Αυγουστίνος Καντιώτης



«ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ» (Ομιλια μακαριστου γεροντος Αθανασιου Μυτιληναιου)

date Φεβ 19th, 2024 | filed Filed under: π. Αθαν. Μυτιληναίου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ.15, 21-28]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:

«ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 1-2-1998], [Β369]

π. Αθανασιος Μυτιληναιος.Μία από τις ωραιότερες και συγκινητικότερες περικοπές, αγαπητοί μου, της Καινής Διαθήκης, είναι η ιστορία της Χαναναίας γυναικός· που ζητούσε από τον Κύριο την θεραπεία της δαιμονιζομένης κόρης της. Και δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει μέσα εις αυτήν την ιστορία. Πάντως είναι μία ιστορία νίκης. Μια ιστορία νίκης της Χαναναίας γυναικός. Όχι μόνον γιατί ενίκησε το θέλημα του Χριστού με το να της πει: «Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» και να θεραπευθεί βέβαια η θυγατέρα της, αλλά και να αποσπάσει μεγαλειώδη έπαινον από τον Χριστόν υπέρ του δικού της προσώπου, όταν ο Κύριος δημοσίως την επαινούσε κι έλεγε: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!».
Και ο Κύριος, μαζί με την πίστη της Χαναναίας γυναικός, αλλά και την πίστη του Εκατοντάρχου, που δεν ήταν Εβραίος, ήταν Ρωμαίος και η Χαναναία γυναίκα δεν ήτο Εβραία, ήτο Συροφοινίκισσα, ήτο δηλαδή ειδωλολάτρης, που έφθασε να πει, για την μεγάλη πίστη που βρήκε στα δύο αυτά πρόσωπα, ώστε το εβεβαίωσε ο Χριστός, «Ούτε εις τον Ισραήλ», λέει, «δεν βρήκα τέτοια πίστη».

Είναι γνωστή η ιστορία βέβαια της Χαναναίας, όπως την ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί μου, εις την ευαγγελική περικοπή. Η γυναίκα αυτή, ενώ ήτο ειδωλολάτρης, έμαθε, στην πατρίδα της, βόρεια της Παλαιστίνης, ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που λέγεται Ιησούς. Και είναι μεγάλο πρόσωπο αυτό· που είναι καταπληκτικό, κάνει θαύματα, έχει υπέροχη διδασκαλία… Έφθασε λοιπόν η μεγάλη φήμη του Χριστού έως και στην χώρα της και η γυναίκα αυτή σπεύδει.
Πρώτος καρπός εδώ του ότι σπεύδει, είναι η πίστις της . Επίστευσε. Ότι όντως είναι σπουδαίο πρόσωπο ο Ιησούς. Και έρχεται, δεομένη τώρα στον Κύριον για την θυγατέρα της.
Αν διαβάσετε ξανά στο σπίτι σας την περικοπή αυτή, αγαπητοί, που είναι στον Ματθαίο, στο 15ο κεφάλαιο και μείνετε με προσοχή στις λεπτομέρειες, θα θαυμάσετε πραγματικά. Γιατί όσα είπε εις τον Κύριον, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία θαυμασία ζώσα προσευχή. Με όλες τις γόνιμες θέσεις που έχει μια καλή προσευχή.
Τι έλεγε; Και ήταν μάλιστα και ο τρόπος της και το περιεχόμενον της προσευχής. «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Είδατε; Προσευχή. «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ. Γιατί η θυγατέρα μου έχει δαιμόνιον και υποφέρει φοβερό δαιμόνιο». Και είναι τελεία προσευχή και για τον τρόπο που σας είπα και για το περιεχόμενό της, όπως θα δούμε εις την συνέχειαν. Και τούτο έχει, θα λέγαμε, μια θεμελιώδη βάση, η προσευχή αυτή της γυναικός, θεολογική βάση έχει η προσευχή αυτής της γυναικός. Αποκαλεί τον Ιησούν «Κύριον». Δηλαδή Θεόν. Τον αποκαλεί ακόμα «υἱόν Δαυῒδ». Δηλαδή άνθρωπον. Δηλαδή Θεάνθρωπον. Όταν λέμε αυτήν την απλή προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Κύριε, Ιησού, Χριστέ, τρία πράγματα φανερώνομε. Με το «Κύριε» την θεότητά Του, με το «Ιησού» την ανθρωπότητά Του και με τον «Χριστέ» το έργον που είχε να επιτελέσει επάνω εδώ εις την Γη· την Μεσσιανικότητά Του.
Είδατε πόσο σπουδαία είναι αυτή η προσευχή; Κι επειδή γίνεται ομολογία του προσώπου του Ιησού του Ποιος είναι, της ταυτότητός Του, γι’ αυτό είναι παντοδύναμη προσευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ»: Όλη η θεολογία είναι εδώ. Και όπως είναι γνωστό, όλες οι προσευχές που η Εκκλησία μας έχει συντάξει, είτε στην Θεία Λειτουργία ή σε οποιαδήποτε περίπτωση, κάθε προσευχή, έχει δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι θεολογικόν. Και αναφέρεται εις το πρόσωπον του Θεού ή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πάντως θεολογικόν. Και το δεύτερον μέρος είναι το πρακτικό. Αποτελεί το αίτημα. Εδώ λοιπόν «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το θεολογικόν μέρος. «Ελέησόν με» είναι το πρακτικόν μέρος. Αν προσέξετε, θα δείτε ότι όλες οι ευχές έχουν αυτήν την μορφήν συντάξεως.
Και θέτει αυτό το «Ελέησόν με» η γυναίκα αυτή, που δείχνει ότι ο Θεός γνωρίζει τι πρέπει να δώσει, για να ελεήσει τον άνθρωπο. Τι πρέπει να ζητήσουμε από τον Θεό; Δεν ξέρομε. Αν αυτό που θα ζητήσουμε, δεν μας βγει σε καλό; Δεν το ξέρουμε. Και βέβαια ο Θεός προλαβαίνει και δεν μας δίνει το κακό, εκείνο το οποίο ζητούμε και δεν το βλέπομε και δεν το καταλαβαίνομε. Αλλά τι; Μάλιστα λέμε «Θεέ μου, Κύριέ μου, κάνε με καλά». Μα εάν σε κάνει καλά, πιθανώς να ξαναπάς στην αμαρτία. Γιατί πιθανώς να αρρώστησες από την αμαρτία. Για θυμηθείτε την περίπτωση που είπε σε εκείνον τον παράλυτον, τον 38 χρόνια, «Πρόσεξε» -του λέγει, όταν τον συνήντησε μετά εις τον ναόν υγιή- μην ξαναμαρτήσεις, για να μην σου γίνει κάτι χειρότερο». Ώστε υπήρχε ο κίνδυνος, με το να έχει την υγεία του, να του γίνει κάτι χειρότερο; Ναι. Να χάσει την ψυχή του. Δεν μας το δίνει λοιπόν αυτό ο Θεός, όταν το ζητούμε. Τι απλούστερον; Τι φυσικότερον; «Κύριε, κάνε με καλά». Και δεν μας κάνει καλά ο Κύριος. Ξέρομε λοιπόν τι να ζητήσουμε; Δεν ξέρομε τι να ζητήσουμε. Ένα αίτημα όμως τα λέει όλα: «Ἐλέησόν με». Δηλαδή ζητούμε το έλεος του Θεού. Κι Εκείνος ξέρει τι θα μας δώσει. Αυτό είναι το πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα.
Έτσι λοιπόν, εδώ δείχνει ότι ο Θεός γνωρίζει τι πρέπει να δώσει, για να ελεήσει τον άνθρωπο. Και το «ελέησόν με» είναι γενικόν, είναι αίτημα γενικόν. Τώρα όμως η γυναίκα αυτή, προχωρεί, εάν θα ήθελε ο Κύριος, και εις το επιμέρους αίτημά της. Ποιο είναι το επιμέρους αίτημα της γυναικός; «Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Κάποτε ένας τυφλός είπε στον Κύριο: «Δώσε μου Κύριε τα μάτια, την όραση, εάν θέλεις». Και τι είπε ο Κύριος; «Θέλω». Ένας λεπρός, κάποτε. «Κύριε, καθάρισέ με». «Θέλω. Καθαρίσθητι». Αχ, αυτό το θέλω του Θεού! Όταν ταυτίζεται ή, καλύτερα, το θέλημα του ανθρώπου όταν ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού.
Kaι ο Κύριος τώρα εδώ προσποιείται ότι δεν την ακούει. Φώναζε από πίσω, φώναζε εκείνη. Και ο Κύριος δεν έδινε καμία σημασία. Γιατί το κάνει αυτό ο Κύριος; Για να αναδείξει περισσότερο την πίστη αυτής της γυναικός. Ώστε να φθάσει να πει: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!». Διότι θα μπορούσε ακόμη, αν το θέλετε, και να θυμώσει. Και λίγο παρακάτω, όπως θα δούμε, όταν ο Κύριος τής αποδίδει μομφήν, δεν θυμώνει. Εάν βέβαια μας πουν σε εμάς…ο ίδιος ο Θεός μάς πει κάτι, θυμώνομε μαζί Του και τα βάζομε μαζί Του. Τι λέγει εδώ; «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Καμία κουβέντα. Καμία απάντησις.
Και επεμβαίνουν οι μαθηταί. «Κύριε», λέει, «μας κυνηγάει από πίσω. Κάνε της αυτό που σου ζητάει. Να την ξεφορτωθούμε. Μας ενοχλεί. Φωνάζει από πίσω μας». Προσέξτε εδώ. Είπα την λέξη «ξεφορτωθούμε». Ο Κύριος είπε μία παραβολή του αδίκου κριτού· που εκεί μία χήρα επέμενε και επέμενε. Και το είπε αυτό ο άδικος κριτής. «Θέλω να την ξεφορτωθώ. Θα της κάνω το θέλημά της, γιατί μ’ ενοχλεί». «Είδατε», λέγει, «πώς σκέπτεται ο άδικος κριτής;», είπε ο Κύριος. Και για να διδάξει «μή ἐκκακεῖν», να μην αποκάμνομε στις προσευχές μας. Εδώ οι μαθηταί αντιπροσωπεύουν τους αγίους που πρεσβεύουν εις τον Χριστόν. Τι θα έλεγε κανείς, οι άγιοι δεν μας χρειάζονται; Μας χρειάζονται. Δεν είναι επαρκής ο Χριστός να ακούσει; Όπως λένε οι Προτεστάνται; Ο Θεός θέλει να ικετεύουν πολλοί Αυτόν. Και συνεπώς δέχεται τις προσευχές και των αγίων ως προσευχές πρεσβείας. Είναι διάχυτος η Αγία Γραφή, διάχυτος με την θέσιν αυτήν. Μας χρειάζονται λοιπόν οι άγιοι.
Και ο Κύριος εδώ δικαιολογείται ότι, επειδή δεν απαντούσε, λέει στους μαθητάς Του ότι : «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ». Ότι Τον έστειλε ο Πατήρ μόνον για τους Εβραίους! «Για τα χαμένα πρόβατα», λέει, «του οίκου Ισραήλ». Δηλαδή του λαού του Ισραήλ. Όχι για τους λαούς. Όχι δια τα έθνη. Αλήθεια, Αυτός, Αυτός, ο Ιησούς Χριστός, που θα πει ευθύς μετά την Ανάστασή Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Δεν αδικεί κανέναν. Αυτό που κάνει ο Χριστός ήταν ένα σχήμα. Ήταν ένα σχήμα κατ’ αρχάς, κατά το φαινόμενον, για να μην τον κατηγορήσουν οι Εβραίοι, γιατί το θεωρούσαν μεγάλο κακό πράγμα να αποδίδει κανείς από τον λαό του Θεού, μία ευεργεσία εις τους εθνικούς, εις τους ειδωλολάτρας. Για να τους αφαιρέσει, λοιπόν, την δικαιολογίαν αυτήν, γι’αυτό δεν μιλάει στην γυναίκα τούτη. Θα έλθει η ώρα της. Ποια ώρα; Η ώρα των εθνών· που τότε θα στείλει τους μαθητάς Του και τότε θα δώσουν την σωτηρία στα έθνη. Για να μην πω ότι θα συνέβαινε, εξαιτίας της αρνήσεως του λαού του Θεού, το ακριβώς αντίθετο. Η σωτηρία να προχωρήσει στα έθνη και να μην την εγκολπωθούν οι Εβραίοι, ο λαός του Θεού.
Πάντως η Χαναναία το άκουσε αυτό. Το άκουσε. Ότι δεν απεστάλη ο Ιησούς, παρά μόνον για τα παιδιά του Ισραήλ. Εκείνη όμως τι κάνει; Τον προσκυνάει! «Προσεκύνει αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι». «Κύριε, βοήθησέ με. Ναι. Δεν αξίζομε εμείς οι εθνικοί, αλλά βοήθησέ με». Και ακολούθησε ένας διάλογος μεταξύ του Κυρίου και της γυναικός, που τον παραλείπομε τουλάχιστον στην απόδοσή του, στην ερμηνεία του. Είναι γνωστό ότι ο Κύριος τής είπε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρει κανείς το ψωμί, δηλαδή τις ευεργεσίες που δίνει ο Θεός στον δικό Του λαό και να τις σπαταλήσει στα κυνάρια». Κοιτάξτε, ευγενώς «κυνάρια». Θα πει σκυλάκια. Για να μην πει σκυλιά· που πάει βαρύ. Και το λέει «κυνάρια», σκυλάκια. «Ναι», λέγει εκείνη εξυπνότατα, «και τα κυνάρια κάθονται και προσμένουν εκεί, όταν τα παιδιά τρώνε στο τραπέζι και πέφτουν τα ψιχουλάκια». Τα παιδιά είναι απρόσεκτα, όπως ξέρετε, και τους φεύγουν ψίχουλα, φεύγει φαΐ απ’ τα πιάτα τους, ξέρω ΄γω, απ’ τα χέρια τους και πέφτει κάτω. Και το σκυλάκι, όπως και η γάτα κ.τ.λ. πάνε και τρώνε. Τα σκυλάκια είναι γύρω γύρω απ’ το τραπέζι των αφεντικών, είναι πασίγνωστο. Και είναι ωραία εικόνα αυτή. Είναι πάρα πολύ ωραία εικόνα. «Ναι, Κύριε, κυνάριον είμαι, ναι, δεν το αρνούμαι. Σωστά μίλησες. Αλλά όμως κοίταξε και τα κυνάρια που τρέφονται με τα ψιχουλάκια από τα παιδιά, που πέφτουν από τα χέρια τους!».
Εκεί ο Κύριος εθαύμασε! Εδώ είναι το καταπληκτικό. Δεν μένω πιο πολύ όμως, γιατί θα μπορούσαμε πάρα πολλά να πούμε πάνω στο σημείο αυτό. Τούτο μόνο είναι πάρα πολύ σημαντικό, ότι η γυναίκα αυτή έζησε και διεξήλθε τους καλύτερους όρους μιας καλής, γονίμου προσευχής.
Και πρώτα πρώτα η προσευχή αυτής της γυναικός ήταν προσευχή γεμάτη από πίστη. Πιστεύει η γυναίκα αυτή, γι’αυτό ομολογεί και αποκαλύπτει την θεανθρωπίνη φύση του Χριστού. Δεν Τον ήξερε. Άκουσε. Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς». Ξέρετε τι σημαίνει η «πίστις ἐξ ἀκοῆς»; Γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς και όπου αλλού: «Δεν είδατε στο πρόσωπο τον Ιησού Χριστόν. Ακούσατε μόνον. Και πιστέψατε». Μεγάλο πράγμα. Μόνο ακούσατε. Άκουσε κι αυτή στην πατρίδα της και επίστευσε. Αυτή η πίστις αποτελεί την βάση της προσευχής. Γιατί αλλιώτικα, αν δεν υπάρχει πίστις, πέφτει βέβαια η προσευχή στο κενό.
Μια φορά, και δεν είναι η μοναδική, ήρθε κάποιος να εξομολογηθεί. Αλλά δεν πίστευε όμως εις τον Ιησούν Χριστόν. «Άνθρωπέ μου», του λέω, «δυνάμει της πίστεως στην θεανθρωπίνη φύση του Χριστού, τελείται το μυστήριον της Εξομολογήσεως. Εάν δεν πιστεύεις, τότε πέφτει στο κενό το μυστήριον της εξομολογήσεως». Αναμφισβήτητα. Να λοιπόν γιατί η βάσις όλων των μυστηρίων, όλης της πνευματικής ζωής και αυτής της προσευχής είναι βεβαίως η πίστις. Και μετά την πίστη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, έρχεται η πίστις συνδέσεως- προσέξτε αυτό το σημείο, πού χωλαίνομε- συνδέσεως προσώπου και λόγων Χριστού. Δηλαδή, το πρόσωπον του Χριστού κι αυτά που είπε ο Χριστός. Είναι οι λόγοι του Χριστού. Ο Χριστός είπε ότι: «Ὃ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, λήψεσθε». «Ό,τι ζητήσετε» –προσέξτε- «ἐν τῷ ὀνόματί μου, θα το πάρετε». «Εάν το ζητήσετε και δεν είναι στο όνομά μου, δεν θα το πάρετε. Ή θα πέσει στο κενό. Ή δεν ξέρω τι θα σας έρθει».
Πάντως αίτημα και όνομα Χριστού, αυτά τα δύο είναι δεμένα. Θα μου πείτε… είναι αυτονόητο. Όχι, αγαπητοί μου, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Διότι πάρα πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι δέχονται τα λόγια του Χριστού, αλλά όχι το πρόσωπό Του. Ναι. Μην σας κάνει εντύπωση. Στην ακμή της αθεΐας του σοβιετικού καθεστώτος στην Ρωσία, ήταν γραμμένο ένα λόγιον του Ευαγγελίου, του Αποστόλου Παύλου συγκεκριμένα, στη μετώπη του Κρεμλίνου. Κι έλεγε: «Ὁ μὴ ἐργαζόμενος μηδὲ ἐσθιέτω». Αυτός που δεν εργάζεται, ούτε να τρώει. Δηλαδή ο κομμουνισμός, ο υλισμός, χρησιμοποίησε …τι χρησιμοποίησε; Ένα χωρίον της Αγίας Γραφής. Γιατί; Μα είναι άθεος ο υλισμός. Μάλιστα. Διότι απλούστατα έγινε ο χωρισμός προσώπου Χριστού και λόγων του Ευαγγελίου. Είναι κάτι που… πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δέχονται, επί παραδείγματι, τον λεγόμενον «Κοινωνικόν Χριστιανισμόν», αλλά δεν δέχονται το θεανθρώπινον πρόσωπον του Χριστού. Μπορεί να πουν: «Λυπούμεθα την ανθρωπότητα. Να φτιάξομε ιατρούς, χωρίς», λέει, «σύνορα. Να φτιάξομε…εκείνα κι εκείνα, εμβόλια κλπ.». Δεν πιστεύουν στον Χριστόν. Γίνεται ο διαχωρισμός αυτός, προσώπου Χριστού και λόγων Χριστού. Ας το προσέξομε. Πρόκειται για καμουφλαρισμένη αθεΐα.
Πίστις ακόμη σημαίνει ότι ο Θεός σε ακούει, σε βλέπει, σε κρίνει, σε ζυγίζει, σου αποδίδει. Κι αυτό ακόμα είναι πίστις. Υπάρχει μία «λογική» θέσις· την λέξη «λογική» την βάζω μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν θέλω να τονίσω τον ορθολογισμόν που πρέπει να διαθέτομε προκειμένου να δεχθούμε το Ευαγγέλιον, αλλά όμως την λογική την έχει κάνει ο Θεός. Και όταν μας καλεί δια του Ευαγγελίου, η πίστις δεν είναι παράλογος. Είναι λογική. Δεν είναι βέβαια ορθολογισμός, αλλά είναι λογική. Αποτείνεται και εις το συναίσθημα και εις την βούλησιν και εις την λογικήν. Δηλαδή εις τον όλον άνθρωπον, με άλλα λόγια. Γι’αυτό ακούστε τι λέγει εδώ μία βάσις η οποία είναι λογική: Απλώς λογική. Αναφέρεται ο Ψαλμωδός εις τον 93ον Ψαλμόν και λέγει: «Ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει; (:Αυτός που έκανε αυτιά, φύτεψε – ωραία έκφρασις- αυτός που φύτεψε τ΄αυτιά, δεν ακούει;) ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεί; (:Εκείνος που έκανε τα μάτια, δεν βλέπει;)». Είναι τετράγωνη λογική, με πάσαν λογικήν συνέπειαν. Όλοι έχομε αυτιά. Και τα ζώα και τα κουνούπια και οι μύγες, όλοι έχομε αυτιά. Σας ερωτώ: Εκείνος που έκανε τα πάντα με αυτιά, δεν έχει αυτιά; Εκείνος που έκανε τα πάντα με μάτια, δεν υπάρχει κανένα ζώο που να μην έχει μάτια, δεν βλέπει; Αυτό, ξέρετε πόσο ισχυρόν, θα λέγαμε, επιχείρημα είναι, όχι για τους άλλους· για τον εαυτό μας. Όταν πάμε κάπου να απιστήσουμε, να πούμε: «Δεν βλέπει ο Θεός; Βλέπω εγώ, δεν βλέπει ο Θεός; Ακούω εγώ, δεν ακούει ο Θεός;». Για να φανεί ότι η Αγία Γραφή καλεί και τον ανθρώπινον νουν, την ανθρωπίνη λογική, για να πεισθεί ο άνθρωπος.
Η προσευχή πρέπει ακόμα να γίνεται με ταπείνωση, αγαπητοί μου. Επροσέξατε την ταπείνωση της Χαναναίας γυναικός; Δεν ντράπηκε τίποτε, προκειμένου να ζητήσει αυτό που ζητούσε. Ο Κύριος την αποκαλεί ακόμα «κυνάριον», όπως είδαμε. Εκείνη ευφυέστατα έδωσε την απάντηση που κατέπληξε τον Κύριον και τον κέρδισε. Αλλιώτικα έχομε μια φαρισαϊκή προσευχή· που ο Κύριος δεν την προσέχει. Θα έχουμε ταπείνωση. Λέγει ο όσιος Νείλος, που έχει γράψει πάρα πολλά κεφάλαια· κεφάλαιον είναι μία πρότασις μόνον. Είναι στον Α΄ τόμο της Φιλοκαλίας: «Ναὶ μὴν ἐπιγινώσκων τὰ μέτρα σου, ἡδέως πενθήσεις (:Όταν νιώσεις, γνωρίσεις καλά τις δυνατότητές σου, τα μέτρα σου, γρήγορα και ευχάριστα θα πενθήσεις) ταλανίζων σεαυτόν(:θα ταλανίσεις τον εαυτόν σου) κατὰ τὸν Ἠσαΐαν (:που είπε ο Ησαΐας) πῶς ἀκάθαρτος ὤν καὶ ἐν μέσῳ λαοῦ τοιούτου ὑπάρχων, τοὐτέστιν ἐναντίων, τολμᾷς τῷ Κυρίω Σαβαὼθ παρεστάναι;». «Εγώ ο Ησαΐας, πώς τολμώ, που είμαι ακάθαρτος και ζω σε ακάθαρτο λαό, να σταθώ μπροστά εις τον Κύριον, που είδε τον Κύριον επηρμένον, επί θρόνου επηρμένου δόξης». Δηλαδή; Χρειάζεται η τελωνική προσευχή.
Η προσευχή πρέπει ακόμη να γίνεται με προσοχή. Όταν η Χαναναία έκραζε προς τον Κύριον, τίποτε άλλο δεν την απασχολούσε, παρά μόνον, αγαπητοί μου, η θεραπεία της θυγατρός της. Την προσοχή της δεν την διασπούσε, ούτε να ‘χει το μυαλό της στο σπίτι της, ούτε στη γειτονιά της, ούτε στον όχλο που περιστοίχιζε τον Κύριο, τίποτα. Ένα την ενδιέφερε: η θεραπεία της θυγατρός της. Δηλαδή είχε συγκεντρωμένη την προσοχή της εις το αίτημά της. Στην προσευχή δεν πρέπει τίποτα άλλο να μας απασχολεί, αγαπητοί, τίποτε άλλο. Αλλιώτικα έχομε διάσπαση και του νου και της καρδιάς και είναι πολύ κακό πράγμα αυτό. Είναι περίεργο να λέμε στην προσευχή μας, όπως στον 69ον Ψαλμό: «Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες». «Πρόσχες» θα πει πρόσεξε. «Πρόσεξέ με». Κι εμείς να μην προσέχομε. Δεν είναι περίεργο; Ζητάμε απ΄τον Θεό να προσέχει εμάς, κι εμείς δεν προσέχομε καν εκείνα που λέμε. Αντίθετα, όπως λέγει ο 122ος Ψαλμός: «Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ (:Σήκωσα τα μάτια μου σε Σένα στον ουρανό, Κύριε). Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς». «Όπως», λέει, «οι δούλοι κοιτάζουνε τ’ αφεντικό τους τι θα τους πει, τι δουλειά θα κάνουν σήμερα, όπως», λέει, «η δούλη την κυρία της, την προσέχει, έτσι», λέει, «κι εμείς με τα μάτια μας προσέχομε Εσένα για να μας λυπηθείς». Δηλαδή, προσοχή όπως πρέπει.
Πρέπει να πούμε ότι το δυσκολότερο σημείο της προσευχής μας είναι η σύναξη της καρδιάς μας. Το δυσκολότερο σημείο. Γι’αυτό, προσέξτε, απαιτείται πολύς αγών. Ένα σημείο που ενισχύει την προσοχή είναι η προσευχή να γίνεται κατ’ αίσθησιν· ένα καινούριο, τώρα, στοιχείο. Τι θα πει κατ’ αίσθησιν; Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι «θα προσεύχεσαι κατ’ αίσθησιν». Και όπως λέγει ο άγιος Νείλος πάλι: «Εἰ μετὰ ἀδελφῶν, εἴτε κατὰ μόνας προσεύχῃ, ἀγώνισαι μὴ ἔθει (:όχι κατά συνήθεια να προσεύχεσαι) ἀλλὰ αἰσθήσει προσεύχεσθαι». «Αλλά με αίσθηση», λέει, «να προσεύχεσαι, να καταλαβαίνεις». Μ’ άλλα λόγια, λέει πάλι ο άγιος Νείλος: «Αἴσθησις ἐστὶ προσευχῆς, σύννοια -δηλαδή βαθιά σκέψη, και στο γράμμα και στο πνεύμα μιας λέξεως. Γι’ αυτό είναι ευλογία Θεού να ξέρει κανείς και μερικά γράμματα- μετ΄ευλαβείας καὶ κατανύξεως καὶ ὀδύνης ψυχῆς ἐν ἐξαγορεύσει πταισμάτων, μετὰ στεναγμῶν ἀφανῶν» κ.λπ. Θα νιώθεις όταν κάνεις την προσευχή σου τι λες.
Και τέλος, αν μπορούμε να μιλάμε για τέλος, είναι μία προσευχή με εγκαρτέρησιν· αληθινό γνώρισμα της προσευχής της Χαναναίας. Επέμενε: «Θα πάρω το αποτέλεσμα». Ήταν σίγουρη. Εκείνη είχε να αντιμετωπίσει τη σιωπή του Κυρίου. Ο Κύριος μάς είπε· ακούστε: «Αἰτεῖτε, ζητεῖτε, κρούετε». Τρία ρήματα κατά κλιμακωτόν σχήμα. «Αἰτῶ» θα πει απλώς «ζητώ». «Ζητῶ» θα πει «μετ’ επιμονής». «Κρούω», «αρχίζω να χτυπάω το χέρι μου». Πάμε σε ένα γραφείο και λέμε με το στόμα μας κάτι. Αλλά δεν μας δίνει προσοχή εκεί ο διευθυντής του γραφείου, ξέρω΄γω. Τότε αρχίζω να ζητώ, να υψώνω φωνήν. Πάλι δεν μου δίνει σημασία. Και αρχίζω να χτυπάω το χέρι μου επάνω στο γραφείο. Κλιμακωτόν σχήμα. «Αἰτεῖτε, ζητεῖτε, κρούετε». «Και θα σας ανοιχθεί», λέει, «θα σας δοθεί», λέει ο Κύριος. Και πάλι λέει ο όσιος Νείλος: «Οὐκοῦν, μὴ ἐκκάκει τέως (:Μην αποκάμνεις), μηδὲ ἀθύμει, ὡς μὴ λαβών (:ούτε να αθυμείς ότι δεν έλαβες). Λήψῃ γὰρ ὕστερον. Εὐθύμει τοιγαροῦν προσκαρτερῶν ἐμπόνως τῇ ἁγίᾳ προσευχῇ». «Θα το πάρεις αργότερα. Μην αθυμείς».
Αγαπητοί, όσοι θέλομε την επικοινωνία μας με τον ουρανό, αλλά πολλάκις αγνοούμε τον τρόπο, ας προσέξομε αυτούς τους τρόπους. Και τελικά η προσευχή μας γίνεται άγονη. Κρίμα δεν είναι; Ας μάθομε λοιπόν να προσευχόμεθα. Να προσευχόμεθα με πίστη, με ταπείνωση, με προσοχή, με αίσθηση, με εγκαρτέρηση. Και με άλλα πολλά στοιχεία, θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά αρκετά αυτά για να πλαισιώσουν μία καλή και γόνιμη προσευχή. Και τότε θα γευθούμε το μεγάλο προνόμιο σε μας τους ανθρώπους που μας εδόθη, να προσευχόμεθα στον Θεό τον Ζώντα και Αληθινό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_743.mp3

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.