Θα λαμψη και παλι ὁ Ἥλιος (Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου)
Μεγάλη Ἑβδομάδα
6. Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ
1982(2) Θὰ λάμψῃ πάλι ὁ Ἥλιος
Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ
3 Μαΐου 2024 (2006)
Θα λαμψη και παλι ὁ Ἥλιος
«Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου» (ἐγκ. γ΄ στ. Μ. Σαβ.)
Πρὶν γίνῃ ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἐπιταφίου, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε λίγες λέξεις.
Ὅπως ἔχω συνήθεια κάθε χρόνο, ἑρμηνεύω πρακτικῶς, ὄχι θεολογικῶς καὶ θεωρητικῶς, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ ἐγκώμια, ποὺ εἶνε ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως. Φέτος γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἐπανέρχομαι καὶ λέγω λίγα λόγια ἐπάνω στὸ πρῶτο ἐγκώμιο τῆς τρίτης στάσεως· «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσφέρουσι, Χριστέ μου» (ἐγκ. γ΄ στ. Μ. Σαβ.).
* * *
Ὁ Ὅμηρος, ὁ ἀρχαῖος ποιητής μας, σὲ κάποια στροφὴ τῶν ποιημάτων του κάνει μία ἐμπνευσμένη παρομοίωσι. Λέει, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης στὸ σύνολό της μοιάζει μὲ ἕνα δέντρο, δέντρο πελώριο. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, κορμό, κλαδιὰ καὶ φύλλα ἀναρίθμητα, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἀνθρωπότης ἔχει τὴ ῥίζα της, τὸν κορμό της, τὰ κλαδιά της, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὰ φύλλα της. Καὶ ἡ μὲν ῥίζα καὶ ὁ κορμὸς ζοῦν καὶ χωρὶς τὰ ἄλλα· τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα ὅμως δὲν ζοῦν χωρὶς τὴ ῥίζα καὶ τὸν κορμό.
Ὑπάρχουν παραδείγματα αἰωνοβίων δέντρων. Στὴν Ἀθήνα ἔλεγαν γιὰ τὴν ἐλιὰ τοῦ Πλάτωνος. Στὴν Ἄπω Ἀνατολὴ μιλοῦσαν γιὰ πελώριες δρῦς ποὺ ζοῦν δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Στὴν Παλαιστίνη δὲ ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἐλιὰ τῆς Γεθσημανῆ, κάτω ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τῆς ὁποίας προσευχήθηκε ὁ Κύριος.
Τὸ δέντρο λοιπὸν σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ἔχει ζωὴ πολλῶν ἐτῶν. Τὰ φύλλα ὅμως; Τὰ φύλλα εἶνε προσωρινά. Τὰ φύλλα φυτρώνουν πάνω στὰ κλαδιὰ καί, στὰ περισσότερα δέντρα, μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ φθινόπωρο, κιτρινίζουν, μαραίρονται, καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου πέφτουν στὸ ἔδαφος, λειώνουν, γίνονται λίπασμα τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ὤ τοῦ θαύματος τῆς φύσεως ἢ μᾶλλον τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, ὤ τῶν θαυμάτων τῆς θείας δημιουργίας! τὴν ἄνοιξι, ἐπάνω στὰ γυμνὰ κλαδιά, φυτρώνουν ἑκατοντάδες – χιλιάδες νέα φύλλα. Ἔ, ἔτσι μοιάζουν καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ἀνθρωπότης μένει. Πόσων ἐτῶν εἶνε ὁ κόσμος; Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἐπιστήμονες νὰ τὸ ἐρευνοῦν αὐτό. Ἐμεῖς «κατὰ τὰς Γραφάς» παραδεχόμεθα, ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου δὲν εἶνε περισσότερο ἀπὸ δέκα χιλιάδες χρόνια· σὲ τόσο μετρᾷ ὣς τώρα τὸ διάστημα ἡ Ἐκκλησία «ἀπὸ κτίσεως κόσμου» (βλ. ἐτήσια Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πασχάλιον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας). Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ἀνθρωπότης ὡς σύνολο, ὡς σῶμα καὶ κορμός, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ, τὰ φύλλα –καὶ τὰ φύλλα εἶνε οἱ ἄνθρωποι– ἔρχονται καὶ παρέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Καὶ κάθε γενεὰ ὑπολογίζεται κατὰ μέσον ὅρον σὲ εἰκοσιπέντε (25) χρόνια. Συνεπῶς, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος –ὑπολογίστε–, ἔχουν περάσει ὀγδόντα (80) περίπου γενεές.
«Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου». Κάθε γενεὰ ἔχει τὸν πόνο της, τὰ δάκρυά της, τοὺς ἥρωές της, τὰ μεγάλα ἢ τὰ μικρὰ ὁράματά της, τὰ ἐπιφανῆ ἐκεῖνα πρόσωπα, ποὺ τὴν συνταράσσουν. Πόσο ὅμως αὐτὰ διατηροῦνται στὴ μνήμη; Μία μόνο γενεὰ ἢ δύο τὸ πολὺ γενεές. Μετά; Μετὰ σβήνουν τὰ πρόσωπα αὐτὰ σὰν τὰ πυροτεχνήματα. Ἀμφιβάλλετε, ὅτι αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια; Σᾶς ἐρωτῶ· πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιές ἦταν οἱ προσωπικότητες ποὺ συγκλόνιζαν ἐδῶ τὰ Βαλκάνια; Ἂν πήγαινες εἴτε στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας εἴτε στὸ Βελιγράδι τῆς Σερβίας εἴτε στὸ Βουκουρέστι τῆς Ῥουμανίας εἴτε στὴ δική μας Ἀθήνα εἴτε στὴν Κωνσταντινούπολι, ἐκεῖνοι ἦταν τότε τὰ ὀνόματα τὰ πασίγνωστα, ποὺ τ᾿ ἀνέφεραν παντοῦ καθημερινῶς. Ποῦ εἶνε λοιπὸν αὐτοὶ τώρα; Πᾶνε, λησμονήθηκαν. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ τοὺς θυμᾶται; Πρέπει ν᾿ ἀνοίξουμε τὴν Ἱστορία γιὰ νὰ βροῦμε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ διάσημα, ποὺ προσέφεραν τότε μικρὲς ἢ μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν ἀνθρωπότητα. Τώρα ὁ χρόνος, ὁ πανδαμάτωρ χρόνος ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, τὰ ἔσβησε. «Πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» (Ἡράκλειτος).
Οἱ ἄνθρωποι, σὰν τὰ φύλλα ποὺ πέφτουν, περνοῦν, φεύγουν, καὶ ἔρχονται ἄλλοι. Ἡ μία γενεὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἐκεῖνο, ποὺ εἰς πεῖσμα τῆς φθορᾶς παραμένει, εἶνε ἡ ῥίζα. Ἡ δὲ ῥίζα τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι» ὑμνοῦν τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ τὸν ὑμνοῦν πάντοτε. Ἐφ᾿ ὅσον θ᾿ ἀναβλύζουν οἱ πηγές, θὰ τρέχουν οἱ ποταμοί, θ᾿ ἀνθίζουν οἱ κάμποι, θὰ μαρμαίρουν οἱ ἀστέρες, θὰ λάμπῃ ἥλιος, καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο καὶ πάντοτε τὸ ὄνομά Του θὰ δοξάζεται. Σὰν φύλλα φθινοπωρινὰ θὰ παρέρχωνται ὅλοι· κι αὐτοί, ποὺ τώρα δημιουργοῦν θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους, θὰ σβήσουν καὶ θὰ μποῦν στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας. Ἕνας μόνο δὲν θὰ μπῇ στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας, ὁ Χριστός. Διότι δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν δαιμόνων, πάσης ἀποχρώσεως καὶ κατευθύνσεως.
Σήμερα, ναὶ τὸ γνωρίζω, ὅτι ἀπὸ πλευρᾶς πίστεως ζοῦμε σὲ ἄσχημη ἐποχή. Ζοῦμε στὸν αἰῶνα τοῦ διαβόλου, ὅπως εἶπε ἕνας Ἄγγλος ἱστορικός. Γίνεται τεράστια προσπάθεια νὰ σβηστῇ μέσα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου. Ὁ δικός μας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρομοιάζει τὸ κλῖμα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς μὲ ἔκλειψι ἡλίου. Ὅταν γίνεται ἔκλειψις, τὸ φῶς μειώνεται. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι ὁ ἥλιος ἔσβησε τελείως· ἀλλὰ δὲν περνοῦν πολλὰ λεπτὰ καὶ ὁ ἥλιος λαμπρὸς προβάλλει καὶ πάλι, λέει ὁ Παπαδιαμάντης, καὶ φωτίζει τὰ πάντα.
Ἔκλειψι ἔχουμε, σκότος βαθὺ ἀπὸ «ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (Μᾶρκ. 15,33). Ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἀδελφοί! Καὶ στὴν πλέον διεφθαρμένη καὶ ἄπιστη γενεά, κ᾿ ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ ἀθεΐα καὶ ὑλισμός, μέσα στὰ ὑπόγεια καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς ὑπάρχουν ψυχές, καὶ μάλιστα χιλιάδες, ποὺ ὑμνοῦν καὶ λατρεύουν τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτή μας. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι, ἐὰν τὸ καλέσῃ ἀνάγκη, νέοι ὁμολογηταὶ καὶ μάρτυρες θὰ παρουσιαστοῦν. Αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας δὲν γράφτηκε ἁπλῶς ἀπὸ μία ποιητικὴ ἔξαρσι, ἀλλὰ εἶνε γεγονός· «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Ἰδιαιτέρως δὲ οἱ γενεὲς τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξαν πάντοτε λάτρεις καὶ ὑμνῳδοὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ ἂν μὲ ρωτήσετε, πότε, σὲ ποιά περίοδο τὸν ὕμνησαν περισσότερο, θὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ γενεὰ ποὺ ὄντως ὕμνησε τὸν Ἐσταυρωμένο, μιὰ γενεὰ μὲ ὅραμα κ᾽ εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιὰ τὸ Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, εἶνε ἡ γενεὰ τοῦ ᾿21. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι τότε, ἦταν πιστοί. Τώρα περνᾶμε μία κρίσι παγκοσμίως. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, θὰ περάσῃ ἡ κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶνε ὁ ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου.
* * *
Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀδελφοί μου, ἤθελα νὰ πῶ ἐπάνω στὸ ἐγκώμιο «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Καὶ τώρα θὰ σᾶς παρακαλέσω, κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου ν᾿ ἀκολουθήσουμε ὅπως ἁρμόζει. Σήμερα εἶνε ἡμέρα ποὺ θυμόμαστε τοὺς νεκρούς μας. Δάκρυα ἔρχονται στὰ μάτια μας, ὅταν σκεφτοῦμε τοὺς νεκρούς μας, τὴ μητέρα τὸν πατέρα τὰ ἄλλα προσφιλῆ μας πρόσωπα. Παλαιότερα τὴ μέρα αὐτὴ πήγαιναν στοὺς τάφους καὶ προσέφεραν ἄνθη. Γιατί τὸ λέω αὐτό; Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἂν τὸ πιστεύουμε, κηδεύεται – ποιός; Ἡ μάνα μας; Ὄχι. Ὁ πατέρας μας; Ὄχι. Ποιός κηδεύεται; Ἐκεῖνος, ποὺ εἶνε μύριες φορὲς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας. Πῶς θὰ τὸν κηδεύσουμε; μὲ ἀστεῖα καὶ γέλια; Σᾶς ἐρωτῶ· στὴν κηδεία ἀγαπημένων προσώπων γελάει κανείς; Ὄχι. Ὅλοι παρακολουθοῦν σκεπτικοί. Καὶ σήμερα λοιπόν, τώρα ποὺ θὰ γίνῃ ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἐπιταφίου, παρακαλῶ κανείς νὰ μὴ μιλᾷ καὶ νὰ μὴ γελᾷ. Σιωπὴ νὰ ἐπικρατῇ, ὥστε ἂν κάποιος ἄλλος μᾶς δῇ νὰ πῇ· Πράγματι αὐτοὶ σήμερα ἔχουν κηδεία, πράγματι αὐτοὶ πενθοῦν. Παρακαλῶ ὅλους, τὰ στόματα κλειστά, ὅπως ἂν συνωδεύαμε τὴν κηδεία τοῦ πατέρα μας τῆς μητέρας μας ἢ ἄλλων προσφιλῶν μας προσώπων.
Ὅλοι ὅσοι ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία ζητοῦμε νὰ νιώσουμε κατάνυξι. Μὴ χαλάσουμε αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἀπὸ ὅλους μας ἐξαρτᾶται. Ἂς λατρεύουμε λοιπὸν τὸν Κύριο «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 4,24) πάντοτε, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως τώρα, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 16-4-1982 τὸ βράδυ μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ μικρὰ σύντμησις 21-4-2006 τὸ βράδυ.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.