«ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ» (Ομιλια μακαριστου γεροντος Αθανασιου Μυτιληναιο)
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ [:Λουκά 8,5-15]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:
«ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-10-2000], [Β423]
Βεβαίως ο Κύριος, αγαπητοί μου, είχε πάντοτε ένα πυκνό ακροατήριο. Όλοι εκρέμοντο από τα χείλη Του. Κάποιοι, όμως, απεσταλμένοι των Φαρισαίων που θέλησαν να Τον συλλάβουν, όταν Τον άκουσαν -κι αυτό είναι ένα δείγμα- γύρισαν και είπαν στους άρχοντές των, τους Φαρισαίους: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». «Ποτέ», λέγει, «δεν λάλησε άνθρωπος, σαν κι αυτόν τον άνθρωπον».
Εντούτοις ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, δεν έβλεπε τα ίδια αποτελέσματα του λόγου Του στις καρδιές των ακροατών Του. Γι’αυτό ακριβώς και είπε την παραβολή του σπορέως, που ακούσαμε σήμερα. Και με αυτήν θέλησε να δείξει ότι οι ακροαταί Του και μάλιστα διαχρονικά μέσα εις τους αιώνας, όλοι οι ακροαταί Του, διαχρονικά, το υπογραμμίζω, μοιράζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία, μας είπε ο Κύριος και όπως ο Ίδιος ηρμήνευσε την παραβολήν εις τους μαθητάς, που εζήτησαν την ερμηνεία της, είναι εκείνοι οι «παρὰ τὴν ὁδόν». «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Σπείρεται ο λόγος του Θεού. Και πάρτε την παλιά αυτήν εικόνα που είχαμε στα χωράφια μας. Χαριτωμένη εικόνα, όσο κι αν είναι ίσως πεζή, ίσως όχι πάρα πολύ πρακτική, αλλά χαριτωμένη εικόνα, που κρατάει, έχει το δισάκι, παίρνει τον σπόρο με την φούχτα και αρχίζει να σπέρνει. Πολύ φυσικό είναι ο σπόρος αυτός να πέσει σε διάφορα σημεία του εδάφους, του χωραφιού. Και λέγει ότι ένα μέρος αυτού του σπόρου έπεσε παρὰ τὴν ὁδόν. Δηλαδή στο δίπλα μονοπάτι· που ήταν πατημένη γη. Και αυτό θέλει να δείξει -όπως μας ερμηνεύει, ξαναλέγω, ο Κύριος εις τους μαθητάς Του- τους ανθρώπους, οι οποίοι ακούνε τον λόγο του Θεού, έχουνε πωρωμένη καρδίαν και ουδεμία αίσθηση τούς κάνει. Όχι μόνον δεν τους συγκλονίζει, καμία αίσθηση, τίποτε, απολύτως τίποτε, και έτσι η χάρις του Θεού δεν αγγίζει αυτές τις καρδιές. «Ο διάβολος παίρνει από την καρδιά τους», λέει στη συνέχεια ο Κύριος, «τον θείον λόγον». Πάει ο διάβολος, επιτρέψατέ μου την λέξη, βουτάει, αρπάζει, βουτάει τον λόγον του Θεού «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν». Για να μην πιστεύσουν κι έτσι να μη σωθούν.
Αυτοί στο βάθος δείχνουν απιστία. Η δευτέρα κατηγορία, μας λέγει ο Κύριος, είναι ο σπόρος που έπεσε «ἐπὶ τὴν πέτραν». Δηλαδή όπως έπεσε ο σπόρος, είχε μεν λίγο χωματάκι από πάνω, αλλά από κάτω ήταν πέτρα. Και δεν μπόρεσε φυσικά εκεί να αναπτυχθεί ο σπόρος αυτός· «διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα». Με το να μην υπάρχει εκεί υγρασία. Γιατί η πέτρα δεν κρατάει την υγρασία· χάνεται. Είναι εκείνοι οι οποίοι δέχονται με χαρά τον λόγο του Θεού, αλλά δεν έχουν βάθος. Και έτσι τελικά τον χάνουν τον λόγο του Θεού. Είναι οι επιπόλαιοι άνθρωποι αυτοί.
Είναι και η τρίτη κατηγορία, μας λέει ο Κύριος, που ο θείος σπόρος πέφτει μέσα στις καρδιές κατά τρόπον τέτοιον, που δεν μπορεί κι εκεί να καρποφορήσει. «Έπεσε», λέει, «στις αγκαθιές». Γιατί δίπλα εκεί, κάπου στον δρόμο, έχει αγκαθιές το χωράφι. Και φυσικά έπεσε ο σπόρος, φύτρωσε, πήγε να αναπτυχθεί, αλλά τα αγκάθια δεν τον άφησαν να αναπτυχθεί. Τον απέπνιξαν. Προσέξτε την λέξη: απέπνιξαν. «Είναι», λέγει, «οι φροντίδες του βίου τούτου: ‘’Τι θα κάνομε, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, πώς θα κινηθούμε, πώς θα δουλέψομε, τι λεφτά θα βγάλομε’’. Το κοσμικό φρόνημα σε μία υπερθετική του θέση, που τελικά δεν αφήνουν όλα αυτά τα πράγματα να αναπτυχθεί μες στην καρδιά ο λόγος του Θεού».
Και τέλος, μας λέγει ο Κύριος, υπάρχει και η κατηγορία της αγαθής γης. Όταν ο σπόρος πέφτει «εἰς τὴν ἀγαθήν γῆν», δηλαδή την καλή γη, την καρποφόρον γη· που ετοιμάστηκε ακριβώς για να αποδώσει καρπόν. Κι εκεί πράγματι αποδίδει καρπόν άλλοτε τριακονταπλάσιον, εξηκονταπλάσιον και άλλοτε εκατονταπλάσιον.
Βλέπομε εδώ όμως ότι από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες, που θα θέλαμε πολύν χρόνον δια να τις αναλύσουμε, θα πάρομε μόνον μία. Θα πάρομε την δεύτερη κατηγορία των ακροατών· oι οποίοι ακούνε τον λόγο του Θεού με χαράν, έχουν όμως αυτήν την επιπολαιότητα, που τελικά δεν μπορεί να καρποφορήσει, να αναπτυχθεί και να καρποφορήσει ο λόγος του Θεού. Να πώς το λέγει ο Κύριος: «Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ(:οι οποίοι ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν(:δεν έχουνε ρίζα), οἳ(:οι οποίοι) πρὸς καιρὸν πιστεύουσι(:εντυπωσιάζονται, προς καιρόν -λέει- πιστεύουν) καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται(:Μόλις έρθει όμως κάποιος πειρασμός -θα δούμε τι είδους πειρασμός- φεύγουν από την πίστιν)». «Ἀφίστανται».
Αυτή η κατηγορία είναι βέβαια αξιοσυμπάθητη, αλλά και εξοργιστική ταυτοχρόνως. Έχουν όλα τα καλά γνωρίσματα της αρχής της πίστεως. Και της προκοπής της πνευματικής. Ακούν με πολλή προθυμία. Αποδέχονται με χαρά. Στην αρχή νομίζεις ότι μέσα σε λίγες μέρες οι άνθρωποι αυτοί θα ανεβούν σε μεγάλα ύψη αρετής. Την κλίμακα, δηλαδή, των αρετών θα αρχίσουν να ανεβαίνουν γρήγορα- γρήγορα. Αλλά όχι όμως έτσι. Τρέχουν να ακούσουν τον λόγο του Θεού όπου λαλείται. Βέβαια καταβροχθίζουν τον λόγο του Θεού με πολλήν όρεξιν, όλη την χριστιανική γραμματεία και το Ευαγγέλιον βεβαίως, κινούν τον φθόνον, ναι, ναι, ή αν θέλετε την λέξη την βάζω μέσα σε εισαγωγικά «τον φθόνον». Είναι εκείνοι που ζηλεύουνε: «Πώς αυτός προκόβει κι εγώ δεν έχω προκόψει;». Ή τον θαυμασμόν του περιβάλλοντός των: «Πώς τόσο απότομα, πώς τόσο γρήγορα έφθασαν σε τόσα μέτρα υψηλά!». Εντούτοις είναι άριζοι. Έχετε δει στην ζωή σας εσείς τέτοιους ακροατάς; Δυστυχώς. Είναι ίσως ίσως οι περισσότεροι εκ των χριστιανών μας. Δεν έχουνε ρίζα. Δεν έχουνε βάθος. Είναι ρηχοί. Είναι αβαθείς.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή των η κατάστασις; Με το να είναι ρηχοί και αβαθείς, ώστε όταν έλθει ένας πειρασμός τα πράγματα να αναποδογυριστούν; Λοιπόν, στη δομή τους, όταν… κατασκεύαζαν τον εαυτό τους, στη δομή τους… Μην πει κανείς: «Τέτοιος είμαι». Τέτοιος έγινες- ο κάθε άνθρωπος γίνεται, δεν είναι, γίνεται. Είναι εκείνο που έθεσε σαν ερώτημα ο Σωκράτης στον Πρωταγόρα, εάν είναι διδακτή η αρετή. Αν το θυμόσαστε από το σχολείο σας. Αν είναι διδακτή η αρετή. Είναι διδακτή η αρετή. Βέβαια υπάρχουν κάποιες, ίσως έμφυτες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει αντίρρηση γι’αυτό. Αλλά κυρίως, δεν είναι ποιος είσαι, αλλά ποιος έγινες. Έτσι λοιπόν, δεν πρόσεξαν εις την δομή τους. Επειδή χρησιμοποιώ την λέξη δομή, γι’ αυτόν τον λόγο είπα αυτά που τώρα σας είπα.
Απουσιάζει σε αυτούς, πείτε από το σπίτι, πείτε από το σχολείο, πείτε από την κοινωνία, πείτε όπως θέλετε, απουσιάζει απ’ αυτούς η σοβαρότητα στη σκέψη. Αυτό τα λέει όλα. Εδώ να σταματούσα, αγαπητοί μου, και σας έλεγα: «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· τελειώσαμε» · θα καταλαβαίνατε πολλά. Όταν λείπει αυτή η σοβαρότητα στη σκέψη. Δεν σκέπτονται σοβαρά. Δεν σκέπτονται σωστά. Δηλαδή παρέρχονται τα πράγματα στην επιφάνειά τους. Τα βλέπουν όλα επιφανειακά. Δεν κάνουν τον κόπο να βαθύνουν. Δεν επιμένουν. Δεν βασανίζονται. Ένα κείμενο, μια λέξη, δεν την βασανίζουν, τι θα πει αυτή η λέξη, γιατί; Και τι σημαίνει; Και πώς μπορεί να διαφοροποιηθεί από μίαν άλλη λέξη, που πιθανώς πιθανώς να είναι συνώνυμος. Δηλαδή σε αυτούς υπάρχει η απουσία καταρτισμού σε βάθος. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα πράγματα. Και στο επάγγελμα και στην εργασία και στην τέχνη. Στην επιστήμη, αν είναι επιστήμων, αλίμονό του, αλίμονό του… Επιπόλαιος επιστήμων; Δεν υπάρχει χειροτέρα εικόνα. Στα Γράμματα, στις κουβέντες του, στις συνεντεύξεις του, στα λόγια του, στις υποσχέσεις του, σε όλα είναι επιπόλαιος. Κι αυτό είναι το δυστύχημά του. Ό,τι έμαθε το έμαθε και συνεχίζει να το μαθαίνει, ό,τι μαθαίνει καινούριο, επιδερμικά. Εξάλλου αυτό θα πει επιπόλαιος. Δηλαδή ο άνθρωπος που επιπολάζει, δηλαδή είναι στο δέρμα επάνω, είναι στην επιφάνεια. Δεν έχει βάθος. Το βάθος, όπως λέει ο ίδιος, όταν τον πουν επιπόλαιο, ξέρετε τι απαντάει; «Ω, το βάθος με κουράζει». Έτσι λένε. Θέλουν να δουν ένα ελαφρύ κινηματογραφικό έργο. Ένα σοβαρό, δεν μπορούν… Θέλουν να διαβάσουν ένα ελαφρύ βιβλίο. Το σοβαρό δεν μπορούν… Γιατί; Τους κουράζει, λέει. Ποιος φταίει σ’ αυτό;
Συνήθως σ’ αυτούς υπάρχει μία έωλος συναισθηματική κατάστασις. Αγαπούν και σε λίγο δεν αγαπούν. Μάλιστα κινούνται επάνω εις τον συναισθηματικόν άξονα. Πάρτε τον αλγεβρικό άξονα, θυμάστε απ’ το σχολείο, από την Άλγεβρα. Το μηδέν· εδώ είναι τα αρνητικά, εδώ τα θετικά. Εδώ είναι η αγάπη, εδώ είναι το μίσος. Και βλέπετε, μπορεί να κινηθούν με πάσαν άνεσιν. Αυτή τη στιγμή μου ΄ρχεται… ένα πρόσωπον, μία κυρία είναι, πω, πω, πω, το λέει και η ίδια: «Εγώ», λέει, «άμα αγαπώ, αγαπώ πολύ. Αλλά εάν μισώ, μισώ πολύ». Έτσι έλεγε αυτή η ταλαίπωρη κυρία. Αχ, να ΄φθανε καμία φορά αυτή η ομιλία να την ακούσει! Έτσι λοιπόν κινούνται στον συναισθηματικόν άξονα της αγάπης, όλος ο άξονας είναι συναισθηματικός, αγαπούν, με λαχτάρα, βλέπετε, λέτε: «Πω, πω..!» και κάτι να συμβεί, κάτι το ελάχιστον, δεν λογαριάζουν τίποτε για να φθάσουν στην άλλη πλευρά που είναι το μίσος. Δεν νομίζετε πως είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό; Τέτοιοι άνθρωποι, αγαπητοί μου, να φυλάγει ο Θεός! Κι αν συμβαίνει το θέμα αυτό μέσα εις τον γάμον; Να έχει ο άνδρας ή η γυναίκα, τέτοια ευκολία κινήσεως επάνω εις τον συναισθηματικόν άξονα; Τότε τι γίνεται; Μια τέτοια ψυχολογία, επόμενον είναι να στερείται εκείνο που σας είχα πει, σοβαρότητος. Και σταθεράς βουλήσεως. Λέει και ξελέει. Έχομε ανθρώπους που λένε και ξελένε. «Είπα, ξείπα», σου λέει. Διότι όταν είπε, δεν λογάριασε, δεν βυθομέτρησε. Δείχνει μία ορμή, έναν ενθουσιασμό και ξαφνικά όλα αδρανοποιούνται. Θα λέγαμε, ανεπιφύλακτα, ότι έχομε απουσία μίας σοβαράς προσωπικότητος. Δεν έχομε σοβαρή προσωπικότητα.
Και ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που αποκαλύπτει αυτήν την επιπολαία και ακατάστατη ψυχολογία; Χμ, εδώ είναι τώρα. Ο Κύριος μάς το αποκαλύπτει. «Είναι», λέει, «ο πειρασμός». Τι θα πει «πειρασμός»; Ο γενικός πειρασμός. Γενικός πειρασμός θα πει οτιδήποτε που μπορεί να με πειράξει. Οτιδήποτε που μπορεί να με ενοχλήσει. Μπορεί να με ενοχλήσει η ζέστη, το κρύο, μια κουβέντα του αλλουνού. Οτιδήποτε που μπορεί να με πειράξει, αυτό είναι ικανό να με κάνει να αφίσταμαι, να αλλάξω. Το λέγει, όπως είπαμε, ο Κύριος. Και πρέπει ιδιαιτέρως να το προσέξομε. Στον χώρο της πίστεως ο πειρασμός είναι, αγαπητοί μου, πωωω…, πάρα πολύ εύκολος. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο εύκολος είναι, μέσα εις αυτήν την καθημερινότητα. Κάτι να δούμε στον άλλον, κάτι ξέρω γω στον ιερέα να δούμε κάτι κ.λπ., αμέσως αρπαζόμαστε, σκανδαλιζόμαστε και λέμε…ό,τι θα πούμε. Τον ιερέα τον οποίον εθαυμάζαμε και επαινούσαμε, τώρα είμεθα έτοιμοι να τον κατηγορήσομε. Το Ευαγγέλιο το ίδιο, τι να πάω στον ιερέα, που δεν τον καταλαβαίνομε και πολλές φορές νομίζομε ότι αντιφάσκει το Ευαγγέλιο. Από τη μια δηλαδή λέει αυγά, από την άλλη καλάθια. Το Ευαγγέλιο αντιφάσκει; Η αγραμματοσύνη σου αντιφάσκει, αδελφέ μου, και όχι το Ευαγγέλιον. Αλλά εάν είχες σκέψη και έλεγες: «Είναι δυνατόν ποτέ;». Θα το πάρεις δεδομένον ότι το Ευαγγέλιον δεν αντιφάσκει. Τότε τα πράγματα θα τα βρεις. Τότε σημαίνει αρχίζεις να γίνεσαι σοβαρός άνθρωπος. Ακούσατε; Τότε αρχίζεις να γίνεσαι σοβαρός άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν, ο επιπόλαιος άνθρωπος διαμαρτύρεται ακόμη και μπροστά εις τον Θεό και μπροστά εις τους ανθρώπους. Επιρρίπτει ευθύνες εις τον πειρασμόν -τον όποιον πειρασμόν- απαντά δε σ’ αυτό ωραιότατα ο Ωριγένης. Εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον εις το υπόμνημά του λέει το εξής, αγαπητοί μου: «Δεν φταίει», λέει, «ο άνεμος του πειρασμού – προσέξτε να δείτε- όταν εσύ αποδεικνύεσαι άχυρο και όχι σίτος». Είδατε το λίκνισμα, ε; Κι αυτή παλιά εικόνα· που λιχνίζομε το σιτάρι. Και το μεν άχυρο το παίρνει ο άνεμος, αυτό επωφελούμεθα, ότι ο άνεμος παίρνει το άχυρο, ο δε σίτος πέφτει μέσα εις το αλώνι. «Αμ», λέει, «δεν φταίει ο άνεμος. Φταις εσύ, που δεν είσαι σιτάρι, αλλά είσαι άχυρο». Αυτό λοιπόν ένας άνθρωπος ο οποίος αρχίζει να θέλει να είναι σοβαρός, να κάνει ερώτημα στον εαυτό του: «Μήπως είμαι άχυρον;».
Και ποιος είναι αυτός ο πειρασμός; Είναι ο κόσμος. Πρώτα πρώτα, πρώτα πρώτα ο κόσμος. Δεν είναι ο διάβολος. Ο διάβολος είναι τελευταίος, αγαπητοί μου. Είναι ο κόσμος. Εν εννοία ηθική. Εν εννοία πνευματική. Που άλλοτε συνοφρυώνεται όταν δεν του αρέσεις και άλλοτε σου χαμογελά ο κόσμος, όταν του αρέσεις. Αν του αρέσεις, όλα έχουν καλά. Αν δεν του αρέσεις… Και τότε εσύ θέλεις να συμμορφώνεσαι με την γνώμη του κόσμου. Κι αν βεβαίως στραφείς στο τι θα πει ο κόσμος σε εκείνο που ξεκίνησε, ε, βέβαια, είσαι επιπόλαιος. Ε, βέβαια δεν έχεις σοβαρότητα. Ε, βέβαια δεν έχεις δική σου γνώμη. Δεν είσαι άνθρωπος με βαρύτητα, αλλά είσαι πράγματι άχυρο, ελαφρύς και σε παίρνει ο άνεμος. Πόσο περισσότερο αν κάποτε ο κόσμος σου δείξει γροθιά. Ότι θα σε πολεμήσει. «Α, θα με πολεμήσει;». Κι αρχίζεις να φοβάσαι. Η δειλία. Η δειλία. Ξέρετε; Όπως λέει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, οι πρώτοι που θα πάνε στην κόλαση, θα είναι οι δειλοί. «Τοῖς δὲ δειλοῖς -λέει προς το τέλος της Αποκαλύψεως- τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος». «Το μέρος», λέει, «των δειλών, σε θέματα, πρώτα πρώτα πίστεως». Πρώτα πρώτα πίστεως. Να απαρνηθείς, να απαρνηθείς πραγματικά τον Χριστόν, γιατί φοβήθηκες. Γιατί θα σε κακοποιήσει ο κόσμος. Γιατί θα σε κακοχαρακτηρίσει ο κόσμος. Κ.ο.κ. Τι δείχνει εδώ; Δείχνει μία πίστη, η οποία είναι αβαθής. Είναι μία πίστη άριζος.
Ακόμη, είναι ο εγωισμός. Εκείνος ο οποίος θα σε κάνει να αποτραπείς από την πίστη. Είναι πειρασμός ο εγωισμός· ο οποίος και αυτός με τη σειρά του μας πλήττει. Και όταν ακόμα η άνεσις μάς λείψει… σ’ αυτό δα… δεν μπορούμε να αντέξουμε ποικίλες κακοπάθειες της ζωής. Γι’αυτό στην αρχή, σας είπα, ακόμα και του ότι κάνει ζέστη, τα βάζουμε με τον Θεόν. Και λέμε: «Ουφ…». Αλλά δεν έχομε την εικόνα των μαρτύρων. Αγαπητοί μου, όταν πηγαίνω να προσκυνήσω τις εικόνες μου και είναι εικόνες μαρτύρων, άγιος Γεώργιος, άγιος Δημήτριος κ.τ.λ. σας βεβαιώνω, κάθε φορά ντρέπομαι. Ντρέπομαι…: «Εκείνοι έτσι· εγώ πώς;»… Και πρέπει πράγματι η συμπεριφορά των αγίων, και μάλιστα των μαρτύρων, πρέπει όντως να μας ελέγχει. Εδώ δηλαδή με άλλα λόγια υπάρχει η απόρριψις του λεγομένου σταυρικού ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιον είναι σταυρικόν. Διότι από τη στιγμή που θα το ακολουθήσεις, είναι σταυρός. Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να σηκώσει τον σταυρό του και να με ακολουθήσει» κ.τ.λ.
Όταν ακόμα αφαιρούνται, τι με κάνει επιπόλαιο και κυρίως σε θέματα πίστεως, όταν αφαιρούνται τα συμφέροντα. Τα κακώς νομιζόμενα συμφέροντα. Όπως φερειπείν αν απειλείται η περιουσία μου και δεν ξέρω τι άλλο. Γι’ αυτό γράφει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος μια περίφημη περικοπή. Λέγει σ’ αυτούς: «Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον ἡμέρας(:Θυμηθείτε τις πρώτες μέρες, θυμηθείτε τον παλιό καιρό), ἐν αἷς (:εν τις οποίαις ημέραις) φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων(:αφού σας φώτισε ο Θεός, υπομείνατε πολλήν άθλησιν), εν αις φωτισθέντες πολλήν άθλησιν υπεμείνατε παθημάτων. Τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι (:Από τη μια μεριά να σας θεατρίζουν οι άνθρωποι, να σας ονειδίζουν. Απ’ την άλλη μεριά), τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες (:αφού γίνατε κοινωνοί όλων εκείνων που έτσι συμπεριφέρονται) καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε(:και δεχθήκατε την αρπαγή των υπαρχόντων σας)». Θυμόσαστε, μέχρι τώρα, μέχρι τώρα, φερειπείν στην Ρωσία, δεν ξέρω πού αλλού, επί καθεστώτος κομμουνιστικού, τι δηλαδή; Δήμευσις της περιουσίας σου! Δημεύεται η περιουσία σου. Αυτό θα πει εδώ. «Μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε». «Μετά χαράς», λέει, «προσεδέξασθε(: Το δεχθήκατε αυτό με πολλή χαρά), γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν(: -ὕπαρξις θα πει περιουσία-: γνωρίζοντες ότι έχετε καλύτερη περιουσία) ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν(:που την έχετε στον ουρανό και η οποία δεν μπορεί να αρπαχθεί από κανέναν)».
Ακόμη είναι, αγαπητοί μου, και η αγωνιστικότητα, που έχει πεθάνει. Όταν πεθάνει η αγωνιστικότητα στον άνθρωπο, τότε κι αυτή συντελεί εις το να γίνει ο άνθρωπος επιπόλαιος. Η υπομονή είναι ανύπαρκτη ή εξηντλημένη.
Και τέλος, αυτοκαλλιέργεια δεν γίνεται. Όλα αυτά συνιστούν την εικόνα του επιπολαίου ανθρώπου, του ρηχού ανθρώπου, του αβαθούς, του άριζου ανθρώπου. Και είναι κρίμα, πολύ κρίμα, όταν υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία που συνιστούν μίαν προσωπικότητα τέτοια, που δεν είναι, επαναλαμβάνω, μόνον εις τον χώρον της πίστεως, αλλά είναι εις όλους τους χώρους της ζωής.
Αγαπητοί, ένα καλό καθρέπτισμα μάς έκανε σήμερα ο Κύριος με τη σημερινή Του παραβολή του σπορέως. Αν διαθέτομε επιπόλαιον χαρακτήρα, στο χέρι μας είναι να διορθωθούμε. Αρκεί να το θέλομε. Μπορούμε να διορθωθούμε. Ο Κύριος το θέλει· και είναι έτοιμος να μας βοηθήσει.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_852.mp3
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.