Αυγουστίνος Καντιώτης



«Η ΕΝΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΩΝ ΠΙ­ΣΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ» (Ομιλια μακαριστου γεροντος Αθανασιου Μυτιληναιου)

date Ιούν 17th, 2024 | filed Filed under: π. Αθαν. Μυτιληναίου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜ.ΣΥΝΟΔΟΥ

 

      Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:

     «Η ΕΝΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΩΝ ΠΙ­ΣΤΩΝ

ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ»

                         [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-5-1991]     

   Σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἀ­γα­πη­τοί μου, τι­μᾶ τήν μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων τρι­α­κο­σί­ων δε­κα­ο­κτώ Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τῆς ἐν Νι­καί­ᾳ. Καί τήν τι­μᾶ ἀ­φε­νός μέν γιά νά δο­ξά­σει τόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό, πού πάν­το­τε δι­α­σώ­ζει τήν ­λή­θεια μέ­σα στήν κ­κλη­σί­α Του –δι­ό­τι οἱ Σύ­νο­δοι πάν­το­τε δι­έ­σω­ζαν τήν ­λή­θεια τήν δογ­μα­τι­κή– καί ἀφετέρου δέ γιά νά τι­μή­σει τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες πού συγ­κρο­τοῦ­σαν αὐ­τές τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους.

Ἀλ­λά ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ὁ­μοί­ως θέ­λει νά προ­βάλ­λει –ἔ­τσι του­λά­χι­στον φαί­νε­ται στή ση­με­ρι­νή εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή–[ Ἰωάν. 17, 1-13] τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν «ν ­γά­π καί ­λη­θεί­». Προ­σέξ­τε: τήν ἑνότητα «ν ­γά­π καί ­λη­θεί­»!

Αὐ­τό τό ἴ­διο πρό­βλη­μα φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό πρό­βλη­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος ν ­γά­π καί ­λη­θεί­, ἀ­κρι­βῶς γιατί κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο δέν ε­ναι λί­γοι ­κε­νοι πού διατα­ράσ­σουν α­τή τήν ­νό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας, πάν­το­τε, φυ­σι­κά μέ­χρι σή­με­ρα, ἀλ­λά καί μέ­χρι πού νά τε­λει­ώ­σει ἡ Ἱ­στο­ρί­α.

Τό πρό­βλη­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος τῶν ἀν­θρώ­πων ἤ­δη εἶ­χε τε­θεῖ καί με­τά τόν κα­τα­κλυ­σμό τοῦ Νῶε. Θά θυ­μᾶ­στε, ὅ­ταν ἔ­γι­ναν πολ­λοί οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ Νῶ­ε, θέ­λη­σαν νά δι­α­τη­ρή­σουν αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα, πρίν ἀ­κό­μη δι­α­σπα­ροῦν στά πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης, καί ἄν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δι­α­τη­ρή­σουν αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα καί με­τά τήν δι­α­σπο­ρά τους. Γι’ αὐ­τό θέ­λη­σαν νά ἀ­φή­σουν ­να μνη­με­ο ­νό­τη­τός τους, πού θά ἦ­ταν ἕ­να ὑ­λι­κό μνη­μεῖ­ο, ἕ­νας πλίνθι­νος πύρ­γος, ὁ ὁποῖος θά ἔ­φθα­νε ἕ­ως τόν οὐ­ρα­νό –του­λά­χι­στον τέ­τοι­α ἀν­τί­λη­ψη μπο­ροῦ­σαν νά ἔχουν πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ! Ἦταν ὁ γνω­στός μας πύρ­γος τῆς Βα­βέλ. Ὁ Θε­ός ὅ­μως, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως, συ­νέ­χε­ε τίς γλῶσ­σες τους, μπέρ­δε­ψε τίς γλῶσ­σες τους, γιά νά μήν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ αὐ­τό τό μνη­μεῖ­ο.[ Γέν. 11, 1-9].

Αὐ­τό βε­βαί­ως γι’ αὐ­τούς ἦ­ταν δεῖγ­μα μιᾶς ἑ­νό­τη­τος, ὅ­πως ἤ­δη σᾶς εἶ­πα, ἀλ­λά ­νό­τη­τος ν­θρω­πο­κεν­τρι­κς, δη­λα­δή ­πα­νά­λη­ψη το πρα­πα­το­ρι­κο ­μαρ­τή­μα­τος. Δι­ό­τι ποι­ό ἦ­ταν τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα; Ἦ­ταν ὁ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­σμός· δη­λα­δή «­γώ, ­δάμ, νά γί­νω θε­ός». Μά στό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν νά γί­νει ὁ Ἀ­δάμ κα­τά χά­ριν θε­ός. «χι· ­γώ νά γί­νω θε­ός, λ­λά χω­ρίς τόν Θε­ό». Αὐ­τή ἡ αὐ­το­νο­μί­α, αὐ­τός ὁ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­σμός.

Τό ἴδιο ἀ­κρι­βῶς γί­νε­ται καί μέ τούς πλα­νῆ­τες, πού γυ­ρί­ζουν γύ­ρω ἀ­πό τόν ἥ­λιο καί φω­τί­ζον­ται, παίρ­νο­ντας ὅ­μως τό φῶς ἀ­πό τόν ἥ­λιο. Ἄν οἱ πλα­νῆ­τες, ἄς ποῦμε, ἔ­λε­γαν κά­ποι­α στιγ­μή «Δέν χρει­α­ζό­μα­στε τό φς το ­λιου· θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τό δι­κό μας τό φς», θά τούς λέγαμε: «Ποι­ό δι­κό σας φς;… ­σες ο πλα­ν­τες δέν ε­στε α­τό­φω­τοι». Τό ἴ­διο θά λέ­γα­με καί στούς πρω­το­πλά­στους: « ν­θρω­ποι, δέν ε­σα­στε α­τό­φω­τοι, δέν μπο­ρε­τε νά α­το­θε­ω­θε­τε· τήν θέ­ω­ση θά τήν πά­ρε­τε ­πό τόν ­διο τόν Θε­ό, καί συ­νε­πς τόν χρει­ά­ζε­στε τόν Θε­ό». Δέν μπο­ροῦ­με λοι­πόν νά γί­νου­με ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κοί, δη­λα­δή τό κέν­τρο γύ­ρω ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο θά γυ­ρί­ζουν τά πάν­τα· Θε­ός θά ε­ναι τό κέν­τρο καί ­χι ν­θρω­πος.

πο­λυ­γλωσ­σί­α τό­τε στά­θη­κε ­να ση­μά­δι τς δι­α­σπά­σε­ως τν ν­θρώ­πων. Τί εἶ­πε ὁ Θε­ός; «δε­τε κα καταβάντες συγ­χέ­ω­μεν α­τν ­κε τν γλσ­σαν», «νά μπερ­δέ­ψου­με τή γλώσ­σα τους». Αὐ­τό ὅμως ἔ­πρε­πε νά δι­ορ­θω­θεῖ. Καί δι­ορ­θώ­θη­κε μέ τήν ­ναν­θρώ­πη­ση το Υ­ο το Θε­ο, ­ταν ρ­θε ­δ στή γ, καί μέ τήν κά­θο­δο το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι’ αὐ­τό ἐμ­φα­νί­στη­κε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο μέ τήν μορ­φή πυ­ρί­νων γλωσ­σν. Καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μι­λοῦ­σαν κα­τά τέ­τοι­ον τρό­πο, πού ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού εἶ­χαν συρ­ρεύ­σει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα –κι ὁ κα­θέ­νας ἦ­ταν ἀ­πό κά­ποι­ο μέ­ρος: ἀ­πό τήν Περ­σί­α, Παρ­θί­α, Μι­κρά Ἀ­σί­α, Κρή­τη, Ἑλ­λά­δα, Ἀ­ρα­βί­α, Αἴ­γυ­πτο, Κυρ­ρή­νη καί λοιπά καί λοιπά– κα­θέ­νας, λέει, ­κου­γε τό κή­ρυγ­μα το Πέ­τρου στή γλώσ­σα τή δι­κή του. Ἑ­νώ­θη­καν λοι­πόν, ἤ μᾶλ­λον δι­α­λύ­θη­κε ἐ­κεί­νη ἡ σύγ­χυ­ση, καί ἐ­πῆλ­θε ­να χεῖ­λος, ὅ­πως λέ­ει ἐ­κεῖ τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως, μί­α γλώσ­σα, μί­α φω­νή, ὅπως ἦ­ταν στήν ἐ­πο­χή τοῦ Νῶ­ε. ­πα­νέρ­χε­ται ατ­ή ­μο­φω­νί­α, ἀλ­λά ν Χρι­στ ­η­σο, μέ τή δι­α­φο­ρά πώς δέν ὑ­πάρ­χει πιά τό μνη­μεῖ­ο τοῦ πύρ­γου τῆς Βα­βέλ. Πλέ­ον δέ μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος ὁ πύρ­γος τῆς Βα­βέλ· τό ση­με­ο ­νό­τη­τος ­φε­ξς θά ε­ναι ­η­σος Χρι­στός, ν Πνεύ­μα­τι ­γί­.

     Εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό αὐ­τό πού σᾶς λέ­ω, πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό· ἀ­πο­τε­λεῖ τήν καρ­δί­α τῆς ἡ­μέ­ρας τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Πρέ­πει νά τό ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, εἶ­ναι ν Πνεύ­μα­τι ­γί­.

Ὁ Χρι­στός ἔ­τσι τό εἶ­πε. Γι’ αὐ­τό ἡ ἑ­νό­τη­τα δέν εἶ­ναι σέ κο­σμι­κά πράγ­μα­τα, σέ πράγ­μα­τα μέ κο­σμι­κές δι­α­στά­σεις. Ὁ Κύ­ριος, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή εἶ­πε:«Πά­τερ, ­γ πε­ρ α­τν ­ρω­τ», «Πα­τέ­ρα μου, ­γώ γι’ α­τούς πού πί­στε­ψαν σ’ μέ­να πα­ρα­κα­λ»· «ο πε­ρ το κό­σμου ­ρω­τ», «δέν πα­ρα­κα­λ γιά τόν κό­σμο», «λ­λ πε­ρ ν δέ­δω­κάς μοι», «λ­λά μό­νο γιά ’κεί­νους πού μο ­δω­σες».[ Ἰωάν. 17, 9]. Θά ξα­να­πῶ τή φρά­ση, για­τί με­ρι­κοί νο­μί­ζουν ὅ,τι νο­μί­ζουν: «Δέν πα­ρα­κα­λ γιά τόν κό­σμο». Θά μοῦ πεῖ­τε ὅτι κάνει δι­ά­κρι­ση. Ναί. Καί τί κά­νει ἐδῶ ὁ Κύ­ριος; ν­τι­δι­α­στέλ­λει τό ση­με­ο ­νό­τη­τος· ­κε­νο πού ­κε­νος θέ­τει, καί ε­ναι τό πρό­σω­πό Του ν ­γί­ Πνεύ­μα­τι, ­πό τό ση­με­ο ­νό­τη­τος το κό­σμου, πού ε­ναι πιά ­νας νο­η­τός πύρ­γος Βα­βέλ.

Φε­ρ’ εἰ­πεῖν, γιά νά τό κά­νου­με ἔ­τσι ὑ­λο­ποι­η­μέ­νο νά τό κα­τα­λά­βου­με: Δέν μπο­ρεῖ ἡ Ε.Ο.Κ.[:η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση] νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τῶν Εὐ­ρω­παί­ων· δέν μπο­ρεῖ ὁ Ο.Η.Ε. νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τῶν Ἐ­θνῶν. Ση­με­ο ­νό­τη­τος ε­ναι ­η­σος Χρι­στός ν Πνεύ­μα­τι ­γί­. Για­τί; Δι­ό­τι ­λα τ’ λ­λα ε­ναι ση­με­α ν­θρω­πο­κεν­τρι­κά, καί ε­ναι μ­φί­βο­λη ­νό­τη­τα πού ­πό­σχο­νται, εκολα σπά­ζει. Θυμηθεῖτε τά πό­δια τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος πού εἶ­χε δεῖ σέ ὄνειρό του ὁ Να­βου­χο­δο­νό­σορ, στή Βα­βυ­λώ­να, πού ἦ­ταν ἀ­νο­μοι­ο­γε­νές τό ὑ­λι­κό πού ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­να, ἀ­πό ὄ­στρα­κο, λέ­ει, δη­λα­δή κε­ρα­μύ­δι, καί σί­δη­ρο. Ἔ­σπα­σε… ἀ­νο­μοι­ο­γε­νές τό ὑ­λι­κό.[ Δαν. 2, 1-45] .Σπά­ζουν αὐ­τά τά πράγ­μα­τα… σπά­ζουν. Καί σπά­ζουν για­τί δέν εἶ­ναι ἐν Θε­ῷ στη­μέ­να. Ὁ Κύ­ριος εἶ­χε πεῖ: « μ συ­νά­γων με­τ’ ­μο σκορ­πί­ζει»[ Ματθ. 12, 30 και Λουκᾶ 11, 23.], «α­τός πού δέν μα­ζεύ­ει μα­ζί μου, ο­σι­α­στι­κά σκορ­πί­ζει».

Ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α πρέ­πει νά νο­η­θεῖ, πρῶ­τα-πρῶ­τα καί βα­σι­κά, ν­το­λο­γι­κή. Ὅ­ταν λέ­με ὀν­το­λο­γι­κή, τί ἐν­νο­οῦ­με; Ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι μς ­νώ­νει ­λους πραγ­μα­τι­κά τό Σ­μα καί Α­μα το Χρι­στο. Γι’ αὐ­τό ἡ ἕ­νω­ση λέ­γε­ται ὀν­το­λο­γι­κή · εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή. Πῶς; Τί μᾶς ἑ­νώ­νει τώ­ρα αὐ­τή τή στιγ­μή ἐ­δῶ; Ὅ­σοι κοι­νω­νή­σα­με, κοι­νω­νή­σα­με τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος, καί μά­λι­στα, σᾶς εἶ­πα, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας. Α­τή ν­το­λο­γι­κή ­νω­ση κ­φρά­ζε­ται μέ τό Μυ­στή­ριο τς Θεί­ας Ε­χα­ρι­στί­ας καί φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σα στήν ­στο­ρί­α μέ τή σύ­να­ξη τν πι­στν σ’ ­ναν χ­ρο, μ’ α­τό πού λέ­με ­κλη­σια­σμό. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν δέν πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός, σπά­ζει αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα. Γι’ αὐ­τό καί οἱ κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μέ ἀ­φο­ρί­ζουν, δη­λα­δή μέ ξε­χω­ρί­ζουν, ὅ­ταν δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζο­μαι τα­κτι­κά. Μοῦ λέ­νε: «­φο πε­ρι­φρο­νες τόν κ­κλη­σι­α­σμό, πού ε­ναι τό ση­με­ο ­νό­τη­τος το Χριστο, πή­γαι­νε σέ λ­λα ση­με­α ­νό­τη­τος, ­χι μέ τήν ­νό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας». Κι αὐτό γίνεται ὅ­ταν λεί­ψω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, χω­ρίς ­πο­χρν­τα λό­γο, ἀδι­και­ο­λό­γη­τα, τρες Κυ­ρια­κές. Γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο.

Ἀ­κό­μη, γι­νόμαστε ὅ­λοι σύσ­σω­μοι καί σύ­ναι­μοι, ἀ­φοῦ εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, καί ἀποτελοῦμε μέ­λη τοῦ ἑ­νός καί μό­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ε­μα­στε μέ­λη ν­το­λο­γι­κά, πραγ­μα­τι­κά, για­τί τό ­διο Α­μα ρέ­ει μέ­σα στίς φλέ­βες μας. Εἴ­τε εἶ­μαι στήν Εὐ­ρώ­πη καί ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι στήν Ἀ­σί­α, εἴ­τε εἶ­μαι στήν Αὐ­στρα­λί­α κι ὁ ἄλλος στήν Ἀ­με­ρι­κή, στήν Ἀ­λά­σκα ἤ ὁ­που­δή­πο­τε ἀλ­λοῦ, ὅ­λοι ἀ­πο­τε­λοῦ­με τό ἕ­να καί μό­νο καί ἀ­δι­αί­ρε­το Σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Δεύ­τε­ρον, ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­κό­μη πρέ­πει νά νο­η­θεῖ καί ς ­νό­τη­τα ­θι­κή. Βέβαια, δέν θά μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ αὐ­τή ἡ λέ­ξη· θά τήν ­λε­γα «πνευ­μα­τι­κή»· ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἡ λέ­ξη «­θι­κή» εἶ­ναι μί­α τρέ­χου­σα λέ­ξη, γι’ αὐ­τό τήν χρη­σι­μο­ποι­ῶ. Δη­λα­δή ­νά­με­σα στά μέ­λη τς κ­κλη­σί­ας πρέ­πει νά ­πάρ­χει τό ­θος, νά ­πάρ­χει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, τό βί­ω­μα τό πνευ­μα­τι­κό, πού κ­φρά­ζε­ται μέ τήν ­γά­πη. Καί ­γά­πη ­πο­τε­λε τό ρ­γο τν πι­στν· ­ν ­νό­τη­τα ­πορρ­έ­ει ­πό τό ρ­γο το Θε­ο. Τό ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὅ,τι σᾶς εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως. Τό ἔρ­γο τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι με­τα­ξύ τους ­γά­πη, πού θά ἐκ­φρά­σει τώ­ρα καί θά πα­ρου­σιά­σει στά μά­τια τν ν­θρώ­πων α­τήν τήν ­νό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας μας.

Ἡ ἠ­θι­κή ἑ­νό­τη­τα φαί­νε­ται σέ ὅ­σα γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους : «­ρι­δες ν ­μν ε­σι». «Μα­λώ­μα­τα ε­ναι ­νά­με­σά σας», λέει στούς Κο­ριν­θί­ους. «­ρι­δες, μα­λώ­μα­τα, μα­λώ­νε­τε!»· «­τι ­κα­στος ­μν λέ­γει· ­γ μέν ε­μι Παύ­λου, ­γ ­πολ­λώ, ­γ δ Κη­φ, ­γ δ Χρι­στο»: « ­νας λέ­ει ­γώ ­νή­κω στόν Χρι­στό, λ­λος λέ­ει ­νή­κω στόν Πα­λο, λ­λος ­νή­κω στόν Πέ­τρο, λ­λος στόν ­πολ­λώ, τόν δι­ά­ση­μο ρή­το­ρα Χρι­στια­νό πό τήν ­λε­ξάν­δρει­α». Καί ρω­τά­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «Με­μέ­ρι­σται Χρι­στός;». Ἔ­χει κομ­μα­τια­στεῖ ὁ Χρι­στός; «Πα­ρα­κα­λ δ ­μς, ­δελ­φοί, δι το ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ­μν ­η­σο Χρι­στο, ­να τ α­τ λέ­γη­τε πάν­τες», ‘’­λοι τό ­διο νά λέ­τε’’, «κα μ ν ­μν σχί­σμα­τα», ‘’καί νά μήν ­πάρ­χουν ­νά­με­σά σας δι­αι­ρέ­σεις καί σχί­σμα­τα’’, «­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ α­τ νο­ κα ν τ α­τ γνώ­μη»[ Α΄ Κορ. 1, 10-13.], ‘’νά βρί­σκε­στε κά­τω ­πό τήν ­δια νο­ο­τρο­πί­α, τήν ­δια σκέ­ψη καί τήν ­δια γνώ­μη’’.

Βλέ­πε­τε, ἀ­γα­πη­τοί;…

Αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τήν κα­τα­στρέ­φουν τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­ταν προ­βάλ­λουν ­γω­ι­σμούς, ὑ­πε­ρη­φά­νει­ες, ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες, καί γε­νι­κά ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει ἡ ἁ­μαρ­τί­α· αὐ­τή κα­τα­ξε­σχί­ζει τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας: «Τν ­νω­σιν ­γα­π­τε, τος με­ρι­σμος φεύ­γε­τε».[ Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος, VII, 2]. ‘’Νά ­γα­π­τε τήν ­νω­ση, νά ε­στε ­νω­μέ­νοι· τούς με­ρι­σμούς, τά κόμ­μα­τα, τά κομ­μα­τι­ά­σμα­τα, νά τά ­πο­φεύ­γε­τε’’.

Ἀ­κό­μη, ἕνα τρί­το ση­μεῖ­ο, πῶς μπο­ροῦ­με νά ἐν­νο­ή­σου­με τήν ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Μπο­ροῦ­με νά τήν ἐν­νο­ή­σου­με καί ὡς δογ­μα­τι­κή ­νό­τη­τα. Τί ση­μαί­νει δογ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα; Εἶ­ναι ­λή­θεια μέ­σα στήν κ­κλη­σί­α· ε­ναι ρ­θό­δο­ξη πί­στη μέ­σα στήν κ­κλη­σί­α. Ὅμως ­κεί­νη πού κα­τα­στρέ­φει τήν ­νό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας ε­ναι α­ρε­ση.

    Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε τό­τε στή Σα­μα­ρεί­τι­δα ὅ­τι τόν Θε­ό πρέ­πει νά Τόν προ­σκυ­νο­με «ν πνεύ­μα­τι κα ­λη­θεί­»[ Βλ. ωάν. 4, 23-24.]. Εδατε; «ν πνεύ­μα­τι κα ­λη­θεί­»! Καί ε­αγ­γε­λι­στής ­ω­άν­νης λέ­ει ατό τό κ­πλη­κτι­κό, ­τι « ­γά­πη πρέ­πει νά ε­ναι ν ­λη­θεί­ᾳ».[ Βλ. Β΄ ωάν. 1-3 και Γ΄ ωάν. 1.] Παρακαλ πά­ρα πο­λύ προ­σέξτε α­τό ­δ τό ση­με­ο· ε­ναι ­πί­και­ρο ­σο πο­τέ λ­λο­τε. Δι­ό­τι Ο­κου­με­νι­σμός α­τή τήν στιγ­μή –πού δέν ε­ναι τί­πο­τα λ­λο πα­ρά ­να ­να­κά­τω­μα ­λων τν α­ρέ­σε­ων, ­να ­να­κά­τω­μα, πραγ­μα­τι­κό ­να­κά­τω­μα– σο λέ­ει: θά ­χου­με τήν ­νό­τη­τα ν ­γά­π.

­χι, κύ­ριοι· ­νό­τη­τα δέν θά ε­ναι μόνο ν ­γά­π, λ­λά θά ε­ναι ν ­γά­π καί ν ­λη­θεί­. Καί τό «ν ­λη­θεί­ᾳ» ση­μαί­νει δογ­μα­τι­κή ­λή­θεια, δη­λα­δή ρ­θο­δο­ξό­τητα. Δέν μπο­ρ ­γώ νά ­χω ­νό­τη­τα μ’ σέ­να, ­ταν σύ δέν πι­στεύ­εις το­το ­κε­νο καί πί­στη σου ε­ναι παρ­δα­λή. Δέν μπο­ρ νά ­χω μαζί σου ­νό­τη­τα. ­ξάλ­λου, για­τί ­γω­νί­στη­καν ο Πα­τέ­ρες τς κ­κλη­σί­ας μας; Για­τί τούς προ­βάλ­λει σή­με­ρα κ­κλη­σί­α –του­λά­χι­στον τούς Πα­τέ­ρες τς Α΄ Ο­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου– καί τούς τι­μ; Γιά νά ­πεν­θυ­μί­ζει ­τι ­νό­τη­τα πρέ­πει νά ε­ναι καί ν ­λη­θεί­.

Βεβαίως ἡ ἑ­νό­τη­τα ἔχει δύ­ο δι­α­στά­σεις. Ἡ πρώ­τη δι­ά­στα­ση εἶ­ναι ἡ κα­τά φύ­σιν, ἡ φύ­ση μας· εἴ­μα­στε παι­διά τοῦ Ἀ­δάμ, ὅ­λοι ἔ­χου­με αὐ­τό πού λέ­με ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πό­στα­ση. Μπο­ρεῖ ὁ ἄλ­λος νά εἶ­ναι ἑ­τε­ρό­δο­ξος, νά εἶ­ναι ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἄλ­λης θρη­σκεί­ας καί τά λοι­πά. Ἔ, καλά· ς ν­θρω­πο, τόν ­γα­π. Εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, εἶ­μαι ἄν­θρω­πος, καί συ­νε­πῶς τόν ­γα­π ν ­νό­μα­τι τς ­δι­ας φύ­σε­ως. Ὅ­μως ἔ­χουμε καί μιά ἄλ­λη ἑ­νό­τη­τα, αὐ­τήν πού λέ­με ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τήν ὁποία μι­λᾶ­με τό­ση ὥ­ρα. ­κε, ­άν λλος δέν πι­στεύ­ει, ­άν δέν ε­ναι ν ­λη­θεί­ καί δέν δέ­χε­ται ­πο­λύ­τως ­λες τίς θέ­σεις τς Πί­στε­ως, δη­λα­δή ­λα τά δόγ­μα­τα, δέν μπο­ρ νά ­νω­θ μα­ζί του. Δι­ό­τι τί θά μς ­νώ­σει; Τό Σ­μα καί τό Α­μα το Χρι­στο. Ὅ­μως τό Σ­μα καί τό Α­μα το Χρι­στο δέν μπο­ρε νά χρη­σι­μο­ποι­ε­ται ­πό ν­θρώ­πους πού ­χουν δι­α­φο­ρετική πίστη καί ν­τί­λη­ψη. Ἐδῶ ὑ­πάρ­χουν αἱ­ρε­τι­κοί πού δέν πι­στεύ­ουν στήν θε­αν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅπως τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ὑ­πῆρ­χαν αἱ­ρε­τι­κοί πού ἀρ­νοῦ­νταν τή θε­ό­τη­τα τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Ἀ­ρεια­νοί, τούς ὁποίους ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ἔ­τσι καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν αἱ­ρε­τι­κοί πού δέν πι­στεύ­ουν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι Θε­ός. Αὐ­τό ὅμως εἶ­ναι μέ­γι­στη βλα­σφη­μί­α. Πς λοιπόν θά ­νω­θ ­γώ μα­ζί τους;… Καί πς θά τούς δε­χθε α­τούς διος Χρι­στός, πού Τόν βλα­σφη­μον, μέ τό νά μή δέ­χο­νται τή θεί­α Του φύ­ση;…

Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι καί «ν ­λη­θεί­ᾳ». Τό κα­τα­λά­βα­τε;

Ἕ­νας ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός συγ­γρα­φέας, ὁ πο­λύς Ὠ­ρι­γέ­νης, λέ­ει τό ἑ­ξῆς: « ­νό­της γί­νε­ται δι’ ­γά­πης καί ­λη­θεί­ας καί προ­αι­ρέ­σε­ως ­γα­θς»[Origenes, Fragmenta in Jeremiam, 00234.] Τί θά πεῖ αὐ­τό; Τρί­α στοι­χε­α πρέ­πει νά συν­τρέ­χουν γι’ α­τήν τήν ­νό­τη­τα. Πρῶ­τα, ­λή­θεια· ὅ,τι τό­σην ὥ­ρα σᾶς λέω. ­λοι νά πι­στεύ­ου­με τό ­διο· νά ἔ­χου­με τήν ἴ­δια πί­στη, τήν ὀρ­θό­δο­ξο πί­στη. Κα­τό­πιν, ­γά­πη· νά ­γα­πά­ει ­νας τόν λ­λο. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ νά ἔ­χου­με τήν ἴ­δια πί­στη, ἀλ­λά νά μήν ἔ­χου­με με­τα­ξύ μας ἀ­γά­πη, για­τί ὑ­πάρ­χουν οἱ μι­κρο­με­γα­λο­ε­γω­ι­σμοί… Ναί, οἱ μι­κρο­με­γα­λο­ε­γω­ι­σμοί! Θέ­λει λ­λος νά προ­βάλ­λε­ται, νά κά­νει τό δι­κό του, καί τά λοιπά καί τά λοιπά, καί ­ν ­χου­με δια πί­στη, νά σπά­ζει ­νό­τη­τα, για­τί λεί­πει ­γά­πη. Καί με­τά, λέ­ει, εἶ­ναι ­γα­θή προ­αί­ρε­ση. Ἡ ἀ­γα­θή προ­αί­ρε­ση εἶ­ναι ­που­σί­α το δό­λου. Μέ­σα σου α­τό πού λές νά τό πι­στεύ­εις. Αὐ­τό πού λέ­νε τά χεί­λη σου νά τό πι­στεύ­εις. Δέν ὑ­πάρ­χει ὁ δό­λος· ὑ­πάρ­χει τα­πεί­νω­ση. Ἄν σοῦ εἰ­πω­θεῖ ὅ­τι ἔ­χεις κά­που ἕ­να ση­μεῖ­ο πλά­νης, νά τό ἀ­πο­δε­χθεῖς καί ἀ­μέ­σως νά δε­χθεῖς τήν ἀ­λή­θεια.

Στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀ­γα­πη­τοί μου, κά­θε φο­ρά πού λει­τουρ­γοῦ­με, λέ­με τό ἑ­ξῆς: «Τν ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως κα τν κοι­νω­νί­αν το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος α­τη­σά­με­νοι», ἀ­φοῦ ζη­τή­σα­με, λέ­ει, τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί τήν κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, «­αυ­τος κα λ­λή­λους», τούς ἑ­αυ­τούς μας καί τούς ἄλ­λους, «κα π­σαν τν ζω­ν ­μν», καί ὅλη τή ζωή μας, ­λο τό ε­ναι μας, «Χρι­στ τ Θε­ πα­ρα­θώ­με­θα», ἄς πα­ρα­θέ­σω­με, ἄς τό βά­λου­με στά χέ­ρια τοῦ Χρι­στοῦ.

­δ, σ’ α­τό τό χω­ρί­ο, τό λει­τουρ­γι­κό χω­ρί­ο, πε­ρι­κλεί­ε­ται ­λο τό ποι­μαν­τι­κό ρ­γο τς κ­κλη­σί­ας. Δι­ό­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τί θέ­λει; Μέ τά κη­ρύγ­μα­τα, μέ τά Μυ­στή­ρια καί τά λοιπά, τί ἐ­πι­δι­ώ­κει; ­πι­δι­ώ­κει τήν ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως, νά ἔ­χου­με ὅ­λοι τό ἴ­διο πι­στεύ­ω. Λέ­με «Πι­στεύ­ω ες ­να Θε­όν…», τ’ ἀ­κού­ει ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λοι λοι­πόν νά ἔ­χου­με τό ἴ­διο πι­στεύ­ω. Κι τσι, α­τό τό ­διο πι­στεύ­ω γί­νε­ται ­δός πού ­δη­γε στόν κύ­ριο σκο­πό μας, στήν κοι­νω­νί­α το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τί θά πεῖ κοι­νω­νί­α; Με­το­χή. Γιά νά εἴ­μα­στε ὅ­λοι μέ­το­χοι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί μήν ξε­χνᾶ­με, κοι­νω­νί­α το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ε­ναι κο­ρυ­φή, ε­ναι τε­λι­κός σκο­πός κά­θε πνευ­μα­τι­κς φρον­τί­δος.

Μέ­νει ἕ­να τρί­το ση­μεῖ­ο, σ’ αὐ­τό πού μόλις σᾶς δι­ά­βα­σα· ε­ναι πα­ρά­θε­ση τν ­αυ­τν μας, τς ζω­ς μας, καί τν λ­λων στά χέ­ρια το Χρι­στο. «Χρι­στ τ Θε­ πα­ρα­θώ­με­θα», ἄς πα­ρα­θέ­σω­με. Δη­λα­δή;

Δη­λα­δή: Πη­γαί­νει, κυ­ρί­α μου ὁ σύ­ζυ­γός σου στή δου­λειά καί τά παι­διά σου σχο­λεῖ­ο; Μήν περ­νᾶς λα­χτά­ρα μέ­χρι τό με­ση­μέ­ρι πού θά ἐ­πι­στρέ­ψουν, μπάς καί τούς πά­τη­σε κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το! Ἔ­φυ­γαν; Κά­νε τήν προ­σευ­χή σου· Κύ­ρι­ε, στά χέ­ρια Σου ε­ναι σύ­ζυ­γός μου καί τά παι­διά μου. Καί κά­νε τίς δου­λει­ές σου ἤ­ρε­μα καί ἥ­συ­χα· ἔ­βα­λες στό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, στό χέ­ρι τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­βα­λες τήν ἀ­σφά­λεια τῶν δι­κῶν σου. Αὐ­τό θά πεῖ ἄς πα­ρα­θέ­σου­με. Με­γά­λο πράγ­μα ὅ­ταν τούς οἰ­κεί­ους μας, καί τήν πα­τρί­δα μας, τούς πα­ρα­θέ­του­με στόν Χρι­στό. Κύ­ρι­ε, ἐ­μεῖς τί μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με;… «­ν μ Κύ­ριος φυ­λά­ξ πό­λιν, ες μά­την ­γρύ­πνη­σεν φυ­λάσ­σων»[ Ψαλμ. 126, 1.]. Ἐ­άν ὁ Κύ­ριος δέν φυ­λά­ξει τήν πό­λη, μά­ται­α ἀ­γρύ­πνη­σαν οἱ σκο­ποί της, αὐτοί πού φυ­λᾶ­νε τήν πό­λη.

Τό λέ­ω αὐ­τό για­τί ἔ­χου­με τούς Τούρ­κους ἀ­πό ’δῶ, τούς πα­ρα­τούρ­κους ἀ­πό ’κεῖ… τούς πα­ρα­πά­νω καί τούς πα­ρα­κά­τω… ­λους α­τούς, ν μς ­πι­τε­θον, δέν θά μπο­ρέ­σου­με νά κά­νου­με τί­πο­τα γιά νά τούς βγά­λου­με ­πό τήν πα­τρί­δα μας, ­άν τήν πα­τρί­δα μας δέν τήν φυ­λά­ει Χρι­στός. Αὐ­τό βε­βαί­ως δέν κα­ταρ­γεῖ τήν ἄ­μυ­να. Προ­σέξ­τε: δέν κα­ταρ­γεῖ τήν φύλαξη τῶν συνόρων. Μή­πως καί οἱ Ἑ­βραῖ­οι δέν ἔ­κα­ναν πο­λέ­μους; Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Θε­ός εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν τρο­παι­ο­φό­ροι στόν πό­λε­μο· ὅ­ταν δέν τήν εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν κά­τι φο­βε­ρό!

Νά σᾶς πῶ πῶς τό λέ­ει ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός: «­άν ­χε­τε τή δι­κή μου τήν ε­λο­γί­α, ­κα­τό ­πό σς θά κα­τα­τρο­πώ­νουν δέ­κα χι­λιά­δες, μυ­ρί­ους. Καί ­άν, λέει, ε­σα­στε ­σες μύ­ριοι, ν δέν ­χε­τε τήν ε­λο­γί­α μου, ­κα­τό ­πό τούς ­χθρούς σας θά σς κα­τα­τρο­πώ­νουν»[ Λευιτ. 26, 7-17]. Αὐ­τό θά πεῖ πα­ρα­θέ­τω τόν ­αυ­τό μου στόν Θε­ό · ­κε ε­ναι λ­πί­δα μας. Ὕ­στε­ρα ­μες, ς χώ­ρα, ο μι­κροί, –πάν­τα μι­κροί ­μα­στε, σέ γ­κο, σέ ­κτα­ση, σέ ­ριθ­μό– πό­σες φο­ρές νι­κού­σα­με! Για­τί; Πα­ρα­κα­λού­σα­με τόν Θε­ό. Δέν ξέ­ρω ὅ­μως, ἄν κά­τι μᾶς συμ­βεῖ, ἐάν πα­ρα­κα­λέ­σου­με πά­λι τόν Θε­ό. Καί τό λέω αὐτό για­τί ­δη μπ­κε ρ­κε­τή δό­ση ­θε­­ας μέ­σα στόν λα­ό μας, καί α­τό τό γνω­ρί­ζουμε ­λοι μας.

Ἀ­γα­πη­τοί, οἱ ἡ­μέ­ρες πού περ­νᾶ­με εἶ­ναι δι­α­σπα­στι­κές. Αὐ­τό βέ­βαι­α συμ­φέ­ρει στούς ἐ­χθρούς, ὁ­ρα­τούς καί ἀ­ο­ρά­τους, στόν Δι­ά­βο­λο καί στούς ἄλ­λους ἐ­χθρούς, για­τί ἐ­πι­τυγ­χά­νουν τά σχέ­διά τους. «Μέ­σα στήν ­ναμ­πουμ­πού­λα», λέ­ει μί­α λα­ϊ­κή πα­ροι­μί­α, «χαί­ρε­ται λύ­κος», δη­λα­δή μέ­σα σέ μί­α δι­α­σπα­στι­κό­τη­τα χαί­ρον­ται οἱ ἐ­χθροί.

Γιά μᾶς τούς Ὀρ­θό­δο­ξους Χρι­στια­νούς γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Ε λ­λή­λους δά­κνε­τε κα κα­τε­σθί­ε­τε, βλέ­πε­τε μ ­π’ λ­λή­λων ­να­λω­θ­τε»[ Γαλ. 5, 15]. ­άν ­νας δαγ­κώ­νει τόν λ­λο, προ­σέξ­τε μή­πως με­τα­ξύ σας κα­τα­να­λω­θε­τε, κα­τα­στρα­φε­τε.

Ὄ­χι ἔτσι. Ὁ ἴ­διος Ἀ­πό­στο­λος λέ­ει γιά μᾶς στήν Πρός ­βραί­ους: «Κα­τα­νο­­μεν λ­λή­λους ες πα­ρο­ξυ­σμν ­γά­πης κα κα­λν ρ­γων»[ Ἑβρ. 10, 24]. Ἄς προ­σέ­χουμε ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ὥ­στε νά πα­ρα­κι­νού­μα­στε σέ ὀ­ξεῖ­ες ἐκ­δη­λώ­σεις ἀ­γά­πης, σέ πυ­ρε­τό ἀ­γά­πης, καί κα­λῶν ἔρ­γων!

Τό­τε ἀκριβῶς, ἀ­γα­πη­τοί μου, θά μπο­ροῦ­με νά δι­α­σώ­ζου­με τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ποι­οι βρί­σκον­ται μέ­σα σ’ αὐτή, κι ὅ­ποι­οι εἶ­ναι αὐ­τοί, «­κα­στος ­φ’ ­ ­τά­χθη»[ Βλ. Α΄ Κορ. 4, 17-24] πού λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, « κα­θέ­νας ­κε πού τά­χθη­κε». Αὐτό ση­μαί­νει ὅτι ὁ μο­να­χός, ὁ ἄ­γα­μος, ὁ ἔγ­γα­μος, ὁ χει­ρώ­να­κτας, ὁ ἐ­πι­στή­μο­νας, ὁ μορ­φω­μέ­νος, ὁ ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος, ὁ κα­τέ­χων ἀ­ξι­ώ­μα­τα, ὁ ἰ­δι­ώ­της, ­λοι ε­μα­στε ν Χρι­στ ­δελ­φοί, ­να Σ­μα. Αὐ­τή ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Νά πῶ καί κά­τι, μέ τήν εὐ­και­ρί­α τοῦ σημερινοῦ Μνη­μο­σύ­νου; Καί ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή δέν ξε­χω­ρί­στη­καν· ε­ναι στό ­διο Σ­μα. Γι’ αὐ­τό στό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο βά­ζου­με τίς με­ρί­δες καί ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων. Ο κε­κοι­μη­μέ­νοι ­πλς ­φυ­γαν ­πό τά μά­τια μας· ­μως ε­ναι ­νω­μέ­νοι μέ τό Σ­μα το Χρι­στο. Α­τό μήν τό ξε­χν­με πο­τέ!

Καί ὅ­λα αὐ­τά, α­τή ­νό­τη­τα τν με­λν τς κ­κλη­σί­ας, πρέ­πει νά ε­ναι καί τό τεκ­μή­ριο, ­πό­δει­ξη τς ζων­τά­νιας το Χρι­στι­α­νι­σμο πρός τούς ­ξω, σ’ ἐ­κεί­νους πού δέν εἶ­ναι Χρι­στια­νοί.

Ὁ Κύ­ριος μᾶς εἶ­πε: «ν τού­τ γνώ­σο­νται πά­ντες ­τι ­μο μα­θη­ταί ­στε, ἐὰν ­γά­πην ­χη­τε ν λ­λή­λοις»[ Ἰωάν. 13, 35]. Τό­τε θά γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος ὅ­τι εἶ­στε δι­κοί μου μα­θη­τές, ­ταν ­νά­με­σά σας ­χε­τε ­γά­πη καί ­νό­τη­τα.

ΠΗΓΗ:

http://agonasax.blogspot.gr/2016/03/blog-post.html

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.