Μεγαλη Παρασκευη πρωι: «Εισαι λοιπον ἐσυ βασιλευς;» (Ἰω. 18,33,37) – Ἐρειπια θα γινη ὁ κοσμος· Μεσ᾽ στα ἐρειπια αυτα ἕνα θα μεινη ὡς παρηγορια, ὡς ἥλιος ἀθανατος, μαγνητης ουρανιος· ὁ Ἐσταυρωμενος! (Ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2615
Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
3 Μαΐου 2024 (Θ΄ ὥρα)
«Εισαι λοιπον ἐσυ βασιλευς;»
«Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;… Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;» (Ἰω. 18,33,37)
Ἦταν, ἀδελφοί μου, Παρασκευὴ τοῦ πάσχα πρωί, μόλις ἡ αὐγὴ γλυκοχάραζε. Ὁ ἥλιος ἔστελνε τὶς πρῶτες του ἀκτῖνες. Ὁ Πόντιος Πιλᾶτος κοιμόταν. Ἡ σύζυγός του, γυναίκα εὐσεβής, εἶδε τὴ νύχτα τρομακτικὸ ὄνειρο.
Πρωὶ – πρωὶ ἀκούγεται βοὴ ἀσυνήθιστη ἔξω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο. Ξυπνάει ὁ Πιλᾶτος. Ἤξερε, ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸς εἶνε φιλοτάραχος. Ἀνοίγει τὸ παράθυρό του καὶ τί νὰ δῇ· μιὰ ἀνθρωποθάλασσα ποὺ φώναζε ἐξαγριωμένη. Δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τί θέλουν· ἄκουγε ἕνα ὄνομα, Ἰησοῦς Ναζωραῖος. Κατεβαίνει τὰ σκαλιά, πλησιάζει τὸν ὄχλο, ῥωτάει τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ λένε, ὅτι ἔχουν φέρει δεμένο τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Τὴ νύχτα δὲν κοιμήθηκαν. Τὸν δίκασαν στὰ δικά τους δικαστήρια ὑπὸ Ἄννα καὶ Καϊάφα. Ἔβγαλαν τὴν ἀπόφασι νὰ θανατωθῇ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἐκτελέσουν. Γιατί;
Διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ὑποτελεῖς· εἶχαν καταντήσει μιὰ ἐπαρχία τῆς ἀπέραντης ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ ἔπρεπε ἡ θανατικὴ ἐκτέλεσι νὰ ὑπογραφῇ ἀπὸ τὸ ῾Ρωμαῖο ἡγεμόνα. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ξυπνοῦν. Τὸν κατάδικο θὰ τὸν εἶχαν ἐκτελέσει, ἀλλὰ τοὺς ἐμπόδισε ὅτι χρειαζόταν νὰ ὑπογράψῃ ὁ πραίτωρ. Καὶ νάτοι τώρα ἔρχονται γιὰ μιὰ ὑπογραφὴ νὰ ἐξευτελιστοῦν μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ κατακτητοῦ. Ζητοῦν τὴν ἔγκρισί του.
Ἀλλὰ ὁ Πιλᾶτος φαίνεται ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα. Γι᾽ αὐτὸ βλέπετε καὶ οἱ ὕμνοι ποὺ ψάλλονται, ἐνῷ γιὰ ἄλλους λένε καυστικὰ λόγια (ἀχάριστοι οἱ Ἰουδαῖοι, προδότης ὁ Ἰούδας, παράνομο τὸ συνέδριο κ.ἄ.), γιὰ τὸν Πιλᾶτο δὲν λένε σκληρὴ λέξι. Καὶ στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως λέμε ἁπλῶς «…ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου»· μὲ κάποια εὐγένεια ἡ Ἐκκλησία ἔχει κοιτάξει τὸ πρόσωπο τοῦ Πιλάτου. Γιατὶ ὄντως ἦταν εὐγενής· καὶ εἶχε μέσα του τὸ αἴσθημα τοῦ δικαίου, ποὺ κυριαρχοῦσε στὴ ῾Ρώμη. Καὶ ἡ καλὴ σύζυγός του «καθημένου ἐπὶ τοῦ βήματος» τοῦ παρήγγειλε· «Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾽ ὄναρ δι᾽ αὐτόν» (Ματθ. 27,19). Γι᾽ αὐτὸ ὁ Πιλᾶτος δὲν εἶνε εὔκολος νὰ ὑπογράψῃ. Γνωρίζει τί εἶνε οἱ Ἑβραῖοι, ξέρει τὴν ψυχοσύνθεσί τους.
Τοὺς λέει· «Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;» (Ἰω. 18,29). Προτοῦ νὰ ὑπογράψῃ, θέλει νὰ ἐρευνήσῃ τὴν ὑπόθεσι. Τί ἔχετε ἐναντίον τοῦ Ναζωραίου; Παρουσίασαν πολλὲς κατηγορίες· ἡ πιὸ βαρειὰ ἦταν, ὅτι εἶνε συνωμότης, ἐπαναστάτης ἐναντίον τῆς ἐξουσίας, θέλει νὰ γίνῃ βασιλεύς. Βασιλεύς; Αὐτὸ ἀνησύχησε τὸν Πιλᾶτο· ἡ κατηγορία στρεφόταν κατὰ τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς. Γι᾽ αὐτὸ ἐρευνᾷ τὸ ζήτημα. Κοιτάζει καλὰ τὸν Ἰησοῦ· μὲ συμπάθεια. Τὸν ῥωτάει· Εἶσαι βασιλεὺς καὶ δὲν τὸ ξέρω; κατάγεσαι ἀπὸ κάποιο μεγάλο τζάκι τῆς ῾Ρώμης; ἔχεις σχέσι μὲ τοὺς δυνατούς μας; ῥέει στὶς φλέβες σου βασιλικὸ αἷμα; Ὁ Χριστὸς στέκεται ἐκεῖ σιωπηλός.
Ἀξίζει νὰ προσέξουμε τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Πιλάτου στὸν Ἰησοῦ· «Εἶσαι βασιλεύς;». Σ᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, θὰ προσπαθήσω ν᾽ ἀπαντήσω μὲ γλῶσσα ἁπλῆ καὶ σύντομα.
* * *
Οἱ βασιλεῖς τῆς ἀρχαιότητος (ὅπως π.χ. ὁ Σολομῶν, οἱ φαραώ, οἱ ῾Ρωμαῖοι κ.λπ.), εἶχαν κάποια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα· κατοικοῦσαν σὲ πλούσια ἀνάκτορα, στηρίζονταν σὲ στρατιωτικὰ ὅπλα καὶ βία, εἶχαν γύρω τους αὐλὴ μὲ πρίγκιπες, φοροῦσαν ἀδαμαντοστόλιστο στέμμα, κρατοῦσαν σκῆπτρο, μπροστά τους παρατάσσονταν ἀγήματα, ἠχοῦσαν σάλπιγγες, κυμάτιζαν σημαῖες… Τέτοια πράγματα ἔχει ὁ Ναζωραῖος μας; Ἂν εἶσαι, Ἰησοῦ, βασιλεύς (ῥωτάει ὁ Πιλᾶτος, ῥωτοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, ῥωτοῦν οἱ αἰῶνες), ποῦ εἶνε ὅλα αὐτά; Ἀνάκτορο δὲν ἔχει. Ὅταν κάποιος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε –«Δάσκαλε, θὰ σ᾽ ἀκολουθήσω ὅπου πᾷς», ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε· –Οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν τὶς φωλιές τους, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,19-20. Λουκ. 9,58). Ἐὰν εἶσαι βασιλεύς, ποῦ εἶνε τὸ στέμμα σου; Νά στέμμα, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι. Ὅπλα του; δὲν εἶχε πάνω του οὔτε σουγιᾶ· ἄοπλος! Ὅταν ὁ θερμόαιμος Πέτρος πάνω στὸ δίκαιο θυμό του εἶδε νὰ συλλαμβάνουν τὸν Διδάσκαλό του καὶ τράβηξε μαχαίρι, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Πέτρο, δὲν μὲ κατάλαβες; «βάλε τὸ μαχαίρι σου μέσα στὸ θηκάρι» (Ἰω. 18,11), γιατὶ ὅποιος τραβήξῃ μαχαίρι ἀπὸ μαχαίρι θὰ πάῃ (Ματθ. 26,52). Αἰώνια ῥήτρα πού, ἂν ὁ κόσμος τὴν ἀκολουθοῦσε, θ᾽ ἀφωπλίζονταν ὅλοι καὶ θὰ εἰρήνευε ἡ γῆ. Ἐὰν εἶσαι βασιλεύς, ποῦ εἶνε τὸ σκῆπτρο σου; «Ἐπὶ τὴν δεξιάν μου χεῖρα ἔδωκαν κάλαμον» (δοξ. αἴν. Μ. Παρ.). Ποῦ εἶνε τὰ στρατεύματά σου; Οὔτε οἱ μαθηταί του δὲν μένουν δίπλα του· ὁ Ἰούδας τὸν προδίδει, ὁ Πέτρος τὸν ἀρνεῖται, οἱ ἄλλοι φεύγουν· μόνο ἡ Μανούλα του μὲ τὸν Ἰωάννη καὶ μερικὲς γυναῖκες μένουν νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό. Μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ τὴν ἐρημιὰ κάθε ἄλλο παρὰ βασιλεὺς φαινόταν.
Καὶ ὅμως εἶνε βασιλεύς· «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15. Ἀπ. 19,16· βλ. & χερουβ. Μ. Σαβ). Πέσετε προσκυνῆστε τον. Βασιλεὺς ὄχι ἐγκόσμιος ἀλλὰ ὑπερκόσμιος. Εἶνε βασιλεύς. Τ᾽ ἀνάκτορά του; Μυριάδες. Ὅσες ἐκκλησιὲς τόσα καὶ ἀνάκτορά του. Μὰ καὶ ἂν ἐπικρατήσῃ κάποτε ἀθεΐα καὶ γκρεμίσουν τοὺς ναοὺς, λαμπρὸ ἀνάκτορό του μένει – ποιό· ἡ καρδιά μας· ὁ Χριστὸς βασιλεύει στὶς καρδιές. Ἐκεῖνο τὸ παιδάκι ποὺ κάνει τὸ σταυρό του, ἐκείνη ἡ γριὰ ποὺ προσκυνάει τὸ σταυρό, ὅλοι αὐτοὶ εἶνε λάτρεις του ἀφωσιωμένοι. Δὲν ὑπάρχουν μόνο οἱ βλάστημοι καὶ οἱ ἄθεοι, οἱ μασόνοι καὶ οἱ ἀντίχριστοι· ἔχει ὁ Χριστὸς τέκνα του σὲ ὅλες τὶς γενεές· «γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου» (ἐγκώμ. ἐπιταφ.). Δὲν θὰ ἐκλείψῃ ποτέ ἡ λατρεία τοῦ ὀνόματός του.
Εἶνε βασιλεύς. Βλέπω μεγάλους βασιλεῖς τῆς γῆς νά ᾽ρχωνται, νὰ πέφτουν μπροστὰ στὰ πόδια του ν᾽ ἀφήνουν τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ στέμματά τους, καὶ σὰν τὸν μέγα Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ λένε μὲ δάκρυα· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν. Ποιός ἄλλος ἦταν πιὸ ἰσχυρὸς στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὸ Ναπολέντα; Τὸν ἔπιασαν, τὸν πῆγαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα νησάκι, καὶ τότε αἰχμάλωτος τῶν Ἄγγλων, χωρὶς σπαθιὰ καὶ στέμματα, ἔψαλε ὕμνο στὸν Ἐσταυρωμένο. Σὰν τέτοια μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, πῆγε στὴν ἐκκλησιά, γονάτισε καὶ εἶπε· Χριστέ, τί εἴμαστε ἡμεῖς; τί ὑπῆρξα ἐγώ, τί ὑπῆρξε ὁ Κάρολος; τί ὑπῆρξε ὁ μέγας Ἀλέξανδρος; Ταράξαμε τὴν οἰκουμένη, καὶ τώρα σβήνουμε. Σὲ λίγο καιρὸ τὸ ὄνομά μας θὰ λησμονηθῇ· ἀλλὰ σύ, Χριστέ, μένεις εἰς τὸν αἰῶνα. Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν!
Βλέπω στρατηγοὺς νὰ καταθέτουν τὰ ὅπλα τους καὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο Λογγῖνο νὰ λένε· «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὖτος» (Ματθ. 27,54). Βλέπω φιλοσόφους, μεγάλα πνεύματα καὶ ποιητάς, ν᾽ ἀφήνουν τὰ σοφὰ βιβλία τους καὶ νὰ λένε· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Βλέπω κρίνα, κοπέλλες στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους, μὲ ὀμορφιὰ καὶ μόρφωσι, ν᾽ ἀφιερώνωνται στὸ Χριστό, νὰ φεύγουν ἄλλες στὰ μοναστήρια καὶ ἄλλες στὸν κόσμο ὡς ἀδελφὲς τοῦ ἐλέους, νὰ θυσιάζουν τὰ πάντα καὶ νὰ λένε· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῆς παρθενίας. Βλέπω… βλέπω… Βλέπω – ποιούς; Τοὺς ἁμαρτωλοὺς βουτηγμένους στὰ πάθη νὰ τὸν πλησιάζουν καὶ αὐτὸς νὰ μὴν τοὺς διώχνῃ, νὰ πέφτουν μπροστά του καὶ σὰν τὴν πόρνη καὶ τὸ λῃστὴ νὰ τοῦ λένε· Χαῖρε, Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας.
Στὸ ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου «Εἶσαι λοιπὸν ἐσὺ βασιλεύς;» ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε· «Σὺ λέγεις, ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ» (Ἰω. 18,37). Τί σημαίνει αὐτό; Εἶνε ἑβραϊσμὸς καὶ σημαίνει· «Αὐτὸ ποὺ λὲς εἶνε ἀλήθεια».
«Εἶσαι λοιπὸν ἐσὺ βασιλεύς;». Ναί, ἀπαντοῦν γενεὲς γενεῶν. Τὸ εἶπε ἡ προφητεία τοῦ ἀρχαγγέλου, προτοῦ ἀκόμα νὰ γεννηθῇ, ὅτι θὰ γεννηθῇ ἕνα παιδὶ ποὺ «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Μέσα σὲ δυὸ χιλιάδες χρόνια –μετρῆστε– ἔπεσαν θρόνοι, διαλύθηκαν αὐτοκρατορίες, ἄλλαξε ὁ χάρτης τοῦ κόσμου καὶ τῆς Εὐρώπης, θ᾽ ἀλλάξῃ καὶ ὁ χάρτης τῶν Βαλκανίων –τὸ ζητεῖ ἡ δικαιοσύνη τῶν Θεανθρώπου–, τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξηρανθοῦν. Ὅλα θὰ ὑποστοῦν τρομακτικὴ ἀλλοίωσι, ἕνα ὅμως θὰ μένῃ μέσ᾽ στὰ ἐρείπια τῆς ἀνθρωπότητος ὡς παρηγορία, ὡς ἄστρο φωτεινὸ καὶ ὡς ἥλιος ἀθάνατος, μαγνήτης οὐράνιος· ὁ Ἐσταυρωμένος! Ὅταν τὸ 1953 στὴ Ζάκυνθο ἔγινε σεισμός, ἕνας Ζακυνθινὸς μοῦ ἔφερε μιὰ φωτογραφία (τὴν ἔχω δημοσιεύσει στὴ «Σπίθα»). Ἀπὸ τὸ σεισμὸ καταστράφηκε μιὰ ἐκκλησία καί, ἐνῷ ἔπεσαν τὰ πάντα, ὅταν πῆγαν τὸ πρωί, τί νὰ δοῦν· μόνο ὁ Ἐσταυρωμένος ἦταν ὄρθιος μέσα στὰ ἐρείπια! Κύριε, ἐλέησον! Εἰκόνα μιᾶς μεγάλης πραγματικότητος. Ἐρείπια θὰ γίνῃ ὁ κόσμος· βασίλεια, θρόνοι, σοφίες, μηχανές, πύραυλοι, διαστημόπλοια, ἀστέρες καὶ γαλαξίες· ἀλλὰ μέσα στὰ ἐρείπια ἐκεῖνα, μέγας θριαμβευτής, ποὺ θὰ καλύπτῃ τοὺς αἰῶνες, θὰ εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος.
Δεῦτε, σκώληκες τῆς γῆς ἁμαρτωλοί, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ τὸν ἀτενίσουμε, δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ, καὶ ἄντρες – γυναῖκες – μικρὰ παιδιὰ νὰ τοῦ ποῦμε· Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 24-4-1970 Μ. Παρασκευὴ πρωί, μὲ ἐλαφρῶς νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-4-2024.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.