο), δὲν πέθανε στὸ θρόνο· γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἤλεγξε ἐξουσιαστάς, πέθανε ἐξόριστος σὲ μιὰ ἐρημιὰ λέγοντας· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα».
ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ καὶ σταυρὸ σήκωσε καὶ σταυρουδάκια μοίραζε, ἔλεγε· «Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου» (ἡμ. ἔργ., σ. 106). Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου κ᾽ ἔστησαν ἀγχόνη νὰ τὸν κρεμάσουν εἶπε· Δόξα σοι, ὁ Θεός, ποὺ μ᾽ ἀξιώνεις νὰ σταυρωθῶ καὶ ἐγώ.
Πῶς νὰ φτάσουμε νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς αὐτὰ τὰ μεγάλα ῥήματα τοῦ Παύλου, ὅπως κ᾽ ἐκεῖνο τὸν ἄλλο φοβερὸ λόγο του, «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20); Πρέπει νὰ κοπιάσουμε, ν᾽ ἀγωνιστοῦμε σκληρά. Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἀγώνας ἐναντίον τῆς σαρκός, τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ διαβόλου ποὺ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).
Ἡ πίστι μας ἔχει μεγαλεῖο. Δὲν εἶνε ψέμα, ὄχι! Μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα ὁ ἥλιος τὰ ἄστρα καὶ ὁ κόσμος ὅλος· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Κύριος ἡμῶν, ὁ ἐσταυρωμένος καὶ Θεός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ἐξωκκλήσι Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου Ὑψώματος 1020 Φλωρίνης 14-9-1985
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.