Σταυρωθηκε για μας
Μεγάλη Πέμπτη βράδυ
Σταυρωθηκε για μας
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ! Ὅπως, ἀγαπητοί μου, ἕνας πίνακας δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ μιὰ μόνο γραμμή, ἀλλὰ εἶνε σύνθεσις πολλῶν γραμμῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς εἶνε ἕνας θαυμάσιος πίνακας μὲ πλῆθος λεπτομέρειες, μὲ πλῆθος γραμμές. Καὶ ἡ ἐλαχίστη ἀπὸ αὐτὲς ἔχει μεγάλη ἀξία. Δὲν μποροῦμε βέβαια τώρα νὰ παρουσιάσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες τοῦ θείου δράματος. Θὰ συγκεντρώσουμε τὴ σκέψι μας σὲ ἕνα σημεῖο. Ποιό εἶν’ αὐτό;
* * *
Εἶνε ἕνα ἐρώτημα, ποὺ ὁ ὑμνῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας θέτει στὸ στόμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σὲ γλῶσσα λυρικὴ καὶ ποιητικὴ παρουσιάζει τὴν Παναγία νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ ἀγαπητοῦ Υἱοῦ της καὶ νὰ ἐρωτᾷ μὲ πόνο· Υἱέ μου, ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῆς ἀδίκου σφαγῆς σου; Εἶνε ὁ ὕμνος ποὺ ἀκούγεται κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κάποια βράδια στὸ τέλος τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου· «Σφαγήν σου τὴν ἄδικον, Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα ὀδυρομένη ἐβόα σοι· Τέκνον γλυκύτατον, πῶς ἀδίκως θνῄσκεις; πῶς τῷ ξύλῳ κρέμασαι, ὁ πᾶσαν γῆν κρεμάσας τοῖς ὕδασι; Μὴ λίπῃς μόνην με, Εὐεργέτα πολυέλεε, τὴν Μητέρα καὶ δούλην σου δέομαι».
Τὸ ἴδιο ἐρώτημα κάνει καὶ ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων πατέρων τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Στὰ Μονολόγιά του, ποὺ περιέχουν κατανυκτικὲς προσευχές, καθὼς βλέπει τὸν Κύριο ἐπάνω στὸ σταυρό, λέει· Κύριε, ὅταν ῥίπτω τὸ βλέμμα ἐπάνω στὴν γλυκυτάτη μορφή σου, ἀπορῶ καὶ ἐρωτῶ· ἐρωτῶ τὴ γῆ, ἐρωτῶ τὴ θάλασσα, ἐρωτῶ τὰ ἄστρα, ἐρωτῶ τοὺς ἀνθρώπους, ἐρωτῶ τοὺς δικαστάς, ἐρωτῶ τὴ φύσι· ποιά ἡ αἰτία τῆς ἀδίκου σφαγῆς τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου; Καὶ τί ἀπαντᾷ ὁ ἴδιος· Ἡ αἰτία τῆς σφαγῆς τοῦ Ἰησοῦ εἶνε κάτι πού, ὅσο καὶ ἂν τώρα ἔχῃ ξεθωριάσει στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, δὲν παύει νὰ εἶνε φοβερὸ καὶ τρομερό. Ποιό εἶν’ αὐτό; ἡ ἁμαρτία, οἱ ἁμαρτίες. Ποιές ἁμαρτίες, οἱ δικές του; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! διότι ὁ Κύριος «δὲν ἐποίησεν ἁμαρτίαν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9· Α΄ Πέτρ. 2,22). Αἰτία τῆς ἀδίκου σφαγῆς τοῦ Χριστοῦ εἶνε οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀνθρωπότητος ὁλοκλήρου, τοῦ κόσμου ὅλου. Αὐτὸς ὑπῆρξε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ἐκεῖνος ποὺ φορτώθηκε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰωάν. 1,29), καὶ ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρωπότητος, ὡς πληρεξούσιος τρόπον τινὰ ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ προσέφερε θυσία «τὴ ζωή του» ὡς «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20,28).
Μὲ ἄλλα λόγια, ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποφέρουμε ἐμεῖς, ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦμε ἐμεῖς ὡς συνέπειες καὶ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας μας, αὐτὰ τὰ ὑπέφερε ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Τὰ πόδια τὰ δικά μας, ποὺ σπανίως κινοῦνται γιὰ κάτι σοβαρὸ καὶ μεγάλο, καὶ συχνὰ τρέχουν γιὰ μικροὺς καὶ εὐτελεῖς σκοπούς· τὰ πόδια αὐτά, μὲ τὰ ὁποῖα διασχίζουμε τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τοῦ κόσμου τούτου γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουμε καθαρῶς ἀτομικά, ὑλιστικὰ ἢ κάποτε καὶ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα· τὰ πόδια αὐτά, ποὺ διανύουν χιλιόμετρα ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἐλπίδα κάποιου κέρδους ἢ ἄλλη σκοπιμότης κοσμική· τὰ πόδια τὰ δικά μας, τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ μολυσμένα, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, νὰ τρυπηθοῦν μὲ τὰ καρφιά, καὶ ἀπ’ αὐτὰ νὰ ῥεύσῃ αἷμα, τὸ αἷμα τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἐνόχων, καὶ ὄχι τὰ πόδια τοῦ Κυρίου μας, τὰ πόδια τὰ ἀμόλυντα, μὲ τὰ ὁποῖα βάδισε στὸν κόσμο αὐτὸν ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, κι ἀνέβηκε βουνὰ καὶ κατέβηκε λαγκάδια, γιὰ νὰ εὕρῃ καὶ σώσῃ τὸ ἀπολωλός. Ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὰ δικά μας πόδια ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν.
Τὰ χέρια τὰ δικά μας, ποὺ μᾶς τά ’δωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλό, γιὰ νὰ σκορποῦμε ῥοδοπέταλα ἀγάπης γύρω μας, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ σταυρωθοῦν μὲ τὰ πιὸ μυτερὰ καρφιά. Διότι, ἐνῷ τὸ χέρι εἶνε τὸ θαυμασιώτερο ἐργαλεῖο, ἐμεῖς μὲ τὸ χέρι αὐτὸ κτυποῦμε τὸν ἀδελφό μας, ἁρπάζουμε καὶ κλέβουμε τὰ ξένα πράγματα, μὲ τὸ χέρι αὐτὸ φονεύουμε, μὲ τὸ χέρι αὐτὸ ―τί φρίκη!― στὰ γραφεῖα τῶν ἀνακριτῶν καὶ στὶς αἴθουσες τῶν δικαστηρίων, χωρὶς καμμία συνείδησι τῆς πράξεώς των, πλησιάζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ παλαμίζουν, ἀγγίζουν δηλαδὴ τὴ φωτιά, καὶ ὁρκίζονται ―τὶς περισσότερες μάλιστα φορὲς ψευδῶς―, γιὰ νὰ ῥίξουν μέσα στὶς φυλακὲς κάποιον ἄκακο καὶ ἀθῷο. Τὰ χέρια λοιπὸν αὐτά, ἀγαπητοί μου, ἔπρεπε νὰ σταυρωθοῦν, καὶ ὄχι τὰ ἀμόλυντα καὶ εὐεργετικὰ χέρια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ὅπου ἄγγιξαν ἔκαναν καὶ τὶς πέτρες νὰ τινάξουν ῥόδα καὶ τὴ γῆ νὰ εὐωδιάζῃ καὶ τυφλοὺς νὰ βλέπουν τὸ φῶς τους καὶ νεκροὺς ἀκόμη ν’ ἀνασταίνωνται σὲ νέα ζωὴ καὶ ν’ ἀποκτοῦν κίνησι.
Ἡ κεφαλὴ ἡ δική μας, τὸ κρανίο ποὺ προστατεύει τὸν ἐγκέφαλό μας, ποὺ ἀντὶ νὰ γεννᾷ σκέψεις μεγάλες καὶ ὑψηλές, γεννᾷ λογισμοὺς χαμερπεῖς καὶ εὐτελεῖς, ἀντὶ νὰ διανοῆται τὰ εὐγενῆ καὶ τὰ ἅγια, ἐπινοεῖ χυδαῖα καὶ ἐγκληματικά, ἀντὶ νὰ παράγῃ διαμάντια καὶ μαργαριτάρια, ἐξάγῃ μαύρους καπνοὺς καὶ θανατηφόρες ἀναθυμιάσεις, σκέψεις σκοτεινὲς καὶ πονηρές, συστροφὲς καὶ δαιμονικὰ σχέδια, αὐτὴ ἡ κεφαλὴ ἡ γεμάτη ἀπὸ οἴησι καὶ ὑπερηφάνεια, αὐτὸ τὸ κρανίο ποὺ γίνεται ἀερόστατο τῆς φαντασίας καὶ πετάει δεξιὰ κι ἀριστερὰ σὲ ματαίους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, σὲ μάταιες βουλὲς καὶ διανοήματα κακίας, αὐτὴ ἡ κεφαλὴ ἔπρεπε νὰ φορέσῃ τὸν ἀκάνθινο στέφανο, καὶ ὄχι ἡ κεφαλὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὅ,τι φωτεινότερο καὶ ὅ,τι ὑψηλότερο διενοήθη ποτὲ ἀνθρώπινος νοῦς στὸν κόσμο.
Ἡ γλῶσσα, ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν ὑμνοῦμε, γιὰ νὰ ψάλλουμε ὕμνους στὴν ἁγία Τριάδα· ἡ γλῶσσα, ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς μέσον συνεννοήσεως μεταξύ μας καὶ γιὰ νὰ γλυκαίνουμε τὸν πόνο τοῦ ἄλλου, αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἔπρεπε νὰ γευθῇ τὸ ὄξος καὶ τὴ χολή. Διότι ἐμεῖς μὲ τὴ γλῶσσα λέμε ψέματα, φλυαροῦμε, αἰσχρολογοῦμε, βωμολοχοῦμε, διαβάλλουμε καὶ συκοφαντοῦμε. Μὲ τὴ γλῶσσα μας ―τὸ ἀκόμη χειρότερο, τὸ φρικτώτερο ἀπ᾽ ὅλα― βλασφημοῦμε· αὐτὴ ἡ γλῶσσα γίνεται πλέον γλῶσσα ὀχιᾶς καὶ ἀτιμάζει τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Αὐτὲς οἱ γλῶσσες λοιπὸν ἔπρεπε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους ὄχι ἁπλῶς νὰ πιοῦν ὄξος καὶ χολή, ἀλλὰ νὰ τρυπηθοῦν καὶ νὰ κρεμαστοῦν ἀπὸ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅταν μιλοῦσε «ἐξεκρέματο ἅπας ὁ λαὸς ἀκούων αὐτοῦ» (Λουκ. 19,48), ὅπως κρέμεται τὸ μελίσσι ἀπ’ τὸ κλαρί. Εἴδατε μελίσσι νὰ κρέμεται ἀπ’ τὴν ἀμυγδαλιά; Ἔτσι κρεμόταν ὅλος ὁ λαὸς ἀπὸ τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ ποτίσθηκε μὲ ὄξος καὶ χολή.
Ἕνα ἀκόμη μέλος τοῦ ἀχράντου σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔπαθε, ἡ πλευρά του. Τὰ πόδια του τὰ κάρφωσαν, τὰ χέρια του τὰ τρύπησαν, τὴν κεφαλή του τὴν τραυμάτισαν, τὴ γλῶσσα του τὴν πότισαν μὲ ὄξος καὶ χολή. Ἕνα ἀκόμη ὑπελείπετο, καὶ ἔγινε κι αὐτό. Ποιό; Τὸν λόγχισαν στὴν πλευρά του. Κάτω ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ καθαρὴ καρδιά, ἡ καρδιὰ ποὺ κτύπησε τοὺς ἁγιωτέρους παλμούς· μιὰ καρδιὰ ὠκεανὸς ἀγάπης, μιὰ καρδιὰ ποὺ αἰσθανόταν τὸν ἄνθρωπο, μιὰ καρδιὰ ποὺ εἶχε πλάτος καὶ βάθος τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ τὴν καρδιὰ τραυμάτισε ἡ ἀγνωμοσύνη τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλη καρδιὰ ὅμως ἔπρεπε νὰ τραυματισθῇ. Ὄχι ἡ καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ δική μας σκληρὴ καρδιά, στὴν ὁποία φωλιάζουν τὸ μῖσος, ἡ κακία, ἡ ἔχθρα, ὁ φόνος, αὐτὴ ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ μὲ τὴ λόγχη.
* * *
Ἀγαπητοί μου! «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σαρκὸς» τοῦ Χριστοῦ «ὑπέμεινεν ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς» (αἶν. Μ. Παρ.), γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ δικά μας τραύματα. Γι’ αὐτὸ ἔγινε ὅλος μιὰ πληγή, ἕνα τραῦμα. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, εἶδε τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου νὰ πάσχῃ, καὶ στὴν ἀπορία, γιατί νὰ ὑποφέρῃ, πῆρε τὴ θεόπνευστη ἀπάντησι· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται… Αὐτὸς ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν… Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5).
Ὁ Χριστὸς ἔπαθε, σταυρώθηκε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς. Δικές μας ἁμαρτίες σήκωσε, γιὰ δικές μας ἀνομίες πληγώθηκε, καὶ μὲ τὶς δικές του πληγὲς ἐμεῖς θεραπευθήκαμε. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ ἡ λατρεία εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παύλου ὁδ. Ψαρρῶν Ἀθηνῶν 30-3-1958 ἑσπέρας)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.